Ἑλληνικά   English  
Title
Ἐπιλογὴ γραμματοσειρᾶς:

(Οἱ γραμματοσειρὲς πρέπει νὰ εἶναι ἤδη ἐγκατεστημένες στὸ σύστημά σας γιὰ νὰ τὶς χρησιμοποιήσει ὁ ἱστοπλοηγός σας.)
Ἐπιλεγμένη γραμματοσειρά: Gentium
Τύπος ἱστοπλοηγοῦ: claudebot

Ἡ ἀντιδικία τῶν τόνων αʹ

[Ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ἡ ἀντιδικία τῶν τόνων, ἐκ τῶν συνεδριῶν τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν», ἐκδόσεις Τζάκα-Δελαγραμμάτικα 1944: Ὁμιλίες τῶν κκ. καθηγητῶν Χατζῆ, Μαρινάτου, Πεζοπούλου, Ζώρα, Λογοθέτου καὶ Φάβη.]

Ἀπόσπασμα τῆς ὁμιλίας τοῦ Ἀντ. Χατζῆ, τακτικοῦ καθηγητοῦ τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Φιλολογίας, σελ. 35-36.

Περὶ τοῦ ζητήματος τῶν τόνων ἐνταῦθα θὰ εἴπω μόνον τὰ ἑξῆς: Ἐν τῷ τεύχει Περὶ τῆς δίκης τῶν τόνων, σ. 286, γίνεται λόγος εἰδικὸς περὶ τοῦ τόνου τῆς λέξεως καρκίνος ἐκ τοῦ τονισμοῦ τῆς λέξεως ταύτης λαμβάνων ἀφορμὴν πρῴην Γεν. ᾽Επιθεωρητὴς τῆς ἐκπαιδεύσεως προτείνει τὴν κατάργησιν τῶν τόνων καὶ τῶν πνευμάτων ἐν τοῖς γυμνασίοις.᾽Αλλ᾿ ἐρωτῶ τὸν ἀφελῆ ἐκπαιδευτικόν: ὁ μαθητὴς τοῦ γυμνασίου δὲν ὀφείλει νὰ γινώσκῃ τὴν προσῳδίαν καὶ εἰδικῶς νὰ γινώσκῃ ἂν τὸ «ι» τῆς παραληγούσης τῆς εἰρημένης λέξεως εἶναι μακρὸν ἢ βραχύ; ᾽Εὰν συναντήσῃ τὴν λέξιν ταύτην παρά τινι ποιητῇ, ὁ τόνος δὲν θὰ ἐβοήθει αὐτὸν νὰ ἀναγνώσῃ ὀρθῶς τὸ μέτρον; Εἶναι δὲ γνωστόν, ὅτι οἱ μαθηταὶ τῆς τελευταίας γυμνασιακῆς τάξεως ἐν σχολείοις τῆς ῾Εσπερίας ὀφείλουσι νὰ συντάξωσι ποίημα ἐν Λατινικῇ γλώσσῃ ἂν ἐν τῷ ποιήματι ὁ μαθητὴς τὴν λέξιν Carcinos (ἀστερισμὸς) ἐκλάβῃ ὡς ἔχουσαν τὸ i μακρόν, ἀσφαλῶς δὲν θὰ δυνηθῇ νὰ λάβῃ ἀπολυτήριον τοῦ γυμνασίου.

Ὥστε οἱ μαθηταὶ πάντων τῶν γυμνασίων τῆς οἰκουμένης θὰ γινώσκωσιν, ὅτι ἡ λέξις Πιλᾶτος ἔχει τὴν παραλήγουσαν μακρὰν καὶ ὅτι ἑπομένως ἡ λέξις Πιλᾶτος προπερισπᾶται, μόνον δὲ ὁ ῞Ελλην μαθητὴς τοῦ γυμνασίου κατὰ τὸν πρῴην Γενικὸν Ἐπιθεωρητὴν τῆς ἐκπαιδεύσεως θὰ ἀγνοῇ τοῦτο, θὰ θέτῃ δὲ ὀξεῖαν ἐπὶ τῆς παραληγούσης.

Ἀπόσπασμα τῆς ὁμιλίας τοῦ Σπύρου Μαρινάτου, τακτικοῦ καθηγητοῦ τῆς Ἀρχαιολογίας, σελ. 101-102.

Ἡ ἔναρξις τῆς ἁπλοποιήσεως τοῦ ὀρθογραφικοῦ μας προβλήματος ἀπὸ τοὺς τόνους ἐξεφράσθη ἀπὸ μὲν ἀκαδημαϊκοὺς κύκλους ὡς ἰδέα, ἀπὸ ἄλλους δὲ ἐλευθέρους κύκλους καὶ ἐφηρμόσθη. Ἀκόμη καὶ εἰς διδακτικὰ βιβλία, ὄχι βεβαίως ἐπίσημα, ἔγινε τὸ πείραμα, ὅπως τὰ γραφέντα ὑπὸ τοῦ Ἐλ. Γιαννίδη.

Ὁ συνάδελφος κ. Κακριδῆς καὶ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς μάρτυράς του μᾶς εἶπον, ὅτι ὁ Βιλαμόβιτς καὶ ἄλλοι ἐγνωμάτευσαν ὑπὲρ τῆς καταργήσεως τῶν τόνων ἢ τοὺς κατήργησαν1.

Θὰ παρατηρήσω ὅτι ὁ Λάμερ, ὁ ἔξοχος ἐκεῖνος διδάσκαλος μὲ τὴν βαρύνουσαν γνώμην, διότι ἐπὶ μίαν γενεὰν καὶ πλέον ἀνέθρεψε τοὺς φλογερωτέρους λατρευτὰς τῆς ᾽Αρχαιότητος, ἔχει μαζὶ μὲ πλείστους ἄλλους τὴν ἐναντίαν γνώμην καὶ τὴν αἰτιολογεῖ δεόντως. Πράγματι οἱ τόνοι διὰ τοὺς ξενογλώσσους εἶναι πολὺ ἀναγκαιότεροι παρὰ δι᾿ ἡμᾶς. Οἱ Γερμανοὶ μάλιστα, τονίζοντες λόγῳ παραδόσεως καὶ τὴν Ἑλληνικὴν καὶ τοὺς τονικοὺς κανόνας τῆς Λατινικῆς, ὑποπίπτουν εἰς ἀπειρίαν σφαλμάτων, ὅταν ἀπὸ μνήμης γράφουν ῾Ελληνικὰς φράσεις, ἀκόμη καὶ αὐτὸς ὁ γίγας ὁ Βιλαμόβιτς (Αἴσχυλος, νεκυία, Τελεσίλλα). ᾽Εντεῦθεν ἑρμηνεύεται καὶ ἡ προσπάθειά του ἁπλοποιήσεως τῶν τονικῶν κανόνων εἰς τὰ σχολεῖα. Ὁ Λάμερ ἀναφέρει καὶ τὰς σχετικὰς συζητήκεις περὶ καταργήσεως τῶν τόνων εἰς τὴν ῾Ελλάδα, ἀλλὰ τονίζει ὅτι εἰς οὐδὲν ἀπέληξαν.

Ἀπόσπασμα τῆς ὁμιλίας τοῦ Ἐμμανουὴλ Πεζοπούλου, τακτικοῦ καθηγητοῦ τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Φιλολογίας, σελ. 163-166.

Ἡ γνώμη τοῦ κ. Ν. Α. Βέη (Bees) περὶ τῶν τόνων

Ὁ κ. Ν. Α. Βέης (Bees) εἶπε κατὰ τὴν δίκην τοῦ κ. Κακριδῆ ὅτι «οἱ δὲ τόνοι εἶναι γνωστόν, ὅτι ἐχρησιμοποιήθησαν τὸ πρῶτον κατὰ τοὺς Ἀλεξανδρινοὺς χρόνους χάριν τῶν βαρβάρων. Παράβαλε ὅσα περὶ τῶν τόνων ἔγραψεν ἐπ᾿ ἐσχάτων ὁ σεβαστὸς συνάδελφος κ. Δ. Μπαλᾶνος ἐν Νέᾳ ῾Εστίᾳ 1942, 10 (1), τὰ ὁποῖα καὶ συνυπογράφω βεβαιῶν ὡς παλαιογράφος, ὅτι τὰ παλαιότερα καὶ ἀρχαιότερα χειρόγραφα ῾Ελλήνων συγγραφέων εἶνε ἄτονα καὶ ἀπνευμάτιστα».

Τί γράφει ὁ κ. Δ. Μπαλᾶνος εἶνε ἀδιάφορον, ἐπειδὴ οὗτος δἐν εἶνε φιλόλογος, ἀλλὰ θεολόγος, κακῶς δὲ ποιῶν ἀναμειγνύεται εἰς φιλολογικὰ ζητήματα, ἅτινα ἀγνοεῖ.

῾Ο κ. Δ. Μπαλᾶνος εἶνε καθηγητὴς τῆς Πατρολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν. ῎Εργον δὲ τοῦ περὶ τὴν πατρολογίαν διατρίβοντος δὲν εἶνε μόνον ἡ ἐπανάληψις τῶν γεγραμμένων ὑπ᾿ ἄλλων, ἀλλὰ καὶ ἰδία μελέτη τῶν συγγραμμάτων τῶν πατέρων τῆς ῎Εκκλησίας, ὧν πολλὰ πρὸς τῆ θεολόγικῇ ἔχουσι καὶ φιλολογικὴν ἀξίαν.

῾Ο κ. Δ. Μπαλᾶνος πλὴν τῆς ἐργασίας αὑτοῦ περὶ ᾽Ισιδώρου τοῦ Πηλουσιώτου, ἣν ἐν κρίσει δημοσιευθείσῃ ἐν τῇ «Νέᾳ Φόρμιγγι» ἐπῄνεσα καὶ ἐγὼ (ἴδε τὸ ὑπόμνημα τοῦ κ. Δ. Μπαλάνου πρὸς τὴν Θεολογικὴν Σχολὴν ἐπὶ τῇ ὑποψηφιότητι εἰς ἕδραν τῆς Πατρολογίας καὶ τὸ σύγγραμμα αὐτοῦ «Πατρολογία» σ. 387) οὐδεμίαν ἄλλην, καθ᾿ ὅσον γινώσκω, συνέγραψε.

Φιλολογικὴν ἀξίαν ἔχει καὶ τὸ σύγγραμμα τοῦ Μεγ. Βασιλείου «Πρὸς τοὺς νέους παραίνεσις, ὅπως ἂν ἐξ Ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων». Τοῦτο δέ, δὲν ἐμελέτησεν ὁ κ. Δ. Μπαλᾶνος, ὡς δεικνύουσι τὰ σφάλματα ἐν τῇ «Πατρολογίᾳ» αὐτοῦ:

«᾽Εν τῇ πραγματείᾳ ταύτῃ...», γράφει ὁ κ. Μπαλᾶνος σ. 297-298, «ὁ μ. Βασίλειος θέλει νὰ δείξῃ πρὸς τοὺς ἀνεψιούς του, οἵτινες ἠκολούθουν παραδόσεις ἐθνικῶν ῥητόρων καὶ γραμματικῶν, καὶ χάριν ὧν ἔγραψε ταύτην, ὅτι τὰ ἐθνικὰ γράμματα δὲν ἔχουσι καθ᾿ ἑαυτὰ ἀξίαν, ἀλλὰ μόνον σχετικὴν καὶ προπαιδευτικήν, ἐφόσον συντελοῦσιν εἰς πληρεστέραν κατανόησιν τῆς Γραφῆς... ᾽Εκ των ἐθνικῶν συγγραμμάτων δέον νὰ ἀναγινώσκωμεν μόνον τὰ διδάσκοντα ἀρετὴν καὶ «καθάπερ τῆς ῥοδονιᾶς τοῦ ἄνθους δρεψάμενοι, τὰς ἀκάνθας ἐκκλίνομεν, οὕτω καὶ τῶν τοιούτων λόγων, ὅσον χρήσιμον καρπωσάμενοι, τὸ βλαβερὸν φυλαξώμεθα» (κεφ. 3), μιμούμενοι τὸν ᾽Οδυσσέα, ὅστις ἔφρασσε τὰ ὦτα, ἵνα μὴ σαγηνευθῇ ὑπὸ τοῦ ᾄσματος τῶν Σειρήνων καὶ τὰς μελίσσας, αἵτινες δὲν ἐκμυζοῦσι τὸ δηλητήριον τῶν ἀνθέων...».

Ἀλλ᾿ εἶνε γνωστὸν ἐκ τῆς ᾽Οδυσσείας, ὅτι ὁ ᾽Οδυσσεὺς ἔφραξε τὰ ὧτα τῶν ἑαυτοῦ ἑταίρων διὰ κηροῦ, αὐτὸς δ᾿ ἐδέθη ὑπὸ τούτων «ὀρθὸς ἐν ἱστοπέδῃ» καὶ ἤκουσε τὰ μέλη τῶν Σειρήνων. Δὲν εἶνε ἄρα ὀρθὸν τὸ γεγραμμένον ὑπὸ τοῦ κ. Μπαλάνου «μιμούμενοι τὸν Ὀδυσσέα... ἵνα μὴ σαγηνευθῇ ὑπὸ τοῦ ᾄσματος τῶν Σειρήνων». ῾Ο Βασίλειος ἔτι δὲν λέγει ὅτι αἱ μέλισσαι δὲν λαμβάνουσι τὸ δηλητήριον ἐκ τῶν ἀνθέων. Τὸ χωρίον αὐτοῦ ἔχει οὕτω: «ἐκεῖναί τε γὰρ (αἱ μέλιτται) οὔτε ἅπασι τοῖς ἄνθεσι παραπλησίως ἐπέρχονται, οὔτε μήν, οἷς ἂν ἐπιπτῶσιν, ὅλα φέρειν ἐπιχειροῦσιν, ἀλλ᾽ ὅσον αὐτῶν ἐπιτήδειον πρὸς τὴν ἐργασὶαν λαβοῦσαι, τὸ λοιπὸν χαίρειν ἀφῆκαν». ῾Ο Ξενοφῶν ἐν τῇ Ἀναβάσει (Δʹ, 8, 20 κἑξ.) λέγει, ὅτι εὗρόν που σμήνη πολλὰ «καὶ τῶν κηρίων ὅσοι ἔφαγον τῶν στρατιωτῶν πάντες ἄφρονές τε ἐγίγνοντο καὶ ἤμουν καὶ κάτω διεχώρει αὐτοῖς καὶ ὀρθὸς οὐδεὶς ἠδύνατο ἵστασθαι, ... οἱ δὲ καὶ ἀποθνῄσκουσιν, τῇ δὲ ὑστεραίᾳ ἀπέθανε μὲν οὐδείς, ἀμφὶ δὲ τὴν αὐτήν πως ὥραν ἀνεφρόνουν· τρίτη δὲ καὶ τετάρτη ἀνίσταντο ὥσπερ ἐκ φαρμακοποσίας.».

Τὰ δὲ ἄλλα σφάλματα τοῦ κ. Μπαλάνου ἐν τῷ μέρει τούτῳ (ἀδιόρθωτα ἐν τοῖς «Παροράμασι», σ. 14-15) εἶνε «ῥοδονιᾶς» ἀντὶ τοῦ «ῥοδωνιᾶς» (πρβ. καὶ ἰωνιά, κρινωνιά), «ἐκμυζοῦσι» ἀντὶ τοῦ «ἐκμυζῶσι».

᾽Εν σ. 112, σημ. 3, ἡ γνωστοτάτη ῾Ελληνικὴ πόλις Κύμη ἐν ᾽Ιταλίᾳ μετεβλήθη ὑπὸ τοῦ κ. Μπαλάνου εἰς Κοῦμαι («μία τῶν Σιβυλλῶν, μεταναστεύσασα ἐκ Κύμης τῆς ἐν Μικρᾷ Ἀσίᾳ εἰς Κούμας ἐν ᾽Ιταλίᾳ...»). Ταῦτα δὲ γράφω μόνον γεύματος χάριν. Περὶ δὲ τῶν ἄλλων σφαλμάτων τοῦ κ. Μπαλάνου καὶ τῶν ἐν τῇ εἰσηγήσει αὐτοῦ πρὸς τὴν Θεολογικὴν Σχολὴν τῆς διατριβῆς τοῦ κ. Μπόνη θὰ εἶνε ὁ λόγος ἐν καιρῷ.

Ἀλλ᾿ ὁ αὐτοχειροτονούμενος παλαιογράφος κ. Ν. Α. Βέης (Bees) φαίνεται ἀγνοῶν, ὅτι ὑπάρχουσι πάπυροι ἔχοντες τόνους (καὶ πνεύματα), ὡς ὁ πάπυρος τοῦ Βακχυλίδου (ἴδ. τὰ προλεγόμενα τῆς Λειψιανῆς ἐκδόσεως τοῦ ποιητοῦ τούτου), τοῦ Μενάνδρου, περὶ ὧν διαλαμβάνει ὁ C. Jensen ἐν τῇ ἐκδόσει τῶν Λειψάνων τοῦ Μενάνδρου («Menandri reliquiae» Auctarium Weidmannianum, Berol. MCMXXIX), τοῦ Ὁμήρου, τοῦ Ἀλκμᾶνος. ῎Ιδ. Kühner-Blass Ausf. Gramm. Αʹ, σ. 317, F. Blass Paläographie, Handb. d. Kl. Altertumswiss. I2, σ. 308.

Ἀναφέρεται δέ, εἶ καὶ ἀμφισβητεῖται, ὅτι πρῶτος εἰσήγαγε τὰ σημεῖα ταῦτα τῆς προσῳδίας, ὡς καὶ τὰ ἄλλα σημεῖα αὐτῆς ὁ γραμματικὸς Ἀριστοφάνης ὁ Βυζάντιος χάριν διευκολύνσεως τῶν μαθητῶν περὶ τὴν ἀνάγνωσιν κειμένων ἀρχαίων συγγραφέων, μάλιστα δὲ διαλεκτικῶν. Οὕτως οἱ Αἰολεῖς ἐτόνουν χείμων, ὄρανος, Φίττακος (τὸ σύνηθες ὄνομα τοῦ αἰσυμνήτου τούτου τῶν Μυτιληναίων ἦτο Πιττακός), κλπ. Οἱ Ἀττικοὶ ἔλεγον ἐρῆμος, ἑτοῖμος, μῶρος, κλπ., οὐχὶ δὲ ἔρημος, ἕτοιμος, μωρός, κλπ.

Θεμελιώδης ἐργασία περὶ τῶν τόνων καὶ τῶν πνευμάτων εἶνε τοῦ B. Laum Das alexandrinische Akzentuationssystem 1928. ῎Ιδ. καὶ E. Schwyzer Griech. Gramm. σ. 374 καὶ A. Gudeman Aristoteles Περὶ ποιητικῆς σ. 342 καὶ 343.

῾Ο ἡμέτερος A. Σιγάλας ῾Ιστ. τῆς ῾Ελλ. γραφῆς, 1934, σ. 307 γράφει:

«Τόνοι καὶ πνεύματα. Τὸ συνηθέστερον μέσον διακρίσεως τῶν λέξεων εἶναι οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα. Οἱ παλαιότεροι πάπυροι δὲν φέρουν ἴχνη χρησιμοποιήσεως τῶν σημείων τούτων. Τὸ πρῶτον παρουσιάζονται ταῦτα κατὰ τὸν 1ον π. Χ. αἰῶνα, ἀλλ᾿ ἡ χρῆσίς των εἶναι ἤδη τόσον γενική, ἡ δὲ τοποθέτησίς των τόσον καθωρισμένη, ὥστε πρέπει νὰ ἀναγάγωμεν τὴν εἰσαγωγήν των εἰς πολὺ παλαιοτέρους χρόνους... ᾽Εξαίρεσιν κάμνει ἡ δασεῖα, τὴν ὁποίαν συνηντήσαμεν ἀνωτέρω σελ. 134 εἰς ἐπιγραφὰς καὶ νομίσματα ἤδη τοῦ 4ου π. Χ. αἰῶνος... Κατ᾿ ἀρχὰς τὰ σημεῖα ταῦτα χρησιμοποιοῦνται εἰς ἔργα ποιητῶν καὶ ῥητόρων, ἀλλὰ καὶ εἰς σχολικὰ κείμενα ἢ ὅπου ἡ σαφήνεια τοῦ κειμένου ἀπῄτει τοῦτο. ῾Η συνήθεια, καθ᾿ ἣν ἑκάστη συλλαβὴ ἐδέχετο τὸν προσήκοντα τόνον ἐπεκράτησεν εἰς τὰ λογοτεχνικὰ ἔργα, εἰ καὶ δι᾿ ὀλίγον μόνον χρόνον. Οὕτως ἡ βαρεῖα ἐτίθετο ἐπὶ τῶν ἐλαφρῶς τονιζομένων συλλαβῶν, ἡ δὲ ὀξεῖα καὶ ἡ περισπωμένη ἐπὶ τῶν ἰσχυρότερον. ᾽Ολίγον κατ᾿ ὀλίγον οἱ γραφεῖς περιορίζονται εἰς τὴν τοποθέτησιν τόνου μόνον ἐπὶ τῆς ἴσχυρῶς τονιζομένης συλλαβῆς».

Καὶ ἐν ὑποσημειώσει 2 τῆς αὐτῆς σελίδος γράφει «Τόνους συναντῶμεν σποραδικῶς μόνον εἰς νεωτέρας ἐπιγραφάς». Καὶ ἐν ὑποσημειώσει 3 «Τὸν δεύτερον μ. Χ. αἰῶνα παρατηρεῖται ἀκόμη συνηθεστέρα χρησιμοποίησις αὐτῶν (τῶν τόνων καὶ τῶν πνευμάτων), τοῦτο ὅμως πρέπει νὰ ἀποδώσωμεν εἰς τὸ πλῆθος τῶν σῳζομένων παπύρων ἐκ τῆς ἐποχῆς ταύτης». Καὶ ἐν ὑποσημειώσει 4 «Σύντομα πραγματεύεται τὴν διδασκαλίαν τῶν Ἀλεξ. γραμματικῶν περὶ τῶν τόνων καὶ τῶν πνευμάτων ὁ ᾽Επιφάνιος (4ον αἰ.) εἰς τὸ σύγγραμμά του «Περὶ μέτρων καὶ σταθμῶν ἐκδ. Dindorf (Lipsiae 1862), κεφ. «Περὶ τῶν προσῳδιῶν».

Κατὰ ταῦτα οὐδεὶς ἄλλος, πλὴν τοῦ κ. Ν. Α. Βέη (Bees), εἶπεν ὅτι οἱ τόνοι εὑρέθησαν χάριν τῶν βαρβάρων.

Ἀπόσπασμα τῆς ὁμιλίας τοῦ Γεωργίου Ζώρα, τακτικοῦ καθηγητοῦ τῆς Νεοελληνικῆς Φιλολογίας, σελ. 278-294.

Καὶ τώρα ἂς ἴδωμεν κάπως εἰδικώτερον τί εἶναι τὸ πολυθρύλητον ζήτημα τῶν τόνων καὶ πῶς ἐνεφανίσθη. Δὲν πρόκειται, ὡς γνωστόν, περὶ νέας θεωρίας οὔτε περὶ νέας γλωσσικῆς ἐφευρέσεως, δεδομένου ὅτι τὸ θέμα ἀπὸ μακρῶν ἐτῶν, ἀπὸ πολλῶν τώρα πλέον δεκαετηρίδων ἀπασχολεῖ κατὰ καιροὺς τοὺς ἀνθρώπους τῶν γραμμάτων μας.

Εἰς τίνος τὴν κεφαλὴν ἐγεννήθη τὸ πρῶτον ἡ ἰδέα τῆς ἀντικαταστάσεως τοῦ τονικοῦ μας συστήματος, καὶ ποῖαι αἰτίαι τὸν ὤθησαν εἰς τοιαύτην ἀπόφασιν εἶναι δύσκολον νὰ καθορισθῆ. Τὸ βέβαιον εἶναι, ὅτι εἰς τὴν σκέψιν τῶν πρώτων ὑποστηρικτῶν, ἡ τονικὴ μεταρρύθμισις συνοδεύεται ἀπὸ τὴν τάσιν μιᾶς γενικωτέρας μεταρρυθμίσεως τοῦ ὀρθογραφικοῦ μας συστήματος μέχρι τῆς ἀντικαταστάσεως καὶ αὐτοῦ τοῦ ἑλληνικοῦ ἀλφαβήτου2. Ἀλλὰ καὶ εἰς τοὺς πλείστους τῶν μεταγενεστέρων ὀπαδῶν, ἡ τονικὴ μεταρρύθμισις ἀκολουθεῖται γενικῶς ἀπὸ παραλλήλους προσπαθείας ἀνακαινίσεῳς τῆς ἱστορικῆς μας ὀρθογραφίας.

Χωρὶς νὰ σταματήσωμεν εἰς τὰς κάπως ἀβεβαίας προσπαθείας, τοῦ Χριστοπούλου καὶ τοῦ Ψαλίδα, οἵτινες ἐκηρύχθησαν ὑπὲρ μιᾶς ἁπλουστεύσεως τοῦ ὀρθογραφικοῦ μας συστήματος, καὶ ἐκ τῶν ὁποίων ὁ πρῶτος συνέταξε καὶ μίαν περίεργον αἰολοδωρικὴν γραμματικὴν τῆς νέας ἑλληνικῆς, ἀναφέρομεν ἐν πρῶτοις μεταξὺ τῶν μεταρρυθμιστῶν τοῦ τονικοῦ συστήματος τὸν Ἰωάννην Βηλαρᾶν, ὁ ὁποῖος ἀπὸ τῶν ἀρχῶν τοῦ παρελθόντος αἰῶνος ὑπεστήριξε τὴν ἀνάγκην τῆς ἀντικαταστάσεως τῆς ἱστορικῆς διὰ τῆς φωνητικῆς ὀρθογραφίας, καὶ ἐφήρμοσεν ἐν μέρει τὸ σύστημα τοῦτο. Γράφει, σὺν ἄλλοις, ὁ Βηλαρᾶς; «Κε εμης ληπον, για να γραψομε τη φησηκη μας γλοσα πρεπη να ρηξομε το ω και το υ· κε στον τοπο του υ να βαλομε την παλια δηφθονγκο, κε να γενη τ᾿ αλφαβητο μας με 23 ψηφια τα οπηα ηνε αρκετα να παραστησουν ολες της απλες φονες της γλοσας μας κε καμποσες σηνθετες για το γληγορο γραψημο, καθος ηπα· να ρηξομε κε τες παλιες δηφθονγκες κε τρηφθονγκες κε να μεταχηρηστουμε τες ηδηκες μας τεσσερες κηριες αι, ει, οι, ουι· επηδης ακουοντε σ᾿ αφτες διο φονες διαφορετηκες σε μια σηλαβη, η προτη περισοτερο κε η δεφτερη οληγοτερο καθος στες λεξης: αιτος, χαιδεβο, πεται, λειμονι, λει, ελεημοσηνη, ροιδο, ακουι· κε τες πεντε καταχρηστηκες ια, ιε, ιη, ιο, ιου γηατη σε τουτες το ι δεν ακουετε, μονε χρησημεβη για να καμη μαλακοτερο το φονηεντο οπου ακολουθαι, καθος στες λεξες: πεδια, πιε, αξιη, σκολιο, ψομιου· κε ετση το ι στ᾿ αλφαβητο μας δε χρησημεβη σ᾿ αλο παρα στες δηφθονγκες μοναχα· μας χρηαζοντε ακομα κε τρηα σημαδια, η αποστροφο, η υποδηαστολη κε ο τονος· κε ο τονος οχη παντου, αλα μοναχα στα αμφηβολα, καθος άλα κε αλά, πόλη κε πολή, πεδία κε πεδιά· κε η επηληπη τονογραφια μας ηνε περησια, κι᾿ ουδε στην παλια εληνικη γλοσα χρησημεβε, οντα ζουσε· μας χρηαζετε κ' η στιγμογραφια».

Ὁ Βηλαρᾶς θέλει νὰ καταργήσῃ ὡρισμένα γράμματα τοῦ ἑλληνικοῦ ἀλφαβήτου, τὰς διφθόγγους, τὰ διπλᾶ σύμφωνα κλ., ἐπίσης δὲ καὶ ὅλα τὰ πνεύματα καὶ τοὺς τόνους μὲ μία μόνην ἐξαίρεσιν διὰ τἀς ὁμοίας γραφῆς λέξεις, ὅπου ὁ τόνος θὰ χρησιμεύῃ ὡς διακριτικὸν σημεῖον, ὅπως πόλη (πόλις) καὶ πολὴ (πολύ).

Τὸ κήρυγμα τοῦ Βηλαρᾶ δὲν εὗρε — ὡς ἦτο ἑπόμενον — ὀπαδούς, οὔτε εἶχε μεγάλην ἀπήχησιν εἰς τὸ ἔθνος, ἀντιθέτως μάλιστα ἐκρίθη ὅτι «τεκμηριοῖ παράδοξόν τι νόσημα τῆς κριτικῆς τοῦ ἀνδρὸς δυνάμεως» (Ν. Δραγούμης).

᾽Επὶ πολλὰ ἔτη δὲν γίνεται πλέον σοβαρὸς λόγος περὶ μεταβολῆς τῆς ἱστορικῆς μας ὀρθογραφίας, οὔτε ἀπὸ τοὺς ῾Επτανησίους δημοτικιστάς, οὔτε — φυσικὰ — ἀπὸ τοὺς καθαρεύοντας ὀπαδοὺς τῆς ἀθηναϊκῆς σχολῆς, προσκεκολλημένους εἰς τὴν κλασσικὴν ῾Ελλάδα, καὶ τὴν παράδοσιν. Δὲν παραμελοῦνται ὅμως τὰ μνημεῖα τῆς δημοτικῆς γλώσσης καὶ ἡ φιλολογικὴ αὐτῆς μελέτη. Αἱ ἐκδόσεις μεσαιωνικῶν δημοτικῶν κειμένων, αἱ ἔρευναι περὶ τὸ πλούσιον λαογραφικὸν μας ὑλικὸν κλ., μαρτυροῦν ὅτι οὐδέποτε ἐξέλιπε τὸ ἐνδιαφέρον διὰ τὴν ζωντανὴν γλῶσσαν τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ καὶ τῆς δημοτικῆς μας ποιήσεως. Οὐδεὶς ὅμως ἐνόμισεν, ὅτι ὑπῆρχεν ἀνάγκη νὰ παραγκωνισθῇ ἡ παράδοσις ἢ νὰ μεταρρυθμισθῇ ἄρδην τὸ ὀρθογραφικόν μας σύστημα.

Αἱ νέαι προσπάθειαι ὀρθογραφικῶν ἀνακαινίσεων συμπίπτουν μὲ τὴν, ἀνακίνησιν τοῦ γλωσσικοῦ ζητήματος καὶ τὴν διεξαγωγἠν ἀτερμόνων γλωσσικῶν ἀγώνων. Χαρακτηριστικὸν γεγονὸς, εἶναι ὅτι περισσότεραι φωναὶ ἐγείρονται οὐχὶ ἐντὸς τῶν ὁρίων τῆς ῾Ελλάδος, ἀλλὰ ἀπὸ ὁμογενεῖς, οἵτινες ἐπὶ μακρὰ ἔτη ἔζησαν ἔξω τῶν συνόρων, τῆς χώρας, ἐν τῆ ξένῃ καὶ δὴ ἐν τῇ Δύσει. Οἱ νέοι μεταρρυθμισταὶ τάσσονται γενικῶς ὑπὲρ τῆς ἰδέας μιᾶς γενικῆς ἀνατροπῆς τῆς ἱστορικῆς μας ὀρθογραφίας, προτείνοντες ἕκαστος ἰδίαν λύσιν.

Οὕτως ὁ Τιμόθεος Κούστας ἐδημοσίευσε βιβλίον ὑπὸ τὸν τίτλον: «Πάντες ι Έλινες εγγράματι, τυτέστι πος ι καθομιλυμένι ελινικί δύνατε, διά καταλίλυ διδασκαλίας κε απλοπιίσεος επυσιόδους τυ ορθογραφικύ αφτίς μέρυς, κε ζοίν πλίονα ιθικήν τε κινονικίν ν αποκτίσι, κε εφκολομάθιτος να καταστί προς πάντας ομογενίς κε αλογενίς. ιπό Τιμοθέυ Κύστα» (1879). ῾Ο Κούστας, ὡς προκύπτει ἐκ τοῦ τίτλου τοῦ βιβλίου, ζητεῖ τὴν εἰσαγωγὴν τῆς φωνητικῆς ὀρθογραφίας καὶ τὴν διατήρησιν ἑνὸς μόνον τόνου, τῆς ὀξείας, τιθεμένου ἐπὶ τῆς τονιζομένης συλλαβῆς, πλὴν τῶν μονοσυλλάβων λέξεων, διὰ τὰς ὁποίας ζητεῖ τὴν πλήρη κατάργησιν τοῦ τονισμοῦ.

Ἀργότερον ὁ Νικόλαος Φαρδὺς ἐκηρύχθη ἐπίσης κατὰ τοῦ κρατοῦντος τονικοῦ συστήματος εἰς δύο μικρὰς μελέτας του, ὑπὸ τὸν τίτλον « Περι ατονου και απνευματιστου γραφης της νεωτερας ελληνικης γλωσσης διατριβη» (1884) καὶ «Περι ατονου και απνευματισιου γραφης της νεωτερας ελληνικης γλωσσης μαρτυριαι και αποδειξεις» (1889), ὅπου, καίτοι τάσσεται ὑτὲρ τῆς κατὰ τὰ λοιπὰ διατηρήσεως τῆς ἱστορικῆς ὀρθογραφίας, ζητεῖ τὴν τελείαν κατάργησιν τῶν τόνων καὶ τῶν πνευμάτων: Ὡς οἱ ἀνάλογοι νεωτερισμοὶ τῶν προηγουμένων μεταρρυθμιστῶν τῆς γλώσσης μας, οὕτω καὶ ἡ καινοτομία τοῦ Φαρδῦ προυκάλεσε αὐστηρότατα σχόλια καὶ κριτικάς, τινὰς τῶν ὁποίων καὶ ὁ ἴδιος ἠναγκάσθη νὰ ἀναγνωρίσῃ ὀρθάς, ἕνεκεν δὲ τούτου βραδύτερον μετέβαλε τὸ ἀρχικόν του σχέδιον τῆς πλήοους καταργήσεως τῶν τόνων, ταχθεὶς πλέον ὑπὲρ τῆς διατηρήσεως ἑνὸς τόνου, τῆς ὀξείας, εἰς τὰς ὑπερσυλλάβους μόνον λέξεις, ἀκολουθῶν οὕτω πως τὸ τονικὸν σύστημα τοῦ Κούστα: «Επρότεινα —γράφει— και υπεστήριξα, εφ᾿ όσον μου ήτο δυνατόν, την αφαίρεσιν των τόνων και των πνευμάτων εκ της νεωτέρας ελληνικής γλώσσης, και απέδειξα ότι η ρίζα των λέξεων, εκ της αφαιρέσεως ταύτης ουδέν πάσχει. Επειδή όμως τινές νομίζουν ότι αφαιρουμένων των σημείων, του τονισμού, θα επέλθη δυσκολία εις την ανάγνωσιν, διά τούτο προς εξομάλυνσιν παντός προσκόμματος, δύναται να γίνῃ χρήσις ενός και μόνου σημείου, μιάς οξείας, λόγου χάριν, διά την τονιζομένην συλλαβήν των δισυλλάβων και υπερδισυλλάβων λέξεων».

Καὶ ὁ Ι. Σκυλίτσης ὡμίλησεν ἐπίσης διὰ τὴν ἁπλοποίησιν τοῦ τονικοῦ μας συστήματος εἰς διάλεξίν του εἰς τὸν Παρνασσὸν «Περὶ ἄρσεως ματαιοπονίας» (1886), καὶ γραπτῶς ὑπεστήριξε τὰς γνώμας του. Εἰς τὸν «Αἰῶνα» τῆς 6 Νοεμβρίου 1886 ἀναπτύσσει εἰς ἄρθρον του ὑπὸ τὸν τίτλον «Αἱ γραφικαὶ προτάσεις» τὴν θεωρίαν του, ἥτις ἔγκειται εἰς τὴν κατάργησιν μόνον ἑνὸς πνεύματος (τῆς ψιλῆς), καὶ ἑνὸς τόνου (τῆς βαρείας), ἡ παράλειψις τῶν ὁποίων θὰ ὑπονοῆται διὰ τῆς διατηρήσεως τῶν λοιπῶν τόνων καὶ τῆς δασείας. Γράφει, σὺν τοῖς ἄλλοις: «Απέδειξα ὅτι ἡ ψιλη και ἡ βαρεῖα, ἐπειδή, και αν λείψωσι, μαρτυροῦνται ὑπο τῶν άλλων τόνων τῶν διατηρουμένων δύνανται, να μη σημειῶνται... Δεν προτείνω κατάργησιν, αλλ᾿ ἁπλῆν άρσιν δύο σημείων τῆς γραφῆς εκ περισσοῦ τιθεμένων εν αυτῇ, αφοῦ ὅ,τι θέλουν να σημάνωσι τα σημεῖα ταῦτα σημαίνεται διά τε τῆς απουσίας των καὶ τῆς παρουσίας τῶν άλλων σημείων, τούτων δατηρουμένων εν τῇ θέσει των... Καθως εν τοῖς πνεύμασι, τηροῦντες την δασεῖαν μόνην, δεν χάνομεν τον τόπον τῆς ψιλῆς, αλλα μάλιστα χαρακτηρίζομεν αυτην εκ τῆς απουσίας τῆς δασείας, οὕτω και εν τοῖς τόνοις, τηροῦντες την οξεῖαν και την περισπωμένην δεν χάνομεν τον τόπον τῆς βαρείας».

Αὐτοὶ εἶναι οἱ κυριώτεροι πρωτοπόροι τῆς τονικῆς μεταρρυθμίσεως καὶ αἱ παρ᾿ αὐτῶν προταθεῖσαι καινοτομίαι. Οἱ μεταγενέστεροι ἀκολουθοῦν ἐν γενικαῖς γραμμαῖς τὰς θεωρίας τῶν ἀνωτέρω μεταρρυθμιστῶν καὶ ἐπαναλαμβάνουν ἐν πολλοῖς τὰ αὐτὰ μὲ ἐκείνους ἐπιχειρήματα. Οὕτως ἡ κατὰ καιροὺς ἀνακίνησις τοῦ ζητήματος συνεχίζεται. Μετὰ τοὺς Βηλαρᾶν, Κούσταν, Φαρδύν, Σκυλίτσην κ.λπ., ἀκολουθοῦν οἱ Βλαστός, Πάλλης, Γιαννίδης, Χατζιδάκις 3, Τριανταφυλλίδης, κ.ἄ., ἀκόμη δὲ καὶ ἐλάχιστοι ξένοι.

Ἐκ τῶν ἀνωτέρω ὀπαδῶν τῆς τονικῆς μεταρρυθμίσεως οἱ περισσότεροι περιωρίσθησαν εἰς τὴν θεωρητικὴν μόνον συζήτησιν τοῦ θέματος, ἄλλοι ἐφήρμοσαν τὰς θεωρίας των καὶ ἐν τῇ πράξει. Τινὲς ἐξ αὐτῶν ζητοῦν μόνον τὴν τονικὴν μεταρούθμισιν, ἄλλοι προχωροῦν ἀκόμη καὶ μὲ τὴν τονικὴν μεταρρύθμισιν συνδέουν την γενικωτεραν μεταβολὴν τῆς ἱστορικῆς μας ὀρθογραφίας, ἀπὸ τῆς καταργήσεως τῶν διπλῶν συμφώνων καὶ τῶν διφθόγγωην μέχρι τῆς ἀντικαταστάσεως καὶ αὐτοῦ τοῦ ἑλληνικοῦ ἀλφαβήτου, εἶναι δὲ γνωστὸν ὅτι μερικοὶ δὲν ἐδίστασαν καὶ νὰ ἐφαρμόσουν τὰς καινοτομίας αὐτάς φθάσαντες μέχρι τοῦ σημείου νὰ κάμουν χρῆσιν τοῦ λατινικοῦ ἀλφαβήτου.

Ὡς γνωστόν, ἡ τονικὴ μεταρρύθμισις δὲν ἐγένετο δεκτὴ οὔτε ὑπὸ τοῦ ἐπισήμου Κράτους, οὔτε παρ᾿ ἄλλου τινὸς ἀνωτέρου δημοσίου πνευματικοῦ ἱδρύματος τῆς χώρας μας. Μόνον εἰς τὰ ἑλληνικὰ σχολεῖα τῆς σοβιετικῆς Ρωσσίας ἐθεσπίσθη, ὁμοῦ μετὰ τῆς καταργήσεως τῆς ἱστορικῆς ὀρθογραφίας, καὶ ἡ ἐφαρμογὴ τοῦ μονοτονικοῦ συστήματος.

Τὸ ζήτημα τῆς τονικῆς μεταρρυθμίσεως, ὅπως καὶ τοῦ τυπικοῦ ἐν γένει καὶ τῆς γραμματικῆς τῆς δημοτικῆς, ἔχει φθάσει τώρα πλέον εἰς πραγματικὸν χάος, ἑκάστου μετάρρυθμιστοῦ προτείνοντος καὶ ἀκολουθοῦντος ἴδιον τονικὸν σύστημα. Οὕτω μέχρι τῆς στιγμῆς, ἔχουν προταθῆ αἱ ἑξῆς λύσεις:

  1. Διὰ τὰ πνεύματα:
    1. κατάργησις καὶ τῶν δύο πνευμάτων
    2. κατάργησις μόνον τῆς ψιλῆς
  2. Διὰ τοὺς τόνους:
    1. κατάργησις ὅλων τῶν τόνων
    2. κατάργησις μόνον τῆς βαρείας καὶ διατήρησις τῆς ὀξείας καὶ περισπωμένης
    3. κατάργησις τῆς βαρείας καὶ τῆς περισπωμένης καὶ διατήρησις μόνον τῆς ὀξείας
    4. κατάργησις καὶ τῶν τριῶν γνωστῶν τόνων καὶ ἀντικατάστασις δι᾿ ἄλλου τινὸς σημείου
    5. νὰ τονίζωνται μόνον αἱ δισύλλαβοι καὶ ὑπερδισύλλαβοι λέξεις
    6. νὰ τονίζωνται ὅλαι αἱ λέξεις καὶ αἱ μονοσύλλαβοι (διὰ τοῦ αὐτοῦ σημείου τονισμοῦ)
    7. νὰ τονίζωνται αἱ ὑπερμονοσύλλαβοι λέξεις, ἐφ᾿ ὅσον ὁ τόνος δὲν πίπτει ἐπὶ τῆς ληγούσης κ.λπ.
  3. Διὰ τὰ σημεῖα τοῦ τονισμοῦ:
    1. μερικοὶ προτείνουν τὴν ὀξεῖαν
    2. ἄλλοι ἕνα σταυρὸν
    3. ἄλλοι μικρὸν ἀστερίσκον
    4. ἄλλοι τριγωνικὴν κοκκίδα
    5. ἄλλοι στρογγύλην κοκκίδα
  4. Διὰ τὰς ἐγκλινομένας λέξεις:
    1. νὰ ἑνώνωνται μὲ τὰς προηγουμένας λέξεις, ὥστε νὰ ἀποτελοῦν μίαν μόνην λέξιν
    2. νὰ συνδέωνται μὲ τὰς προηγουμένας λέξεις διὰ συνδετικῆς γραμμῆς (παύλας)
    3. νὰ γράφωνται χωριστὰ ἄτονοι, τῶν λοιπῶν μονοσυλλάβων λέξεων τονουμένων.

Ἄν, ἐπὶ τῇ βάσει τῆς θεωρίας τῶν «πιθανοτήτων» θελήσωμεν νὰ ὑπολογίσωμεν τὰς περιπτώσεις τῶν δυνατῶν συνδυασμῶν, θὰ εὑρεθῶμεν πρὸ καταπληκτικοῦ ἀριθμοῦ, ἀλλοίμονον δὲ εἰς τὴν ἑλληνικὴν γλῶσσαν ἂν ἐπικρατήσῃ—ὅπως ἤδη εἰς τὸ τυπικὸν—ἡ πλήρης ἐλευθερία καὶ αὐθαιρεσία εἰς τὴν ἐφαρμογὴν τοῦ τονικοῦ συστήματος.

Δὲν θεωρῶ ἀναγκαῖον νὰ ἐξετάσω ἑκάστην τῶν προτεινομένων λύσεων καὶ τὰ τυχὸν πλεονεκτήματα ἢ μειονεκτήματα τὰ ὁποῖα ἑκάστη ἐξ αὐτῶν παρουσιάζει. Θὰ ἀρκεσθῶ εἴς ὀλίγας τινὰς παρατηρήσεις ἐπὶ τοῦ γενικωτέρου θέματος, τῆς ἀνάγκης δηλ. μιᾶς ἀμέσου μεταρρυθμίσεως τοῦ ἱστορικοῦ μας τονικοῦ συστήματος.

Ἴδωμεν ἐν βραχεῖ τοὺς πρὸς εἰσαγωγὴν τῆς μεταρρυθμίσεως προβαλλομένους λόγους : α) ῞Οτι οἱ τόνοι ἀποτελοῦν παρ᾿ ἀρχαίοις εὕρημα πρὸς χρῆσιν τῶν βαρβάρων, ἄλλοι συνάδελφοι, ἐμοῦ ἁρμοδιώτεροι, ἠμφεσβήτησαν. Δὲν νομίζω δὲ ὅτι ἡ ἐπιθυμία ἐπιστροφῆς πρὸς τὴν ἀρχαιότητα ἐμπνέει τοὺς πλείστους τῶν μεταρρυθμιστῶν τοῦ τονικοῦ μας συστήματος καὶ τῆς ὀρθογραφίας, ὥστε νὰ θέλουν νὰ ἐπαναφέρουν καὶ πάλιν τὴν ἀρχαϊκὴν γραφήν. ᾽Εξ ἄλλου θὰ ἔπρεπε τότε νὰ παραιτηθῶμεν καὶ τῆς μικρογραμμάτου γραφῆς ἥτις ἀριθμεῖ παράδοσιν πολλῶν αἰώνων—καὶ νὰ ἐπιστρέψωμεν εἰς ἓν εἶδος μεγαλογραμμάτου γραφῆς, ὡς ἐπεχείρησεν ἄλλοτε ὁ Πάλλης!

β) ῞Οτι λόγοι αἰσθητικῆς ὑπαγορεύουν τὴν κατάργησιν τῶ πνευμάτων καὶ τῶν τόνων, δὲν νομίζω νὰ ἀποτελῇ σοβαρὸν ἐπίχείρημα, ἀφοῦ μάλιστα, ἀντιθέτως, μερικοὶ—ὡς ἀναφέρει ὁ Φαρδὺς—εἶναι ὅλως ἀντιθέτου γνώμης, καὶ κατεπολέμησαν τὴν παρ᾿ αὐτοῦ προτεινομένην κατάργησιν τῶν τόνων, ἀκριβῶς διότι «ἔλεγον ὅτι ἡ ἑλληνικὴ γραφή, ἄνευ τόνων καὶ ἄνευ πνειμάτων, ὁμοιάζει μὲ ἄνθρωπον ἄνευ κεφαλῆς καὶ ἄνευ ποδῶν· ἄλλοι δὲ ὅτι οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα, ἐκτὸς τῶν ἄλλων εὐεργετημάτων, ἅτινα παρέχουσιν εἰς τὴν γλῶσσαν, ἑπέχουν ἐκ περισσοῦ καὶ τόπον κοσμήματος ἐν τῇ γραφῇ, ἄνευ τοῦ ὁποίου ἡ γραφὴ τῆς γλώσσης μας καθίσταται εἰδεχθεστάτη». Ἄλλοι πάλιν ὑποστηρίζουν ὅτι ἡ χρῆσις ἑνὸς μόνου τόνου, τῆς ὀξείας ἀποτελεῖ ἀφόρητον καὶ ἀνυπόφορον «μονοτονίαν». Ἂς μὴ λησμονῶμεν, τέλος, ὅτι ἡ ὕπαρξις τριῶν τόνων δὲν παρατηρεῖται, μόνον εἰς τὴν ἑλληνικήν, ἀλλὰ καὶ εἰς ἄλλας, γλώσσας, ὡς τὴν γαλλικήν, χωρὶς διὰ τὸν λόγον τοῦτον οἱ Γάλλοι, νὰ καταγίνουν εἰς εἰδικὰς περὶ τὴν καλαισθησίαν τοῦ τονικοῦ των συστήματος μελέτας. ` γ) Ὅτι ἀπὸ πρακτικῆς τυπωτικῆς ἀπόψεως ἡ κατάργησις τῶν τόνων θὰ ἐπέφερε μεγάλα ὀφέλη καὶ θὰ διηυκόλυνε πολὺ τὴν τυπογραφίαν, ἀποτελεῖ βεβαίως σοβαρὸν ἐπιχείρημα, ἀλλὰ δὲν νομίζω ὅτι ἀρκεῖ διὰ νὰ δικαιολογήσῃ τὴν κατάργησι, διότι ἐκτὸς τοῦ ὅτι ἡ ὀρθογραφία μιᾶς γλώσσης δὲν δύναται νὰ καθορισθῇ ἐπὶ τῇ βάσει τῶν τυπογραφικῶν εὐκολιῶν (ὅπως δὲν καθορίζεται καὶ εἰς καμμίαν ἄλλην εὐρωπαϊκὴν ἢ ἐξωευρωπαϊκὴν γλῶσσαν), εἰδικῶς δι᾿ ἡμᾶς ἡ διατήρησις πνευμάτων καὶ τόνων εἰς τὰ ἑλληνικὰ τυπογραφεῖα θὰ εἶναι ἀπαραίτητος διὰ τὴν ἐκτύπωσιν ὅλων τῶν ἀρχαίων, βυζαντινῶν καὶ μεταβυζαντινῶν κειμένων, δηλ. ὅλου τοῦ πλουσιωτάτου φιλολογικοῦ θησαυροῦ τῆς Χώρας μας.

δ) Ὅτι τὸ κρατοῦν τονικὸν σύστημα ἀποτελεῖ τὴν μεγαλυτέραν δυσκολίαν τῆς ὀρθογραφίας μας, καὶ ἑπομένως ὅτι καταργουμένων τῶν τόνων οἱ μαθηταὶ θέλουν ἀπαλλαγῆ μεγάλου φόρτου, ἀποτελεῖ τὸ σπουδαιότερον ἐπιχείρημα ὑπὲρ τῆς καταργήσεως τῶν τόνων, ἀπὸ προπαγανδιστικῆς τουλάχιστον ἀπόψεως, ὄχι ὅμως καὶ τὸ ἐπιστημονικῶς ἰσχυρότερόν. Χωρὶς νὰ εἰσέλθω εἰς καθαρῶς παιδαγωγικὰ ζητήματα, διὰ τὰ ὁποῖα τόσον διεξοδικῶς ὡμίλησεν ὁ σεβαστὸς συνάδελφος κ. ᾽Εξαρχόπουλος, ἐπικαλεσθεὶς τὴν μαρτυρίαν καὶ πολλῶν ξένων διακεκριμένων ἐπιστημόνων, θεωρῶ καὶ ἐγὼ ἀναγκαῖον νὰ ὑπογραμμίσω ὅτι ὁ πυρετὸς τῆς ἁπλουστεύσεως τῆς γλώσσης—τόσον τοῦ τυπικοῦ ὅσον καὶ τοῦ συντακτικοῦ—δὲν εἶναι πάντοτε εἰς ὄφελος αὐτῆς. Μόνον τὰ ἰδιώματα τῶν πρωτογόνων καὶ βαρβάρων λαῶν εἶναι ἁπλᾶ, ἐνῷ ἀντιθέτως ὅσον μία γλῶσσα ἀναπτύσσεται τόσον καθίσταται πολυπλοκωτέρα καὶ πολυσύνθετος, ἵνα ἀκριβέστερον καὶ καλύτερον δύναται νὰ ἐκφράζῃ καὶ τὰ πλέον λεπτὰ διανοήματα καὶ ἀποβαίνῃ εἴς τὴν ἀκοὴν μουσικωτέρα καὶ γλυκυτέρα. Ἀνεξαρτήτως ὅμως τούτου, ὅταν προφασίζωνται μερικοὶ ὅτι ἡ χρῆσις τῶν τόνων, εἰναι αἰτία πλείστων ὀρθογραφικῶν σφαλμάτων, νομίζω ὅτι ὑποστηρίζουν πρᾶγμα ἀνακριβὲς καὶ ὅτι μετατίθεται ἡ πραγματικὴ βάσις τοῦ προβλήματος, διότι οὐχὶ ὁ τονισμός, ἀλλ᾿ ἡ γνῶσις τῶν βασικῶν γραμματικῶν κανόνων τοῦ χρόνου τῶν συλλαβῶν ἐπὶ τῶν ὁποίων στηρίζεται καὶ ὁ τονισμὸς παρουσιάζει δυσκολίας διὰ τὰς ὁποίας τὴν εὐθύνην δὲν φέρουν, βεβαίως, τὰ ἄκακα αὐτὰ σημεῖα. Τὸ νὰ θέλωμεν νὰ καταργήσωμεν τοὺς τόνους διὰ νὰ ἀποκρύψωμεν τὴν ἄγνοιαν τῶν βασικῶν γραμματικῶν κανόνων καὶ τὴν ἡμιμάθεια τῶν νεωτέρων γενεῶν, εἶναι ὡς νὰ ἀποφεύγωμεν νὰ βάλωμεν τὸ θερμόμετρον εἰς ἕνα ἀσθενῆ, διὰ νὰ ἀποκρύψωμεν τὸν πυρετόν του.

Ἡ χρῆσις τῶν τόνων δὲν παρουσιάζει αὐτὴ καθ᾿ ἑαυτὴν δυσχερείας. Οἱ κανόνες τοῦ τονισμοῦ εἶναι σαφεῖς καὶ ἁπλούστατοι. Δυσκολίαν παρουσιάζει ἡ γνῶσις τῶν κανόνων περὶ διακρίσεως τῶν μακρῶν καὶ βραχειῶν συλλαβῶν, ἐπὶ τῶν ὁποίων στηρίζονται οἱ κανόνες τοῦ τονισμοῦ. Ἀλλὰ τὴν γνῶσιν ταύτην πρέπει νὰ ἔχουν οἱ μαθηταὶ ἀνεξαρτήτως τῆς ἐφαρμογῆς τοῦ τονικοῦ συστήματος, διότί τὸ θέμα τῆς διακρίσεως τοῦ χρόνου τῶν συλλαβῶν ἀποτελεῖ σημαντικώτατον τμῆμα τῆς γραμματικῆς, τὸ ὁποῖον δὲν εἰναι δυνατὸν νὰ παραμεληθῇ, καὶ διαγραφῇ—ἔστω καὶ ἂν φθάσωμεν εἰς τὴ κατάργησιν τῶν τόνων—δεδομένου, ὅτι ἐπὶ τῆς διακρίσεως ταύτης ἔχουν τὴν βάσιν των καὶ ἄλλα σπουδαιότατα κεφάλαια τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης, ὡς ὁ σχηματισμὸς τῶν παραθετικῶν (τῆς ὀρθογραφικῆς δηλ. γραφῆς τῶν καταλήξεων -οτερος καὶ -οτατος), καὶ ὁλόκληρος ἡ ἀρχαία μετρική. Ἢ πρέπει νὰ παραμελήσωμεν καὶ διαγράψωμεν καὶ τὴν μετρικὴν ἀπὸ τὰ σχολεῖα μας;

Ἂν οἱ μαθηταὶ γνωρίζουν καλῶς τὴν γραμματικήν, ὀλίγαι, ὀλίγισται θὰ εἶναι αἱ περιπτώσεις κατὰ τὰς ὁποίας θὰ ἔχουν ἀμφιβολίας περὶ τοῦ τονισμοῦ. Ἀπὸ τοὺς τρεῖς βασικοὺς κανόνας τοῦ τονισμοῦ α) ἂν μία λέξις τονίζεται εἰς τὴν προπαραλήγουσαν δέχεται πάντοτε ὀξεῖαν, β) ἡ τονιζομένη συλλαβὴ εἶναι βραχεῖα ἢ θέσει μακρὰ δέχεται πάντοτε ὀξεῖαν, γ) ἂν ἡ λέξις τονίζεται εἰς τὴν παραλήγουσαν καὶ ἡ παραλήγουσα εἶναι μακρά, τότε ἡ λέξις δέχεται ὀξεῖαν μέν, ἂν ἡ λήγουσα τῆς λέξεως εἶναι μακρά, περισπωμένην δέ, ἂν ἡ λήγουσα εἰναι βραχεῖα, εἶναι φανερόν, ὅτι μόνον ὁ τρίτος δύναται νὰ παρουσιάσῃ δυσχερείας, ἀκόμη δὲ καὶ ἡ περίπτωσις καθ᾿ ἣν ἡ λέξις τονίζεται ἐπὶ τῆς ληγούσης. Ἀλλὰ διὰ τὰς περισσοτέρας περιπτώσεις ἡ γραμματικὴ ὁρίζει πότε ἡ παραλήγουσα καὶ ἡ λήγουσα εἶναι μακραὶ ἢ βραχεῖαι (π.χ. ὅταν προέρχονται ἐκ συναιρέσεως, ἢ ὅταν ἡ λέξις οὖσα σύνθετος λήγει εἰς -τιμος, -νικος, -ψυχος, -θυμος, -λυπος, -κινδυνος, ἢ ἀντιθέτως εἰς -ικος, -ιμος, -ινος, -ανος, -αρος, -δικος κ.λπ.). Ἑπομένως ὑπολείπεται, σχετικῶς μικρὸς ἀριθμὸς περιπτώσεων εἰς τὰς ὁποίας δὲν δύναται νὰ καθορισθῇ ὁ χρόνος τῆς συλλαβῆς. Ἀλλὰ διὰ τὰς περιπτώσεις ταύτας—διὰ τὰς ὁποίας ἐνίοτε καὶ ὁ εἰδικὸς φιλόλογος δυνατὸν νὰ ἔχῃ ἀμφιβολίας—ἡ ἀνακρίβεια τοῦ τονισμοῦ δὲν ἀποτελεῖ σοβαρὸν παράπτωμα, δὲν ἀποκλείεται δὲ διὰ τὰς περιπτώσεις ταύτας νὰ ληφθῇ ἓν γενικὸν μέτρον πρὸς διευκόλυνσιν. Διὰ τοὺς γνωρίζοντας τὴν γραμματικὴν τὸ ζήτημα τοῦ τονισμοῦ δὲν παρουσιάζει μεγάλην δυσκολίαν. Δυσκολίαν παρουσιάζει διὰ τοὺς ἀγνοοῦντας τὴν γραμματικήν, ἀλλὰ δι᾿ αὐτοὺς τὸ τονικὸν πρόβλημα ἀποτελεῖ ἐπιουσιώδη λεπτομέρειαν. Διαπράττουν τόσα ἄλλα βαρύτερα καὶ χονδροειδῆ σφάλματα (ὑποψήφιος εἰς τὰς εἰσιτηρίυς ἐξετάσεις ἔγραψεν οἱ ῞Ελινες), ὥστε ἡ ἀνακρίβεια τοῦ τονισμοῦ νὰ περνᾷ εἰς ὅλως δευτερεύουσαν μοῖραν. Ἀντὶ νὰ βοηθῶμεν καὶ ὑποθάλπωμεν τὴν ἀγραμματωσύνην τῶν νεαρῶν σπουδαστῶν καὶ νὰ προτρέπωμεν αὐτοὺς νὰ καλύπτουν τὴν ἀμάθειάν των διὰ τῆς καταστροφῆς τῆς γλώσσης μας, θὰ ἦτο πολὺ προτιμότερον νὰ συμβουλεύσωμεν αὐτοὺς νὰ καταγίνουν περισσότερον εἰς τὴν μελέτην τῆς γραμματικῆς, ὁπότε τὸ ζήτημα τοῦ τονισμοῦ δὲν θὰ πάρουσίαζε μεγάλας δυσχερείας ὅπως δὲν παρουσίαζε διὰ τὰς παρελθούσας γενεάς, ὅτε ὁ κόσμος ἔκαμνε ὀλιγώτερον θόρυβον καὶ εἰργάζετο μετὰ μεγαλυτέρας ἐπιμελείας καὶ προσοχῆς.

Τὸ ζήτημα τῶν πνευμάτων εἶναι, φρονῶ, ἀκόμη ἁπλούστερον. Ὀλίγαι εἶναι αἱ δασυνὁμεναι λέξεις, τὰς ὁποίας ὁ μικρὸς μαθητὴς ἀπομνημονεύει μετ᾿ εὐχερείας καὶ αἱ ὁποῖαι ἐντυποῦνται ἀσφαλῶς εἰς τὴν μνήμην του μετὰ βραχεῖαν ἄσκησιν. Ἡ ὕπαρξις τοῦ πνεύματος ἐξηγεῖ καὶ πολλὰ φαινόμενα τῆς γλώσσης μας καὶ τὴν μετατροπὴν διαφόρων συμφώνων (π.χ. ἔφεδρος, καθημερινῶς, κλπ.), τὰ ὁποῖα θὰ καθίσταντο ἀκατάληπτα καὶ ἀνεξήγητα ἐν περιπτώσει καταργήσεως τῶν πνευμάτων.

Καταργοῦντες τὰ πνεύματα θὰ ἐφθάνομεν εἰς τοῦτο τὸ παράδοξον, ὅτι ἡμεῖς μόνον οἱ ῞Ελληνες, θὰ ἠγνοοῦμεν ποῖαι ἑλληνικαὶ λέξεις δασύνονται, ἐνῷ ὅλοι οἱ ξένοι θὰ ἐγνώριζον ταύτας, δεδομένου ὅτι αἱ πλεῖσται δασυνόμεναι ἑλληνικαὶ λέξεις ἔχουν εἰσέλθει εἰς τὸν γλωσσικὸν θησαυρὸν τῶν ξένων γλωσσῶν, διατηροῦσαι τὸ δασὺ πνεῦμα ὑπὸ τύπον τοῦ γράμματος h, ὡς π.χ. hydrogène, hydrographie, hydrologie, hebdomadairement, hectomètre, hélice, hellénique, hémisphère, hémorragie κ.λπ. κ.λπ.

Ἡ γνώμη μου εἶναι, ὅτι μὲ τὸν προτεινόμενον νεωτερισμόν, ἀντὶ νἀ διευκολύνωμεν τοὺς μαθητάς μας μᾶλλον σύγχυσιν θὰ φέρωμεν εἰς τὰς διανοίας των. ᾽Ενῷ τώρα οὗτοι ἀρχίζουν νὰ μανθάνουν ἀπὸ τὰς πρώτας τάξεις τοῦ δημοτικοῦ σχολείου τὸ τονικόν μας σύστημα χωρὶς νὰ ἀπαντοῦν ἐξαιρετικὰς δυσχερείας, ἂν εἰσαχθῇ διὰ τὴν νέαν ἑλληνικὴν τὸ μονοτονικὸν ἢ ἄλλο σύστημα καὶ συνηθίσουν κατ᾿ ἀρχὰς εἰς τὴν χρῆσιν ἑνὸς μόνου τόνου, θὰ εἶναι, ἠναγκασμένοι βραδύτερον νὰ καταβάλουν τεραστίους κόπους πρὸς ἐκμάθησιν τοῦ ἱστορικοῦ τονικοῦ συστήματος διὰ κείμενα τῆς ἀρχαίας καὶ μεσαιωνικῆς ἑλληνικῆς. Οὕτω ἀφ᾿ ἑνὸς θὰ πρέπῃ νὰ γνωρίζουν δύο τονικὰ συστήματα καὶ νὰ ἀποτυπώνουν εἰς τὴν μνήμην των διπλᾶς ὀπτικὰς εἰκόνας διὰ τὴν αὐτὴν λέξιν 4.

῍Ας μὴ νομισθῇ δὲ ὅτι τὸ προτεινόμενον τονικὸν σύστημα εἶναι ἁπλούστερον τοῦ νῦν κρατοῦντος. Ἡ ἐφαρμογὴ αὐτοῦ καὶ ἰδίᾳ ἡ συχνὴ χρῆσις τῆς συνδετικῆς παύλας—ἀκαλαισθήτου εἰς τοὺς ὀφθαλμούς, δυσχεροῦς εἰς τὴν χρῆσιν καὶ δυναμένης νὰ γεννήσῃ σύγχυσιν μὲ ἄλλα ἀνάλογα σημεῖα, ὡς τὸ ἑνωτικὸν κ.λπ.—εἶναι πολύπλοκος, ἀναμφισβήτως δὲ πολυπλοκωτέρα τοῦ ἱστορικοῦ συστήματος 5.

Περισσότερον ὅμως ἀπὸ κάθε ἐπιχείρημα ἐπιστημονικὸν ἢ πρακτικόν, νομίζω ὄτι προέχει ἡ ἐθνικο-ιστορικὴ ἄποψις τοῦ ζητήματος. Ἐλέχθη ὅτι ἡ κατάργησις τῶν τόνων δὲν μεταβάλλει τὴν ἱστορικήν μας γραφήν, διότι οἱ τόνοι δὲν ἀνήκουν εἰς τὸ σῶμα τῶν λέξεων, τοῦτο ὅμως δὲν νομίζω ὅτι ἀνταποκρίνεται εἰς τὴν ἀλήθειαν.Τὰ πνεύματα καὶ οἱ τόνοι, ἀπὸ πολλῶν ἤδη αἰώνων ἀποτελοῦσι διακριτικὸν ἀναπόσπαστον τῆς ἑλληνικῆς γραφῆς. Ὅλος ὁ γραπτός μας φιλολογικὸς θησαυρὸς συνδέεται μὲ τὰ σημεῖα αὐτά, τὰ ὁποῖα συμπληροῦν καὶ ὁλοκληρώνουν τὸ ὀρθογραφικόν μας σύστημα, φοβοῦμᾳι δὲ μήπως ἡ κατάργησις τῶν τόνων σημάνῃ τὴν ἀπαρχὴν μιᾶς βαθμιαίας ἐγκαταλείψεως τῆς ἱστορικῆς μας ὀρθογραφίας γενικώτερον.

Εἴδομεν ὅτι οἱ πρῶτοι κηρυχθέντες ὑπὲρ τῆς καταργήσεως τῶν τόνων ζητοῦν καὶ τὴν ἐγκατάλειψιν τοῦ ὅλου ὀρθογραφικοῦ μας συστήματος καὶ τὴν μεταρρύθμισιν καὶ αὐτοῦ τοῦ ἀλφαβήτου μας. Τὴν αὐτὴν τακτικὴν ἀκολουθοῦν καὶ οἱ πλεῖστοι τῶν μεταγενεστέρῳν εἰσηγητῶν τῆς τονικῆς ἁπλοποιήσεως, γράφοντες ἀπροκαλύπτως ὅτι τὸ ζήτημα τῆς τονικῆς μεταρρυθμίσεως εἶναι δευτερεῦον καὶ ὅτι συνδέεται μὲ τὴν ριζικωτέραν μεταρρύθμισιν τῆς πατροπαραδότου ὀρθογραφίας. ῾Η κατάργησις τῶν τόνων θὰ ἀπετέλει οὕτω τὸ πρῶϊον βῆμα διὰ μίαν περαιτέρω γενικὴν ἀναστάτωσιν τῆς ἑλληνικῆς γραφῆς. Ἀλλ᾿ αὐτὸ θὰ ἐσήμαινε τὴν τελείαν ἀποξένωσίν μας ἀπὸ τὴν ἀρχαίαν ἑλληνικὴν γλῶσσαν καὶ ἀπὸ τὴν ἱστορικὴν παράδοσιν.

Εἶναι ὅμως ποτὲ δυνατὸν τοιαῦτα ἐθνικὰ προβλήματα, στενότατα συνυφασμένα μὲ αὐτὴν τὴν ἐθνικήν μας ὕπαρξιν νὰ λύωνται ἐλαφρᾷ τῇ καρδίᾳ διὰ φωνασκιῶν, ἐντυπωσιακῶν θορύβων καὶ πραξικοπημάτων; Ἡ παράδοσις ἀποτελεῖ τὸ θεμέλιον τῆς ὑπάρξεως τῶν ἐθνῶν. Ἔθνη χωρὶς παράδοσιν ἢ διασπάσαντα τὴν παράδοσιν εὐκόλως ἐγένοντο βορὰ ἄλλων λαῶν. ῍Αν τὸ ἑλληνικὸν ἔθνος κατώρθωσε παρὰ τὰς τοσαύτα ἀντιξόους συνθήκας καὶ παρὰ τὰς ἀλλεπαλλήλους θυέλλας, τὰς ὁποίας ἐγνώρισεν εἰς τὴν μακρὰν ἱστορίαν του, νὰ σώσῃ τὴν ὕπαρξίν του καὶ νὰ διατηρήσῃ πάντοτε ἀκμαῖον, καὶ ζωηρὸν τὸ ἐθνικόν του φρόνημα, τοῦτο ὀφείλει εἰς τὸν σεβασμὸν καὶ τὴν ἀφοσίωσίν του εἴς τὰ ἐθνικὰ ἰδανικὰ καὶ τὴν παράδοσιν. Τρεῖς χιλιετηρίδες ἐνδόξου ζωῆς, τριάκοντα ὅλοι αἰῶνες λαμπρᾶς ἱστορίας δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ λησμονηθοῦν. Ἄλλα κράτη μὲ ἱστορίαν, ἥτις δὲν δύναται νὰ συγκριθῇ μὲ τὴν ἰδικήν μας, μὲ συστήματὰ καὶ γλωσσικὰ ἰδιώματα πολυπλοκώτερα τῶν ἰδικῶν μας, δὲν διενοήθησαν ποτὲ νὰ ἀρνηθοῦν τὸ παρελθὸν καὶ τὴν γλωσσικήν των παράδοσιν. Κράτη ὡς ἡ Ἀγγλία καὶ ἡ Γαλλία, τῶν ὁποίων αἱ γλῶσσαι παρουσιάζουν ἀνυπερβλήτους δυσχερείας εἰς τὴν προφορὰν καὶ τὴν ὀρθογραφίαν, οὐδέποτε ἐσκέφθησαν νὰ μεταρρυθμίσουν ἢ ὁπωσδήποτε νὰ ἁπλουστεύστουν ταύτας, ἡ δὲ Γερμανία ἐπανῆλθε καὶ πάλιν εἰς τὴν τόσον κουραστικὴν καὶ ἀπηρχαιωμένην «γοτθικὴν» γραφήν της. Διατί λοιπὸν ὅλος αὐτὸς ὁ μεταρρυθμιστικὸς ὀργασμὸς εἰς τὴν ῾Ελλάδα; Εἴμεθα ἆρά γε τόσον πολὺ προηγμένοι ἔναντι τῶν ἄλλων λαῶν τῆς Εὐρώπης, ὥστε νὰ ἔχωμεν ἡμεῖς μόνοι ἀντιληφθῆ τἀς ἀπαιτήσεις τῆς ἐξελίξεως;

Ἂς ἀφήσωμεν κατὰ μέρος τὰς πρωτοτυπίας καὶ τοὺς γλωσσικοὺς ἀνακαινισμούς. Οὐδεμία σχέσις ὑπάρχει μεταξὺ τῆς ἐθνικῆς δημοτικῆς μας γλώσσης, τὴν ὁποίαν ὅλοι σεβόμεθα καὶ ἀγαπῶμεν καὶ τῶν διαφόρων ἀχαλιναγωγήτων διαστροφέων καὶ καταλυτῶν κάθε ὑγιοῦς γλωσσικῆς παραδόσεως. Πρέπει νὰ τεθῇ τέρμα εἰς τὴν ἀχαλίνωτον καὶ ἐπιζήμιον τάσιν τῶν νεωτεοισμῶν 6. ῾Η γλῶσσα εἶναι κάτι τὸ ἱερόν, ὅπως ἡ Πίστις καὶ ὅλα τὰ μεγάλα ἰδανικὰ τῆς φυλῆς μας. Ἂς τὴν σεβασθῶμεν, ἂς τὴν ἀγαπήσωμεν, ἂς προσπαθήσωμεν νὰ τὴν γνωρίσωμεν καλύτερον καὶ νὰ τὴν διαφυλάξωμεν.

Ἔχω πάντοτε πεποίθησιν εἰς τὴν ἰσορροπίαν καὶ ἐχεφροσύνην τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος. Ἐπὶ ἕνα καὶ ἥμισυν αἰῶνα περίπου ἐγένοντο ἀλλεπάλληλοι ἀπόπειραι παντοίων μεταρρυθμίσεων τῆς ἱστορικῆς μας ὀρθογραφίας, ἀλλ᾽ ὅλαι ἐναυάγησαν. Μία γλῶσσα ἔχουσα ἱστορίαν μακρῶν αἰώνων, δὲν δύναται νὰ ἀποτελέσῃ ἀντικείμενον ἐπιπολαίων καὶ ἀβασανίστων πειραματισμῶν. Δὲν εἶμαι, βεβαίως, προφήτης, οὔτε δύναμαι νὰ προΐδω τί θὰ γίνῃ μίαν ἡμέραν, ἐλπίζω ὅμως ὅτι ἡ ῾Ελλὰς ἀκόμη μίαν φορὰν θὰ δείξῃ τὴν εὐλάβειάν της εἰς τὰς παραδόσεις της, εὐλάβειαν, ἥτις δὲν πρέπει νὰ συγχέεται πρὸς κάθε παρεξηγημένην ἢ διεστρεβλωμένην προγονοπληξίαν ἢ ἀρχαιομανίαν.

Πρὸς τὸ παρὸν πάντως, ἀντὶ νέων γλωσσικῶν πειραματισμῶν, ἔχομεν ἀνάγκην συντονισμοῦ ὅλων τῶν πνευματικῶν καὶ ὑλικῶν δυνάμεων τῆς χώρας πρὸς ἐπανόρθωσιν τῶν τόσων ἠθικῶν καὶ ὑλικῶν ἐρειπίων, τὰ ὁποῖα βλέπομεν νὰ ὑψῶνται γύρω μας, ὡς τραγικὸς θρῆνος διὰ τὰς θλιβερὰς τοῦ παρελθόντος ἀπωλείας, ὡς προσκλητήριον εἰς μίαν ἐντατικὴν ἐργασίαν διὰ τὸ μέλλον. Ἂς καταβάλωμεν πᾶσαν προσπάθειαν πρὸς περισυλλογὴν καὶ διάσωσιν ἐκείνου, τὸ ὁποῖον εἶναι ἀκόμη δυνατὸν νὰ διασωθῇ, καὶ ἂς ἀφησωμεν τοὺς ἀκράτους νεωτερισμούς.

᾽Αντὶ νὰ ἐξάπτωμεν μὲ ἐπιζημίους πολεμικὰς τὰ πνεύματα τῆς νεολαίας μας, τῆς ὁποίας τὰ αἰώνια ἰδανικὰ ἔχουν τόσον κλονισθῆ ἀπὸ τὸ δρᾶμα τὸ ὁποῖον βλέπει ἐκτυλισσόμενον, κατὰ τὴν σημερινὴν ἐποχήν, ἀντὶ νὰ προσφέρωμεν εἰς αὐτὴν παράδειγμα ἀταξίας καὶ ἀπειθαρχίας, ἂς προσπαθήσωμεν νὰ τὴν συγκρατήσωμεν καὶ τὴν καθοδηγήσωμεν, ἔχοντες ὡς πρῶτον στήριγμα τὴν ἑλληνικὴν παράδοσιν, καὶ νὰ ἀποτρέψωμεν ἀπ᾿ αὐτῆς δεινότερα κακά, τὰ ὁποῖα εἶναι δυνατὸν νὰ προκαλέσουν τὰ διάφορα μεταρρυθμιστικὰ καὶ καινοφανῆ κηρύγματα.

***

Ὅσον ἀφορᾷ εἰς τὴν περὶ της μεταρρυθμίσεως τοῦ τονικοῦ μας συστήματος γνώμην μερικῶν ξένων ἐπιστημόνων, δὲν νομίζω ὅτι δύναται αὕτη νὰ ληφθῇ σοβαρῶς ὑπ᾿ ὄψιν. Ἐν πρώτοις πρόκειται περὶ μικρᾶς, ἐλαχίστης μειοψηφίας, ἔναντι τῆς πληθύος τῶν λοιπῶν ξένων ἑλληνιστῶν, οἵτινες εἶναι ἀντιθέτου γνώμης. Δεύτερον, θὰ ἦτο τῷ ὄντι λυπηρὸν καὶ παράδοξον—ἵνα μὴ εἴπω ὅτι θὰ ἀπετέλει δι᾿ ἡμᾶς ἐντροπὴν καὶ ἐξευτελισμὸν—νὰ καταφεύγωμεν εἰς τοὺς ξένους καὶ νὰ ἐπικαλώμεθα τὴν γνώμην τούτων πρὸς λύσιν τῶν σημερινῶν γλωσσικῶν μας προβλημάτων. Ὁ ξένος, ὅσον καὶ ἂν γνωρίζῃ καλῶς τὴν νεωτέραν ἑλληνικήν, ἐκ τῶν ἀναφερομένων δέ τινες—καίτοι κολοσσοὶ εἰς ἄλλους κλάδους τῆς ἐπιστήμης—μόνον ἀμυδρὰν γνῶσιν εἶχον αὐτῆς, δὲν δύναται ποτὲ νὰ ἔχῃ τὸ αἴσθημα τοῦ ὀρθοῦ: Ἡ γλῶσσα εἶναι στοιχεῖον καθαρῶς ἐθνικόν, διὰ τὸ ὁποῖον καὶ ὁ σοφώτερος τῶν ξένων δὲν ἔχει περισσότερον κῦρος ἀπὸ τὸν τελευταῖον ῞Ελληνα, διότι ἡ γλωσσικὴ καὶ ἐθνικὴ συνείδησις καὶ διαίσθησις τοῦ τελευταίου ῞Ελληνος θὰ εἶναι πάντοτε ἀνωτέρα ἀπὸ οἱανδήποτε ἐπιστημονικὴν δεινότητα καὶ τοῦ διασημοτέρου ξένου ἐπιστήμονος. Θὰ ἦτο φρονιμώτερον οἱ ξένοι νὰ μᾶς ἀφήσουν ἡσύχους νὰ κανονίζωμεν τὰ τοῦ οἴκου ἡμῶν. Εἶναι πλέον καιρὸς τὰ ἐθνικὰ πνευματικά μας προβλήματα νὰ τὰ λύωμεν ἡμεῖς οἱ ἴδιοι, μόνοι μας, καὶ νὰ μὴ ἐπιζητῶμεν τὴν ἐπέμβασιν τῶν ξένων, διότι δὲν εἶναι ἁρμόδιοι.

᾽Εξ ἄλλου διατί δὲν προσπαθοῦν οἱ κύριοι αὐτοὶ νὰ λύσουν τὰ οὐχὶ ὀλιγώτερον περίπλοκα ζητήματα τῆς γλώσσης των; Ποῖος ξένος—Γερμανός, ᾽Ιταλὸς ἢ Γάλλος—θὰ ἐπεκαλεῖτο ποτὲ τὴν γνώμην τῶν διαπρεπεστέρων ἐπιστημόνων τῆς ῾Ελλάδος πρὸς ρύθμισιν τοῦ γλωσσικοῦ, ἢ ὀρθογραφικοῦ συστηματος τῆς χώρας του; Δὲν νομίζετε ὄτι εἶναι ὀλίγον ἀφελὲς νὰ ὑποστηρίζηται μετὰ σοβαρότητος, ὅτι πρέπει νὰ μεταβάλωμεν τὸ τονικόν μας σύστημα διότι ἔχουν τοιαύτην γνώμην οἱ Hesseling, Pernot καὶ Roussel; ` Εἶναι ἀπορίας ἄξιον μέχρι ποίου σημείου φθάνει ὁ φανατισμὸς ξένων τινῶν ἑλληνιστῶν! Περιορίζομαι εἰς ἓν μόνον—τὸ χαρακτηριστικώτερον—παράδειγμα. ῾Ο κ. Louis Roussel γράφει: «Ἐγὼ εἶμαι ὀπαδὸς τῆς κάθε ἁπλοποίησης. Ἡ ἐγκληματικὴ γαλλικὴ ὀρθογραφία καταδικάζει στὴν ἀμάθεια ὅλα τὰ παιδιὰ τοῦ λαοῦ μας... ῞Ωστε καλὰ νἁπλοποιήσετε σεῖς οἱ ῞Ελληνες τὸ πολύπλοκο σύστημα τῶν τόνων καὶ τῶν πνευμάτων. Καλίτερα όμως ν απλοπιίσετε κε το γενικὸ σίστιμα τις ορθογραφίας! Καὶ καλύτερο ἀκόμα νὰ καταργηθοῦν ἐντελῶς τὰ ἑλληνικὰ στοιχεῖα. Αὐτὰ διαφέρνουνε πιὰ τόσο πολὺ ἀπὸ τὰ γράμματα τὰ ἐπιγραφικὰ καὶ τὰ παπυρικά, ὥστε ἡ ἱστορικὴ παράδοση εἶναι ἔργῳ διακομμένη. Αὐτὰ δὲν ὑπάρχουν σκεδὸ παρὰ στὰ ἑλληνικὰ τυπογραφεῖα· ἀποτελοῦνε ἀνείπωτο βάσανο σ᾿ ὅποιο ξένο θέλει ν᾿ ἀναφέρει ἔστω καὶ μιὰ ἑλληνικὴ λέξη. ῾Η μεταγραφὴ σὲ λατινικὰ στοιχεῖα εἶναι εὔκολη... ῍Ας ψοφήσει λοιπὸν τὸ ὠγύγιο σύστημα».

Αὐτὰ καὶ ἄλλα ἀνάλογα γράφει ὁ κύριος αὐτός. ᾽Αλλὰ διατί ὁ πρωτοπόρος καὶ σοφὸς καθηγητὴς τοῦ ἐν Μομπελλιὲ Πανεπιστημίου δὲν ἀπεπειράθη νὰ ἁπλοποιήσῃ τὴν γαλλικὴν ὀρθογραφίαν τὴν ὁποίαν θεωρεῖ «ἐγκληματικήν»; Διατί ἀντὶ νὰ δίδῃ ἀφ᾿ ὑψηλοῦ μαθήματα εἰς ἡμᾶς τοὺς ῞Ελληνας «να απλοπιίσουμε τη γλόσα» μας δὲν ἐτόλμησε νὰ ἐκδώσῃ ἐν Γαλλίᾳ πραγματείαν του εἰς ἁπλοποιημένον ὀρθογραφικὸν σύστημα; Δὲν νομίζει ὁ πολύπονος μελετητὴς τοῦ Καραγκιόζη ὅτι ὑπερβαίνει τὰ ἐσκαμμένα συμβουλεύων ἡμᾶς νὰ μεταβάλωμεν τὸ ἀλφάβητόν μας ἢ ὅπως ὁ ἴδιος προτιμᾷ «το αρφαβητικό μας σίστιμα» καὶ νὰ υἱοθετήσωμεν τὸ λατινικὸν μόνον καὶ μόνον διὰ νὰ τὸν διευκολύνωμεν ν᾿ ἀναφέρῃ ἑλληνικάς τινας λέξεις εἰς τὰ σοφὰ συγγράμματά του; Προσθέτει ὁ κ. Ρουσσὲλ ὅτι πολλάκις ἡμεῖς οἱ ῞Ελληνες εὑρισκόμεθα πρὸ μεγάλων δυσχερειῶν ὅταν θέλωμεν νὰ γράψωμεν ἑλληνιστὶ ξένας λέξεις. ῍Ας μὴ λησμονῇ ὅμως ὅτι ἡμεῖς εὑρισκόμεθα εἰς τὴν δυσκολίαν ταύτην σπανίως, μόνον προκειμένου νὰ μεταγράψωμεν κύρια ὀνόματα, διότι δὲν ἔχομεν ἀνάγκην εἰς τὴν γλῶσσαν μας νὰ κάμνωμεν χρῆσιν ξένων λέξεων, ἐνῷ οἱ ξένοι ἀνὰ πᾶσαν στιγμὴν εἰς τὰς ἐπιστήμας, τὰς τέχνας καὶ τὴν καθημερινὴν ζωὴν εἶναι ὑποχρεωμένοι νὰ χρησιμοποιοῦν ἑλληνικοὺς ὅρους, καὶ εἶναι γνωστὸν ποίους ἑλιγμοὺς πρέπει νὰ κάμνουν διὰ νὰ μεταγράφουν μὲ τὰ λατινικά των στοιχεῖα λέξεις, ὡς ἀρχαιολογία, ψυχολογία, θεολογία κλ. Καὶ ὅμως οὐδεὶς ἐξ αὐτῶν ἐσκέφθη ἕνεκα τούτου νὰ ἐγκαταλίπῃ τὸ ἀλφάβητον τῆς γλώσσης του καὶ νὰ υἱοθετήσῃ τὸ ἑλληνικόν, καίτοι τοῦτο θὰ ἦτο λογικώτερον καὶ φυσικώτερον, ἀφοῦ τὸ ἑλληνικὸν ἀλφάβητον εἶναι καὶ παλαιότερον καὶ ἀρτιώτερον, εἰς αὐτὸ δὲ εἶδον τὸ φῶς τὰ τελειότερα τῆς ἀνθρωπίνης διανοίας ἔργα καὶ δι᾿ αὐτοῦ ἐχαράχθησαν τὰ θεῖα διδάγματα τοῦ Εὐαγγελίου.

Ἀπόσπασμα τῆς ὁμιλίας τοῦ Κωνσταντίνου Ἰω. Λογοθέτου, τακτικοῦ καθηγητοῦ τῆς Ἱστορίας τῆς Φιλοσοφίας, σελ. 341-346.

[...] πρὸς τί νὰ διατηρῶμεν εὐλαβούμενοι τὰ παραδεδομένα καὶ νὰ μὴ ὀβελίζωμεν αὐτὰ κατὰ μικρὸν ὡς περιττά; Εἰς τὰ περιττὰ δὲ καὶ ἀνωφελῆ πρέπει νὰ καταλεχθῶσι τὰ πνεύματα καὶ οἱ τόνοι7· ἐρρέτωσαν λοιπὸν ἐπὶ τοῦ παρόντος τὰ πνεύματα καὶ οἱ τόνοι. Καὶ τὸ ἐλεεινὸν τοῦτο παραδίδαγμα εὐκόλως ἠλέγχθη καὶ δριμέως ἐκαυτηριάσθη ἐν τῇ συνεδρίᾳ ἐκείνῃ ὑπὸ πάντων (καὶ αὐτῶν ἔτι τῶν μὴ διακρινομένων διὰ τὰ συντηρητικὰ φρονήματα) καθηγητῶν καὶ δὴ καὶ ὑπὸ τῶν τῆς ἀρχαίας φιλολογίας, ἰδίᾳ δὲ καὶ κατ᾿ ἐξοχὴν ὑπὸ τοῦ καθηγητοῦ τῆς παιδαγωγικῆς κ. Ἐξαρχοπούλου, ὅστις διεξοδικῶς ἐξετάσας τὴν προτεινομένην καὶ εἰσαγομένην καινοτομίαν ἀπὸ ψυχολογικῆς καὶ παιδαγωγικῆς ἀπόψεως ἔδειξε σαφῶς, τὴν πολλαπλῆν αὐτῆς ἀτοπίαν· διότι διὰ τῆς εἰσαγομένης ὀρθογραφίας αὐξάνονται μὲν αἱ δυσχέρειαι τῶν μαθητῶν περὶ τὴν ἐκμάθησιν τῆς μητρικῆς γλώσσης, ἐπαυξάνονται δὲ μεγάλως αἱ δυσκολίαι περὶ τὴν διδασκαλίαν καὶ τὴν ἐκμάθησιν τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς, ἀποκόπτεται δὲ εἷς ἔτι δεσμὸς ἐκ τῶν συνδεόντων τὸν ἀρχαῖον πρὸς τὸν νεώτερον ἑλληνικὸν κόσμον. Πρὸς τὰ σπουδαῖα ταῦτα καὶ ἀδιάσειστα ἐπιστημονικὰ ἐπιχειρήματα οὐδὲν ἠδυνήθη ὁ κ. Κακριδῆς ἐν τῆ ᾽Απολογίᾳ νὰ ἀντιτάξῃ· ἠρκέσθη δὲ μόνον νὰ εἴπη ὅτι θεωρεῖ «τὴν τονικὴν ἁπλοποίησιν ὡς ἐθνικὴν ἀνάγκην (sic), διὰ νὰ δυνηθῇ ὁ ἑλληνικὸς λαὸς νὰ μανθάνῃ νὰ γράφῃ σχετικῶς εὐκολώτερον μίαν οὕτως ἢ ἄλλως δύσκολον γλῶσσαν». Παρατρέχων καὶ θέλων νὰ ἀγνοῇ τὰ ἀποδειχθέντα (ὅτι δηλαδὴ ἡ εἰσαγομένη ὀρθογραφία ποιεῖ οὐχὶ εὐκολωτέραν ἀλλὰ τοὐναντίον δυσκολωτέραν τὴν ἐκμάθησιν τῆς τε νεωτέρας καὶ τῆς ἀρχαιοτέρας γλώσσης) δὲν εἶπεν ἡμῖν τὸ πῶς ἡ «δύσκολος γλῶσσα» θὰ καταστῇ διὰ τῆς εἰσαγομένης «τονικῆς ἁπλοποιήσεως» εὐκολωτέρα· πάντως φαίνεται πιστεύων ὅτι γλῶσσα πάντων ἡμῶν τῶν νεωτέρων ῾Ελλήνων εἶναι ἡ γλῶσσα, ἣν αὐτὸς γράφει καὶ ὅτι ἡ τελευταία αὕτη οὐδὲν κοινὸν θὰ ἔχῃ πρὸς τὴν πρὸ ὀλίγων ἐτῶν καὶ παλαιότερον γραφομένην8. Μὴ ἔχων δὲ νὰ προσαγάγῃ ἐπιστημονικόν τι ἐπιχείρημα ὑπὲρ τῆς ἀνορθογράφου ὀρθογραφικῆς καινοτροπίας καταφεύγει εἰς τὴν ἐξ ἐνδόξων λεγομένην ἀπόδειξιν· ἐπικαλεῖται τὰς γνώμας πολλῶν καὶ παντοίων ῾Ελλήνων, οἵτινες ὅμως πάντες πλὴν τοῦ Γεω. Χατζιδάκι ἠσαν ἥκιστα ἁρμόδιοι γνώμονες καὶ κριταί, ἐλάχιστα ἄρα κατάλληλοι νὰ ἐκφέρωσι περὶ τοιούτων ζητημάτων ἔγκυρον γνώμην9. Καὶ αὐτὸς δὲ ὁ ἀείμνηστος καθηγητὴς τῆς γλωσσολογίας περιωρίσθη εἰς διατύπωσιν ἁπλῆς παρατηρήσεως χωρὶς νὰ τολμήσῃ τὸ παράπαν νὰ προέλθῃ εἰς πρακτικὴν ἐφαρμογήν. Δὲν γινώσκω οὔτε, τί εἶπεν ἐν τῇ Ἀκαδημείᾳ εἰσηγούμενος τὴν ἄστοχον ἐκείνην πρότασιν οὔτε ὑπό τινων λόγων παραχθεὶς ἐξετράπη περὶ τὰς δυσμὰς τοῦ βίου εἰς τοιαύτην δοξασίαν. Ἀλλ᾿ ἐκπλήττομαι, ὁμολογῶ, δεινὴν ἔκπληξιν πῶς ὁ ἄλλως σοφὸς ἐκεῖνος ἀνὴρ ἀπεμακρύνθη ἀπὸ τῶν ὀρθῶν καὶ σαφῶν αὑτοῦ θεωριῶν, ὅσας εἰχε πρότερον κάλλιστα διδάξει. Διότι γράφων ἄλλοτε περὶ τοῦ γλωσσικοῦ ζητήματος καὶ μεταφράζων πρὸς τοῦτο τὴν περὶ «Κοινῆς γλώσσης» ἐκπρεπῆ μελέτην τοῦ μεγάλου γλωσσολόγου Hermann Paul παρετήρει ἐν διασαφητικῇ τῶν ὑπ᾿ ἐκείνου λεγομένων σημειώσει τὰ ἑξῆς: «Καὶ ἡ προφανὴς αὕτη ἀλήθεια παραγνωρίζεται παρ᾿ ἡμῖν πολλάκις, διὸ συχνάκις ἀκούομεν διαφόρων εἰσηγουμένων καινὰ περὶ τὴν ὀρθογραφίαν δαιμόνια, οἷον τὴν κατάργησιν τῆς δασείας, τῆς περισπωμένης, τῆς βαρείας κτλ. Ἀγνοοῦσι δ᾽ ὡς φαίνεται, οὗτοι ὅτι, ἀφοῦ τὰ ἀρχαῖα τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης μνημεῖα δὲν δύνανται νὰ τυπῶνται καὶ ἀναγινώσκονται ἄλλως ἢ ὅπως νῦν γίνεται, εἶναι ἄντικρυς ἐθνοφθόρος πᾶσα πρότασις περὶ διαφόρου ὀρθογραφίας τῆς νέας ἡμῶν γλώσσης περὶ τοὺς τόνους, τὰ πνεύματα, τὰς διφθόγγους κτλ. Διότι διαφόρου οὕτω γενομένου καὶ τοῦ ἐξωτερικοῦ τύπου τῆς νέας ἡμῶν γλώσσης, ἀπὸ τῆς ἀρχαίας, οἱ νέοι θ᾿ ἀναγκάζωνται νὰ μανθάνωσιν ἐν τοῖς ἑλληνικοῖς σχολείοις καὶ τὴν τῆς ἀρχαίας γλώσσης ὀρθογραφίαν· οὕτω δὲ οὐ μόνον μεγάλως θὰ κοπιῶσιν ἀλλὰ καὶ εἰς πλημμελήματα περὶ ταύτην θὰ περιπίπτωσι, καὶ τὸ μέγιστον τῆς νέας γλώσσης καταστάσης οὕτω διαφόρου τῆς ἀρχαίας, θέλει μεγάλως παρακωλύεσθαι ἡ διὰ τῶν ἀρχαίων βιβλίων ποικίλη μόρφωσις τῶν ἐπερχομένων γενεῶν»10. Γνωστὸν δ᾿ εἶναι ὅτι καὶ ἡ Ἀκαδήμεια ἀδιστάκτως, ὡς ἦτο εὔλογον, ἀπέρριψε τὴν γνώμην τοῦ ἀνδρὸς καὶ ἡ κοινὴ συνείδησις διὰ τῶν ἐφημερίδων ἀπεδοκίμασε. Καὶ ἡμεῖς δὲ τότε ἐνομίσαμεν καθῆκον νὰ διαμαρτυρηθῶμεν κατὰ τῆς τοιαύτης προτάσεως τοῦ ἄλλως σοφοῦ καὶ σεβαστοῦ ἡμῶν διδασκάλου καὶ ἀπηντήσαμεν ἐν εἰδικῷ ἄρθρῳ ἐν ᾧ ἐδεικνύομεν τοὺς κινδύνους τῆς τοιαύτης καινοτομίας. (Κ. Ι. Λογοθέτου, Ἀνάλεκτα φιλοσοφικὰ καὶ φιλολογικά, σελ. 170 ἑξ.). Παρετηροῦμεν λοιπὸν πλὴν ἄλλων ὅτι ἡ κατάργησις (ἔστω καὶ μερικὴ) τόνων καὶ πνευμάτων θὰ ἐγέννα σύγχυσιν καὶ ταραχὴν ὡς ἐκ τῆς διαφορᾶς τῆς νέας ταύτης γραφῆς πρὸς τὴν παραδεδομένην καὶ ἐπὶ αἰῶνας ἤδη καθιερωμένην. Ἡ διαφορὰ δηλαδὴ τῆς νεωτέρας μορφῆς τῶν λέξεων ἀπὸ τῆς ὑπαρχούσης ἐν ἀναριθμήτοις βιβλίοις θὰ προκαλέσῃ κατὰ ψυχολογικὴν ἀνάγκην σάλον καὶ ταραχὴν τοῦ γλωσσικοῦ συναισθήματος. Ἂς προστεθῇ ὅτι θὰ ἔπρεπε καὶ οἱ ξένοι νὰ πεισθῶσιν ὅπως εἰς τὸ ἑξῆς ἐκδίδωσι τὰ ἀρχαῖα καὶ τὰ βυζαντιακὰ καὶ τὰ νεώτερα ἔτι κείμενα κατὰ τὸν νεώτερον τρόπον. Ἔπειτα δέ, ἂν ἀποφασίσωμεν νὰ γίνωμεν πρακτικοὶ (ἀφοῦ ζῶμεν ἐν αἰῶνι πρακτικῷ καὶ δυστυχῶς ὑλιστικῷ) καὶ κατ᾿ ἀκολουθίαν ἂν θελήσωμεν ἀδιαφοροῦντες πρὸς τὴν παράδοσιν καὶ φειδόμενοι τοῦ χρόνου νὰ περιορισθῶμεν εἰς τὰ ἀπαραιτήτως ἀναγκαῖα, τότε διατί νὰ διακρίνωμεν τὸ ο καὶ ω, τὸ ε καὶ αι, τὸ η καὶ ι καὶ οι καὶ υ καὶ υι, διατί νὰ μὴ προβῶμεν εἰς ἁπλοποίησιν καὶ αὐτῶν; Ἀλλ᾿ ἐνταῦθα ἀκριβῶς ἔγκειται ὁ κίνδυνος ὁ ἀπὸ τῶν καινοτομιῶν. Ἡ μία καινοτομία θὰ φέρῃ εὐχερῶς εἰς τὴν ἄλλην αὐξανομένης ὁλονὲν τῆς ὀρέξεως τῶν μεταρρυθμιστῶν (κατὰ τὴν γαλλικὴν παροιμίαν l’appétit vient en mangeant). Ὅταν δὲ ἀπὸ καλοῦ καὶ εὐπαγοῦς οἰκοδομήματος ἀρχίσωμεν νὰ ἀφαιρῶμεν λίθους ὑποτιθεμένους ὡς περιττούς, δὲν θὰ βραδύνῃ νὰ ἐπέλθῃ ἡ ὁλοσχερὴς κατάρριψις καὶ τελεία κατεδάφισις αὐτοῦ. Τὰ ὀλέθρια ἀποτελέσματα τῆς προτεινομένης καινοτομίας, ἐὰν παραφρονοῦν τὸ ἔθνος ἐδέχετο αὐτήν, δὲν θὰ ἐβράδυνον νὰ ἀναφανῶσιν. Οἱ προτείνοντες σήμερον τὴν ἁπλοποίησιν τοῦ ὀρθογραφικοῦ συστήματος θὰ εἴπωσιν αὔριον ἄνευ ἀμφιβολίας· διατί νὰ γράφωμεν «κλασσικός», «καλλιτεχνικές», «άλλη», «ελληνικός», «Ελλάδας» κ. ἄ. (αἱ λέξεις ἐλήφθησαν ἐκ τοῦ φυλλαδίου), διατί νὰ μὴ ἁπλοποιήσωμεν τὰ πράγματα καὶ νὰ μὴ γράφωμεν ἓν μόνον σύμφωνον ἀντὶ δύο, ἀφοῦ ἐν τῇ προφορᾷ δὲν διακρίνονται; καὶ ἔπειτα διατί νὰ γράφωμεν «νεώτερου», «πρώτες», «δικαίωση», «όλο το δίκιο», «πιό», (λέξεις τοῦ φυλλαδίου) διακρίνοντες τὸ ο καὶ ω, μὴ διαφέροντα ἐν τῇ προφορᾷ; ᾽Εν συνεχείᾳ δὲ θὰ εἴπωσι· τί θέλετε τὰ η - ι - οι - υ - υι καὶ διατί δὲν γράφετε ἁπλοῦν ἓν λατινικὸν i; Καὶ διατί γράφετε μπ, ντ, γκ, γγ μὴ ἀποδίδοντα καλῶς τὴν προφορὰν καὶ δὲν γράφετε ἁπλούστερον (ἁπλοποίησιν γὰρ ζητοῦμεν!) τὰ λατινικὰ b, d, g; Οὕτω δὲ εἰσάγεται κατὰ μικρὸν ἀντὶ τοῦ ἑλληνικοῦ τὸ λατινικὸν ἀλφάβητον, εἰς ὃ καὶ ἀποβλέπουσι κατ᾿ οὐσίαν (πβλ. ᾽Απολογίαν ἐν τῇ δίκῃ τῶν τόνων, σ. 247) παρὰ τὴν δῆθεν διαμαρτυρίαν, οἱ ἀντιπρόσωποι τῆς γλωσσικῆς καὶ πάσης ἄλλης ἀναρχίας. Ὁ σκοπός, ὡς εἶναι φανερόν, κατὰ μικρὸν καὶ βραδέως ἀλλ᾿ ἀσφαλῶς ἐπιτυγχάνεται καὶ ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα «οἴχεται ἀπιοῦσα», ἤτοι «pai peripato». Μετὰ τῆς γλώσσης ἡμῶν θὰ ἐκλίπῃ ὁ «ἱστορισμός», θὰ ἀρθῶσιν αἱ «ὀρθογραφικαὶ δυσκολίαι» καὶ δὲν θὰ ἀκούωνται «τὰ παράπονα διὰ τὴν ἀνορθογραφίαν τῶν νέων ῾Ελλήνων, ποὺ χρονολογοῦνται ἀπὸ τὴν ἐποχὴν τοῦ Κόντου ἀκόμη (μόνον ἀπὸ τότε;) καὶ ἔγιναν ὁλονὲν ἐντονώτερα εἰς τοὺς ἐκπαιδευτικούς, λογοτεχνικοὺς καὶ κοινωνικοὺς κύκλους». Τότε θὰ ἔχωμεν ἀπόλυτον ἐλευθερίαν, ἀπόλυτον εὐκολίαν, ἰσοπέδωσιν τῶν πάντων καὶ ἄρσιν τῆς διακρίσεως πεπαιδευμένων καὶ ἀπαιδεύτων· ἕκαστος θὰ κινῆται ἐλευθέρως ἐν τῇ γλωσσικῇ Κερκύρᾳ διότι πράγματι γλῶσσα δὲν θὰ ὑπάρχῃ. Ταῦτα πάντα καλῶς γινώσκοντες οἱ ξένοι εἶναι συντηρητικοὶ περὶ τὴν γλῶσσαν, ἣν εὐλαβοῦνται καὶ φυλάττουσιν ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ. Ὅθεν οὔτε οἱ Γάλλοι ἐτόλμησαν νὰ ἀποβάλωσι τὸ ἄφωνον e τὸ ἐν τέλει πολλῶν λέξεων οὔτε οἱ ῎Αγγλοι νὰ μεταρρυθμίσωσι καὶ ἁπλοποιήσωσι τὴν ὀρθογραφίαν τῶν λέξεων, αἵτινες ὡς γνωστόν, ἄλλως γράφονται καὶ ἄλλως προφέρονται. Ἂν δὲ οἱ ξένοι σέβωνται τὴν παράδοσιν αὑτῶν, τί πρέπει νὰ πράττωμεν ἡμεῖς προκειμένου περὶ τῆς ἡμετέρας, τῆς ἑλληνικῆς παραδόσεως; Τὴν ἀπάντησιν παρέχει παράδοξον διὰ τῶν πραγμάτων ὁ κ. Κακριδῆς, ὅστις δὲν διστάζει ἐν τῇ Ἀπολογίᾳ (Ἡ δίκη τῶν τόνων, σ. 248) νὰ εἴπῃ ἄνευ ἐρυθήματος αἰδοῦς ὅτι ὡς καθηγητὴς Πανεπιστημίου (ἀλλ᾿ εἶναι ἀληθῶς καθηγητὴς διορισθεὶς καθ᾿ ὃν τρόπον διωρίσθη;) ἔχει «ὄχι μόνον δικαίωμα ἀναφαίρετον ἀλλὰ καὶ χρέος μεγάλο νὰ ἐνδιαφέρεται διὰ τὰ προβλήματα τοῦ ἔθνους καὶ μάλιστα ὄχι μόνον ἀπὸ θεωρητικῆς ἀλλὰ καὶ ἀπὸ πρακτικῆς ἀπόψεως». Διὰ τὸ ἐνδιαφέρον τοῦτο καὶ μάλιστα τὸ «ἀπὸ πρακτικῆς ἀπόψεως» τὸ ἔθνος εὐγνωμονοῦν θὰ ἀνεγείρῃ εἰς τὸν διαπρεπῆ ἄνδρα μέγαν καὶ χρυσοῦν ἀνδριάντα, θὰ πυργώσῃ αὐτῷ σεμνὸν καὶ ἀθάνατον τῆς γλωσσικῆς σοφίας μνημεῖον.

***

Ἐπειδὴ ἐπ᾿ ἐσχάτων πολλοὶ ὑπὸ τῆς οἰκείας συζητήσεως (τῆς δίκης τῶν τόνων) παρακινούμενοι ἀπευθύνουσιν ἐρωτήσεις ζητοῦντες πληροφορίας περὶ τῶν τόνων, νομίζω ἐπίκαιρον καὶ πρέπον νὰ εἴπω τινὰ ἐνταῦθα περὶ τούτων βραχύτατα. Οἱ τόνοι δηλαδὴ εἶναι, κατὰ τὴν παρατήρησιν τοῦ γραμματικοῦ Διονυσίου τοῦ Θρᾳκός, αἱ διάφοροι (κατ᾿ ἀνάτασιν, κατὰ περίπτωσιν ἢ καθ᾿ ὁμαλισμὸν) ὡς πρὸς τὸ ὕψος ἤ τὴν ἰσχὺν διαβαθμίσεις, εἰς ἃς ἡ φωνὴ κατὰ τὴν ὁμιλίαν μεταπίπτει ἐξαίρουσα ὁπωσδήποτε συλλαβήν τινα ὑπὲρ τὰς ἄλλας (Γ. Χατζιδάκι, ᾽Ακαδ. ἀναγνώσμ. 1, 486 ἑξ.). Εἶναι δὲ οὗτοι, εἴτε μουσικοί, εἴτε δυναμικοὶ τόνοι, συμφυεῖς πρὸς τὴν γλῶσσαν καὶ ἀχώριστοι ἀπ᾿ αὐτῆς11. Καὶ τὰ ὁμηρικὰ ἄρα ἔπη ἐτονίζοντο, τὴν δὲ περὶ τούτου παράδοσιν γινώσκουσι καὶ διδάσκουσι πολλαχῶς οἱ ἀρχαῖοι γραμματικοί12. ῞Οτι οἱ τόνοι συναπετέλουν τὴν προσῳδίαν καὶ εἶχον κατὰ τὴν ἐκφώνησιν τῶν λέξεων μεγάλην σπουδαιότητα, εἶναι εὐνόητον. Κάλλιστον δὲ καὶ λαμπρότατον μαρτύριον εἶναι τὸ φερόμενον ἀνέκδοτον περὶ παθήματος τοῦ ὑποκριτοῦ ῾Ηγελόχου, ὅστις ἀπαγγέλλων ἐν τῷ θεάτρῳ τὸν στίχον 279 τοῦ Εὐριπιδείου ᾽Ορέστου «ἐκ κυμάτων αὖθις αὖ γαλήν᾿ ὁρῶ» ἐτόνισε κακῶς καὶ εἶπε «γαλν ὁρῶ» (βλέπω γαλῆν) ἀντὶ τοῦ ὀρθοῦ «γαλήν᾿ ὁρῶ» (= «γαληνὰ ὁρῶ», βλέπω γαλήνην), ἤτοι τονίσας διὰ περισπωμένης ἀντὶ ὀξείας εἶπεν ἄλλα ἀντ᾿ ἄλλων, ὅτι δηλαδὴ μετὰ τὴν τρικυμίαν βλέπει γαλῆν, γάταν, (ἀντὶ τοῦ βλέπει γαλήνην)· διὸ καὶ προεκάλεσεν ἀκράτητον τὸν γέλωτα τῶν ἀκροατῶν13. Φαίνεται δὲ ὅτι περὶ τὸν πέμπτον αἰῶνα, οἱ περὶ τοὺς ῥυθμοὺς ἐπιμελῶς διατρίβοντες μουσικοὶ καθώρισαν τοὺς τόνους καὶ ὠνόμασαν αὐτοὺς διὰ τῶν μουσικῶν ὅρων τῆς ἁρμονίας, τῆς προσῳδίας, τῆς ὀξείας καὶ βαρείας καὶ τῶν τοιούτων14. Τὰς διακρίσεις ταύτας ἐγκρίναντες παρέλαβον οἱ περὶ τὴν γλῶσσαν ἀσχολούμενοι καὶ οἱ μετέπειτα γραμματικοί, οἵτινες παρέδοσαν καὶ εἰς ἡμᾶς. Οὐχ ἧττον πρωΐμως ἐξεῦρον καὶ τῶν διαφόρων τόνων, ὅπως καὶ τοῦ δασέος πνεύματος, σύμβολα γραπτά, τουτέστι σημεῖα διακριτικὰ τῆς ὀξείας, τῆς βαρείας καὶ τῆς περισπωμένης, δι᾿ ὧν νὰ διαστέλληται ἐν τῇ γραφῇ ὁ ἐν τῇ προφορᾷ τῆς λέξεως. Πρῶτος δὲ μνημονεύει τὰ τονικὰ σημεῖα ὁ ᾽Αριστοτέλης, ὅστις λέγει περὶ αὐτῶν ὡς περὶ κοινῶν καὶ εὐχρήστων πραγμάτων15. Ὅτε ὕστερον ἐξέλιπεν ἡ διάκρισις τῶν μακρῶν καὶ βραχειῶν συλλαβῶν, ἦτο φυσικὸν νὰ συνεκλίπῃ καὶ ἡ διάκρισις τῶν διαφόρων τόνων, οἵτινες κατήντησαν ἁπλῶς σύμβολα ὁρατὰ ἀντὶ ἀκουστῶν ἤ, ἀκριβέστερον εἰπεῖν, σύμβολα οὐχὶ διαφόρων μουσικῶν τόνων ἀλλ᾿ ἑνὸς μόνον δυναμικοῦ τόνου. Ἐντεῦθεν φανερὸν ὅτι οἱ τόνοι, τὰ διάφορα τονικὰ σημεῖα, εἶχον παρ᾿ ἀρχαῖοις σημασίαν φωνητικήν, παρὰ δὲ τοῖς μεταγενεστέροις καὶ παρ᾿ ἡμῖν σήμερον ἁπλῶς ὀρθογραφικήν. ᾽Αλλ᾿ ὅμως καὶ ὡς ὀρθογραφικὰ σημεῖα εἶναι ἐπάναγκες νὰ διατηρηθῶσι· τοῦτο δὲ οὐχὶ μόνον ἕνεκα εὐλαβείας πρὸς τὴν παράδοσιν ἀλλ᾿ ἰδίᾳ καὶ μάλιστα διὰ λόγους, ὡς καὶ πρόσθεν εἴπομεν, πρακτικῆς ἀνάγκης, διότι τὰ ἀρχαῖα κείμενα καὶ τὰ μετέπειτα συνταχθέντα μυρία καὶ παντοῖα τῆς γλώσσης μνημεῖα εἶναι ἐκδεδομένα κατὰ τὸν παλαιὸν τρόπον τῆς διακρίσεως τόνων καὶ πνευμάτων.

Ἀπόσπασμα τῆς ὁμιλίας τοῦ Βασιλείου Φάβη, τακτικοῦ καθηγητοῦ τῆς Γλωσσολογίας, σελ. 430-438.

Οἱ ἐπικροτοῦντες τὴν ὀρθογραφικὴν καινοτομίαν τοῦ κ. Κακριδῆ λέγουν πρὸς ἐνίσχυσιν τῆς καινοτομίας ταύτης ὅτι οἱ ἀρχαῖοι δὲν εἶχον τόνους. Οὕτως, ὁ κ. Τριανταφυλλίδης λέγει (σελ. 131) «καθὼς εἶναι γνωστό, δὲν τοὺς μεταχειρίστηκαν (τοὺς τόνους) ποτὲ οἱ ἀρχαῖοι σὲ ὅλη τὴν κλασσικὴ ἐποχή...» Καὶ ὁ κ. Κακριδῆς (Ἑρμην. Σχόλια σελ. ηʹ): «οὔτε οἱ ἀρχαῖοι ἔγραφαν τόνους καὶ πνεύματα» καὶ ἄλλοι ὁμοίως ἐπαναλαμβάνουν τὴν μεγάλην αὐτὴν ἀνακάλυψιν.

Ἀλλ᾿ ἆρά γε πάντες οὗτοι, ὅσοι ἀνέλαβον νὰ πληροφορήσουν ἐκείνους ποὺ «δε θέλουν να βοηθήσουν τον Ελληνικό λαό να μαθαίνει εύκολα να γράφει τη γλώσσα-του» ὅτι οἱ ἀρχαῖοι δὲν εἶχον τόνους ἐσκέφθησαν, ἂν ἐχρειάζοντο εἰς αὐτοὺς τόνοι; Καὶ ἂν τὸ πρᾶγμα ἔχῃ ὁμοίως καὶ παρ᾿ ἀρχαίοις καὶ παρ᾿ ἡμῖν, διατὶ δὲν καταργοῦν καὶ τὸν μοναδικὸν τόνον, τὸν ὁποῖον διατηροῦν; ᾽Εσκέφθησαν οἱ κύριοι οὗτοι καὶ ἰδία ὁ εἰσηγητὴς τοῦ συστήματος καὶ ὁ γλωσσολόγος Μέντωρ αὐτοῦ πῶς ἀνέκυψαν οἱ τόνοι ἐκ τοῦ μὴ ὄντος καὶ διατί διετηρήθησαν ἐπὶ τοσούτους αἰῶνας; ᾽Εσκέφθησαν ἆρά γε πῶς συνέβη ὥστε κατὰ τὸ τέλος τοῦ παρελθόντος αἰῶνος, ὅτε ἔζησαν καὶ ἤκμασαν μεγάλοι ῞Ελληνες ἐπιστήμονες ἀξιολογώτατοι μεταξὺ τῶν ἐπιστημόνων ὅλου τοῦ κόσμου εἰς πάντας τοὺς κλάδους τοῦ ἐπιστητοῦ, πῶς συνέβη, λέγω, ὥστε ὄχι μόνον δὲν εἰσηγήθησαν οὗτοι τὴν μεταρρύθμισιν τοῦ τονικοῦ συστήματος, ἀλλ᾿ οὐδὲ ἐδυσανασχέτησάν ποτε διὰ τὴν ἄχρηστον δῆθεν καὶ ἐνοχλητικὴν αὐτὴν ποικιλίαν, μολονότι ἔγραψαν βιβλία πολλὰ καὶ θαυμαστὰ καὶ ἐδημιούργησαν τὴν παράδοσιν τῶν ἐπιστημῶν, ὑπὸ τῆς ὁποίας ἡμεῖς χειραγωγούμεθα, πῶς συνέβη τοῦτο; Ταῦτα πάντα ἂν ἐσκέπτοντο οἱ σημερινοὶ καινοτόμοι, θὰ ἔφθαναν ἴσως εἰς συμπεράσματα ὑγιέστερα καὶ ὀρθότερα.

Οἱ ἀρχαῖοι δὲν εἶχον τόνους, διότι δὲν τοὺς ἐχρειάζοντο. ῾Η διάφορος προσῳδία τῶν φωνηέντων, δηλ. ἡ διάκρισις τῶν μακρῶν καὶ τῶν βραχέων κατὰ τὴν ὁμιλίαν, συνεκράτει τὸν τόνον ὡς μουσικὸν καὶ οὐχὶ δυναμικόν. ῾Η διάφορος προσῳδία τῶν συλλαβῶν ἔδιδε τὸ χρῶμα εἰς τὴν λέξιν καὶ οὐχὶ ὁ τοιοῦτος ἢ τοιοῦτος τόνος. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος διὰ τὸν ὁποῖον βάσις τοῦ ρυθμικοῦ ποδὸς τοῦ μέτρου ἦτο ἡ μακρὰ συλλαβὴ καὶ οὐχὶ ἡ τονουμένη. Ὅταν δὲ κατόπιν σὺν τῷ χρόνῳ ἐπήρχετο ἐξίσωσις τῆς προσῳδίας καὶ ἡ διάκρισις μεταξὺ μακρῶν καὶ βραχειῶν συλλαβῶν ἐξηφανίζετο, βάσις τοῦ ρυθμικοῦ ποδὸς ἀπέβη ἡ τονουμένη συλλαβή. Κατὰ ταῦτα ὁ τόνος τῆς λέξεως δὲν εἶχε παρ᾿ ἀρχαίοις τὴν σημασίαν τὴν ὁποίαν ἔχει σήμερον. Ἀλλὰ δὲν ἦτο ἄχρηστος. Οἱ ἀρχαῖοι ἐτόνιζον καὶ δὲν ἔκαμναν λάθη περισσότερο ἀπὸ ἡμᾶς, οἱ ὁποῖοι ἔχομεν τονικὰ σημεῖα.

Διὰ τὴν διάφορον προσῳδίαν τῶν μακρῶν καὶ τῶν βραχέων δὲν εἶχον ἀνάγκην τονικοῦ σημείου οἵ ἀρχαῖοι ἀναγινώσκοντες τὰ εἰς -ιον τρισύλλαβα ὑποκοριστικά. Ταῦτα, καθὰ ἤδη ὁ Ἡρωδιανὸς παρετήρησεν εἶναι παροξύτονα, ἂν εἶναι δακτυλικοῦ ρυθμοῦ, οἷον κλειδίον, παιδίον, δᾳδίον, χωρίον, προπαροξύτονα δέ, ἂν εἶναι τριβράχυος ρυθμοῦ, οἷον κτένιον, πόδιον, θύριον, βρόχιον κτλ. Πάντα δὲ τὰ ὑπερτρισύλλαβα εἰς -ιον ἀδιακρίτως ρυθμοῦ τονίζονται εἰς τὴν προπαραλήγουσαν, οἷον ὀφρύδιον, ὀμμάτιον, κεφάλιον, ἁλάτιον, καμάκιον κτλ. Τοιουτοτρόπως μία τάξις ὀνομάτων πλουσιωτάτη ἠδύνατο νὰ ἀναγινώσκεται ὑπὸ τῶν ἀρχαίων ἄνευ τονικοῦ λάθους.

Ὑπάρχουν ἐπίσης πολλὰ συστήματα λέξεων, τῶν ὁποίων ὁ τόνος εἶναι ἀνέκαθεν σταθερὸς καὶ ὡς ἐκ τούτου δὲν ὑπῆρχεν ἀνάγκη δηλώσεως δι᾿ ἰδιαιτέρου σημείου, οἷον

  1. Τὰ εἰς -ιος ἐπίθετα τονίζονται πάντοτε ἐπὶ τῆς προπαραληγούσης οἷον ἅγιος, τίμιος, ἄξιος. Καὶ τὰ νεώτερα κούφιος, σάπιος, θράκιος κτλ. τονίζονται οὕτω κατ᾿ ἀρχαίαν παράδοσιν.
  2. Τὰ εἰς -μα οὐδέτερα τονίζονται ὅσον τὸ δυνατὸν ἀνωτέρω τῆς ληγούσης καθ᾿ ὅλην τὴν ἱστορίαν τῆς ῾Ελληνικῆς γλώσσης, οἷον φράγμα, τραῦμα, ποίημα, τίμημα, ἀνάστημα, σκότωμα, φάγωμα, μοίρασμα κτλ.
  3. Τὰ εἰς -σις θηλυκὰ ὁμοίως, οἷον αἴτησις, δήλωσις, ὕφανσις, δούλεψι, ξύφασι κτλ.
  4. Τὰ εἰς -ος γεν. -ους οὐδέτερα ὁμοίως, οἷον στῆθος, γένος, ἔθνος, δάσος, ἔδαφος, τέμενος, μέγεθος κτλ.
  5. Τὰ εἰς -μος ἀρσενικὰ εἶναι πάντα ὀξύτονα καθ᾿ ὅλην τὴν ἱστορίαν τῆς ῾Ελλην. γλώσσης, οἷον δεσμός, χρησμός, κορεσμός, συναγερμός, ἐμπρησμός, σκοτωμός, φαγωμός, πηγαιμὸς κτλ.
  6. Τὰ εἰς -εὺς οὐσιαστικὰ εἴτε ἐξ ὀνομάτων παράγονται εἴτε ἐκ ρημάτων ἁπλᾶ ἢ σύνθετα εἶναι πάντα ὀξύτονα, οἷον γραφεὺς-συγγραφεύς, φορεύς, ἀποστολεύς, ἱππεύς, δονακεύς, ἀνθρακεὺς κτλ.

᾽Εν γένει ἂν ἐξετάσῃ τις τὰς τάξεις τῶν ὀνομάτων, θὰ ἴδῃ ὅτι ὑπάρχει τονικὴ ἀκολουθία, ἡ ὁποία ἐντυποῦται εἰς τὸν ἄνθρωπον ἀπὸ τῆς βρεφικῆς ἡλικίας καὶ οὐδέποτε παραβαίνεταὶ καθ᾿ ὅλας τὰς περιόδους τῆς ῾Ελλην. γλώσσης.

Διὰ τὴν προσῳδίαν ἐν γένει δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ τονισθῇ ἡ προπαραλήγουσα, ὅταν ἦτο ἡ λήγουσα μακρά, διότι ὁ ὀξὺς τόνος δὲν δύναται νὰ φέρῃ τὸ μῆκος πλέον τῶν δύο ἐφεξῆς βραχέων χρόνων. Δι᾽ αὐτὸν τὸν λόγον δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ τονίσῃ κακῶς ὁ ἀρχαῖος ῞Ελλην ὁσάκις ὁ τόνος τῆς λέξεως πίπτῃ κατωτέρω διὰ τὴν μακρότητα τῆς ληγούσης, οἷον τὰ σώματα, ἀλλὰ τῶν σωμάτων, διότι ἡ μακρὰ συλλαβὴ ἰσοδυναμεῖ πρὸς δύο βραχεῖς χρόνους.

Διὰ τὴν προσῳδίαν δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ γίνῃ λάθος ὡς πρὸς τὴν περισπωμένην τῆς παραληγούσης, αὐτομάτως γεννωμένην διὰ τὸν προκύπτοντα ρυθμὸν τονουμένης μακρᾶς συλλαβῆς πρὸ βραχείας ληγούσης. Διὰ τὴν σταθερότητα τοῦ ρυθμοῦ τούτου τῆς προπερισπωμένης ἦτο ἀδύνατον νὰ προκύψῃ λάθος περισπωμένης ἐπὶ τῆς προπαραληγούσης, διότι ὁ περισπώμενος τόνος δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ φέρῃ τὸ μῆκος δύο ἐφεξῆς βραχέων χρόνων.

Ὑπάρχουν κανόνες τονισμοῦ συμφυεῖς πρὸς τὸ.γλωσσικὸν αἴσθημα, προδιαλεκτικοὶ ἢ προελληνικοί, ἕνεκα τῶν ὁποίων ἁμαρτήματα περὶ τοὺς τόνους ἀποκλείονται. Οὕτως, ἡ ἐγκλιτικὴ φύσις τοῦ ρήματος, ἤτοι ἡ ἰδιότης αὐτοῦ, καθ᾿ ἣν ὁ τόνος ἀναβιβάζεται ὅσον εἶναι δυνατὸν ἀνωτέρω τῆς ληγούσης ἐν τοῖς παρεμφατικοῖς τύποις, οὐδέποτε σχεδὸν παραβαίνεται μέχρι τῆς σήμερον λαλουμένης, οἷον γράφω—ἔγραφον—γέγραφα κτλ. μοῦ ᾽πε, τά εἰπαμε κτλ. Θὰ ἠδύνατό τις νὰ παρατηρήσῃ ὅτι εἰς τοὺς συνηρημένους τύπους τοῦ ρήματος, εἰς τοὺς ὁποίους λανθάνει ἡ ἔγκλισις (ἕνεκα τῆς συναιρέσεως), θὰ ἦσαν δυνατὰ λάθη. Θὰ ἦσαν βεβαίως δυνατὰ λάθη καὶ ἐνταῦθα καὶ εἰς ἄλλας πολλὰς λέξεις, ἀλλὰ μόνον εἰς τοὺς μικροὺς παῖδας τοὺς ἀσκουμένους εἰς τὴν ἀνάγνωσιν· ἐθιζόμενοι ὅμως οὗτοι σὺν τῷ χρόνῳ ἠδύναντο νὰ ἀποκτήσουν σταθερότητα, ὅπως καὶ ἡμεῖς σήμερον, μολονότι δὲν ἔχομεν τὸ ἴνδαλμα τῶν ἀσυναιρέτων τύπων, ὅμως οὐδέπτοτε κάμνομεν σφάλμα. Πλὴν δὲ τούτου εἰς τοὺς τύπους ἐκείνους οἱ ὁποῖοι προπερισπῶνται δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ γίνῃ λάθος, οἷον εἰς τοὺς τύπους καλοῦμεν, καλεῖτε, καλοῦσι κττ. οὔτε νὰ μετατεθῇ ὁ τόνος ἀνωτέρω ἦτο δυνατὸν οὔτε νὰ μεταβληθῇ ἀπὸ περισπωμένου εἰς ὀξύν, ἐκ τούτων δὲ ἀνεκαλοῦντο καὶ οἱ περισπώμενοι τύποι καλῶ, καλεῖς, καλεῖ, ἤτοι ὅπου ὑπῆρχε σύστημα τονισμοῦ, πιθανότης λαθῶν δὲν ὑπῆρχεν. Ἐπίσης κατὰ γενικὸν κανόνα ὁ τόνος τοῦ ὀνόματος, οὐσιαστικοῦ ἢ ἐπιθέτου, παραμένει εἰς τὴν αὐτὴν συλλαβὴν ἐφ᾿ ὅσον ἐπιτρέπει ὁ χρόνος τῆς ληγούσης.

Ὑπάρχουν βεβαίως καὶ λέξεις αἱ ὁποῖαι ἢ δὲν ὑπάγονται εἰς κανόνα ἢ παραβαίνουν τὸν κανόνα· π.χ. γνώμη, φήμη, μνήμη, ἀλλὰ τιμή, φωνή. Ἀλλ᾿ ὁσοσδήποτε καὶ ἂν εἶναι ὁ ἀριθμὸς τούτων, ἀποβαίνει ἀσήμαντος συγκρινόμενος πρὸς τὰς εἰς κανόνας ὑπαγομένας τάξεις.

Θὰ ἀνέμενέ τις σύγχυσιν τονισμοῦ εἰς τὰ οὐσιαστικὰ τὰ λήγοντα εἰς -της, οἷον ἀθλητής, ποιητής, ἀλλὰ ἐπαινέτης, πολίτης, Αἰγινήτης. Ἀλλὰ καὶ τούτων ὁ τονισμὸς διεστέλλετο σαφῶς ὑπὸ τῶν ἀρχαίων, ἄλλων μὲν ἕνεκα ρυθμικοῦ κανόνος, ἄλλων δὲ ἕνεκα ἐτυμολογικῆς διαφανείας. Οὕτω διεστέλλοντο γενικῶς τὰ παραγόμενα ἐξ ὀνομάτων, τὰ παρώνυμα, ἀπὸ τῶν παραγομένων ἐκ ρημάτων, τῶν ρηματικῶν. Καὶ τὰ μὲν παρώνυμα πάντα παρωξύνοντο ἀνεξαρτήτως τοῦ χρόνου τῆς παραληγούσης, οἷον δῆμος—δημότης, ἀγρὸς—ἀγρότης, φυλὴ—φυλέτης, οἶκος—οἰκέτης, ἀλλὰ καὶ θίασος—θιασώτης, δεσμὸς—δεσμώτης, κόμη—κομήτης, Αἴγινα-Αἰγινήτης, πόλις-πολίτης, στήλη-στηλίτης κτλ. Τὰ δὲ ρηματικὰ διεστέλλοντο, πρῶτον κατὰ δισύλλαβα καὶ πολυσύλλαβα, καὶ τὰ μὲν δισύλλαβα ἐτονίζοντο εἰς τὴν παραλήγουσαν εἴτε ἁπλᾶ ἦσαν εἴτε σύνθετα καὶ ἀνεξαρτήτως τοῦ χρόνου τῆς παραληγούσης, οἷον δότης—προδότης—καταδότης, στάτης—παραστάτης, παραλήπτης, προφήτης τὰ δὲ πολυσύλλαβα ἐτονίζοντο εἰς τὴν λήγουσαν, ἂν ἡ παραλήγουσα ἦτο μακρὰ φύσει ἢ θέσει, οἷον ἀθλητής, ποιητής, διαλλακτής, εἰς τὴν παραλήγουσαν δέ, ἂν αὕτη ἦτο βραχεῖα, οἷον ἐπαινέτης, διαιρέτης, ὀφειλέτης. Διὰ τὸν χρόνον ἐπίσης τῆς παραληγούσης λέγεται ὀπτίλος (= ὀφθαλμὸς) παρὰ τὸ ὄπτιλλος, Μυρτίλος· ἀλλὰ Σόφιλλος, Αἰσχύλος ἀλλὰ Θράσυλλος, Κρατύλος ἀλλὰ Ἀρίστυλλος.῾Ο τονισμὸς οὗτος ὀφείλεται ἀναμφιβόλως τὸ εἰς ρυθμικὸν σχῆμα δακτυλικοῦ ποδός, καθὰ ἀνωτέρω παρετηρήθη περὶ τῶν εἰς -ιον τρισυλλάβων ὑποκοριστικῶν.

Αὐτονόητον εἶναι ὅτι ἡ τήρησις τοῦ τονισμοῦ καὶ κατὰ τὴν ἐτυμολογικὴν διαφάνειαν καὶ κατὰ τὴν προσῳδίαν δύναται ἐνίοτε νὰ παραβαίνεται, οἶον λέγεται κυβερνήτης, πλανήτης, ἀλήτης παροξυτόνως ἀντὶ ὀξυτόνως διὰ τὴν ἐπισκότησιν τῆς ρηματικῆς ἐννοίας καὶ τὴν σύνδεσιν αὐτῶν πρὸς τὰ παρώνυμα. ᾽Επίσης λέγεται κριτὴς ὀξυτόνως ἀντὶ παροξυτόνως κατ᾿ ἀναλογίαν πρὸς τὸ δικαστής.

Ἐκ τῶν ἀνωτέρω συνάγεται, ὅτι μέγα μέρος τοῦ λεξιλογικοῦ θησαυροῦ καὶ τοῦ τυπικοῦ τῆς ἀρχαίας γλώσσης δύναται νὰ ἔχη τὸν τόνον ἐκ τῆς προσῳδίας, καὶ ἄλλο, ἐπίσης μέγα, ἐκ τῆς ἐτυμολογικῆς διαφανείας καὶ τῆς σταθερᾶς γραμματικῆς παραδόσεως. ῾Υπολείπεται βεβαίως σημαντικὸν μέρος, πάντως πολὺ μικρότερον, τοῦ ὁποίου ὁ τόνος ἐτίθετο ἐκ τῆς συνηθείας καὶ τῆς ἀλόγου παραδόσεως. Δὲν ἦτο δὲ τοῦτο δύσκολον, διότι ὅπως ἠδύναντο οἱ παλαιοὶ νὰ ἀναγινώσκουν ὑπὸ τὸ Ο καὶ ο μικρὸν καὶ ω μέγα καὶ τὴν νόθην δίφθογγον ου, ἢ ὑπὸ τὸ γράμμα Ε καὶ τὸν ἒ ψιλὸν καὶ τὸ ἦτα καὶ τὴν νόθην δίφθογγον ει, ἐπίσης ὅπως ἠδύναντο νὰ ἀναγινώσκουν καὶ ι βραχὺ καὶ ι μακρόν, ὑπὸ τὸ αὐτὸ γράμμα, ἐπίσης υ βραχὺ καὶ υ μακρόν, α βραχὺ καὶ α μακρόν, μολονότι διάκρισις εἰς τὴν γραφὴν δὲν ἐγίνετο, οὕτως ἠδύναντο νὰ τονίσουν πολλὰς λέξεις ὀρθῶς κατὰ προφορικὴν ἄλογον παράδοσιν. Κατὰ τὴν πρώτην ἀνάγνωσιν τῶν μαθητῶν ἐνδέχεται οἱ γραμματισταὶ νὰ μετεχειρίζοντο σύμβολά τινα εἴτε διὰ τὸν ὀρθὸν τονισμὸν εἴτε διὰ τὴν ἀπόδοσιν τῆς ποσότητος τῶν φωνηέντων.

Ἀλλ᾿ ἐκ ποίας ἀνάγκης προέκυψαν τὰ τονικὰ σημεῖα; Οἱ ὅροι ὀξεῖα, βαρεῖα, περισπωμένη εἶναι ἐπίθετα καταστάντα διὰ τῆς χρήσεως οὐσιαστικὰ κατὰ παράλειψιν τοῦ προσδιοριζομένου οὐσιαστικοῦ προσῳδίαφωνή, ἐλέχθησαν δὲ τὸ πρῶτον ὑπὸ μουσικῶν πρὸς δήλωσιν καὶ καθορισμὸν διαφόρων μουσικῶν τόνων, παρεστάθησαν δὲ οὗτοι, ὡς εἰκός, καὶ δι᾿ ὡρισμένων συμβόλων. Τὰ μουσικὰ ταῦτα σύμβολα ἀπέβησαν κοινὰ ἐνωρίς, διότι ἤδη ὁ Ἀριστοτέλης ὀνομάζει αὐτὰ παράσημα καὶ ὁμιλεῖ περὶ αὐτῶν ὡς περὶ γνωστῶν πραγμάτων. Παρατηρεῖ δὲ ὁ Χατζιδάκις (Γραμματ., 1, 143) τὰ ἑξῆς: «Φαίνεται ὅτι χάριν τῆς εὐκόλου καὶ ἀκριβοῦς ἀναγνώσεως τῶν παλαιοτέρων ποιημάτων εἶχον, ὅπως τοῦ δασέος πνεύματος τὸ σημεῖον οὕτω καὶ τῶν τόνων ἐξεύρει σημεῖά τινα τῆς ὀξείας, τῆς βαρείας καὶ τῆς περισπωμένης, δι᾿ ὧν διέστελλον ἐν τῇ γραφῇ τὸν ἐν τῇ προφορᾷ τόνον τῆς συλλαβῆς, τῆς λέξεως καὶ τῆς προτάσεως. Ταῦτα δὲ μετ᾿ ἄλλων πολλῶν κριτικῶν σημείων μετεχειρίσατο Ἀριστοφάνης ὁ Βυζάντιος ἐν τοῖς ἐπιστημονικοῖς αὐτοῦ πονήμασι καὶ οὕτω κατέστησε κοινῆς χρήσεως.»

Γνωρίζοντες ἤδη ὅτι ὁ Ἀριστοφάνης ὁ Βυζάντιος ἤκμασε τὸν 2ον π.Χ. αἰῶνα, ὅτε ἤρχισε νὰ παρατηρῆται ἐπὶ τῶν ἐπιγραφῶν καὶ τῶν παπύρων ἡ σύγχυσις τῆς προσῳδίας, συνάγομεν ὅτι ἡ σύμπτωσις αὕτη δὲν δύναται νὰ εἶναι τυχαία, ἀλλ᾿ ὅτι ἡ ἔναρξις τῆς ἐξισώσεως τῆς προσῳδίας κατέστησεν ἀναγκαίαν τὴν χρησιμοποίησιν τονικῶν σημείων ὅπου ἡ ἐκ τῆς ἐξισώσεως ταύτης προκύπτουσα μετεωρία τοῦ ἀναγινώσκοντος ἠμπόδιζε τὴν εὔκολον καὶ ὀρθὴν ἀνάγνωσιν. Εἶναι δὲ αὐτονόητον ὅτι ἡ χρῆσις τῶν τονικῶν σημείων ηὔξανε παραλλήλως πρὸς τὴν αὐξάνουσαν ἐξίσωσιν τῆς προσῳδίας. Ἀπὸ τοῦ 3ου αἰῶνος μ.Χ., ὅτε ἡ προσῳδία εἶχεν ἐξισωθῆ, ἡ χρῆσις τῶν τονικῶν σημείων πιθανώτατα θὰ καθίστατο ἀναγκαιοτάτη καὶ ὁσημέραι θὰ ἐξετείνετο μέχρι τοῦ 7ου αἰῶνος, ὅτε ἡ παράλειψις τῶν σημείων τούτων ἐθεωρεῖτο ὀρθογραφικὸν σφάλμα.

Συνοψίζοντες τὰ ἀνωτέρω λέγομεν πρῶτον ὅτι ἡ ἀνάγκη τῶν τονικῶν σημείων δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ ἀνακύψῃ πρὸ τῆς ἐξισώσεως τῶν μακρῶν καὶ τῶν βραχέων, δεύτερον ὅτι ἐφ᾿ ὅσον ἴσχυεν ἡ διάκρισις τῆς ποσότητος τῶν συλλαβῶν, ὁ τόνος ἦτο μουσικὸς καὶ διὰ τὴν ὀρθὴν ἀπαγγελίαν τῶν λέξεων δευτερεῦον στοιχεῖον. Αὐτὸς δὲ ἦτο ὁ λόγος διὰ τὸν ὁποῖον βάσις τοῦ ἀρχαίου μετρικοῦ ποδὸς ἦτο ὁ χρόνος τῶν συλλαβῶν, τοῦ δὲ νεωτέρου ὁ τόνος, ὁ ὁποῖος ἀπὸ μουσικοῦ μετεβλήθη εἰς δυναμικόν. Ἡ μεταβολὴ δὲ τῆς τοιαύτης βάσεως ἐγίνετο ἤρεμα σὺν τῷ χρόνῳ καὶ ἡ ἀνάγκη ἄρα τῶν τόνων, ἀπὸ μουσικῶν σημείων τὸ πρῶτον, ἀνέκυπτε παραλλήλως, λησμονηθείσης δὲ τῆς ἀρχικῆς αὐτῶν χρήσεως, κατέστησαν τὰ σημεῖα αὐτῶν δηλωτικὰ τῆς θέσεως καὶ τοῦ ποιοῦ τοῦ τόνου καὶ τέλος τῆς θέσεως αὐτοῦ μόνον. ᾽Αλλ᾿ ἡ διαφορὰ τῶν σημείων διετηρήθη ἀδιαλείπτως, ὡς διετηρήθη ὡς πρὸς τὸν ἰωτακισμὸν καὶ τοὺς ἄλλους φθόγγους ἡ ἱστορικὴ ὀρθογραφία. Ὅθεν ἡ κατάργησις τῆς διαφορᾶς τῶν τόνων ἀποτελεῖ ἔναρξιν καταργήσεως τῆς ἱστορικῆς ὀρθογραφίας, τῆς ὁποίας καὶ μέρη τινὰ καταργοῦνται ἤδη διὰ τοῦ συστήματος Τριανταφυλλίδη—Κακριδῆ μὲ κατεύθυνσιν πρὸς τὴν ὁλοσχερῆ κατάργησιν αὐτῆς.

Σπουδαῖον ἐπιχείρημα τοῦ κ. Τριανταφυλλίδη πρὸς κατάργησιν τῆς περισπωμένης εἶναι τὸ ἐρώτημα, πῶς θὰ τονίσωμεν τὰς λέξεις χελωνα, καμηλα, τρυπα, προβατινα, σκαλα, πατατα, ντοματα; Τὰς λέξεις ταύτας ἀφίνει ἀτόνους ἐπίτηδες, διότι εἶναι μεγάλο ζήτημα καὶ δύσκολον, ἂν πρέπῃ νὰ τονισθοῦν μὲ ὀξεῖαν ἢ μὲ περισπωμένην. Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ ὀφείλομεν νὰ τηροῦμεν κατὰ τὸ δυνατὸν τὴν ἱστορικὴν ὀρθογραφίαν, ὡς πρὸς μὲν τὴν λ.τρῦπα εἶναι αὕτη παραδεδομένη καὶ ἑπομένως δὲν πρέπει ἡ παράδοσις αὐτῆς νὰ κινηθῇ. ῾Ως πρὸς δὲ τὰς λέξεις χελώνα, καμήλα, σκάλα, πατάτα, ντομάτα πρέπει νὰ τονισθοῦν μὲ τὸν ἁπλούστερον τρόπον, ἤτοι μὲ ὀξεῖαν, διότι καὶ οὕτω δὲν παραβαίνεται ἡ ἱστορικὴ ὀρθογραφία. Ἐπίσης καὶ τὰ εἰς -ίνα, τὰ ὁποῖα παρατίθενται ἄτονα, δύνανται νὰ τονισθοῦν ὡς νέα μὲ ὀξεῖαν. Θὰ ἠδύνατό τις βεβαίως νὰ συνδέσῃ αὐτὰ πρὸς τὰ παραδεδομένα εἰς -ῖνα, οἷον Μαρῖνα γεν. Μαρίνης, Αἰκατερῖνα γεν. Αἰκατερίνης, καὶ νὰ θέσῃ περισπωμένην, οἷον ἀραπῖνα, Μπουμπουλῖνα. Καθ᾿ ἡμᾶς θὰ ἦτο λάθος, ἀλλὰ λάθος ἐπιτρεπόμενον, ἀφοῦ ἄλλως τε τὸ κάμνει καὶ ἡ ᾽Ακαδημία, ὅπως πληροφοροῦμαι ὑπὸ τοῦ κ. Τριανταφυλλίδη (σελ. 130 κ.ἑ.). ᾽Αλλὰ πάντως αἱ δυσκολίαι περὶ τὸν τονισμὸν δὲν θὰ μᾶς λύσουν τὸ γλωσσικὸν ζήτημα, δὲν ἀποτελοῦν λόγον διὰ τὸν ὁποῖον πρέπει καλὰ καὶ σώνει νὰ ἀλλάξωμεν τὴν γλῶσσάν μας. ᾽Εν τούτοις τὰ μικρὰ αὐτὰ ζητήματα ἀποτελοῦν διὰ τὸν κ. Τριανταφυλλίδην σπουδαῖον ἐπιχείρημα.

Θὰ κατηγορηθῶ ἴσως ὅτι παρὰ τὴν παράδοσιν συνιστῶ τὸν δι᾽ ὀξείας τονισμὸν τῶν εἰς -ινα νεωτέρων ὀνομάτων, οἷον ἀραπίνα, Μπουμπουλίνα κττ., ἀφοῦ τὰ παραδεδομένα Ρωμαϊκῆς ἀρχῆς Μαρῖνα, Αἰκατερῖνα προπερισπῶνται, καθὰ τὸ Ἀγριππῖνα, Μεσσαλῖνα κττ. Ἀλλ᾿ ὅμως ὑπάρχει καὶ Ἑλληνικῆς ἀρχῆς κατάληξις -ίνα, οἷον ἀξίνα, μυρσίνα, γιατρίνα. Ταῦτα δὲ προελθόντα ἐκ τῶν ἀρχαίων ῾Ελληνικῶν ἀξίνη, μυρσίνη, ἰατρίνη θεωροῦνται ὡς ἔχοντα τὸ α μακρόν· ἀδιαφόρως ἄρα πρὸς τὸν χρόνον τῆς παραληγούσης δέχονται ὀξεῖαν, καθὰ τὰ ἐπίσης νεώτερα Ἀθήνα, Θήβα. ᾽Επειδὴ δὲ παρὰ ταῦτα παραδίδονται ὑπὸ τῶν ἀρχαίων καὶ ἡρωίνη = ἥρως, γυνή, καθὰ ἰατρίνη = ἰατρὸς γυνή, ἔτι δὲ τὰ πατρωνυμικὰ Ἀδρηστίνη = θυγάτηρ τοῦ Ἀδρήστου—Ἀδράστου, Αἰητίνη = θυγάτηρ τοῦ Αἰήτου, ἡ Μήδεια, Εὐηνίνη = θυγάτηρ τοῦ Εὐήνου, ᾽Ωκεανίνη = θυγάτηρ τοῦ Ὠκεανοῦ, πάντα δὲ ταῦτα ἠδύναντο νὰ μεταπλασθοῦν εἰς -ίνα, δύναταί τις νὰ ὑποθέσῃ ὅτι ἐπῆλθε διασταύρωσις ἐν τῇ λαλουμένῃ τῶν δύο τούτων καταλήξεων τῆς Λατινικῆς -ῖνα καὶ τῆς Ἑλληνικῆς -ίνα· ἀλλὰ περὶ τούτου πλατύτερον ἄλλοτε.

Διαμαρτύρεται διὰ τὴν περισπωμένην τοῦ πεῖνα κτλ. διότι, λέγει, «σχηματίζουν σήμερα τὴ γενικὴ σὲ -ας καὶ ὄχι σὲ -ης, ὥστε δὲ μποροῦμε νὰ ἐπικαλεστοῦμε αὐτὸ γιὰ νὰ δικαιολογηθῇ ἡ περισπωμένη». Βεβαίως δὲν ἠμποροῦμεν νὰ ἐπικαλεσθῶμεν τὸν τύπον τῆς γενικῆς διὰ νὰ δικαιολογήσωμεν τὴν περισπωμένην τῆς ὀνομαστικῆς, ἀλλὰ ἠμποροῦμεν καὶ ὀφείλομεν ἀναγκαίως νὰ ἐπικαλεσθῶμεν τὸν δεσμὸν «ποὺ διατηροῦμε μὲ τὴν ἀρχαιότερη παράδοση» ἡ ὁποία «ἐπιβάλλει καθὼς καὶ σὲ ἄλλους μὲ ἱστορία, μερικὲς ὑποχρεώσεις καὶ στὴν ὀρθογραφία» (σελ. 131). Λοιπὸν παρὰ τὴν δημοτικὴν ὑπάρχει καὶ ἡ καθαρεύουσα καὶ ἡ ἀρχαία, τὰς ὁποίας καὶ νὰ θέλωμεν δὲν ἠμποροῦμεν νὰ ἀγνοήσωμεν. Τί θὰ συμβῇ λοιπὸν εἰς τὸν νέον ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος θὰ μάθῃ ἡ πείνα, ἡ γλώσσα, · ἡ μούσα καὶ ἄλλα τοιαῦτα πάμπολλα, ὅταν εἰς τὰ βιβλία τῆς καθαρευούσης, μὲ τὰ ὁποῖα θὰ μορφωθῇ, διαβάζῃ πεῖνα, γλῶσσα, μοῦσα;

Ἂν ὁ κ. Τριανταφυλλίδης νομίζῃ ὅτι ἡ γενικὴ εἰς -ας τῆς πείνας κτλ. διαμαρτύρεται διὰ τὴν περισπωμένην τῆς ὀνομαστικῆς δύναται νὰ ἐπικαλεσθῇ τὴν αἰτιατικήν, πρὸς τὴν ὁποίαν καθ᾿ ὅλην τὴν ἱστορίαν τῆς ῾Ελληνικῆς γλώσσης συμφωνεῖ ἡ ὀνομαστικὴ τῶν πρωτοκλίτων.

Διαμαρτύρεται ἐπίσης καὶ διὰ τὸ ἡ γυναῖκα, ἡ προῖκα, ἡ χῆνα, κτλ. Τὰ θέλει καὶ αὐτὰ μὲ ὀξεῖαν, διότι, λέγει «ἔπαυσαν να ειναι τριτόκλιτα περιττοσύλλαβα, ὥστε νὰ δικαιολογηθῇ ἔτσι ὁ τονισμός τους ἀπὸ τὸ α βραχὺ τῆς παλιᾶς αἰτιατικῆς». Εἰς τὴν δημοτικὴν βέβαια δἐν εἶναι περιττοσύλλαβα, ἀλλὰ ἡ ὀνομαστικὴ εἶναι καὶ αἰτιατικὴ τὴ γυναῖκα, τὴν προῖκα, τὴ χῆνα, καὶ ἡ αἰτιατικὴ αὐτὴ εἶναι καὶ τῆς καθαρευούσης καὶ τῆς ἀρχαίας, δηλ. καὶ τῶν τριῶν μορφῶν τῆς γλώσσης. Λοιπὸν ἐπιτρέπεται εἰς ἡμᾶς νὰ διαταράξωμεν τὴν ὑπάρχουσαν ἁρμονίαν ἀφοῦ ἔχομεν «μερικὲς ὑποχρεώσεις» εἰς τὴν ἱστορίαν; ᾽Επειδὴ λοιπὸν ἡ αἰτιατικὴ αὐτὴ εἶναι καὶ ὀνομαστική, ὅπως εἰς ὅλα τὰ πρωτόκλιτα θηλυκά, θὰ διατηρηθῇ ἡ περισπωμένη καὶ εἰς τὴν ὀνομαστικήν.

Διαμαρτύρεται πρὸς τούτοις διὰ τὴν περισπωμένην τοῦ εὐθῦνες, ὗλες, νῖκες, ζῦμες, λῦπες κτλ. Ἀλλὰ ἀφοῦ ἡ ἀντίστοιχος μορφὴ τῆς καθαρευούσης καὶ τῆς ἀρχαίας εἶναι εὐθῦναι, ὗλαι, νῖκαι, ζῦμαι, λῦπαι πρέπει νὰ παραμείνῃ ἡ περισπωμένη καὶ εἰς ἐκεῖνα διὰ νὰ «διατηροῦμε τὸ δεσμὸ μὲ τὴν ἀρχαιότερη παράδοση». Καὶ τὸν δεσμὸν τοῦτον ὁ κ. Τριανταφυλλίδης εὐλαβεῖται ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ. Διατηρητέος λοιπὸν ὁ δεσμὸς καὶ ἐνταῦθα.

Εὑρίσκει δυσκολίας εἰς τὴν ὀρθογραφίαν τῶν εἰς -ι(ον) οὐδετέρων «ὅταν λογαριάζωμε τὸ ι βραχύ». Καὶ εἶναι ὄντως τὸ ι τοῦτο βραχύ, ἀλλ᾿ ὁπωσδήποτε τοῦτο δὲν ὑπολογίζεται εἰς τὸν τονισμόν, διότι, καθὰ ἐδίδαξεν ὁ Χατζιδάκις, τὰ οὐδέτερα ταῦτα τονίζονται μὲ ὀξεῖαν ὡς προπαροξύτονα, ὅπως καὶ εἶναι εἰς τὸν πληθυντικὸν ἀριθμόν: ἀλεύρια, παραμύθια, ὅθεν ἀλεύρι, παραμύθι. Ἡμεῖς κατὰ τὸν διδασκαλικόν μας βίον οὐδέποτε παρετηρήσαμεν εἰς τὰ μαθητικὰ δοκίμια τοιοῦτον λάθος, ἀφοῦ ἐννοεῖται προηγουμένως ἐδιδάξαμεν ὅτι πάντα ταῦτα δέχονται ὀξεῖαν ὡς προπαροξύτονα, ὅπως εἰς τὸν πληθυντικὸν ἀριθμόν. Τὸ ὅτι ἓν ὀρθογραφικὸν διάγραμμα τῆς Ἀκαδημίας, ἀκυρωθὲν κατόπιν, συνίστα περισπωμένην, ἂν ἡ τονιζομένη συλλαβὴ εἶναι μακρά, εἶναι λάθος αὐτῆς· διότι ἐπὶ τέλους ἡ Ἀκαδημία δὲν εἰναι Πυθία.

Διὰ νὰ ὑποστηρίξῃ ὁ κ. Τριανταφυλλίδης τὴν γνώμην του περὶ τῆς ἀνάγκης τῆς ἁπλοποιήσεως τῆς Ελληνικῆς ὀρθογραφίας ἀνατρέχει εἰς τὸ παρελθόν, εἰς τοὺς δοκίμους χρόνους, καὶ διδάσκει τί εἶναι φωνητικὴ ὀρθογραφία καὶ τί ἱστορική. Τοιουτοτρόπως ἱστορικῶς ἡ γνώμη ἐξεταζομένη ἐμφανίζεται οὐχὶ ὡς ἀπὸ τρίποδος εἰρημένη, ἀλλ᾿ ὡς ἐκ τῶν πραγμάτων αὐτῶν, ἐκ τῆς ἱστορίας, συναγομένη. Οὕτω λοιπὸν γράφει (σελ. 130) ὁ κ. Τριανταφυλλίδης: «Εἶναι γνωστὸ ὅτι ἐνῶ ἡ ὀρθογραφία τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν διαλέκτων, καθὼς καὶ τῆς ἀττικῆς, ἦταν στοὺς πρώτους αἰῶνες φωνητική, μὲ τὴν ἔννοια πὼς κάθε διαφορετικὸς φθόγγος ἀποδινόταν μὲ διαφορετικό, πάντοτε τὸ ἴδιο γράμμα, ὕστερα ἀπὸ τὸ 403 π. Χ., ἀφοῦ καθιέρωσαν οἱ ᾽Αθηναῖοι τὸ ἰωνικὸ ἀλφάβητο, ἄρχισε νὰ γίνεται ἱστορική».

῾Ο κ. Τριανταφυλλίδής ἂς ὑποβληθῇ εἰς τὸν κόπον νὰ μελετήσῃ καλύτερον τὴν ἱστορίαν τῶν Ἑλληνικῶν ἀλφαβήτων ἤ, ἂν προτιμᾷ, ἂς διεξέλθῃ ὅσα λέγουν ἄλλοι συνεργάται τοῦ παρόντος τόμου, ἐπὶ παραδείγματι ὁ κ. Σ. Μαρινᾶτος. Τὰ πράγματα εἶναι ἁπλῶς ἀντίθετα ἢ ὅπως θέλει νὰ τὰ παραστήσῃ.

Ἂν πράγματι «κάι9ε δίαφορετικὸς φθόγγος ἀποδiνόταν μὲ διαφορετικό, πάντοτε τὸ ἰδιο γράμμα», πῶς συμβαίνει ὥστε διὰ τοῦ Ε δηλοῦται πρὸ τῆς εἰσαγωγῆς εἰς τὴν ῎Αττικὴν διάλεκτον τοῦ ᾽Ιωνικοῦ ἀλφαβήτου καὶ τὸ ε καὶ τὸ η καὶ τὸ ει (νόθη δίφθογγος), διὰ δὲ Ο καὶ τὸ ο καὶ τὸ ω καὶ τὸ ου (νόθη δίφθογγος); Ἐπειδὴ ἀκριβῶς οἱ φθόγγοι οὗτοι ε, η, ει καὶ ο, ω, ου δὲν ἐξεφωνοῦντο ὁμοίως, δηλαδὴ τρεῖς διαφορετικοὶ φθόγγοι εἶχον τὸ αὐτὸ γράμμα, κατέστη ἀναγκαία ἡ εἰσαγωγὴ τοῦ ᾽Ιωνικοῦ ἀλφαβήτου, ἵνα οὕτω ἡ ἀνάγνωσις ἀποβῇ εὐκολωτέρα. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος τῆς εἰσαγωγῆς τοῦ ἀλφαβήτου τούτου, οὐχὶ δὲ ἡ ἀρξαμένη ἱστορικὴ ὀρθογραφία, ὡς διδάσκει ὁ κ. Τριανταφυλλίδης.

Θὰ θελήσῃ πιθανώτατα ὁ ἀναγνώστης νὰ μάθη ποῖος εἶναι καθ᾽ ἡμᾶς ὁ ὀρθὸς ὁρισμὸς τῆς φωνητικῆς ὀρθογραφίας. ᾽Ιδοὺ αὐτός : «Κατὰ τὴν φωνητικὴν ὀρθογραφίαν ἕκαστον σύμβολον (γράμμα) δηλοῖ ἰδιαίτερον φθόγγον, συνήθως μὲν ἕνα, ἀλλὰ καὶ περισσοτέρους τοῦ ἑνός· οἷον τὸ γράμμα ι δηλοῖ ἕνα τινὰ φθόγγον, τὸ η ἄλλο φθόγγον, τὸ υ ἄλλον φθόγγον, τὸ ει ἄλλον φθόγγον, τὸ υι ἄλλον, τὸ οι ἄλλον, τὸ η ἄλλον». Ἐκ τοῦ ὁρισμοῦ τούτου εὐκόλως συνάγεται ὁ ὁρισμὸς τῆς ἱστορικῆς ὀρθογραφίας. ᾽Ιδοὺ καὶ αὐτός: «Κατὰ τὴν ἱστορικὴν ὀρθογραφίαν περισσοτερα τοῦ ἑνὸς σύμβολα (γράμματα) δύνανται νὰ δηλοῦν τὸν αὐτὸν φθόγγον· οἷον τὰ σύμβολα ι, η, υ, ει, υι, οι, ῃ, τὸ ὅλον ἑπτὰ σύμβολα δηλοῦν ἕνα καὶ τὸν αὐτὸν φθόγγον ι (ἰωτακισμὸς) κτλ.». (Ταῦτα λέγονται, ὡς εἰκός, ἁδραμερῶς).

Ἡ ἱστορικὴ ὀρθογραφία ἀρχίζει ἀπὸ τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, κατὰ τὴν ὁποίαν οἱ ἄνθρωποι δὲν ἀρκοῦνται εἰς τὴν ἀπόδοσιν τῆς προφορᾶς διὰ τῶν ἀντιστοίχων συμβόλων, ἀλλ᾿ ἀποβλέπουν εἰς τὴν ἐτυμολογικὴν γένεσιν ἑκάστου φθόγγου, οὕτως ὥστε νὰ φαίνεται κατὰ τὸ δυνατὸν ἡ ἱστορία τῆς λέξεως.

Ἀπόσπασμα τῆς βʹ ὁμιλίας τοῦ Ἀντ. Χατζῆ, τακτικοῦ καθηγητοῦ τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Φιλολογίας, σελ. 454-456.

Λαμβάνων ἐντεῦθεν ἀφορμὴν ἐπανέρχομαι εἰς τὸ ζήτημα τῶν τόνων καὶ τῶν πνευμάτων, ἵνα προσθέσω ὀλίγα τινά. Οἱ ἀρχαῖοι βεβαίως θὰ ἠσθάνοντο τὴν ἔλλειψιν τῶν τόνων καὶ τῶν σημείων τῆς στίξεως διότι ἐνωρὶς καὶ τοὺς τόνους καὶ τὰ πνεύματα καὶ τὰ σημεῖα τῆς στίξεως καὶ ἀποστρόφους κτλ. ἐχρησιμοποίησαν, βεβαίως πρὸ τοῦ ᾽Αριστοτέλους (Δʹ αἰ. π.Χ.) καὶ τοῦ γραμματικοῦ Ἀριστοφάνους τοῦ Βυζαντίου (Γʹ αἰ. π.Χ.)· πβ. προχείρως Cohn, Pauly-Wissowa λ. Aristophanes σ. 997, 30. Περὶ τῆς ἀρχῆς τῶν τόνων καὶ τῶν πνευμάτων πβ. B. Laum, Das Alexandrinische Akzentuationssystem, Paderborn 1928, καὶ ἐσχάτῶς A. Ferrua, Alle origini degli accenti: La civiltà cattolica 91 (1949) vol. IV σ. 42-53. ᾽Εν τῇ τελευταίᾳ διατριβῇ δημοσιεύονται καὶ δύο ἑλληνικαὶ ἐπιγραφαὶ (3ος αἰ. μ.Χ.) ἐκ τῆς κατακόμβης Ἁγ. Παμφίλου (῾Ρώμη), αἵτινες εἶναι λίαν ἀξιοσημείωτοι· ἐν αὐταῖς ἔχομεν δήλωσιν τῆς ὀξείας, τῆς περισπωμένης, τῆς δασείας, τῆς ἀποστρόφου, τῶν διαλυτικῶν: βαρυπενθέα, κρυερῆς, λώϊον (μόνον μία στιγμὴ ὑπὲρ τὸ ι φαίνεται νῦν ἐν τῷ λίθῳ), ὡς, δ᾽, ἑιλ᾿ (sic!) = εἷλ᾽ = εἷλε, μέλεος κ.τ.λ. Ἅπαξ ἐν τῇ ἐπιγρ. Β δηλοῦται χωρισμὸς λέξεων δι᾽ ἁπλῆς στιγμῆς.

Περὶ τῶν τόνων παρὰ τοῖς ἀρχαίοις πβ. καὶ E. Schwyzer, Griechische Grammatik, München 1939, σ. 393 κ. ἑ. (μετὰ πλουσίας βιβλιογραφίας) καὶ A. Gudeman, Aristoteles Περὶ ποιητικῆς σ. 842 κ. ἑ. Περὶ τῶν σημεἴων τῆς στίξεως πβ. Larfeld, Griech. Epigr., σ. 302 καὶ Handb. griech. Epigr. II σ. 564 κ. ἑ. (ἰδίᾳ σ. 574 κ. ἑ.) καὶ Α. Χατζῆν, Ἀρχαιολ. Ἐφημ. 1925-1926 σ. 9616.

῞Οτι δὲ ἐσφάλλοντὀ οἱ ἀρχαῖοι ἀναγινώσκοντες κείμενα παλαιότερα, θὰ δείξω δι᾿ ἑνὸς καὶ μόνον παραδείγματος : Παρ᾿ Ἡροδότῳ Αʹ 125 κεῖται: «ἔστι δὲ τάδε, ἐξ ὧν ὧλλοι πάντες ἀρτέαται Πέρσαι· Πασαργάδαι, Παράφιοι, Μάσπιοι». Ὁ Στέφανος ὁ Βυζάντιος ἀντὶ τοῦ ῥήματος ἀρτέαται διὰ τὴν ἀπουσίαν τόνου ἔπλασε γένος Περσικὸν (οἱ) Ἀρτιᾶται (πβ. ἔκδ. Meineke σ. 128, ὑποσημείωσιν καὶ Α. Χατζῆν, Ἀρχαιολ. ἐφημ. 1927-1928 σ. 182).

Ἀλλὰ καὶ ἄλλας δυσχερείας ἐδοκίμαζον οἱ ἀρχαῖοι κατὰ τὴν ἀνάγνωσιν· τὰ κύρια ὀνόματα δὲν διεκρίνοντο κατὰ τὴν γραφήν· εἶναι ἄρα προφανές, ὅτι πολλὰ σφάλματα θὰ προεκαλοῦντο· ἐντεῦθεν ἐξηγεῖται ἡ ἀνάγκη νὰ γίνωνται ταῦτα ἐμφανῆ: π.χ. ὁ Θουκυδίδης ἐν Γʹ 101 λέγων «καὶ ῾Υαῖοι (ἀντ᾿ αὐτοῦ γράφω ἐν Ἀρχαιολ. ἐφημ. 1927-8 σ. 182: ῞Υλιοι)17 οὐκ ἔδοσαν ὁμήρους πρὶν αὐτῶν εἷλον (ἐνν. οἱ πολέμιοι) κώμην, Πόλιν ὄνομα ἔχουσαν» θέλει νὰ δηλώσῃ σαφῶς, ὅτι ἡ κώμη ἐκαλεῖτο Πόλις· ἄλλως ὁ ἀναγνώστης θὰ παρενόει τὸ πρᾶγμα καὶ θὰ ἐνόμιζεν, ὅτι ὁ Θουκυδίδης λέγει περὶ ἀνωνύμου τινὸς πόλεως· κατὰ περίεργον δὲ σύμπτωσιν ὁ ἐκδότης τῆς γνωστῆς λοκρικῆς ἐπιγραφῆς Ν. Παππαδάκις ἐν Ἀρχαιολ. Ἐφημ. 1924 σ. 119 ἀντὶ ἐν Πόλι (= ἐν Πόλει) ἀνέγνω κακῶς, ὡς ἀπέδειξα, ἐν πόλι (πβ. Α. Χατζῆν, Ἀρχαιολ. ᾽Εφημ. 1927-1928 σ. 184β): καὶ ἐνταῦθα Πόλις εἶναι ἡ παρὰ τῷ Θουκυδίδῃ κώμη.

Ὁμοίως κεῖται παρὰ Πλουτάρχῳ ἐν βίῳ Δημητρ. 25, 1 (900) «προσηγάγετο τήν τε καλουμένην Ἀκτὴν καὶ ᾽Αρκαδίαν»· ἐὰν ὁ Πλούταρχος ἔγραφεν ἁπλῶς «προσηγάγετο Ἀκτὴν καὶ Ἀρκαδίαν», ἐπειδὴ τὰ κύρια ὀνόματα δὲν διεκρίνοντο, θὰ ἐγίνετο ὁ λόγος αὐτοῦ ἀναντιρρήτως ἀσαφής.

᾽Εν διαθήκῃ τινὸς ἔκειτο: «ἐχέτω τἀμὰ ΠΑΝΤΑΛΕΩΝ»· οἱ υἱοί, οἱ ἀδελφοὶ Πανταλέων καὶ Λέων, ἐρίσαντες κατέφυγον εἰς τὰ δικαστήριον· ὁ μὲν Πανταλέων ἀνεγίνωσκε «ἐχέτω τἀμὰ Πανταλέων», ὁ δὲ Λέων ἀνεγίνωσκε «ἐχέτω τἀμὰ πάντα Λέων».

Διὰ πάντα ταῦτα ἐνωρίς, ὡς ἀνωτέρω εἶπον, οἱ ἀρχαῖοι ῞Ελληνες καὶ τόνους καὶ πνεύματα καὶ σημεῖα στίξεως18 ἐφεῦρον καὶ ἐχρησιμοποίησαν· ταῦτα ἡμεῖς ὡς ἀρχαίαν κληρονομίαν, ἥτις διευκολύνει τὴν κατανόησιν τῶν ἀρχαίων κειμένων καὶ συνάπτει ἀρρήκτως πρὸς τὸν ἀρχαῖον κόσμον, οὐδέποτε θὰ ἀποβάλωμεν.

Ἡ ἀντιδικία τῶν τόνων βʹ

[Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ἡ ἀντιδικία τῶν τόνων, ἐκ τῶν συνεδριῶν τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν», ἐκδόσεις Τζάκα-Δελαγραμμάτικα 1944: Ὁμιλία τοῦ κ. καθηγητῆ Καλιτσουνάκη.]

Ἀπόσπασμα τῆς ὁμιλίας Ἰωάννου Καλιτσουνάκη, τακτικοῦ καθηγητοῦ τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Φιλολογίας, Ἀκαδημαϊκοῦ, σελ. 472-491 καὶ 533-539.

Τὸ τονικὸν ζήτημα

Τὸ τονικὸν ζήτημα ἐν τῇ ἡμετέρᾳ γλώσσῃ δὲν εἶναι σημερινὸν ἢ καὶ τοῦ πλησιεστέρου παρελθόντος, ἀλλὰ ὑπάρχει, δύναταί τις νὰ εἴπῃ, ἀπὸ αὐτῶν τῶν ἀρχαίων χρόνων. Τὴν πρώτην ἀρχὴν τῶν τονικῶν σημείων εὑρίσκομεν εἰς τὸ ἀρχαῖον ἀττικὸν ἀλφάβητον, καὶ δὴ εἰς τὸ στοιχεῖον, ἧτα, Η, διὰ τοῦ ὁποίου ἐδηλοῦτο ὁ δασὺς φθόγγος μέχρι τοῦ 403 πρ. Χρ. (Ηεκατόν, ἐν ἐπιγραφ. τοῦ 408 πρ. Χρ.). Μετὰ ταῦτα δὲ ἐπὶ Εὐκλείδου ἄρχοντος, μετὰ τὴν γενομένην καθιέρωσιν ἐν Ἀθήναις τοῦ Ἰωνικοῦ (Μιλησίου) ἀλφαβήτου, τὸ Η παρελήφθη πρὸς δήλωσιν τοῦ μακροῦ ε καὶ ἐξεφωνεῖτο ἁπλῶς ὡς ἦτα (ἀντὶ ἧτα)19. Τὸ Η τοῦτο τότε ἐδιχοτομήθη καὶ τὸ μὲν πρὸς τὰ ἔξω τμῆμα () ἐδήλωνε τὴν ψιλὴν τὸ δὲ πρὸς τὰ ἔσω () τὴν δασεῖαν τ.ἔ. τὸ δασὺ πνεῦμα (ἰδ. Meisterhans3 σελ. 85 (§33) ἑξ. Blass, Ausspr. σ. 25 ἑξ. καὶ Paläogr. σ. 301 ἑξ.)20. Τὸ φαινόμενον τοῦτο ἠμπορεῖ νὰ χαρακτηρισθῇ ὡς ἡ ἀρχαιοτάτη καὶ στοιχειώδης ἀρχὴ τοῦ συστήματος τῶν πνευμάτων καὶ τόνων ἐν τῆ ἡμετέρᾳ γλώσσῃ. Μερικοὶ ἠθέλησαν νὰ ἀναγάγωσιν τὴν ἀρχὴν τοῦ τονισμιοῦ εἰς τοὺς χρόνους τοῦ Ἀριστοτέλους, ἀλλὰ τὰ «παράσημα» τὰ ὁποῖα ὁ φιλόσοφος μνημονεύει ἐν τοῖς Σοφιστικοῖς ἐλέγχοις (177β 6) «Κἀκεῖ (τ.ἐ. ἐν τοῖς γεγραμμένοις) δ᾿ ἤδη παράσημα ποιοῦνται» σημαίνουσι σημεῖα τιθέμενα πρὸς χωρισμὸν τῶν λέξεων ἀπ᾿ ἀλλήλων ἢ ἴσως καὶ σημεῖα ἐν τῇ ᾤᾳ διὰ νὰ ἐφιστᾶται ἡ προσοχὴ τοῦ ἀναγνώστου εἰς δύσκολα χωρία (Ph.W. 1930, 231). Γνωρίζομεν ἀσφαλῶς ὅτι οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα ἀνεγράφησαν ἐπὶ τῶν λέξεων κατὰ τοὺς χρόνους τῶν Ἀλεξανδρινῶν γραμματικῶν, τ.ἔ. τὸν τρίτον πρ. Χρ. αἰῶνα, ἀλλὰ δὲν ἠδυνήθημεν ἀκόμη νὰ ἐξακριβώσωμεν ἂν Ἀριστοφάνης ὁ Βυζάντιος ἢ αὐτὸς οὗτος ὁ ᾽Αρίσταρχος ὁ Σαμόθρᾳξ (Lehrs σελ. 257-316) ἦσαν οἱ ἐπινοηταὶ ἢ οἱ εἰσηγηταὶ τῶν σημείων τούτων. Πρέπει νὰ διαστέλλωνται οἱ τόνοι τῶν πνευμάτων, (δηλ. κυρίως τῆς δασείας) τὰ ὁποῖα, ὡς εἴδομεν, εἶναι πολὺ ἀρχαιότερα (Kirchhoff σελ. 169). Σήμερον ὡς πιθανώτερον θεωρεῖται ὅτι ὁ ἐπινοητὴς τῶν σημείων τούτων εἰναι Ἀριστοφάνης ὁ Βυζάντιος ὡς ἀπέδειξεν ὁ Lamm (ἰδ. Schwyzer 374). Πρὸς γενικὴν εἰσαγωγὴν θὰ ὑπῆρχον βέβαια τότε, ἀφορμαί τινες τ.ἔ, θὰ εἶχον ἤδη ταῦτα πολλαχοῦ εἰσαχθῆ εἰς τὴν γραφήν, ἀλλὰ δὲν θὰ εἶχον καθολικωτέραν ἐφαρμογὴν ἢ χρῆσιν οἵα ἐδίδετο διὰ τῆς τοιαύτης ᾀποφάσεως τῶν μεγάλων Ἀλεξανδρινῶν γραμματικῶν. Σήμερον ὑπάοχει καὶ ἡ γνώμη ὅτι ἡ διάδοσις τῆς ῾Ελληνικῆς γλώσσης μετὰ τὸν Μ.᾽Αλέξανδρον ἀνὰ τὴν ᾽Ανατολὴν συνετέλεσεν εἰς τὸ νὰ προσλάβῃ ἡ γλῶσσα τοὺς τόνους καὶ τὰ πνεύματα, διότι γλῶσσα καὶ προφορὰ αὐτῆς ἐκινδύνευον ὡς πρὸς τὴν ὀρθότητα αὐτῶν21 (Gardthausen σελ. 382). Ἐφ᾿ ὅσον, ἰσχυρίζονται, ἡ ῾Ελληνικὴ ὡμιλεῖτο ὑπὸ Ἑλλήνων οἱ τόνοι ἐπερίττευον, καθὼς περιττεύουν σήμερον παραδ. χάρ. εἰς τὴν Γερμανικήν. ῾Ο ῎Αγγλος Kenyon (πρβλ. Gardthausen σελ. 383) φρονεῖ ὅτι ὁ τονισμὸς εἰσήχθη κυρίως δι᾿ ἔργα τὰ ὁποῖα ἦσαν προωρισμένα διὰ νὰ πωλῶνται ἢ διὰ νὰ μένουν ἐν Βιβλιοθήκαις. ᾽Αρχικῶς ἐγράφοντο καὶ αἱ βαρεῖαι εἰς τὰς μὴ τονουμένας συλλαβάς. ῎Εχομεν παραδ. χάρ. εἰς ἕνα παλαιὸν αἰγυπτιακὸν πάπυρον τῆς᾽Ιλιάδος τὴν γραφὴν ἐπὲσεύοντο, εὐρίσκομεν λέξεις γεγραμμένας Θὲόσδὸτὸς κτλ. ἀλλὰ σὺν τῷ χρόνῳ ἐγκατελείφθη ὁ τρόπος οὗτος τῆς γραφῆς (ἰδοὺ λοιπὸν καὶ μία ἄλλη τονικὴ μεταρρύθμισις) «ἵνα μὴ καταχαράσσωνται τὰ βιβλία». ῾Ο τρόπος οὗτος τῆς γραφῆς διετηρήθη εἰς τὰς δύο προκλιτικὰς προθέσεις ἀπὸ καὶ ἐπὶ αἵτινες ἀρχικῶς ἐτονίζοντο ὡς αὐτοτελεῖς λέξεις ἐπὶ τῆς παραληγούσης. Πάντως ἡ βαθμιαία ἀπώλεια ἐν τῇ γλώσσῃ τοῦ μουσικοῦ τόνου (μέχρι τῶν χρόνων τῆς γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ ὁ τόνος τῆς γλώσσης παρέμεινε μουσικὸς)22 καὶ ἡ παρακολουθοῦσα τὴν ἀπώλειαν ταύτην κατίσχυσις τοῦ δυναμικοῦ συνετέλεσεν εἰς τὸ νὰ γίνῃ ἀρχὴ τῆς γραφῆς τῶν τόνων23. Τὸ τονικὸν σύστημα τῶν Βυζαντινῶν (τὸ ὁποῖον εἶναι τὸ αὐτὸ περίπου μὲ τὸ σημερινὸν ἰδικόν μας) κατηρτίσθη ὑπὸ τοῦ ἐξ Ἀντιοχείας γραμματικοῦ Θεοδοσίου περὶ τὸ 400 μ. Χρ., ὅτε εἶχεν ἤδη ἐπέλθει ἰσοχρονισμὸς ὅλων τῶν φωνηέντων. Ἀπὸ δὲ τοῦ 9ου αἰῶνος καὶ ἑξῆς οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα εἶναι ὑποχρεωτικὰ πλέον καὶ ἔχουν καθολικὴν ἐφαρμογήν. Λόγιοι ῞Ελληνες ἔκαμνον μέχρι τοῦ 15ου αἰῶνος στίχους κατὰ τὴν ποσοτικὴν ἀρχὴν τοῦ μακροῦ καὶ βραχέος, ἀλλ᾿ ἡ ἀνάγνωσις τῶν στίχων ἤδη ἀπὸ τοῦ 4ου-5ου μ. Χρ. αἰῶνος ἐγίνετο μόνον κατὰ τὴν δυναμικὴν ἀρχὴν τοῦ τονουμένου καὶ ἀτόνου φωνήεντος. Δύναταί τις ὅμως νὰ εἴπῃ ἐκτὸς τῶν ἀνωτέρω λεχθέντων ὅτι οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα ἐχρησιμοποιήθησαν ἀρχικῶς καὶ ὡς μέσον κυρίως διακρίσεως τῶν λέξεων. Οἱ παλαιότεροι πάπυροι δὲν ἔχουσι γενικῶς εἰπεῖν τὰ σημεῖα ταῦτα. Τὸν 1ον μ. Χρ. αἰῶνα φαίνονται εἰς χρῆσιν ἥτις προϋποθέτει τὴν εἰσάγωγήν των ἀπὸ παλαιοτέρους χρόνους (Σιγάλας σελ. 307). Τὰ ἐκ περγαμηνῆς χειρόγραφα τῶν πρώτων αἰώνων τῆς βυζαντινῆς ἐποχῆς δὲν ἔχουν οὔτε τόνους οὔτε πνεύματα (εἰς τὸν Βατικανὸν καὶ Ἀλεξανδρινὸν κώδικα τῆς Ἁγίας Γραφῆς πρόκειται περὶ προσθήκης μεταγενεστέρας χειρὸς) (πρβλ. καὶ P. Maas, Pal. §18). Βλέπομεν λοιπὸν πόσον παλαιὰ εἶναι ἡ παράδοσις τῆς γραφῆς τοῦ τονικοῦ συστήματος καὶ πόσον τοῦτο συνδέει τὴν γραφὴν τῆς σημερινῆς γλώσσης πρὸς τὴν Βυζαντιακὴν καὶ διὰ ταύτης καὶ πρὸς τὴν παλαιοτέραν ῾Ελληνικήν. Οἱ ἐπιζητοῦντες σήμερον τὴν μεταρρύθμισιν καὶ τὴν λεγομένην ἁπλοποίησιν τόνων καὶ πνευμάτων προβάλλουσι δύο κυρίως ἐπιχειρήματα. Πρῶτον ὅτι ἡ ἀρχαία γλῶσσα δὲν εἰχε.τόνους καὶ πνεύματα, εἶναι περιττὰ ἄρα, λέγουν, καὶ εἰς τὴν νέαν, καὶ δεύτερον ὅτι ἡ σημερινὴ γραφὴ μετὰ τόνων καὶ πνευμάτων παρέχει δυσκολίας πολλὰς εἰς τοὺς μαθητὰς κατὰ τὴν διδασκαλίαν τῆς ἡμετέρας γλώσσης, εἰς μαθητὰς κυρίως τῶν κατωτέρων τάξεων τῶν σχολείων, γίνεται ἐκ τούτου ἀφορμὴ εἰς καταλογισμὸν πολλῶν ὀρθογραφικῶν σφαλμάτων24, ἐλάττωσιν λοιπὸν τῆς θετικῆς ἀξίας τῶν ἱκανοτήτων τῶν μαθητῶν, καὶ τὰ τοιαῦτα. ῍Ας ἐξετάσωμεν συντόμως καὶ τὰ δύο ταῦτα ἐπιχειρήματα ἀφοῦ προτάξω πρῶτον βραχυτάτην ἔκθεσιν τοῦ ἱστορικοῦ τοῦ ζητήματος τῆς ἀτόνου καὶ ἀπνευματίστου γραφῆς. Τὸ ζήτημα τοῦτο χρονολογεῖται κυρίως ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τοῦ ἐξ Ἰωαννίνων ἰατροῦ καὶ ποιητοῦ Ἰωάννου Βηλαρᾶ (1771-1823) ὁ ὁποῖος φύσει ἐπαναστάτης (τῷ 1797 συνελήφθη ἐν Βενετίᾳ καὶ εἰσήχθη εἰς δίκην) διαπεποτισμένος δὲ καὶ μὲ τὰς ἀντιλήψεις τῆς Γαλλικῆς ἐπαναστάσεως ἡθέλησε καὶ ὡς πρὸς τὴν γλῶσσαν νὰ ἐπαναστατήσῃ, ἐπενόησε λοιπὸν ἴδιον ὀρθογραφικὸν σύστημα, κατέλυσε τὰ πλεῖστα φωνήεντα καὶ τοὺς τόνους καὶ τὰ πνεύματα, καὶ ἐδημοσίευσε «μικρή ορμήνηα γιά τά γράματα καί ορθογραφήα τής ρομέικης γλόσας» (!). Πᾶσαι αὗται αἱ καινοτομίαι τοῦ παραδοξολόγου (διὰ νὰ μὴ εἴπω ἄλλο τι) ἰατροφιλοσόφου (ὁ ὁποῖος προσληφθεὶς ὡς ἰατρὸς τοῦ τυράννου ᾽Αλῆ πασσᾶ ἔκαμεν καὶ μεγάλην ἀβαρίαν εἰς τὰ πατριωτικά του αἰσθήματα) ἐλησμονήθησαν σήμερον καὶ ἀναφέρονται μόνον χάριν θυμηδίας καὶ ὑπ᾿ αὐτῶν τῶν ἄκρων δημοτικιστῶν. «Τὸ ὀρθογραφικὸν ἢ μᾶλλον γραφικὸν σύστημα τοῦ ᾽Ιωαννίτου λογίου οὗ ἐποιεῖτο χρῆσιν καὶ ἐν τοῖς ποιήμασιν αὐτοῦ εἶναι σύστημα νεκροφανὲς ὅσον καὶ τὰ νεώτερα συστήματα τοῦ ᾽Ι. ᾽Ισιδωρίδου Σκυλίτση καὶ τοῦ Νικολάου Φαρδῦ (Σπ. Λάμπρος)25.

Συντηρικώτερος εἰναι ὁ μνημονευθεὶς ἐκ Σμύρνης λόγιος καὶ ποιητὴς ᾽Ιωάννης ᾽Ισιδωρίδης Σκυλίτσης (1819-1890) ὅστις τῷ 1886 ἀνέγνωσε ἐν τῷ Συλλόγῳ Παρνασσῷ μελέτην του «περὶ ἄρσεως ματαιοπονίας ἐν τῷ γράφειν τυπογραφεῖν καὶ στοιχειοχυτεῖν». Μετ᾿ αὐτὸν ἔρχεται ὁ ἐκ Σαμοθρᾴκης Νικόλαος Φαρδὺς (1855-1901), ἰατρὸς καὶ αὐτὸς σπουδάσας ἐν Μασσαλίᾳ ὅπου καὶ ἔγραψε διατριβὴν (1884) «περι ατονου και απνευματιστου γραφης της Ελληνικης γλωσσης, μαρτυριαι και αποδειξεις». Αἱ γνῶμαι αὐτῶν, τῶν δύο ἰατροφιλοσόφων ἀνηρέθησαν καὶ σχεδὸν ἐλησμονήθησαν26.

***

Τὸ τονικὸν σύστημα καὶ ἡ ὀρθογραφία τὴν ὁποίαν ἐζήτησε νὰ ἐφαρμόσῃ σήμερον ὁ συνάδελφος καθηγητὴς εἶναι τὸ αὐτὸ κατὰ τὸ μέγιστον μέρος μὲ ἐκεῖον τὸ ὁποῖον διεκήρυξαν καὶ ἐφήρμοσαν καὶ ἄλλοι καὶ ἰδίᾳ ὁ Πέτρος Βλαστὸς εἰς τὴν Γραμματικὴν τῆς Δημοτικῆς (᾽Αθ. 1914). ῾Η Γραμματικὴ αὐτὴ δὲν στερεῖται κάποιας ἀξίας διὰ τὸν σκοπὸν τὸν ὁποῖον ἐπιδιώκει, ἔχει ὅμως παραπολὺ ὑπερηφάνως καὶ ἀξιωματικῶς εἰς τὸν πρόλογον τὰ ἑξῆς: «φανερό στέκει (!) πώς είναι μεγάλη ανάγκη νά γράφουμε τή δημοτική κανονικά (!) δηλαδή σύφωνα μέ τούς κανόνες της καθώς μάς τούς ξεκαθάρ ισαν (sic!) κιόλας οι ειδικοί. Η φιλοδοξία τής γραμματικής τούτης είναι νά βοηθήσει τό στέριωμα (!) τής γλωσσικής πειθαρχίας καί νά δώσει στά παιδιά μιά σύντομη καί σωστή (!) γραμματική τής γλώσσας τους.» (!). Λησμονῶν δὲ τὴν ὑπόσχεσίν του ὅτι θέλει νὰ δώσῃ δημοτικὴν σύμφωνα μὲ τοὺς «ξεκαθαρισμένους» κανόνας της ὁμολογεῖ ὅτι «είταν ανάγκη νά διαλέξω τύπους καί κανόνες, τούς πιό χρήσιμους καί πιό κοινούς. Κάποτε σημειώνω καί μερικούς άλλους παράλληλους, μά πιό συχνά βάζω αξιωματικά» (!)

Εἶναι μὲν λοιπὸν ἀληθές, διὰ νὰ ἐξετάσωμεν τώρα τὸ πρῶτον ἐπιχείρημα, ὅτι οἱ ἀρχαῖοι δὲν ἔγραφον τόνους καὶ γενικῶς εἰπεῖν πνεύματα, ἀλλὰ πρῶτόν αὐτοὶ ὡς ἐκ τῆς διαφόρου προφορᾶς των δὲν εἶχον ἀνάγκην τῶν σημείων τούτων, ἔπειτα δὲ γραφὴ καὶ ἀνάγνωσις δὲν ἦτο τὸ αὐτὸ πρᾶγμα τότε καὶ σήμερον.

῾Η προφορὰ λοιπὸν ἦτο διάφορος, δὲν ὑπῆρχεν ὁ δυναμικὸς τόνος ἀλλ᾿ ὁ μουσικὸς κτλ. Ἂν θὰ διετείνετό τις ὅτι πρέπει νὰ μὴ θέτωμεν τόνους καὶ πνεύματα διὰ νὰ γράφωμεν ὡς οἱ ἀρχαῖοι, οἱ προαλεξαδρινοί, τότε φυσικὰ πρέπει κανεὶς νὰ ἀξιώσῃ ἀπὸ αὐτὸν νὰ γράφῃ καὶ ὅλα κεφαλαῖα καὶ συνεχόμενα. Ὡς πρὸς τὸ δεύτερον ἐπιχείρημα ὅτι ἡ ἐκμάθησις τῆς τονουμένης καὶ πνευματουμένης γλώσσης εἶναι εἰς ἄκρον δυσχερής, ἡμεῖς δὲ οἱ νεώτεροι ῞Ελληνες θέλομεν τὰ πάντα νὰ ἔχωμεν εὔκολα καὶ ἄκοπα καὶ ἐπὶ πινακίου πρόχειρα, θὰ ἐπαναλάβω ὅ,τι ἄλλοτε ἔγραψα (᾽Αθηνᾶ τόμ. 45 σελ. 6) ὅτι οἱ ὁμιλοῦντες περὶ ἰδιαιτέρων δυσκολιῶν πρὸς ἐκμάθησιν τῆς νεωτέρας ῾Ελληνικῆς γλώσσης δὲν ἔχουν ἰδέαν τί γίνεται εἰς ἄλλας γλώσσας καὶ πόσας δυσκολίας παρέχουν εἰς τοὺς μαθητάς των αἱ μητοικαί των γλῶσσαι. Γνωρίζομεν ὅλοι τὰς δυσκολίας τῆς Γαλλικῆς προφορᾶς (τῆς καλῆς προφορᾶς), τῆς Γαλλικῆς συντάξεως, τῆς ᾽Αγγλικῆς προφορᾶς καὶ ὀρθογραφίας, τῆς ὀρθογραφίας αὐτῆς ταύτης τῆς Γερμανικῆς γλώσσης (διὰ νὰ μὴ ἀναφέρω τὴν Γερμανικὴν γραμματικὴν καὶ σύνταξιν) ἵνα μόνον περιορισθῶ εἰς τὰς τρεῖς αὐτὰς γλώσσας. Ἀλλὰ ἐπειδὴ καὶ ἄλλος ἐρευνητὴς ἐπεκαλέσθη καὶ λαὸν ἐκτὸς τῆς Εὐρώπης κατοικοῦντα φορέα ὅμως παλαιοῦ πολιτισμοῦ, ἔστω καὶ ἂν σήμερον δὲν δύναται νὰ θεωρηθῇ λαὸς τόσον πεπολιτισμένος ὅσον οἱ πλεῖστοι τῶν εὐρωπαϊκῶν καὶ ἀμερικανικῶν λαῶν, ἐννοῶ τοὺς Κινέζους27, ἂς ἴδωμεν τί δυσκολίας ἔχει ὁ λαὸς οὗτος εἰς ἐκμάθησιν τῆς γλώσσης του. ῾Ομιλεῖ τὴν μεγίστην ἐν τῷ κόσμῳ γλῶσσαν ὑπὸ ἔποψιν ἀριθμοῦ ἀνθρώπων. Ἀκούσατε τί ἔτυχε πρὸ ἡμερῶν νὰ ἀναγνώσω εἰς σύντομόν τι βιβλίον περὶ Κίνας γραφὲν ὑπὸ ἄλλοτε συναδέλφου μου ἐν Βερολίνῳ, τοῦ καθηγητοῦ Gerh. Pernitzsch (China, 1940 ἐν σελ. 30) : «ὡς πρὸς τὸν ἀριθμὸν τῶν ὁμιλούντων τὴν Κινεζικὴν γλῶσσαν παρατηρητέον ὅτι ἡ γλῶσσα αὕτη εἶναι ἡ μάλιστα πασῶν τῶν ἄλλων γλωσσῶν διαδεδομένη γλῶσσα. Ἀνήκει εἰς τὰς μονοφθόγγους γλώσσας, ἑκάστη λὲξις ἀποτελεῖται ἐκ μιᾶς μόνον συλλαβῆς, ἀλλὰ ἐνίοτε γίνονται καὶ συνθέσεις. Διὰ διαφόρων διακυμάνσεων ἢ τόνων τῆς φωνῆς λαμβάνει ἑκάστη συλλαβὴ (τ. ἔ. λέξις) τὴν ἰδιαιτέοαν σημασίαν της. Γραμματικὴ δὲν ὑπάρχει, διὰ τὸν σχηματισμὸν τῶν προτάσεων βοηθεῖ προπαντὸς ἡ θέσις τῶν λέξεων καὶ βοηθητικαί τινες λέξεις. Ἡ ὁμιλουμένη γλῶσσα δὲν εἶναι ἑνιαία, ἀλλὰ ὑποδιαιρεῖται εἰς πλῆθος διαλέκτων διαφερουσῶν ἀλλήλων ἐνίοτε τόσον πολὺ ὅσον διαφέρει ἡ Γερμανικὴ γλῶσσα ἀπὸ τὴν Ἀγγλικήν. Τοὐναντίον ὅμως ἑνιαία εἶναι ἡ ἀπὸ τὴν ὁμιλουμένην σχεδὸν ἐντελῶς ἀνεξάρτητος γραφομένη γλῶσσα. Αὕτη δὲν ἔχει ἀλφάβητον, ἀλλὰ δι᾿ ἑκάστην λέξιν ἔχει ἓν ἰδιαίτερον σημεῖον (Zeichen), τὸ ὁποῖον δηλοῖ τὴν προφοράν του τόσον ὀλίγον ὅσον τὰ ἡμέτερα ἀριθμητικὰ ψηφία δηλοῦν προφοράν. Ἀκριβῶς δὲ διότι ἡ γραφὴ αὕτη εἶναι ὅλως ἀνεξάρτητος ἀπὸ τὴν ὁμιλουμένην γλῶσσαν, ἀποτελεῖ πνευματικὸν δεσμὸν εἰς ὅλην τὴν Κίναν, καὶ δύο μορφωμένοι Κινέζοι εἶναι ἐνδεχόμενον νὰ μὴ εἶναι δυνατὸν νὰ συνεννοηθοῦν μὲ ζῶσαν φωνήν, ἀλλὰ διὰ τῆς γραφομένης των γλώσσης δύνανται κάλλιστα νὰ συνεννοηθοῦν. ῾Η Κινεζικὴ γραφὴ καὶ γλῶσσα εἶναι ἐκ τῶν δυσκολωτάτων γλωσσῶν, ὄχι μόνον ἕνεκα τοῦ περιπλόκου τῆς γραφῆς της ἀλλὰ καὶ ἕνεκα τῆς γραμματικῆς ἰδιορρυθμίας καὶ τῆς ἰδιορρυθμίας τῶν περιόδων». (Πρβλ. καὶ Χατζιδάκι Γλ. Μελ. 456 ἑξ.). Τόσον πολλαὶ καὶ τόσον μεγάλαι δυσκολίαι ὑπάρχουν διὰ τὴν ἐκμάθησιν τῆς μητρικῆς των γλώσσης εἰς τοὺς μαθητὰς ἄλλων λαῶν, καὶ ἔπειτα ἔρχονται οἱ ἡμέτεροι καὶ κλαυθμυρίζουν περὶ ἰδιαιτέρων δυσκολιῶν τῆς νεωτέρας ῾Ελληνικῆς καὶ ὁμιλοῦν περὶ ἁπλοποιήσεων, μεταβολῶν, εὐκολιῶν καὶ ἀνατροπῶν πραγμάτων, τὰ ὁποῖα καλῶς παρεδόθησαν, ἀφοῦ παρεδόθησαν εἰς ἡμᾶς ἱστορικῶς καὶ ἐν ἀλληλουχίᾳ.

Διότι ὑποθέσατε πρὸς στιμὴν τὸ ἀδύνατον πρᾶγμα, ὅτι καταργοῦνται οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα καὶ ἐκβάλλονται γενικῶς ἀπὸ τὴν νεοελληνικὴν γλῶσσαν Τί θὰ συμβῇ; Πᾶς τις θὰ ὁμολογήσῃ, καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ τὸ ἀρνηθῇ ὅτι τοῦτο θὰ εἶναι μία διακοπὴ καὶ διάσπασις μιᾶς παραδόσεως εἴκοσι καὶ πλέον αἰώνων, ἐνῷ αἱ λέξεις τῆς γλώσσης καὶ ὁ ρυθμὸς καὶ ἡ προφορὰ αὐτῆς (ἡ προφορὰ τουλάχιστον ἀπὸ 1500 ἐτῶν) δὲν ἤλλαξαν οὐσιωδῶς καὶ εἰς βαθμὸν ἐπιτρέποντα τοιαύτας ριζικὰς ἀλλοιώσεις. Τὰ χειρόγραφα εἰς τὰ ὁποῖα παρεδόθησαν εἰς ἡμᾶς οἱ ἀρχαῖοι ἡμῶν συγγραφεῖς φέρουσι τόνους, οἱ Βυζαντινοὶ ἡμῶν προπάτορες (διὰ τῶν ὁποίων καὶ μόνον δυνάμεθα νὰ συνδέσωμεν ἑαυτοὺς μὲ τοὺς ἀρχαίους ῞Ελληνας) ἔγραφον τόνους, τὰ κείμενα τῶν ἀρχαίων συγγραφέων τυπώνονται σήμερον, καὶ θὰ τυπώνωνται πάντοτε μὲ τόνους, ἀφοῦ τὰ χειρόγραφα δι᾿ οὗ παρεδόθησαν εἰς ἡμᾶς ἔχουσι τόνους. ῾Ο τονισμὸς μάλιστα καὶ ἡ στίξις δύναταί τις νὰ εἴπη ὅτι διὰ τοῦ Immanuel Bekker ἔγινε ἰδιαιτέρα φιλολογικὴ δεξιότης τὴν ὁποίαν πρέπει ὁ φιλόλογος νὰ διδάσκεται28.

Εἰς τὸ ἐσχάτως ἐκδοθὲν Wörterbuch der Antike (βʹ ἔκδ. ἐν Λειψίᾳ 1933) ὁ μακαρίτης Hans Lamer τονίζει ὅτι εἶναι ἀναγκαία ἡ διατήρησις τῶν σημείων τοῦ τονισμοῦ ἐν τῇ ῾Ελληνικῇ, (φυσικὰ δὲν ὁμιλεῖ περὶ διατηρήσεως ἑνὸς τόνου κ.λ. πράγματα τὰ ὁποῖα βεβαίως ἐγνώριζεν). Γράφει λοιπὸν (σελ. 16): «Οἱ ῞Ελληνες τῆς κλασσικῆς ἀρχαιότητος δὲν ἔγραφον τόνους. Εἰς χρῆσιν τόνων παρωρμήθη τις κατ᾿ ἀρχὰς προκειμένου νὰ γίνῃ διάκρισις ὁμοίων ἀλλὰ διαφόρως τονουμένων λέξεων ὅπως π.χ. Γλαῦκος καὶ γλαυκός. Τὸ ἑλληνικὸν τονικὸν σύστημα ἐπεξειργάσθη ὁ Ἀλεξανδρινὸς Γραμματικὸς Ἀριστοφάνης ὁ Βυζάντιος. Φαίνεται ὅτι θὰ εἶχε γενικευθῆ καθ᾿ οὓς χρόνους ἤρχισαν οἱ Ρωμαῖοι νὰ μανθάνωσιν ἐν εὐρείᾳ κλίμακι Ἑλληνικά. Διευκολύνει παραπολὺ τὸν διδασκόμενον εἰς τὴν ἐκμάθησιν τοῦ ὀρθοῦ τονισμοῦ τῶν λέξεων. Οἱ τόνοι ἐγράφοντο γενικῶς μόνον ἀπὸ τοῦ 7ου αἰῶνος μετὰ Χριστόν. Σήμερον ὑπάρχει ἐν ῾Ελλάδι κίνησις ἀποσκοποῦσα τὴν κατάργησιν τῶν τόνων, ἀλλὰ κατὰ τὰ φαινόμενα δὲν θὰ κατισχύσῃ (doch scheint diese Bewegung nicht durchzudringen). ῾Η κατάργησις τῶν τόνων ἐν Γερμανίᾳ ὡς τοῦτο πολλαχῶς ὑποστηρίζεται, θὰ καθίστα ἀσυνήθως εἰς ἡμᾶς δύσκολον τὴν ἐκμάθησιν τοῦ τονισμοῦ: ῾Εν. ὀνομ. μάχαιρα, γεν. μαχαίρας, γεν. πληθ. μαχαιρῶν!».

Αἱ μεγάλαι νεώτεραι συλλογαὶ τῶν Ἑλλήνων συγγραφέων ἐτυπώθησαν καὶ τυπώνονται ὅλαι μὲ τόνους, ἡ μεγάλη Γαλλικὴ συλλογὴ τοῦ Didot, ἡ Γερμανικὴ Bibliotheca Teubneriana, ἡ ᾽Αγγλικὴ Bibliotheca Oxoniensis, ἡ νέα Γαλλικὴ Collection Budé, ἡ ᾽Αγγλικὴ Βιβλιοθήκη Loeb, τὸ Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae, ἡ πρὸ ὀλίγων ἐτῶν ἀρξαμένη μεγαλοπρεπὴς ᾽Ιταλικὴ σειρὰ ῾Ελλήνων καὶ Λατίνων συγγραφέων ἡ ἐκδοθεῖσα iussus Mussolini κτλ. Τοῦτ᾿ αὐτὸ γίνεται καὶ μὲ τὴν μνημειώδη ἔκδοσιν τῶν «῾Ελλήνων Πατέρων τῆς ᾽Εκκλησίας τῶν τριῶν πρώτων χριστιανικῶν αἰώνων» τῆς ὁποίας ἐπιμελεῖται ἡ ἐν Βερολίνῳ Πρωσσικὴ ᾽Ακαδημία. ῾Η σειρὰ αὕτη ἀριθμεῖ ἤδη περὶ τοὺς πεντήκοντα μεγάλους τόμους.

Ποῖος δὲ θὰ ἠδύνατο νὰ διϊσχυρισθῇ ὅτι καὶ τὰ κείμενα αὐτῶν τῶν Πατέρων τῆς ᾽Εκκλησίας μας πρέπει νὰ τυπώνωνται ἄτονα; Οἱ περισσότεροι ἐξ αὐτῶν ἔγραφον ἤδη τόνους. Ἢ πῶς θὰ ἐκδοθοῦν π.χ. τὰ ἔργα τοῦ Εὐσταθίου Θεσσαλονίκης, αἱ παρεκβολαὶ εἰς ῞Ομηρον καὶ τὰ ἄλλα; Διεσώθη ἐν τῇ Μαρκιανῇ Βιβλιοθήκῃ τὸ ἴδιον τὸ αὐτόγραφον τῶν Παρεκβολῶν καὶ φέρει φυσικὰ τόνους καὶ πνεύματα. Θὰ τὰς ἐξεδίδομεν χωρὶς τόνους και πνεύματα ἢ μόνον μὲ ἕνα τόνον καὶ μόνον μὲ δασεῖαν, ἀφοῦ ὁ ἴδιος ὁ συγγραφεὺς ἔθετε τόνους καὶ πνεύματα; Οὕτω τὸ ὅλον ζήτημα φέρεται ad absurdum.

Οἱ θιασῶται τῆς ἀπαλείψεως τῶν τόνων καὶ πνευμάτων διατείνονται ὅτι δύο μεγάλοι ἐρευνηταὶ ὁ Γερμανὸς Βιλαμόβιτς καὶ ὁ ἀοίδιμος Χατζιδάκις ἐξεφράσθησαν ὑπὲρ τῆς ἄνευ τόνων καὶ πνευμάτων τυπώσεως τῶν ἑλληνικῶν κειμένων. Ἂς ἴδωμεν πῶς ἔχουσι τὰ πράγματα. Φαίνεται ὅτι εἴς τινα διάλεξίν του29 ὁ περικλεὴς φιλόλογος εἶπε τὰ ἑξῆς (ὡς βλέπω παρὰ Τριανταφυλλίδῃ, Η ὀρθογραφ. σελ. 175) «ἓν μέσον μὲ τὸ ὁποῖον δυνάμεθα νὰ ἐπιτύχωμεν σπουδαίαν ἀνακούφισίν30 εἰς τὴν Γραμματικὴν εἰναι ἡ κατάργησις τῆς διδασκαλίας καὶ γραφῆς τῶν τόνων ὑπὸ τῶν μαθητῶν. Δὲν θὰ ἔπρεπε οὔτε νὰ κάμνῃ κανεὶς λόγον δι᾿ αὐτό, ὅτι οἱ μαθηταὶ δὲν πρέπει νὰ σημειώνουν ὅ,τι κανεὶς ῞Ελλην δὲν ἐσημείωσέ ποτε. ᾽Ημποροῦν λοιπὸν νὰ χρησιμοποιοῦν εἰς τὰ βιβλία τὰ ὁποῖα ἀναγινώσκουν αὐτὰ τὰ «βολικὰ βοηθητικὰ σημαδάκια» καὶ ἐπ᾿ αὐτῶν νὰ κανονίζουν καθὼς καὶ οἱ διδάσκαλοι τὴν ἀνάγνωσιν, ἀλλὰ πρέπει νὰ ἐξαφανισθοῦν ἀπὸ τὴν διδασκαλίαν τοῦ σχολείου τὰ ἀπόκρυφα τῶν περισπωμένων καὶ παροξυτόνων, ἡ ἔγκλισις καὶ τὰ ἄτονα». Ἀλλὰ ὡς καὶ ὁ ἴδιος νὰ μὴ ἦτο εὐχαριστημένος μὲ τὰς προτάσεις του αὐτὰς ἐπιφέρει «ἀλλὰ εἰς τὴν τελευταίαν τάξιν τοῦ Γυμνασίου ἠμποροῦν νὰ διδαχθοῦν αὐτὸ τὸ σύστημα, τὰ γενικὰ γλωσσολογικὰ διδάγματα, καθὼς γίνεται καὶ διὰ τὰ Λατινικὰ καὶ τὰ Γερμανικά. Ἀλλὰ ὁ μαθητὴς δὲν πρέπει ποτὲ νὰ σημειώνῃ, οὔτε ἕνα τόνον, οὔτε ἓν πνεῦμα. Θὰ ἐπιβαρυνθοῦν βέβαια οἱ καθηγηταὶ τῆς φιλολογίας εἰς τὰ Πανεπιστήμια μὲ ἓν ἀκόμη βάσανον, διότι θὰ εἶναι ἠναγκασμένοι νὰ διδάξουν τοὺς φοιτητὰς τοὺς τόνους καὶ τὰ πνεύματα, πράγματα τὰ ὁποῖα πρέπει νὰ κατέχῃ ὁ φιλόλογος, ἀλλὰ ἀσφαλῶς εἶναι βαρύτερον τὸ βάρος τὸ ὁποῖον ἀφαιροῦμεν ἀπὸ τὴν ράχιν τῶν μαθητῶν». Ὅσοι εἶχον τὸ εὐτύχημα νὰ γνωρίσουν τὸν μέγαν φιλόλογον, νὰ συνομιλήσουν ἐπὶ θεμάτων φιλολογικῶν ἢ ἄλλων μαζί του καὶ νὰ ἀκούσουν γνώμας καὶ κρίσεις του, γνωρίζουν ὅτι ἡ μεγαλοφυία του συχνάκις πρὸ ἐμποδίων μετέβαλλεν ἀμέσως πορείαν καὶ γνώμην καὶ συχνὰ εἶτα κατέληγεν εἰς ἀκριβῶς ἀντίθετον ἀποτέλεσμα ἀφ᾿ ὅ,τι τις ἐφαντάζετο. Καὶ ἐπὶ τοῦ προκειμένου αὐτὸ θὰ ἦτο ἔμπνευσις τῆς στιγμῆς μᾶλλον ἢ ἀπόφασις ληφθεῖσα ἐκ μακροῦ χρόνου μετὰ ὥριμον σκέψιν· διότι οὐδέποτε ἔκαμεν σοβαρὸν περὶ τούτων λόγον εἴς τινα πανεπιστημιακήν του παράδοσιν ἢ εἰς τὴν Ἀκαδημίαν ἢ εἰς Συνέδριον φιλολόγων κλ. Τὰ ἀρχαῖα ῾Ελληνικὰ κείμενα ἔγραφε καὶ ἐτύπωνε κατὰ τὴν παραδεδομένην συνήθειαν31 καὶ διὰ τὸ Corpus τῶν ῾Ελληνικῶν ᾽Επιγραφῶν τὸ ὁποῖον ἐκδίδει ἡ ἐν Βερολίνῳ Πρωσσικὴ Ἀκαδημία καὶ εἰς τὴν διεύθυνσιν τοῦ ὀποίου αὐτὸς ἦτο ὁ κύριος καὶ ἐπιβλητικώτατος ὁδηγὸς ἐκρατήθησαν οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα καὶ διὰ ἀναγραφὴν τῶν ἀρχαίων ἐπιγραφῶν. Κατεσκευάσθησαν μάλιστα πρὸς τοῦτο μικρὰ κεφαλαῖα γράμματα καὶ ἐπενοήθη ἓν κατάλληλον πρὸς τὸν σκοπὸν τοῦτον σχῆμα πνευμάτων καὶ τόνων!32 Καὶ οἱ περίφημοι διὰ τὴν ἀκρίβειάν των Indices τοῦ Corpus τῶν ᾽Επιγραφῶν, τοὺς ὁποίους συνέτασσεν εἷς Hiller von Gärtringen, εἷς Johannes Kirchner καὶ ἄλλοι ἐπιφανέστατοι λόγιοι, ἐτυπώθησαν κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον, μὲ μικρὰ κεφαλαῖα μετὰ τονισμοῦ καὶ πνευμάτων. Εἰς δὲ τὰ Πρακτικὰ τῶν Συνεδριῶν τῆς Πρωσσικῆς Ἀκαδημίας ἐφαρμόζεται πάντοτε προκειμένου περὶ ῾Ελληνικῶν κειμένων ἡ μικρογράμματος γραφὴ μετὰ τῶν κανονικῶν τόνων καὶ πνευμάτων33. ᾽Εσχάτως μάλιστα, ἀπὸ δεκαετίας περίπου, κατεσκευάσθησαν ἑλληνικὰ στοιχεῖα μικρογραμμάτου γραφῆς ἀπομιμούμενα τὸ σχῆμα τῆς γραφῆς τῶν παλαιοτέρων ἑλληνικῶν χειρογράφων. Καὶ τῶν στοιχείων τούτων ἐγένετο χρῆσις καὶ κατὰ τὴν πρὸ δύο ἐτῶν ἐκτύπωσιν τοῦ σπουδαίου ἔργου τοῦ M. Vasmer περὶ τῶν Σλαύων ἐν ῾Ελλάδι34. Ταῦτα ὡς πρὸς τὸν Βιλαμόβιτς.

῾Ο ἀοίδιμος Γεώργιος Χατζιδάκις ἔγραψεν τῷ 1911 ὀλίγα τινὰ περὶ τοῦ τονικοῦ ζητήμάτος ἐν τῇ Ἐπιστημονικῇ ᾽Επετηρίδι τοῦ Πανεπιστημίου (τομ. 6 «Ἀκαδημεικὰ ἀναγνώσματα περὶ τοῦ γραπτοῦ ἡμῶν λόγου» σελ. 25-89).᾽Εκεῖ (ἐν σελ. 85) λέγει ὅτι ἀποβλέπων εἰς τὴν εὐκολωτέραν τῆς γλώσσης ἡμῶν διδασκαλίαν «τολμᾷ νὰ εἴπῃ» ὅτι ἐπειδὴ τὰς μεγίστας δυσκολίας εὑρίσκουσιν οἱ μικροὶ μαθηταὶ εὐθὺς ἐν ἀρχῇ τῆς γραμματικῆς τ.ἔ. ἐν τοῖς διδάγμασι περὶ πνευμάτων καὶ τόνων μεθ᾿ ὧν συνάπτονται τὰ περὶ μακρῶν καὶ βραχέων φωνηέντων, τὰ περὶ ἐγκλίσεως κττ. διὰ τοῦτο εὐχῆς ἔργον θὰ ἦτο ἂν «τὸ διδακτικὸν βιβλίον τὸ προωρισμένον διὰ τὰ δημοτικὰ σχολεῖα ἐξετυποῦτο ἄνευ τῶν σημείων τούτων, ἁπλῶς δὲ δι᾿ ἑνὸς σημείου, οἷον σταυροῦ, ἀστερίσκου ἢ ἄλλου τινὸς ὁπωσδήποτε διακριτικοῦ, ἄνωθεν τῆς τονουμένης συλλαβῆς κειμένου, ἐδηλοῦτο ἡ θέσις τοῦ τόνου. Οὕτω θὰ ἀπηλλάσσοντο οἱ τοῦ δημοτικοῦ σχολείου μαθηταὶ τῶν πλείστων κανόνων περὶ ψιλῆς καὶ δασείας, περὶ ὀξείας, βαρείας καὶ περισπωμένης, περὶ μακρῶν καὶ βραχέων φωνηέντων, περὶ ἐγκλίσεως, τόνου κλπ. περὶ ὧν, ἐπειδὴ ἐν τῷ προφορικῷ ἡμῶν λόγῳ οὐδέν τούτων ἔχομεν, οὐδὲν αἰσθάνονται οἱ διδασκόμενει, ἀναγκάζονται δὲ ν᾿ ἀποστηθίζωσι μηχανικῶς πάντα. Οὕτως ἡ διδασκαλία τῆς γραμματικῆς ἐν τῷ δημοτικῷ σχολείῳ θὰ ἤρχιζεν ἀπὸ τῆς κλίσεως τῶν ὀνομάτων, ἤτοι ἀπὸ γλωσσικῶν στοιχείων γνωστῶν καὶ αἰσθητῶν τοῖς μαθηταῖς καὶ θὰ ἀπέβαινε κατὰ πολλὰ εὐκολωτέρα καὶ ὠφελιμωτέρα. Καὶ σημειωτέον ὅτι διὰ τῆς ἁπλοποιήσεως ταύτης οὐδὲν ἄλλο θὰ ἐγίνετο ἢ θὰ ἀπεβάλλοντο μὲν τὰ ὑπὸ μεταγενεστέρων, καὶ μεσαιωνικῶν λογίων ἐπινοηθέντα ὀρθογραφικὰ ταῦτα σημεῖα, θὰ ἐλάμβανε δὲ ἡ γραφὴ ὃν κατὰ τοὺς ἀρχαίους χρόνους εἶχε τύπον. Ἐν τοῖς σχολείοις τῆς μέσης ἐκπαιδεύσεως θὰ ἐδιδάσκοντο κατόπιν τὴν χρῆσιν τῶν σημείων τούτων ὅσοι ἐκ τῶν πολλῶν μαθητῶν τῶν δημοτικῶν σχολείων ἤθελον φοιτήσει εἰς αὐτά». Εἰς ἀνακοίνωσίν του ἐν τῇ Ἀκαδημίᾳ κατὰ τὸ 1929 εἶπεν καὶ πάλιν (ἐν παρόδῳ) ὅτι καλὸν θὰ ἦτο διὰ τὰ κατώτερα σχολεῖα να ἐφηρμόζετο εἷς καὶ μόνον τόνος, ἡ ὀξεῖα δι᾿ εὐκολίαν τῶν μαθητῶν. Δὲν γνωρίζω ἂν εἰπέ τι καὶ διὰ τὰ πνεύματα διότι δὲν ἐδημοσίευσε ταύτην τὴν ἀνακοίνωσίν του τῆς ὁποίας περίληψιν ἔδωσεν ὁ μακαρίτης Παῦλος Νιρβάνας εἰς χρονογράφημα (Ἑστία 24 Φεβρ. 1929). Δὲν ἠθέλησεν ἴσως νὰ ἀναλάβῃ τοιαύτην εὐθύνην, ἐδέχετο δὲ προθύμως καὶ ἤκουε, μετὰ προσοχῆς καὶ τὰς προβαλλομένας ἀντιρρήσεις καὶ τοὺς ἐκφραζομένους φόβους διὰ τὸ τοιοῦτο ἐγχείρημα. Πρὸς τὴν γνώμην ταύτην τοῦ ἀοιδίμου διδασκάλου παρατηρῶ τὰ ἑξῆς: Ὅτι πρῶτον μὲν τὸ ζήτημα τοῦτο, τῶν τόνων καὶ πνευμάτων, δὲν εἶναι κυρίως γλωσσολογικόν, ἀλλὰ μᾶλλον παιδαγωγικὸν καὶ πολιτικὸν καὶ ἱστορικόν. Ἡ γνώμη του λοιπὸν περὶ τούτου δὲν δύναται νὰ ἔχῃ τὸ μέγα κῦρος τὸ ὁποῖον εἶχεν εἰς τὰ καθαυτὸ γλωσσολογικὰ καὶ ἐπιστημονικὰ ζητήματα, ἑρμηνείαν λοιπὸν γλωσσικῶν φαινομένων ἔν τε τῇ γραμματικῇ καὶ συντάξει, ἐτυμολογίαν λέξεων κτλ. Αὐτὸς ἄλλως τε ὁ ἴδιος ἐτόνιζε πάντοτε ὅτι καὶ τὸ λεγόμενον γλωσσικὸν ζήτημά μας δὲν εἶναι γλωσσολογικὸν ἀλλὰ ἱστορικὸν καὶ πολιτικὸν καὶ πολιτιστικόν, ὅτι αὐτὸς ὡς ἐπιστήμων παρακολουθεῖ καὶ βλέπει τὰ τῆς ἐξελισσομένης γλώσσης καὶ διαπιστώνει καὶ ἑρμηνεύει μόνον τὰ γινόμενα κττ. ῎Επειτα δὲν πρέπει νὰ μείνῃ ἀπαρατήρητον ὅτι τὴν ἐγκατάλειψιν τῶν τόνων καὶ πνευμάτων συνιστᾷ μόνον διὰ τὰ κατώτερα σχολεῖα, ὄχι διὰ τὰ ἀνώτερα, εἰς τὰ ὁποῖα ζητεῖ νὰ διδάσκωνται κατόπιν τὰ σημεῖα ταῦτα εἰς τοὺς μαθητὰς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἐκ τῶν δημοτικῶν σχολείων θὰ προσέλθουν εἰς αὐτά. Παρέβλεπεν ὅμως ὁ σοφὸς ἀνὴρ τὴν σύγχυσιν καὶ τὸν κυκεῶνα ὁ ὁποῖος θὰ ἐγεννᾶτο ἔπειτα ἐν τῇ κοινωνίᾳ, ὅπου ἄλλοι μὲν θὰ ἔγραφον μὲ μίαν μόνον ὀξεῖαν, ἀπόφοιτοι ὄντες μόνον τῶν κατωτέρων σχολείων, ἄλλοι δέ, διδαχθέντες εἰς ἀνώτερα Σχολεῖα, θὰ ἔγραφον μὲ τόνους καὶ πνεύματα κατὰ τὴν πατροπαράδοτον συνήθειαν. Αὐτὸς ἄλλως τε ὁ ἴδιος εἶχε ἀντιταχθῆ ἄλλοτε (ἴδε κατ.) εἰς τὴν πρότασιν τοῦ Σκυλίτση περὶ καταργήσεως τῶν τόνων προβάλλων πολλὰ ἐπιχειρήματα (ἰδ. Τριανταφ., ᾽Ορθ. σελ. 139), τὰ ὁποῖα οὔτε ἀνῃρέθησαν οὔτε καὶ ἀναιροῦνται εὐκόλως, παρ᾽ ὅλας τὰς ἀοριστολογίας τὰς ὁποίας ἀκούει τις (Δίκη 187) ὅτι «τὸ στάδιο τῆς μελέτης, γιὰ ὅσους παρακολουθοῦν τὰ ζητήματα, τὸ ξεπεράσαμε ἀπὸ καιρό, καὶ τὸ ζήτημα ἔχει ὡριμάσει» ζητεῖ ὅμως τὴν ἐφαρμογὴν ἀπὸ τὴν πρωτοβουλίαν τοῦ Κράτους, ἢ ἀπὸ τοὺς συγγραφεῖς, τοὺς ἐκδοτικοὺς οἴκους ἢ ἄλλους ἰδιώτας. Θὰ ἤθελα ἐγὼ νὰ ἔβλεπα ἐκείνην τὴν ῾Ελληνικὴν Κυβέρνησιν, ὑπεύθυνον καὶ ἐλευθέραν εἰς τὰς πράξεις της ἡ ὁποία θὰ ἀπεφάσιζε τοιοῦτό τι, τὸ ὁποῖον δὲν θὰ καθίστα ἁπλουστέραν τὴν ἐκμάθησιν τῆς ῾Ελληνικῆς γλώσσης εἰς τὰ διαφόρου βαθμοῦ σχολεῖα, ἀλλὰ κατὰ πολὺ δυσχερεστέραν μὲ ποικιλίαν κανόνων καὶ διατάξεων ὅτι: ἐδῶ πρόκειται περὶ τῆς νέας γλώσσης λοιπὸν πρέπει νὰ γράψῃς κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπον, ἀλλὰ τὸ αὐτὸ πρᾶγμα, τὴν αὐτὴν λέξιν, εἰς τὸ ἀντίστοιχον θέμα, π.χ. τὸ μεταφραζόμενον ἐκ τῆς ἀρχαίας, πρέπει νὰ τὃ γράψῃς διαφόρως. Εἶναι ταῦτα συντελεστικὰ διὰ τὴν διαμόρφωσιν τῆς νεολαίας μας, διὰ τὴν ἐπιζητουμένην περιπόθητον εὐκολίαν εἰς ὅλα ἡμῶν τῶν νεωτέρων ῾Ελλήνων, ἢ εἶναι σύγχυσις καὶ κυκεὼν παρ᾿ ἀνευθύνων προσώπων ἡσύχως ἐκ τῶν γραφείων αὐτῶν νομοθετούντων; Νομοθετούντων περὶ τῆς ῾Ελληνικῆς γλώσσης διδάγματα ἀσύστατα καὶ ἐθνικῶς ὀλέθρια, διότι ἔτσι μόνον θέλουν αὐτοὶ νὰ τὰ πιστεύουν; Διατί ἄλλως τε νὰ γεννηθῇ τόσον μέγας ἐνθουσιασμὸς ὑπὲρ τῆς γνώμης ταύτης τοῦ ἀοιδίμου Χατζιδάκι, κυρίως κατὰ τὸ 1929, καὶ νὰ μὴ ληφθῇ ὑπ᾿ ὄψιν ἡ γνώμη τοῦ αὐτοῦ ἀνδρὸς δρῶντος καὶ ἀκμάζοντος καὶ διδάσκοντος ἐν τῷ Πανεπιστημίῳ καὶ συγγράφοντος κατὰ τὸ 1901 (ὅτε εἶχεν ἡλικίαν 55 ἐτῶν) καθ᾿ ἣν γνώμην ἔλεγεν ὅτι συχνάκις ἀκούομεν διαφόρων εἰσηγουμένων καινὰ περὶ τὴν ὀρθογραφίαν δαιμόνια, οἶον τὴν κατάργησιν τῆς δασείας, τῆς περισπωμένης, τῆς βαρείας κλπ, κλπ. Ἀγνοοῦσι δ᾿ ὡς φαίνεται οὗτοι ὅτι, ἀφοῦ τὰ ἀρχαῖα τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης μνημεῖα δὲν δύνανται νὰ τυπῶνται καὶ ἀναγινώσκωνται ἄλλως ἢ ὅπως νῦν γίνεται, εἶναι ἄντικρυς ἐθνοφθόρος πᾶσα πρότασις περὶ διαφόρου ὀρθογραφίας τῆς νέας ἡμῶν γλώσσης περὶ τοὺς τόνους, τὰ πνεύματα, τὰς διφθόγγους κτλ. κτλ. Διότι διαφόρου οὕτω γινομένου καὶ τοῦ ἐξωτερικοῦ τύπου τῆς νέας ἡμῶν γλώσσης ἀπὸ τοῦ τῆς ἀρχαίας, οἱ νέοι θ᾿ ἀναγκάζωνται νὰ μανθάνωσιν ἐν τοῖς ῾Ελληνικοῖς σχολείοις, καὶ τὴν τῆς ἀρχαίας γλώσσης ὀρθογραφίαν· οὕτω δὲ οὐ μόνον μεγάλως θὰ κοπιῶσιν ἀλλὰ καὶ, εἰς πλημμελήματα περὶ ταύτην θὰ περιπίπτωσι, καὶ τὸ μέγιστον τῆς νέας γλώσσης καταστάσης οὕτω διαφόρου τῆς ἀρχαίας θέλει μεγάλως παρακωλύεσθαι ἡ διὰ τῶν ἀρχαίων βιβλίων ποικίλη μόρφωσις τῶν ἑπερχομένων γενεῶν» (Γλωσσ. Μελ. σελ. 525 σημ.).

Πολὺ αὐστηρότερος ἦτο παλαιότερον ἐναντίον τοῦ Σκυλίτση ὁ Χατζιδάκις (᾽Εφημερίς, 14, 1887, ἀρ. 28 ἰδὲ Τριαντ.᾽Ορθ. σελ. 140) παρατηρήσας ὅτι τὸ ζήτημα δὲν εἶναι οὕτω ὡς ἐτέθη περὶ εὐκολίας ἢ δυσκολίας ἐν τῇ ἐκμαθήσει τῆς γλώσσης ἀλλὰ «περὶ ἑνότητος ἢ διασπασμοῦ τῆς γλώσσης». Καὶ τοῦτο εἶναι ὀρθὸν καὶ θὰ παραμείνη οὕτως ἔχον πάντοτε.

Ὁ ἴδιος ὁ Χατζιδάκις κρίνων τὸ σύστημα τοῦ παραδόξου Φαρδὺ (Ἐφημερὶς 14 ἀρ. 29) «ὁμολογεῖ» ὅτι ἀπέναντι τῶν ἄλλων ὀρθογραφικῶν δυσκολιῶν τῆς γλώσσης μας «δὲν διακρίνει πλέον τὴν σταγόνα τῆς εὐκολίας τῆς ἐκ τῆς ἀποβολῆς τῆς ψιλῆς καὶ βαρείας προερχομένης»35.

Κατὰ ταύτης τῆς ἀπλοποιήσεως τῆς προταθείσης τῷ 1911 ὑπὸ τοῦ Χατζιδάκι κατεξανέστη ὁ Ἀνδρ. Σκιᾶς (᾽Επιστ.᾽Επετ. Πανεπ. 1912-1913 «περὶ τῆς προταθ. ἁπλοπ. κτλ.» σελ. 301) παρατηρῶν ἐν πρώτοις ὅτι «δὲν εἶναι ἀληθὲς ὅτι τὰς μεγίστας δυσκολίας εὑρίσκουσιν οἱ μαθηταὶ ἐν τοῖς περὶ πνευμάτων, τόνων καὶ χρόνων φωνηέντων διδάγμασι, διότι πολὺ δυσκολωτέρα τούτων εἶναι ἡ ἐκμάθησις τῆς ποικίλης διὰ διαφόρων φωνηέντων καὶ διφθόγγων γραφῆς τῶν συλλαβῶν, ὧν ἡ προφορὰ ἐν τῇ νεωτέρᾳ εἶναι ἁπλῆ. Ἡ ὀρθογραφικὴ δὲ αὕτη δυσκολία ὄχι μόνον δὲν αἴρεται διὰ τῆς προτεινομένης μεταρρυθμίσεως, ἀλλὰ καὶ ἐπαυξάνεται, διότι παραλειπομένης πάσης περὶ χρόνου τῶν φωνηέντων διδασκαλίας ταῦτα θὰ φαίνωνται ὅλως ἀκατανόητα, παράλογα καὶ ἀκανόνιστα, ἑπομένως δὲ καὶ δυσμαθητότερα ἢ σήμερον». Τὰ ἐπιχειρήματα ταῦτα τοῦ μακαρίτου Σκιᾶ εἶναι πολὺ εὔλογα καὶ βάσιμα ὅσον καὶ ἂν θέλει ὁ Μ. Τριανταφυλλίδης (᾽Ορθογρ. 178-182) νὰ ὑποτιμήσῃ ἢ νὰ κατακρίνῃ αὐτὰ ὡς ἀσύστατα, καὶ προερχόμενα πάντοτε ἀπὸ γνώμᾳς τῶν ἄλλων, τῶν συντηρητικῶν, λογίων τοῦ ἔθνους, ὡς ἐὰν οὗτοι δὲν εἶχον λόγον ὑπάρξεως, καὶ οἱ ὁποῖοι δῆθεν λέγουν «καλέ, τί κάνετε; γιατί τόσοι κόποι γιὰ τόσο ἀσήμαντο πρᾶγμα; Αὐτὸ ποὺ θέλετε καὶ καλὰ ν᾿ ἁπλοποιήσετε δὲν ἔχει τὶς δυσκολίες ποὺ φαντάζεστε καὶ ποὺ νομίζετε πὼς νιώθετε· ἀλλοῦ εἶναι αὐτές· δὲν τὶς βλέπετε; νά τις»36.

Τὰ ζητήματα τοῦ τόνου φαίνεται ὅτι ἔγιναν ἀντικείμενον συζητήσεων μεταξὺ τῆς πρὸ ὀλίγου (1941) ἐκδοθείσης Νεοελληνικῆς Γραμματικῆς (τῆς Δημοτικῆς) καὶ τῆς Κυβερνήσεως, ἀλλ᾿ ἡ Κυβέρνησις ἠρνήθη νὰ εἰσαχθῇ τοιοῦτος νεωτερισμός. Καὶ οὕτω ἀναγινώσκομεν ἐν σελ. ιθʹ τῶν προλεγομένων: «οἱ μεγαλύτερες ἄλλωστε δυσκολίες καὶ ἀντιφάσεις γεννιοῦνται μὲ τὸ ἀναχρονιστικὸ τονικό μας σύστημα μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, ποὺ μπορεῖ καὶ πρέπει ν᾿ ἀντικατασταθοῦν μὲ ἕνα τονικὸ σημάδι, πράμα ποὺ ἔχει γίνει ἀπὸ καιρὸ ἀξίωση τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ κόσμου. Αὐτὸ ζήτησε καὶ ἡ Ἐπιτροπὴ νὰ ἐφαρμοστῇ μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς Γραμματικῆς τῆς κοινῆς νεοελληνικῆς, δυστυχῶς ὅμως δὲν ἔγινε ἀποδεχτό».

Ἀλλὰ διατί αὐτοὶ οἱ νομιζόμενοι κύριοι Ἐκπαιδευτικοὶ δὲν ὁμολογοῦν ὅτι τὸ ζήτημα τῆς ὀρθῆς ὀρθογραφίας τῆς νεωτέρας γλώσσης εἶναι ζήτημα σχολείου καὶ μάλιστα δημοτικοῦ σχολείου, εἶναι ζήτημα καλῶν διδασκάλων; Διατί δὲν θέλουν αὐτοὶ νὰ ἀναλάβουν τὰς εὐθύνας αὐτάς, νὰ ὁμολογήσουν ὅτι αὐτοὶ εἶναι ἀνίκανοι νὰ διδάξωσι μεθοδικῶς τοὺς μαθητάς των ὡρισμένους στοιχειώδεις κανόνας τῆς γραμματικῆς διὰ τῶν ὁποίων μέγα μέρος τῆς ὀρθογραφίας δύναται νὰ διδαχθῇ; Ἄλλωστε ἀνορθογραφίαι γίνονται εἰς ὅλας τὰς γλώσσας τοῦ κόσμου ὑπὸ τῶν γραφόντων αὐτάς, ὅταν μάλιστα δὲν εἶναι ἄνθρωποι πολὺ μορφωμένοι, θὰ γίνωνται δὲ καὶ εἰς τὴν ἰδικήν μας μὲ ὅσας καταστροφὰς καὶ βεβηλώσεις καὶ ἂν θελήσῃ τις,νὰ ἐπιφέρῃ εἰς αὐτήν διὰ νὰ ἀποφύγῃ, τὰς ἀνορθογραφίας.

῾Ο καθηγ. Μαν. Τριανταφυλλίδης περιπίπτει εἰς ἀντίφασιν πρὸς ἑαυτὸν ἐὰν ἐν μὲν ὀρθ. 77, λέγει (τῷ 1913) ὅτι «μόνο ἕνα γιατρικό, κι᾿ αὐτὸ ριζικὸ ὑπάρχει: νὰ καταργηθοῦν ὅλοι οἱ τόνοι, ἢ νὰ διατηρηθῇ μὀνο ἡ ὀξεῖα» καὶ ἐν τῆ Δίκῃ (σελ. 131, εἰς τὴν ἄλλως ἀξιανάγνωστον κατάθεσίν του τὴν περιεχομένην εἰς τὰς σελ. 124-145) δὲν κηρύσσεται μὲν ἀντίθετος πρὸς τονικὴν ἁπλοποίησιν, ἀλλὰ ἐτόνισεν «εἰς διαφόρους περιστάσεις τὴν ἀνάγκη νὰ μὴν ἀπομακρυνθοῦμε χωρὶς λόγο ἀπὸ τὴν ἀρχαία ὀρθογραφία37 καὶ συνηγόρησα μόνον γιὰ ἁπλοποιήσεις ἀπαραίτητες, ποὺ δὲ βγαίνουν χωρὶς λόγο ἀπὸ τὸ πλαίσιο τῆς ἀρχαίας ὀρθογραφίας», καὶ προσθέτει «ὁ δεσμὸς ποὺ διατηροῦμε μὲ τὴν ἀρχαιότερη παράδοση ἐπιβάλλει, καθὼς καὶ σὲ ἄλλους λαοὺς, μὲ ἱστορία, μερικὲς ὑποχρεώσεις καὶ στὴν ὀρθογραφία». Εἰς ταῦτα θὰ μὲ εὕρῃ συμφωνότατον, ἀλλὰ ὁ ἴδιος δὲν θὰ εὕρῃ τὸν ἑαυτόν του πάντοτε σύμφωνον πρὸς τὰς παλαιοτέρας γνώμας του, οὐδὲ καὶ εἰς αὐτὴν τὴν ὑπὸ τὴν προεδρίαν του συνταχθεῖσαν Γραμματικήν.

Ἂς ἴδωμεν ἔπειτα συντόμως τί συμβαίνει καὶ μὲ τὸν Paul Maas τὸν ὁποῖον ἐπικαλοῦνται πολλοὶ διὰ τὰς ἰδίας γνώμας. Κρίνων οὗτος τὸ βιβλίον τοῦ Victor Scholderer «Greek Printing 1465-1628» ἐν τῷ περιοδικῷ Gnomon, τόμ. Εʹ, 1929, σελ. 110 παρατηρεῖ ἐν ἄλλοις τὰ ἑξῆς: «Θεωρῶ ἄσκοπον νὰ κάμω κριτικὴν τῶν νεωτέρων ἑλληνικῶν τυπογραφικῶν στοιχείων. Τὸ πρόβλημα τὸ ὁποῖον πρέπει νὰ λυθῇ πρῶτον, εἶναι τὸ τῶν ἀναγνωστικῶν σημείων. Ἐὰν ἐξακολουθήσωμεν νὰ μεταχειριζώμεθα τὰ σημεῖα τῶν μεταγενεστέρων βυζαντινῶν χρόνων, τότε γράμματα τῶν προβυζαντινῶν χρόνων κάμνουν ἐντύπωσιν ἀντιτεχνικὴν (stilwidrig), καὶ θὰ ἠδυνάμεθα περαιτέρω νὰ ἐξομοιώνωμεν τὰ τυπογραφικὰ στοιχεῖα πρὸς τὴν ἀνάμεικτον μικρογράμματον γραφὴν τῶν περὶ τὸ 1100 μ. Χρ. χρόνων. Ἐὰν δὲ θὰ ἤθελε κανεὶς νὰ παραιτηθῇ τῶν τόνων (τῆς ψιλῆς, τοῦ τελικοῦ κτλ.), πρᾶγμα τὸ ὁποῖον μὲ τὸν χωρισμὸν τῶν λέξεων θὰ ἦτο δυνατὸν νὰ γίνῃ χωρὶς βλάβην, εἰς διαλεκτικὰ μάλιστα κείμενα ὀφείλει τις καὶ νὰ κάμνῃ ἐὰν δὲν θελῃ νὰ παραπλανᾷ τότε θὰ ἠδυνάμεθα νὰ ἐγκαταλείψωμεν καὶ τὰ βυζαντινὰ γράμματα καὶ νὰ εἰσαγάγωμεν τυπογραφικὰ στοιχεῖα ἀνάλογα πρὸς τὴν γραφὴν τῶν βιβλίων τοῦ 2ου μετὰ Χριστὸν αἰῶνος. Τότε κατ᾿ ἀνάγκην τὸ ἄφωνον ι πρέπει νὰ προσγράφεται καὶ νὰ γράφῃ τις ᾶι πρὸς διάκρισιν ἀπὸ τὴν βραχεῖαν δίφθογγον αι, τόνους δὲ νὰ θέτῃ μόνον ἐκεῖ ὅπου χρειάζονται πρὸς διακριτικὴν σημασίαν. Αὐτὸ ὅμως θὰ ἐσήμαινε διάσπασιν ἀπὸ τῆς νεοελληνικῆς πὰραδόσεως καὶ συνηθείας (Praxis) πρᾶγμα τὸ ὁποῖον δὲν θὰ συνίστων ἐπὶ τοῦ παρόντος διὰ γενικὴν χρῆσιν38.

Εἰς ταῦτα τοῦ P. Maas ἀναφερόμενος (ἐν τῷ αὐτῷ τόμῳ τοῦ περιοδικοῦ Gnomon σελ. 287) ὁ συνάδελφος ᾽Ιω. Κακριδῆς παρατηρεῖ ὅτι ὅ,τι ὁ Maas ἐξέθηκε προέτεινεν ἤδη ὁ Χατζιδάκις (τοῦτο ὅμως δὲν εἶναι κατὰ πάντα ἀκριβὲς) καὶ προσθέτει ὅτι ἐλπὶς ὑπάρχει ἡ Ἑλληνικὴ ᾽Ακαδημία (ἥτις κατ᾿ ἐκεῖνον τὸν χρόνον δι᾿ ἐπιτροπείας εὐρυτέρας ἠσχολεῖτο μὲ κάποιον διακανονισμὸν τῆς νεοελληνικῆς ὀρθογραφίας) νὰ υἱοθετήσῃ τὴν πρότασιν ταύτην. Ἐπιλέγει δὲ ὡς πρὸς τὴν τονικὴν μεταρρύθμισιν «ὁ χωρισμὸς ἀπὸ τὰ παραδεδομένα δὲν θὰ εἶναι εὔκολος διὰ τὴν παροῦσαν γενεάν, ἀλλὰ τὸ κέρδος εἶναι ἀσυγκρίτως ἀνώτερον τῆς δυσχερείας τῆς μεταβατικῆς περιόδου».

Τὰ πράγματα ἔχουσιν ἀκριβῶς ὡς ἑξῆς39:

῾Η ῾Ελληνικὴ Κυβέρνησις εἶχε ζητήσει κατὰ Μάϊον καὶ Δεκέμβριον τοῦ 1931 τὴν γνώμην τῆς ᾽Ακαδημίας περὶ τῆς νεοελληνικῆς ὀρθογραφίας κυρίως τῆς δημώδους γλώσσης ἀλλ᾿ ἐν πολλοῖς καὶ τῆς καθαρευούσης (ἀμφότερα ἄλλως τε τὰ ἰδιώματα συμπίπτουν εἰς ἀναριθμήτους λέξεις καὶ γραμματικοὺς τύπους καὶ κανόνας συντακτικοὺς) «διὰ τὴν καθοδήγησιν τῶν συγγραφέων τών διαφόρων βιβλίων τῆς δημοτικῆς, πρὸς τερματισμὸν τῆς γλωσσικῆς ἀναρχίας, ἥτις ἐπικρατεῖ εἰς τὰ εἰς χεῖρας τῶν μαθητῶν παρεχόμενα βιβλία. ῾Η Ἀκαδημία ὥρισεν ἐπιτροπὴν ὑπὸ τὴν προεδρίαν τοῦ τότε Γενικοῦ Γραμματέως τῆς ᾽Ακαδημίας Δημητρίου Αἰγινήτου (ὅστις πάντοτε ἐδείκνυε μέγα ἐνδιαφέρον διὰ τὰ γλωσσικὰ ἡμῶν πράγματα) καὶ δύο ᾽Ακαδημαϊκῶν (Κ. Ἀμάντου καὶ ἐμοῦ), τοῦ Καθηγητοῦ τῆς Γλωσσολογίας ἐν τῷ Πανεπιστημίῳ Γ. Ἀναγνωστοπούλου καὶ τοῦ ᾽Αχ. Τζαρτζάνου, ἀνδρὸς ἀσχοληθέντος περὶ τὰ τῆς ῾Ελληνικῆς καθόλου γλώσσης. Τὸ διάγραμμα τὸ ὁποῖον συνέταξεν ἡ ἐπιτροπὴ νομίζω ὅτι δὲν ὑπεβλήθη εἰς τὴν ῾Ελληνικὴν Κυβέρνησιν, περιῆλθεν ὅμως εἰς τὴν δημοσιότητα κυρίως διὰ τοῦ περὶ Ἑλληνικῆς ὀρθογραφίας ἄρθρου τοῦ ᾽Αναγνωστοπούλου ἐν τῆ Μεγ. ῾Ελλην. ᾽Εγκυκλοπαιδείᾳ (τομ. 10, σελ. 716-717). Εἰς τὸ τονικὸν ζήτημα, (ἀλλὰ καὶ εἴς τινα ἄλλα) δὲν συνεφώνησα ἐγὼ μὲ τοὺς τρεῖς φιλολόγους συναδέλφους, εἰσηγουμένου δηλαδὴ τοῦ μακαρίτου ᾽Αναγνωστοπούλου προετάθη ἡ ἁπλοποίησις τοῦ τονισμοῦ διὰ τῆς γνωστῆς προτάσεως τοῦ ἀοιδίμου Χατζιδάκι. ῞Οτι ἐγὼ δὲν ἀποδέχθην τοῦτο τὸ ἀναφέρει ρητῶς ὁ ᾽Αναγνωστόπουλος εἰς τὸ ἄρθρον του. ᾽Αλλὰ περὶ τούτων δὲν εἰναι τοῦ παρόντος. Εἶναι διὰ τοῦτο ἄδικος καὶ πειρακτικὴ ἡ μομφὴ ὅτι συναπεφάσισα μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα μέλη τῆς ᾽Επιτροπείας νεωτερισμοὺς τοὺς ὁποίους κατόπιν ἠρνήθην (Τριανταφυλίδη, ῾Η ᾽Ακαδ. καὶ τὸ γλωσσ. ζήτ. σελ. 47), ὡς ἐὰν ἔπρεπε πᾶσα διαφωνία ἐν τῇ ᾽Επιτροπῇ νὰ διακωδωνισθῇ διὰ νὰ τὴν μάθῃ ὅλος ὁ κόσμος. Φαντάζομαι ὅμως ὅτι μὲ τὴν πεῖραν τὴν ὁποίαν θὰ ἀπέκτησεν ὁ καθ. Τριανταφυλλίδης τώρα μὲ τὴν σύνταξιν τῆς λεγομένης ρυθμιστικῆς Γραμματικῆς θὰ ἤλλαξε εἰς πολλὰ γνώμην.

᾽Ολίγον ἀνωτέρω ἀνέφερα γνώμην τοῦ P. Maas διὰ τὸ τονικόν μας σύστημα. Παρ᾿ αὐτῷ ἐμαθήτευσε καὶ ὁ νῦν συνάδελφος ᾽Ιω. Κακριδῆς καθώς νομίζω μάλιστα συγχρόνως, καὶ ὁ μακαρίτης ᾽Ιω. Συκουτρῆς. Θεωρῶ ἐπίκαιρον νὰ κάμω ἐδῶ μικρὰν παρέκβασιν σχετικῶς μὲ τοὺς δύο τούτους φιλολόγους. Τὸν νῦν συνάδελφον ᾽Ιω. Κακριδῆν ἐγνώρισα πρὸ πολλῶν ἐτῶν, νομίζω τὸ 1928 ἢ 1929, ἐν Βερολίνῳ. Εἶχε σταλῆ εἰς Γερμανίαν ὑπότροφος τοῦ Πανεπιστημίου μας πρὸς εὐρυτέρας φιλολογικὰς σπουδάς. Ἦτο φιλομαθὴς καὶ ἐπιμελής, ἐμαθήτευε δὲ ἐκεῖ καὶ παρ᾿ ἄλλοις τῶν ἐπιφανῶν καθηγητῶν, τῆς μακαριστῆς ἐκείνης ἐποχῆς καὶ παρὰ τῷ γνωστῷ εἰς ὅλους μας μετρικῷ καὶ βυζαντινολόγῳ Paul Maas, ὁ ὁποῖος ἦτο τότε ἔκτακτος καθηγητής. ῎Ισως ἡ παρὰ τῷ Maas μαθητεία του νὰ συνετέλεσεν εἰς τὸ νὰ ἀσχοληθῇ ἰδιαιτέρως μὲ τὴν μετρικήν. ῾Η παρὰ τῷ αὐτῷ διδασκάλῳ μαθητεία τοῦ ᾽Ιω. Συκουτρῆ παρέμεινεν ὡς πρὸς τοῦτο ἀτελεσφόρητος, διότι ὁ Συκουτρῆς δὲν ἐδείκνυε ἰδιαιτέραν κλίσιν πρὸς μελέτην τῶν ποιητῶν, ἠσχολεῖτο δὲ κυρίως μὲ τοὺς πεζούς, μὲ τοὺς ᾽Αττικοὺς ρήτορας διὰ τοὺς ὁποίους βεβαίως καὶ ἡ μετρικὴ εἶναι ἐνίοτε χρήσιμος (ὡς διὰ τὸν Δημοσθένη κ.λπ.). Δὲν παρασιωπῶ σήμερον γνώμην· τὴν ὁποίαν ἀπὸ πολλῶν ἐτῶν ἔχω σχηματίσει. Φοβοῦμαι δηλαδὴ ὅτι ἡ παρὰ τῷ Maas μαθητεία ἔβλαψεν ἀμφοτέρους τοὺς νεαροὺς ῞Ελληνας φιλολόγους ὑπὸ ἔποψιν φιλολογικῆς ἀνεκτικότητος καὶ πρακτικῆς εὐστροφίας. Οἱ γνωρίσαντες τὸν δύσκολον καὶ στρυφνὸν φιλολογικὸν χαρᾳκτῆρα τοῦ εὐφυοῦς μὲν καὶ πολυμαθοῦς ἀλλὰ μικρολόγου καὶ ἰσχυρογνώμονος διδασκάλου, τοῦ περὶ πᾶν μεμψιμοίρου καὶ ἀπαισιοδόξου, πᾶν δὲ σχεδὸν ἐκδιδόμενον βιβλίον ὡς περιττὸν κρίνοντος καὶ καταδικάζοντος, θὰ ὁμολογήσωσιν ὅτι ἦτο ἥκιστα πρόσφορος πρὸς ἐπιστημονικὴν διαπαιδαγώγησιν ξένων κυρίως ἐπιστημόνων. ῾Ο ἀνὴρ ἴσως ἐπεδίωκε νὰ σχηματίσῃ περὶ ἑαυτὸν «Σχολὴν» (ἀλλὰ δὲν τὸ κατώρθωσε)40, διὰ τοῦτο ξένους νεαροὺς φιλολόγους, εὑρισκομένους ἐν ξένῳ περιβάλλοντι καὶ ἐν νεαρᾷ ἀφελείᾳ ἀπέναντι δὲ Γερμανῶν καθηγητῶν οἱ ὁποῖοι εἰς τὰς μεγάλας πόλεις δὲν εἶναι εὐπρόσιτοι καὶ ἐκ τῶν πολλῶν ἀσχολιῶν των καὶ ἐξ ἄλλων λόγων, ἐσαγήνευε δι᾿ ἐπιδείξεων ἰδιαιτέρου ἐνδιαφέροντος διὰ τὴν φιλολογικήν των πρόοδον καὶ τὸν ἐπιστημονικὸν καταρτισμὸν αὐτῶν. Οἱ ἀκροαταί του ποτὲ δὲν ἦσαν πολλοί, διότι ἦτο δύσληπτος ἕνεκα φυσικοῦ ἐλαττώματος εἰς τὴν προφοράν. Δι᾿ ὅλων τούτων δὲν θέλω νὰ εἴπω ὅτι ἡ γενομένη ἐπίδρασις εἶναι τόσον μεγάλη καὶ βαθεῖα ὥστε νὰ εἶναι διαρκὴς καὶ ἀνεξίτηλος, ἀφοῦ μάλιστα ὁ μαθητὴς ἔγινεν ἤδη φιλολογικῶς αὐτοτελὴς ἐν τῇ ἐπιστημονικῇ ἱεραρχίᾳ καὶ ἰσόβαθμος πρὸς τὸν σκληρῶς δοκιμασθέντα ἄλλοτε διδάσκαλόν του41. ᾽Οφείλει τις ἄλλως τε νὰ μὴ ἀρνηθῇ ὅτι ἔχει ἤδη ἀποκτήσει κάποιον ὄνομα ἐν τῇ ἐπιστήμῇ διὰ τῶν ἐργασιῶν τὰς ὁποίας ἐδημοσίευσε, καὶ αἱ ἀπόψεις του περί τινων ζητημάτων (παραδ. χάριν τῶν ῾Ομηρικῶν), ἐξετάζονται καὶ συζητοῦνται ὑπὸ σπουδαίων Γερμανῶν φιλολόγων, ἔστω καὶ ἂν δὲν γίνονται ἀποδεκταί42. Διὰ τῆς συνεργασίας του δὲ εἰς ξένα περιοδικὰ (Gnomon κτλ.) εἰς ζητήματα γενικωτέρας φιλολογικῆς σημασίας (῾Ομηρικά, μετρικὰ κτλ.) ἀποδεικνύεται ὅτι τυγχάνει ἀποδοχῆς ἐν Γερμανίᾳ ἡ φιλολογική του ἀξία καὶ κρίσις.

Ἀλλὰ διατί νὰ στρεφώμεθα μόνον ἐναντίον τοῦ σημερινοῦ συναδέλφου καὶ νὰ λησμονῶμεν ὅτι ἐπὶ δεκαπέντε ἔτη κωφοὶ καὶ ἄλαλοι ἠνέχθημεν ἄλλον ἐκλιπόντα συνάδελφον τοῦ αὐτοῦ ἀκριβῶς μαθήματος, φιλόλογον πολὺ κατωτέρας ἀξίας, τὸν Π. Λορεντζᾶτον, ὅστις καὶ κατὰ τὴν πανεπιστημιακήν του διδασκαλίαν καὶ κατὰ τὰς ἐξετάσεις, τμηματικὰς καὶ πτυχιακάς, ὠργίαζεν ὡς πρὸς τὴν χρῆσιν καὶ κατάχρησιν τοῦ δημώδους ἐκείνου ἰδιώματος τὸ ὁποῖον ὁ ἴδιος εἶχε δι᾿ ἰδίαν χρῆσιν ἑπινοήσει: Μὴ δὲν ἐτύπωσε καὶ αὐτὸς βιβλία «ἐπιστημονικὰ» εἰς τὴν δημώδη καὶ δὲν ἐζήτησε νὰ ἐμπήξῃ τὸ ἐγχειρίδιόν του καὶ εἰς αὐτὴν τὴν σύνταξιν τῆς ἀρχαίας γλώσσης, μεταφράζων σχεδὸν κατὰ λέξιν ξένον σύντομον βιβλίον περὶ τῆς συντάξεως τῆς ἀρχαίας ῾Ελληνικῆς; Διηγοῦνται περὶ αὐτοῦ ὅτι κατά τινα παράδοσίν του ἐκ παραδρομῆς μετεχειρίσθη, μεταφράζων, τὴν γενικὴν βασιλέως ἀντὶ βασιλιᾶ καὶ ἐκτύπα τὸ κεφάλι του δι᾿ αὐτὸ ἐνώπιον τῶν φοιτητῶν καὶ ἐπήγαινε καὶ ἤρχετο ἐπὶ τῆς ἕδρας ζητῶν συγγνώμην διὰ τὸ ἔγκλημα τὸ ὁποῖον εἶχε κάμει! Πρὸ τοῦ διορισμοῦ του εἰς τὸ Πανεπιστήμιον δὲν ἤθελε, —καθ᾿ ὅσον γνωρίζω,— νὰ θεωρῆται δημοτικιστής. ῎Επειτα ἐξεκολάφθη.

Θὰ ἤμην πάντως ἐγὼ ὁ τελευταῖος ὁ ὁποῖος θὰ προέτρεπόν τινα νὰ ἐκδώσῃ βιβλίον μὲ τονικὸν σύστημα διάφορον τοῦ παραδεδομένου43. Φαντάζομαι ὅτι καὶ ὁ συνάδελφος Ἰω. Κακριδῆς δὲν θὰ ἀνελογίσθη, ὅτι θὰ γεννηθῇ ἐκ τῆς τοιαύτης ἐκδόσεως τόσον μεγάλη ταραχὴ καὶ τόσος θόρυβος σήμερον μάλιστα ὅτε ἔχομεν ἀνάγκην ἡσυχίας ὡς ἐκ τῶν συνθηκῶν ὑφ᾿ ἃς διατελοῦμεν. Διότι καὶ ὁ ἴδιος θὰ ᾐσθάνθη συγκινήσεις καὶ στενοχωρίας ἐκ τοῦ ζητήματος τούτου μὲ ἀντίκτυπον μάλιστα ὑλικῶν ζημιῶν καὶ πρὸ πάντων ἠθικῶν ἐνοχλήσεων καὶ παρεξηγήσεων. Ἂν ἐτύπωνε τὸ βιβλίον του ὅπως συνήθως τοῦτο δὲν θὰ παρῆγε κανένα θόρυβον. ῞Οπως βέβαια, ὀφείλει τις νὰ ὁμολογήσῃ, δὲν θὰ ἠγείρετο θόρυβος ἐὰν τυχὸν ἐγράφετο μὲν εἰς καθαρεύουσαν ἀλλὰ μὲ σύστημα ἄνευ τόνων καὶ ψιλῆς44.

Ὁ μνημονευθεὶς ἀνωτέρω μακαρίτης ᾽Ιωάννης Συκουτρῆς (1901-1937) ὑπῆρξε πολὺ συντηρητικώτερος τοῦ συναδέλφου ᾽Ιω. Κακριδῆ εἰς τὸ ζήτημα τῆς γραφομένης γλώσσης καὶ εἰς τὸ τονικὸν ζήτημα. ᾽Εκ τῶν πολλῶν τὰ ὁποῖα ἐδημοσίευσε κατὰ τὸ ὀλίγον διάστημα τῆς δράσεως τὸ ὁποῖον ἡ Μοῖρα καὶ οἱ ἄνθρωποι τὸν ἄφησαν νὰ ζήσῃ, καταφαίνεται ὅτι καὶ εἰς τὸ γλωσσικὸν ζήτημα ἐπρέσβευε μετριοπαθεῖς ἀρχὰς χειριζόμενος δεξιῶς καὶ κατὰ φυσικὸν τρόπον τὴν ἁπλῆν καθαρεύουσαν45. Οὐδέποτε ἀνεφάνη παρ᾿ αὐτῷ ζήτημα τονικὸν οὐδὲ ἔδωκε, καθ᾿ ὅσον γνωρίζω, νύξιν εἰς τοιαύτην τινὰ συζήτησιν ἀνατρεπτικὴν τῶν καθεστώτων. Εἴμεθα εὐγνώμονες εἰς τὸν συνάδελφον ᾽Ιω. Κακριδῆν διότι ἔγραψε μίαν ὡραίαν καὶ λεπτομερῆ νεκρολογίαν τοῦ ἐκλιπόντος εἰς τὰ Jahresberichte τοῦ Bursian. ᾽Εγὼ εἶπόν τινα ἐν τῆ συνεδρίᾳ τῆς ᾽Ακαδημίας τῆ 21τῃ ᾽Οκτωβρίου 1987 (Λόγοι τόμ. 12ος 1937 σελ. 69-73) ἕνα μῆνα ἀκριβῶς μετὰ τὸν θάνατόν του. Τὸ ὑπ᾿ αὐτοῦ φιλοπονηθὲν τεῦχος τῆς ἐκδόσεως τοῦ Δημοσθένους καὶ πρὸ παντὸς ἡ ἔκδοσις τοῦ Πλατωνικοῦ Συμποσίου θὰ περιποιοῦν πάντοτε τιμὴν εἰς τὸ ὄνομά του καὶ εἰς τὴν ῾Ελληνικὴν φιλολογικὴν Ἐπιστήμην46. Τοῦτο πρέπει τέλος πάντων τώρα μετὰ τὸν θάνατόν του νὰ ἀναγνωρισθῇ καὶ παρ᾿ ἡμῖν ὅπου δὲν εἶναι εὔκολον εἰς κάθε φιλόλογον νὰ παρασκευάσῃ τοιαύτην ἔκδοσιν, ἀπαιτοῦσαν μεγάλην φιλολογικὴν καὶ φιλοσοφικὴν προπαιδείαν.

Μεταξὺ τῶν λεγομένων ὅτι ἐπιδοκιμάζουσι τὴν κατάργησιν τῶν τόνων καὶ τῶν πνευμάτων φέρεται καὶ «ὁ γνωστότατος ἀρχαιολόγος Χρ. Τσούντας. Τῳόντι ἐν Δελτ. ᾽Εκπ. ῾Ομ. 3,326 ἀναδημοσιεύεται ἐπιστολή του εἰς τὴν ὁποίαν μεταξὺ ἄλλων λέγει μὲν ὅτι δέχεται «ἀδιστάκτως τὴν κατάργησιν τῶν τόνων καὶ τῶν πνευμάτων» ἐπιφέρει ὅμως «ἂν καὶ τὰ σημεῖα αὐτὰ καθιέρωσεν ἡ χρῆσις τόσων αἰώνων, ἡ κατάργησίς των δὲ δυνατὸν νὰ ἔχῃ καί τινα ἐνοχλητικὰ ἐπακόλουθα». Προχωρῶν μάλιστα κατωτέρω λέγει ὅτι «ἡ Πολιτεία ὀφείλει νὰ μελετήσῃ σοβαρῶς τὰς γνώμας τοῦ Γ. Παπασωτηρίου (ἴδε Δίκην τῶν τόνων, σελ. 80· 132. 249 κτλ.), τοῦ Γ. Χατζιδάκι καὶ τῶν δημοδιδασκάλων, οἵτινες ἀπαιτοῦσι τὴν ἀπαλλαγὴν τῶν βιβλίων, τοῦ δημοτικοῦ σχολείου τοὐλάχιστον, ἀπὸ τῶν τόνων καὶ τῶν πνευμάτων». ᾽Εννοεῖται ὅτι ὁ Τσούντας εἰς τὸ ὡραῖον καὶ ὠφέλιμον βιβλίον τὸ ὁποῖον ἀπερχόμενος μᾶς ἐχάρισε περὶ τῆς «῾Ιστορίας τῆς ἀρχαίας ῾Ελληνικῆς Τέχνης», οὐδεμίαν, οὐδὲ τὴν ἐλαχίστην, τονικὴν ἢ ἄλλην μεταρρύθμισιν ἐζήτησε νὰ ἐφαρμόσῃ, τοὐναντίον φαίνεται ἐν αὐτῷ ὡς πρὸς τὰ τονικὰ ζητήματα περιδεῶς φυλάττων τὰ παραδεδόμενα47 γράφει δὲ καὶ μίαν ἁπλῆν καὶ ρέουσαν καθαρεύουσαν ἀντικατοπτρίζουσαν τὸ ἤρεμον καὶ πρᾷον ἦθος του.

Ὁ συνάδελφος ᾽Ιω. Κακριδῆς διατείνεται (Δίκη σελ. 3) ὅτι «μία ἁπλοποίησις τονικὴ θὰ ἐνίσχυε καὶ τοὺς ἐθνικοὺς δεσμοὺς τῶν ῾Ελλήνων, διότι θὰ ἔπαυε τὸ χάος τῆς σημερινῆς ὀρθογραφίας». Τοιοῦτόν τι, ἐγὼ δὲν δύναμαι νὰ ἐννοήσω, ὅτι δηλαδὴ τὸ «χάος τῆς ἀνορθογραφίας» θὰ ἔπαυε διὰ τῆς καταργήσεως τῶν τόνων, ἀφοῦ θα ἔμενον τὰ φωνήεντα καὶ τὰ σύμφωνα καὶ ἡ ὀρθογραφία των εἰς τὰς λέξεις. ῾Υποθέσατε ὅμως πρὸς στιγμὴν ὅτι καταργοῦνται οἱ τόνοι εἰς τὰ Δημοτικὰ σχολεῖα. Οἱ πλεῖστοι τῶν ἀποφοίτων τῶν σχολείων τούτων δὲν προχωροῦσι καὶ εἰς τὰ ἀνώτερα σχολεῖα, ὅπου κατ᾿ ἀνάγκην πρέπει νὰ διδάσκωνται τὰ τονικὰ σημεῖα καὶ τὰ πνεύματα, ἐξέρχονται λοιπὸν εἰς τὸν πρακτικὸν βίον καὶ γράφουσιν ὡς ἔμαθον ἄνευ τόνων ἢ μὲ ἕνα μόνον τόνον. Θὰ εἶναι ὅμως τότε συχνὰ ὑποχρεωμένοι ὄχι μόνον βιβλία ἀλλὰ καὶ ἔγγραφα μὲ τόνους νὰ ἀναγινώσκουν, καὶ νὰ ἀντιγράφουν, θὰ μεταφέρουν δὲ τότε συχνάκις τὰ τονικὰ σημεῖα των καὶ εἰς τὴν ἰδίαν των γραφήν. Εἰναι εὔκολον νὰ φαντασθῇ κανεὶς τί «χάος» καὶ τί ἀκαταστασία θὰ δημιουργηθῇ εἰς τὸ γράψιμον καὶ εἰς τὰς κεφαλάς των. Τὰς δυσκολίας ταύτας θὰ σκέπτωνται καὶ οἱ θιασῶται τῆς τονικῆς ἁπλοποιήσεως καὶ διὰ τοῦτο, καὶ ὡς ἀνωτέρω παρετηρήθη, κηρύττουσιν (Τριανταφ. ᾽Ορθογρ. 77) ὅτι ἓν εἶναι τὸ ριζικὸν ἰατρικὸν ἡ τελεία κατάργησις τῶν πνευμάτων ἢ νὰ διατηρηθῇ μόνον ἡ ὀξεῖα διστάζουν ὅμως οἱ ἴδιοι πρὸ τῆς ἐφαρμογῆς του «φοβοῦμαι μήπως δὲν εἶναι σκόπιμο νὰ ἐπιδιώξῃ ὁ δημοτικισμὸς τὴ μεταρρύθμιση αὐτή»· —«διὰ νὰ μὴ δυσφημιστῇ».

Οἱ ἴδιοι γνωρίζουν ὅτι καὶ ἄλλοι λαοὶ ἔχουν δυσκολίας εἰς τὴν ὀρθογραφίαν τῆς γλώσσης των, καὶ δὲν ζητοῦν οἱ λαοὶ οὗτοι τὴν ἀναστάτωσιν τῶν ἱστορικῶς παραδέδομένων διὰ νὰ εὐκολύνουν τὰ πάντα. Οἱ Γερμανοὶ ἔχουν ἢ εἶχον σύλλογον διὰ τὴν ἁπλοποίησιν τῆς ὀρθογραφίας των (Verein für vereinfachte Rechtschreibung· πρβλ. Τριαντ. ᾽Ορθ. σελ. 115). «Ἐπιδιώκομεν» λέγεται ἐν τῇ σχετικῇ προκηρύξει του «σύστημα γραφῆς τὸ ὁποῖον νὰ ἠμπορῇ εὐκόλως καὶ καλῶς νὰ μανθάνῃ ὄχι μόνον ὁ λόγιος ἀλλὰ καὶ ὁ κοινὸς ἄνθρωπος τοῦ λαοῦ ἐπειδὴ ἡ καθιερωμένη ὀρθογραφία εἶναι τοιαύτη ὥστε νὰ μὴ ἠμπορῇ νὰ τὴν μάθῃ κανεὶς ἀπὸ ἐκείνους ὅσοι δὲν εἶναι εἰς θέσιν νὰ περάσουν ὅλην τὴν νεότητά των εἰς τὰ θρανία τοῦ σχολείου, καὶ ἐδῶ ἀνήκει ἡ μεγάλη πλειοψηφία τῶν συμπολιτῶν μας ἀπὸ τὸν λαόν».

᾽Εκ τῶν ἀνωτέρω συνάγεται πόσον ἄτοπα καὶ ἐθνικῶς ἐπιβλαβῆ ἀποτελέσματα, μὲ γενικωτέραν μάλιστα ἐπίδρασιν, δύναται νὰ ἔχῃ μία τοιαύτη ἐκβολὴ ἢ μεταρρύθμισις τῶν μικρῶν αὐτῶν τονικῶν σημείων, τὰ ὁποῖα τὸ ἡμέτερον ἔθνος γράφει τόσους ἤδη αἰῶνας καὶ ἔγραφεν ἀδιαταράκτως καὶ ὑπὸ δυσμενεῖς συνθήκας, χωρίς ποτε νὰ ἀκουσθῶσι τόσα ὅσα ἐπὶ τῶν «εὐτυχῶν» ἡμῶν ἡμερῶν καὶ εἰς τοιαύτας περιστάσεις ἀκούονται καὶ λέγονται ὡς πρὸς τὸ ζήτημα τοῦτο.

Οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα τοῦ κακοῦ

[Τοῦ Ἄγγελου Ἐλεφάντη, περιοδικὸ «Ὁ Πολίτης», τ. 25, Μάρτιος-Ἀπρίλιος 1979.]

Ἄμεση καὶ ἐπιτακτικὴ ἀνάγκη θεώρησαν τὴν ἁπλοποίηση τοῦ τονικοῦ μας συστήματος οἱ συνδικαλιστικοὶ ἐκπρόσωποι τῶν ἐκπαιδευτικῶν ὄλης τῆς χώρας, δηλαδὴ ἡ Διδασκαλικὴ Ὁμοσπονδία Ἑλλάδος, ἡ Ὁμοσπονδία Λειτουργῶν Μέσης ᾽Εκπαιδεύσεως καὶ ἡ Ομοσπονδία ᾽Ιδιωτικῶν ᾽Εκπαιδευτικῶν Λειτουργῶν Ἑλλάδος. Οἱ τρεῖς ὀργανώσεις σὲ συγκέντρωση ποὺ ὀργάνωσαν στὶς 2.4.79 στὸ Πολυτεχνεῖο, (ὁμιλητὲς ἧταν ὁ καθηγητὴς κ. ᾽Εμμ. Κριαρᾶς καὶ ἡ ψυχολόγος κ. Ἐλπίδα Καλύβα), σὲ σχετικό τους ψήφισμα τονίζουν ὅτι ἡ μεταρρύθμιση τοῦ τονικοῦ συστήματος ἐπιβάλλεται διότι:

  1. Καμιὰ ἱστορικὴ συνέπεια δὲν ἐπιβάλλει τὴ διατήρηση τοῦ πολυτονισμοῦ γιατὶ αὐτὸ εἶναι μεταλεξανδρινὸ κατάλοιπο καὶ δὲν ἀποτελεῖ κλασική μας παράδοση.
  2. Ἡ ποικιλία τῶν τριῶν τόνων δἐν ἐξυπηρετεῖ κανένα πρακτικὸ σκοπὸ καὶ καμιὰ γλωσσικὴ ἀνάγκη.
  3. Ἡ ἐκμάθηση τῶν κανόνων τοῦ τονισμοῦ στερεῖ ἀπὸ τὰ παιδιὰ χρόνο καὶ δυνάμεις, ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ διατεθοῦν γιὰ ἄλλη, οὐσιαστικὴ μόρφωση.
  4. Ἡ μηχανικὴ ἀπομνημόνευση ἄχρηστων τύπων μαραίνει τὸ πνεῦμα, δεσμεύει τὴ σκέψη, ναρκοθετεῖ τὴ μάθηση καὶ κλονίζει τὴν ἐμπιστοσύνη τῶν παιδιῶν πρὸς τὸ Σχολεῖο καὶ τὴ φυσική τους ἔφεση γιὰ μάθηση.
  5. Ἡ χρήση τῶν τόνων ἔξω ὑπὸ τὸ Σχολεῖο ἐπιβαρύνει τὴν οἰκονομία μὲ ἀνυπολόγιστη δαπάνη σὲ χρῆμα καὶ χρόνο ἐργασίας.
  6. Τὴν τονικὴ μεταρρύθμιση τὴ ἔχουν ἤδη ἀποδεχτεῖ καὶ ἐν μέρει τὴν ἔχουν ἐφαρμόσει πλῆθος παράγοντες (συγγραφεῖς, ἡμερήσιος καὶ περιοδικὸς τύπος).

Γιὰ τοὺς παραπάνω λόγους, τονίζεται στὸ ψήφισμα, οἱ τρεῖς συνδικαλιστικὲς ὀργανώσεις «ἀπαιτοῦν ἀπὸ τὸ κράτος νὰ ἀπαλλάξει τὴν ἐκπαίδευση καὶ τὸ λαὸ ἀπὸ ἕνα ἐπιζήμιο βάρος».

Τὸ ψήφισμα αὐτὸ τῶν τριῶν ὀργανώσεων ἔχει ἰδιαίτερη σημασία. Πρέπει νὰ προσεχτεῖ καὶ νὰ συζητηθεῖ, ὄχι γιατὶ θέτει τὸ ζήτημα τῆς ἐφαρμογῆς τοῦ μονοτονικοῦ συστήματος — ἕχει τεθεῖ ἀπὸ χρόνια πολλὰ — ἀλλὰ γιατὶ συμπυκνώνει ἐπιγραμματικὰ τὸ σύνολο τῶν ἐπιχειρημάτων ποὺ κατὰ καιροὺς ἔχουν διατυπωθεῖ καὶ ἑπομένως παρέχει συγκεκριμένη βάση γιὰ τὴ συζήτησή του. Καὶ γιὰ ἕνα ἄλλο λόγο, πιὸ σημαντικό: διότι ἀποτελεῖ θέση, πολιτικὴ θέση ἐννοῶ, τῶν τριῶν συνδικαλιστικῶν ὁργανώσεων ποὺ τὰ μέλη τους (καθηγητὲς μέσης ἐκπαιδεύσεως, δάσκαλοι δημοσίων καὶ ἰδιωτικῶν, νηπιαγωγοί, κ.λπ.), μαθαίνουν γράμματα στὰ παιδιὰ — καὶ πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα γραφὴ καὶ ἀνάγνωση. Καὶ ἐπειδὴ ἡ ἄποψη τῶν λειτουργῶν τῆς ἐκπαίδευσης βασίζεται σὲ μιὰ ἀντικειμενικὴ ἁρμοδιότητα ἕχει πολὺ μεγαλύτερη σημασία ἀπὸ τὶς γνῶμες ἐπιστημόνων ποὺ ἐκφράστηκαν ὑπὲρ τοῦ μονοτονισμοῦ.48 (ἱστορικῶν, φιλολόγων, ψυχολόγων κ.λπ.) καὶ μετράει περισσότερο, ἀπὸ τὴν ἐφαρμογὴ τοῦ μονοτονικοῦ συστήματος ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες ἡμερήσιες ἐφημερίδες.

Δικαίωμα τῆς ἰδιωτικῆς πρωτοβουλίας — κρινόμενο πάντως τυπικὸ δικαίωμα — εἶναι νὰ μὴ χρησιμοποιεῖ τὴν δασεία ἢ τὴν περισπωμένη, νὰ ἐφαρμόζει ὅποια ὁρθογραφία θεωρεῖ σωστή, νὰ ἀδιαφορεῖ ἀκόμα καὶ γιὰ τὰ ὀρθογραφικὰ λάθη. Καὶ ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν ἄποψη εἶναι δικαίωμα τῶν ἐφημερίδων ἣ ὁποιουδήποτε ἄλλου νὰ ἐφαρμόζει ὅποιο σύστημα τονισμοῦ ἐπιλέγει, νὰ τὸ βαφτίζει «μονοτονικό» καὶ νὰ τὸ παρουσιάζει σὰν «ἐθνικὴ ἀναγκαιότητα». Στὴ περίπτωση ὅμως τῶν τριῶν συνδικαλιστικῶν ὀργανώσεων τὸ θέμα δὲν μπορεῖ νὰ τεθεῖ μὲ ὅρους δικαιώματος. Γιατὶ πρὶν ἀπὸ τὴν ἄσκηση τοῦ δικαιώματος, τὴν κατηγορηματικὴ ἀπόφανση ἢ τὴν τελειωμένη ἀπόφαση, ὅλοι θὰ εἴχαμε τὴν ἀξίωση ἀπὸ τὶς δημοκρατικὲς - συνδικαλιστικὲς ὀργανώοσεις ζητήματα ποὺ δὲν ἀφοροῦν μόνο τὰ μέλη τους καὶ δὲν ἀναφέρονται στὶς ἐπαγγελματικές τους διεκδικήσεις νὰ μὴν ἀντιμετωπίζονται μὲ συνδικαλιστικὲς διαδικασίες καὶ νὰ μὴ «λύονται» διὰ ἀνατάσεως τῆς χειρός. Διότι ἡ ὀρθογραφία καὶ ἡ γραφὴ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας ἀφορᾶ ὅλους τοὺς Ἕλληνες, παιδιὰ καὶ μεγάλους, μορφωμένους καὶ ἀμόρφωτους, δεξιοὺς καὶ ἀριστερούς, σημερινοὺς καὶ αὐριανούς, γιατὶ ὅλοι γράφουμε καὶ διαβαζουμε λίγο ἢ πολὺ καί, ἴσως, οἱ ἐπερχόμενοι περισσότερο ἀπὸ μᾶς. Θὰ περιμέναμε, λοιπόν, πρὶν ἀπαγγελθοῦν οἱ θέσεις καὶ οἱ ἀπαιτήσεις, πρὶν νὰ ὑπάρξουν οἱ ἀποφάσεις τῶν φορέων (ποῦ, κι αὐτὸ ἔχει σημασία, ἀποτελοῦν δημόσιους θεσμοὺς) νὰ προηγηθεῖ ἡ πλατιὰ συζήτηση, ἡ πρόσκληση καὶ ἡ πρόκληση γιὰ τὴν ἕρευνα τοῦ θέματος, θὰ περιμέναμε, λοιπόν, τὸ ἐρώτημα πρὶν ἀπὸ τὴν ἀπάντηση. Κάποιοι γενικότεροι λόγοι ποὺ ἕχουν νὰ κάνουν μὲ τὸ περιεχόμενο τῶν δημοκρατικῶν μας φρονημάτων καὶ τὴ δημοκρατική μας διαπαιδαγώγηση — ποὺ δὲν εἶναι ἀπὸ τὰ μικρότερα καθήκοντα τῶν ἐκπαιδευτικῶν —, κάποιοι λόγοι σήμερα, εἰδικὰ σήμερα, στὸ κλίμα τοῦ γενικοῦ κυβερνητικοῦ αὐταρχισμοῦ, έπιβάλλουν νὰ ἀρνηθοῦμε κατηγορηματικὰ τὰ τετελεσμένα γεγονότα, νὰ ἀρνηθοῦμε τὶς πραγματικότητες ποὺ διαμορφώνονται χάρη στὴ διαδικασία τῶν τετελεσμένων γεγονότων, νὰ ἀρνηθοῦμε τὸν ἑτεροκαθορισμὸ τῶν ἀνθρώπων.

Τὰ προηγούμενα εἶναι οἱ πρῶτες σκέψεις ποὺ ἔρχονται ὅταν βρίσκεται κανεὶς μπροστὰ σὲ ψηφίσματα σὰν κι αὐτὸ τῶν τριῶν ὀργανώσεων ποὺ ζητᾶ τὴν ἐφαρμογὴ τοῦ μονοτονικοῦ συυτήματος.

Ὑπάρχει ὅμως καὶ ἡ ἄλλη πλευρὰ τοῦ ζητήματος: ἡ προτεινόμενη μεταρρύθμιση. Οἱ λόγοι ποὺ προβάλλονται ὑπὲρ τῆς καθιέρωσης τοῦ μονοτονικοῦ μποροῦν νὰ ταξινομηθοῦν σὲ τρεῖς κατηγορίες.

Α. Λόγοι ἱστορικοὶ (σημεῖο 1 τοῦ ψηφίσματος) ποὺ ἀναφέρονται στὴν ἱστορία τῆς γραφῆς καὶ τῆς γλώσσας. Πράγματι οἱ τόνοι δὲν ὑπῆρχαν στὴ γραφὴ τῆς κλασικῆς Ἑλλάδας, πρωτοχρησιμοποιήθηκαν στὴν ἑλληνιστικὴ ἐποχὴ καὶ γενικεύτηκαν κατὰ τὸν 8ο μ.Χ. αἰώνα. Ἄρα, λέει τὸ ψήφισμα, δὲν ἀποτελοῦν στοιχεῖο τῆς κλασικῆς παράδοσης, διότι προφανῶς δὲν προέρχονται ἀπὸ τὴν Ἀρχαία Ἑλλάδα καὶ μάλιστα τὴ κλασική, ποὺ παραμένει πάντα ὁ γνώμονας καὶ τὸ ἰδανικὸ πρότυπο γιὰ καθετὶ ποὺ σήμερα μποροῦμε νὰ σκεφτοῦμε καὶ νὰ θέλουμε. Οἱ τόνοι ὅμως, δὲν ἔχουν τρισχιλιετὴ ἱστορία, δὲ μποροῦν συνεπῶς νὰ θεωροῦνται γνήσια προϊόντα τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος. Ἕχουν ἡλικία μόνο δυὸ χιλιάδων ἐτῶν! Ποῦ ἀκούστηκε προϊὸν μιᾶς τόσο λιγόχρονης ζωῆς νὰ διεκδικεῖ θέση στὴν παράδοσή μας καὶ τὶς ἀξίες τοῦ νεοελληνικοῦ μας πολιτισμοῦ;

Δὲν χρειάζεται νὰ εἶναι κανεὶς μεγάλος ἱστορικὸς ἢ φιλόλογος γιὰ νὰ καταλάβει τὸν καθαρὰ ἰδεολογικὸ χαρακτήρα αὐτοῦ τοῦ ἱστορικοῦ ἐπιχειρήματος. Στὸ ὄνομα τοῦ ἐκσυγχρονισμοῦ ἀλλὰ καὶ τοῦ σεβασμοῦ τῆς παράδοσης ἀνασύρει ἀπὸ τὸ ἀνεξάντλητο ἀποθεματικὸ τῶν ἰδεολογημάτων τὸν κλασικότερο κλασικισμὸ καὶ τὴν προγονολατρεία. Ἀλλὰ ὅσοι ἐπικαλοῦνται τὴν τρισχιλιετὴ ἱστορία ὡς προϋπόθεση τῆς ἐγκυρότητας καὶ ἀξίας ἑνὸς στοιχείου τῆς παράδοσης, τότε τί θὰ ποῦνε γιὰ ἄλλα στοιχεῖα, ποὺ τὰ διεκδικοῦν ἐπίσης, καὶ ποὺ ἡ ἡλικία τους εἶναι μόλις ἑνὸς αἰώνα ἢ μερικῶν δεκαετιῶν;

Ἡ ἱστορία, ὅταν πάει νὰ δικαιώσει τὴ χρήση τοῦ μονοτονικοῦ, δύσκολα κρύβει τὸ χρησιμοθηρικό της χαρακτήρα καὶ δὲν εἶναι παρὰ ἐπίχρισμα ἱστορικότητας σὲ μιὰ σαθρὴ ἐπιχειρηματολογία. Σὲ τελευταία ἀνάλυση αὐτὴ ἡ ἀπρόσμενη ἀναβίωση τοῦ κλασικισμοῦ, ἀπ᾿ ἀφορμὴ τοὺς τόνους, δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ καταραμένο «ἀπὸ ἀρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερον». Εἶναι ἡ μονιμότητα καὶ ἡ ὑπερβατικότητα τοῦ ἀρχαίου πνεύματος πού, γιὰ νὰ χρησιμοποιήσω τὰ λόγια τοῦ ψηφίσματος «μαραίνει τὸ πνεῦμα, δεσμεύει τὴ σκέψη, ναρκοθετεῖ τὴ μάθηση καὶ κλονίζει τὴν ἐμπιστοσύνη τῶν παιδιῶν πρὸς τὸ σχολεῖο». ᾽Εδῶ, θὰ εἶχαν πολλὰ νὰ ποῦν οἱ ἐκπαιδευτικοί, οἱ προοδευτικοὶ ἐκπαιδευτικοί, ἀπὸ τὴν καθημερινή τους πείρα.

Ἀντίθετα τὸ ἱστορικὸ «ἐπιχείρημα» καλύπτει μιὰν ἄλλη πραγματικότητα: τὴν ἱστορικὴ ἐξέλιξη τῶν συμβόλων τῆς γραφῆς, μιᾶς κοινωνικῆς σύμβασης τελικὰ ποὺ εἶναι ἡ γραφὴ καὶ ἡ ὀρθογραφία. Ἡ ἱστορικὴ ἐξέλιξη μᾶς κληροδότησε λοιπὸν — κι ἐδῶ ἂς μὴ ἀναζητήσει κανεὶς τὸ «λάθος» τῆς ἱστορίας — τὴν ἱστορικὴ ὀρθογραφία, τὰ σημερινὰ σύμβολα, ποὺ στὴ συνάθρωσή τους δίνουν τὴ γραφικὴ παράσταση τῶν λέξεων, τὴν εἰκόνα τους. Οἱ εἰκόνες αὐτὲς ποὺ ἔχουν καὶ μιὰ αἰσθητικὴ ἰδιοτυπία ἄρα καὶ πολιτιστικὴ ἀξία στὸ βαθμὸ ποὺ διαφέοουν ἀπὸ ἄλλες γραφές, ὑπάοχουν μαζὶ μὲ τοὺς τόνους καὶ τὰ πνεύματα — ὄχι χωρὶς αὐτούς. Μέσα ἀπὸ ἀσυνείδητες ψυχολογικὲς διαδικασίες τὶς ἔχουμε ἐσωτερικεύσει καὶ τὶς ἀναπαράγουμε καθημεοινά, τὶς ἀναγνωρίζουμε καὶ ἀναγνωριζόμαστε σ᾿ αὐτές. Οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα, μαζὶ μὲ ὅλα τὰ ἅλλα στοιχεῖα τῆς ἱστορικῆς ὀρθογραφίας καὶ τῆς γραφῆς, χρησιμεύουν στὴν ἀσυνείδητη καὶ αὐτόματη ἀναγνώριση τῆς εἰκόνας τῆς λέξης καὶ συνάμα, ἀναγνωρίζονται ὅλα ὅσα μπορεῖ νὰ σημαίνει νοηματικά, ἐκφραστικὰ καὶ συγκινησιακά.

Τὸ πρόβλημα ἅλλωστε ἔχει νὰ κάνει μὲ τὸ συνολικὸ σύστημα τῆς ἱστορικῆς ὀρθογραφίας. Γιατὶ ἀπὸ πρακτικὴ ἄποψη, ἀντιστοιχίας δηλαδὴ τοῦ φωνολογικοῦ συστήματος τῆς γλώσσας καὶ τῆς ὀρθογραφίας της, οὔτε τὸ η οὔτε τὸ ω οὔτε τὸ ει ἢ τὸ αι χρειάζονται μιὰ καὶ δὲν άντιστοιχοῦν πιὰ σὲ διαφοροποιημένους φθόγγους. Κι αὐτὰ τὰ σύμβολα ἀποτελοῦν ἄχρηστους τύπους. Θὰ ἕπρεπε μήπως νὰ ἀναθεωρηθεῖ ὁλόκληρη ἡ ἱστορικὴ ὀρθογραφία; Φοβᾶμαι ὅτι ἂν κάτι τέτοιο δὲν προτείνεται εἶναι γιατὶ θὰ ξεκόβαμε ἀπὸ τὴν κλασική μας παράδοση, ποὺ βέβαια χρησιμοποιοῦσε η, ω, ει, αι, κ.λπ. Γιὰ χατήρι της ἐδῶ ξεχνᾶμε τὰ παιδιὰ καὶ μποροῦμε ἄνετα νὰ τὰ βασανίζουμε μὲ τὴν ἐκμάθηση «ἅχρηστων τύπων» ποὺ δὲν ἐξυπηρετοῦν κανένα πρακτικὸ σκοπὸ καὶ καμιὰ γλωσσικὴ ἀνάγκη ὅπως λέει καὶ τὸ ψήφισμα.

Β. Λόγοι παιδαγωγικοί (σημεῖα 2, 3 καὶ 4 τοῦ ψηφίσματος). ᾽Εδῶ τὸ ζήτημα ξαφνικὰ χάνει τὸ ἱστορικὸ - φιλολογικό του χαρακτήρα καὶ γίνεται ἐκπαιδευτικό. Οἱ συντάκτες τοῦ ψηφίσματος ἐπικαλούμενοι, προφανῶς, τὴν ἐκπαιδευτική τους ἐμπειρία — πλούσια σὲ ἀπογοητεύσεις, φαντάζομαι — θεωροῦν ὅτι ἡ ἐκμάθηση τῶν πολύπλοκων κανόνων τονισμοῦ στερεῖ ἀπὸ τὰ παιδιὰ χρόνο, «μαραίνει» τὸ πνεῦμα, «δεσμεύει» τὴ σκέψη. Καὶ σίγουρα, πρέπει νὰ ἀκούσουμε προσεκτικὰ τὴ φωνὴ τῶν ἐκπαιδευτικῶν, ἰδιαίτερα τῆς κατώτερης ἐκπαιδευτικῆς βαθμίδας, ὅταν καταγγέλλουν τὴ μηχανικὴ ἀπομνημόνευση, ἀπὸ τὴν ὁποία ὅλοι ὑποφέραμε καὶ τὰ σημερινὰ παιδιὰ συνεχίζουν νὰ ὑποφέρουν. Θὰ ἔλεγα ὅμως ὅτι ἀπὸ τὴ μηχανικὴ ἀπομνημόνευση ὅχι μόνο τῶν ἅχρηστων τύπων ἀλλὰ καὶ τῶν χρήσιμων καὶ τῶν χρησιμότατων.

Ἐφόσον στὸ Σχολεῖο ἐπικρατεῖ τὸ καθεστὼς τῆς μηχανικῆς ἀπομνημόνευσης — καὶ φαίνεται ὅτι ὄντως ἐπικρατεῖ, ἀφοῦ ἡ καταγγελία βγαίνει ἀπὸ τὰ πιὸ ἀρμόδια καὶ ὑπεύθυνα χείλη, τοὺς ἐκπαιδευτικοὺς — τότε σὲ τίποτε δὲν θὰ μᾶς χρησίμευε ἡ κατάργηση τῶν «ἄχρηστων κανόνων». Γιατὶ ἕνα γενικότερο πρόβλημα ἐκπαιδευτικῆς ἀγωγῆς, ἕνα πρόβλημα σωστῶν παιδαγωγικῶν μεθόδων γιὰ τὴν ἐκμάθηση τῆς διδακτέας ὕλης δὲν μπορεῖ νὰ ἀναχθεῖ σὲ πρόβλημα ἐκμάθησης τῶν ἐλάχιστων ἄλλωστε, κανόνων ὀρθογραφίας ποὺ σχετίζονται μὲ τὸ σωστὸ τονισμὸ τῶν λέξεων.

Ἂν κάτι ἐπιβάλλει τὸ καθεστὼς τῆς μηχανικῆς ἀπομνημόνευσης δὲν εἶναι βέβαια οὶ κανόνες τονισμοῦ ἀλλὰ τὸ ἐκπαιδευτικὸ κλίμα, οἱ ξεπερασμένες παιδαγωγικὲς μέθοδοι, οἱ ἱεραρχικὲς σχέσεις, ἡ αὐταρχικότητα τοῦ δασκάλου, οἱ θεσμοὶ καὶ ἡ γενικότερη ὀργάνωση τοῦ σχολείου. Ὅλοι ξέρουμε ὅτι ἡ μάθηση, ἡ ἀγωγή, ἡ μόρφωση, ἡ παιδεία, ἄρα καὶ ἡ ἐκμάθηση γραφῆς καὶ ἀνάγνωσης (ἄρα καὶ τῶν κανόνων τονισμοῦ καὶ ὀρθογραφίας), γιὰ ἕνα παιδὶ ποὺ φεύγει ἀπὸ τὸν ἐγωτικὸ ἑαυτό του τῆς νηπιακῆς ἡλικίας εἶναι ἐπίπονες καὶ καταπιεστικὲς διαδικασίες· ὅτι στὸ σημεῖο αὐτὸ ξετυλίγεται ἡ μεγάλη ἀνθρώπινη τραγωδία ποὺ νόημα καὶ στόχο ἔχει τὸ πέρασμα ἀπὸ τὴ φύση στὴν παιδεία καὶ τὸν πολιτισμό. Οἱ θεσμοὶ ποὺ ὀργανώνουν αὐτὸ τὸ πέρασμα ἀπὸ τὴ φύση στὴ παιδεία, οἱ μορφὲς πρακτικῆς μέσα ἀπὸ τὶς ὁποῖες ὑλοποιεῖται καὶ ἡ ἰδεολογία ποὺ τὶς συγκροτεῖ σὲ σύστημα ἀξιῶν εἶναι καταπιεστικτοὶ καὶ ἀλλοτριωτικοί. Ξέρουμε ἐπίσης, (καὶ ἴσως τὸ θέλουμε) ὅτι οἱ θεσμοὶ αὐτοὶ καὶ οἱ μορφὲς πρακτικῆς μποροῦν νὰ γίνουν λιγότερο ἢ ἐλάχιστα καταπιεστικοὶ καὶ τραυματικοί, πράγμα ποὺ σημαίνει Δημοκρατία στὸ Σχολεῖο, κατάργηση τῶν ἐνοχοποιητικῶν σχέσεων μεταξὺ γονιῶν καὶ παιδιῶν, δασκάλων καὶ μαθητῶν, μαθητῶν καὶ μαθητῶν, κατάργηση τῶν ἱεραρχικῶν σχέσεων στὸ Σχολεῖο, κατάργηση τῶν αὐταρχικῶν μεθόδων καὶ μορφῶν παιδευτικῆς πρακτικῆς. Ξέρουμε ὅτι Δημοκρατία στὸ Σχολεῖο σημαίνει νὰ ξεκινᾶμε ἀπὸ τὸ συγκεκριμένο παιδὶ καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν ἀφηρημένη καὶ ἰσοπεδωτικὴ ἕννοια Παιδί, δηλαδὴ νὰ ξεκινᾶμε ἀπὸ τὶς ἰδιαίτερες εὐαισθησίες, ἀνασφάλειες, φόβους, καὶ ἀντιστάσεις ποὺ τὸ καθένα παρουσιάζει, σεβόμενοι τὶς ἀνάγκες καὶ τὶς δεξιότητές του. Στὸ αἴτημα αὐτὸ ὀρθώνονται ἐμπόδιο οἱ ἀντιδραστικὲς δυνάμεις, ποὺ δροῦν καὶ μέσα στὸ Σχολεῖο καὶ ἔξω ἀπ᾿ αὐτό, θέλοντας νὰ διατηρήσουν τὸ ὑφιστάμενο καθεστὼς ἀγωγῆς, τὶς ὑφιστάμενες σχέσεις ἐξουσίας μέσα στὸ Σχολεῖο, γιατὶ ξέρουν τὴ τεράστια σημασία ποὺ ἔχουν γιὰ τὴ διατήρηση καὶ διάδοση τῆς ἄρχουσας ἰδεολογίας. Αὐτὰ τὰ πράγματα οἱ ἐκπαιδευτικοὶ καὶ οἱ γονεῖς, οἱ δημοκράτες ἐκπαιδευτικοὶ καὶ γονεῖς τουλάχιστο, τὰ ξέρουν πολὺ καλὰ γιατὶ τὰ ζοῦν καθημερινά. Τὰ ξέρουν ἀκόμη καὶ οἱ τρεῖς συνδικαλιστικὲς ὀργανώσεις, ἂν κρίνουμε ἀπὸ ἄλλους ἀγῶνες τους γιὰ τὰ δικαιώματα τῶν ἐκπαιδευτικῶν καὶ τὴν ἀνάπλαση τῆς ἐκπαίδευσης. Ξέρουν καλά, γιὰ παράδειγμα, οἱ ἐκπαιδευτικοὶ — καὶ μερικοὶ μὲν τὸ δέχονται ἐνῶ οἱ δημοκράτες ἀντιδροῦν — ὅτι ὅλο τὸ ἐκπαιδευτικὸ σύστημα βασίζεται στὸ ζεῦγος τιμωρία ἢ ἐπιβράβευση, ψόγος ἢ ἔπαινος. Ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ ὁ κακὸς βαθμός, ἡ ἐπίπληξη, ἡ ἀπόρριψη, ὁ ἐκφοβισμός, ἡ ἀνυποληψία, ὁ κολασμός, ἀπὸ τὴν ἄλλη ὁ καλὸς βαθμός, ὁ προβιβασμός, ἡ ἐπιτυχία, ἡ ἐκτίμηση, τὸ ἄριστα καὶ διαγωγὴ κοσμιωτάτη ὡς ἰδεατὸ πρότυπο τοῦ καλοῦ καὶ ἀγαθοῦ. Ἡ τιμωρία ὑπάρχει ἐπειδὴ κάποιοι πρέπει νὰ ἐπιβραβεύονται κι ἀντίστροφα. Σ᾿ αὐτὴ τὴ σιδερένια τανάλια τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ τὸ παιδὶ θὰ ὑποστεῖ βιασμὸ τῆς γλώσσας του, τῆς ψυχῆς του, τοῦ δυναμισμοῦ του, τοῦ αὐθορμητισμοῦ του, τοῦ μυαλοῦ του. Καὶ εἶναι τόσο ἀποτελεσματικὴ καὶ βίαιη ἡ τρομοκρατία ποὺ ἀσκεῖται προοδευτικὰ μέσα ἀπὸ πλῆθος μικρῶν, καθημερινῶν ἐξουσιαστικῶν καταναγκασμῶν, ὥστε στὸ τέλος ἐσωτερικεύεται, γίνεται ὁ τρομοκοατημένος μας ἑαυτός, τὸ ἕνοχο ἐγώ μας, ποὺ κάνει ἀκόμα καὶ τελειόφοιτος φοιτητὲς νὰ τρέμουν μὲ ἔντονα γλωσσοδετικὰ συμπτώματα μπροστὰ στὴ πόρτα τοῦ ἐξεταστῆ καθηγητῆ.

Ἡ τιμωρία καὶ ἡ ἐπιβράβευση πραγματικὰ δημιουργοῦν τὴ μηχανικὴ ἀπομνημόνευση. Ὄμως γιατί θὰ ἀλλάξει τὸ καθεστὼς αὐτὸ μὲ τὴν καθιέρωση τοῦ μονοτονικοῦ; Ὅταν τὸ κράτος, ἀκούγοντας τὴ φωνὴ τοῦ ψηφίσματος, θὰ καταργήσει τοὺς τόνους, τὰ παιδιὰ θὰ ἔχουν ξεφύγει ἀπὸ τὴ μέγγενη τῆς τιμωρίας; Θὰ φοβοῦνται λιγότερο; Θὰ ἔχει γίνει ἕνα βῆμα πρὸς τὴν ἀπολύτρωσή τους; Κι ἂν στὸ ἄτονο πιὰ ἄρθρο την — γιατὶ ἔτσι θὰ τὸ θέλουν οἱ νέοι, οἱ «ἁπλοὶ» κανόνες τῆς ὀρθογραφίας τοῦ μονοτονισμοῦ — τὸ παιδὶ βάλει τὴν καταραμένη ὀξεία γιατὶ, πιθανό, δὲν θὰ ἔχει μάθει καλὰ τὸν κανόνα τονισμοῦ, δὲν θὰ τιμωρηθεῖ; δὲν θὰ ἔχει σημασία γιὰ τὸ βαθμό του;

Ἡ σύνθετη ψυχοδιανοητικὴ καὶ σωματικὴ διαδικασία μέσα ἀπὸ τὴν όποία ἕνα παιδὶ τῆς προσχολικῆς ἢ πρωτοσχολικῆς ἡλικίας μαθαίνει νἀ γράφει καὶ νὰ διαβάζει, ἂν ἁπλοποιηθοῦν οἱ κανόνες τοῦ τονισμοῦ δὲν ἁπλοποιεῖται, γιατὶ τὸ ἀντικείμενό της εἰναι ἐξαιρετικὰ σύνθετο. Ὁ δρόμος ὅμως μπορεῖ νὰ γίνει λιγότερο ἢ καθόλου καταπιεστικὸς καὶ τραυματικὸς ἂν βγάλουμε ἀπὸ τὴ μέση τὸν μπαμπούλα τῆς ἐνοχῆς καὶ τοῦ λάθους. Τὰ παιδιά, γιὰ παράδειγμα, στὴν Ἰταλία, δὲν μαθαίνουν πιὸ εὔκολα νὰ γράφουν ἐπειδὴ στὰ ἰταλικὰ δὲν ὑπάρχουν τόνοι. Ἀλλὰ στὴν ᾽Ιταλία, παιδιά, γονεῖς, ἐπιστήμονες παιδαγωγοὶ καὶ ἐκπαιδευτικοὶ ἐξεγείρονται — καὶ κατακτοῦν θέσεις γιὰ νὰ καταργηθεῖ τὸ καθεστὼς τῆς τιμωρίας ποὺ καὶ ἐκεῖ, μὲ ἄλλες μορφὲς ὑπάρχει στὸ σχολεῖο καὶ μὲ ἄλλες μορφὲς μαραίνει ἐξίσου τὴ σκέψη. Καὶ μὴν πεῖ κανεὶς ὅτι ἐδῶ εἶναι Ἑλλάδα καὶ ὄτι εἶναι ἄλλη ἡ ἑλληνικὴ πραγματικότητα, γιατὶ ἡ πραγματικότητα τοῦ ἀπάνθρωπου καὶ τοῦ ἄξενου γιὰ τὸ παιδὶ σχολείου εἶναι παγκόσμια, δὲν ἕχει ἐθνικότητα. Μόνο ποὺ σὲ μᾶς ἴσως, εἶναι χειρότεοα ἀπὸ ἀλλοῦ.

Ἂν κάτι πρέπει νὰ ἀλλάξει λοιπὸν εἶναι ἡ νοοτροπία τοῦ λάθους, οἱ θεσμοὶ καὶ ἡ ἰδεολογία τῆς ἐνοχοποίησης. Κράτος, Σχολεῖο, γονεῖς καὶ ἐκπαιδευτικοὶ νὰ πάψουν πιὰ νὰ τιμωροῦν τὰ παιδιά τους ὅταν κάνουν ὀρθογραφικὰ λάθη — ἂς ποῦμε ὅταν βάζουν λάθος τὴν περισπωμένη —, νὰ μάθουν νὰ ἀνέχονται τὸ λάθος καὶ νὰ τὸ συζητοῦν. Θὰ πρέπει νὰ μάθουν ὅτι ἡ ψυχοδιανοητικὴ διαδικασία τῆς μάθησης εἶναι ἐξίσου εὔκολη ἢ ἐξίσου δύσκολη καὶ μὲ ψιλὴ καὶ μὲ περισπωμένη καὶ χωρὶς περισπωμένη. Ὁ βάναυσος, αὐθαίρετος καὶ χωρὶς γνώση τοῦ μηχανισμοῦ τῆς γραφῆς τρόπος ὅταν ἀποτελεῖ καθεστὼς πάντα θὰ δυσκολεύει, θὰ τρομοκρατεῖ, πάντα θὰ εἶναι ἀναποτελεσματικός· θὰ κάνει «ἐγγράμματους» ἀνθρώπους νὰ μὴ γράφουν, νὰ μὴ διαβάζουν, νὰ μὴ θέλουν νὰ γράφουν καὶ νὰ διαβάζουν.

Γ. Λόγοι οἰκονομικοὶ καὶ λόγοι προσαρμογῆς στὴν πραγματικότητα (σημεῖα 5 καὶ 6 τοῦ ψηφίσματος). Ἐδῶ τὰ πράγματα εἶναι καθαρότατα. Πράγματι δηλαδὴ ἰσχύουν καὶ τὰ δυὸ ἐπιχειρήματα ποὺ ὅμως εἶναι ἕνα.

᾽Επικαλεῖται τὸ ψήφισμα μιὰ πραγματικότητα ποὺ ὄντως ὑπάρχει, ἄρα λέει, πρέπει νὰ τη σεβαστοῦμε καὶ νὰ προσαρμοστοῦμε σ᾿ αὐτήν, διότι, ἂν δὲν τὴ σεβαστοῦμε, τότε θὰ εἴμαστε ἐκτὸς πραγματικότητας, δὲν θὰ εἴμαστε ρεαλιστές.

Ἀλλὰ ποιά εἶναι αὐτὴ ἡ πραγματικότητα, τέλος πάντων, καὶ πῶς ἔχει διαμορφωθεῖ; Καταρχὴν ἡ διαδικασία: μιὰ ὡραία πρωία μιὰ ἐφημερίδα, ὕστερα κάποια ἄλλη49 (καὶ τα κρούσματα πολλαπλασιάζονται) ἀνήγγειλαν ὅτι στὸ ἑξῆς θὰ ἐφαρμόζουν τὸ «μονοτονικό». Αἰτιολόγηση; τὰ «ἐπιχειρήματα» τοῦ ψηφίσματος. Ἡ ἰδιωτικὴ πρωτοβουλία δημιουργεῖ μιὰ πραγματικότητα ποὺ μὲ τὴ σειρά της θὰ ἔλθει, σὲ ἕνα ἄλλο ἐπίπεδο, νὰ γίνει ἐπιχείρημα γιὰ τὴν γενίκευσή της καὶ τὴ θεσμοποίησή της (ἔχει κατατεθεῖ καὶ σχέδιο νόμου). Ἢ διαφορετικά, ἡ διαδικασία τοῦ τετελεσμένου γεγονότος ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὣς τὸ τέλος. Ἀλλὰ αὐτὴ τὴ φορὰ ὄχι ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς αὐταρχικῆς κυβέρνησης ἀλλὰ ἀπὸ ἄλλους «ἥσσονος» σημασίας θεσμοὺς τῆς ἐξουσίας.

Ἡ πραγματικότητα ποὺ δημιούογησαν ντὲ φάκτο ὁρισμένες ἐφημερίδες, καὶ ἐπειδὴ οἱ ἴδιες δὲν μποροῦσαν νὰ ἐπικαλεστοῦν τὸν μόνο καὶ πραγματικὸ λόγο ποὺ θὰ ἐξηγοῦσε τὸ διάβημά τους, γιατὶ ἔτσι δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ μετατρέψουν τὴν ἀνάγκη τους σὲ «ἐθνικὴ ἀνάγκη», βρῆκε ἀποκούμπι στὴ ἐπίκληση ἱστορικῶν, γλωσσικῶν καὶ ἐκπαιδευτικῶν «ἐπιχειρημάτων». Ἀναγκάστηκαν ἀκόμη νὰ ἐπικαλεστοῦν τὴ γενικὴ εὐαισθησία ποὺ ὑπάρχει γιὰ τὸ παιδὶ καὶ τὰ ἐκπαιδευτικὰ πράγματα μὴ διστάζοντας νὰ ποῦν ὅτι οἱ τόνοι εἶναι ἀντιδραστικοὶ κι ὅτι ἔπρεπε νὰ μποῦν σὲ «ἀμφισβήτηση»!

Οἱ λόγοι ὁρισμένων ἐφημερίδων εἶναι καθαροί: καὶ τεχνικῆς καὶ οἰκονομικῆς φύσης. Ὅσες μάλιστα διαθέτουν δικά τους τυπογραφεῖα, μὲ τὸ μονοτονικὸ γλιτώνουν «ἀνυπολόγιστη δαπάνη σὲ χρῆμα καὶ χρόνο ἐργασίας». Αὐτὴ ὅμως ἡ «ἀνυπολόγιστη δαπάνη» εἶναι πολὺ καλὰ ὑπολογισμένη στὰ λογιστήριά τους. Καὶ εἶναι φυσικό. Ἀλλὰ γιατί ἐμεῖς καλούμαστε νὰ συμμεριστοῦμε τὸ λογαριασμό τους; Γιατί πρέπει νὰ πιστέψσυμε ὅτι ὁ λογαριασμὸς καὶ ἡ οἰκονομία τους εἶναι «ἐθνικὴ ἀνάγκη»; Γιατί πρέπει καὶ μεῖς, οἱ σημερινοὶ Νεοέλληνες καὶ οἱ αὐριανοί, νὰ κρυφτοῦμε κάτω ἀπὸ τὸ ἰδεολογικὸ τῆς ἐθνικῆς «μας» οἰκονομίας; Ὄχι, δὲν εἶναι καθόλου δική μας αὐτὴ ἡ οἰκονομία.

***

Ἡ ἐφαρμογὴ τοῦ μονοτονικοῦ συστήματος δὲν ἀντιστοιχεῖ δὲ καμία ἀνάγκη, πλὴν τῆς οἰκονομίας ὁρισμένων ἐφημερίδως. Ἀκόμη κι ἂν ὑπάρξουν δρακόντεια μέτρα ὑπὲρ τοῦ μονοτονικοῦ, ἡ λύση θὰ συνεχίζεται — δεδομένου ὅτι γιὰ δυὸ τρεῖς γενιὲς οἱ τόνοι θὰ ὑπάρχουν, ὅπως ἐπίσης θὰ ὑπάρχουν καὶ τὰ ὣς τώρα ἑκατομμύρια τυπωμένων σελίδων μὲ τόνους καὶ πνεύματα. ᾽Επιπλέον, σήμερα, μὲ τὸ μονοτονικὸ σύστημα, ἀφοῦ κάποιοι ἰσχυροὶ μηχανισμοὶ τοῦ χαρίζουν τὸ φωτοστέφανο τῆς προοδευτικότητας, θὰ χωριστοῦμε σὲ προοδευτικοὺς καὶ συντηρητικοὺς συνεχίζοντας ἕνα ἄγονο πιὰ ἀγώνα γιὰ τὸ «γλωσσικό», ἐκεῖ ποὺ δὲν ὑπάρχει: σὲ στρατόπεδα τονούμενων καὶ ἄτονων, ὅπου οἱ μὲν θὰ ναρκισσεύονται ὡς προοδευτικοὶ ἐπειδὴ δὲν περισπῶνται καὶ οἱ ἄλλοι θὰ καυτηριάζονται ὡς συντηρητικοὶ ἐπειδὴ θὰ χρησιμοποιοῦν αὐτὰ τὰ «ἄχρηστα» σύμβολα.

Ζοῦμε σὲ μιὰ κοινωνία ποὺ δὲν γράφει, ποὺ δὲν διαβάζει (ἐννοῶ τὰ πλατιὰ λαϊκὰ στρώματα) ἀλλὰ κυρίως μιλάει, ἀκούει, χειρονομεῖ καὶ τηλεφωνεῖ. Δυστυχῶς τὸ διάβασμα καὶ τὸ γράψιμο δὲν εἶναι μέσα στὶς ἀγαπημένες συνήθειες τῶν Ἑλλήνων, φαινόμενο γιὰ τὸ ὁποῖο τὰ χάλια τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ μας συστήματος δὲν ἐνέχονται καὶ λίγο. Ἔτσι, τὸ λίγο ποὺ πῆραν τὴ συνήθεια τὰ πλατιὰ λαϊκὰ στρώματα νὰ διαβάζουν καὶ νὰ γράφουν (μὲ τόνους) ἔρχεται τώρα ἕνα ἄλλο σύστημα νὰ τὸ δυσκολέψει. Καὶ αὐτὸ δὲν εἶναι προοδευτικό. Δὲν θὰ γίνουμε περισσότερο γραμματιζούμενοι ἂν δὲν μᾶς μπλέκουν οἱ κανόνες τονισμοῦ, ὡστόσο, εἶναι σίγουρο ὅτι θὰ διαβάζουμε λιγότερο ἂν στὶς ὀπτικὲς συνήθειες προστεθεῖ ἀκόμη μιὰ περιπλοκή, ἀκόμη μιὰ ἀπέχθεια, ἀκόμη ἕνα ἐμπόδιο. Τὸ ζήτημα τῆς μόρφωσης τῶν παιδιῶν καὶ τῶν μεγάλων εἶναι πολύπλοκο, δύσκολο, καὶ ἐν πάσῃ περιπτώσει δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν καθιέρωση τοῦ μονοτονικοῦ, ὅπως πιστεύουν οἱ ὀπαδοί του.

Πῶς μποροῦν τὰ ἐκπαιδευτικὰ σωματεῖα νὰ μὴ ἔχουν ἀνοίξει μιὰ συζήτηση γύρω ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ προβλήματα πρὶν νὰ τὰ «λύσουν» μὲ μιὰ συγκέντρωση καὶ μ᾿ ἕνα ψήφισμα;

Γλώσσα καὶ ἔθνος

[Κείμενο τοῦ Κωνσταντίνου Τσάτσου, ἀπόσπασμα τοῦ βιβλίου «Πρὶν ἀπὸ τὸ ξεκίνημα — Μελετήματα», Ἀστήρ, 1988.]

Γλώσσα καὶ ἔθνος. Δὲν ἀγαπῶ τὴν διατύπωση. Εἶναι πολὺ ἀόριστη. Γλώσσα καὶ ἐθνικὸς πολιτισμός, ἴσως θὰ ἦταν μία καλλίτερη διατύπωση. Ἀλλὰ καὶ πάλι εἶναι διατύπωση ποὺ καλύπτει πλῆθος καὶ πολικίλων καὶ πολλῶν κατηγοριῶν προβλήματα.

Ὁ πολιτισμὸς καὶ ἡ γλώσσα εἶναι δύο ἀέναα ἐξελισσόμενα στοιχεῖα. Ἡ γλώσσα εἶναι μιὰ ἀπὸ τὶς ἔνυλες ἐκφράσεις κάθε πολιτισμοῦ. Καὶ τὰ δυὸ αὐτὰ δὲν εἶναι στατιστικὲς ὀντότητες ἀλλὰ δυναμικές, μὲ λίγες ἀραιὲς κορυφαῖες ἀποκρυσταλλώσεις ποὺ ἀκτινοβολοῦν γιὰ περισσότερον καιρό, λόγῳ τῆς ἀνώτερης πνευματικῆς καὶ αἰσθητικῆς των ποιότητας καὶ ὕστερα καὶ αὐτὲς παρέρχονται.

Κάποτε λέει ὁ Βικτὼρ Οὑγκώ: Car le mot, sachez-le, est un être vivant. Γι᾿ αὐτὸ ἔχει καὶ κάθε λέξη τὴν ἱστορία της καὶ σημαίνει τὴν ἱστορία της καὶ εἶναι πλούσια ἀπὸ τὴν ἱστορία της. Ὅσο πιὸ προηγμένος εἶναι ὁ πολιτισμὸς ἑνὸς ἔθνους, τόσο πιὸ πλούσιες σὲ προϊστορία, καὶ συνεπῶς καὶ σὲ οὐσία, εἶναι οἱ λέξεις τῆς γλώσσας. Ὅ,τι λέγω γιὰ τὶς λέξεις ἰσχύει καὶ γιὰ τὶς συντακτικὲς μορφὲς κάθε γλώσσας.

Ἡ γλώσσα ἀποβλέπει στὴ συνεννόηση, ὄχι ὅμως μόνο γιὰ τὰ καθημερινὰ τῆς ζωῆς, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴ διατύπωση ὑψηλότερων διανοημάτων, δηλαδὴ τὴ διατύπωση ἀποχρώσεων μὲ αὐστηρὴ ἀκριβολογία. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ γλώσσα χρειάζεται ἱκανότητα νὰ ἐκφράζη καθαρὰ ὅλες τὶς λογικὲς μορφὲς τῆς σκέψης. Ἀλλὰ ἡ γλώσσα πρέπει νὰ ἐκφράζη καὶ ἄλογα στοιχεῖα, καὶ νὰ διεγείρη συναισθήματα σ᾿ ἐκεῖνον ποὺ ἀκούει τὰ ἐκφραζόμενα. Μὲ τὴ γλώσσα ἑπομένως μεταδίδομε λογικοὺς συνειρμοὺς καὶ διεγείρομε συναισθήματα.

Γιὰ χάρη αὐτῶν τῶν σκοπῶν ἡ γλώσσα πρέπει νὰ εἶναι ἀνάλογη μὲ τὸν πολιτισμὸ τοῦ ἔθνους· ἢ ἀκριβέστερα νὰ εἶναι ὁ καθρέφτης τοῦ πολιτισμοῦ του. Ἀπὸ αὐτὸ ὅμως ἀκολουθεῖ ὅτι ἡ γλώσσα, αὐτὴ καθ᾿ αὐτήν, πρέπει νὰ ἔχει καὶ μιὰν ἄλλη ἰδιότητα, νὰ ἔχη αἰσθητικὴ ποιότητα, νὰ ἔχη ὕφος. Καὶ τὸ ὕφος εἶναι πάντα προσωπικό. Le style c'est l'homme. Ἡ γλώσσα εἶναι ὅ,τι τὸ μάρμαρο ἢ ὁ χαλκὸς γιὰ τὸν γλύπτη.

Ἐνῶ ὅμως ἡ γλώσσα εἶναι κάτι τὸ προσωπικό, εἶναι συγχρόνως καὶ ἐθνικό. Κάθε λαὸς ἔχει τὴ γλώσσα ποὺ τοῦ ἀξίζει. Στὴ γλώσσα, ὅπως καὶ στὰ τραγούδια του, ἐναποθηκεύεται ὁ πολιτισμός του.

Ἡ γλώσσα εἶναι γι᾿ αὐτὸ ὁ πιὸ ἀδιάψευστος μάρτυρας τῆς ἱστορικῆς του συνείδησης καὶ τῆς ἱστορικῆς του συνέχειας. Τὸ σημαντικότερο πιστοποιητικὸ ὅτι εἴμαστε ἕνα Γένος ἀδιάσπαστο στὴ συνέχειά του, ἀπὸ τὸν Ὅμηρο ὣς σήμερα, εἶναι ἀκριβῶς αὐτὴ ἡ ἑνότητα τῆς γλώσσας, πιστοποιητικὸ ποὺ ἀνατρέπει ἑκατὸ αἰσθησιοκρατικὲς αἱματολογίες τύπου Φαλμεράγιερ.

Τὴ γλώσσα, αὐτὸ τὸ σπαρταριστὸ δημιούργημα ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπινου πνεύματος, δὲν τὴν κατασκευάζουν οἱ γλωσσολόγοι, οὔτε οἱ δάσκαλοι στὰ σχολειά. Τὴν γλώσσα τὴν πλάθει πρῶτα ὁ λαὸς καὶ μὲ τὴν καθημερινή του ὁμιλία, ἀλλὰ καὶ μὲ τὶς εὐγενέστερες ἐκδηλώσεις του, ὅπως π.χ. τὸ δημοτικὸ τραγούδι. Τὴν πλάθουν ὅμως καὶ κορυφαῖοι εἴτε στὴν ἔκφραση αὐστηρὰ λογικῶν διανοημάτων (μαθηματικῶν, νομικῶν) εἴτε στὴν ἔκφραση συναισθημάτων. Τὴν πλάθουν καὶ οἱ δυὸ αὐτοὶ ὅταν ἔχουν καὶ αἰσθητικὸ αἰσθητήριο εἴτε βοηθημένοι ἀπὸ τὴν καθαρότητα τῆς λογικῆς των σκέψης, εἴτε ἀπὸ τὸ χάρισμα ποὺ τοὺς δόθηκε μὲ λέξεις, ποὺ πάντα ἔχουν καὶ ἕνα λογικὸ νόημα, νὰ ἐκφράζουν τὸ ἄλογο.

Γι᾿ αὐτὸ ὅταν θέλωμε νὰ καταλάβωμε τὸ πνεῦμα μιᾶς γλώσσας δὲν θὰ καταφύγωμε στὶς γραμματικὲς καὶ στὰ συντακτικά, ἀλλὰ στὰ κείμενα τῶν μεγάλων συγγραφέων. Αὐτοὶ ὑπαγορεύουν στοὺς γλωσσολόγους τοὺς νόμους τῆς γλώσσας καὶ ὄχι οἱ γλωσσολόγοι στοὺς δημιουργοὺς τῆς γλώσσας. Δὲν ἔμαθε ὁ Dante τὰ ἰταλικὰ ἀπὸ τοὺς γραμματικούς, αὐτοὶ μάθανε τὰ ἰταλικὰ ἀπὸ τὸν Dante.

*

Ὅλες αὐτὲς οἱ σκέψεις μὲ ὁδηγοῦν σὲ ἕνα ἐπίκαιρο συμπέρασμα γιὰ τὴ δική μας γλώσσα. Ζοῦμε σὲ μιὰ περίοδο ἐντόνως μεταβατικὴ τῆς ἐθνικῆς μας γλώσσας. Αὐτὴν τὴ μεταβατικότητα, μπορεῖ ἁπλῶς νὰ τὴ βοηθήσωμε, ἔργοις καὶ ὄχι λόγοις, ἢ ἀκριβέστερα ἔργοις ποὺ μποροῦν νὰ ἐξελιχθοῦν σὲ πνευματικὰ ἔργα. Δὲν ἐπιτρέπεται ὅμως νὰ τὴ βιάσωμε. Βιάζοντάς την βιάζομε τὴν ἴδια μας τὴ συνείδηση σὲ ὅ,τι ἔχει πιὸ εὐαίσθητο. Βιάζομε τὴν αἰσθητικότητα τῆς γλώσσας μας, δηλαδὴ τὸν αἰσθητικὸ πολιτισμό μας.

Ἀπὸ τὸν ἀντίθετο βιασμό, τὸν εὐτυχῶς ξεπερασμένο βιασμὸ τῶν καθαρευουσιάνων, ριχτήκαμε μὲ πεῖσμα καὶ μὲ πάθος στὸν ἀντίθετο βισμό, καὶ σ᾿ αὐτὸν βρήκαμε ἀρωγὸ τὴν εὔλογη ἐπιθυμία πολλῶν νὰ ἀποτελέση ὁ πρακτικώτερος τρόπος διδασκαλίας τῆς γλώσσας στὰ σχολειά, τὸν ἀποφαστιστικότερο παράγοντα γιὰ τὴ διάπλαση τῆς γλώσσας. Νὰ θυσιασθῆ δηλαδὴ ἡ στὰ πράγματα ἐγγενὴς σημερινὴ ἔντονη μεταβατικότητα στὴν ἐξέλιξη τῆς γλώσσας μας, σὲ αὐτὸν τὸν διδακτικὸ παράγοντα, ποὺ δὲν ὑποτιμῶ, ἀλλὰ ποὺ δὲν μοῦ ἀρκεῖ γιὰ νὰ βιάσω τὴ φυσικὴ ροὴ τοῦ ἴδιου τοῦ πολιτισμοῦ μας.

Σὲ αὐτὴ τὴ μεταβατικὴ περίοδο ἀπεύχομαι ἀλλὰ καὶ δὲν ἀρνοῦμαι τὶς διπλοτυπίες, ὅπου αὐτὲς ἀνταποκρίνονται στὸ γλωσσικὸ αἴσθημα τοῦ λαοῦ καὶ ὅπου τὸ αἰσθητικό μου αἰσθητήριο τὶς χρειάζεται. Προτιμῶ τὴν ἀκαταστασία, ἀκόμη καὶ κάποια ἀντιφατικότητα, παρὰ τὴν ἀκαμψία εἰς βάρος ἑνὸς συνειδησιακοῦ ἢ ἑνὸς αἰσθητικοῦ παράγοντα. Κάποτε θὰ δοθῆ λύση. Ἡ βιασύνη εἶναι βιασμός. Καὶ εἶναι καὶ κάτι χειρότερο: εἶναι ἡ ὑποτίμηση τῶν ἄλλων στοιχείων — μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ τὰ αἰσθητικὰ — εἰς βάρος μιᾶς τεχνητῆς μονολιθικότητας ἀφ᾿ ἑνὸς καὶ ἀφ᾿ ἑτέρου εἰς βάρος τῆς ἱστορίας. Διότι κάθε γλώσσα καὶ κάθε λέξη ἔχει μιὰ ἱστορία — ἔχει ἕνα ἱστορικὸ βάθος. Καὶ ὅποιος αὐτὸ τὸ παραμερίζει ὑποτιμᾶ τὴν πολιτιστικὴ σημασία τῆς γλώσσας.

Ἕνας λαὸς χωρὶς ἱστορία καὶ μὲ περιωρισμένες πολιτιστικὲς ἐπιδόσεις μπορεῖ ἄνετα νὰ πῆ «Ἐγὼ θὰ γράφω, ὅ,τι ὁ προφορικὸς λόγος ἀκουστικὰ μοῦ ὑπαγορεύει. Ἀλλάζω γραφὴ καὶ γράφω μὲ λατινικὰ στοιχεῖα τοὺς ἤχους ποὺ προφέρω. Ἀκούω ι καὶ γράφω ι, ο καὶ γράφω ο. Τὰ ἄλλα περιττεύουν». Καὶ ὀρθῶς διότι σὲ τέτοιους λαοὺς οὔτε οἱ λέξεις τους, οὔτε ἡ γλώσσα τους εἶναι κομμάτι ἀναπόσπαστο ἑνὸς μεγάλου πολιτισμοῦ. Οἱ ἀγγλοσάξωνες, ἰδίως οἱ ἄγγλοι ποὺ ἄλλα λὲν καὶ ἄλλα γράφουν φαίνεται πὼς εἶναι καθυστερημένοι! Ὅσο γιὰ μένα ἐγὼ δηλώνω ὅτι εἶμαι καὶ θέλω νὰ εἶμαι μπρὸς σὲ ὅλους αὐτοὺς τοὺς ρηξικέλεθους, καὶ ἐγὼ καθυστερημένος, ξεπερασμένος, ἀγράμματος. Καὶ τὰ εἶμαι ὅλα αὐτὰ γιατὶ ἡ ἱστορία τῆς γλώσσας μου εἶναι ἡ ψυχὴ τῆς ψυχῆς μου· γιατὶ εἶμαι Ἕλληνας μὲ μιὰ «θεωρία» πίσω τριάντα αἰώνων. Ἀρνοῦμαι νὰ ἀποβάλλω αὐτὸ τὸ βάρος καὶ αὐτὴν τὴν τιμή.

Ἡ ὀρθογραφία δὲν εἶναι μόνο πρακτικὸς τρόπος τοῦ γράφειν εὔκολα, εἶναι καὶ ἱστορία. Ἡ κάθε λέξη πρέπει νὰ ὑποδηλώνει τὴν καταγωγή της. Αὐτὸς εἶναι ὁ νοηματικός της πλοῦτος. Αὐτὴ εἶναι ἡ δύναμη τῆς ἀνανέωσής της. Γι᾿ αὐτὸ πολὺ σιγά, καὶ κατὰ τὶς ὑπαγορεύσεις ποὺ ὡριμάζουν στὴ μεταβατικὴ περίοδο ποὺ διανύομε, προχωρῶ στὴν ἀλλαγή της. Γι᾿ αὐτὸ σὲ πολλὲς περιπτώσεις προτιμῶ τὴ λεγόμενη ἱστορικὴ ὀρθογραφία ἀπὸ τὴ μὴ ἱστορικὴ καὶ ἁπλοποιητική.

Γιὰ τὴ θεωρία τῶν ἐραστῶν τῆς γρήγορης ἁπλοποίησης θὰ ἔπρεπε νὰ σβήσουν οἱ δίφθογγοι καὶ τὸ ω. Νὰ σβήση ἡ ἱστορία τῶν λέξεων, οἱ συσχετισμοί τους μὲ ὡρισμένους κύκλους ὁμοειδῶν νοημάτων. Ἐγὼ ἀντιδρῶ. Εὔχομαι νὰ ἀργήσουν οἱ Ἕλληνες τοῦ μέλλοντος νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὸ βάρος τῆς ἱστορίας τους.

*

Καὶ δύο λέξεις γιὰ τοὺς τόνους. Οἱ τυπογράφοι γιὰ λόγους οἰκονομίας καὶ μερικοὶ σοφοὶ συνεπαρμένοι ἀπὸ τὴ σαγήνη ποὺ ἔχει κάθε νεωτερισμὸς στὶς τέχνες καὶ στὰ γράμματα, ὑποστηρίζουν τὴν ὁλοκληρωτικὴ κατάργηση τῶν τόνων. Τὰ ἐπιχειρήματα βροχή. Οἱ ἀρχαῖοι δὲν εἶχαν τόνους. Ἀλλὰ γιὰ τὴ διευκόλυνση τῶν πραγμάτων οἱ βυζαντινοὶ βάλαν τόνους καὶ μὲ τὴν ἐφεύρεση τῆς τυπογραφίας αὐτὴ ἡ διευκόλυνση καθιερώθηκε. Καὶ εἴπαμε, προκειμένου νὰ νεάσωμε νὰ ἀρνηθοῦμε μιὰ διευκόλυνση ποὺ ἰσχύει μισὴ χιλιετηρίδα καὶ ἀντὶ τόνους νὰ βάζωμε κουκκίδες. Σύμφωνοι. Σύμφωνοι ἐπίσης στὴν κατάργηση τῆς βαρείας γιατὶ ἔσβησε ἀπὸ μόνη της. Περιττεύει καὶ ἡ ψιλή, διότι εἶναι αὐτονόητη. Ἀλλὰ ἡ δασεία; Ἡ δασεία δὲν εἶναι πνεῦμα, εἶναι γράμμα τοῦ ἀλφαβήτου. Εἶναι τὸ h τοῦ λατινικοῦ ἀλφαβήτου. Νὰ βάλλωμε κουκκίδα ἀντὶ τὸ ῾ τί τὸ ὄφελος; Ὅλες οἱ εὐρωπαϊκὲς γλῶσσες διατηροῦν τὴ δασεία. Ὅλες λένε Hellas καὶ ὄχι Elas, hybride καὶ ὄχι ibrid, hypothèse καὶ ὄχι ipoteze. Γιὰ ποιὸ λόγο ὁ τόσος ζῆλος νὰ προηγηθοῦμε στὴν κατάργηση ἑνὸς στοιχείου ποὺ θυμίζει τὴν ἑλληνικότητα αὐτῶν τῶν λέξεων, τὴν ἱστορία τους, τὴν οἰκογένεια νοημάτων μὲ τὰ ὁποῖα συνδέεται;

Τώρα ποὺ μπήκαμε στὴν οἰκογένεια τῶν εὐρωπαϊκῶν λαῶν, τώρα βρήκαμε καὶ ἐμεῖς τὴν ὥρα νὰ ἀρνηθοῦμε ἕνα στοιχεῖο ἑλληνικό, ὅταν ὅλοι οἱ ἄλλοι λαοὶ τὸ διατηροῦνε; Γιατί αὐτὴ ἡ ἀνθελληνική, ἀντιευρωπαϊκὴ προοδευτικότητα; Ἀντὶ νὰ τονίσωμε τὴν ἑλληνικὴ προσφορὰ στὸν εὐρωπαϊκὸ πολιτισμό, γιὰ ποιὸ σκοπὸ πασχίζομε νὰ τὴν κάνωμε νὰ ξεχαστῆ; Ἀντὶ νὰ ἀγκιστρωνόμαστε σὲ ὅλα τὰ στοιχεῖα ποὺ δείχνουν ὅτι ἔχομε μὲ τοὺς Εὐρωπαίους κοινὲς γλωσσικὲς καὶ πολιτιστικὲς καταβολές, σὲ ὅλα τὰ στοιχεῖα ποὺ οἱ Εὐρωπαῖοι σέβονται, ἐμεῖς οἱ νεόπλουτοι ἀγωνιζόμαστε νὰ τὰ ἀποσκορακίσωμε.

Οἱ «βάρβαροι» Γάλλοι, Ἰταλοί, Ἱσπανοί, Γερμανοὶ κρατοῦν τοὺς τόνους καὶ τὸ h, εἰδικῶς οἱ Γάλλοι τὸ accent aigu καὶ τὸ accent grave καὶ τὸ accent circonflexe κτλ. Ἀλλὰ αὐτοί, πές, εἶναι βάρβαροι, ἐνῶ ἐμεῖς φορᾶμε ψηλὸ καπέλλο καὶ τσαρούχια. Ὑπάρχουν βέβαια καὶ γλῶσσες ποὺ πρόσφατα κατάργησαν καὶ γράμματα τοῦ ἀλφαβήτου των καὶ ἀποχρώσεις τονισμῶν. Ἀλλὰ δὲν συντρέχει λόγος νὰ τοὺς μιμηθοῦμε σὲ αὐτὸ τουλάχιστον τὸ σημεῖο. Ἀρκοῦνε τὰ ἄλλα.

Ἂς διασώσουμε καὶ τὸ ω. Πρῶτα διότι ὅσοι προφέρουν καλὰ τὰ ἑλληνικά, ἀλλοιώτικα ἀρθρώνουν τὸ ω καὶ ἀλλοιώτικα τὸ ο. Καὶ δεύτερο γιὰ χάρη τῆς περιφρονημένης ἱστορίας, ποὺ ὅσοι τὴ θεωροῦμε, στὴν οὐσία της, πλατύτερη ἀπὸ τὴ διαλεκτικὴ τῶν οἰκονομικῶν φαινομένων, τὴ νιώθομε σὰν τὸν ἀνεξάντλητο θησαυρὸ ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἀντλοῦμε ἐπὶ αἰῶνες γιὰ τὸ μέλλλον.

Νὰ καταργήσωμε ἀμέσως καὶ τὴν περισπωμένη γιὰ νὰ μαθαίνουν πιὸ εὔκολα γράμματα τὰ παιδιά. Νὰ τὰ βοηθήσωμε τὰ παιδιὰ νὰ μαθαίνουν γρήγορα καὶ εὔκολα. Ἀλλὰ νὰ θυσιάσωμε σὲ αὐτὴ τὴν ποθητὴ εὐκολία τὰ μακρά, τὰ βραχέα, ὅλες τὶς διακρίσεις ποὺ φανερώνουν ὄχι μόνο τὴ γένεση ἀλλὰ καὶ τὴν συγγένεια τῶν λέξεων; Νὰ κάνωμε τὴ γλώσσα μας ἀπὸ στερεομετρία ἐπιπεδομετρία; Καὶ ὅλα αὐτὰ μονομιᾶς! Εἶμαι προφανῶς πολὺ ἀργόστροφος; Ἴσως νὰ δίνω ἁπλῶς μιὰ μάχη ὀπισθοφυλακῶν.

Προβλέπω τὰ εἰρωνικὰ σχόλια ποὺ αὐτὲς οἱ σκόρπιες σκέψεις μου κὰ προκαλέσουν σὲ κορυφαίους ἐπιστήμονες, ποὺ ἀπὸ κάθε ἄποψη βαθύτατα τιμῶ. Αὐτοὶ εἶναι ἐπιστήμονες καὶ ξέρουν. Οἱ λόγοι μου εἶναι ἀνίσχυροι μπρὸς στοὺς δικούς των. Αὐτοὶ μιλοῦν μὲ τὸν ἄρτιο θεωρητικὸ ὁπλισμό τους. Ἐγὼ εἶμαι ἕνας ἁπλὸς ἀντάρτης καλαμαράς. Ἀλλὰ δὲν μ᾿ ἀφήνει νὰ ὑποταγῶ στὰ σοφὰ δόγματά τους ἕνα ἀνελέητο, βαθύτατα ριζωμένο γλωσσικὸ ἔνστικτο, ἕνα αἰσθητήριο αἰσθητικό, καὶ ἱστορικό, ἴσως ἑνὸς ἁπλοϊκοῦ νυκτοφύλακα, ποὺ κάποιοι ἀνώνυμοι πρόγονοι τὸν βάλαν νὰ φυλάη μερικὰ κειμήλια τῆς ἱστορικῆς των συνείδησης.

Ἂς μοῦ συγχωρέσουν οἱ σοφοὶ τὴν ξεροκεφαλιά μου καὶ τὴν ξεπερασμένη γλωσσική μου ἰδιοσυγκρασία.

Οἱ κίνδυνοι τῆς ἀνάγνωσης

[τῆς Σοφίας Σκοπετέα, περιοδικὸ Ἐποπτεία, τεῦχος 50, Ὀκτώβριος 1980, σελ. 738.]

«Ἑλικόπτερο τραυμάτισε σοβαρὰ κηπουρὸ ἐφοπλιστή» διάβασα τὶς προάλλες σὲ πρωινὴ ἐφημερίδα. Ἔτσι τουλάχιστον ἐρμήνεψα κατὰ τὴν ἀνάγνωση ἐκεῖνα τὰ περίεργα σημάδια ποὺ ἧταν τοποθετημένα πάνω στὴ συλλαβὴ «κο» τῆς πρώτης λέξης, «μα» τῆς δεύτερης καὶ συνεχίζοντας «ρα», «ρο» καὶ «στη». (Δὲν τὰ ἀναμεταδίδω διότι δὲν κατάφερα οὔτε νὰ τὰ συνηθίσω οὔτε καὶ τὰ διδάχτηκα ποτὲ μαζὶ μὲ τὰ ὑπόλοιπα στοιχεῖα τῆς γραφῆς οὔτε στὸ δημόσιο μὰ μήτε καὶ σὲ κανένα κρυφὸ σχολεῖο).

Ὁ νοῦς μου περιπλανιέται σὲ σκέψεις ἑλικοειδεῖς περὶ τῆς ματαιότητος τῶν ἐγκοσμίων, τοῦ ἀδήλου τῆς μοίρας κλπ., τῆς γενικῆς ἀνασφάλειας.

Δηλαδὴ πῶς συνέβη ὁ πλούσιος ἐφοπλιστὴς νὰ καταντήσει κητουρός. Ἄραγε οἱ περιστάσεις (πτώχευση π.χ.) εἴτε καμιὰ ἐσωτερικὴ ἀπόφαση. Δὲς ὅμως πὼς οὔτε καὶ στὴ νέα του θέση στάθηκε ἀσφαλής. (Ἂν φτάνει ποτὲ μία τυχαία σου ἀπόφαση νὰ ματαιώσει τὰ σχέδια τῆς μοίρας). ᾽Εκτὸς πάλι κι ἂν ἦταν κηπουρὸς ἐκ περιτροπῆς. Ἂν ἤτανε ἂς ποῦμε ἐρασιτέχνης, ἂν εἶχε συνάψει καμιὰ συμφωνία ν᾿ ἀλλάξει ρόλους μὲ τὸν πραγματικὸ κηπουρό, παραπλανώντας τὸ μοιραῖο μ᾿ αὐτή του τὴ μεταμφίεση.

Τὴν ὑπόθεση τὴν σκέφτηκα ἐξαντλητικά. Ὥσπου ἐπιστρέφοντας στὸ ἴδιο ἄρθρο τῆς ἐφημερίδας τυχαῖα καὶ ξαναδιαβάζοντας τὸ βράδι ξαφνικὰ ἀντιλαμβάνομαι πὼς πρόκειται ἁπλούστατα περὶ δύο προσώπων.

Μία περισπωμένη ἀπὸ τὰ σημάδια ἐκεῖνα ποὺ οἱ πάντες θέλουν νὰ μὲ πείσουν εἶναι ἄχρηστα καὶ ὀπισθοδρομικὰ καθὼς δὲν τὰ γνώριζε ἡ Ἀρχαιότης ποσῶς καὶ σύσσωμη ἡ προοδευτικὴ διανόηση δὲν τὰ ἀναγνωρίζει σήμερα) θὰ ἔδινε ὅλη τὴ διαφορὰ τῆς σχέσεως ἀμέσως. Λοιπὸν κηπουρὸ ἐφοπλιστῆ. Ἡ lectio difficilior τῆς ὀξείας ὑποχωρεῖ μπρὸς στὴ στυγνὴ πραγματικότητα. Γκρεμίζεται ἀστραπιαῖα καὶ ἐκκωφαντικά ἡ ἀλληλουχία τῶν συνειρμῶν μιᾶς ὁλόκληρης μέρας.

Δὲν ἄλλαξε λοιπὸν συνήθειες ὁ κόσμος. Ἡ ἐπανάσταση μετὰ τὶς μοιραῖες καθυστερήσεις φαίνεται πὼς δὲν θά ᾿ρθει πιά. Οἱ ἱεραρχίες τοῦ παρόντος κοινωνικοῦ συστήματος παραμένουν καὶ ἐμμένουν ἀναλλοίωτες. Οἱ ἀδύνατοι βορὰ τῶν ἰσχυρῶν ὅπως ἀπὸ καταβολῆς κόσμου. Καθὼς κι ἐμεῖς ἀσφαλῶς πλέον θύματα τῶν ἀναμορφωτῶν τῆς γλώσσας — πρᾶγμα ποὺ πάντως φαίνεται ἕνα καλὸ θὰ συναποκομίσει, θέτοντας σὲ ζωηρότατη κίνηση τὴν φαντασία μας κάθε φορὰ ποὺ διαβάζουμε, καθὼς τίποτε δὲν θὰ εἶναι αὐτονόητο πλέον, συμφωνότατα καὶ μὲ τὶς ἐπιταγὲς τῆς ποιητικῆς· καταδικάζοντας ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ στὴ σιωπὴ τὰ γραφόμενά μας ἀφοῦ μᾶς ἀφαιρεῖ τοὺς τόνους καὶ τὰ πνεύματα ποὺ χρόνια τώρα ἐξασφάλιζαν ἀπὸ παντοειδεῖς παρανοήσεις καὶ τοὺς ἀναγνῶστες καὶ ἐμᾶς τοὺς οὐτιδανούς.

Στὸν κόσμο τὸν ἀμείλικτο ὅπου ό κηπουρὲς δὲν γίνεται ποτὲ ἐφοπλιστὴς κι οὔτε κὰν ὁ ἐφοπλιστὴς κηπουρὸς ἀλλὰ τραυματίζεται, καὶ μάλιστα σοβαρότατα, τί φυσικότερο καὶ τί νομοτελέστερο, ἀπὸ τὸ ξάφρισμα ἀκριβῶς τῆς γλώσσας.

Ἀλλὰ ὑπάρχει καὶ ἡ ἄποψη πὼς ὅλα αὐτὰ γίνονται γιὰ τὸ καλό μου. Νὰ σταματήσω νὰ ρεμβάζω καὶ νὰ στραφῶ λιγάκι στὰ πρακτικὰ μήπως καὶ κάνω τίποτε χρήσιμο. Ὑπόσχομαι λοιπὸν νὰ δείξω ἄμεμπτη διαγωγὴ μολονότι δὲν φαντάζομαι νὰ καρποφορήσει ἡ ἀπόφασή μου περισσότερο ἀπὸ ὁποιουδήτοτε ποὺ σὲ κάποια στιγμὴ ὀμνύει στὴν ἴδια μοιραία χαρά, χαμένος, ξαναπιαίνει. Ἐδῶ πάλι μὲ σώζει ἡ ὀξεία σκέφτομαι κυλώντας στὰ παλιά, ἡ ὀξεία τῆς λέξης μοιραία μὲ γλυτώνει ἀπὸ ἄλλη μιὰ σειρὰ στείρων διαλογισμῶν, μὲ παρηγορεῖ πὼς τὸ πρᾶγμα διόλου δὲν συμβαίνει μοιραῖα, ἄρα κάποια ἐλπίδα διαφυγῆς ὑπάρχει, μὲ άπαλλάσει ἐπίσης κι ἀπὸ τὶς συνήθεις ἀπονενοημένες προσφυγὲς στὴν φιλολογία γιὰ τὸ τί τάχατες ἐννοοῦσε ἐδῶ ὁ ποιητής.

Τὸ ἰῶτα καὶ ἡ κεραία

[τῆς Σοφίας Σκοπετέα, περιοδικὸ Ἐποπτεία, τεῦχος 55, Μάρτιος 1981, σελ. 261-266. Σημειῶστε ὅτι ὁ τίτλος εἶναι ἀναφορὰ στὸ τεμάχιο 5:17 τοῦ κατὰ Ματθαῖον Ἁγίου Εὐαγγελίου: ἀμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν, ἕως ἂν παρέλθῃ ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ, ἰῶτα ἓν ἢ μία κεραία οὐ μὴ παρέλθῃ ἀπὸ τοῦ νόμου ἕως ἂν πάντα γένηται.]

Ἀνάμεσα στὰ πολλὰ ὅσα ἔτυχε νὰ διαβάσω ἀπὸ τὰ πολυπληθέστερα ποὺ γράφονται τυπώνονται καὶ λέγονται τώρα τελευταῖα σχετικὰ μὲ τὸ ζήτημα τῶν τόνων τὴν προσοχή μου τράβηξε, πάλι τυχαῖα, μία ἐπιστολὴ τοῦ δρος Ἀιντενάιερ ἀπὸ τὴν Κολωνία ποὺ δημοσιεύτηκε στὴν Φιλολογικὴ Καθημερινὴ (12.7.79). Προτείνοντας ὁρισμένες βελτιώσεις στὸ μονοτονικὸ ὁ δρ. ᾽Αιντ. καταλήγει (στηριζόμενος ἐδῶ καὶ σὲ ὁρισμένες συνήγορες ἐκ τῶν προτέρων ἔρευνες καὶ χρονομετρήσεις ποὺ ἔγιναν στὸ Νεοελληνικὸ Τμῆμα τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Κοπεγχάγης) πὼς στὸ κάτω τῆς γραφῆς θὰ μπορούσαμε νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἐντελῶς ἀπὸ τοὺς τόνους. Τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα τώρα μ᾿ ὅλες της τὶς λέξεις τὴν χωρίζει σὲ δύο ἄνισα τμήματα. Τὸ 98% ὅπου τὰ συμφραζόμενα πλέον καὶ ὄχι τὸ τονικὸ σημάδι ἐξασφαλίζουν τὸ νόημα τῆς κάθε λέξης καὶ ἑπομένως ἐγγυῶνται, τὰ συμφραζόμενα, γιὰ τὴν όρθὴ ἀνάγνωση τῶν ἐπὶ μέρους λέξεων, δηλαδὴ ὁ περίγυρος προκαθορίζει τὴν καθέκαστη μονάδα. Καὶ ἕνα ἀμελητέο 2% ὅπου θὰ μποροῦσαν νὰ προκύψουν διλήμματα στὴ ἀνάγνωση, λόγῳ μιᾶς ἰδιορρυθμίας τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, γεγονὸς γιὰ τὸ ὁποῖο πάντως δὲν ἀξίζει τὸν κόπο, λέει, οἱ μαθητὲς νὰ σπαταλοῦν τόσο χρόνο μαθαίνοντας τύπους καὶ κανόνες νεκρούς.

Πείθομαι εὐθὺς συμφωνῶ ἀπόλυτα καί ὑπερθεματίζω ὅτι προτιμητέα λύση ἀντὶ τοῦ ἤδη διαφιλονικουμένου (ὡς πρὸς τὸν τρόπο τῆς ἐφαρμογῆς του) μονοτονικοῦ θὰ ἦταν μᾶλλον ἡ ὁλοσχερὴς καθιέρωση ἑνὸς ἀτονικοῦ συστήματος.

Ἂς μελετήσουμε τώρα τί προκύπτει ἀπὸ μιὰ τέτοια παραδοχή. Οἱ τόνοι, ὑποστηρίζεται, ὀρθῶς γιὰ κάθε ἑλληνομαθῆ καὶ ἀρχαιογνώστη, εἶναι κατοπινή, δευτερογενὴς ἐπινόηση· δὲν χρησιμοποιήθηκαν δηλαδὴ ποτὲ στοὺς κλασσικοὺς αἰῶνες τῆς ἑλληνικῆς γραμματείας. Πολὺ σωστά. Ἂς σκεφτοῦμε ὅμως ὅτι ἡ πολυτονικότητα, ἡ ἀπορία περὶ τῶν τόνων, δὲν ὑπῆρχε στὴν περίοδο αὐτὴ κὰν ὡς δυνατότης. Χώρια ποὺ ἡ ἴδια αὐτὴ περίοδος μόνο γιὰ τὸν ἐκτὸς ῾Ελλάδος εἶναι προσβάσιμη ἐποχή, προσβάσιμη φυσικὰ μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἀρχαιολογίας. Ἡ κατευθείαν μετάβαση στήν ἀρχαιότητα εἶναι ἀνέφικτη γιὰ τὸν Νεοέλληνα, ἐκτὸς κι ἄν θέλει νὰ ἐκτελέσει μία κίνηση καθαρὰ προτεσταντικὴ μὲς στὴν περιοχὴ τῆς γλώσσας. Εἶναι πολλὰ τὰ ἐρείπια καὶ τὰ ναυάγια ὅπου καθημερινῶς ὀφείλει νὰ σκοντάφτει— οὔτε παραμερίζοντας μήτε ἐκποιώντας τα, μόνο μεταλλάζοντας. Στὴν ἐπικίνδυνη αὐτὴ ἐνασχόληση, ποὺ ὄχι σπάνια καρποφορεῖ πνευματικῶς, εἶναι ἀνοίκειο νὰ τοῦ ἀπευθύνονται ἐπικρίσεις (κρίσεις κὰν) ἀπὸ ὁποιονδήποτε ὁ ὁποῖος ἐπινοεῖ τὴν ἀρχαιότητα γιὰ ν᾿ ἀντλήσει τὰ ἐπιχειρήματά του ἀπὸ ἐκεῖ — ἐπιχειρήματα σημειωτέον γιὰ τὶς ἀποφάσεις ποὺ ἔχει λάβει ἐν κενῷ καὶ ἐκ τῶν προτέρων. Παραβλέποντας οἱ ἐπικριτὲς πὼς δὲν εἶναι δυνατὸν ν᾿ ἀσχοληθεῖς μονοδιάστατα κὰν μὲ τὸ παρελθὸν δίχως κάποια μορφὴ αὐταπάρνησης καὶ αὐτοθυσίας, γνωρίζοντας ὅτι τὰ πορίσματα τῆς ἔρευνας δὲν εἶναι μετατρέψιμα στὸ παρόν, μὲ τὴν ἔννοια κατὰ τὴν ὁποία ἕνα νόμισμα τῆς ἀρχαϊκῆς περιόδου ὁσησδήποτε ἀξίας δὲν εἶναι ἀνταλλάξιμο μὲ ψωμὶ σήμερα.

Ὁ γλωσσολόγος θρηνεῖ πιθανὸν γιὰ τὴν ἀπώλεια τῆς καθαρότητας, ποὺ συμβολίζει ὁ ἀρχαῖος κόσμος στὸ σύνολό του, ὅμως ὁ ποιητής, ἢ μᾶλλον ὁ ποιητικός, πάντοτε γνώριζε νὰ μετατρέπει τὸ φεῦ τοῦ ἀρχαιολάτρη σὲ εὐτύχημα. Γνωρίζει ἐπίσης τὴν περιοχὴ στὴν ὁποία εἶναι πρόσφορος πνευματικὰ ὁ θρῆνος καὶ δὲν σπαταλᾶ πολύτιμα δάκρυα σὲ νοσταλγίες συναισθηματικῆς φύσεως.

῾Η σύνδεση μὲ τὴν ἀρχαιότητα, δηλαδὴ ποιητικῶς μὲ τὴν ἀρχή, γινόταν μέχρι σήμερα μέσῳ τοῦ κόσμου τῶν Βυζαντινῶν. Ἡ γλώσσα τους, ποὺ δὲν τὴν ἀκούσαμε ποτὲ παρεκτὸς μὲ τὴν αἰσθησιακὴ σημασία τοῦ ρήματος στὸν Σολωμὸ (ἢ τὴν μουσική, τῆς ἐκκλησίας) παραδίδεται μὲ πλήρη τὴν πανοπλία της τὴν ἀποτελουμένη ἀπὸ τὰ πνεύματα καὶ τοὺς τόνους ποὺ περιφρουροῦν τὶς λέξεις καὶ ἀδιασπάστως τὸ νόημα.

Δι᾿ αὐτῆς ἡ σύνδεση τῶν ποιητικῶν (ὅπου ταυτίζονται, περιττεύει νὰ τονίσω, ὁ ποιητὴς καὶ ὁ συμμέτοχος ἀναγνώστης) μὲ τὸν ἀφανῆ καὶ φανερὸ γενάρχη Ὅμηρο, μέσα στὸ πνεῦμα τῆς ἰδιότυπης διασπάσεως-ἐν-συνεχείᾳ, ποὺ χαρακτηρίζει τὴν ποιητικὴ πραγματικότητα μέσα στὸν ἑλληνικὸ χῶρο.

Ἐνῶ ἡ ἀναζήτηση τῆς κατευθείαν, ἀμεσολάβητης σύνδεσης εἶναι καὶ παραμένει ὑπόθεση ἀκαδημαϊκή. Εἶναι γνωστὸ ὅτι ὁ Εὐρωπαῖος φιλόλογος (λέγοντας Εὐρωπαῖος ἐννοῶ τοὺς ἀπογόνους τοῦ ἐκπνέοντος ὁσημέραι δυτικοῦ οὑμανισμοῦ, ἐκπρόσωποι τοῦ ὁποίου δροῦν φυσικὰ καὶ στὴν Ἑλλάδα) διαπνέεται ἐμφανέστατα ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία ἀναστηλώσεως, κυβερνᾶται ρωμαντικὰ ἀπὸ μιὰν ὅραση ποὺ τοῦ συμπληρώνει τὰ κενά, ἀπαλείφει τὰ μαῦρα στίγματα μέσα στὰ ἀτάκτως ἐρριμμένα τοῦ νῦν καιροῦ ἀνεγείροντας ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ τοὺς γνωστοὺς καλλιμάρμαρους ναούς, δημιουργήματα τοῦ ἀρχαίου πνεύματος κτλ. (ὁρθοέπεια). Ὁ γηγενὴς γνωρίζει πὼς εἶναι καὶ παραμένουν ἐρείπια καὶ προχωρεῖ σὲ σύνθεση ἄλλης τάξεως.

Ἐδῶ ἀκριβῶς ἐντάσσεται καὶ τὸ φαινόμενο τῆς ἀνορθογραφίας, τὸ ὁποῖο σωστὰ θὰ μεταφράζαμε σὲ δυνατότητα ἢ μᾶλλον δικαίωμα τῆς ἀνορθογραφίας ποὺ τὸ προσφέρει ἡ γλώσσα στὴν παροῦσα πολυτονική της μορφή, δυνατότητα ἀπὸ τὴν ὁποία ἀκριβῶς ὁ ποιητικὸς βίος καί πράξη πηγάζει.

Ἡ δυνατότητα τῆς ἀνορθογραφίας εἶναι λοιπὸν ἡ εἰδοποιὸς διαφορὰ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, στὴν ποιητική της ὑποσταση, ὑπενθυμίζοντας πρῶτον τὰ ἐρείπια ποὺ συναντᾶμε στὴν καθημερινὴ ζωὴ δεύτερον ἐπαναλαμβάνοντας πὼς ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς διάλυσης τῆς λεγομένης ἁρμονίας (πάλι κατὰ τοὺς ἀναγεννησιακούς) ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα εἶναι κατ᾿ ἀρχὴν χώρα διχασμοῦ — τῆς κινητήριας δύναμης ποὺ εἴτε ἀφανίζει εἴτε πλέον ἐξαναγκάζει σὲ πνευματικὴ εὐφορία — καὶ ὅτι πέραν τῆς ἐπικοινωνιακῆς της ἀξίας, τῆς περιορισμένης, διατηρεῖ τὸ προνόμιο νὰ ἐκφράζει εἰρωνευομένη τὸν ἑαυτό της ταυτόχρονα, νὰ συνθέτει διαλύοντας, σὲ συνεχῆ ἐμπόλεμη κατάσταση ἐναντίον κάθε εἴδους ὀρθολογισμοῦ, καί πὼς ἐδῶ μᾶλλον θὰ πρέπει ν᾿ ἀναζητηθεῖ κι ὁ μίτος τῆς ἐξέλιξης, μέσα ἀπὸ τὶς σκολιές του ἀτραπούς — «ἀντιφάσεις» — τοῦ νεοελληνικοῦ ποιητικοῦ λόγου.

Παρένθεση γιὰ τὶς νεοελληνικὲς σπουδὲς στὸ ἐξωτερικό.

Τὰ τελευταῖα χρόνια παρατηρεῖται μια ἄνθηση τῶν νεοελληνικῶν σπουδῶν στὴ Δυτικὴ Εὐρώπη. Ἡ ὥρα τῶν πανηγυρισμῶν καταφθάνει ἴσως. Στὸ μεταξὺ δὲν θά ᾿βλαφτε νὰ στοχαζόμαστε περιληπτικὰ γιὰ τὰ ἐνδεχόμενα ἀνταλλάγματα ποὺ ἀπαιτοῦνται ἀπὸ τὴν σύγχρονη ἑλληνικὴ γλώσσα σὰν τίμημα αὐτῆς τῆς διάδοσης.

Ὑποχωρώντας ἡ ποίηση ἐκεῖθεν τῶν συνόρων (κάτι ποὺ στὴν πραγματικότητα μπορεῖ νὰ ἐκφράζεται καὶ μὲ τὸν διπλασιασμὸ τῆς σύνθεσης ἐκτύπωσης καὶ κυκλοφορίας τῶν ποιητικῶν συλλογῶν) αὐτὸ σημαίνει πὼς ἡ μεταδοτικὴ — σκέψεις, συναισθήματα — ἄποψη τῆς γλώσσας ὑπερτερεῖ. Ἡ παρεξήγηση αὐτὴ πὼς τάχα ἡ γλώσσα καί ἑπομένως ἡ ποίηση θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ἁπλῶς φορεὺς ἰδεῶν ἢ συναισθημάτων (βαθυστόχαστων ἢ λεπτεπίλεπτων ἀντίστοιχα) τὰ ὁποῖα μεταδίδονται μορφώνοντας (μᾶλλον δασκαλεύοντας) ἕνα ὁσοδήτοτε ὥριμο κοινὸ εἶναι καθαρὰ πολιτική, ἀντιποιητικὴ ἑπομένως.

Πολιτικὴ ποίηση θὰ πεῖ πὼς ἀφήνω ἠθικὰ ἢ λογικὰ κριτήρια νὰ νομοθετήσουν—ἐνῶ θὰ ἔπρεπε νὰ ὑπάρχουν ἤδη ἀμφιβολίες γιὰ τὸ ἂν τὸ αἰσθητικὸ κριτήριο εἶναι τὸ δεσπόζον στὴν ποίηση ἢ τὸ ἁρμόζον κάν.

Οἱ πρακτικὲς συνθῆκες τῆς διδασκαλίας μέσα σ᾿ ἕναν χῶρο ἀντιποιητικὸ εὐνοοῦν λοιπὸν ὄσον ἀφορᾶ τὴ γλώσσα μιὰ καθαρὰ φαινομενολογικὴ προσέγγιση, κι ὅσο γιὰ τὴ λογοτεχνία (ἀντιδιαστέλλεται μὲ τὴν ποίηση) συχνὰ δὲν χρησιμεύει παρὰ σὰν ἔδαφος καθαρὰ κοινωνιολογικῶν ἀναζητήσεων καὶ ἄγρας συμπερασμάτων (κάτι ποὺ σταθερὰ καὶ στὴν ἡμεδαπὴ παρατηρῶ κερδίζει ἔδαφος).

Σύμφωνα μὲ τὰ παραπάνω εἶναι ἀπολύτως δυνατὸν νὰ ἀκούγονται —φερ᾿ εἰπεῖν σ᾿ ἕνα ἀπο τὰ ἐλάσσονα νεοελληνικὰ σπουδαστήρια τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης— ἀφορισμοὶ καὶ σχετλιασμοὶ στὸ ὕφος:

Οἱ Ἕλληνες δὲν γνωρίζουν ὀρθογραφία, ὁρισμένοι δὲν ξέρουν κὰν νὰ ὀρθογραφήσουν τὸ ὄνομά τους / Οἱ Ἕλληνες εἶναι ἀναρμόδιοι νὰ συγγράψουν τὴν ἱστορία τοῦ τόπου τους (ἰδιαιτέρως τὴν σύγχρονη) / Εἶναι τέλος ἀνίκανοι νὰ κρίνουν τὴ λογοτεχνία τους δίχως ἔξωθεν βοήθεια.

Δηλαδὴ κοινωνιολογικὲς παρατηρήσεις (ἤδη κοινωνιολογικῶς συζητήσιμες) φαινομένων ποὺ δὲν ἐπιδέχονται ἄλλη ἐξήγηση ἀπὸ τὴν συγγενῆ: ἐδῶ τὴν ποιητική, ποὺ κατὰ ἕνα αὐτονόητο τρόπο δεσπόζει καὶ στὴν ἱστορία καὶ στὴ γλώσσα.

Καὶ ὅσον ἀφορᾶ τὸ προκείμενο;

Σέβομαι καὶ τιμῶ τὴν χορεία τῶν δημοτικιστῶν ἐκείνων οἱ ὁποῖοι κρατώντας ἀπὸ τὸν Σολωμὸ ὑπερασπίστηκαν τὰ δικαιώματα τῆς ζωντανῆς γλώσσας μὲ πάθος τὸ ὁποῖο δὲ ἀνάλωσαν ὑπερασπιζόμενοι τὰ πλέον ἐφήμερα «ἀτομικὰ δικαιώματα» τὰ διατυμπανιζόμενα στὴν «ἀνθρωπιστική» μας ἐποχή. Ὡστόσο — καί δὲν ἀποτελεῖ ἀντίφαση — θὰ εἶχα νὰ συνεχίσω πὼς σήμερα ὁ δημοτικισμὸς (ἀπὸ ὅπου καὶ τὸ μονοτονικό, ἐκ τοῦ μὴ ὄντος) δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ ἕναν τεράστιο καὶ ἐκκωφαντικὸ ἀναχρονισμό. Ὄχι βεβαίως μὲ τὴ ἔννοια πὼς τάχα σήμερα εἴμαστε πιὸ προοδευμένοι (καμιὰ μορφὴ τῆς ποίησης δὲν ξεπερνιέται — ἐδῶ μόνο ὑπέρβαση χωρεῖ· θά ᾿τανε σὰν νὰ ὑποστήριζε κανεὶς ὅτι ὁ Ὅμηρος καὶ μὲ μόνη τὴν ἐφεύρεση τῆς πυρίτιδος ἢ τοῦ ἀεροπλάνου θά ᾿πρεπε νὰ θεωρεῖται ἀκυρωμένος) — οὔτε πὼς θὰ μπορούσαμε νὰ δεχτοῦμε ἀβασάνιστα τὶς καθησυχαστικὲς διαβεβαιώσεις περὶ Κοινῆς, μιᾶς νέας λέει Κοινῆς, τῆς ποσοστῆς50, ὅταν τὸ πρόβλημα δὲν εἶναι πῶς θὰ βροῦμε γλωσσικὰ τὴ βολή μας, ἀλλὰ ἀκριβῶς πῶς θὰ ξεβολευτοῦμε καὶ πῶς θὰ κινδυνέψουμε καὶ καμιὰ ποίηση δίχως τὸν τρόμο τοῦ ἐκτροχιασμοῦ εἴτε τοῦ κατακρημνισμοῦ. Ἐδῶ ἀκριβῶς θὰ ὠφελοῦσε ἡ ἐμμονὴ στὴ μελέτη τοῦ Κάλβου καὶ τοῦ Καβάφη (μεταξὺ ἄλλων) — καὶ πάλι ὄχι γιὰ τὴν συντήρηση τοῦ ὕφους, τους (ὑπὸ τὴν ἔννοια τοῦ «στὺλ») ἢ τὴν τυχὸν ἀντιγραφή, ἀλλὰ γιὰ τὴν ἀνακάλυψη (καὶ ὄχι ἐφεύρεση) τῶν γλωσσικῶν συντεταγμένων καὶ τοῦ σημείου ἰσορροπίας αὐτοῦ τοῦ ὕφους, ποὺ καὶ βέβαια ὑπερβαίνει τὴ γλώσσα. Μόνο ἔτσι νοεῖται μελέτη τῆς ποίησης.

Ὕποπτο σημεῖο τοῦ δημοτικισμοῦ θὰ θεωροῦσα ἐξάλλου ἐτούτη τὴν ὁμόφωνη παραδοχή του στὴν Ἑσπερία, φαινόμενο μὲ τὸ ὁποῖο συνδεονται καὶ οἱ ἐπίμονοι πανηγυρισμοὶ γιὰ τὴν ἐπικείμενη καθιέρωση τοῦ μονοτονικοῦ ἐπίσημα καὶ ἐδῶ, ποὺ θὰ πρέπει φυσικὰ νὰ ἔχουνε τὴ βάση τους, καθως πᾶς ἐναντιούμενος σήμερα δὲν θεωρεῖται ἤδη παρὰ ἐγκάθετος εἴτε θλιβερὰ δέσμιος «τῆς προγονολατρείας ὀλίγων ἡμιμαθῶν ἀντιδραστικῶν», ὅπως τόσο εὔστοχα ἀπεφάνθη τίς προάλλες ὁ ἡμερήσιος τύπος.

Παραδεχόμενοι τὸ μονοτονικὸ ἔχουμε ἤδη κάνει τὸ πρῶτο βῆμα γιὰ τὴ κατάργηση τῆς ἱστορικῆς ὀρθογραφίας. Τὸ μονοτονικὸ ἀποδεικνύεται, ὑπερθεματίζω, ἕνα ἁπλῶς μεταβατικὸ στάδιο ὣς τὴ πλήρη κατάργηση τῶν τόνων. Χαρακτηριστικὰ τὸ ἀτονικὸ σήμερα ὑποστηρίζεται ἀπὸ μὴ Ἕλληνες ἐπιστήμονες, ἄτομα μὲ ἐνδεχομένως ἐκτεταμένη γνώση τῆς γλώσσας, ὅμως μὲ καθαρὰ διανοητικὴ σχέση μαζί της, καὶ ἀπ᾿ ὅσο δύναμαι νὰ γνωρίζω μὲ μία σχετικὴ ἕως ἀπόλυτη ἀδιαφορία ἀπέναντι στὴν ποιητική. Οἱ γηνενεῖς ὑπέρμαχοι τοῦ μονοτονικοῦ διστάζουν μέχρι στιγμῆς νὰ παραδεχτοῦν ὅτι συνέπεια πρὸς τὶς ἀρχές τους θὰ σήμαινε, μετὰ τὸ ἀτονικό, συνέπεια φυσικὴ (ὅταν ἡ βάση εἶναι «πὼς μὲ κανένα τρόπο δὲν θά ᾿πρεπε τὰ Ἑλληνόπουλα νὰ ταλαιπωροῦνται ἀδίκως»), τὴν παραδοχὴ ἑνὸς καθαρὰ φωνητικοῦ ὀρθογραφικοῦ συστήματος, δηλαδὴ στὴν οὐσία διάλυση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας εἰς τὰ ἐξ ὧν συνετέθη, σὲ ἕνα σύστημα φθόγγων, ἤχων καὶ θορύβων ἑνὸς ἀπὸ τὰ ἄπειρα συστήματα ποὺ ἐξετάζει ἡ ἐπὶσης ἀδιάφορη πρὸς τὴν ποίηση Φωνητική.

Ἂς ἐκσυγχρονίσουμε λοιπὸν τὴν γηραιὰ τούτη γλώσσα καὶ ἂς τὴν ἀναμορφώσουμε — ἀδιάφορο, μονοτονικῶς ἢ ἀτονικῶς· ὅμως νὰ ξέρουμε πὼς ἀτοτρέπουμε συγχρόνως τὴν ποίηση: ὄχι φυσικὰ τὴν ποίηση τῶν κατὰ καιροὺς ἐκκολαπτομένων, καὶ ἐγκαίρως ἀποκαλυπτομένων, ταλέντων, οἱ ταλαντοῦχοι μποροῦν στὴν ἀνάγκη καὶ χωρὶς γλώσσα νὰ κάνουν κάποιου εἴδους στίχους, καὶ μάλιστα στίχους ποὺ νὰ γίνονται παραδεκτοὶ καὶ ἐξαργυρώσιμοι ἐπὶ τῇ ἐμφανίσει καὶ νὰ μεταφράζονται σ᾿ ὅλη τὴν ἔκταση τῆς σύγχρονης Βαβέλ, σχεδὸν προτοῦ προλάβουν κὰν νὰ ἐκφράστοῦν στὸ μητρικὸ ἰδίωμα. Ἂν καταργηθεῖ ἡ ποίηση δὲν βρίσκω τὸ λόγο νὰ διατηρηθεῖ ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα κάν. Πρακτικότερο θὰ ἦταν νὰ υἱοθετούσαμε μιὰν ἄλλη, μιὰ τυχοῦσα γιὰ τὶς ἀνάγκες τῆς ἐπικοινωνίας (που λέγεται ὅτι γίνονται ὅλο καὶ πιὸ πιεστικές). Θὰ πρότεινα καμιὰ διεθνῆ. Ἂν ἦταν πάντως τ᾿ ἀγγλικὰ ἢ τὰ γαλλικὰ θὰ ἀκολουθούσαμε βέβαια ἀγόγγυστα ἐδῶ ἕνα ἱστορικὸ σύστημα ὀρθογραφίας, διότι στὶς «μείζονες» αὐτὲς γλῶσσες πρόλαβε πρὸ πολλοῦ νὰ καθιερωθεῖ σὲ παγκόσμια κλίμακα. Να μιλήσουμε τώρα ἀλλιώτικα κι ἂς κοιτάξουμε πιὸ συγκεκριμένα ὁρισμένες ἀπὸ τὶς διακρίσεις, οἱ ὁποῖες ἐξαφανίζονται μαζὶ μὲ τὸν πολυτονισμό. Τὸ σύστημα ποὺ συμβολίζοντας ἄφωνα καὶ βουβὰ τὴ μυστικὴ διάσταση μέσα σὲ κάθε μας λόγο μᾶς διδάσκει πὼς δὲν εἴμαστε μόνοι ὅταν μιλᾶμε ἀλλὰ συντροφευόμαστε ἀπὸ τὸ ἀφανὲς ἀκροατήριο τῆς στρατιᾶς τῶν ἀπόντων καὶ τῶν νεκρῶν (καὶ δίχως τὰ σημάδια ἐκεῖνα, τὰ μνήματα ποὺ τοὺς μνημονεύουν μέσα στὴν ὀρθογραφία μυθεύματα θὰ πρέπει νὰ εἶναι καὶ τὰ περὶ τοῦ μνημειακοῦ τάχα χαρακτήρα τῆς ἑλληνικῆς), ἕνα πλῆθος ποὺ δίνει καὶ ὑπόσταση στὰ ὁμιλούμενα. ᾽Αλλιῶς δὲν γράφουμέ παρὰ γιὰ τὸ παρόν, τὸ ἐσαεὶ φθίνον, ποὺ ἤδη μὲ τὴν προφορὰ τῆς πρώτης συλλαβῆς του ἔχει παρέλθει. Ἄλλο τὸ νῦν.

Ἡ σύνδεση ἔγινε ὡραία
Ὡραῖα ἔγινε ἡ σύνδεση

θὰ ἤτανε λοιπὸν τὸ πρῶτο παράδειγμα. Παρεμφερῶς: Ἡ ἔκβαση φαίνεται — τυχαία ἢ τυχαῖα, κι ἀστραπιαῖα ἀκόμη εἴτε ἀκαριαία, ἂν κλιμακώσουμε. (Ἡ ἔμπνευση ἦρθε τελευταία ἢ τελευταῖα μοναχὰ κατὰ τὴν χρονικὴ τάξη). Μιὰ λέξη ἀπομονωμένη, δίκην τίτλου, παραδείγματος χάριν, εἴτε ἐπιφωνήματος εἴτε στιγμιαίας κατάθεσης μέσα στὴ γλώσσα εἴτε ποιητικῆς ἐκλάμψεως, πῶς θὰ διαβαστεῖ (διότι τὰ ψηφία δὲν εἶναι παρὰ ἡ πρώτη προσπέλαση): Μοιραία ἢ μοιραῖα ἁπλῶς — κι ἂν συνεχίζαμε, ἂν πρέπει σώνει καὶ καλὰ νὰ βροῦμε συμφραζόμενα, ποὺ ὅμως ἐδῶ δὲν διαφωτίζουνε τὸ νοήμα ποσῶς: Μοιραία, ἢ ἁπλῶς μοιραῖα / ἀποκαλύπτεται ἡ ἀλήθεια;

Ὥσπου νὰ φτάσουμε στὰ Τελειωμένα:

Ἄλλη καταστροφή, ποὺ δὲν τὴν φανταζόμεθαν,
ἐξαφνική, ραγδαία πέφτει ἐπάνω μας,
κι ἀνέτοιμους—ποῦ πιὰ καιρὸς—μᾶς συνεπαίρνει.

Ἡ διάκριση ποὺ χάνεται (μᾶλλον ποὺ ἐξορίζεται αὐθαίρετα μὲ τὴν πολιτικῆς καὶ ὄχι φιλολογικῆς προελεύσεως ἀρχὴ τοῦ οὐκ ἀγαθὸν πολυκαισαρίη) εἶναι, γιὰ νὰ κυριολεκτήσουμε σύμφωνα μὲ τὴν γραμματική, ἀνάμεσα στὸν κατηγορηματικὸ προσδιορισμὸ θηλυκοῦ γένους καὶ τὸ ἐπίρρημα. Καλῶς ἢ κακῶς, ἀλλὰ ἀναπότρεπτα, ἡ νέα ἑλληνικὴ τὰ θέλει στὴ σημερινή της καὶ ὀμιλουμένη φάση ὅμοια μέχρι ψηφίου, παράλληλα μὲ τὴν πολὺ εὐρύτερη χορεία τῶν ὁμοήχων τὰ ὁποῖα μόνο ἡ ἱστορικὴ ὀρθογραφία τὰ κρατᾶ καὶ ἀπὸ ὅπου ὁ Καβάφης (ὁ ποιητὴς τοῦ τίτλου Ἡδονῇ καὶ τοῦ «διδῷ») ἀντλεῖ τὶς ρίμες του. Ἄλλο μέσο ἀπὸ τοὺς τόνους σ᾿ ὅλη τους τὴν κλίμακα δὲν ὑπάρχει ἂν ἐνδιαφερόμαστε νὰ κρατήσουμε τὴ διάκριση, δηλαδὴ τὶς ἐκφραστικὲς δυνατότητες ποὺ μᾶς ἐξασφαλίζει.

Ἀργῶ τάχα, καθυστερῶ ἢ μήπως βρίσκομαι ἁπλῶς μὲς στὴν ᾽Αργὼ τῶν Συμπληγάδων τῆς ποίησης.

Τὸ ἀντεπιχείρημα πὼς στὶς δύσκολες περιπτώσεις καταφεύγουμε στὴν περισπωμένη δὲν ἰσχύει. Εἴτε καταργεῖται ἡ περισπωμένη μαζὶ μὲ τὰ ὑπόλοιπα μὴ ἄμεσα ἀποτελεσματικὰ στοιχεῖα τῆς γραφῆς, ὁπότε φυλάσσεται τὸ πολύ, στὴν καλύτερη περίπτωση, σὲ ἐκδόσεις κειμένων ποὺ ἤδη μ᾿ αὐτὴ τὴν κίνηση θὰ ἔχουν περάσει στὰ ἀζήτητα τῆς ποίησης, δηλ. τοῦ Καβάφη, τοῦ Σικελιανοῦ (ἀκόμα καὶ τοῦ Σεφέρη), στοὺς ὁποίους τὸ μονοτονικὸ εἶναι ἁπλούστατα ἀνεφάρμοστο· εἴτε διατηρεῖται ό πολυτονισμὸς σ᾿ ὅλη του τὴν πληρότητα καὶ μέχρι συντελείας καὶ ἐκπνεύσεως τοῦ παρόντος ποιητικοῦ αἰώνα.

Ἀκόμα καὶ ἡ βαρεία, ποὺ καταποντίστηκε πρόσφατα διὰ συνοπτικῆς διαδικασίας, βοηθοῦσε στὶς διακρίσεις: τὸ ἕνα γιά τὸ ἄλλο, τὸ ἕνα γιὰ τὸ ἄλλο. Τὰ δύο γιατί, αἰτιολογικὸ καὶ ἐρωτηματικό, τὰ ὁποῖα ἡ ποίηση ἀπαιτεῖ:

Γιατί ν᾿ ἀρχίσει μονομιᾶς αὐτὴ ἡ ἀνησυχία
Γιατὶ τὰ σπάσαμε τ᾿ ἀγάλματά των (Καβάφης)
Γιατὶ βαθιά μου δόξασα (Σικελιανὸς)
Γιατὶ περάσαν τόσα καὶ τόσα μπροστὰ στὰ μάτια μας (Σεφέρης)

Καὶ ὅσα ἄλλα. Οἱ παλιοὶ ποιητὲς εἶναι χαμένοι λοιπόν. Ὅσο γιὰ τοὺς καινούργιους, ἢ θὰ συμμορφωθοῦν μὲ τὴν νέου εἴδους λογοκρισία (ποιοτικὴ τώρα καί μπροστα στὴν ὁποία ἡ καθαρὰ ποσοτικὴ τῆς πρόσφατης δικτατορίας καταντᾶ ἀνώδυνη) εἴτε χάνονται ἐν τῇ γενέσει τους.

Διότι δὲν εἶναι τὸ πλῆθος τῶν θεμάτων τοὺ καθορίζει τὴν ἐλευθερία τῆς ποίησης (αὐτὸ καθορίζει τὴν ἐλευθεριότητα τὸ πολὺ) ἀλλὰ ἡ ἀπεριόριστη δυνατότητα ἔκφρασης μέσα στὰ ἤδη ὑπάρχοντα τὰ ἐξ ἀρχῆς τεθέντα τὰ συνδέοντα μὲ τὰς ἀρχάς.

Περνώντας στὰ πνεύματα θὰ ἤθελα ἁπλῶς νὰ ὑπενθυμίσω τὴν δασεία ποὺ στὸ σύμπλεγμα ἅψε σβῆσε θυμίζει ἄσφαλτα πὼς τὸ ἅπτω (ἀνάβω) βρίσκεται στὴ ρίζα τῆς ἁφῆς, ποὺ ξεχωρίζει τὸ ἔπος ἀπὸ τὰ ἑπόμενα καὶ τὰ παρεπόμενά του, σημειώνοντας ἐπίσης ὅτι τὸ ὀλολύζω δὲν εἶναι καμιὰ ὁλικὴ κατασταση καὶ ὅτι ἂν πηδῶ καὶ ἅλλομαι δὲν σημαίνει ἀπαραιτήτως πὼς ἔγινα ἀλλόφρων, ἐνῶ συνδέει ἅλω καί ἅλωση, τὰ ἄλλως ἀσύνδετα στὰ λεξικά. Ἂν μὲς στὸ ἅψε σβῆσε διώξουμε τὸ πνεῦμα γιὰ ποιὸ λόγο νὰ μὴν ὀρθογραφήσουμε apse καὶ νὰ κάνουμε ὀνοματοποιία, φέρνοντας στὸ νοῦ τὶς κινήσεις τοῦ καταβροχθίζω, προσκομίζοντας βέβαιη ἄνεση καὶ ἀνθόσπαρτον βίον στὰ Ἑλληνόπουλα τῆς ἐρχόμενης γενιᾶς. Γιὰ τὸ ἀτονικὸ τὰ παραδείγματα βρίθουν καὶ ἤδη ὁ δρ. Ἀιντ. εἶχε τὴν προνοητικότητα νὰ παραθέσει μὲς σὲ μιὰ παρένθεση τὸν νόμο καὶ τὸν νομό. Θὰ πρόσθετα πέρα ἀπὸ τὰ αὐτονόητα ζεύγη τοῦ τύπου ἐξαιρῶ καὶ ἐξαίρω καὶ τὴν πρόταση, ποὺ δὲν παρέχει μέσα στὰ συμφραζόμενα51 κανένα κλειδί:

Ὁ οὐρανὸς εἶναι θολὸς ἢ θόλος τάχα

καθὼς καὶ τὴν γραμματολογικὴ ὑπόμνηση ὅτι ὁ Ἐγγονόπουλος ἐνῶ φροντίζει νὰ βάλει τὸν τόνο (σὲ κεφαλαῖα σημειωτέον) στὸν Μπολιβὰρ καὶ μάλιστα. στὴ λήγουσα, ποὺ εἶναι ὁ τόνος τοῦ ποιήματος καὶ ὄχι τῆς φιλολογίας, παραλείπει νὰ τὸν τοποθετήσει στὸν τίτλο ΕΛΕΥΣΙΣ δηλώνοντας προφανῶς πὼς ἡ διπλὴ δυνατότητα τονισμοῦ πρέπει νὰ κρατηθεῖ ταυτοχρόνως (καί πὼς κατὰ συνεκδοχὴν ὁ ἐρχομὸς τῶν μυστηρίων ἤγγικε), ἀπ᾿ ὅπου συμπεραίνουμε σωστὰ ὅτι οἱ τὁνοι, μέσα στὸ πολυτονικὸ σύστημα, καὶ στὴν ἀπουσία τους ἀκόμα ἐπιτελοῦν ἔργο, ἔργο συναφὲς μ᾿ ἐκεῖνο ποὺ ἐκτελεῖ καὶ ἡ ὀρθογραφία μέσα σὲ ἕνα ἱστορικὸ σύστημα ὀρθογραφίας καθὼς καὶ ἡ παραφωνία μέσα σ᾿ ἕνα ἁρμονικὸ σύστημα. Ἀλλὰ δὲν πρόκειται νὰ συνεχίσω οὔτε τὰ παραδείγματα οὔτε τὶς μετρήσεις, ὅσα ἀνέφερα ἦταν μονάχα ἐνδεικτικὰ γιὰ νὰ φανεῖ πὼς ἡ διατήρηση τῶν τόνων, ὡς ἔχουν, δὲν εἶναι ἁπλῶς αἰσθητικὴ ὑπόθεση οὔτε γνώρισμα προγονοπληξίας ἀλλὰ ἐκτελεῖ καὶ μία λειτουργία καθαρῶς διακριτικὴ ποὺ καταργώντας την ἔχουμε περικόψει ἀπολύτως ἀντίστοιχα καὶ τὴν ἐκφραστικὴ ἐλευθερία.

— «Οἱ τόνοι, ὁλόκληρο τὸ σύστημα τῆς νεοελληνικῆς ὀρθογραφίας, εἶναι δεσμά». Βεβαιότατα. Δεσμὰ ποὺ μᾶς ἀπαγορεύουν νὰ γίνουμε μετέωροι, ἂν πρόκειται τὸ ζήτημα νὰ τεθεῖ στὴν οἰκεία του βάση. Ἡ ἐλευθερία τοῦ ποιητῆ κατὰ συνέπεια εἶναι ἀπολύτως ἀνάλογη μὲ τὸ βαθμὸ ποὺ ὁ ἴδιος εἶναι σκλάβος· ὄχι ὁποιασδήποτε, ἀκόμα καὶ τῆς σοβαρότερης κοινωνικῆς ἢ πολιτικῆς ἀπαίτησης, ἀλλὰ τῆς ἴδιας τῆς ποίησης κατευθείαν.

Ἔχει λοιπὸν τὴν ἐλευθερία νὰ χρησιμοποιήσει καὶ τὸ λάθος· εἴτε τὸ καταξιωμένο τῆς τάξεως τοῦ «ἐπέστρεφε» (σκεφτεῖτε ἐπὶ τῇ εὐκαιρίᾳ πόσα «λάθη» πρόλαβε νὰ κατοχυρώσει ἡ γλώσσα. Ὅταν στὴν πρόταση «φέτος ἡ ἐπέτειος» ἡ λαϊκή, ἀρχικὰ λανθασμένη, καὶ ἡ λογία λέξη συνυπάρχουν σήμερα σὲ ἀπόλυτη ἰσοτιμία) εἴτε τὰ πλέον παράτολμα καί ρηξικέλευθα ὅπως ὁ τύπος «ἐβδομὰς» μέσα σὲ δίστιχο πέρα ὣς πέρα δημοτικὸ (Στὸ ποίημα Ὡραῖα λουλούδια κι ἄσπρα ὡς ταίριαζαν πολὺ τοῦ Καβάφη). Τὰ κράματα αὐτὰ δὲν τά ᾿χει δημιουργήσει ἐκ τῶν προτέρων ἡ γλώσσα γιὰ λογαριασμὸ τοῦ ποιητῆ· τὰ δημιουργεῖ ὁ ἴδιος ἐν ἐλευθερίᾳ (δηλαδὴ δέσμιος τῆς ποίησης) καὶ ἐδῶ μεταξὺ ἄλλων μὲ τὸν σκοπὸ νὰ ἀποτρέψει κάθε συναισθηματικὴ ἀνάμειξη ἢ παρεμβολὴ στὸ ἔργο τῆς ἐρωτικῆς ἀναπόλησης. Ὑπέρβαση τῶν δεσμῶν καὶ ἀνορθογραφία ὡς δικαίωμα εἶναι ἀποκλειστικὸ προνόμιο τῶν πτωχῶν τῷ πνεύματι ὅπως καὶ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Μιὰ τάξη μέσα στὴν ὁποία συναδελφώνονται οἱ ἀναλφάβητοι μὲ τὸν Διονύσιο Σολωμό, νέο γενάρχη.

(Κι ἂν χρειάζεται διευκρίνιση ἐδῶ μποροῦμε νὰ τὴν κάνουμε καὶ διαφορετικά, ὡς ἑξῆς, ὅτι ὁ γραμματισμένος γίνεται πολὺ δυσκολότερα ποιητὴς ἀπὸ τὸν ἀγράμματο, δηλαδὴ μόνο ἂν κατορθώσει νὰ φτάσει στὴν κατάσταση τῆς γλωσσικῆς ἀγνωσίας ποὺ τὸν ἐξισώνει μὲ τοὺς ἀναλφαβήτους).

— «Οἱ τόνοι εἶναι ἁπλῶς τύποι νεκροί». Ἡ πρόταση χαρακτηρίζει ὄχι τὴν γλώσσα ἀλλὰ τὸν ὁμιλοῦντα. Τύποι ἀκριβῶς εἶναι, τύποι τῶν ἤλων, γνώρισμα κάθε πραγματικότητας.

Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ τίθεται κὰν ἡ διάκριση μεταξὺ τύπου καὶ οὐσίας, κι αὐτὸ συμβαίνει κάθε φορὰ ποὺ δυσανασχετοῦμε μὲ τοὺς τύπους καὶ πᾶμε νὰ τοὺς καταργήσουμε (ἰδιαιτέρως στὴ σημερινὴ ἐποχὴ τῆς ἀπελευθερώσεως μαζικῶς ὅπου ποτὲ ἡ σκλαβιὰ δὲν ἦταν μεγαλύτερη, μὲς στοὺς καιροὺς τῶν νέων φώτων ὅπου ποτὲ δὲν ἤτανε βαθύτερα τὰ σκοτάδια) ἡ «οὐσία», ἂν ὑποθέσουμε ἔστω καὶ στιγμιαῖα πὼς θὰ μποροῦσε νὰ ἀπομονωθεῖ καὶ νὰ χειραφετηθεῖ, ἔχει γίνει ἤδη ἄφαντη κι ἐμεῖς ἔκπτωτοι.

— «Μὰ ἐπιτέλους τὸ 98% εἶναι ἀπολύτως κατανοητὸ δίχως τοὺς τόνους». Ἂς αἰσιοδοξήσουμε μαζὶ μὲ τοὺς ἀτονιστὲς κι ἐμεῖς κι ἂς ποῦμε πὼς 98 εἶναι κι οὔτε ἕνα λιγότερο καὶ πὼς ἐπίσης δὲν θὰ πείραζε ἀκόμα καὶ ἡ καθιέρωση τῆς φωνητικῆς ὀρθογραφίας: Σκεφτεῖτε πὼς θὰ φτάναμε νὰ καταλαβαίνουμε καὶ τὸ 40% τῆς γλώσσας — ἂν τόσο εἶναι — δίχως δυσκολία καὶ δίχως ἀπώλεια.

Τὰ ποσοτικὰ ἐπιχειρήματα δὲν ἐφαρμόζονται παρεκτὸς μεταξὺ ὁμοειδῶν καὶ ὁμοιογενῶν. Λέγοντας π.χ. ἀπὸ τὸ 1 κιλὸ πατάτες πετάω — ὄχι εὐχαρίστως βέβαια — τὰ 20 γραμμάρια ποὺ σάπισαν. Ὅμως μέσα στὸ οἰκοδόμημα ποὺ εἶναι ἡ γλώσσα, πὼς μπορῶ νὰ μπῶ δίχως τὸ κλειδί, μηδαμινοῦ ὄγκου σὲ ἀναφορὰ μἑ τὸν ὄγκο τοῦ ὅλου κτίσματος, καί πῶς μπορῶ νὰ γευτῶ τὸ φαγητὸ δίχως τὸ ἁλάτι, πῶς μπορεῖ τὸ σῶμα τὸ ζωντανὸ νὰ κινηθεῖ δίχως τὰ γραμμάρια ποὺ ἀντιπροσωπεύει ἡ καρδιὰ καὶ ὁ νοῦς του, καὶ πῶς μπορῶ νὰ μιλήσω καὶ νὰ σκεφτῶ κὰν δίχως τὸ 2% ἐκεῖνο, τὸ ἁλάτι τῆς γλώσσας, τὸ τελευταῖο μόριο, τὸ ἐντὸς τῆς γλώσσας ἀλλὰ ἐκτὸς τῆς ἐπικοινωνίας, ἀπ᾿ ὅπου ἡ ποίηση ἀντλεῖ.

Καὶ ἀνακεφαλαιώνοντας μὲ τὸ μονοτονικὸ ποὺ εἶναι τὸ προτελευταῖο βῆμα πρὶν ἀπὸ τὸ ἀτονικό, μετὰ τὸ ὁποῖο δὲν ἀκολουθεῖ παρὰ ἡ κατάργηση τῆς ἱστορικῆς ὀρθογραφίας52, μὲ ἐνδεχόμενη κατάργηση καὶ ὁριστικὸ ἐνταφιασμὸ τοῦ ἑλληνικοῦ ἀλφαβήτου, στεροῦμαι ἅπαξ καὶ διὰ παντὸς τὴν ποιητικὴ ἐλευθερία καὶ ἀπαρνιέμαι τὴ δυνατότητα τοῦ λάθος ἀπὸ τὸ ὁποῖο προάγεται ἡ ποίηση.

— «Μὰ δὲν θὰ διαβάζουμε γρηγόρα». Πρὸς τί ἡ ταχύτης.

Γιατί νὰ μοῦ ἀφαιρεθεῖ ἡ δυνατότητα τῆς περισκέψεως κάθε φορὰ ποὺ γράφοντας ἢ ἀναγινώσκοντας ποὺ ὅταν γίνονται μὲ μία ὁρισμένη ἔνταση εἶναι ταυτόσημες πράξεις ὑπαινιχτήκαμε προηγουμένως, κάθε φορὰ ποὺ σκοντάφτω στὰ ζῶντα λείψανα καὶ τὰ ἀπολιθώματα ποὺ γονιμοποιοῦν τὴ γλώσσα.

Γιατί νὰ μὲ ἐμποδίσουνε ν᾿ ἀντλῶ ποιητικὰ ἀπὸ ὁποιαδήποτε ἐποχὴ καὶ μορφὴ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας ὄχι ἀρχαιοδιφικὰ μὰ κάνοντάς την παρόν.

Ἢ μήπως καὶ συμπληρώσαμε τὸν κύκλο τῆς ζωῆς τῆς ποίησης (παραμένει βεβαίως δυνατόν, ἀκούω ξάφνου, καὶ ἀναλογίζομαι πὼς καμιὰ βεβαιότης δὲν χωρᾶ στὰ ποιητικὰ πράγματα) καὶ εἴμαστε ἀδέσμευτοι πλέον καὶ ἐλεύθεροι νὰ περάσουμε στοὺς «κοινωνικοὺς προβληματισμοὺς» καὶ τὶς ἰδιωτικὲς ἀναδιφήσεις στὰ ὁποῖα ἐλλείψει τῆς ποίησης ἐπιδίδονται τὰ προηγμένα καὶ φωτισμένα κράτη ἐν χορῷ. Ἂν περὶ αὐτοῦ πρόκειται ἄς σπεύσουμε τότε.

— «Μὰ δὲν θὰ διδάσκεται ἡ γλώσσα ἀποτελεσματικὰ στὴ νέα γενεά».

Ποιός ὁ λόγος νὰ διδάσκεται κὰν ἢ νὰ παραδίδεται ἐντὸς ἢ ἐκτὸς τῆς Ἑλλάδας μιὰ γλώσσα ποὺ σκότωσε τὴν ποίηση, γλώσσα νεκρὴ καὶ ὄργανο ἐπικοινωνίας μεταξὺ ζώντων νεκρῶν.

Σοφία Σκοπετέα Κοκκιναράς, Αὔγουστος 1979.


Διαβάστε ἐπίσης ἕνα προηγούμενο μικρὸ κείμενο τῆς Σοφίας Σκοπετέα: Οἱ κίνδυνοι τῆς ἀνάγνωσης, περιοδικὸ Ἐποπτεία, τεῦχος 50, Ὀκτώβριος 1980, σελ. 738.

Ἡ μονοτονικὴ «ἐπανάσταση»

[Τοῦ Ἄγγελου Ἐλεφάντη, περιοδικὸ «Ὁ Λογοτεχνικὸς Πολίτης», τ. 47-48, Ἰανουάριος-Φεβρουάριος 1982.]

Εἴτε πιστέψουμιε τὴ διαβεβαίωση τοῦ ὑπουργοῦ Παιδείας κ. Βερυβάκη ὅτι ἡ καθιέρωση τοῦ μονοτονικοῦ εἶναι «πραγματικὴ ἑπανάσταση» εἴτε ἐμπιστευτοῦμε τὶς ἀπόψεις τῆς Ὁμάδας ᾽Εργασίας γιὰ τὴ μελέτη τοῦ μονοτονικοῦ συστήματος, καὶ τῶν Συμβούλων τοῦ ΚΕΜΕ ποὺ τὴν εἰσηγήθηκαν ὁμόφωνα — νομίζω ὑπάρχει μία μόνο ἀντίρρηση τοῦ κ. Συριόπουλου — εἴτε, τέλος, διατρέξουμε τὰ κείμενα διαφόρων ἐπιστολογράφων καὶ ἀρθρογράφων ποὺ κάθε τόσο τὰ βάζουν μὲ τοὺς τόνους καὶ τὰ πνεύματα, ἀβίαστα θὰ μπορούσαμε νὰ ὁδηγηθοῦμε στὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ μεταρρύθμιση τοῦ συστήματος τονισμοῦ τῆς νεοελληνικῆς γλώσσας εἶναι θέμα κρίσιμο γιὰ τὴν παιδεία, τὴν ἐκπαίδευση, τὰ γράμματα καὶ τὴν ἐθνικὴ οἰκονομία. Κι ἀκόμα δὲν θ᾿ ἀργούσαμε νὰ διαπιστώσουμε ὅτι πρόκειται γιὰ θέμα ἔντονα πολιτικὸ ἀφοῦ τόσοι καὶ τόσοι διαβεβαιώνουν ὅτι, ὣς τώρα, ἡ ἀντίδραση καὶ ἡ δεξιὰ ἐμπόδιζαν τὸ λαὸ νὰ γράφει σωστά, χωρὶς τόνους καὶ πνεύματα, τὴ γλώσσα του καὶ μόνο χάρη στὴν κυβέρνηση τῆς ἀλλαγῆς, ἐπιτέλους, τὸ ὄνειρο τόσων καὶ τόσων γενεῶν γίνεται πραγματικότητα.

***

Ὅπως κάθε ἐπανάσταση, ἔτσι κι αὐτή, πέρασε διάφορες φάσεις. Μὲ τοὺς ἕνδοξους μακρινοὺς πρωτοπόρους της, ποὺ μόνοι κι ἀγνοημένοι ἐκήρυτταν παραγνωρισμένοι τὸ λόγο της, τοὺς πρώτους τολμηροὺς ποὺ ἀναστάτωναν τὴν ὀρθογραφικὴ συμβατικότητα τοῦ πλήθους, τῆς ἐξουσίας καὶ τῶν κατεστημένων, μὲ μιὰ νέα γενιὰ ἐλπιδοφόρα, ἀντισυμβατικτὴ καὶ εἰκονοκλαστικὴ πού, ἰδιαίτερα μετὰ τὴ μεταπολίτευση, μαζικὰ προσχώρησε στὶς νέες ἰδέες, τὶς διεκδίκησε, τὶς ἐπέβαλε καὶ τὶς ἐπαλήθευσε στὴν πράξη. Βρέθηκαν ἀκόμη καὶ οἱ εὐαίσθητες κεραῖες δημοσιογραφικῶν συγκροτημάτων ποὺ καταλαβαν τὸ νόημα τῶν καιρῶν καὶ στάθηκαν στὸ πλευρὸ τῶν πρωτοπόρων. Τὸ μονοτονικὸ κίνημα ἕγινε πλατιὰ λαϊκό, τ᾿ ἀγάπησε ὁ κόσμος καὶ μπόρεσε ἔτσι νὰ ἐκφράσει τὴν ψυχή του καὶ τὰ νοήματά του, ἐλεύθερα, χωρὶς τὰ δεσμὰ τῆς περισπωμένης καὶ τῆς δασείας. Οἱ παλιοὶ ἀγῶνες τῶν δημοτικιστῶν ὁλοκληρώνονται καὶ δικαώνονται μόνο τώρα· ἡ δημοτικὴ μὲ ἁπλουστευμένη τὴν ὀρθογραφία της μπορεῖ νὰ γίνει κτῆμα τοῦ λαοῦ.

Χρειάζονταν ὁστόσο καὶ πολιτικὴ ἔκφραση τὸ κίνημα τοῦ μονοτονισμοῦ, γιατὶ ἀκόμα τὰ κατεστημένα εἶχαν δύναμη μεγάλη. Ἀντιδροῦσε καὶ ἡ Δεξιά. ᾽Αλλὰ τὸ γενικότερο κίνημα τῆς ἀλλαγῆς ποὺ συγκλόνιζε τὴ χώρα τὰ τελευταῖα χρόνια, ὅπως ἦταν ἀνοιχτὸ σ᾽ ὅλες τὶς ἰδέες τῆς προόδου καὶ ἰδιαίτερα σ᾿ ἐκεῖνες ποὺ σχετίζονταν μὲ τὴ μόρφωση, τὴν παιδεία τοῦ λαοῦ καὶ τὴν ἐκπαίδευση, ἐνσωμάτωσε ἁρμονικὰ καὶ τὸ μονοτονικὸ αἴτημα στὸ πρόγραμμα τῆς Δομικῆς ᾽Αλλαγῆς. Ἄλλωστε ὁλόκληρη ἡ Ἀλλαγὴ δὲν μποροῦσε παρὰ νὰ ἐκφραστεῖ μονοτονικά. Ἔτσι τὸ μονοτονικὸ συνδέθηκε μὲ τὸ γενικότερο λαϊκὸ κίνημα, καὶ εὐθὺς μετὰ τὶς ἐκλογὲς ἡ κυβέρνηση τοῦ ΠΑΣΟΚ τὸ ἔφερε στὴ Βουλή, σὰν λαϊκὴ ἐντολή, γιὰ τὴν τυπικὴ πολιτειακὴ πράξη ποὺ θὰ τὸ ἐπισημοποιοῦσε, θὰ τὸ ἔκανε νόμο τοῦ κράτους.

Ἡ μονοτονικὴ ἐπανάσταση πάντως πέτυχε χωρὶς ἀντιστάσεις. Ἡ Ν. Δημοκρατία στὴ Βουλὴ δὲν εἶχε ἀντίρρηση ἐπὶ τῆς οὐσίας στὴν ἐφαρμογὴ τοῦ μονοτονικοῦ. Ζήτησε μόνο προσωρινὴ ἀναβολὴ τῆς συζήτησης γιὰ τὴν καλύτερη μελέτη τοῦ θέματος καὶ έπειδὴ τὸ ΠΑΣΟΚ δὲν τῆς ἔκανε τὴ χάρη ἀποχώρησε ἀπὸ τὴ συνεδρίαση. Οἱ ἀριστεοὲς σύμφωνεσ κι αὐτές. Ὅσο γιὰ τὸ ΚΚΕ, διὰ στόματος Δαμανάκη, στὴν προηγούμενη Βουλή, εἶχε δηλώσει ὅτι ὅσοι ἀντιδροῦν στὴν ἐφαρμογὴ τοῦ μονοτονικοῦ εἶναι ἀντιδραστικοὶ καὶ σκοταδιστές. ᾽Απὸ κοντὰ καὶ ἡ Αὐγή. Ὁ Τάσος Βουρνᾶς, τελευταῖα, ἔμοιαζε σὰ νὰ τοῦ ᾿φυγε ἕνα βάρος ἀπὸ πάνω του ἀφοῦ ἀπαλλαχτήκαμε ἀπ᾿ αὐτὲς τὶς «κουτσουλιὲς καὶ τὰ περιττὰ στολίδια» ποὺ μᾶς κληροδότησαν οἱ ᾽Αλεξανδρινοί. Γνωστὸ ἐπίσης ὅτι ὅλες οἱ ἄλλες ἐφημερίδες μὲ ἐξαίρεση τὴ Μεσημβρινή, ἦταν πραγματικὰ οἱ πρωταγωνίστριες τῆς μονοτονικῆς ἐπανάστασης. Συνοδοιπόρησαν ἐπίσης μαχητικὰ πολλὰ ἐκδοτικὰ καὶ περιοδικὰ μικρῆς ἢ μεγάλης κυκλοφορίας, ἐνῶ τὰ ἐκπαιδευτικὰ σωματεῖα ἀπὸ καιρὸ εἶχαν ἀπαιτήσει τὴν ἄμεση κατάργηση τῶν τόνων ποὺ «μαραίναυν τὸ πνεῦμα, δεσμεύουν τὴ σκέψη καὶ ναρκοθετοῦν τὴ μάθηση». ᾽Εθνικὴ ὁμοψυχία πλήρης, ἀκηλίδωτη καὶ ἀρραγής.

Μιὰ μικρὴ διχογνωμία μόνο ἐπισκίασε λίγο τὴν κατὰ τὰ ἄλλα καλπάζουσα ἀπὸ ἐπιτυχία σὲ ἐπιτυχία μονοτονικὴ ἐπανάσταση. Ἕνας ἀπροσδόκητα βίαιος καβγὰς ξέσπασε μεταξὺ τῶν εἰσηγητῶν τοῦ μονοτονικοῦ ποὺ δὲν μπόρεσαν νὰ συμφωνήσουν ποιό συγκεκριμένο σύστημα εἶναι τὸ καλύτερο, τὸ εὐκολότερο καὶ τὸ οἰκονομικότερο. ᾽Ενῶ ὅλοι δέχτηκαν ὅτι ἡ περισπωμένη καὶ τὰ πνεύματα πρέπει νὰ ριχτοῦν στὸ σκουπιδοντενεκὲ τῆς ἱστορίας καὶ νὰ διατηρηθεῖ μόνο ἡ ὀξεία (ἢ μιὰ τελεία) στὴ τονούμενη συλλαβὴ τῶν πολυσύλλαβων λέξων, ὡστόσο, ἡ μὲν Πλειοψηφία τοῦ ΚΕΜΕ (συμφωνώντας μὲ τὴν Μειοψηφία τῆς Ὁμάδας Ἐργασίας) εἰσηγεῖται ὁ τόνος νὰ διατηρηθεῖ καὶ στὶς μονοσύλλαβες λέξεις πλὴν ἐξαιρέσεων, ἡ δὲ Μειοψηφία τοῦ ΚΕΜΕ (συμφωνώντας μὲ τὴν Πλειοψηφία τῆς Ὁμάδας Ἐργασίας), ρηξικέλευθη καὶ ριζοσπαστική, πιστεύει ὅτι ἡ μεταρρύθμιση θὰ εἶναι ἡμίμετρο, δῶρο ἄδωρο, λάθος, γιατὶ ὁ τόνος πλὴν ἐξαιρέσεων δὲν χρειάζεται στὰ μονοσύλλαβα. Μερικοί, μάλιστα, λένε ὅτι δὲν χρειάζεται πουθενὰ γιατὶ εἶναι τὰ συμφραζόμενα ποὺ ἐξασφαλίζουν τὸ νόημα τῆς κάθε λέξης, καὶ ὄχι τὸ τονικὸ σημαδάκι. Ἡ τελευταία αὐτὴ περίπτωση πρέπει νὰ θεωρηθεῖ μᾶλλον ὡς έπαναστατικὸς ἐξτρεμισμὸς ἤ, ἀνώριμη παρέκκληση ἀπὸ τὸ σύστημα τῆς μονοτονικῆς ὀρθοδοξίας, πού, σίγουρα, θὰ θρέψει νέα κινήματα καὶ νέες γενιὲς ἐπαναστατῶν μέσα στὴν ἐπανάσταση.

Κατὰ τὰ ἄλλα καμιὰ φωνὴ διαμαρτυρίας, καμιὰ ἀντίθετη κίνηση, ἢ σχεδὸν καμιά53.

Ἔτσι, ὥριμο τέκνο τῆς ἐθνικῆς ὁμοψυχίας τὸ μονοτονικὸ εἶναι πλέον γεγονός. Ἀλλὰ γιατί ὅλα αὐτά;

Γιὰ νὰ στηρίζουν τὴ μονοτονικὴ ἐπανάσταση εἶπαν καὶ ξαναεῖπαν μονότονα:

  • Οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα δὲν ἀποτελοῦν στοιχεῖο τῆς ἑλληνικῆς γραφῆς καὶ τῆς παράδοσής μας γιατὶ ὡς γνωστὸν οἱ ἀρχαῖοι δὲν εἶχαν αὐτὰ τὰ σημάδια ποὺ ἰσχύουν μόνο ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν Ἀλεξανδρινῶν γραμματικῶν ποὺ πρῶτοι τὰ εἰσήγαγαν καὶ ἡ συντηρητικὴ παράδοση τὰ κράτησε ὣς τὶς μέρες μας.
  • Τὰ παιδιὰ στὸ σχολεῖο, μαθαίνοντας γραφὴ κι ἀνάγνωση χάνουν χιλιάδες ὧρες καὶ βασανίζονται μὲ τὴν ἐκμάθηση περιπλόκων γραμματικῶν κανόνων.
  • Δὲν ἔχουν πλέον καμιὰ φωνολογικὴ σημασία· ἐκτὸς ἀπὸ τὸν τόνο στὴν τονούμενη συλλαβὴ τῶν πολυσύλλαβων λέξεων ἡ ἐκφορὰ τῶν φθόγγων δὲν ἐπηρεάζεται ἀπὸ τόνους καὶ πνεύματα. Ἁπλῶς μᾶς μπερδεύουν, ὅπως μπερδεύουν καὶ τοὺς ξένους πού, θέλοντας νὰ μάθουν ἑλληνικά, σκοντάφτουν σ᾿ αὐτὴν τὴν ἄσκοπα περίπλοκη ἱστορικὴ ὁρθογραφία.
  • Σπατάλη κινήσεων καὶ χρημάτων. Γράφοντας καὶ διαβάζοντας μονοτονικὰ ξοδεύομε λιγότερο χρόνο καὶ ἐνέργεια ποὺ θὰ μπορούσαμε νὰ ἐπενδύσουμε σὲ ἅλλα χρήσιμα καὶ δημιουργικὰ ἔργα. Κυρίως ὅμως θὰ ἔχει μεγάλο κέρδος ἡ ἐθνικὴ οἰκονομία γιατὶ μὲ τὴν ὀρθογραφικὴ-τονικὴ ἁπλούστευση τὰ «κλαβιὲ» τῶν λινοτυπικῶν, μονοτυπικῶν μηχανῶν, γραφομηχανῶν καὶ φωτοσυνθέσεων θὰ ἔχουν πολὺ λιγότερα σύμβολα-πλῆκτρα και ἔτσι ἕνα κείμενο γιὰ τὸ γράψιμό του θὰ χρειάζεται σαφῶς λιγότερο χρόνο, λιγότερα μεροκάματα κ.ο.κ.

Οἱ λόγοι ποὺ ἐπέβαλαν τὴ μονοτονικὴ μεταρρύθμιση, σοβαροὶ ἣ ἀστεῖοι δὲν ἔχει σημασία, δημιούργησαν τὴν αἴσθηση ὅτι ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ μιὰν πραγματικὴ ἐπανάσταση. Καὶ δὲν ἀστειεύομαι καθόλου γιατὶ τὸ μονοτονικὸ κίνημα πραγματικὰ βασίστηκε σὲ μιὰν ἰδεολογία που αὐτοοριζόταν ὡς ἐπαναστατική. Ἄλλωστε, ἂν ἦταν μόνο τὰ οἰκονομικὰ συμφέροντα54 ἐκδοτικῶν-δημοσιογραφικῶν συγκροτημάτων, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ πετύχει. Καὶ πάλι, χωρὶς νὰ ἀστειεύομαι, χρειάζονται κάποιες ἰδέες νὰ γίνουν «ὑλικὲς δυνάμεις τῆς ἀλλαγῆς».

Μερικοὶ ἰδιαίτερα ὅσοι εἰσηγοῦνται τὴν καθιέρωση μὲν τοῦ μονοτονικοῦ, θέλουν ὅμως παντοῦ τὸ τονικὸ σημάδι, στὴν πραγματικότητα ἐκφράζουν μιὰν ἀνησυχία. Ὅτι δηλαδὴ ἡ γραφὴ τῆς γλώσσας μας θὰ ἀναστατωθεῖ ριζικὰ καὶ θὰ πληγεῖ ἡ ἱστορικὴ ὀρθογραφία. Αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ ἀνατροπὴ τοὺς ὑποχρεώνει στὴ συμβιβαστικὴ λύση ποὺ προτείνουν, πράγμα ποὺ ἐξοργίζει τοὺς καθαρόαιμους μονοτονικοὺς καὶ πολὺ περισσότερο τοὺς ἀτονικούς. Ἡ ἴδια ἡ μέση ὁδὸς ποὺ προκρίνεται, καὶ ποὺ ἀκατάστατα ἐφαρμόζουν στὴν πράξη ἐδῶ καὶ 3-4 χρόνια οἱ περισσότερες ἐφημερίδες δείχνει ὅτι ἁπλῶς ἀμβλύνεται ἡ πραγματικὴ ρήξη μὲ τὴν καθιερωμένη γραφή, ρήξη ποὺ τὸ φυσικό της τέρμα καὶ ἡ ὁλοκλήρωση πᾶνε μακριά. Ἂν σήμερα υἱοθετεῖται ἡ μέση ὁδὸς εἶναι γιὰ νὰ «συνηθίσουν πρῶτα τὰ μάτια τῶν πολλῶν νὰ διαβάζουν κείμενα μὲ ἕνα μόνο τονικὸ σημάδι» (Γ. Κακριδής), νὰ μὴν ὑπάρξει ἀλλοίωση τῆς εἰκόνας τῆς λέξης ποὺ οἱ σημερινοὶ Ἕλληνες ἔχουν καταγραμμένη στὸ ἀσυνείδητό τους, γιὰ νὰ μὴν ὑπάρξει ἑπομένως ἡ ἀπόρριψη ποὺ θὰ προκαλοῦσε ἕνας τέτοιος βιασμός, πράγμα ποὺ θὰ καθιστοῦσε εὐθὺς ἐξαρχῆς ἀνεφάρμοστο ναὶ ἀφερέγγυο τὸ μονοτονικὸ σύστημα.

Ἡ λύση, ἑπομένως, εἰναι ρεφορμιστικὴ μὲν ἀλλὰ πολιτικότατη. «Κάλλιο ἕνα βῆμα ἐμπρὸς σταθερὸ ἀλλὰ βῆμα πολλῶν ἑκατομμυρίων ἀνθρώπων παρὰ πολλὰ λίγων ξεκομμένων πρωτοπόρων». Ἔτσι πάντα γίνεται. Τὸ ζήτημα, ὅμως, εἶναι ποῦ πᾶνε τὰ λίγα ἢ τὰ πολλὰ βήματα.

Ἡ Σοφία Σκοπετέα, νομίζω, ἔδειξε καθαρὰ ποῦ πᾶνε τὰ βήματα τοῦ μονοτονικοῦ. Στὴν κατάργηση γενικὰ τοῦ τονισμοῦ — ἔργο μιᾶς ἅλλης γενιᾶς ἐπαναστατικῆς καὶ μιᾶς ἄλλης κυβέρνησης ἀλλαγῆς — καὶ ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα στὴν κατάργηση τῆς ἱστορικῆς ὀρθογραφίας.

«Παραδεχόμενοι τὸ μονοτονικὸ ἔχουμε ἤδη κάνει τὸ πρῶτο βῆμα γιὰ τὴν κατάργηση τῆς ἱστορικῆς ὀρθογραφίας. Τὸ μονοτονικὸ ἀποδεικνύεται, ὑπερθεματίζω, ἕνα ἁπλῶς μεταβατικὸ στάδιο ὣς τὴν πλήρη κατάργηση τῶν τόνων. Χαρακτηριστικὰ τὸ ἀτονικὸ σήμερα ὑποστηρίζεται ἀπὸ μὴ Ἕλληνες ἐπιστήμονες, ἄτομα μὲ ἐνδεχομένως ἐκτεταμένη γνώση τῆς γλώσσας, ὅμως μὲ καθαρὰ διανοητικὴ σχέση μαζί της, κι᾽ ἀπ᾿ ὅσο δύναμαι νὰ γνωρίζω μὲ μία σχετικὴ ἕως ἀπόλυτη ἀδιαφορία ἀπέναντι στὴν ποιητική. Οἱ γηγενεῖς ὑπέρμαχοι τοῦ μονοτονικοῦ διστάζουν μέχρι στιγμῆς νὰ παραδεχτοῦν ὅτι συνέπεια πρὸς τὶς ἀρχές τους θὰ σήμαινε, μετὰ τὸ ἀτονικὸ (ὅταν ἡ βάση εἶναι πὼς μὲ κανένα τρόπο δὲν θὰ ᾽πρεπε τὰ ἑλληνόπουλα νὰ ταλαιπωροῦνται ἀδίκως), τὴ παραδοχὴ ἑνὸς καθαρὰ φωνητικοῦ συστήματος, δηλαδὴ στὴν οὐσία διάλυση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας εἰς τὰ ἐξ ὧν συνετέθη, σὲ ἕνα σύστημα φθόγγων, ἤχων καὶ θορύβων ἑνὸς ἀπὸ τὰ ἄπειρα συστήματα ποὺ ἐξετάζει ἡ ἐπίσης ἀδιάφορη πρὸς τὴν ποίηση φωνητική55».

Φυσικὰ οἱ ὑπέρμαχοι τοῦ μονοτονικοῦ διαρρηγνύουν τὰ ἱμάτιά τους ἂν τοὺς πεῖς ὅτι στὴν πραγματικότητα εἰσηγοῦνται τὴν κατάργηση τῆς ἱστορικῆς ὀρθογραφίας. Ἀντίθετα μάλιστα ἀντιτείνουν ὅτι ἡ ἀλλαγὴ γίνεται μέσα στὸ πλαίσιο τῆς ἱστορικῆς ὀρθογραφίας ἀλλὰ εἶναι μιὰ ἀναγκαία γιὰ τὴ σχολικὴ πράξη καὶ τὴν ἐθνικὴ οἰκονομία ἀπλοποίηση56. Οἱ συνεπεῖς ὅμως μὲ τὶς ἀρχὲς τοῦ μονοτονικοῦ διεκδικώντας τὴν κατάργηση, πλὴν ἐξαιρέσεων, τοῦ τόνου καὶ στὰ μονοσύλλαβα τοὺς διαψεύδουν. Ὁ κ. Κριαοᾶς στὸ Βῆμα ὑποστήριζε τελευταῖα ὅτι τὰ μονοσύλλαβα μὲ βάση στατιστικὲς ποὺ ἔχουν γίνει, ἀποτελοῦν περίπου τὸ 1/3 τῶν γραφομένων λέξεων. Ἂν ἑπομένως συνεχίσουμε νὰ τὰ τονίζουμε τότε δὲν κάναμε τίποτε. Δεκτό. Ὅμως ὅλα αὐτὰ τὰ χιλιάδες μου, του, σου, σε, με, να, θα κ.λπ. χωρὶς τὸν τόνο καὶ τὸ πνεῦμα μὲ τὸ ὁποῖο ὑπῆρξαν ὣς τώρα δὲν ἀλλάζουν ριζικὰ ὄψη; Καὶ μόνο αὐτά; Καὶ μόνο ὄψη; Ὁ καθηγητὴς τῆς γλωσσολογίας Γ. Μπαμπινιώτης57, παρόλο ποὺ θεωρεῖ «ὀρθὴ καὶ ἐπιβεβλημένη ἐπιστημονικὰ καὶ τὴν καθιέρωση τοῦ μονοτονικοῦ συστήματος», ὑπενθυμίζει ὄτι ἡ κατάργηση τῆς δασείας «σημαίνει στὴν πράξη ἀλλοίωση τοῦ ἐτυμολογικοῦ ἰνδάλματος, τῆς ἐτυμολογικῆς εἰκόνας καὶ συνάφειας τῶν λέξεων». Διότι ναὶ μὲν δὲν προφέρεται, ὅπως ἄλλωστε δὲν προφέρεται τὸ η, τὸ ει, τὸ αι κ.λπ., ἀλλὰ «συνδέεται ἄμεσα μὲ τὴν ὀρθογραφικὴ φυσιογνωμία τῆς λέξεως, μὲ τὴν ἱστορία της, καὶ κυρίως μὲ ἕνα πολύπλευρο σύστημα σχέσεων ἐντὸς — προκειμένου γιὰ τὴ γλώσσα μας — καὶ ἐκτὸς τῆς ἑλληνικῆς». Ἡ δασεία λοιπὸν εἶναι λειτουργικὸ σύμβολο ἀφοῦ ἔτσι κατανοοῦμε τὸ σχηματισμὸ τῶν παραγώγων καὶ τῶν σύνθετων μὲ δεύτερο συνθετικὸ δασυνόμενη λέξη, καὶ ταυτόχρονα δημιουργικὸ ἀφοῦ θὰ ἐπιτρέπει καὶ στὸ μέλλον τὴν ἀπρόσκοπτη γλωσσοπλαστικὴ διαδικασία ποὺ ὡς γνωστὸν δὲν σταματᾶ ποτέ. Ἀλλὰ τὰ ἴδια ἰσχύουν καὶ γιὰ τὴ ψιλὴ καὶ τὴν ὀξεία καὶ τὴν περισπωμένη γιατὶ, σὲ κάθε περίπτωση, ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ τὸ ἐτυμολογικὸ ἴνδαλμα, τὴ συνάφεια λέξεων, τὴν ἱστορία τους καὶ τὸ πολύπλοκο σύστημα σχέσεων ἐνσωμάτωσης καὶ παραγωγῆς τους. Σὲ κάθε περίπτωση ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ τὴν ἐκφραστικὴ διάσταση τῆς γλώσσας —ἀναπόστατα συνδεδεμένη μὲ μιὰ γραφὴ μὲ τόσο μακρινὴ καὶ γόνιμη ἱστορία ὄπως ἡ ἑλληνική— ποὺ δὲν τὴν καλύπτει ὁ θεὸς τῶν συμφραζομένων. Σὲ κάθε περίπτωση ἡ γραφή μας εἶναι ἕνα συνολικὸ σύστημα πού, γιὰ νὰ ἐπικαλεστῶ ἄλλη μιὰ φορὰ τὴν Σοφία Σκοπετέα,

«συμβολίζοντας ἄφωνα καὶ βουβὰ τὴ μυστικὴ διάσταση μέσα σὲ κάθε μας λόγο μᾶς διδάσκει πὼς δὲν εἴμαστε μόνο ὅταν μιλᾶμε ἀλλὰ συντροφευόμαστε ἀπὸ τὸ ἀφανὲς ἀκροατήριο τῆς στρατιᾶς τῶν ἀπόντων καὶ τῶν νεκρῶν (καὶ δίχως τὰ σήιιάδια ἐκεῖνα, τὰ μηνύματα ποὺ τοὺς μνημονεύουν μέσα στὴν ὀρθογραφία μυθεύματα θὰ πρέπει νὰ εἶναι καὶ τὰ περὶ μνημειακοῦ τάχα χαρακτήρα τῆς ἑλληνικῆς), ἕνα πλῆθος ποὺ δίνει καὶ ὑπόσταση καὶ ὁμιλούμενα. (...)
Ἡ σύνδεση ἔγινε ὡραία
Ὡραῖα ἔγινε ἡ σύνδεση
»

Τὰ περὶ οἰκονομίας κινήσεων καὶ περὶ κριτηρίου τῆς εὐκολίας παραπέμπουν στὶς γνωστὲς συνοπτικὲς διαδικασίες ποὺ ἄφησαν πίσω τους σωρὸ τὰ ἐρείπια.

Παρὰ ταῦτα «πάρθηκαν μέτρα» καὶ προωθεῖται μιὰ ριζική, ἐπαναστατικὴ ὅπως τὴν εἶπαν, ἀλλαγὴ τῆς γραφῆς. Μιὰ ἀλλαγὴ ποὺ δὲν θὰ σταματήσει τὰ βάσανα τῶν παιδιῶν στὰ σχολεῖα —ἡ γλώσσα θὰ ἐξακολουθήσει νὰ εἶναι πάντα φυσικὴ λειτουργία ἀλλὰ καὶ ἡ ἐκμάθησή της δύσκολη διαδικασία—, γιατὶ πάλι θὰ ἔχει τὴ γραμματική της καὶ τοὺς κανόνες της, ὅπως ἀκριβῶς ἕχουν βάσανα καὶ τὰ παιδιὰ στὴν ᾽Ιταλία παρόλο ποὺ τὰ ἰταλικὰ δὲν ἔχουν τόνους καὶ πνεύματα. Μιὰ ἀλλαγὴ ποὺ δὲν θὰ ταυτίσει γραφὴ καὶ προφερόμενο φθόγγο γιατὶ σὲ καμιιὰ γλώσσα αὐτὸ δὲν ἔχει συμβεῖ. Καὶ στὰ γαλλικὰ καὶ στ᾿ ἀγγλικὰ ὑπάρχουν μὴ προφερόμενα γράμιματα, δὲν σκέφτηκαν ὅμως ἐκεῖ νὰ τὰ ἐξωπετάξουν γιατὶ ἔδιναν κάπως περισσότερο βάρος στὴν ἱστορία τῆς γλώσσας τους. Προωθεῖται, λοιπόν, ἐπαναστατικὴ ἀλλαγὴ ποὺ θὰ δυσχεράνει τὴν ἐκμάθηση τῶν ἀρχαίων τὸ λίγο ποὺ διδάσκονται, δυστυχῶς, στὴ Μέση ᾽Εκπαίδευση, γιατὶ ἡ μετάφραση καὶ τὸ κλασικὸ κείμενο θὰ εἶναι ἡ μέρα μὲ τὴ νύχτα.

Θὰ δυσχεράνει τὴν ἐπαφὴ μὲ τὰ κλασικὰ κείμενα τόσο στὸν τόπο μας ὅσο καὶ στὸ ἐξωτερικό, ἀφοῦ παντοῦ τὰ κείμενα αὐτὰ ἐκδίδονται τονισμένα· θὰ δυσχεράνει ἢ θὰ καταστήσει ἀδύνατη τὴ ἐπαφὴ τοῦ Νεοέλληνα μὲ τὰ κείμενα τῆς ἑλληνικῆς γραμματείας ἀπὸ ἐποχῆς Γουτεμβέργιου μέχρι σήμερα. Θὰ ἀποκόψει δηλαδὴ τὴν ἄνετη καὶ φυσικὴ σχέση τοῦ Νεοέλληνος μὲ τὰ κείμενα τοῦ ἀρχαίου, τοῦ Βυζαντινοῦ καὶ τοῦ νεοελληνικοῦ πολιτισμοῦ. Σὲ μιὰ δυὸ γενιὲς ἡ ἐπαφὴ αὐτὴ θὰ εἶναι προνόμιο τῶν ὀλίγων λογίων ποὺ ἐπαγγελματικὰ θὰ ἀσχολοῦνται μὲ τὰ παλιὰ κείμενα ὅπως ἐλάχιστοι λόγιοι τοῦ ἱερατείου μποροῦν, νὰ διαβάσουν τὰ κλασικὰ ἀραβικὰ κείμενα. Πλὴν κι ἂν ἡ παροῦσα καὶ οἱ μέλλουσες κυβερνήσεις τῆς ἀλλαγῆς ἀποφασίσουν νὰ τὰ ξανατυπώσουν μονοτονικὰ ἢ ἄτονα. Νὰ ξανατυπώσουν κώδικες καὶ ποιήματα, τὸν Παπαδιαμάντη, τὸν Κάλβο, τὸν Σεφέρη, τοὺς νόμους, τις ἱστορίες, τὶς ἐγκυκλοπαίδειες, τὶς ἐφημερίδες, τὰ πάντα. Μπορεῖ κι αὐτὸ νὰ γίνει. Ὅλα εἶναι δυνατά, ὅσο θὰ ὑπάρχουν ἐπαναστάτες.

Ὅσο θὰ ὑπάρχουν δηλαδὴ ἄνθρωποι ποὺ πιστεύουν ὅτι συνεχίζουν τοὺς ἀνολοκλήρωτους ἀγῶνες τοῦ δημοτικισμοῦ, ὅτι τὸ «γλωσσικὸ» ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι καὶ σήμερα τὸ πρόβλημα ποὺ συντάραξε καὶ πρωτύτερα τὸ ρωμαίϊκο στὶς ἀρχὲς τοῦ αἰώνα. Ἀλλά, ἂν οἱ παλιοὶ δημοτικιστὲς διεκδικοῦσαν τὴ γμώσσα τοῦ λαοῦ ἦταν γιατὶ μόνο σ᾿ αὐτὴ τὴ ζωντανὴ γλώσσα μποροῦσαν νὰ ποῦν ὅσα τοὺς ἔκαιγαν, καὶ εἶχαν πολλά, πάρα πολλά, νὰ ποῦν. Ποιά καινούρια ἰδέα ἔχουν νὰ προτείνουν οἱ μονοτονικοὶ καὶ τοὺς φράζει τὸ δρόμο ἡ περισπωμένη; Μήπως τὴν εὐκολία καὶ τὴ «οἰκονομία κινήσεων»; ᾽Εδῶ δηλαδὴ ἔχουμε μία ἀξιοθαύμαστη περίπτυξη δημοτικιστικοῦ ἰδεολογικοῦ ἀναχρονισμοῦ καὶ τεχνοκρατικῆς «ἁπλότητας» καὶ «ἀποδοτικότητας». Στὸ κέντρο τῶν δύο, τῶν πρακτικῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν ἰδαλγῶν βρέθηκε ὁ κ. Βερυβάκης, ποὺ ἱκανοποίησε καὶ τοὺς δυό, μακραίνοντας τὸν κατάλογο τῶν ἀλλαγῶν.

Τὴν ἐπανάσταση τοῦ δημοτικισμοῦ —καὶ ἦταν πραγματικὴ ἐπανάσταση— σήμερα θέλουν νὰ τὴν συνεχίσουν μὲ τὸ ζόρι κάποιοι σύγχρονοι δημοτικιστὲς κι ἂς μὴν ὑπάρχει ἀντικείμενο. Γι᾿ αὐτὸ ἡ ἱστορία ἐπαναλαμβάνεται σὰν φάρσα. Ἢ μᾶλλον σὰν πραξικόπημα. Ὁ χαρακτηρισμὸς βαρύς. Ἀλλὰ τί ἄλλο εἶναι αὐτὸ τὸ ἀποφασίζομεν καὶ ἀποψιλώνομεν τὴ γραφή; Ὁ δημοτικισμὸς σήμιερα πιά, δὲν εἶναι παρὰ ἰδεολογία χωρὶς ἀντικείμενο, χωρὶς σημαινόμενα. Κι ἀφοῦ δὲν ἔχει τίποτε ἐπὶ τῆς οὐσίας νὰ ἀνατρέψει ἁπλῶς ἀναστατώνει χωρὶς λόγο. Γιατὶ τὰ πραγματικὰ προβλήματα τῆς γλώσσας μας ὅπως ἡ ἐπέλαση τοῦ νεοκαθαρευουσιανισμοῦ, ὁ ἀναχρονιστικὸς μαλλαρισμὸς τοῦ Πανεπιστήμιου καὶ τοῦ στάδιου, ἡ ἀόρητη καὶ δυσλειτουργικὴ παθητικὴ σύνταξη τῶν πανεπιστημιακῶν φοιτητικῶν συνελεύσεων καὶ τοῦ ραδιοφώνου, τὰ «ὀκέυ», τὰ «γουέλ», τὰ «ρὲ μαλάκα», «τὴ βρίσκω», «νὰ ποῦμε», ἡ «ἑλληνοποίηση», «κατωτατοποίηση», «μετοχοποίηση», «ἐπαναστατικοποίηση», «ἐντατικοποίηση» κ.λπ. ἡ ἕλλειψη ἔγκυρων λεξικῶν, ἡ καταστροφὴ ποὺ μᾶς περιμένει ἀπὸ τὴ μεταφραστικὴ προχειρότητα, ὁ ἐγκλεισμὸς τοῦ προφορικοῦ λόγου σὲ 500 λέξεις καὶ δέκα ἐπιφωνήματα, ἡ ἔλλειψη ἐπαρκῶν ἱδρυμάτων γιὰ τὴ μελέτη τῆς ἑλληνικῆς γλωσσας καὶ τῆς ἱστορίας της, ἡ ἐκπαιδευτικὴ ἀνεπάρκεια τῶν ἑλληνικῶν σχολείων, τὸ ἄγχος τῶν ἐξετάσεων, οἱ βασανιστικοὶ γιὰ παιδιὰ καὶ μεγάλους θεσμοὶ τοῦ κολασμοῦ καὶ τοῦ ἐπαίνου, ἡ ἀπερίγραπτη προχειρότητα τῆς δημοσιογραφίας-ἐφημεριδογραφίας, αὐτὰ καὶ ἄλλα πολλὰ προβλήματα ποὺ σημαίνουν εἰδικοὶ καὶ ἀνειδίκευτοι δὲν ἔχουν νὰ κάνουν μὲ τὸ μονοτονικό. Οἱ μεταρρυθμιστὲς ἄρχισαν ἀπὸ κεῖ ποὺ δὲν ὑπῆρχε ἀντικείμενο. Κατάφεραν ἀπλῶς νὰ προσθέσουν ἀκόμιη ἕνα μεγάλο πρόβλημα ἐκεῖ ποὺ τόσα περίμεναν μιὰ λύση ἢ μιὰ προσπάθεια.

***

Ἀξίζει κανεὶς τάχα ν᾿ ἀσχολεῖται μὲ τὸ μονοτονικό, ἀκόμα καὶ τώρα ποὺ ἔγινε νόμος τοῦ κράτους; Γιὰ μένα τὰ ἐρωτήματα εἶναι ἀλλοῦ κι ἂς ξεκινοῦν ἀπὸ τὸ μονοτονικό. Ἀξίζει τὸν κόπο νὰ γράφουμε στὴν ἑλληνικὴ γραφὴ τὰ ἑλληνικά; Ἀξίζει τὸν κόπο νὰ καταστραφεῖ ἕνας ἔστω περιφερειακὸς πολιτισμός; Σίγουρα ἡ ἀνθρωπότητα θὰ συνεχίσει τὸ δρόμο της καὶ χωρὶς τὴ γραφή μας. Ὄχι ὅμως κι ἐμεῖς.

Διακηρύξεις

Διακήρυξη Ἑλλήνων Συγγραφέων (1/1982)

Πιστεύαμε πὼς ἡ πράξη τῆς πολιτείας μὲ τὴν ὁποία, πρὶν λίγα χρόνια, ἀναγνώρισε τὴν δημοτικὴ ὡς τὴν μοναδικὴ γλώσσα τοῦ Ἔθνους μας σήμερα, θὰ λύτρωνε τόν λαό μας ἀπὸ τὴν μάστιγα ἑνός, πολιτικοποιημένου μάλιστα, γλωσσικοῦ ζητήματος καὶ θὰ ἦταν ἡ ἀπαρχὴ μιᾶς βαθύτερης μελέτης καὶ γνώσης τῆς γλώσσας, μιᾶς συνειδητότερης χρήσης καὶ γραφῆς τῶν λέξεών της.

Ἀντὶ γι’ αὐτό, μὲ λύπη μας εἴδαμε νὰ δημιουργεῖται τεχνητά, ἀμέσως, ἕνα νεόμορφο γλωσσικὸ πρόβλημα, τὸ πρόβλημα τοῦ τονισμοῦ τῶν λέξεων στὸν γραπτὸ λόγο καὶ μαζὶ μ’ αὐτό, νὰ συζητεῖται κιόλας τὸ θέμα τῆς γραφῆς τῶν λέξεων ἀπὸ μερικοὺς — δηλαδὴ πλήρης ἐξάρθρωση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας.

Κι ἐκεῖνοι ποὺ δημιούργησαν τὸ πρόβλημα αὐτό, φρόντισαν νὰ τὸ πολιτικοποιήσουν, χωρὶς νὰ ἀντιλαμβάνονται ὅτι, ἀναθέτοντας στὴν πολιτεία πάλι τὴν λύση του, ἀνελάμβαναν ἀπέναντι στὸ Ἔθνος βαρύτατη εὐθύνη. Κι ἔτσι ἔχουμε νέα γλωσσικὴ ἐμπλοκὴ στὴν Ἑλλάδα.

Ἐπειδὴ ὅμως:

  1. Οἱ λέξεις, ὅπως μᾶς τὶς παρέδωσαν οἱ πατέρες τοῦ Δημοτικισμοῦ, γράφονται ἔτσι ἐπὶ 2.000 τώρα χρόνια, ἔχοντας κρυσταλλώσει παράδοση ἀξιοσέβαστη, ἀκόμη κι ἀπὸ τοὺς ξένους
  2. τὸ πῶς θὰ γράφονται οἱ λέξεις εἶναι πάντοτε ἁρμοδιότητα ἀποκλειστικὴ τῶν συγγραφέων ἑνὸς τόπου καὶ ποτὲ ἄλλων παραγόντων τῆς ζωῆς
  3. τὸ κύριο χρέος μας σήμερα εἶναι νὰ μάθουν νὰ μιλοῦν καὶ νὰ γράφουν οἱ Ἕλληνες σωστὰ τὴν παραδεδομένη δημοτικὴ
  4. οἱ ἁπλοποιήσεις τῆς γλώσσας μας τὰ τελευταία χρόνια περιόρισαν στὸ ἐλάχιστο τὶς δυσκολίες τονισμοῦ τῶν λέξεών της,

διακηρύσσουμε ὅτι:

δὲν δεχόμαστε ὁποιαδήποτε ἀλλαγὴ στὴν γραφὴ τῶν λέξεων τῆς γλώσσας μας καὶ θὰ συνεχίσουμε νὰ γράφουμε καὶ νὰ τυπώνουμε τὰ βιβλία μας μὲ σέβας πρὸς τὴν ζωντανὴ γλωσσικὴ παράδοση καὶ τὴν πλήρη μορφὴ τῶν λέξεων, ὅσων μᾶς δίδαξαν οἱ πατέρες τοῦ δημοτικισμοῦ καὶ οἱ μεγάλοι Νεοέλληνες συγγραφεῖς.

Οἱ συγγραφεῖς

Νίκος Ἀθανασιάδης, Τάσος Ἀθανασιάδης, Ἔφη Αἰλιανοῦ, Ὁρέστης Ἀλεξάκης, Κώστας Ἀσημακόπουλος, Τάκης Βαρβιτσιώτης, Ὄλγα Βότση, Νικηφόρος Βρεττάκος, Πέτρος Γλέζος, Μαργαρίτα Δαλμάτη, Διαλεχτὴ Ζευγώλη-Γλέζου, Λιλὴ Ζωγράφου, Νανὰ Ἡσαΐα, Ἰουλία Ἰατρίδη, Πάνος Καραβίας, Ἀντρέας Καραντώνης, Ζωὴ Καρέλλη, Γρηγ. Κασιμάτης, Τάσος Κόρφης, Γιωργῆς Κότσιρας, Β. Κωνσταντῖνος, Χριστόφορος Λιοντάκης, Ν. Κ. Λοῦρος, Χρῆστος Μαλεβίτσης, Γ. Μανουσάκης, Μελισσάνθη, Ἔ.Ν. Μόσχος, Δημήτρης Μυράτ, Ἕλλη Νεζερίτη, Θεόδ. Ξύδης, Θ. Παπαθανασόπουλος, Δημ. Παπακωνσταντίνου, Λένα Παππᾶ, Π.Β. Πάσχος, Γ. Πατριαρχέας, Ν.Γ. Πεντζίκης, Ε.Ν. Πλατής, Ἀλέξης Σολομός, Τατιάνα Σταύρου, Γεωργία Ταρσούλη, Φώφη Τρέζου, Ἰωάννα Τσάτσου, Κώστας Ε. Τσιρόπουλος, Θ.Δ. Φραγκόπουλος, Νίκος Φωκᾶς, Παναγιώτης Φωτέας, Ἑρρίκος Χατζηανέστης, Ντίνος Χριστιανόπουλος.

Διακήρυξη τοῦ Ἑλληνικοῦ Γλωσσικοῦ Ὁμίλου (3/1982)

Ἡ διαμόρφωση μιᾶς γλώσσας ὑπερβαίνει ὁποιαδήποτε νομοθετικὴ στοιχειοθέτηση κι ἕνας γλωσσικὸς ἢ ἐκφραστικὸς καταναγκασμὸς θὰ ἔπληττε ἀσφαλῶς τὰ θεμέλια τῆς ἐλευθερίας τοῦ σκέπτεσθαι. Κανεὶς βέβαια δὲν διανοήθηκε νὰ ἀποπειραθεῖ κάτι τέτοιο, ἐν συνειδήσει τουλάχιστον. Παρ’ ὅλα αὐτά, συχνὰ ἡ γλώσσα μας ὑποφέρει ἀπὸ αὐτόκλητους «ἐκλαϊκευτὲς» ἢ «ἐκσυγχρονιστές» της, οἱ ὁποῖοι στὴν πραγματικότητα ὄχι μόνο δὲν μποροῦν νὰ τὴν ἀκούσουν στὴν σύγχρονή της λαλιὰ καὶ νὰ τὴν παρακολουθήσουν στὴν δημιουργικὴ γραφή της, ἀλλὰ παραγνωρίζουν τὴν διαχρονική της ὑπόσταση καὶ σημασία. Ποτὲ ἴσως μέσα στὴν ἱστορικὴ της διαδρομὴ καὶ ὅταν ἀκόμη συμπιεζόταν ἀπὸ τὶς πιὸ ἀντίξοες συνθῆκες, ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα ὡς ἰδιαίτερη ὀντότητα δὲν διέτρεξε τοὺς κινδύνους ποὺ διατρέχει σήμερα, διότι ποτὲ ἄλλοτε οἱ ἐνσυνείδητες παρεμβάσεις καὶ τα μέσα μαζικῆς ἐπικοινωνίας δὲν ἦταν σὲ θέση νὰ τὴν ἐπηρεάσουν τόσο δυσμενῶς, ἀκόμη καὶ νὰ τὴν ἀποδυναμώσουν. Σήμερα, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, ἕνας ξεπερασμένος γλωσσαμυντορισμός, ἐν ὀνόματι μιᾶς τεχνητῆς Δημοτικῆς, μᾶς θυμίζει ὅλο καὶ περισσότερο τοὺς καθαρευουσιάνους γλωσσαμύντορες τοῦ παρελθόντος. Ἐπιθυμοῦμε νὰ τὸ διακηρύξουμε καθαρά: Γιὰ μᾶς δὲν ὑπάρχει τὸ δίλημμα, δημοτικὴ-καθαρεύουσα, ὑπάρχει ἡ ἑνιαία ἑλληνικὴ γλώσσα, πολυδιάστατη στὴν σύγχρονή της ἀνάπτυξη, τὸ πιὸ πολύτιμο ἀγαθὸ τοῦ λαοῦ μας, τὸ πιὸ ἀξιόλογο προϊὸν ἐξαγωγῆς τοῦ τόπου μας στὸν διεθνῆ χῶρο. Καὶ ἐδῶ ἀκριβῶς ἐπισημαίνουμε τοὺς κινδύνους μιᾶς ἀποκοπῆς ἀπὸ τὶς ρίζες τῆς γλώσσας μας, τὸν ἀρχαῖο ἑλληνικὸ λόγο καὶ τὴν λόγια παράδοση, ποὺ μαζὶ μὲ τὴν δημώδη γλωσσικὴ κληρονομιά μας συνθέτουν μιὰν ἀδιάκοπη γλωσσικὴ συνέχεια καὶ πλοῦτο τεσσάρων χιλιάδων ἐτῶν.

Ὑπογραφὲς

Ὀδυσσέας Ἐλύτης, Γεώργιος Μπαμπινιώτης, Ἀριστοτέλης Νικολαϊδης, Γιάννης Ντεγιάννης, Ἀριστόξενος Σκιαδᾶς, Ν. Χατζηκυριάκος-Γκίκας, Γιῶργος Χειμωνᾶς.

Περὶ Τόνων ἢ Περὶ «Ὄνου Σκιᾶς»;

[τοῦ Σαράντου Καργάκου, ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ἀλαλία», Gutenberg 1986 (δʹ ἔκδοση: 2005).]

«᾽Αχουλλοῦν οὓς νὰ ἐνούνιζεν, ὁ παλαλὸν ἐπάντρεψεν κ᾿ ἐποῖκεν δέκα χάταλα»
(= Ὥσπου νὰ σκεφτεῖ ὁ γνωστικός, ὁ τρελλὸς παντρεύτηκε κι ἔκανε δέκα παιδιὰ)
(Ποντιακὴ παροιμία)

Ὁ συγγραφέας τοῦ παρόντος εἶναι ἀπὸ τοὺς πρώτους ποὺ συγκατεύνευσαν καὶ χρησιμοποίησαν τὸ μονοτονικὸ σύστημα. Κάποιον ἥσκιο ἀνησυχίας, ποὺ ὑπῆρχε μέσα του, τὸν ἀπομάκρυνε ἡ προσδοκία πὼς ἡ γραπτὴ γλῶσσα, ἀπαλλαγμένη ἀπὸ ἕνα δυσβάστακτο φορτίο «περιττῶν» στολιδιῶν, θὰ μποροῦσε νὰ γίνει εὔκολα κτῆμα τῶν μαθητῶν. Θὰ ἔγραφαν χωρὶς τὴ φοβία τοῦ λάθους, μὲ μεγαλύτερη ταχύτητα καί, τὸ κυριότερο, οἱ πιὸ μικροὶ μαθητές, οἱ μαθητὲς τοῦ δημοτικοῦ, δὲν θὰ συναντοῦσαν τὶς τρομερὲς δυσκολίες ποὺ συναντήσαμε ἐμεῖς μέχρι νὰ μάθουμε τοὺς κανόνες τονισμοῦ καὶ τὶς δασυνόμενες λέξεις. Κι ἀκόμη ὑπῆρχε ἡ ἀφελὴς πίστη πὼς ὁ χρόνος, ποὺ ἀσφαλῶς θὰ κερδιζόταν μὲ τὴν κατάργηση τοῦ πολυτονικοῦ, θὰ ἐπενδυόταν σὲ ἐπωφελέστερες μαθήσεις.

Σήμερα, τρία χρόνια μετὰ τὴν καθιέρωση τοῦ μονοτονικοῦ, ἡ πρώτη αἰσιοδοξία μου ἔχει μουδιάσει. Βέβαια, ὡς εἰδικὸς καθηγητὴς τοῦ μαθήματος τῶν ᾽Εκθέσεων, γλύτωσα ὁμολογουμένως ἀπὸ πολὺ μόχθο. Δὲν κάνω τὰ μαθητικὰ γραπτὰ κατάστικτα, λόγω ἐσφαλμένων τονισμῶν ἢ ἐσφαλμένης τοποθέτησης πνευμάτων. Ὁ μαθητὴς ἀσφαλῶς χαίρεται, ὅταν βλέπει πὼς σὲ 4 σελίδες κάνει μόνο 3 λάθη, ἐνῶ παλιὰ ὁ μέσος μαθητὴς ἔκανε 10-20 λάθη, ποὺ τοῦ ἔκοβαν τὰ φτερὰ καὶ τὸν δυσκόλευαν ν᾿ ἀναπτύξει τὶς ἰδέες του. Γιατὶ ὁ φόβος τοῦ λάθους παρέλυε τὴ σκέψη του. Σήμερα ὁ μέσος μαθητὴς μπορεῖ νὰ παραδώσει γραπτὸ 3 σελίδων μέσα σὲ δυὸ σχολικὲς ὧρες, ἐνῶ παλιὰ εἶναι ζήτημα, ἂν κατόρθωνε νὰ συμπληρώσει τὶς δύο.

Παρ᾿ ὅλα αὐτὰ σήμερα δὲν εἶμαι τόσο βέβαιος, ἂν τελικὰ τὸ μονοτονικὸ μᾶς ὠφέλησε. ᾽Αλλὰ κι ἂν μᾶς ὠφέλησε λίγο (ἁπλούστευση ὀρθογραφίας — οἰκονομία χρόνου), ἔχω τὸ φόβο πὼς ἡ ζημιά του εἶναι ὑποδόρια καὶ θὰ φανεῖ κάπως ἀργότερα, ὅταν ἐν ὀνόματι τῆς συνεχοῦς ἁπλούστευσης, προχωρήσουμε σὲ περαιτέρω ὀρθογραφικὲς ἁπλοποιήσεις, γιὰ νὰ φτάσουμε κάποτε ἢ στὴ Ρομέηκη γλόσαι τοῦ Βηλαρᾶ58 ἢ στὴν καθιέρωση τοῦ λατινικοῦ59 ἀλφαβήτου. Σέβομαι βέβαια, ἀλλὰ δὲν συμμερίζομαι τὶς ἀπόψεις τῶν κ.κ. Ράμφου καὶ Διον. Σαββοπούλου, πὼς τὸ μονοτονικὸ στερεῖ ἀπὸ τὸ γραπτὸ λόγο τὸ παραδοσιακὸ ἦθος ἢ τὴν τονικότητα καὶ τὴν εὐρυθμία του. Ὁ δικός μου φόβος, ποὺ εἶναι ἀπότοκος συνεχοῦς ἐπαφῆς μὲ τὸ γραπτὸ καὶ προφορικὸ λόγο τῶν μαθητῶν, ἑστιάζεται ἀλλοῦ. Συγκεκριμένα;

1. Ὕψώνουμε ἕνα πρόσθετο τεῖχος ἀνάμεσα στὸ σημερινὸ παιδὶ καὶ στὰ κείμενα ποὺ γράφτηκαν πρὶν ἀπὸ τὸ 1982. Κάποτε μᾶς δυσκόλευε ἡ ἀνάγνωση μονοτονικοῦ κειμένου, γιατὶ δὲν τὸ εἰχαμε συνηθίσει. Αὔριο θὰ δυσκολεύει τὴ νέα γενεὰ ἡ ἀνάγνωση πολυτονικοῦ κειμένου, ὄχι μόνο ἀρχαίου ἀλλὰ καὶ νεοελληνικοῦ. Καὶ τὸ δυσάρεστο εἶναι πὼς τ᾿ ἀριστουργήματα τοῦ ἑλληνικοῦ λόγου εἶναι γραμμένα σὲ πολυτονικό. Τί θὰ κάνουμε; Θὰ περιοριστοῦμε σὲ ὅσα περιέχουν τὰ Κ.Ν.Λ. ἢ θὰ ἐκδώσουμε ὅλα τὰ παλιὰ κείμενα σὲ μονοτονικὴ γραφή; Αὐτὸ φυσικὰ εἶναι ἀδύνατο. Ἄρα μοιραῖα θὰ περιοριστοῦμε στ᾿ «ἀριστουργήματα» ποὺ ἐκδόθηκαν μετὰ τὸ 1982. ᾽Αφήνω βέβαια καὶ τ᾽ ἄλλο, πὼς πολλοὶ συγγραφεῖς μας ἀρνοῦνται νὰ ἐφαρμόσουν τὸ μονοτονικό.

2. Ὁ κ. Διονύσιος Σαββόπουλος ὑποστήριξε στὴν ἀνοικτὴ συζήτηση τοῦ Μίλωνα (19/1/85) πὼς τὸ πολυτονικὸ λειτουργεῖ σὰν παρτιτούρα. Βοηθᾶ τὸν ἀναγνώστη νὰ διαβάσει σωστὰ ἕνα κείμενο, νὰ τοῦ δώσει ἕνα μουσικὸ χρῶμα. Ἡ δική μου ἐμπειρία εἶναι κάπως διαφορετική. Μπορεῖ τὸ μονοτονικὸ ν᾿ ἁπλούστευσε τὸ γράψιμο ἀλλὰ δυσκόλεψε τὸ διάβασμα, τὴν ἀνάγνωση, κυρίως τὴν ἀπαγγελία. Τὸ παιδὶ δυσκολεύεται νὰ διαβάσει φωνακτά, τραυλίζει, κομπιάζει. Τὰ ἄτονα «του», «που», «σου», «μου» κ.λπ., ποὺ ἀφθονοῦν στὴ γλῶσσα μας δημιουργοῦν κάποιες στιγμιαῖες ἀναγνωστικὲς ἀμηχανίες. Πῶς θὰ διαβάσει αἴφνης τὴ φράση: «Ο πατέρας μου είπε...»; ᾽Αμέσως δημιουργεῖται ἕνα ἀναγνωστικὸ πρόβλημα, πού, ἔστω κι ἂν θεωρητικὰ εἶναι λυμένο, στὴν πράξη ὑπάρχει.

3. Βέβαια τὸ παιδὶ σήμερα, ἀπαλλαγμένο ἀπὸ τόνους καὶ πνεύματα, γράφει πιὸ γρήγορα καὶ φυσικὰ πιὸ πολλά. ᾽Αλλ᾿ αὐτὸ ἀποβαίνει σὲ βάρος τῆς καλλιέπειας καὶ ὀρθοέπειας. Κι ἀκόμη συνηθίζει στὴν πολυλογία καὶ στὴ βαττολογία60. Ὅσοι εἰδικὰ ἀσχολούμαστε μὲ τὴν Ἔκθεση, τὰ τελευταῖα χρόνια ἔχουμε καταληφθεῖ ἀπὸ πανικό, ὅταν βλέπουμε ἐκθέσεις 8-10 σελίδων, ποὺ δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ φλυαρίες, βαττολογήματα, σολοικισμοὶ καὶ λαπαλισμοί61. Τοὐλάχιστον τὸ πολυτονικὸ σύστημα καθήλωνε τὸ μαθητὴ στὴ λέξη καὶ τὸν ὑποχρέωνε ν᾿ ἀκριβολογεῖ.

4. Τὸ παιδὶ δὲν προβληματίζεται σήμερα πάνω στὴ λέξη· Δὲν μοχθεῖ νὰ τὴν κατακτήσει. Ἔτσι οἱ λέξεις περνᾶνε μέσα του χωρὶς βάθος. Καὶ μάλιστα, μιὰ καὶ δὲν ἔχει δυσκολία, σπάνια ἀνατρέχει σὲ λεξικό. ᾽Επισημαίνουμε τὸν κίνδυνο αὐτόν: οἱ ὀρθογραφικὲς ἁπλουστεύσεις ξέκοψαν τὸ παιδὶ ἀπὸ τὸ λεξικό. Καὶ γλῶσσα χωρὶς λεξικὸ δὲν μαθαίνεται. Σπανίζει πιὰ ἡ περίπτωση ποὺ τὸ παιδὶ θὰ γράψει σωστὰ τὶς λέξεις: ἐπήρεια, πώρωση, μεγαλεπήβολος.

5. Πολλὰ παιδιὰ δὲν ἀρκοῦνται πιὰ στὸ μονοτονικό· αὐθαίρετα καὶ ἀσυναίσθητα ἔχουν περάσει στὸ ἀτονικό. Καὶ ἐνῶ πρὶν ἀπὸ 3 χρόνια διορθώναμε σ᾿ ἕνα μέσο γραπτὸ 5-6 πνεύματα καὶ 10-15 ὀξεῖες καὶ περισπωμένες, τώρα εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νὰ βάλουμε 10 ὡς 20 παραλειπόμενους τόνους ἢ ν᾿ ἀποκαταστήσουμε στὴ σωστή τους θέση τοὐλάχιστον 5 τόνους. Διότι στὴ βιασύνη του τὸ παιδὶ ὄχι ἁπλῶς δὲν τονίζει ἀλλὰ καὶ παρατονίζει. Κι ἡ μπόρα δὲν πῆρε μόνο τοὺς τόνους ἀλλὰ καὶ τὰ διαλυτικά. Ἔτσι πολὺ λίγα παιδιὰ βάζουν διαλυτικὰ στὴν «προϋπόθεση», ἐνῶ ἐξακολουθοῦν νὰ βάζουν ἐσφαλμένως στὶς λέξεις «ἡρωϊσμός», «πρωϊνὸ» κ.λπ. Ἔτσι διαβάζουμε «προιόντα», «εὐνοικός», «προυπόθεση» κ.λπ.

6. Δυσκολευόμαστε ὡς ἐξεταστὲς νὰ διαβάσουμε ἕνα δοκίμιο. Τὸ μονοτονικὸ ὑποθάλπει τὴν κακογραφία. Κι ὅμως, γιὰ νὰ διαβαστεῖ ἄνετα ἕνα μονοτονικὸ κείμενο, χρειάζεται καλλιγραφία, σωστὴ στίξη, πράγματα γιὰ τὰ ὁποῖα δὲν διακρίνονται ἰδιαιτέρως τὰ Ἑλληνόπουλα. Ἔτσι δύσκολα μποροῦμε νὰ ξεχωρίσουμε τὸ ν ἀπὸ τὸ υ, ἐνῶ παλιὰ ὁ τόνος μᾶς διευκόλυνε νὰ καταλάβουμε, ἂν πρόκειται γιὰ «τοῦ» ἢ «τόν».

7. Ἡ βασικότερη ὅμως ἔνστασή μου στὸ μονοτονικὸ ἀναφέρεται σ᾿ ἕνα θέμα αἰσθητικό, ὄχι τόσο μὲ τὴν ἔννοια τοῦ ἠχητικοῦ, ὅπως τὸ ἐκλαμβάνει ὁ κ. Σαββόπουλος, ὅσο τοῦ εἰκαστικοῦ. Ἡ λέξη εἶναι εἰκόνα. ᾽Αφαιρώντας ἕναν τόνο, ἕνα πνεῦμα ἀπὸ τὴ λέξη, δὲν ἀφαιρεῖς κάτι περιττό, ἀλλ᾿ ἴσως κάτι πολὺ οὐσιαστικό. Ἡ ἀφαίρεση μειώνει τὴν εἰκονιστικὴ δύναμη τῆς λέξης. Φοβᾶμαι πὼς σὲ κάτι τέτοια πράγματα θυμίζουμε τοὺς Ὁλλανδοὺς ἐμπόρους, ποὺ ἔκοψαν ἕνα μέτρο περίπου ἀπὸ τὴ «Νυκτερινὴ περίπολο» τοῦ Ρέμπραντ, ἐπειδὴ δὲν τὴ χωροῦσε ὁ τοῖχος τοῦ δημαρχείου τους. Δὲν μποροῦμε ὅμως μὲ νοοτροπία ἐμπόρου νὰ βλέπουμε τὶς λέξεις. Πίστευα καὶ πιστεύω πὼς ὁ λόγος εἶναι αἰσθητική, ὄχι μόνο σὰν ἐκφορὰ ἀλλὰ καὶ σὰν γραφή. Π.χ. ἄλλη αἰσθητικὴ δόνηση μοῦ δίνει τὸ «εἶναι» καὶ ἄλλη τὸ «είναι». Τὸ πρῶτο μοῦ θυμίζει καλοχτενισμένη γυναίκα.

8. Κοντὰ σ᾿ αὐτά, προσθέτουμε μιὰ ἀκόμη μεγαλύτερη δυσκολία στὰ παιδιά, ποὺ θέλουν ν᾿ ἀσχοληθοῦν μὲ τ᾽ ᾽Αρχαῖα Ἑλληνικά. ᾽Εφόσον τ᾿ ἀρχαῖα κείμενα πρέπει νὰ διδάσκονται καὶ θὰ διδάσκονται μέ τις ὀξεῖες, τὶς περισπωμένες, τὰ πνεύματα, ὅλα αὐτὰ θὰ εἶναι terra incognita γιὰ τὸ παιδὶ ποὺ θὰ προσεγγίζει τὰ κείμενα αὐτά. Γιὰ νὰ σπουδάσει κανεὶς κλασικὰ γράμματα, πρέπει ὅλα αὐτὰ νὰ τὰ ἔχει βιωμένα, πρὶν ἀρχίσει τὶς σπουδές του.

9. Ἡ κατάργηση τῆς δασείας δημιουργεῖ στὸ παιδὶ μιὰ δυσκολία στὴν ἐκφορὰ ὁρισμένων σύνθετων λέξεων. Π.χ. δὲν καταλαβαίνει γιατὶ πρέπει νὰ πεῖ «καθορισμένος», ἀφοῦ ἡ λέξη εἶναι σύνθετη ἀπὸ τὰ «κατὰ+ὁρισμένος». Σὲ λίγον καιρὸ θ᾿ ἀκοῦμε «ἀπορισμένος» ἢ «κατορισμένος», ὅπως ἤδη ἔχουμε ἀρχίσει ν᾿ ἀκοῦμε «ἀποηρωισμός», γιὰ νὰ μὴν ποῦμε τὸ δῆθεν καθαρευουσιάνικο «ἀφηρωισμός».

10. Ἡ κατάργηση τῆς δασείας δὲν ἐπιτρέπει στὰ Ἑλληνόπουλα νὰ καταλάβουν γιατὶ οἱ ξένοι προσθέτουν τὸ «Η» μπροστὰ σὲ λέξεις ποὺ πῆραν ἀπὸ τὰ ἑλληνικά. Γιατί ὁ Γάλλος π.χ. γράφει: Hécate (= Ἑκάτη), hellénisme, hellénique, helléniste, héliomètre, Hermès, héroïsme; Απὸ ἁπλῆ ἰδιοτροπία; Καὶ τότε γιατί δὲν βάζει τὸ «Η» στὴ λέξη Elysée; Πρέπει ἀπὸ τὶς ξένες γλῶσσες τὰ παιδιά μας νὰ μαθαίνουν ὅτι κάποτε λειτουργοῦσε κάποια δασεῖα στὸν τόπο μας;

Καὶ πάνω σ᾿ αὐτὸ μιὰ ἐρώτηση: Ἄραγε ἡ δασεῖα ἔχει πεθάνει στὸν τόπο μας; Μήπως βιαστήκαμε νὰ τὴ θάψουμε; Πάντως ἐγὼ σὲ μερικὲς περιοχὲς τῆς πατρίδας μας ἐξακολουθῶ νὰ τὴν ἀκούω ἀκόμη. Στὴν προτουριστικὴ Μάνη λέγαμε «Βοίτουλο» κι ὄχι «Οἴτυλο». Αὐτὸ τὸ «Β» τί εἶναι; Ἁπλῆ λεκτικὴ ἰδιοτροπία;

Ἀλλ᾿ «ὃ γέγονε, γέγονε». Ἡ ἐπάνοδος στὸ πολυτονικό, δὲν νομίζω ὅτι εἶναι πιὰ κάτι σκόπιμο, οὔτε ἐφικτό. ᾽Αλλὰ εἶναι λάθος νὰ στερήσουμε ἀπὸ τὸ παιδὶ τὴν ὀπτικὴ ἀντίληψη τῆς δασείας καὶ τῆς ψιλῆς, τῆς ὀξείας καὶ τῆς περισπωμένης. Πρέπει ἀκόμη ἀπὸ τὸ δημοτικὸ νὰ εἰσαχθοῦν στ᾿ ᾽Αναγνωστικά, μερικὰ κείμενα γραμμένα κατὰ τὸ παλιὸ σύστημα. ᾽Εξ ἄλλου ἀποτελεῖ αὐθαιρεσία, ἴσως παραβιάζουμε τὴ θέληση συγγραφέων, ὅταν στὰ Κ.Ν.Λ. Γυμνασίου καὶ Λυκείου, φιλοξενοῦμε κείμενα ἀπογυμνωμένα ἀπὸ τὸ τονικό τους ἔνδυμα. Ὑποψιάζουμε πὼς μερικοὶ λογοτέχνες, ὅπως ὁ Ρένος, δὲν θ᾿ ἀνέχονταν ποτὲ κάτι τέτοιο. Κείμενα, ὅπως τοῦ Κάλβου, τοῦ Παπαδιαμάντη, τοῦ ᾽Ελύτη, τοῦ ᾽Εγγονόπουλου, πρέπει νὰ δίνονται στὴν πρώτη τους μορφή, στὴ μορφὴ ποὺ ἐπέλεξαν οἱ ἰδιοι οἱ συγγραφεῖς τους. ᾽Ακόμη καὶ μὲ τὴν ὑπογεγραμμένη.

Θά ᾽θελα τέλος νὰ προσθέσω πὼς σὲ μιὰ μελλοντικὴ μεταρρύθμιση πρέπει τὸ θέμα τοῦ τόνου νὰ ξαναπροσεχτεῖ. Ὄχι γραμματικὰ ἀλλὰ ἀκουστικά. Πρέπει γιὰ λόγους ἀκουστικοὺς νὰ καθιερώσουμε δυὸ τόνους: ἕναν ἰσχυρὸ κι ἕναν ἀσθενῆ. Γιατὶ, ὅταν μιλᾶμε, κάποιες συλλαβὲς τὶς τονίζουμε ἰσχυρότερα. Αὐτό, μὲ τὸ ὑπάρχον τονικὸ σύστημα, δὲν ἀποτυπώνεται στὸ γραπτὸ λόγο. Χρειάζεται, λοιπόν, νὰ εἰσαχθεῖ ἕνας ἰσχυρὸς τόνος, ποὺ θὰ λειτουργεῖ σὰν μουσικὸ σύμβολο, γιὰ νὰ τονίσω ἰσχυρότερα μιὰ συλλαβή. Π.χ. στὸ στίχο ἑνὸς μοιρολογιοῦ «Αὐτοῦ ποὺ βούλεσαι νὰ πᾶς, αὐτοῦ στὸν κάτω κόσμο», συμβαίνει νὰ ὑπάρχουν τόνοι, χωρὶς νὰ λειτουργοῦν ἠχητικὰ («βούλεσαι», «κάτω») καὶ δὲν ὑπάρχει τόνος στὸ «πᾶς», ποὺ ἕλκει ὡς μαγνήτης ὅλο τὸν ἦχο τοῦ στίχου. Προσωπικὰ θὰ ἤθελα μόνο 3 τόνους, ἀλλὰ ἰσχυρούς, στὶς λέξεις «ταὐτοῦ», «πᾶς», «αὐτοῦ». Μιὰ τέτοια ἀλλαγὴ θὰ ἔκανε τὸ λόγο μας πιὸ εὐδιάβαστο, εὐηχότερο, μουσικότερο. Γιατὶ, ὅλοι ξέρουμε πὼς ἀπὸ ἄποψη ἤχου, προφορᾶς, ἡ νέα μας γλῶσσα πάσχει. Οἱ λέξεις ἐξέρχονται ἀπὸ τὸ «ἕρκος τῶν ὀδόντων» μας ὡσὰν νὰ ἔχει σταθεῖ ἄγανο στὸ λαιμό μας. Ἔτσι ξαναγυρίζουμε στὶς ρίζες, μιὰ καὶ ἡ λέξη γλῶσσα παράγεται ἀπὸ τὸ «γλῶξ», ποὺ σημαίνει γένι σταχυοῦ.

Πολλοὶ τὰ τελευταῖα χρόνια, ἰσως χωρὶς νὰ τὸν διαβάσουν, ἐπικαλοῦνται θέσεις τοῦ Καταρτζῆ γιὰ νὰ στηρίξουν κάποιες γλωσσικές τους θέσεις. Πιστεύω πὼς ἡ περίπτωση Καταρτζῆ εἶναι παρεξηγημένη. Ὁ σοφὸς πατριάρχης τῶν λογίων τῆς Βλαχίας εἶχε μιὰ ἰδιότυπη ἀντίληψη γιὰ τὴ γλῶσσα: ᾽Επιζητοῦσε τὴ μουσικότητα, καὶ γι᾿ αὐτὸ θεωροῦσε ἀναγκαῖα τὰ πνεύματα καὶ τοὺς τόνους. Στὸ περίφημο ἔργο του Σχέδιο ὅτι ἡ ῥωμαίκια γλῶσσα... γράφει τὰ ἑξῆς:

«Ἡ ῥηθεῖσα μελῳδία εἶν᾿ οἰκειοτάτη στὸ ῥωμαῖκο λόγο, κληρονομικό του πλεονέκτημα ἀπτὰ ἑλληνικά, καὶ συνάγετ᾿ ἔτζη. Θεωρῶντας τὰ ποιητικὰ ποὺ ηὕρα στὰ ῥωμαῖκα μέσα, τὰ ὁποῖ᾿ ἀναντιῤῥήτως σὲ κάθε γλῶσσα εἶναι τακτικότερ᾿ ἀπτὰ λογογραφικά της, εἶδα ὅτι κοντὰ στὴν ποσότητα τῶν συλλαβῶν συντρέχει κι ὁ τόνος καθὼς θέλω πῆ ἀλλοῦ· καὶ πὼς στοὺς ἰαμβικούς, καὶ τροχαϊκοὺς στίχους σὲ δυὸ δυὸ συλλαβαῖς εἶν᾿ ἡ ὀξεῖα, καὶ στοῦ πυῤῥιχιακοῦ δεκαπεντασυλλάβου τὸ ἡμιστίχιο δυὸ μόνε ὀξείαις· καὶ πῶς ἀπτὴν ποσότητα τῶν συλλαβῶν ἅμα, κι᾿ ἀπτὴν τακτικὴ τοποθεσία τῶν τόνων ἀναφύετ᾿ ὁ ρυθμὸς κ᾿ ἡ ἁρμονία (...) Ὅθεν καμμιὰ γλῶσσ᾿ ἀπταῖς τωριναῖς δὲν ἔχει σωστὴ ἁρμονία στὰ ποιητικά, καὶ μελῳδία ἐντελῆ στὰ λογογραφικὰ σὰν τὴν ρωμαίκια»62.

Σχετικὰ μὲ τοὺς τόνους ὁ Καταρτζῆς στὴ Γραμματικὴ τῆς Ρωμαίκιας γλώσσας γράφει:

«Οἱ τόν᾿ εἶν᾿ ἕνα τέντωμα τῆς συλλαβῆς κατὰ τὸ ὕψος τῆς φωνῆς της· τοῦτο στὴ συλλαβὴ μπορεῖ νὰ γένη τριῶ λογιῶ, ἤγουν ἢ μὲ δύναμι, καὶ γένετ᾿ ἡ φωνὴ ἀψηλή, ἢ μαλακά, καὶ γένεται χαμηλή, ἢ μεσαία, καὶ γένεται μέτρια. Ὅθεν, γιὰ φανέρωσι τούτων, ἐκεῖ ᾽ποὺ ᾽ν᾿ αὐτὸ τὸ τέντωμα, βάνετ᾿ ἕνα ἀπὸ τὰ ἑπόμενα τρία σημάδια· ἤγουν ἐκεῖ ᾽ποὺ ᾽ναι τὸ τέντωμα δυνατό, ἡ ὀξεῖα, ἐκεῖ ᾽ποὺ ᾽ναι μαλακὸ ἡ βαρεῖα, ἐκεῖ ᾽ποὺ ᾽ναι μεσηό, ἡ περισπωμένη»63.

Ὁ συγγραφέας τοῦ παρόντος πιστεύει πὼς τὸ κακὸ μὲ τὴ γλῶσσα μας ἐπλεόνασε πιά. ᾽Επὶ 10 χρόνια ὑφίσταται διαρκῶς ἐγχειρήσεις. ᾽Ακρωτηριάζεται. Περιτέμνεται ὅ,τι κατὰ τὴ γνώμη ὁρισμένων «μπάτλερ» τοῦ προοδευτισμοῦ εἶναι περιττό. Σὲ λίγα χρόνια θ᾿ ἀναγκαστοῦμε ὡς νέοι Τρικούπηδες νὰ κηρύξουμε τὴ γλῶσσα μας σὲ πτώχευση. Ἡ γλωσσική μας ἐντροπια αὐξάνεται, χωρὶς νὰ αἰσθανόμαστε ἐντροπή. Ἡ ὑπνογένεια εἶναι τὸ παιδευτικό μας ἰδανικό. Κι ὁ λόγος γίνεται, ὅσο ὁ χρόνος περνάει, περισσότερο ὑπναγωγός. Κάποτε οἱ παλιοὶ ἀντιγραφεῖς χειρογράφων, ἀντὶ τῶν σημερινῶν εἰσαγωγικῶν, χρησιμοποιοῦσαν τὸ λεγόμενο ἀντίλαμδα. Σήμερα φτάσαμε στὸ σημεῖο νὰ χρησιμοποιοῦμε μιὰ ἀντι-γλῶσσα. Κάθε ἐποχὴ ἔχει τὴ γλῶσσα ποὺ τῆς ταιριάζει. Ὅταν ἡ πνευματική μας τροφὴ εἶναι τὰ «βιβλία τῆς τσέπης», ἦταν πολὺ φυσικὸ νὰ φτιάξουμε καὶ μιὰ «γλῶσσα τῆς τσέπης». Καὶ μάλιστα τῆς ὀπισθίας...!

Υ.Γ. Δὲν θὰ ἤθελα νὰ κάνω τὸν μάντι κακῶν. Ἁπλῶς θέλω νὰ εἶμαι προειδοποιητικός. Καὶ ὡς προειδοποίηση —γιὰ κάποιους «Ἀνίδεους Ἀντιοχεῖς» τοῦ προοδευτισμοῦ— χρησιμοποιῶ τὴν περίφημη φράση τοῦ Λένιν: «Ἂν θέλεις νὰ ἐξαφανίσεις ἕνα λαό, ἐξαφάνισε τὴ γλώσσα του».

Παραλλαγὴ ἀριθμὸς 4

[Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ἀντὶ-ἐπιθέσεις γιὰ τὴν Γλῶσσα, γιὰ τὸν Ἑλληνισμὸ» τοῦ Χάρη Λαμπίδη, ἐκδόσεις Ἀντίφωνον 1986.]

«...καὶ ἂν τὶς ἀναιρῇ τοὺς θεσμοὺς ἢ μὴ πείθηται
οὐκ ἐπιτρέψω, ἀμυνὼ δὲ καὶ μόνος
καὶ μετὰ πολλῶν.»


Ἀπὸ τὸν ὄρκο τῶν Ἀθηναίων Ἐφήβων
(Λυκούργου ρήτορος, κατὰ Λεωκράτους, 77.)

Τὰ μεσάνυχτα εἶναι ἡ ὥρα τῶν φαντασμάτων· ἐπίσης εἶναι καὶ ἡ ὥρα τῶν στυγερῶν ἐγκλημάτων, τῶν προμελετημένων.

Ὅσοι προμελετοῦν ἕνα ἔγκλημα στὴν ἀμέσως προηγούμενη χρονικὴ φάση φροντίζουν νὰ εἶναι ἀπόλυτα «φυσικοί». Τὸ θῦμα δὲν ὑποψιάζεται τί τὸ περιμένει. Οὔτε καὶ οἱ γύρω: περίοικοι, διαβάτες, συγκάτοικοι, συνδαιτημόνες, συμπολίτες ὑποψιάζονται ὅτι κάτι μπορεῖ νὰ συμβεῖ. Καὶ ξαφνικά, τὸ χτύπημα!

Τὸ αὐθόρμητο ἀναγγέλεται ἀπὸ τὴν ὅλη, τὴν συνολικὴ συμπεριφορά, ἐνῶ τὸ προμελετημένο εἶναι κάτι ποὺ ξεγελάει καὶ τὸ πιὸ ἐξασκημένο μάτι· γιατὶ δὲν δείχνει ποτὲ τὸ πρόσωπό του, συγκαλύπτεται ἐπιμελῶς. Φοράει τὴ μάσκα τῆς ἀθωότητας. Καὶ ξαφνικά, τὸ χτύπημα! Ὅταν ὅλοι ἔχουν τὴν προσοχή τους στραμμένη ἀλλοῦ, καὶ τὸ ὑποψήφιο θῦμα «κοιμᾶται» ἀμέριμνο. Ἔτσι τὸ θῦμα δὲν προλαβαίνει ν᾿ ἀμυνθεῖ· ἀλλὰ καὶ οἱ ὑποψίες, ἂν θὰ ὑπάρξουν, διασκεδάζονται, ἀφοῦ ὁ «ὕποπτος» ἦταν τόσο ἄψογος, τόσο «αὐθόρμητος» ἀπέναντι στὸ θῦμα καὶ ἀπέναντι σ᾽ ὅλο τὸν κόσμο... Ἄπειρα μικρὰ καὶ μεγάλα ἐγκλήματα παρέμειναν ἀνεξιχνίαστα, ἐπειδὴ ἡ προμελέτη τους ἧταν ἄρτια. Ὅλα κινήθηκαν μέσα σ᾿ ἕνα ἀπόλυτα «φυσικὸ» πλαίσιο, Ἔ, λοιπόν, ὅσο πιὸ «φυσικὴ» φαίνεται μιὰ ἐνέργεια τόσο περισσότερο δόλο ἐνέχει· εἶναι ὁ κανόνας. Καὶ νὰ μᾶς ἐμβάλλει σὲ σκέψεις καὶ νὰ ἐνισχύει τὶς «ὑποψίες» μας.

 

Ἐκεῖνο ποὺ συνέβη τὴ νύχτα τῆς 11ης Ἰανουαρίου 1982 στὴ Βουλὴ τῶν Ἑλλήνων ἐπιβεβαιώνει τὸ πόσο σίγουρη εἶναι ἡ μέθοδος τῆς προσχεδιασμένης «ἀθωότητας», μέθοδος ποὺ μὲ τόση ἐπιτυχία χρησιμοποιήθηκε ἀπὸ τὸν Κόναν Ντόϋλ καὶ τὴν ᾽Αγκάθα Κρίστι μέχρι καὶ τοὺς νεώτερους συγγραφεῖς ἀστυνομικῶν μυθιστορημάτων.

Μερικὲς δεκάδες βουλευτῶν προσῆλθαν στὴ βραδυνὴ συνεδρίαση νὰ συζητήσουν ἕνα νομοσχέδιο ποὺ ἀφοροῦσε τὴν κατάργηση των ἐξετάσεων ἀπὸ τὰ Γυμνάσια στὰ Λύκεια. Ἡ κυβέρνηση τοῦ ΠΑΣΟΚ διήνυε τοὺς πρώτους μῆνες τῆς θητείας της καὶ σύμφωνη μὲ τὶς προεκλογικὲς ἐπαγγελίες της ἐπροοιμίαζε, σὲ ὅλους τοὺς τομεῖς, μὲ μιὰ σειρὰ μέτρων ποὺ θὰ ἁπλούστευαν καὶ θὰ διευκόλυναν τὰ πάντα. Κάπου ἴσως αὐτὸ νὰ χρειάζεται. Στὴν Παιδεία ὅμως οἱ «ἁπλουστεύσεις» καταλήγουν νὰ εἶναι σὰν τὸ πλαστό, τὸ «κάλπικο» χαρτονόμισμα. Τὸ δίνουμε κι᾿ αὐτοὶ ποὺ τὸ παίρνουν νομίζουν ὅτι ἀπέκτησαν κάποιο κεφάλαιο. Σὲ λίγο ὅμως — πάντοτε ἔρχεται αὐτὴ ἡ στιγμὴ — ἡ πλαστότητα φανερώνεται καὶ οἱ κατέχοντες ἀντιλαμβάνονται μὲ δυσάρεστη ἔκπληξη, ἂν ὄχι μὲ ὀδύνη, ὅτι στὰ χέρια τους ἀντὶ γιὰ ἀξίες μὲ ἀντίκρυσμα, ἔχουν χρωματιστὰ χαρτάκια. Ἄν μάλιστα τὸ χαρτονόμισμα αὐτὸ κυκλοφόρησε σὲ πολὺ μεγάλες ποσότητες, μπορεῖ νὰ προκαλέσει ἀκόμα καὶ τὸν κλονισμὸ τῆς οἰκονομίας μιᾶς χώρας (ἄλλώστε καὶ τὸ πληθωρικὸ χαρτονόμισμα ὣς ἕνα σημεῖο πλαστὸ εἶναι). Ἔτσι καὶ στὴν Παιδεία, ἂν τὰ «χαρτιά», τὰ πτυχία, τὰ δίνουμε βάσει ἑνὸς laissez-passer καὶ ὄχι ὕστερα ἀπὸ δοκιμασίες, ἀσκήσεις, ἐξετάσεις καὶ μάλιστα αὐστηρές, πολὺ αὐστηρὲς — γιὰ τὸ ίδιο τὸ καλὸ τῶν παιδιῶν —, ἀλλ᾿ ὅμως βασιζόμενες σὲ κριτήρια ποὺ ν᾿ ἀποκαλύπτουν τὴν πραγματικὴ προσωπικότητα τοῦ κάθε μαθητῆ (γνώση τοῦ ἐξεταζομένου θέματος, ἐγκυκλοπαιδικὴ κατάρτιση, συνειρμικὴ δεξιοτεχνία, πρωτοτυπία στὸ συλλογισμὸ καὶ κυριώτατα ἐκφραστικὴ ἐπάρκεια καὶ σωστὸ χειρισμὸ τῆς γραπτῆς ἑλληνικῆς γλώσσας) καὶ ὄχι μόνο τὴν ἀπομνημονευτική τους ἱκανότητα — τότε γεμίζουμε τὴν ἀγορὰ μὲ «πλαστὲς προσωπικότητες», μὲ «γαλβανισμένους τενεκέδες». Μὲ τραγικὲς συνέπειες γιὰ τὴ μορφωτικὴ στάθμη καὶ τὸν πολιτισμὸ τῆς κοινωνίας μας. Γιατὶ οἱ «τενεκέδες» κατὰ σύστημα εἰναι καὶ ἀλαζόνες καὶ φιλόδοξοι καὶ αὐτοὶ χάρη στὸ θράσος τους καὶ τὴν εὐλυγισία τους κατέχουν σὲ λίγο τὶς θέσεις-κλειδιά, παραμερίζοντας τοὺς ἄξιους καὶ τοὺς συνεπεῖς, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἔχουμε σήμερα μπροστά μας τόσο στὴ Διοίκηση ὅσο καὶ στὴν Ἐπιστήμη τὴν τραγελαφικὴ τοπιογραφία τῆς ἀσχετοσύνης, τῆς λογοκοπίας καὶ τῆς ἀνεπάρκειας.

᾽Αλίμονο σὲ μιὰ κοινωνία ἂν προωθοῦνται γιὰ ἡγέτιδα τάξη οἱ «μικρομεσαῖοι» τῆς μόρφωσης. Ναί, ἀπ᾿ τὸ λαὸ νὰ βγαίνει ἡ ἡγέτιδα τάξη (ἐπικροτοῦμε καὶ χειροκροτοῦμε). Ὄχι ὅμως ἀπ᾽ τὰ παιδαρέλια τῆς πλάκας, τοὺς κοπανατζῆδες, τοὺς καφετερόβιους τοῦ λαοῦ, ἀλλὰ ἀπὸ τοὺς «φωστῆρες» τοῦ λαοῦ. Ἀπὸ ὅσους ἔχουν τὴ «σφραγίδα τῆς δωρεᾶς», ὅπως ἔλεγε καὶ ὁ Γεώργιος Παπανδρέου. Πῶς νὰ τὸ κάνουμε, χρειάζεται καὶ ἡ σφραγίδα ποὺ δὲν μπαίνει στὶς ἄδειες εἰσόδου ὅλων τῶν κλητῶν καὶ ἄκλητων. Τὸ «Περάστε κόσμε» τοῦ Γιάννη Μαρκόπουλου δὲν περνᾶ στὴν Παιδεία. Ἡ πύλη της εἰναι πολὺ στενὴ καὶ οἱ θέσεις καθωρισμένες. Εὐτυχῶς ποὺ τὸ μέτρο τῆς κατάργησης τῶν ἐξετάσεων ἀπὸ βαθμίδα σὲ βαθμίδα δὲν ἐπεκτάθηκε καὶ στὴν εἰσαγωγὴ σπουδαστῶν στὰ Πανεπιστήμια (ΑΕΙ), παρ᾿ ὅλο ποὺ καὶ αὐτὸ τὸ πυροτέχνημα καταύγασε σὰν φωτεινὸ μπουκέτο ἐλπίδων τὸ ὄνειρο πολλῶν μαθητῶν καὶ πιὸ πολλῶν γονέων, διότι ἡ κυβέρνηση ἀναλογίστηκε τί τεράστια προβλήματα θ᾿ ἀνέκυπταν ἀπὸ τὴν ἐφαρμογὴ ἐνὸς τέτοιου μέτρου, ὅταν οἱ τελειόφοιτοι θὰ κατέκλυζαν τὶς Ἀνώτατες Σχολές, ὅπως οἱ ποδοσφαιρόφιλοι θὰ κατελάμβαναν καὶ τὸ γήπεδο ἀκόμα, σ᾿ ἕνα ὑποθετικὸ ντέρμπυ μεταξὺ Ὀλυμπιακοῦ καὶ Παναθηναϊκοῦ, ποὺ θὰ δινόταν δωρεάν, χωρὶς εἰσιτήριο, σὲ σημεῖο νὰ μὴ μπορεῖ νὰ διεξαχθεῖ ὁ ἀγώνας.

Ἀλλὰ τὸ πρόβλημα, ἔστω καὶ περιωριζόμενο μόνο στὴν κατάργηση τῶν ἐξετάσεων γιὰ τὴν εἰσαγωγὴ στὰ Λύκεια, ἡταν μιὰ πάρα πολὺ σημαντικὴ ἐνέργεια καὶ σωστὰ εἰσαγόταν στὴ Βουλή, γιατὶ ἀποτελοῦσε ἐκπαιδευτικὸ μέτρο (μεθόδευση) ποὺ εἴτε εἶναι ὀρθὸ εἴτε ὄχι, ἐντάσσεται στὸ χορὸ τῆς ταραντέλας τοῦ «ράβε-ξήλωνε» τῶν διαδοχικῶν κυβερνήσεων, αλλὰ πάντως δὲν ξεθεμέλιωνε καταστάσεις, δὲν προκαλοῦσε ἐμφανῆ ρήγματα.

Καὶ πολὺ σωστὰ γιὰ ἕνα τόσο σημαντικὸ θέμα οἱ βουλευτὲς ὅλων τῶν παρατάξεων εἶχαν προετοιμασθεῖ νὰ ποῦν τὶς ἀπόψεις τους καὶ νὰ προβάλλουν τὰ ἐπιχειρήματά τους ὑπὲρ ἢ κατὰ τοῦ νομοσχεδίου. Καὶ μάλιστα συζητήσεις αὐτῆς τῆς σημασίας, ποὺ ἀφοροῦν ζωτικὰ προβλήματα χιλιάδων ἀτόμων καὶ οἰκογενειῶν καὶ τὸ μέλλον νέων ἀνθρώπων, θὰ ἔπρεπε νὰ μεταδίδονται ὁλόκληρες ἀπὸ τὴν Τηλεόραση γιὰ νὰ πληροφοροῦνται οἱ πολίτες πόσο ὁρθοτομεῖ ἢ πόσο δημαγωγεῖ ἡ κυβέρνηση καὶ πόσο σθεναρὰ καὶ ἐποικοδομητικὰ ὴ ἀντιπολίτευση τεκμηριώνει τὰ ἀντί της.

 

Ἐνῶ λοιπὸν τὰ πράγματα ὄδευαν πρὸς μιὰ προγραμματισμένη συνεδρία, μὲ τὴ συνήθη ἀνάπτυξη τῶν ἐκατέρωθεν ἐπιχειρημάτων, αἰφνιδίως τὸ σκηνικὸ ἀλλάζει ὅταν ὁ ὑπουργὸς ἐπὶ τῆς Παιδείας κ. Λευτέρης Βερυβάκης ἀνεβαίνει στὸ βῆμα καὶ μὲ άφοπλιστικὴν ἀθωότητα τουλάχιστον ὅπως ἐκείνη τῆς ᾽Αλίκης στὴ Χώρα τῶν Θαυμάτων προτείνει... τὴν κατάργηση στὴν ἐλληνικὴ γραπτὴ γλῶσσα τῶν τόνων καὶ τῶν πνευμάτων, δηλαδὴ τὴν ἀλλοίωση τοῦ πατροπαράδοτου καὶ καθιερωμένου τρόπου τονισμοῦ καὶ ὀρθογραφίας τῶν ἐλληνικῶν λέξεων.

Μὲ μιὰ φράση λιτὴ καὶ ἀκριβόλογη στὴ διατύπωσή της ὁ κ. ὑπουργός, οὔτε λίγο οὔτε πολὺ ζήτησε ἀπὸ τὴν Ἐθνικὴ Ἀντιπροσωπεία τὴν ὑπερψήφιση μιᾶς τροπολογίας στὸ ὑπὸ συζήτηση νομοσχέδιο· καὶ συγκεκριμένα, ὅπως ἀναγράφεται στὰ Πρακτικά, εἶπε ἐπὶ λέξει:

«Κύριε Πρόεδρε, ἤθελα μὲ τὴν ἔναρξη τῆς συζητήσεως νὰ θέσω μιὰ τροπολογία μὲ τὴν ὁποία ἡ Κυβέρνηση εἰσηγεῖται πρὸς τὴ Βουλὴ τὴν ἐπιψήφιση τοῦ μονοτονικοῦ καὶ νὰ ζητήσω ἀπὸ τὴ Βουλὴ νὰ τὴν ἐνσωματώσει ὡς ἄρθρο 2 στὸ συζητούμενο νομοσχέδιο γιὰ νὰ μπορέσει ἀμέσως μὲ τὴν ἐπιψήφιση τοῦ ἄρθρου νὰ τεθεῖ σὲ ἐφαρμογὴ καὶ νὰ παρθοῦν ἐκεῖνα τὰ προπαρασκευαστικὰ μέτρα ποὺ θὰ ἐπιτρέψουν τὴν εἰσαγωγὴ τοῦ μονοτονικοῦ στὴν ᾽Εκπαίδευση καὶ τὴ Διοίκηση».

Ἔτσι μὲ μιὰ τροπολογία καὶ μὲ ὕφος σὰ νὰ ἔλεγε τὸ πιὸ ἁπλὸ πρᾶγμα στὸν κόσμο, ὅπως π.χ. «Κύριοι Συνάδελφοι, ἐπειδὴ σὲ λίγες μέρες εἶναι ἡ γιορτὴ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν προτείνω νὰ ἀργήσει ἡ Βουλὴ ὅπως ἀργοῦν καὶ τὰ σχολεῖα». Κάτι ποὺ θὰ ἦταν ἀπόλυτα αὐτονόητο διότι οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι δὲν εἶναι μόνον προστάτες τῆς Παιδείας ἀλλὰ καὶ τῶν «παιδιῶν» πάσης ἡλικίας καὶ ὡς ἐκ τούτου ἀφορᾶ καὶ τοὺς μαθητὰς ποὺ μαθητεύουν στὰς σχολὰς ὅσο καὶ τοὺς βουλευτὰς ποὺ θητεύουν στὰς Βουλάς. Τὸ περιεχόμενο ὅμως τῆς τροπολογίας ἡταν κάτι ἄλλο: ἐβρόντησε ὡς «κεραυνὸς ἐν αἰθρίᾳ».

Ὁ αἰφνιδιασμὸς βρῆκε φυσικὰ τὴν ᾽Αξιωματικὴ ᾽Αντιπολίτευση τελείως ἀνέτοιμη. ᾽Εκείνη εἶχε ἔρθει νὰ συζητήσει τὴν κατάργηση τῶν ἐξετάσεων πρὸς τὰ Λύκεια καὶ ἐκαλεῖτο νὰ πάρει θέση στὴ μετατροπὴ τοῦ τονισμοῦ τῶν λέξεων, δηλαδὴ τὴν ἀλλοίωση τῆς ὀρθογραφίας, γιατὶ ὁ τονισμός, εἷναι ἀναπόσπαστο στοιχεῖο τῆς γραφομένης ἑλληνικῆς γλώσσας, εἶναι ἡ ἑρμηνευτικὴ σὲ πολλὲς περιπτώσεις τῆς ἐτυμολογίας τῶν λέξεων, ἡ συμβολικὴ ἀποτύπωση τῆς παλιᾶς προσωδίας ποὺ εἷναι σφάλμα καὶ ἐπιπολαιότητα νὰ λέμε ὅτι ἐξέλιπε, ἀλλὰ ἐνυπάρχει καὶ ἐνσωματώθηκε στὸ ρυθμὸ τῆς σημερινῆς μας γλώσσας.

Ὅποιος ἔχει μιὰ γενικὴ παιδεία (καὶ ὁ κάθε βουλευτὴς κατὰ τεκμήριο θὰ πρέπει νὰ ἔχει) εἶναι σὲ θέση νὰ διατυπώσει κάποια ἐπιχειρήματα γιὰ τὴ «φιλολογία» πέριξ τοῦ γλωσσικοῦ. Οἱ βουλευτὲς ὅμως τῆς ἀντιπολίτευσης βρέθηκαν σὲ μειονεκτικὴ θέση ἔναντι τῶν συναδέλφων τους τῆς κυβερνητικῆς πτέρυγας. Αὐτοὶ οἱ τελευταῖοι κατέβηκαν στὸ στῖβο πάνοπλοι (ἔστω καὶ μὲ τὰ ξύλινα σπαθιὰ ποὺ τοὺς προμήθευσαν οἱ γνωστοὶ κύκλοι τῶν μονοτονιστῶν τῆς Θεσσαλονίκης ποὺ χρόνια τώρα καλλιεργοῦσαν τὴ μυθολογία τῆς «προοδευτικῆς» μεταρρύθμισης καὶ περίμεναν τὴν κατάλληλη στιγμὴ τῆς «προοδευτικῆς» ἐπιδημίας ἢ τὴν ἀποδυνάμωση τοῦ ἐθνικοῦ ἀνοσοποιητικοῦ συστήματος — ἄλλο AIDS αὐτὸ — γιὰ νὰ εἰσβάλουν. Ἐνῶ οἱ βουλευτὲς τῆς ἀντιπολίτευσης ποιά ἐπιχειρήματα προχείρως θὰ μποροῦσαν ν᾿ ἀντιτάξουν καὶ μάλιστα γιὰ ἕνα θέμα τόσο εἰδικὸ — καταγωγὴ καὶ ἱστορικὴ ἐξέλιξη τοῦ τονισμοῦ, ἀλλὰ καὶ σημασία τῆς διατήρησής του σὰν συστατικοῦ στοιχείου τῆς ἰδιομορφίας τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας —, θέμα ποὺ ἀπαιτεῖ προπαιδεία ὄχι μόνο ἁπλῶς ἀπὸ μορφωμένους ἀλλὰ καὶ ἀπὸ φιλολόγους; Καὶ ἂν ἀκόμα ὑποθέσουμε ὅτι κάποιοι ἀπ᾿ τοὺς βουλευτές, οἱ παλαιότεροι, θυμόντανε ἔτσι γενικὰ τὶς ἀπόψεις ποὺ διατύπωσαν σοφοὶ διδάσκαλοι καὶ γλωσσολόγοι, πρὶν ἀπὸ σαράντα ἀκριβῶς χρόνια (ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς Δίκης — ᾽Αντιδικίας τῶν τόνων, ἀπὸ τότε τὸ μονοτονικὸ ληθαργοῦσε), αὐτοὶ ἀπὸ τὴ μεθοδευμένη ἐκστρατεία τῶν μεταρρυθμιστῶν ἦταν προκαταβολικὰ χαρακτηρισμένοι ὡς σκοταδιστές, ἀντιδραστικοί, σωβινιστὲς κ.λπ., ὥστε ἧταν παρακινδυνευμένο, μέσα στὸ ἐπικρατοῦν κλῖμα τῶν προοδευτικῶν ἐπινικείων, ἔστω κι᾿ ἀπ᾿ τὴ συντηρητικὴ παράταξη, ν᾿ ἀναφερθεῖ κανεὶς καὶ νὰ ταυτισθεῖ μ᾿ αὐτούς... Ἔτσι ἡ Ἀξιωματικὴ Ἀντιπολίτευση καὶ αἰφνιδίαστηκε καὶ ἐπαγιδεύθηκε ἀπὸ τὸ ΠΑΣΟΚ. Καὶ ἡ μόνη διέξοδος γι᾿ αὐτὴν ἧταν ν᾿ ἀποφύγει τὴ μάχη καὶ νὰ ζητήσει ἐκεχειρία.

Τότε ὁ πρόεδρος τῆς Νέας Δημοκρατίας κ. Εὐάγγελος ᾽Αβέρωφ γιὰ νὰ μὴν ἐμπλακει τὸ κομμα του στὴ συζήτηση, πῆρε τὸ λόγο καὶ εἶπε, κατὰ τὰ Πρακτικὰ πάντοτε:

«Ἐπὶ τοῦ μονοτονικοῦ, κύριε Πρόεδρε (τῆς Βουλῆς), θὰ ἤθελα νὰ λάβω θέση. Δὲν ἀντιτιθέμεθα κατ᾿ ἀρχήν, ἀλλὰ δὲ νομίζουμε ὅτι τέτοιες μεταρρυθμίσεις μποροῦν νὰ γίνουν χωρὶς μιὰ εἰδικὴ μελέτη. Ὅτι χρειάζεται μιὰ εἰδικὴ μελέτη γιὰ τὸ μονοτονικὸ εἶναι προφανές, διότι ναὶ μὲν εἶναι μιὰ ἁπλούστευση ἡ ὁποία θὰ εἷναι χρήσιμη γιὰ τὴν ἁπλούστευση (!) τῶν νέων γενεῶν, ἀλλὰ δὲν μποροῦμε νὰ πᾶμε σὲ ἀπόλυτα σχήματα. (...) Οἱ ἁπλουστεύσεις εἶναι χρήσιμες, ἀλλὰ πολλὲς φορὲς καταλήγουν σὲ ἀλλοιώσεις τῆς γλώσσας κατὰ τρόπο ἐπικίνδυνο. (...) Θὰ προτείνω λοιπὸν καὶ παρακαλῶ τὸν κύριο Ὑπουργὸ νὰ γίνει μιὰ πληρέστερη μελέτη καὶ νὰ μὴ προχειρολογοῦμε γιὰ νὰ μὴ μπερδεύουμε τὴ γλώσσα ἀντὶ νὰ τὴν ἁπλουστεύουμε καὶ νὰ τὴν καλλιτερεύουμε».

Εἰναι πρόδηλη ἡ ἀμηχανία τοῦ κ. ᾽Αβέρωφ, καὶ συγγνωστή. Διότι, ὅπως εἴπαμε καὶ πιὸ πάνω, ἀκόμα κι᾿ ἂν εἶναι κανεὶς φιλόλογος ἢ δόκιμος λογοτέχνης εἶναι ἀδύνατο ν᾿ ἀντλήσει στὰ πεταχτὰ ἀπὸ τὴν ὀγκώδη βιβλιογραφία καὶ τὴ μαχητικὴ παμφλετογραφία γύρω στὸ γλωσσικό, ἐκεῖνα τὰ εὔστοχα ἐπιχειρήματα ποὺ θὰ ἐνισχύσουν μιὰν ἀντιπαράθεση στὶς μονοτονικὲς καὶ τὶς ἄλλες ἁπλουστευτικὲς μεταρρυθμίσεις πάνω στὸ γραπτὸ ἑλληνικὸ λόγο. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ μόνη λύση ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἧταν νὰ κερδηθεῖ καιρός. Διότι εἶναι περίεργο, ἀλλὰ τὸ θέμα τοῦ παραδοσιακοῦ τονισμοῦ τῶν λέξεων καὶ τῆς ἀλλοιώσεώς του εἷναι terra incognita γιὰ τὸ σύνολο τῶν μορφωμένων ἑλλήνων, ἐπειδὴ ἁπλούστατα δὲν ὑπῆρχε τέτοιο θέμα, οὔτε σοβαρὰ ἀντιμετωπίστηκε τὸ ἐνδεχόμενο ἢ ὁ κίνδυνος ν᾿ ἀλλάξει ἡ ὀπτικὴ εἰκόνα τῆς γραφομένης γλώσσας μας (οἱ πολλοὶ δὲν μπαίνουν στὴν οὐσία τοῦ προβλήματος, ἀλλὰ μόνον ὀπτικὰ τὸ ἀντιμετωπίζουν). Οἱ προτάσεις καὶ οἱ ἀπόπειρες προέρχονταν ἀπὸ ἰδιοτρόπους λογίους (κατὰ Σάθαν, ὅπως ἀναφέραμε καὶ πρωτύτερα), οἱ ὁποῖοι δὲν ἦταν καὶ τόσο ἰδιότροποι, ἀλλὰ μᾶλλον ἀλλότροποι (καθ᾿ ὅσον ἄλλων προτροπὰς ἐκτελοῦσαν, ὅπως θὰ ἔλεγε, ἂν ζοῦσε σήμερα, ὁ Μιστριώτης).

Ὑπάρχει ὅμως κάποια παραδρομή, κάποιο ὀλίσθημα στὸν ἐλιγμὸ τοῦ κ. ᾽Αβέρωφ, ἐκεῖνο τὸ «δὲν ἀντιτιθέμεθα κατ᾿ ἀρχήν». Θὰ θέλαμε νὰ ρωτήσουμε, τώρα ποὺ κοιτάζονται ἀπὸ κάποια ἀπόσταση χρόνου τὰ γεγονότα: Μὲ ποιά ἰδιότητα ὁ κ. ᾽Αβέρωφ εἷπε ὅτι «κατ᾿ ἀρχὴν δὲν ἀντιτιθέμεθα στὸ μονοτονικό». Τὸ εἶπε ὡς λογοτέχνης (ἐπειδὴ συμβαίνει νὰ εἶναι καὶ ἔμπειρος πεζογράφος καὶ θεατρικὸς συγγραφέας); ᾽Αλλὰ τότε βιάστηκε νὰ προεξοφλήσει τὴ γνώμη ἐκατοντάδων συναδέλφων του καταξιωμένων στὴ διακονία τῶν γραμμάτων γνώμη ποὺ τώρα, μετὰ τὴν ἐπιβολὴ τοῦ μονοτονικοῦ, εἶναι δεδηλωμένα πιὰ ἀντίθετη πρὸς αὐτὸ (καὶ πῶς θὰ μποροῦσε νὰ γινόταν ἀλλιῶς ἀφοῦ ἐξ ὁρισμοῦ συγγραφέας καὶ ποιητὴς σημαίνει πνευματικὸς ἄνθρωπος καὶ αὐτὸς προτοῦ ἀποδεχτεῖ ἕναν νεωτερισμὸ θὰ ἐξετάσει μὲ ἔνστικτη εὐθύνη καὶ σοβαρότητα τὸ ποιὲς συνέπειες αὐτὸς ὁ νεωτερισμὸς θὰ ἐπιφέρει στὴν παράδοση, στὴ συνέχιση τῆς πνευματικῆς κληρονομιᾶς καὶ στὴν ἐκφραστικὴ διάσταση τῆς γλώσσας). Ὅλο αὐτὸ τὸ διάστημα τῆς μονοτονικῆς ὑστερίας ἡ συντριπτικὴ πλειοψηφία τῶν συγγραφέων συνεχίζει νὰ γράφει καὶ νὰ ἐκδίδει βιβλία μὲ τὸ πολυτονικὸ σύστημα (ἐκτὸς ἂν τοὺς τὰ μετα-τονίζουν καὶ τὰ ἀπο-πνευματοποιοῦν, κυρίως γιὰ οἰκονομικοὺς λόγους κάποιοι ἐκδότες), μὲ τὴν ἐξαίρεση μερικῶν νεοσσῶν τῆς «προόδου» ποὺ φαντάζονται ὅτι θὰ ἐπικαλύψουν τὴν ἰσχνότητα τοῦ λόγου τους μὲ τὴν υἱοθέτηση ὁποιασδήποτε καινοτομίας καὶ ἀπὸ τοὺς ἐλάχιστους ἐπιζῶντες ἐν ἐπαναστατικῇ ἐξάρσει προσήλυτους, κάποτε στὴν ἐφηβεία τους, τῶν γλωσσικῶν ἰδιωματισμῶν καὶ τῶν ὀρθογραφικῶν πειραματισμῶν τῶν Πάλλη, Πικροῦ, Φιλήντα καὶ ἀλλων — ποὺ ὅλοι τους τώρα πιὰ εἶναι σίγουρο ὅτι ἐκτὸς ἀπὸ τὴ σύγχυση ποὺ προκάλεσαν, τίποτα τὸ ἀξιόλογο δὲν ἄφησαν πίσω τούς.

Ἂν πάλι ὁ κ. ᾽Αβέρωφ μίλησε ὡς ἐκπρόσωπος μιᾶς πολιτικῆς παρατάξεως, πάλι βιάστηκε νὰ ὑπερθεματίσει, ἔστω καὶ ὑπὸ κάποιαν αἵρεση, τὸ μονοτονικό, γιατὶ πολὺ ἀμφιβάλουμε ἂν ἡ παράταξη αὐτὴ ποὺ ἀπαρτίζεται ἀπὸ ἄτομα ποὺ ἔχουν μᾶλλον «συντηρητικὲς» ἀπόψεις τόσο σὲ γενικώτερα ἐθνικὰ θέματα ὅσο καὶ σὲ κοινωνικὰ θέματα καὶ θέματα παιδείας — πολὺ ἀμφιβάλλουμε, λέμε, ἂν θὰ ἐπικροτοῦσαν τὶς προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις, ἐφ᾿ ὅσον βέβαια προηγουμένως θὰ διαφωτιζόντανε σωστὰ καὶ τεκμηριωμένα γιὰ τὸ ποῦ θὰ ὁδηγήσουν οἱ ἐπεμβάσεις στὴ γραφὴ καὶ στὴ γλῶσσα.

 

᾽Αλλὰ στὸ ἴδιο λάθος, ὅπως θὰ δοῦμε παρακάτω, ὑπέπεσε καὶ ὁ κ. Κωνστ. Μητσοτάκης, ὡς κοινοβουλευτικὸς ἐκπρόσωπος τῆς Νέας Δημοκρατίας, λάθος ποὺ πρέπει νὰ ὀφείλεται στὸ γεγονὸς ὅτι οἱ βουλευτές της ὄχι μόνον ἐπειδὴ κατελήφθησαν ἐξ ἀπίνης ἀπὸ τὸ ΠΑΣΟΚ, ἀλλὰ καὶ ἐπειδὴ κατέχονταν ἀπὸ ἕνα ἄλλο σύνδρομο, ἐκεῖνο τοῦ «συντηρητικοῦ» ποὺ ἔχασε τὴ μάχη ἀπὸ «προοδευτικούς»... Τὸ ΠΑΣΟΚ μόλις εἶχε κερδίσει τὴ λαϊκὴ ἔγκριση ν᾿ ἀλλάξει τὸν κόσμο (τί νὰ γίνει, οἱ λαοὶ καταλαμβάνονται συχνὰ ἀπὸ τέτοιες παρακρούσεις, καὶ ἰδίως ὁ ἑλληνικός...) κηρύσσοντας ὅτι ὅλα ὅσα συνέβησαν ὣς τότε στὴν πολιτικὴ καὶ τὴν κοινωνικὴ ἱστορία τοῦ τόπου ἧταν στραβά, λαθεμένα κι᾿ ἁμαρτωλά. Καὶ ὅτι μὲ τὴν ἄνοδο τοῦ ΠΑΣΟΚ στὴν ἐξουσία τὰ πάντα θὰ ἔμπαιναν στὸ δρόμο τῆς ἀλήθειας («ἀνοιχτὰ χαρτιὰ»), τῆς προόδου (ἐδῶ καὶ τώρα) καὶ τῆς εὐημερίας (δουλεύοντας ὅλο καὶ λιγότερο, ζητώντας ὅλο καὶ περισσότερα). Ὁ λαὸς πανηγύριζε καὶ ἀλάλαζε. Καὶ αὐτὴ ἡ φρενῖτις «προόδου» ἐντυπωσίασε τὴ συντηρητικὴ παράταξη, ἡ ὁποία φοβήθηκε πὼς ἂν ἐπιμείνει στὶς «ἀρχές» της θὰ χαρακτηριζόταν ὡς «ὁπισθοδρομική», μὲ κόστος τὴ μεγαλύτερη συρρίκνωση τῆς ἐκλογικῆς της δύναμης. Ἔτσι, ἡ ᾽Αντιπολίτευση, τοὺς πρώτους μῆνες τουλάχιστον, μουδιασμένη ἀπὸ τὴν ἡττα της, δὲν ἔδωσε σθεναρὴ μάχη στὰ μεταρρυθμιστικὰ μέτρα τῆς κυβέρνησης τοῦ ΠΑΣΟΚ, ὅσα ἀφοροῦσαν βέβαια ἑδραίους καὶ πατροπαράδοτους θεσμοὺς ποὺ θὰ ἀλλοίωναν μὲ τὴν ἐφαρμογή τους τὴν πνευματικὴ φυσιογνωμία τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἀλλὰ περιορίστηκε ἀπλῶς στὴν κριτικὴ ἐπὶ τῶν λεπτομερειῶν ὡς καὶ ἐπὶ τῆς τακτικῆς γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ τῶν μέτρων αὐτῶν. ᾽Αλλὰ μιὰ τέτοια ἐνδοτικὴ στάση μολονότι ἐν μέρει σωστὴ προκειμένου γιὰ οἰκονομικὰ θέματα, θέματα Διοικήσεως ὡς καὶ γιὰ πλεῖστα ἄλλα φύσεως κοινωνικῆς (ἐργατικά, πρόνοιας, ὑγείας κ.λπ.) ὅπου ἡ συνεισφορά της θὰ μποροῦσε ν᾽ ἀποδειχθεῖ βελτιωτικὴ τῶν μέτρων, σὲ θέματα ὅμως θεσμικὰ (ὅπως ἡ Παιδεία, ἡ Γλῶσσα, ἡ Θρησκεία, ἡ ἀποτίμηση τοῦ ἱστορικοῦ παρελθόντος) εἶναι ἀπαράδεκτη ὅταν πρόκειται γιὰ ἀπόπειρες ἀπορρύθμισης καὶ ἀλλοίωσης τῶν συστατικῶν στοιχείων τοῦ ἔθνους.

Ὁ ὑπουργὸς κ. Βερυβάκης ἐπιχείρησε προφανῶς νὰ παρουσιάσει τὸ θέμα τοῦ τονισμοῦ τῶν λέξεων ὡς τελείως ἐπουσιῶδες, ὡς κάτι τὸ παγκοίνως καὶ ὁμοθύμως ἀποδεκτό, καὶ γιὰ τοῦτο ὅτι θὰ μποροῦσε νὰ τὸ λύσει ἡ Ἐθνικὴ ᾽Αντιπροσωπεία, ἀργὰ τὴ νύχτα, μὲ μιὰ τροπολογία σὲ ἄσχετο νομοσχέδιο καὶ χωρὶς πολλὲς συζητήσεις, πιάνοντας κυριολεκτικὰ τοὺς τυχὸν ἀντιθέτους στὸν ὕπνο. Ἡ Ἀντιπολίτευση, ἴσως γιατὶ πολλὰ ἀπ᾿ τὰ μέλη της συνέβη, λόγῳ ἡλικίας καὶ λόγῳ περιβάλλοντος νὰ ἔχουν τύχει πιὸ συνεποῦς ἑλληνικῆς παιδείας, ἀντιλήφθηκε ὅτι τὸ θέμα, ἀντιθέτως, ἧταν πολὺ σοβαρὸ καὶ ἴσως νὰ διαισθάνθηκε ὅτι ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο εἰσήγετο στὴ Βουλὴ ἔκανε διαφανεῖς κάποιους ἀδιευκρίνιστους στόχους ποὺ ἐκείνη τὴν ὥρα δὲν ἧταν δυνατὸν οὔτε ἡ προέλευσή τους νὰ ἐξακριβωθεῖ οὔτε νὰ σταθμισθοῦν οἱ συνέπειές τους. Σὰν σωσίβιο μέσα στὴν ἀμηχανία ποὺ ἐπικράτησε ἡ ᾽Αντιπολίτευση διὰ τοῦ ᾽Αρχηγοῦ της ζήτησε ν᾿ ἀποσυρθεῖ ἡ τροπολογία καὶ νὰ γίνει μιὰ πληρέστερη μελέτη πάνω στὸ θέμα τῆς ἐφαρμογῆς τοῦ μονοτονικοῦ, κυρίως στὴν περιπτωσιολογία του.

Ἡ πρόταση αὐτὴ τῆς Ἀντιπολίτευσης δὲν ἧταν ἡ ἐνδεδειγμένη. Θὰ μποροῦσε νὰ προτάξει ἄλλο ἐπιχείρημα (καὶ θὰ εἶχε στὸ πλευρό της τὴ συντριπτικὴ πλειοψηφία τοῦ πνευματικοῦ κόσμου), καὶ ὄχι ἂν θὰ τονίζονται τὰ μονοσύλλαβα (ἀντωνυμίες, ἐπιρρήματα καὶ μόρια) ἢ τί θὰ γίνει μὲ τὰ που, πως καὶ η ποὺ ἀνάλογα μὲ τὸν τονισμό τους ἔχουν διαφορετικὲς σημασίες, καὶ ἄλλες τέτοιες λεπτομέρειες.

Ἡ σωστὴ καὶ θαρραλέα ἀπάντηση θὰ ἡταν ὅτι θέματα ποὺ ἀφοροῦν τὴ γλῶσσα καὶ κυρίως τὴ γραπτὴ γλῶσσα, γιατὶ αὐτὴ κωδικοποιεῖ τοὺς κανόνες καὶ παραδίδεται ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιά, δὲν εἶναι τῆς δικαιοδοσίας ἑνὸς Κοινοβουλίου ἢ μιᾶς κυβερνήσεως ποὺ ἔχει μιὰ κάποια πλειοψηφία, ἢ πάντως δὲν εἰσάγονται πρὸς συζήτηση μὲ τὴ συνήθη διαδικασία καὶ ἀφοῦ πρῶτα δὲν ἐρωτηθοῦν τὰ ἁρμόδια πνευματικὰ Ἱδρύματα, ὅπως ἡ ᾽Ακαδημία, οἱ Φιλολογικὲς Σχολὲς τῶν Πανεπιστημίων (φυσικὰ ν᾿ ἀκουσθοῦν οἱ γνῶμες ὅλων τῶν καθηγητῶν καὶ ὄχι μόνον οἱ «φράξιες» ποὺ ἐνδημοῦν καὶ βυσσοδομοῦν μέσα σ᾿ αὐτές), οἱ Ἑνώσεις τῶν ἐκπαιδευτικῶν (ὄχι βέβαια τὰ κομματικὰ-συνδικαλιστικὰ ὄργανά τους), ἀναγνωρισμένοι συγγραφεῖς καὶ καταξιωμένοι πνευματικοὶ ἄνθρωποι, ἀλλὰ καὶ κάθε πολίτης ποὺ θὰ εἶχε τεκμηριωμένη γνώμη καὶ κάθε γονιὸς ποὺ ἔχει δικαίωμα νὰ δώσει στὰ παιδιά του ἑλληνικὴ παιδεία καὶ ποὺ ἐπαναστατεῖ ὅταν τὰ βλέπει νὰ γίνονται πειραματόζωα σὲ ἐπιπόλαιες μεταρρυθμίσεις ποὺ ἀποσυνθέτουν ἀργὰ ἀλλὰ σταθερὰ τὴν ἐθνικὴ κατ-ἀγωγή τους.

Μιὰ τέτοια ἀπάντηση δὲν τὴν ἔδωσε ἡ ᾽Αντιπολίτευση. Καὶ δὲν μποροῦσε νὰ τὴ δώσει. Γιατὶ καὶ ἡ ἴδια ὡς Κυβέρνηση τὸ 1976 ἐπενέβη στὴ γλωσσικὴ ἔκφραση ἐπιβάλλοντας μὲ νόμο τὴ Δημοτικὴ στὴν Παιδεία καὶ τὴ Διοίκηση, μέτρο ποὺ ἦταν τελείως ἄστοχο, ἀδόκιμο καὶ περιττό. Καὶ ποὺ ἔβλαψε πρῶτα τὴν ἴδια τὴ Δημοτική, διότι τὴν κατάντησε «ξύλινη», ψεύτικη καὶ ἑρμαφρόδιτη. ᾽Αλλὰ καὶ γιὰ ἕνα ἄλλο λόγο, ὅπως προαναφέραμε: ἂν ἔλεγε ὅτι ἀντιτίθεται στὴν ἁπλούστευση τῆς (ἤδη τόσο ἁπλουστεμένης) γραφῆς ὑπῆρχε κίνδυνος νὰ χαρακτηριστεῖ ὡς ἄντιδραστική, σκοταδιστικὴ κ.λπ. Ἀπὸ τὴ Μεταπολίτευση κι᾿ ἐδῶ τὸ μεταρρυθμιστικό, ἁπλουστευτικό, κατεδαφιστικὸ μπουρίνι ποὺ ἔπνευσε δὲν στροβίλισε μόνο τὰ ἀεροστατικὰ μυαλὰ τῶν θερμοκέφαλων, ἀλλὰ ἔστρεψε καὶ τὸν πνευματικὸ ἀνεμοδείχτη κάποιων συντηρητικῶν πρὸς ἄλλα σημεῖα (καὶ τέρατα) τοῦ ὁρίζοντα. Ἄν ἡ Ἀντιπολίτευση ἐπρόβαλλε ἕνα τέτοιο ἐπιχείρημα, ἡ Κυβέρνηση τοῦ ΠΑΣΟΚ θὰ μποροῦσε μιὰ χαρὰ ν᾿ ἀπαντήσει: «Ἐσεῖς καταργήσατε μιὰ γλῶσσα στὴν ὁποία γράφατε καὶ πιστεύατε καὶ δὲν μποροῦμε ἐμεῖς νὰ καταργήσουμε μερικὰ σημαδάκια στὰ ὁποῖα στὸ κάτω-κάτω (τῆς γραφῆς) δὲν πιστεύουμε; (δὲν θὰ ἔλεγε βέβαια: δὲν καταλαβαίνουμε τὴν ἱστορική, τὴν ἐθνικὴ καὶ τὴ γλωσσολογικὴ σημασία τους). Ἁπλουστεύουμε, κύριοι, γιὰ νὰ δώσουμε μόρφωση στὰ παιδάκια μας». Καὶ φυσικὰ ἡ ἁπλούστευση δὲ χρειάζεται ἐγκεφάλους, φτάνουν ὡς ἐργαλεῖα, μορφωτικὰ καὶ μορφοποιητικά, τὸ ψαλλίδι καὶ ἡ γομολάστιχα.

Ἔτσι γιὰ ν᾿ ἀποφύγει ἡ Ἀντιπολίτευση καὶ τοὺς δύο σκοπέλους δὲν εἶχε ἄλλο στρατηγικὸ ἐλιγμὸ παρὰ νὰ ζητήσει ἀναβολὴ τῆς συζήτησης γιὰ τὸ μονοτονικὸ καί... βλέποντας καὶ κάνοντας.

Ὁ Πρόεδρος τῆς Βουλῆς κ. Γιάννης Ἀλευρᾶς (ὡς Ἰωάννης ἀναγράφεται στὰ Πρακτικὰ καὶ μᾶλλον ἔτσι πρέπει νὰ τὸν ἀναφέρουμε, γιατὶ Ἰωάννης ἐλέγετο καὶ ὁ πιὸ ἀγαπητὸς καὶ ἔμπιστος μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ, ὁ μετέπειτα Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης καὶ ἐμεῖς δὲν ξέρουμε κανένα Εὐαγγελιστὴ Γιάννη — γιὰ νὰ εἴμαστε καὶ συνεπεῖς...) νόμισε μὲ τὴν ἀμεροληψία ποὺ τὸν διακρίνει ὅτι ἔπρεπε νὰ θέσει τὸ αἴτημα τοῦ κ. ᾽Αβέρωφ στὸν ὑπουργὸ κ. Βερυβάκη.

Ὁπότε συνέβη τὸ ἐξῆς ἀμίμητο καὶ ἀποκαλυπτικό: ᾽Αντὶ τοῦ κ. Βερυβάκη πετιέται ὁ βουλευτὴς κ. Κουτσουχέρας καὶ διακόπτει:

«Ἔχουν μελετηθεῖ αὐτὰ τὰ πράγματα. Διευκρινίζονται πλήρως καὶ ἔχουν κατ᾿ ἐπανάληψη συζητηθεῖ στὴ Βουλή. Γιὰ τὸ ἐρωτηματικὸ ποὺ (μὲ ὀξεῖα στὰ Πρακτικά), πὼς (ὁμοίως), ποιός, τί, γιὰ τὸ διαζευκτικὸ ἤ, τὸ ὁριστικὸ μόριο μά, τὸ δεικτικὸ νά, καὶ γιὰ ὅλα τὰ ἄλλα ἔχουν γίνει διευκρινίσεις, κύριε ᾽Αρχηγὲ τῆς Νέας Δημοκρατίας.» (Θόρυβος).

Τώρα ἐρωτᾶται γιατί νὰ πεταχτεῖ ὁ κ. Κουτσοχέρας ἀφοῦ ἦταν παρὼν ὁ ὑπουργὸς καὶ πρὸς αὐτὸν ἀπευθυνόταν ἡ ἐρώτηση τοῦ Προέδρου τῆς Βουλῆς; Τὸ πρᾶγμα δὲ θὰ εἷχε τόση σημασία γιατὶ αὐτὰ συμβαίνουν στὴ Βουλὴ τῶν Ἑλλήνων. Οἱ βουλευτὲς «ἐκρήγνυνται», παρὰ τοὺς κανόνες τῆς εὐπρεποῦς συμπεριφορᾶς. ᾽Αλλὰ ἡ «ἔκρηξη» τοῦ κ. Κουτσοχέρα ἔχει μιὰν ἄλλη, πιὸ βαθειὰ διάσταση. Ὁ κ. Κουτσοχέρας εἷναι ὁ κυριώτερος μοχλὸς τοῦ μονοτονικοῦ ἐντὸς τοῦ ΠΑΣΟΚ. Καὶ στὴ συζήτηση τοῦ νομοσχεδίου γιὰ τὴ Γενικὴ Ἐκπαίδευση, τὸ 1976, καίτοι ἐκτὸς θέματος ὑπέβαλε ὁλόκληρο ὑπόμνημα περιέχον γνῶμες διαφόρων λογίων καὶ «νεοελληνιστῶν» ἀπὸ Φαρδὺν μέχρι Mirambel καὶ Mackridge ποὺ μᾶς συμβούλευαν πῶς νὰ γλιτώσει ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα ἀπὸ τοὺς τόνους, τὰ πνεύματα καὶ τοὺς ἐφιάλτες τῆς ὀρθογραφίας. Ὁ κ. Κουτσοχέρας ποὺ εἷναι εὐρωπαΐζων, οἰκουμενίζων καὶ ποὺ μιὰ ζωὴ ἐτρέφετο καὶ ἐκτρέφετο μὲ τὸ ὄνειρο ν᾿ ἀλλοιωθεῖ ἐπὶ τὸ ἁπλούστερον ἡ ἐλληνικὴ γλῶσσα, φοβήθηκε πρὸς στιγμὴν μήπως ἀπὸ τὴν ἔστω καὶ χλιαρὴ ἀντίδραση τοῦ κ. ᾽Αβέρωφ, ὁ ὑπουργὸς κ. Βερυβάκης (ποὺ ἦταν «μελετημένος» ἀλλὰ ὄχι καὶ φανατικός) ἐνδώσει καὶ ἀποσύρει τὴν τροπολογία μεταθέτοντας σὲ ἄλλη συνεδρία τὴ συζήτηση ὁπότε τὸ μονοτονικὸ θὰ ἐρχόταν μὲ εἰδικὸ νομοσχέδιο, ἐκτὸς καὶ ἂν πάλι τὸ κολλοῦσαν σὲ ἄλλο εὐκαιριακὸ σχέδιο νόμου, ἂς ποῦμε, περὶ ἐνισχύσεως τῆς ἰχθυοτροφίας ἢ περὶ μονιμοποιήσεως κάποιας κατηγορίας ὑπαξιωματικῶν (αὐτὰ τὰ τραγελαφικὰ εἶναι «ρουτίνα» στὴ Βουλὴ τῶν Ἑλλήνων, χριστιανῶν ἢ μὴ χριστιανῶν)...

Ἄσχετα ὅμως ἀπὸ τὸν τρόπο τῆς ὑποβολῆς ἑνὸς τέτοιου νόμου πρὸς ψήφιση, τὰ ζητήματα συνταγματικῆς νομιμότητας ποὺ ἐγείρονται καὶ περὶ τῶν «ὁρίων τοῦ κοινοβουλευτισμοῦ» γιὰ τὰ ὁποῖα θὰ ποῦμε λίγα λόγια πιὸ κάτω, ἐκεῖνο ποὺ εἶχε προαποφασισθεῖ ὡς στρατηγικὴ κάποιων σκοτεινῶν παρακυβερνητικῶν συμβουλίων, ἧταν ὅπως ἡ ὠμὴ ἐπέμβαση στὴ γλῶσσα, δηλαδὴ ἡ ἐπιβολὴ τοῦ μονοτονικοῦ στὸ γραπτὸ λόγο, συντελεσθεῖ, ἤτοι «κουκουλωθεῖ,» ἐκείνη τὴ νύχτα, χωρὶς νὰ δοθεῖ χρόνος ὄχι μόνο στὴν ᾽Αντιπολίτευση, ἀλλὰ στοὺς πνευματικοὺς ἀνθρώπους, τοὺς ἐκπαιδευτικούς, τοὺς συγγραφεῖς, τοὺς δημοσιογράφους, τοὺς καλλιτέχνες καὶ τοὺς γονεῖς καὶ τοὺς κηδεμόνες τῶν παιδιῶν ποὺ ὅλοι αὐτοί, εἴτε παντοῦ καὶ πάντα εἴτε σὲ κρυφὲς στιγμὲς αὐτοσυνειδησίας ἐνώπιοι ἐνωπίοις, ἀφουγκράζονται τὸν ἐξασθενημένο μὲν ἀλλὰ ἀκατάβλητα ζωντανὸ παλμὸ τῆς Φυλῆς τους— λέμε, ὅτι ἔπρεπε ὅλοι αὐτοὶ νὰ καταληφθοῦν στὸν ὕπνο, νὰ μὴν προφτάσουν ν᾿ ἀντιδράσουν στὸ σχεδιαζόμενο «ἀνοσιούργημα» καὶ νὰ μὴ διατυπώσουν ἐγκαίρως τὴ γνώμη τους, ἀλλὰ καὶ τοὺς φόβους τους γιὰ τοὺς κινδύνους ποὺ ἐγκυμονοῦνται ἀπὸ μιὰ παρόμοια «ἰσοπεδωτικὴ» μεταρρύθμιση.

 

Ἂν θυμόμαστε καλὰ ὁ πρωθυπουργὸς κ. Παπανδρέου διακήρυξε ὅτι οἱ «μάχες γιὰ τὴν ᾽Αλλαγὴ θὰ δίνονται ὄχι μόνο ἐντὸς Βουλῆς, ἀλλὰ καὶ ἐκτὸς Βουλῆς μὲ τὴ συμμετοχὴ τοῦ λαοῦ καὶ μὲ τὸ διάλογο στὴ λήψη ἀποφάσεων». Τόσο γρήγορα ξεχάστηκαν αὐτὲς οἱ διακηρύξεις; Γιατὶ δὲν εἰναι βέβαια «μάχη» τὸ νὰ ἐπελαύνεις μὲ τὴ δύναμη τῆς πολεμικῆς σου μηχανῆς καὶ νὰ καταστρέφεις ἕνα χωριὸ ἀμάχων, οὔτε εἶναι διάλογος ἡ κριτικὴ ποὺ ἀσκεῖται καὶ οἱ ἀντιμαχίες καὶ ἁψιμαχίες ἀπὸ μέλη τοῦ κυβερνῶντος κόμματος στὶς διάφορες συνεδριάσεις του, γιατὶ κάτι τέτοιο μοιάζει μὲ τοὺς ἀξιοπρεπεῖς καυγάδες τῶν ἐνοίκων δύο συνεχομένων ἢ καὶ συγκοινωνούντων «ρετιρέ». ᾽Αλλὰ μὲ τοὺς ἀπὸ κάτω τί γίνεται, αὐτοὶ δὲν πρέπει νὰ ἔχουν λόγο, αὐτοὶ δὲν εἶναι λαός; (Τὸ ἀντίθετο μάλιστα: οἱ «ἀπὸ κάτω» εἶναι λαός, λέει ὴ κοινωνιολογία). ᾽Εκτὸς καὶ ἂν ἐπικρατήσει πλέον ἡ ἄποψη ὅτι λαὸς εἶναι οἱ «δικοί μας», ὁπότε δὲ θὰ λέμε πιὰ «ἡ Δημοκρατία ἐνίκησε», ἀλλὰ «ἡ Δημοκρατία ἐνικήσαμε»! Σ᾿ αὐτὴ τὴ φάση βρισκόμαστε τώρα καὶ τὰ περὶ λαοῦ, δημοκρατίας, διαλόγου, «συναινετικῶν διαδικασιῶν», παραμένουν ὡραῖα λόγια ποὺ καθημερινὰ διαψεύδονται ἀπὸ τὴν ἀκολουθουμένη τακτική.

Ἔτσι λοιπὸν σύμφωνα μὲ τὸ δόγμα (περίπου ἰησουιτικό) «ἐμεῖς κάνουμε τὸ δικό μας καὶ ἄσε τοὺς διαφωνοῦντες νὰ φωνάζουν· καὶ αὐτὸ διάλογος εἶναι· δὲν τοὺς ἀπαγορεύουμε νὰ διαφωνοῦν», ὁ κ. Κουτσοχέρας ἐξέπεμψε προειδοποιητικὸ σῆμα στὸν ὑπουργὸ μήπως καὶ γίνει κανένα στρατηγικὸ ὁλίσθημα. Καὶ ἔσπευσε ν᾿ ἀπαντήσει ἐκεῖνος στὴν πρόταση τοῦ κ. ᾽Αβέρωφ ὅτι ἀναβολὴ εἶναι τελείως περιττὴ γιατὶ ὁλα αὐτὰ (γύρω στὸ μονοτονικό) ἔχουν μελετηθεῖ, ἔχουν διευκρινισθεῖ καὶ ὑπάρχουν εἰσηγήσεις ᾽Επιτροπῶν καὶ άρμοδίων συμβουλευτικῶν ὀργάνων, ὅπως τὸ ΚΕΜΕ. Πρὸς τί λοιπὸν νὰ χρονοτριβοῦμε;

Ἀλλὰ θὰ θέλαμε νὰ μάθουμε ποιές εῖναι οἱ διευκρινίσεις καὶ ποιοί εἶναι αὐτοὶ ποὺ πρότειναν ἁπλοποιήσεις στὴν ὀρθογραφία καὶ εἰδικώτερα στὸν τονισμὸ τοῦ γραφομένου λόγου; Εῖναι ἀρκετοὶ ἕνας Φαρδύς, ἕνας Κούστας (τοὺς ἔχετε ἀκουστά;), ἕνας Φιλήντας καὶ ἕνας Κακριδῆς, γιὰ νὰ παραμερίσουν μπροστά τους ὡσὰν νὰ ἐπρόκειτο γιὰ τοὺς τέσσερις Ἱππότες τῆς ᾽Αποκαλύψεως, εἴκοσι αἰῶνες γεμᾶτοι ἀπὸ κείμενα ὑψίστης καλλιέπειας καὶ ἐτυμολογικῆς καὶ γραμματικῆς ἐπεξεργασίας; Καὶ μιὰν ἀτέρμονη φάλαγγα συγγραφέων, ποιητῶν καὶ λογίων ποὺ ταπεινὰ καὶ μὲ χίλιους ἀγῶνες ἐναπόθεσαν τὴ φώτισή τους στὸ μνημεῖο τοῦ πνευματικοῦ μας πολιτισμοῦ, τώρα θὰ ἔρθουμε ἐμεῖς καὶ θὰ τοὺς ποῦμε, ἄλλους μεταθανατίως καὶ ἄλλους ἐν ζωῇ ἀκόμα, ἔτσι ὀρθὰ-κοφτά: «Σπάστε τὶς πέννες σας, πνεύματα πλανημένα, γιατὶ αὐτὰ ποὺ γράφατε καὶ ὅπως τὰ γράφατε ἦταν στραβά, περίπλοκα καὶ ἄχρηστα;»

Καὶ ποιοί εἰναι αὐτοὶ ποὺ μονότονα εἰσηγήθηκαν, μετὰ τὴ Μεταπολίτευση, τὸ μονοτονικὸ σὰ νὰ ἡταν κι᾿ αὐτὸ «ἀντιστασιακὸ» γέρας; Τέτοιο ἀδιαμφισβήτητο κῦρος ἔχουν οἱ γνωστοὶ ἐντὸς καὶ πέριξ κάποιου Ἱδρύματος κύκλοι τῆς Θεσσαλονίκης ποὺ εἶναι πανταχοῦ παρόντες (ὅποιο κουρτινάκι νὰ σηκώσεις ἀπὸ πίσω βρίσκονται) καὶ ποὺ ἡ δαψίλεια τῶν οἰκονομικῶν μέσων ποὺ διαθέτουν εῖναι ἀντιστρόφως ἀνάλογη μὲ τὸ γλῖσχρον περιεχόμενον τῆς ἰδεοληψίας τους;

Ἀκόμα κι᾿ ἂν ἀπεφάνθη τὸ ΚΕΜΕ ποιός τοῦ ἔδωσε τὸ δικαίωμα, ὅταν εἶναι συζητήσιμο ἂν καὶ ἡ ἴδια ἡ ᾽Ακαδημία (ὅποια κι᾿ ἂν εῖναι, δὲν ἔχουμε ἀνώτερο πνευματικὸ Ἵδρυμα) μπορεῖ νὰ προτείνει τὴν ἀλλαγὴ τῆς ἱστορικῆς ὀρθογραφίας (καὶ βέβαια καὶ ὁ τονισμὸς περιλαμβάνεται σ᾿ αὐτήν). Ἀσχέτως ὅτι τὸ ΚΕΜΕ, γιὰ τοὺς ἐρευνῶντες τὰς Γραφάς, εἶχε ἐκ γενετῆς ἀπωλέσει τὴν «ἔξωθεν καλὴν μαρτυρίαν» — ἂς μὴν μποῦμε τώρα σὲ λεπτομέρειες...

Καὶ ἀφοῦ κατὰ κ. Βερυβάκην ὅλα τὰ προβλήματα ἔχουν λυθεῖ γύρω στὸ μονοτονικό, γιατὶ δὲν περιλαμβάνονταν στὸ νομοθέτημα, ἀλλὰ παραπέμπονται «ν᾿ ἀποφασισθοῦν τὸ εἶδος» τοῦ μονοτονικοῦ (σημ: ἡ ἀσυνταξία δὲν εἶναι δική μας) μὲ Διατάγματα; Δηλαδή, ψηφίστε τὴν ἀλλαγὴ τῆς γραφῆς, πέστε τὸ ναὶ κι᾿ ἐμεῖς κατόπι θὰ καθορίσουμε ποιὲς ἀλλαγὲς θὰ ἐπιφέρουμε...

 

Μιὰ κυβέρνηση, ἔστω κι᾿ ἂν στὶς προγραμματικές της διακηρύξεις μέσα στὰ πολλὰ θὰ περιέλαβε καὶ κάποιο «ἐθνικὰ καθοριστικό», τὴν ὤρα ποὺ πάει νὰ θεσπίσει αὐτὸ τὸ θά, θὰ πρέπει νὰ τὸ σκεφθεῖ πολὺ σοβαρὰ καὶ ἀφήνοντας κατὰ μέρος τὴν κομματικὴ ἀδιαλλαξία ν᾿ ἀκούσει γνῶμες κι᾿ ἀπὸ τὶς ἄλλες πλευρές, καὶ τὸ κυριώτερο νὰ σταθμίσει τὶς συνέπειες, Γιατὶ τ᾿ ἀποτέλεσμα τῶν θεσμικῶν ἀλλαγῶν φαίνονται μακροπρόθεσμα, ὅταν πιὰ θὰ ἔχουν συντελεσθεῖ οἱ ἀλλοιώσεις καὶ ἡ ἐπανόρθωση εἶναι πολὺ δύσκολη, ἂν ὄχι ἀδύνατη.

Μιὰ τέτοια νηφάλια κι᾿ ἀπροκατάληπτη ἀντιμετώπιση τοῦ θέματος δὲν ἔγινε ἀπὸ τὴν 1η κυβέρνηση τοῦ ΠΑΣΟΚ, ἀλλὰ ὁ ὅλος χειρισμὸς ἔδειχνε προχειρότητα, ἀτεκμηρίωτη (πλὴν ἔντονα δημαγωγικὴ) ἐπιχειρηματολογία καὶ μιὰ τέτοια βιασύνη ποὺ ἦταν ἐναργέστατη ἡ ἐντύπωση ὅτι αὐτὴ ἡ κυβέρνηση ἂν δὲν ἔκανε, ὅ,τι ἔκανε ὠθούμενη ἀπὸ «ἐπαναστατικὸ πυρετό», τὸ ἔκανε εὑρισκόμενη κάτω ἀπὸ τὴν ὑποβολὴ εἰσηγήσεων πανισχύρων ἀφανῶν κύκλων.

Πάντως ἐκείνη τὴ μοιραία νύχτα (καὶ ξέρουμε καλὰ τὴ σημασία τῆς λέξεως μοιραία· μιὰ ἀπ᾿ τὶς Μοῖρες ἦταν καὶ ἡ Κλωθὼ ποὺ ἐξ-ὕφαινε σχέδια ὥσπου νὰ ἐπιτύχει τὴν καταστροφὴ τοῦ ἀπρονόητου ἀτόμου) ἀπεκαλύφθη ὅτι ὁ Ἑλληνισμὸς μπαίνει σὲ μιὰ περιπέτεια ποὺ θὰ συνεπιφέρει, ποιός ξέρει σὲ πόσο βάθος τοῦ χρόνου, μὲ τὶς ἀλυσιδωτὲς παρενέργειες, τὴν πλήρη ἀλλοίωση τῆς φυσιογνωμίας του μεταποιώντας τὴ Συνείδηση τῆς Φυλῆς σὲ πλαστικὴ ἢ φολκλορικὴ «ἐτικέτα ἰδιότητος».

Ἔτσι ἡ κυβέρνηση ἀπέρριψε τὴν πρόταση νὰ δοθεῖ χρόνος γιὰ νὰ μελετηθεῖ καλύτερα τὸ θέμα καὶ ἡ συζήτηση προχώρησε στὸ κύριο ἄρθρο τοῦ νομοσχεδίου περὶ καταργήσεως τῶν ἐξετάσεων, συζήτηση κατὰ τὴν ὁποία ἀκούστηκαν πολλὰ ἐνδιαφέροντα καὶ μή, ποὺ ὅμως δὲν ἀφοροῦν τὸ καίριο θέμα τῆς γλώσσας. Καὶ κάποτε, περασμένα μεσάνυχτα, ἦρθε ἡ ὤρα νὰ συζητηθεῖ ἐπὶ τῆς οὐσίας τὸ μονοτονικό.

Ἡ ᾽Αντιπολίτευση ποὺ πρέπει πολλὰ νὰ κατεννόησε στὸ μεταξὺ θέλησε νὰ βρεῖ τρόπο ν᾿ ἀπαγκιστρωθεῖ ἀπ᾿ τὸ δίλημμα χωρὶς νὰ προδώσει καὶ τὴν προοδευτικότητά της. Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ δραματικὴ ἀντιφατικότητα τοῦ κοινοβουλευτικοῦ ἐκπροσώπου της κ. Κωνστ. Μητσοτάκη, ὁ ὁποῖος παίρνοντας τὸ λόγο εἶπε:

«Τὸ δεύτερο αὐτὸ ἄρθρο (δηλ. ἡ τροπολογία) εἶναι ἄσχετο μὲ τὸ περιεχόμενο τοῦ νομοσχεδίου. Προστίθεται σήμερα, τὴν τελευταία ὥρα, κύριε Ὑπουργέ, αἰφνιδιαστικῶς. ᾽Αναφέρεται σὲ ἕνα θέμα, τὸ ὁποῖο κατὰ σύμπτωση δὲν μᾶς βρίσκει καὶ ἀντίθετους. Νομίζουμε ὅμως ὅτι εἶναι σωστὸ νὰ μὴν εἰσαχθεῖ γιὰ νὰ ψηφισθεῖ κατεσπευσμένως. Τί ἔχει νὰ κερδίσει ἡ Κυβέρνηση καὶ τί ἔχει νὰ κερδίσει ἡ ὑπόθεση τὴν ὁποία ἐπιδιώκει νὰ πραγματοποιήσει μὲ τὴν ψήφιση αὐτοῦ τοῦ ἄρθρου; (...) Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἔχει ἡ Κυβέρνηση τὴν ἀπαίτηση νὰ μᾶς φέρει τὸ θέμα αὐτὸ τὸ μέγα, αἰφνιδιαστικὰ καὶ νὰ ἀπαιτεῖ νὰ τὸ ψηφίσουμε καὶ μετὰ τὴν 12ην νυκτερινήν. (...) Θὰ τὸ ἐδέχεσθο ἐσεῖς ποτὲ ὡς Ἀξιωματικὴ Ἀντιπολίτευση ἕνα τέτοιο θέμα νὰ σᾶς τὸ φέρνουν διὰ τροπολογίας χωρὶς νὰ ἔχετε προλάβει νὰ προετοιμασθεῖτε, νὰ διαβάσετε, νὰ ἐνημερωθῆτε; Πῶς ἀπαιτεῖτε ἀπὸ ἐμᾶς νὰ συζητήσουμε αὐτὸ τὸ θέμα: Σᾶς τὸ ξαναλέω καὶ πάλι, εἷμαι ἰδιαίτερα ἐπίμονος, διότι δὲ διαφωνῶ ἐπὶ τῆς οὐσίας, θέλω ἁπλῶς νὰ προστατεύσω καὶ τὴ Βουλὴ καὶ ὅλους μας ἀπὸ ἀκρότητες καὶ ἀπὸ πείσματα. Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ζητᾶτε ἀπὸ ἐμᾶς νὰ ἀποφασίσουμε γιὰ ἕνα θέμα γιὰ τὸ ὁποῖο δὲν ἔχουμε κανένα φάκελλο, κανένα ντοσιέ, καμμιὰ προετοιμασία. (Ἡ τροπολογία αὐτή) δὲν ἔχει καμμιὰ σχέση μὲ τὸ συζητούμενο νομοσχέδιο. Εἶναι σαφὲς ὅτι εἶναι ἀντισυνταγματική. Γι᾿ αὐτὸ καὶ πάλι σᾶς κάνω ἔκκληση καὶ σὲ σᾶς καὶ στὸν κύριο Πρόεδρο νὰ μὴ προχωρήσετε στὴ συζήτηση τοῦ θέματος. Δῶστε μας τὸ χρόνο νὰ προετοιμαστοῦμε καὶ στὴν ἑπόμενη συνεδρίαση εἴμεθα ἐδῶ γιὰ νὰ τὸ συζητήσουμε.»

Δὲν μποροῦμε νὰ ξέρουμε ἀπὸ ποιοὺς καὶ τί ἐπιχειρήματα θ᾿ ἀντλοῦσε ἡ Ἀντιπολίτευση, ἂν δινότανε ἡ ζητουμένη ἀναβολή. Τὸ θέμα εἷναι ξεκάθαρο, ὅπως τοποθετεῖται πιὰ ἀπὸ τὴν ἱστορικὴ πραγματικότητα καὶ ὄχι ἀπὸ τὰ γραμματολογικὰ ἢ ἐπιστημονικοφανῆ δεδομένα, καὶ τὸ θέμα ἔχει δύο πλευρές. Ἡ μία πλευρὰ διακηρύσσει: «Ἀλλάξτε τὸν τρόπο ποὺ γράφουμε, δηλαδὴ τὸν παραδεδομένο κώδικα γραφῆς· κάντε πιὸ εὔκολη τὴν ὀρθογραφία· ὅλα, ἢ σχεδὸν ὅλα, ἐπιτρέπονται.» Καὶ ὴ ἄλλη συνηγορεῖ γιὰ τὴ δική της ἀλήθεια: «Ἔχουν γίνει ἀρκετὲς ἀλλαγὲς καὶ ἁπλουστεύσεις. ᾽Αλλὰ πάντως ὁ κώδικας γραφῆς, ἡ μορφὴ τῆς ἐλληνικῆς γλώσσας (καὶ ὁ τονισμὸς ἀποτελεῖ ἐνσωματωμένο στοιχεῖο αὐτῆς τῆς μορφῆς) διατηρήθηκε. Ἔχουμε φτάσει στὸ σύνορο ποὺ μᾶς ξεχωρίζει ἀπὸ τ᾿ ἄλλα ἀλφάβητα, συγγενῆ ἴσως, παράγωγα ἀπ᾿ τὸ δικό μας, ἀλλὰ ὁλότελα διαφορετικὰ στὴ διάρθρωση, τὴ νοητικὴ ἀπο-τύπωση τῶν λέξεων καὶ τὴ φθογγολογικὴ-φωνητική τους διάσταση. Ὁ ἐλληνικὸς γραπτὸς λόγος ἔχει μοναδικότητα. Καὶ τὰ «μοναδικὰ» ἐνὸς ἔθνους πρέπει νὰ παρα-δίδονται ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιά. Οἱ ἀλλοιώσεις στὸ λόγο φανερώνουν καὶ τὴν «ἀλλοίωση» τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἔθνους, δηλαδὴ τὴν ὑποτέλεια μας σὲ ξένες ἐπικυριαρχίες ἢ ξένους πολιτισμούς. Ἑπομένως ὄχι ἄλλες ἀλλαγές».

Στὴν περίοδο ποὺ περνᾶμε, ἀντιμετωπίζουμε τόσες προσβολές, ἐπιθέσεις, «τοξινώσεις», διαβρώσεις, ὥστε νὰ μὴν ἔχουν θέση ἀμφιταλαντευόμενες ἀπόψεις, οὔτε «μεσοβέζικες» λύσεις. Ἔτσι ἐκεῖνο τὸ «κατ᾿ ἀρχὴν δὲν ἀντιτιθέμεθα» μᾶλλον ἦταν παραδρομὴ τῆς γλώσσας καὶ τῆς σκέψης. Γιατὶ μπορεῖ ὁ κ. ᾽Αβέρωφ καὶ ὁ κ. Μητσοτάκης νὰ μὴν εἶναι εἰδικοὶ γλωσσολόγοι ἢ ἱστορικοὶ τῆς λογοτεχνίας, ὁπωσδήποτε ὅμως ξέρουν τί θὰ πεῖ Παράδοση. ᾽Εκεῖ, στὴν Παράδοση, στὴ συνέχεια τοῦ Ἔθνους, ἔπρεπε νὰ ἐπικεντρώσουν τὶς ἀντιρρήσεις τους καὶ θὰ τοὺς χειροκροτοῦσε ὅλο τὸ «ἐχέφρον» πανελλήνιον καὶ ὄχι τὸ ἄφρον «ἀφελλήνιον». Καὶ θὰ πρέπει οἱ ἐχέφρονες στὸ λαό μας νὰ ἦταν καὶ νὰ εἶναι ἀπείρως περισσότεροι τῶν ἀφρόνων, γιατὶ ἀλλιώτικα τόσους αἰῶνες τώρα ἀπὸ τὶς «τρέλλες» (ὤ, ἄφραστη ἐπιείκεια!) κάποιων συνελλήνων μας δὲν θὰ εῖχε ἀπομείνει ἀπὸ μᾶς οὔτε ἕνας, γιὰ δεῖγμα...

Ἀλλὰ ἡ Νέα Δημοκρατία ντρέπεται νὰ πεῖ ὅτι εἶναι συντηρητικὸ κόμμα. Γιατὶ παρασύρεται ἀπὸ τὴν ἐντέχνως κυριαρχοῦσα αἰολικὴ καὶ «ἑωλικὴ» ἐνέργεια τοῦ «προοδευτισμοῦ». Ἄλλο ὅμως «πρόοδος» στὰ οἰκονομικὰ (ποὺ σήμερα κι᾿ αὐτὴ εἶναι προβληματική, ἀφοῦ δὲν πάσχουν πιὰ οἱ Ἕλληνες στὴ συντριπτική τους πλειονότητα, ἀλλὰ πάσχει ἡ κρατικὴ χειραγώγηση τῆς Οἰκονομίας — νὰ μὴν τὰ βάζουμε μὲ τὶς ἀφηρημένες ἔννοιες· δὲν φταίει ἡ ἁμαρτία, φταῖνε οἱ ἁμαρτωλοί) καὶ ἄλλο «πρόοδος» στὰ πνευματικὰ θέματα, τὰ συναρτώμενα μὲ τὴν καταγωγή μας, τὴν ἀδιάσπαστη συνέχεια τῆς Φυλῆς, τὸ μυστηριακὸ καὶ ὑποστασιακὸ κύτταρο τῆς θρησκευτικότητάς μας, τὴν ἔντεχνη καὶ ἐκπληκτικὴ διαπλοκὴ τοῦ γλωσσικοῦ μας ὀργάνου, τὸν σεβασμὸ καὶ τὴ διαφύλαξη τῶν ἐθνικῶν κειμηλίων. (Οἱ Ρῶσοι ἀναστήλωσαν καὶ διαφυλάσσουν ὅλα τὰ κτίρια τοῦ παρελθόντος καὶ τ᾿ ἀνάκτορα καὶ τοὺς «θησαυροὺς» καὶ τοὺς ναούς τους — γιατὶ εἶναι δια-τυπώσεις τῆς ἱστορικότητάς τους, σέβονται καὶ διαβάζουν μὲ πάθος τοὺς κλασικοὺς συγγραφεῖς καὶ ποιητές τους ἔστω καὶ ἂν ἐκφράζουν ἄλλες κοινωνικὲς δομές, διατηροῦν καὶ προάγουν μιὰ μορφὴ τέχνης, τὸ κλασικὸ μπαλέτο, γιατὶ εἰχαν ἀναπτύξει παράδοση σ᾿ αὐτό, παρ᾿ ὅλο ποὺ ἡ ἐπίσημη σοβιετικὴ νοοτροπία ἀπέχει τόσο πολὺ ἀπὸ τὴ Ζιζὲλ καὶ τὴ Λίμνη τῶν Κύκνων ὅσο ἡ Γκρατσιέλλα τοῦ Λαμαρτίνου ἀπὸ ἕνα τρακτέρ, καὶ τὸ κυριώτερο δὲν ἄλλαξαν οὔτε μιὰ «κεραία» ἀπ᾿ τὴ γραπτή τους γλῶσσα)64.

Αὐτὰ ἔπρεπε νὰ τὰ διαχωρίσει ἡ Νέα Δημοκρατία καὶ νὰ τὰ καταστήσει στὸ λαὸ σαφῆ. Καὶ νὰ ἦταν σίγουρη ὅτι ἂν δὲν κέρδιζε τὴν πρώτη μάχη θὰ κέρδιζε τὴ δεύτερη, ὅταν μὲ τὸν καιρὸ θὰ ξεσκεπάζονταν οἱ σκόπιμες διαστρεβλώσεις. Καὶ αὐτὸς ὁ καιρὸς θὰ ἔρθει πολὺ πιὸ σύντομα ἀπ᾿ ὅ,τι τὸ φανταζόμαστε. Ἀλλὰ ὅπως εἴπαμε βρέθηκε παγιδευμένη καὶ τῆς ἡταν δύσκολη ἦ ἀπεμπλοκὴ καὶ μάλιστα τοὺς πρώτους μῆνες τῆς παραζάλης τῆς ἧττας. Ὅμως καὶ ὁ χρόνος ποὺ παρῆλθε μᾶς φαίνεται ὅτι δὲ βελτίωσε καὶ πολὺ τὰ πράγματα. Γιατὶ δὲν βλέπουμε στὰ προεκλογικὰ καὶ τὰ προγραμματικὰ καὶ στὶς «γιορτὲς» τίποτα ἢ ἐλάχιστα ποὺ ν᾿ ἀφοροῦν τὸ πνευματικὸ νόημα τῆς Παιδείας, τὴν ἐθνικὴ αὐτοσυνειδησία καὶ τὴν ἀναβάπτιση (ἢ ἂς τὴν ποῦμε πιὸ ρεαλιστικά: ἀνανέωση) τῶν παλιῶν καὶ δοκιμασμένων ἀξιῶν. Ἀντ᾿ αὐτῶν μπόλικη πομφολυγοειδὴς συνθματολογία. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὑπάρχει μιὰ διάχυτη ἐντύπωση ὅτι κάτι γύρω μας διαλύεται — δὲν μποροῦμε νὰ καθορίσουμε ἀκριβῶς τί — καὶ τὴν ψυχή μας ἀρχίζει νὰ τὴν κατατρώγει ἡ ἀπελπισία τοῦ ἀδιεξόδου.

 

Ἀλίμονο στὸν τόπο ἐκεῖνο ποὺ ἔχει δύο προοδευτικὰ κόμματα. Θὰ ταίριαζε ἡ παρομοίωση μὲ τὸ ὄχημα ποὺ βρίσκεται σὲ κατηφόρα κι᾿ ὁ ὁδηγός του ἀντὶ νὰ πατήσει φρένο τοῦ δίνει ἐπιτάχυνση. Κάτι τέτοιο ἔκανε ὁ κ. Μιλτιάδης Ἔβερτ, στέλεχος τῆς Νέας Δημοκρατίας καὶ ἔμπειρος στὰ οἰκονομικά, ἀλλὰ μᾶλλον ἀπροετοίμαστος καὶ χωρὶς τὴν ἀπαραίτητη «θύραθεν παιδεία» γιὰ νὰ μιλήσει γιὰ τὴ γλῶσσα, ὅταν σὲ κάποια συνέντευξή του εἶπε ὅτι «ἀπὸ τὰ θετικὰ ἐπιτεύγματα τοῦ ΠΑΣΟΚ ἦταν καὶ ἡ εἰσαγωγὴ τοῦ μονοτονικοῦ»· ἐκτὸς καὶ ἂν ἔκανε χιοῦμορ...

Ἡ συζήτηση γιὰ τὸ ἂν θ᾿ ἀσχοληθεῖ ἡ Βουλὴ μὲ τὴν τροπολογία γιὰ τὸ μονοτονικὸ σταμάτησε ἐκεῖ μὲ τὴν ἄρνηση τοῦ ὑπουργοῦ νὰ δώσει κάποιαν ἀναβολὴ γιὰ νὰ προετοιμαστεῖ ἡ Ἀντιπολίτευση· οἱ κυβερνητικοὶ βουλευτὲς (ὅσοι τουλάχιστον μίλησαν) ἦταν σχετικὰ «προετοιμασμένοι» (δὲ χρειάζονταν δὰ καὶ πολλὰ πράγματα: μιὰ μπροσούρα καὶ τρία ὅλα κι᾿ ὅλα ἐπιχειρήματα: α) ὅτι οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα ἦταν ἐπινόηση τῶν ἀλεξανδρινῶν λογίων, β) ὅτι τὰ παιδάκια μας δὲ θὰ κουράζονται πιὰ γιὰ νὰ μάθουν τοὺς κανόνες τοῦ τονισμοῦ καὶ γ) ὅτι ἡ ἐθνικὴ οἰκονομία θὰ κερδίσει πολύτιμο χρόνο ἀφοῦ οἱ «δακτυλογράφες» καὶ οἱ λινοτύπες δὲ θὰ κουνᾶνε πιὰ τὸ μικρὸ δαχτυλάκι τους πατώντας τὰ πλῆκτρα μὲ τὶς ψιλοπερισπωμένες). Καὶ τὰ ἐπιχειρήματα αὐτά, γιὰ τὰ ὁποῖα θὰ καγχάζουν κάποτε οἱ ἀπροκάληπτοι φιλόλογοι καὶ οἰκονομολόγοι καὶ ὄχι οἱ «αἰθεροβάμονες», σὰν τοὺς σημερινοὺς συναδέλφους τους τῆς μεταπολιτευτικῆς διανοητικῆς θολούρας, θεωρήθηκαν, λέμε, τὰ ἐπιχειρήματα αὐτὰ ἀρκετὰ γιὰ τὴν ἀλλαγὴ τοῦ κώδικα γραφῆς ἑνὸς ἔθνους ποὺ μὲ αὐτὸν συνεννοεῖτο δύο χιλιάδες χρόνια, χωρὶς κανένας ἀπὸ τοὺς «περιστασιακοὺς» πατέρες αὐτοῦ τοῦ ἔθνους νὰ θίξει τὸ ποιὲς θὰ εἶναι ἐνδεχομένως οἱ συνέπειες ἑνὸς τέτοιου μέτρου — καὶ εἶναι σοβαρότατες αὐτὲς οἱ συνέπειες ὅπως θ᾿ ἀναλυθοῦν παρακάτω.

Ἡ Νέα Δημοκρατία εἶδε ὅτι δὲν ὑπῆρχε ἄλλη διέξοδος: ἢ ἔπρεπε νὰ συμπράξει ἢ νὰ διαχωρίσει τὴ θέση της. Εἶναι χαρακτηριστικὰ τὰ ὅσα εἶπε ὁ ἐκπρόσωπος της στὴν τελευταία φάση τοῦ δράματος πρὶν συντελεσθεῖ μονομερῶς ἡ capitis deminutio minima τῆς γλώσσας· ἡ maxima βρίσκεται καθ᾿ ὁδόν. Καὶ ἀναδημοσιεύουμε ὅσα λένε τὰ πρακτικά:

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΗΤΣΟΤΑΚΗΣ: Κύριε Πρόεδρε, θὰ παρακαλοῦσα νὰ μοῦ ἐπιτρέψετε νὰ κάνω μιὰ δήλωση ἐξ ὀνόματος τοῦ Κόμματός μας. Τὸ Κόμμα μας λυπᾶται βαθύτατα διότι ἡ Κυβέρνησις καὶ τὸ Προεδρεῖο ἐπιμένουν εἰς αὐτὸν τὸν ἀντιδημοκρατικὸν καὶ ἀντικοινοβουλευτικὸν τρόπον τῆς συζητήσεως αὐτῆς τῆς τροπολογίας. Ἐφ᾿ ὅσον ἡ Κυβέρνηση καὶ τὸ Προεδρεῖον ἐπιμένουν...

ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ (Μιχαὴλ Στεφανίδης): Κύριε Κοινοβουλευτικὲ Ἐκπρόσωπε τῆς Νέας Δημοκρατίας ἔχετε ὑπ᾿ ὄψη σας ὅτι κατὰ τὸν Κανονισμὸ ὁ Κοινοβουλευτικὸς Ἐκπρόσωπος δὲν δικαιοῦται νὰ λάβει τὸν λόγο ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ θέματος περισσότερες ἀπὸ τρεῖς φορές, Σεῖς ζητᾶτε τώρα τὸν λόγο γιὰ τέταρτη φορά;

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΗΤΣΟΤΑΚΗΣ: Θέλω νὰ κάνω μία δήλωση, κύριε Πρόεδρε.

ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ (Μιχαὴλ Στεφανίδης): Κάντε μόνο τὴ δήλωση.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΗΤΣΟΤΑΚΗΣ: Κάνω τὴ δήλωση ὅτι ὑπὸ τὰς συνθήκας αὐτάς, λυπούμεθα εἰλικρινῶς, ἀλλὰ δὲν δυνάμεθα νὰ παρακολουθήσουμε τὴ συζήτηση καὶ εἴμεθα ὑποχρεωμένοι νὰ ἀποχωρήσουμε.

(Στὸ σημεῖο αὐτὸ οἱ Βουλευτὲς τῆς Νέας Δημοκρατίας ἀποχωροῦν ἀπὸ τὴν Αἴθουσα.)

(Θόρυβος, ἀποδοκιμασίες ἀπὸ τὴν Πτέρυγα τῆς Συμπολιτεύσεως.)

Ἕνας κυβερνητικὸς βουλευτὴς ἴσως γιὰ νὰ καθησυχάσει τὴ συνείδησή του, θεώρησε ὅτι ἔπρεπε νὰ ξεπροβοδίσει τὴν ἀποχωροῦσα ᾽Αντιπολίτευση καὶ φώναξε: «Φεύγετε ἐπειδὴ εἶναι περασμένα μεσάνυχτα, ὄχι γιὰ τὴν τροπολογία.»

 

Δὲν εἶναι ἀκριβῶς ἔτσι τὰ πράγματα, κύριε βουλευτή. ᾽Αποχωρεῖ κανεὶς ἀπὸ κάπου ὄχι μόνο ἀπὸ νύστα, ἀλλὰ γιὰ ν᾿ ἀποφύγει μιὰ παγίδα ἢ γιὰ νὰ μὴν συμπράξει σ᾿ ἕνα ἔγκλημα. Χωρὶς νὰ ἐπικροτοῦμε ἀπόλυτα τὴν ἄλλωστε ἀντιφατικὴ στάση τῆς Νέας Δημοκρατίας, τουλάχιστον μὲ τὴν ἐνέργειά της αὐτὴ φάνηκε ὅτι συναισθάνθηκε πόσο σοβαρὸ εἶναι τὸ θέμα τῆς ἀλλοίωσης στοιχείων τοῦ γραπτοῦ λόγου, καὶ μάλιστα τοῦ ἑλληνικοῦ, θέμα ποὺ δὲ λύνεται στὸ γόνατο (καὶ γιατί νὰ λυθεῖ ἀφοῦ στὴν οὐσία δὲν ὑπάρχει, ἦταν καὶ εἶναι θέμα «φτιαχτὸ») ἐκ μέρους μερικῶν ἀτόμων ποὺ δὲν ἔχουν ἰδίαν ἀντίληψη τοῦ προβλήματος, ἀλλὰ ἀπὸ δεύτερο χέρι πληροφόρηση, γιατὶ ὄχι καὶ προσηλυτισμὸ ἀπὸ καλοθελητὲς «μισιονάριους» καὶ μίσθαρνους «σταθμάρχες».

Ἡ ἄρνηση αὐτὴ τῆς Νέας Δημοκρατίας χρεώνεται σὰν ὑποχρέωσή της γιὰ τὸ μέλλον, ὄχι μόνο γιὰ τὴν ἴδια ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅσα κόμματα ἢ παρατάξεις προκύψουν ἢ γιὰ ὅσα εἶναι ἐγκλωβισμένα σὲ σχήματα ποὺ τοὺς ἀπογοήτευσαν καὶ θὰ νιώσουν κάποτε τὴν ἀνάγκη μιᾶς ἀναθεώρησης τῆς στάσης τους ἀπέναντι στὸ τεράστιο γιὰ τὴν ἐπιβίωση τῆς Φυλῆς πρόβλημα τῆς Ἑλληνικῆς Παιδείας καὶ γενικώτερα τῶν θεσμῶν ποὺ συγκροτοῦν καὶ συγκρατοῦν τὸν Ἑλληνισμό.

Περνοῦμε μιὰ ἐποχὴ σύγχυσης· ἀλλὰ τὸ «ξεκαθάρισμα τῶν πραγμάτων», ἔτσι ὅπως εἶναι σήμερα ἡ ὀργάνωση τῶν ἐθνῶν κρατῶν, δὲν μπορεῖ νὰ προέλθη μόνον ἀπὸ τὴ θέληση, ἔστω καὶ χαλύβδινη, ἀτομικῶν πρωτοβουλιῶν, ἀλλὰ χρειάζονται ἀπαραίτητα πιὰ καὶ νομικὲς καὶ διοικητικὲς διαδικασίες. Ἡ καταγγελία τοῦ κοινοβουλευτικοῦ ἐκπροσώπου τῆς ᾽Αντιπολίτευσης ὅτι τὸ ὅλον θέμα τοῦ μονοτονικοῦ, ὅπως μεθοδεύτηκε καὶ ἐκβιάσθηκε ἀπὸ τὴν Κυβέρνηση δὲν εἶναι σύμφωνο καὶ σύννομο οὔτε μὲ τὰ Συνταγματικὰ θέσμια οὔτε καὶ μὲ τοὺς κοινοβουλευτλκοὺς κανονισμούς, θὰ πρέπει νὰ ἐπανεξετασθεῖ στὸ μέλλον ἀπὸ μιὰν ἄλλη Βουλὴ ποὺ θὰ εἶναι πιὸ νηφάλια καὶ δὲν θὰ ἔχει καταληφθεῖ ἀπὸ τὴν παράκρουση τῆς ἀλλαγῆς τῶν πάντων. Ἤ ἀπὸ ἕνα Σῶμα ταγμένο γι᾿ αὐτὸν τὸν σκοπὸ ποὺ θὰ συγκέντρωνε καὶ θὰ ὑπομνημάτιζε ὅλες τὶς προτάσεις, ὅλων τῶν ἀπόψεων γιὰ νὰ τὶς ὑποβάλει μετὰ στὴν Πολιτεία. Λέμε γιὰ τὸ Βυζάντιο ὅτι ἦταν αὐταρχικὸ καὶ ὅτι ἡ θεολογία περιορίζει τὸ πνεῦμα καὶ ἀπαγορεύει τὴν ἐλεύθερη διακίνηση τῶν ἰδεῶν. Ὅμως ἂς ρίξουμε μιὰ ματιὰ στὰ Πρακτικὰ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ μέχρι ἐκείνων τῆς Φερράρας καὶ τῆς Φλωρεντίας, ὅπου ἐμονομάχησαν Ἀνατολὴ καὶ Δύση (Παπισμὸς καὶ Ὀρθοδοξία), καὶ τότε θὰ δοῦμε πόση ἀμεροληψία, πόση ἐλευθερία ἐπικρατοῦσαν γιὰ τὴ διερεύνηση τῆς ἀλήθειας. Καὶ ἂν λαμβάνονταν ἀποφάσεις, σκληρὲς κάποτε, αὐτὸ γινόταν μὲ γνώμονα τὴ θεμελιώδη ἀρχὴ νὰ μὴ διασπασθεῖ ἡ συνέχεια τῆς παράδοσης γιὰ νὰ ὑπάρχει τὸ παρελθὸν ἀενάως ἐπαληθευόμενον στὸ παρὸν καὶ γιὰ νὰ διαφυλαχθεῖ ἀπὸ κλυδωνισμοὺς τὸ μέλλον. Καὶ ἐκεῖνες οἱ Σύνοδοι κρατοῦσαν μῆνες πολλούς, μέχρις ὅτου ἐξετασθοῦν ὅλες οἱ πτυχὲς καὶ οἱ λεπτομέρειες τοῦ προβλήματος. ᾽Εκεῖνοι οἱ Πατέρες θὰ μποροῦσαν νὰ μᾶς διδάξουν δημοκρατικότητα καὶ ὄχι οἱ ἐκ τῶν ψηφοδόχων ἀναδυόμενοι ἄλλοι «πατέρες» τῶν κοντόθωρων ὁραματισμῶν καὶ τῶν δημαγωγικῶν πειραματισμῶν τῆς εὐκολίας. Τὸ εὔκολο τότε μόνον εἶναι σωστὸ ὅταν ἐκμαιεύεται ἀπὸ τὴ δυσκολία.

 

Ἀλλὰ καὶ στὶς μέρες μας ἡ ἀντισυνταγματικότητα αὐτοῦ τοῦ μέτρου θὰ εἷχε ἀκράδαντα τεκμηριωθεῖ, ἐὰν γινόταν συζήτηση νηφάλια ἐπὶ τῆς οὐσίας· ἀλλὰ αὐτὸ ἀπαιτοῦσε προμελέτη καὶ ὑπεύθυνες γνῶμες ἀνεπηρέαστων πανεπιστημιακῶν συνταγματολόγων καὶ καθηγητῶν τῆς φιλολογικῆς ἐπιστήμης καθὼς καὶ συγγραφέων καὶ ποιητῶν (γιατί ὄχι, μόνο οἱ τίτλοι κάνουν τὴ γνώση;) καὶ ὄχι διωρισμένων συμβούλων σὲ ἐποχὴ ριζοσπαστικῆς θολούρας καὶ μερικῶν «πρωτοπαλλήκαρων», διανυόντων τὴν πέμπτην εἰκοσαετίαν τοῦ βίου τους (δὲ βαρέθηκαν, βρὲ ἀδελφέ, νὰ λένε τὰ ἴδια καὶ τὰ ἴδια ἕναν αἰώνα τώρα χωρὶς παραλλαγή!) ποὺ δίκην ὑπερηλίκων τεντυμπόϋδων, ἀνεβασμένοι στὶς (ἐθνικές) στέγες σπᾶνε τὰ ἀνθέμια καὶ τὰ ἀκροκέραμα τῆς λεπτοδουλεμένης γλώσσας μας.

 

Ἔτσι τὸ θέμα παραμένει ἀνοιχτὸ στὴ συνείδηση τοῦ μεγαλύτερου τμήματος τῶν πνευματικῶν ἀνθρώπων, ὄχι μόνον ὅσων «νάμασι ἑλληνογνωσίας καταρδευσάντων», ἀλλὰ καὶ σὲ πλῆθος ἀμύητων μὲν στὰ εἰδικὰ γιὰ τὴ γλῶσσα, ποὺ ὅμως ἡ ὅποια τους παιδεία, εἴτε ἀπὸ οἰκογενειακὲς καταβολὲς εἴτε γιατὶ εὐτύχησαν νὰ ἔχουν σωστοὺς δασκάλους, κρατήθηκαν ἀπὸ ὁρμέμφυτο ἀπ᾿ τὶς «ρίζες» καὶ ἡ ἐπίκτητη μόρφωσή τους δὲν ἀπετέλεσε ψευδοεπιστημονίζον ἢ εὐρωπαΐζον «πασάλειμμα».

Εἰδικὰ σήμερα, ὕστερα ἀπὸ τέσσερα χρόνια ἀρθρογραφίας, συζητήσεων καὶ ἀποκαλύψεων γύρω στὸ τί κρύβει καὶ ποῦ ἀποσκοπεῖ τὸ μονοτονικὸ καὶ ἡ «ἁπλούστευση» τῆς γλώσσας, πάρα πολλοὶ ἄρχισαν νὰ προβληματίζονται καὶ ν᾿ ἀναθεωροῦν τὶς ἀπόψεις τους. Φυσικὰ τὸ κακὸ ἔγινε καὶ δὲν ξέρουμε μὲ ποιά συγκεκριμένα μέτρα θὰ ἦταν δυνατὴ μιὰ θεραπεία ἢ ἔστω μιὰ μερικὴ ἐπιδιόρθωση ἢ ἀποκατάσταση τῆς ζημιᾶς, ἀλλὰ τὸ παρήγορο εἶναι ὅτι τὸ θέμα παρὰ τὶς «ἄοκνες» προσπάθειες κυβερνητικῶν καὶ συνοδοιπόρων, δὲν ἐπικαλύφθηκε τελείως· ἀντιθέτως κατὰ περιόδους ἀναζωπυρώνεται μέσα ἀπὸ κείμενα καὶ γνῶμες τῶν πιὸ ἀξιόλόγων ἀνθρώπων ποὺ διαθέτει ὁ τόπος, ἀνυποχώρητων ἐνάντια στὴν εἰσβολὴ τῶν «ἐξωγήϊνων» (ἔξω ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ γῆ μας) καὶ ἐξωελληνικῶν (ξένων πρὸς τὴν ἑλληνικὴ παράδοση) προτύπων.

Βέβαια τὸ σκουλήκι δουλεύει στὰ λεγόμενα ἐκ-παιδευτήρια, γιατὶ οἱ καινοτομίες ἐκεῖ ἀμέσως ἐσκόπευσαν: νὰ προσηλυτίσουν τὰ παιδιὰ καὶ τοὺς νέους σὲ μιὰ «μηχανιστικὴ» στὴ γραφή, καὶ σὲ μιὰ «ἀπορφανισμένη» στὴ διατύπωση γλῶσσα. Τὸ μυαλὸ τῶν παιδιῶν νὰ φυλακισθεῖ μέσα στοὺς κρατικοὺς μανδρότοιχους, ὅπως ἀκριβῶς γίνεται στὰ ὁλοκληρωτικά, στὰ φασιστικὰ καθεστῶτα (ὅλων τῶν χρωμάτων). Καὶ ὁ φασισμὸς τῆς γλώσσας εἶναι χειρότερος καὶ δεινότερος ἀπό τον φασισμὸ τῆς ἰδεολογίας. Γιατὶ ἀπὸ τὴν ἰδεολογία (ὅταν καταλυθοῦν οἱ μύθοι καὶ διαλυθοῦν οἱ ψευδαισθήσεις) κάποτε ξεκόβεις, διαφωνεῖς, ἀνανήφεις (ἔστω ἀποσυρόμενος στὴν κρύπτη τῆς ψυχῆς ἢ στὶς κατακόμβες), ἐνῶ ἀπὸ τὴ γλῶσσα ποὺ σοῦ μάθανε στὴν τρυφερὴ ἡλικία δὲ λυτρώνεσαι ποτέ, σ᾿ ἀκολουθεῖ σ᾿ ὁλόκληρη τὴ ζωὴ ἔστω καὶ ἂν ἀναπτύσσεσαι διανοητικά· ἀπὸ τὸ ἰδίωμα, φραστικὸ καὶ λεκτικό, καὶ ἀπὸ τὸν κώδικα γραφῆς δὲ μπορεῖς ν᾿ ἀπομακρυνθεῖς, καὶ τὸ ἰδίωμα καὶ ὁ κώδικας αὐτὸς εἷναι σήμερα χωρὶς χυμούς, δημιουργεῖ «ἀποξηραμένους» ἀνθρώπους. Γι᾿ αὐτὸ λέμε ὅτι θὰ εἶναι πολὺ δύσκολη μιὰ ἑλληνική, μιὰ ἐθνικὴ ἐπ-ἀνάσταση στὴν Παιδεία — γιατὶ αὐτὸ ποὺ γίνεται τώρα δὲν εἶναι ἐπανάσταση, εἶναι κατάλυση καὶ ὀχλοκρατία, Εἶναι λαίλαπα βαρβάρων (καὶ μὲ τὴν ἀρχαία σημασία τῆς λέξεως, τουτέστιν ξένων, ἀλλοφύλων καὶ μὲ τὴ μεσαιωνικὴ καὶ σύγχρονη, δηλαδὴ ἀπολίτιστων). Γιατὶ ὅταν ἀποκόβεις τὴ γλῶσσα ἀπὸ τὴν ἱστορική της συνέχεια, ὅταν ἀποκεφαλίζεις τὴ γραφὴ καὶ τὴ διαμελίζεις ἀπὸ τὰ «περιττὰ» (;) στοιχεῖα της τότε παύεις νὰ εἶσαι ἔθνος μὲ ρίζες, ἀλλὰ ὀρδὴ νομάδων ποὺ ἐπελαύνουν ὅπως οἱ Οὗνοι ἐπάνω στ᾿ ἄγρια ἄλογά τους βγάζοντας ἄναρθρες κραυγές, τὸ ἴδιο ὅπως κάνουν καὶ οἱ σημερινοὶ «Οὖνοι» ποὺ ἐποχοῦνται τῶν μηχανικῶν κάρρων τους μὲ τὰ πολλὰ ἄλογα καὶ τὶς στριγγλίζουσες κόρνες.

Σ᾿ ἐκείνη τὴ νυχτερινὴ συνεδρίαση τῆς Βουλῆς, ποὺ ἂν τὴν κοιτάξουμε ἀπὸ ἄλλη σκοπιὰ φέρνει στὸ νοῦ ἄλλες παρόμοιες στὴν Ἱστορία «συνεδριάσεις» λαϊκῶν δικαστηρίων ὅπου μὲ συνοπτικὴ διαδικασία καὶ μὲ «δικαστὲς» τὸν ὀχλοκρατικὸ φανατισμὸ καὶ τὸ ἐκδικητικὸ μένος, οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα σύρθηκαν στὸ ἐδώλιο μὲ τὴν κατηγορία ὅτι ἦταν βασανιστὲς καὶ σκοταδιστὲς τοῦ λαοῦ καὶ γι᾿ αὐτὸ ἔπρεπε νὰ «ἐκ-καθαριστοῦν».

Γελοῖα πράγματα δηλαδή, γιὰ τὰ ὁποῖα κάποτε δὲν θὰ γελᾶ ἀλλὰ θὰ ὀδύρεται ἡ Ἱστορία, ἂν θὰ ὑπάρξει βέβαια ἡ ἐλπίδα νὰ ἔχουμε ἀντικειμενικὴ Ἱστορία καὶ ὄχι διαστροφὴ καὶ παραποίησή της, σύμφωνα μὲ τὰ ἑκάστοτε δόγματα τοῦ κυβερνῶντος κόμματος.

Ἔτσι ἡ Βουλὴ τῶν Ἑλλήνων, ἀποτελούμενη ἀπὸ καμμιὰ εἰκοσαριὰ βουλευτὲς τῆς συμπολίτευσης καὶ δυὸ-τρεῖς τοῦ κομμουνιστικοῦ κόμματος (ἀκόμα καὶ ἡ κ. Δαμανάκη τάχθηκε ὑπὲρ τῆς ἀναβολῆς, φυσικὰ γιὰ ἄλλους λόγους καὶ ὄχι συντηρητικούς, ἐκτὸς καὶ ἂν μίλησε μέσα της — μεσάνυχτα, βλέπετε — ἡ φωνὴ κάποιου γραμματιζούμενου προγόνου της) καὶ διὰ βοῆς, ναί, ΔΙΑ ΒΟΗΣ, ἐξ ὀνόματος ἄλλων διακοσίων ὀγδόντα βουλευτῶν, ἀντιπροσωπευτικῷ καὶ κοινοβουλευτικῷ δικαίῳ (ἄχ, αὐτὰ τὰ νομικίστικα σχήματα!), ἐξ ὀνόματος τῆς ᾽Ακαδημίας, τῶν Πανεπιστημίων τῆς χώρας, ἑκατοντάδων συγγραφέων καὶ ἐπιστημόνων καὶ ἑπτὰ ἑκατομμυρίων ἐκλογέων ποὺ δὲ ρωτήθηκαν καὶ ἀσφαλῶς δὲν ψήφισαν τὴν ἀλλοίωση (τὴ ἀπο-σύνθεση) τῆς γραπτῆς γλώσσας τους, ἤτοι τὴν καρατόμησή της (ὅπως γινότανε μὲ τὰ κεφάλαια τῶν ἀριστοκρατῶν καὶ τῶν ποιητῶν, τῶν ἐπιστημόνων καὶ τόσων ἀθώων κατὰ τὴ Γαλλικὴ Ἐπανάσταση) ἢ τὸ στήσιμό της στὸ ἐκτελεστικὸ ἀπόσπασμα (ὅπως γινότανε μὲ τὰ «δικά μας» λαϊκὰ δικαστήρια στὰ μαῦρα χρόνια τῆς Κατοχῆς καὶ τοῦ Ἐμφύλιου).

Ἀλλὰ θὰ πεῖ κάποιος (ἀνυποψίαστος): Τί παρομοιώσεις εἶναι αὐτές; Γιατί δραματοποιεῖτε ἕνα γεγονὸς ποὺ δὲν φαίνεται καὶ τόσο σπουδαῖο; Κι᾿ ἐμεῖς ἀπαντοῦμε; Ναί, ἐκ πρώτης ὄψεως δὲ φαίνεται καὶ τόσο σπουδαῖο. Εἶναι ὅμως ὅπως τὰ πρῶτα συμπτώματα μιᾶς σοβαρῆς ἀρρώστιας: ἐξανθήματα, πονάκια, ζαλάδες... Ποῦ ὁδηγοῦν αὐτὰ ἂν δὲν βροῦμε τὴν αἰτία τους; ᾽Ασφαλῶς σὲ δραματικὲς καταστάσεις. Ἔτσι καὶ ἡ ἀλλοίωση τῆς γραφῆς γιὰ ἕνα ἔθνος εἶναι δραματικὸ γεγονός. Πολὺ περισσότερο δραματικὸ ἀπ᾿ ὅ,τι εἶναι ἡ προκήρυξη ἐκλογῶν, τὸ ἑνιαῖο μισθολόγιο, ὁ διορισμὸς ᾽Αρεοπαγιτῶν, οἱ κοινωνικοποιήσεις κ.ἄ. Ὅλα αὐτὰ εἶναι περιστασιακά, περνοῦν καὶ ξεχνιοῦνται.

 

Οἱ μεταβολὲς στὴ γλῶσσα εἶναι καίριο θέμα γιὰ τὴν παραπέρα ὑπόσταση τοῦ ἔθνους καὶ τὴν πνευματική του διάσταση. Εἶναι τρομερὸ ἀλλιῶς νὰ γράφουν οἱ γονεῖς καὶ ἀλλιῶς νὰ γράφουν τὰ παιδιά· αὐτὸ θὰ ἐπιφέρει ρήγματα στὴ συνέχεια τῆς Παράδοσης καὶ ἀχρήστευση τῆς ἐθνικῆς κληρονομιᾶς μας. Καὶ εἶναι θλιβερό, θλιβερώτατο τὸ ὅτι τόσοι «πατέρες» τοῦ ἔθνους γιὰ πολλὰ ἐμερίμνησαν καὶ «ἐτυρβάσαντο» περὶ τὰ γλωσσολογικὰ καὶ τὰ χρησιμοθηρικὰ καὶ τὰ «δημαγωγικά», ἀλλὰ κανείς τους δὲν κοίταξε τὸ θέμα τῆς γλώσσας (διατύπωση, ἐτυμολογία, ὀρθογραφία, τονισμὸ) ἀπὸ σκοπιὰ ἐθνική, γιατὶ αὐτὴ εἶναι σήμερα στὸ στόχαστρο χιλίων κινδύνων ποὺ τὴν ἀπειλοῦν, ὅπως ὁ ξενισμός, ἡ συνάφεια μὲ ἄλλης μορφῆς πολιτισμούς, ἡ ἀποσύνδεσή μας ἀπὸ τὴν ἀρχαία γραμματεία, ἡ ἀποδυνάμωση ὁλοένα καὶ περισσότερο τῶν θεωρητικῶν σπουδῶν, ἡ ἔνταξή μας σὲ σχηματισμοὺς ποὺ ἐπιβάλλουν τὴν καταθλιπτικὴ ἐπιρροή τους καὶ ὄχι μόνο τὴν πολιτικὴ ἀλλὰ κυριώτερα τὴν πνευματικὴ ἐπάνω στὴ φυλετική μας ἰδιομορφία, ἡ μετάλλαξη τῆς παράδοσης σὲ φολκλόρ, ὁ ἐκτροχιασμὸς τῆς νεολαίας σὲ κρετινικὰ πρότυπα.

Δὲν τὸ νιώθουμε ὅτι ὅλα συγκλίνουν στὸ νὰ ἀλλοιώσουν τὴν ἐθνικὴ φυσιογνωμία μας; Εἶναι δυνατὸν νὰ μὴν καταλαβαίνουν οἱ πολιτικοί μας ὅτι οἱ «συνωμοσίες» δὲν περιορίζονται μόνο στὸ Κυπριακὸ ἢ στὰ πετρέλαια, ὅτι ἡ «πρακτορολογία» δὲν περιστρέφεται μόνο γύρω στὴ στρατιωτικὴ ἄμυνά μας καὶ οἱ «πλεκτάνες» τῶν πολυεθνικῶν δὲν ἀφοροῦν μόνο τὶς νομισματικὲς καὶ τὶς οἰκονομικές μας περιπέτειες, ἀλλὰ ὅτι μιὰ ἐργώδης καὶ κατευθυνόμενη ἐκστρατεία πολιορκεῖ, ὑπονομεύει καὶ ἐπιτίθεται κατὰ τοῦ Ἑλληνισμοῦ; Ὁλόκληρη ἡ Ἱστορία τοῦ Ἑλληνισμοῦ εἶναι μιὰ ἀπελπισμένη προσπάθεια νὰ ἐπιβιώσει, ὄχι μόνο σωματικὰ (αὐτὸ εἶναι σχετικὰ εὔκολο, ἂν δηλώσεις ὑποταγὴ σ᾿ ἀφήνουν καὶ ζεῖς), ἀλλὰ νὰ συντηρηθεῖ καὶ νὰ διατηρηθεῖ πνευματικά. Καὶ ὁ ὀργανισμὸς τοῦ Ἑλληνισμοῦ γιὰ νὰ μὴν «ἀρρωστήσει» ἕνα καὶ μόνο ἐμβόλιο διέθετε, τὴν γλῶσσα. Ἔχει φυσικὰ ἀτέλειες ἡ γλῶσσα· ἀλλὰ στὴ γραφή, στὸ γραπτὸ λόγο ἔχει τὸν κώδικά της. Κανένα ἔθνος δὲ διανοεῖται ν᾿ ἀλλάξει αὐτὸν τὸν κώδικα· εἶναι πέρα ἀπὸ τοὺς συνταγματικοὺς κανόνες τῆς Πολιτείας, εἶναι ὑποσυνείδητα ἡ ἴδια ἡ φύση τῆς Φυλῆς.

Καὶ κανένας πολιτικὸς σ᾿ ἐκείνη τὴ συνεδρίαση ὅπου ἀποφασιζόταν ἡ πλαστικὴ ἐγχείρηση στὸ πρόσωπο τοῦ γραπτοῦ λόγου, ἔστω καὶ ἁπλὸς βουλευτής, δὲ σηκώθηκε ἀπ᾿ τὸ ἕδρανό του νὰ φωνάξει — κι᾿ ἂς τὸν προπηλάκιζαν οἱ ἄλλοι (ἀλίμονο!) — ὅπως θὰ φώναζε σ᾿ ἕνα παρόμοιο ἐγχείρημα ὁ γάλλος, ὁ ρῶσος, ὁ ἄραβας ὁμόλογός του: «Κάτω τὰ χέρια ἀπὸ τὴ γλῶσσα!»

Ἕνας τέτοιος βουλευτὴς δὲ βρέθηκε —καὶ φυσικὰ ἐννοοῦμε ἀπὸ τὴν ᾽Αντιπολίτευση, γιατὶ ἀπὸ τὴν κυβερνητικὴ παράταξη τουλάχιστον μέσα στὴ Βουλὴ κανεὶς δὲ μπορεῖ νὰ παρασπονδήσει: ἐθνικὸ εἰναι ὅ,τι εἶναι κομματικό. Βεβαίως οἱ βουλευτὲς τῆς Ἀντιπολίτευσης εἶπαν: «Εἴμαστε ἀπροετοίμαστοι». ᾽Αλλὰ προετοιμασία ἴσως νὰ χρειαζόταν γιὰ τὴ γλωσσολογικὴ ἄποψη τοῦ θέματος (ποὺ τέτοιο θέμα δὲν ὑπῆρχε, ἀλλὰ καὶ ἂν ὑπῆρχε ἡ Βουλὴ ἦταν ἀναρμόδια νὰ τὸ ἐξετάσει) ὄχι ὅμως καὶ γιὰ τὴν ἐθνικὴ κεφαλαιώδη σημασία του. Ἐδῶ ἔπρεπε ν᾿ ἀντιμετωπισθεῖ ὁ κίνδυνος γιὰ τὸ ποῦ μπορεῖ νὰ διολισθήσει καὶ πόσο μπορεῖ ν᾿ ἀλλοιωθεῖ ἡ γραφὴ ὅταν ἀρχίσουμε τὶς ἁπλουστεύσεις καὶ τὶς ἐπεμβάσεις. Ὁ ἐχθρὸς ἧταν πρὸ τῶν πυλῶν. Δὲ μπορεῖς νὰ τοῦ πεῖς: «Περίμενε, κύριε ἐχθρέ, νὰ προετοιμαστῶ!» Αὐτὸς ὁ κίνδυνος, ὄχι ὁ γλωσσολογικός, ἀλλὰ ὁ ἐθνικὸς δὲν ἔγινε ἀντιληπτὸς τότε.

Τουλάχιστον στὴν προηγούμενη Βουλή, τὸ 1976, κατὰ τὴ συζήτηση γιὰ τὴ Γενικὴ ᾽Εκπαίδευση ὑπῆρξαν μερικοὶ ἰδαλγοὶ (Δ. Ζακυνθινός, Κ. Σερεπίσιος κ.ἄ.) ποὺ ἀντιταχθήκανε, στὶς ἀδόκιμες καινοτομίες τοῦ κόμματός τους, καίτοι ἦταν κυβέρνηση, μὲ τὴ ἐδραία ἀρχὴ ὅτι «ἡ γλῶσσα ἐξελίσσεται, δὲν δέχεται βιασμούς». Καὶ αὐτὸ ἂς παραμείνει στὴν Ἱστορία σὰν μιὰ σπάνια ἔκφραση δημοκρατικότητας καὶ πνευματικῆς εὐθύνης.

Γιὰ τοὺς εἰσηγητὲς τοῦ μονοτονικοῦ, ποὺ ἐνεργοῦσαν καὶ βυσσοδομοῦσαν ἔξω ἀπ᾿ τὰ κυβερνητικὰ κλιμάκια, ἀλλὰ βρῆκαν τοὺς μεσάζοντες νὰ τὰ ἐπηρεάσουν, στόχος τους ἦταν νὰ αἰφνιδιάσουν ὥστε νὰ μὴν προφτάσουν οἱ ἐκπρόσωποι τοῦ ἔθνους νὰ σκεφθοῦν ἐθνικά. Καὶ αὐτὸ τὸ ἐπέτυχαν. Καὶ τὸ μέτρο ποὺ ἐπιβλήθηκε δὲν εἶναι κἂν ἐπιστημονικὸ (εἷναι διάτρητο), δὲν εἶναι κἂν ἁπλουστευτικὸ (εἰναι ἀσυνάρτητο), ἀλλὰ εἰναι ἀσφαλέστατα διαβρωτικὸ καὶ ὕπουλο.

 

Τώρα ποὺ φτάσαμε σ᾿ ἕνα ἀδιέξοδο γενικῶς παραδεδεγμένο, καὶ στὴν ἔκφραση καὶ στὴ διατύπωση καὶ στὸν προφορικὸ λόγο καὶ στὴ γραφή, ἂς ἔχουμε τουλάχιστον τὴν παρρησία νὰ ὁμολογήσουμε ὅτι κάποιοι πονηροὶ «καλοθελητὲς» μᾶς πῆραν ἀπ ᾽τὸ χέρι κι᾿ ἐμεῖς γεμᾶτοι ἐμπιστοσύνη τοὺς ἀκολουθήσαμε σὰν τυφλοὶ στὸ σκοτάδι πὼς δῆθεν θὰ μᾶς ὁδηγήσουν στὸ ξέφωτο. Ἀφοῦ ὅμως ἐπὶ δέκα χρόνια τώρα μὲ δογματικὴ ὠμότητα θάψαμε τὴν καθαρεύουσα, ἐξορίσαμε τοὺς ᾽Αρχαίους, ἐπιβάλαμε τὸ μονοτονικὸ (τὶς πεδοῦκλες καὶ τὰ φορτία ποὺ ἐμπόδιζαν καὶ γονάτιζαν τὶς προοδευτικὲς τάσεις τοῦ λαοῦ μας!...) ἀντὶ νὰ φτάσουμε στὸ ποθητὸ ξέφωτο, βρεθήκαμε σὲ πρωτοφανῆ σκοτάδια ἀπαιδευσίας, ἀγλωσσίας καὶ ἀλαλίας, τώρα μᾶς λένε ὅτι παρὰ τὰ σκοντάματα πρέπει νὰ προχωρήσουμε κι᾿ ἄλλο ἀκόμα, γιατὶ τὸ ξέφωτο ἀπὸ κακὸ ὑπολογισμὸ πῆγε πιὸ πέρα, ἴσως κάπου στὸ 2000 (ὣς τὰ σήμερα ξέραμε τοὺς «χιλιαστές», τώρα θὰ ἔχουμε καὶ τοὺς «δισχιλιαστὲς») ὅπου καὶ αἰφνιδίως θὰ μᾶς καταυγάσει ὁ ἥλιος τῆς προόδου, τῆς μόρφωσης, τῆς εἰρήνης καὶ τῆς φιλίας (αὐτὰ τὰ τελευταῖα στὶς μέρες μας εἶναι ὁ ἀπαραίτητος μαϊντανός).

Ἂν ὅμως πρὶν ἐπιβληθοῦν τὰ μέτρα στὴ γλῶσσα, δινότανε μιὰ προθεσμία νὰ ὡριμάσουν τὰ θέματα, νὰ γινότανε ἕνας διάλογος τεκμηριωμένων ἀπόψεων σὲ πανελλήνια κλίμακα, ἂν βάζαμε φίμωτρο στὰ στόματα τῶν «φωταδιστικῶν», συνδικαλιστικῶν καὶ δημαγωγικῶν φορέων, ἀλλὰ ἀκούγαμε μὲ προσοχὴ τὶς φωνὲς τῆς σύνεσης καὶ τὶς ὑπεύθυνες προσωπικότητες ποὺ μιὰ ζωὴ μόχθησαν γιὰ τὴν πνευματικὴ προκοπὴ αὐτοῦ τοῦ τόπου καὶ ὄχι τοὺς κανόναρχους τῆς περιδιαγραμμάτου κουλτουρογλωσσολογίας, τότε ἴσως μπορεῖ νὰ εἰχαν ἀποφευχθεῖ οἱ βλακεῖες ποὺ μᾶς ὑπνώτισαν καὶ οἱ ἀπάτες ποὺ μᾶς παγίδευσαν.

Ὅμως κάποιοι τὸ ἤξεραν πολὺ καλὰ ὅτι τὸ σχέδιο, καθότι ἕωλο καὶ ὑποβολιμαῖο, μόνο μὲ αἰφνιδιασμὸ μποροῦσε νὰ ἐπιτύχει. Πρᾶγμα ποὺ καὶ ἔγινε.

Ἔτσι οἱ ἐπεμβάσεις στὴ γλῶσσα καὶ εἰδικὰ στὸ γραπτὸ λόγο περιβλήθηκαν τὴν ἰσχὺ νόμου. Βέβαια ἔργο τῶν κυβερνήσεων εἶναι νὰ θεσπίζουν κανόνες δικαίου ποὺ ρυθμίζουν τὶς σχέσεις καὶ τὴ συμπεριφορὰ τῶν ἀτόμων στὴν κοινωνία. ᾽Αλλὰ τὸ ἐρώτημα εἶναι: ὅλων τῶν σχέσεων καὶ τῆς συνολικῆς συμπεριφορᾶς; Μήπως στὰ Συντάγματα ὑπάρχουν καὶ κάποιες διατάξεις (κατακτημένες μὲ ποταμοὺς αἵματος) ποὺ λέγονται ἀτομικὰ δικαιώματα καὶ ποὺ περιφρουροῦν καὶ διασφαλίζουν τὴν ἐλεύθερη ἔκφραση, τὶς πεποιθήσεις καὶ τὴν ἀξιοπρέπεια τοῦ ἀτόμου; Καὶ ὅτι αὐτὲς οἱ διατάξεις εἶναι ἀπαραβίαστες ἢ ἂν ἀλλάξουν ἀπαιτεῖται ἄλλη διαδικασία, περισσότερο δεσμευτικὴ καὶ ἀριθμὸς συναινετικῶν ψήφων πολὺ μεγαλύτερος τῆς ἀπόλυτης πλειονοψηφίας (ἂν καὶ αὐτὸ εἶναι συζητήσιμο γιατὶ σὲ ὡρισμένα θέματα, πνευματικὰ καὶ πεποιθήσεων δὲν ἀρκοῦν κάποιοι περισσότεροι ψῆφοι γιὰ νὰ νομιμοποιηθεῖ ἡ σταύρωση τῆς ἀληθειας);

Ἀλλὰ ἔστω: μὲ ποιά ὅμως λογικὴ χρειάζεται τὸ Ἑλληνικὸ Κοινοβούλιο ἑκατὸν ὄγδόντα ψήφους γιὰ ν᾿ ἀλλάξει τὸν Πρόεδρο τῆς Δημοκρατίας καὶ φτάνουν καὶ περισσεύουν εἴκοσι (!) ψῆφοι γιὰ ν᾿ ἀλλάξει ἡ γλῶσσα καὶ μάλιστα ἡ ὀρθογραφία της, δηλαδὴ ἡ ἱστορικὰ θεσμοθετημένη διατύπωσή της ποὺ εἶναι καὶ ἡ σημαντικώτερη, γιατὶ μὲ αὐτὴν κατορθώνεται ἡ διαχρονικότητα καὶ τὸ μεταβιβάσιμον (διὰ τῶν κειμένων) τῶν πνευματικῶν ἐπιτευγμάτων κάθε γενιᾶς στὸ Λόγο; Ἂν αὐθαιρετεῖ μιὰ κυβέρνηση σὲ θέματα οὐσιαστικά, ὅπως ἐκεῖνα ποὺ συνθέτουν τὴν ἰδιομορφία τῆς Φυλῆς, καὶ ἡ γλῶσσα εἶναι ἀναμφισβήτητα ἕνα ἀπ᾽ αὐτά, τότε ἡ κυβέρνηση δὲν εἶναι δημοκρατική, ἔστω καὶ ἂν δὲν τὸ κάνει μὲ ὑστεροβουλία, ἔστω καὶ ἂν δὲν συνειδητοποιεῖ τὴ σοβαρότητα τῶν συνεπειῶν, γιατὶ ἀναγκάζει κάποιους πολίτες, καὶ στὴν περίπτωση ποὺ μᾶς ἀπασχολεῖ τοὺς πλέον συνειδητούς, νὰ παραδεχθοῦν ἢ νὰ κάνουν κάτι ἐναντίον τοῦ ὁποίου ἐπαναστατεῖ τόσο τὸ ἔνστικτό τους τῆς ἐλευθερίας ὅσο καὶ τὸ αἴσθημα τοῦ αὐτοσεβασμοῦ.

 

Ἡ ἀπήχηση ἀπὸ τὴν ἐφαρμογὴ τοῦ μέτρου κλιμακώθηκε σὲ διάφορα στάδια. Οἱ ἀντιδράσεις ὑπῆρξαν πολλές. Χιλιάδες ἄνθρωποι, δάσκαλοι, καθηγητές, συγγραφεῖς, δημοσιογράφοι, ἐκκλησιαστικοὶ καὶ πολλοὶ λόγιοι ποὺ ἔχουν συγκροτημένοι παιδεία ἀλλὰ δὲν ἔχουν κύρια ἀπασχόλησή τους τὰ γράμματα ἔμειναν ἄφωνοι, ἐμβρόντητοι στὴν ἀρχή. Ἡ ἀλήθεια εἰναι ὅτι δὲν κατάλαβαν ἀμέσως τί ἀκριβῶς ἐσήμαινε μιὰ τέτοια ἐπέμβαση, μιὰ τέτοια τομή. Ὅπως λέγεται, καταλήφθηκαν ἐξ ἀπροόπτου. Καὶ τοῦτο ἐπειδὴ τὸ πρόβλημα τοῦ τονισμοῦ καὶ τῆς ὀρθογραφίας δὲν ἦταν πρόβλημα ὑπαρκτό, οὔτε κἂν φιλολογικό. Τὸ καλλιεργοῦσαν μὲ τὴν ἐπιμονὴ τοῦ σαρακιοῦ ποὺ κατατρώγει καὶ κουφιάζει τὸ ξύλο, ὡρισμένοι «διανοούμενοι» ἐνὸς κλειστοῦ κύκλου μὲ δύο-τρεῖς δορυφορικὲς διακλαδώσεις, κυρίως μὲ ἄξονα κάποιο περιθωριακὸ περιοδικό, στὴ Θεσσαλονίκη, τὴν Πάτρα, τὴ Λάρισα καὶ μὲ διασυνδέσεις μὲ ὁμόφρονες φιλόλογους τοῦ ἐξωτερικοῦ. Οἱ πολλοί, τὸ πανελλήνιον, δὲν ἀντιμετώπιζαν τέτοιο πρόβλημα. Γιὰ τοῦτο δὲν ἀκούστηκαν ἀμέσως ἀντίθετες φωνὲς μὲ τὴν ἐξ ὑφαρπαγῆς ἐξαγγελία τοῦ μέτρου. Αὐτὸ ἔγινε ἀργότερα, μετὰ τὶς πρῶτες ἑβδομάδες καὶ ὕστερα πιὸ ἔντονα τοὺς ἑπόμενους μῆνες. Καὶ σήμερα ἐλάχιστοι πιὰ πιστεύουν ὅτι ἡ κατάργηση τῶν τόνων καὶ τόσων ἄλλων συνεπακόλουθων ἁπλουστεύσεων στὴ γλῶσσα ἦταν μέτρο ἀπαραίτητο, ὅτι βοήθησε σὲ τίποτα τὴν Παιδεία· ἀντίθετα, τώρα μάλιστα ποὺ πολλοὶ πληροφορήθηκαν ἀπὸ ποιούς κινδύνους ἀπειλεῖται ὁ ἐλληνικὸς γραπτὸς λόγος — ἀπὸ τὴν ἀπροσωποποίησή του ἕως τὴ λατινοποίηση τοῦ ἀλφαβήτου — (γιατὶ ὁ «προοδευτικὸς» φανατισμός, ὅπως ὅλοι οἱ φανατισμοί, δὲν ἔχουν σταματημὸ μέχρις ὅτου ἐπιτύχουν τὶς ἀκραῖες λύσεις), τώρα βγῆκαν κι᾿ αὐτοὶ καὶ χαρακτήρισαν τὸ μέτρο μὲ πολὺ σκληρὲς ἐκφράσεις, ὅπως ὅτι εἶναι ὑπονομευτικὸ τῆς ἑλληνικῆς παιδείας, κατεδαφιστικό, «προδοτικό», ἐγκληματικό...

 

Ὁ καθένας φέρει τὴν εὐθύνη τῶν λεγομένων του· καὶ ὅσο καὶ ἂν εἶναι σκληρὰ αὐτὰ τὰ λεγόμενα, αὐτὰ προέρχονται ἀπὸ ἄτομα μὲ ἰδιαίτερη εὐαισθησία, γι᾿ αὐτὸ καὶ κραυγάζουν, γιατὶ αὐτὰ νιώθουν τὸν πόνο. Ποιοί θέλατε νὰ κραυγάσουν — τὸ ἄφωνο πλῆθος; Μὰ τὸ πλῆθος κατανοεῖ τὰ ἁπτά, τὰ χειροπιαστά, τὰ βιοτικά του: Μισθό, κατοικία, περίθαλψη, σύνταξη. Δὲν ἔχει προσλαμβάνουσες παραστάσεις σὲ θέματα πνευματικὰ — καὶ ἡ ὑφή, ἡ ἱστορικότητα καὶ ἡ ποιητικὴ σημασία τῆς γλώσσας εἶναι ἕνα ἀπ᾿ αὐτά.

Οἱ «καινοτόμοι» λένε ὅτι οἱ διαφωνοῦντες εἷναι λίγοι καὶ ὅτι οἱ ἴδιοι ἔχουν μαζί τους το λαό. Ποιό λαό; Εἶναι κωμικὸ νὰ παίρνει ἡ ὅποια ρεπόρτερ τῆς φλύαρης «πληροφόρησης» ἕνα μαγνητόφωνο καὶ ἕνα μαρκούτσι ἢ ὁ κάποιος νεοσσὸς τῆς δημοσιογραφίας ἕνα μπλοκάκι καὶ νὰ ρωτάει τὴν συμπαθητικὴ κυρὰ Κατίνα, ποὺ πάει μὲ τὸ δίχτυ της στὴ λαϊκὴ ἀγορά, τὴν περιποιημένη κυρία Πόπη τῆς πολυκατοικίας «πολυτελοῦς κατασκευῆς» καὶ τὸν «ἀλαφιασμένο» σωφὲρ τοῦ δεκάτοννου φορτηγοῦ: «Τί γνώμη ἔχετε γιὰ τὸ μονοτονικό;» Αὐτὸ τὸ εἶπαν δημοσκόπηση, γκάλοπ ἢ ἄλλες τέτοιες λεξιμαγεῖες γιὰ νὰ κολάσουν τοὺς ἀκόλαστους βιασμοὺς τῆς κοινῆς γνώμης, Δὲν θ᾿ ἀναφέρουμε ἐδῶ ποιὲς ἀπαντήσεις δίνουν αὐτοὶ οἱ ἀνυποψίαστοι ἄνθρωποι. Εἶναι φυσικὸ νὰ ἔχουν ἕνα στενὸ κύκλο ἐνδιαφερόντων, ἀλλὰ ἡ προσωπικότητά τους εἶναι σεβαστή. Δὲν φταῖνε σὲ τίποτα νὰ τοὺς γελοιοποιοῦμε, ὅπως τὸ κάνει δυστυχῶς ἡ παραστρατημένη δημοσιογραφία. Εἶναι ὅμως αὐτὸ λαϊκὴ συναίνεση: ἡ ἀσχετοσύνη τῶν ἀδαῶν;

Καὶ προκειμένου γιὰ πνευματικὰ θέματα, ἡ δικτατορία τῶν φωνασκιῶν ἐπάνω στὰ ἄτομα ἐκεῖνα ποὺ ἔνιωσαν μέσα τους ὄχι τὴ φωνασκία, ἀλλὰ τὴ Φωνὴ τῆς Φυλῆς τους νὰ συνεχίσουν τὸν πολιτισμὸ τοῦ Γένους τους (Γένος θα πεῖ λαὸς μὲ συνείδηση, λαὸς ποὺ δίνει ὑπερβατικὴ σημασία στὴν ἔννοια πατρίδα), αὐτὸ λὲγεται δημοκρατία; Αὐτὰ τὰ ἄτομα δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ δεχτοῦν τὶς εὐκαιριακὲς δοκησισοφίες τῶν περιδιαγραμμάτου ἀσόφων, οὔτε νὰ ὑποκύψουν στὴν ἐξουσιαστικὴ τυραννία τῶν φορέων ποὺ παραλαμβάνουν τὶς «δοκησισοφίες» τους, τὶς κάνουν νόμους γιὰ νὰ πειθαναγκάσουν τοὺς «κλητούς».

Ὅσοι ἀντέδρασαν στὶς ἐπεμβάσεις στὴ γλῶσσα εἷναι πολ λοὶ καὶ ὁλοένα γίνονται περισσότεροι γιατὶ μέσα στὸν αἰφνιδια σμὸ καὶ τὸν κάποιο ἐνθουσιασμὸ τῶν θερμοκέφαλων ὁπαδῶν, δὲν κατάλαβαν ἀμέσως ὅλοι ὅτι μπήκαμε καὶ προχωροῦμε σὲ σκολιὰν ἀτραπό. Ἐξ ἄλλου δὲ θά τους μετρήσουμε ἂν ἡταν ἑκατό, χίλιοι ἣ ἑκατὸ χιλιάδες. Σὲ θέματα πεποιθήσεων καὶ ἕνας μόνο φτάνει ποὺ θὰ σηκώσει τὸ λάβαρο, ἕνας! Στὰ ὁλοκληρωτικὰ καθεστῶτα δὲ χρειάζονται χιλιάδες «ἐργατικοὶ» Βαλέσα, ἡ συνείδηση τοῦ ἑνὸς εἶναι ἀρκετὴ δὲ χρειάζονται ἑκατοντάδες ἐπιστήμονες Ζαχάρωφ, ἡ ἄρνησή του καὶ μόνον αὐτὴ καλύπτει ὅλη τὴν ἀπέραντη χώρα του. Καὶ μὴ βιάζεστε νὰ πεῖτε, ὦ λασπολόγοι τῶν ὑπο-νόμων: «Σᾶς ξεσκεπάσαμε, εἶστε ἀντίδραση, εἶστε φασίστες!» Φασίστες εἷναι ὅσοι θέλησαν καὶ θέλουν νὰ καταργήσουν τὴν ἐλεύθερη σκέψη σ᾿ αὐτὸν τὸν τόπο· χωρὶς ἐξαίρεση. Καὶ ὄχι μόνο μὲ τὸ βούρδουλα, ἀλλὰ (αὐτὸ εἶναι πολὺ χειρότερο, πολὺ πιὸ ὕπουλο) καὶ μὲ τὴν ὕπνωση, τὴ νάρκωση καὶ τὴν ἀγελοποίηση τοῦ λαοῦ. Γι᾿ αὐτὸ συμπληρώνουμε: «Πολὺ περισσότερο μετροῦσε ἡ πράξη καὶ ἡ στάση τοῦ ᾽Αλέκου Παναγούλη, τοῦ ἑνός, ἀπὸ ὅσο τὰ πλήθη ποὺ μαζεύονταν στὶς πλατεῖες ν᾽ ἀκούσουν τὸν Παττακὸ (κι᾿ αὐτοὶ λαὸς ἧταν· ἐν συνεχείᾳ μεταπολιτευτικῶς τοὺς ἀποχρωματίσαμε καὶ τοὺς βάψαμε κόκκινους, πράσινους καὶ γαλάζιους· ὁ Παναγούλης ποὺ δὲν «ξέβαψε» ἀπ᾿ τὸ δικό του χρῶμα κεῖται ἐκεῖ ποὺ κεῖται...)».

 

Τὰ πολιτικὰ πραξικοπήματα, ἀφοῦ συντελεσθοῦν καὶ ἀφοῦ ἐπιτύχουν χρειάζονται ἐκ τῶν ὑστέρων τὴ «λαϊκὴ συγκατάθεση». Τὰ πνευματικὰ πραξικοπήματα (ἄχ, αὐτὴ ἡ συνείδηση!) τὴ χρειάζονται ἐκ τῶν προτέρων. Γιὰ νὰ φανεῖ ὁτι ὅλα ἡταν ἕτοιμα, ὅτι ὅλα ἦρθαν φυσιολογικά· ὅτι ὁ λαὸς ὄχι μόνον δὲν ἀντέδρασε, ἀλλὰ ἐπιδοκίμασε τὶς ἐνέργειές μας· ἑπομένως ἡ συμπεριφορά μας ἦταν «αὐθόρμητη», καρπὸς ἀνεπιτήδευτης μακρᾶς διεργασίας. Καὶ ἂν πεῖ κανεὶς ὅτι ὑπῆρξε ὑστεροβουλία, ὅτι χτυπήσαμε στὰ σκοτεινά, honni soit qui mal y pense. Ἡ ἀγαθὴ προαίρεση ἦταν τὸ ἀποκλειστικὸ κίνητρο καὶ ὁ σκοπός μας. Ἄλλο ἂν ὑπάρχει σήμερα κάποιο πτῶμα (τῆς γλώσσας)· (οἱ ἐπ᾿ ἀμοιβῆ συνήγοροι θὰ ὑποστηρίξουν ὅτι ὅπου ὑπάρχει πτῶμα δὲ θὰ πεῖ κατ᾿ ἀνάγκην ὅτι ὑπάρχει καί ἔγκλημα...)

Τὸ «μονοτονικὸ» ψηφίστηκε τελικὰ ἀπ᾿ τὸ ἀπολειφάδι τῆς Βουλῆς. Καὶ ἀφιερώνουμε τόση ἔκταση στὴν περιγραφή, γιατὶ τὸ γεγονὸς ἔχει τεράστια σημασία κι᾿ ἂς πέρασε σὰν γραφικὴ γλωσσολογικὴ ἁψιμαχία. Αὐτὸ δείχνει ὅτι ἡ ἐλληνομάθεια θεωρεῖται πιὰ εἷδος μουσειακὸ (περνᾶμε ἀπὸ μπροστά της, ὅπως στὰ ἀρχαῖα ἐκθέματα, χάσκουμε σὰν ἠλίθιοι καὶ ξεμακραίνουμε), οἱ ρίζες τῆς καταγωγῆς μας ξέφτισαν κι᾿ ἀνεμίζουν ἄπιαστες, οἱ κεραῖες μας στράφηκαν πρὸς ἄλλες «μουσικὲς» ποὺ ἐκμαυλἱζουν κι᾿ ἀποκοιμίζουν, ἀλλὰ ποὺ δὲν «πιάνουν» τὸν ὑπόκωφο ὀρυμαγδὸ τοῦ πνευματικοῦ ἐγκέλαδου ποὺ προμηνᾶ πολλὰ τὰ δεινά. Καὶ αὐτὸ τὸ ξανατονίζουμε γιὰ νὰ μὴν παρεκκλίνει ὁ ἀναγνὼστης ἀπὸ τὴν πάγια γραμμή μας: ἀπ᾿ τὴν κατάργηση τοῦ τονικοῦ συστήματος, ἀρχίζει, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ἄλλες, τὶς παιδευτικὲς παρενέργειες, ἡ ραγδαία κατεδάφιση τῆς γραπτῆς παράδοσης καὶ ἡ ἀφύσικη ἀλλοίωση (ὁ ἑρμαφροδιτισμός) τοῦ ἑλληνικοῦ γραπτοῦ λόγου.

Αὐτὸ ἀκριβῶς ἧταν ἐκεῖνο ποὺ δὲν ἔπρεπε νὰ καταλάβει ὁ λαός. Ἀντίθετα ἔπρεπε νὰ τὸ δεχθεῖ σὰν περίπου «ἐθνικὴ κατάκτηση». Γιατὶ ὁ νόμος ποὺ ἔφερε πρὸς τὸ τετελεσμένο γεγονός, σὰν νόμος καὶ μάλιστα ποὺ θὰ ἐψηφίζετο αἰφνιδιαστικά, μπορεῖ νὰ δημιουργοῦσε στὴν κοινὴ γνώμη ἐρωτηματικὰ καὶ ἀντιδράσεις. Χρειαζότανε λοιπόν, σύμφωνα μὲ τὴ στρατηγικὴ ἐπηρεασμοῦ τῶν μαζῶν, κάποιος προπομπός, κάποια προϊδέαση... Γνώριζαν ὅτι ἂν αὐτὸ γίνει μὲ τρόπο μελετημένο καὶ ἀποτελεσματικό, ὁ λαὸς θὰ μποροῦσε νὰ δεχτεῖ τὸ κάθε τι, νὰ «χάψει» τὰ πάντα.

Καὶ αὐτὸ στὶς μέρες μας ἐπιτυγχάνεται μὲ τὸ πιὸ σίγουρο μέσο, τὴν τηλεόραση, τὸ «μαγικὸ κουτὶ» μὲ τὸ μαγνητικὸ γυαλὶ ποὺ ἀπονευρώνει πνευματικὰ ἑκατομμύρια ἀνθρώπους ταυτοχρόνως τοὺς ἀποκοιμίζει καὶ τοὺς καθιστᾶ παθητικοὺς δέκτες τῶν ὁποιωνδήποτε μηνυμάτων. Φυσικὰ δὲ μποροῦσε νὰ λείψει ἡ τηλεόραση ἀπὸ τὴν ὅλη σκηνοθεσία. Ἔτσι τρεῖς μέρες πρὶν εἰσαχθεῖ καὶ ψηφισθεῖ τὸ μονοτονικὸ στὴ Βουλή, κατασκευάστηκε στὰ πεταχτὰ μιὰ «συζήτηση στρογγυλῆς τραπέζης» ὅπου ἐμφανίστηκαν ὁ ὑπουργὸς κ. Βερυβάκης καὶ οἱ κ.κ. Κριαρᾶς, Κυριαζίδης καὶ Τομπαΐδης, μὲ συντονιστὴ τὸν δημοσιογράφο κ. Νέτα (τί νὰ συντονίσει ποὺ ὅλοι συμφωνοῦσαν...) οἱ ὁποῖοι συνδιαλεγόμενοι, ἀλληλοσυμπληρούμενοι καὶ ὑπομειδιῶντες γιὰ τὸ κατόρθωμά τους (ἐπιτέλους!), ἀνακοίνωσαν σ᾿ ἕνα ἀνυποψίαστο, ἀπροετοίμαστο καὶ μᾶλλον ἀπορημένο κοινὸ (γιὰ τὸ τί ἀκριβῶς σημαίνουν ὅλα αὐτά) ὅτι τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου ἐπέστη γιὰ νὰ δικαιωθοῦν οἱ «πρωτοπόροι» Βηλαρᾶς, Γληνὸς καὶ Φιλήντας καὶ ὅτι σὲ λίγο μὲ νόμο καὶ μὲ ὅλες τὶς δημοκρατικὲς διαδικασίες (!) καταργοῦνται οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα. Ὅτι τὰ φῶτα τῶν ἀνωτέρω τριῶν φάρων τῆς Παιδείας μας καί τινων ἐπιγόνων «πυγολαμπίδων» θὰ φωτίζουν πλέον τὸ δρόμο τῆς ἑλληνικῆς σπουδάζουσας νεολαίας ποὺ μέχρι τώρα προχωροῦσε (σκοντάφτοντας) στὸ σκοταδιστικὸ σκοτάδι. Καὶ στὴν ἐρώτηση τοῦ κ. Νέτα: «Καὶ δὲν ὑπάρχει κανεὶς ποὺ νὰ ἔχει ἀντίρρηση σ᾿ αὐτὴν τὴ μεταρρύθμιση;» ὅλοι οἱ συνεντευξιαζόμενοι ἀπάντησαν ἐν χορῷ: «Ψάξαμε νὰ βροῦμε κανένα νὰ ἔρθει ἐδῶ, μὰ δὲ βρήκαμε.» Αὐτὸ τὸ τελευταῖο ἂν μή τι ἄλλο εἶναι ἕνα πελώριο ψέμμα.

Γιατὶ μέσα στὶς χιλιάδες τῶν ἀνθρώπων ποὺ γράφουν (εἴτε συγγραφεῖς εἶναι, εἴτε ἐκπαιδευτικοί, εἴτε ἐπιστήμονες ἀλλὰ καὶ ἁπλοὶ ἄνθρωποι ὅμως μὲ στέρεη μόρφωση, ὅπως ἀποδείχτηκε στὴ συνέχεια ἀπὸ τὴν πλήμμυρα τῶν ἐπιστολῶν ποὺ κατέκλυσαν ἐφημερίδες καὶ περιοδικά), ὑπάρχουν ἀρκετοὶ μὲ εἰδικὲς γνώσεις στὴν ἱστορία τῶν γραμμάτων καὶ τῆς γλωσσολογίας ποὺ θὰ μποροῦσαν ν᾿ ἀντιτάξουν ἀτράνταχτα ἐπιχειρήματα γιὰ τὸ πόσο ἀβάσιμη καὶ ἐπικίνδυνη ἦταν μιὰ παρόμοια καινοτομία, εἰδικὰ σήμερα ποὺ ὁ Ἑλληνισμὸς περνάει δεινὴ κρίση ἀλλοτρίωσης. Ποιούς ρώτησαν; Ποιά ἔρευνα ἔγινε; Καὶ γιατί ἀνάμεσα στὴν ἀνακοίνωση καὶ στὴ θέσπιση τοῦ μέτρου μεσολάβησαν μονάχα δύο εἰκοσιτετράωρα; Τί θὰ πρόφταιναν νὰ κάνουν ὅσοι ἔνιωσαν ὅτι ἔπρεπε ν᾿ ἀντιδράσουν; Συλλαλητήρια θὰ ὀργανώνονταν ἢ ὑπομνήματα καὶ διατριβὲς θὰ συντάσσονταν σὲ δύο μερόνυχτα; Σὲ τέτοια θέματα δὲν προϋπάρχει ὀργάνωση, αὐτὰ εἶναι ὑπόθεση ἐλευθέρων ἀνθρώπων καὶ χρειάζεται καιρὸς γιὰ νὰ ἐρευνηθοῦν ὅλες οἱ πτυχὲς τοῦ προβλήματος ποὺ ξαφνικὰ ἀνέκυψε. Ὅλα αὐτὰ ἦταν βέβαια γνωστὰ στοὺς πρωταγωνιστὲς τοῦ πραξικοπήματος· καὶ γι᾿ αὐτὸ δὲν ἔδωσαν οὔτε τὸ χρόνο οὔτε τὴ δυνατότητα τοῦ διαλόγου. Γιατὶ φοβήθηκαν ὅτι ὁ λαὸς θὰ μποροῦσε νὰ μάθει ὅτι τὰ πράγματα δὲν εἶναι καὶ τόσο ἁπλᾶ καὶ νὰ πληροφορηθεῖ κάποιες ἀλήθειες γιὰ τὸ τί μέλλον μᾶς προετοιμάζουν σὰ φυλὴ Ἑλλήνων καὶ ποιά θὰ εἶναι ἡ αὐριανὴ μοῖρα αὐτοῦ τοῦ τόπου, ὅταν χάσει (καὶ ἀπὸ παντοῦ, δυνάμεις φανερὲς καὶ ἀφανεῖς, τὸν σπρώχνουν νὰ χάσει) τὰ πνευματικὰ χαράκτηριστικά του.

 

Φυσικὰ κάτι τέτοιες ἐπικίνδυνες κουβέντες δὲν περνᾶνε ἀπ᾿ τὸ γυαλἳ τῆς τηλεόρασης. Ὄχι γιατὶ δὲ θὰ τὸ ἤθελε ἡ ἴδια ἡ κυβέρνηση, ἀλλὰ γιατὶ ὑποχθόνια λειτουργοῦν πανίσχυρα κυκλώματα ποὺ εἰδικὰ ἐκείνη τὴν ἐποχὴ εἶχαν «μπλοκάρει» τὰ μαζικὰ μέσα ἐνημέρωσης καὶ δὲν ἐπέτρεπαν τίποτα ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ προκαλέσει διλήμματα γιὰ τὴν ἀναγκαιότητα τῆς κατεδαφιστικῆς «προόδου». Ὅλα ἔπρεπε ν᾿ ἀλλάξουν γιατὶ ὅλο τὸ παρελθὸν ἀνῆκε στὴ Δεξιά! Μ᾿ αὐτὴ τὴν ἁπλουστευτικὴ καὶ ἰσοπεδωτικὴ ἑρμηνεία, ἠθελημένη πάντως καὶ κατευθυνόμενη ἐπέφεραν τεράστιο κακὸ στὴ Γλῶσσα καὶ τὴν Παιδεία, ἀλλὰ καὶ σκόρπισαν (ἐξάλλου αὐτὸς ἡταν ὁ ἀπώτερος σκοπός) μιὰ τρομερὴ ἰδεολογικὴ σύγχυση, ποὺ ὅπως ὁμολογεῖται πιὰ ἀπ᾿ ὅλους, ὁδήγησε στὶς μέρες μας σ᾿ ἕνα χαῶδες ἀδιέξοδο.

Εἴμαστε βέβαιοι (καὶ ἀπὸ ἄλλες ματαιώσεις ἢ ἀναθεωρήσεις βεβιασμένων ἐνεργειῶν) ὅτι ἡ κυβέρνηση δὲν ἐπιθυμοῦσε τέτοιες ἐξελίξεις, ἢ τουλάχιστον ὄχι μὲ τέτοια (διάτρητη) μεθόδευση. Θέματα ὅπως εἶναι ἡ μετατροπὴ τῆς γραφῆς καὶ ἡ ἀλλοίωση (κυριολεκτικὰ καὶ φθογγολογικά: διαστροφὴ) τῆς γλώσσας δὲν λύνονται μέσα σὲ μιὰ νύχτα. Τέτοιες ἐνέργειες ὅ,τι ἄλλο μποροῦνε νὰ φανερώνουν ἐκτὸς ἀπὸ σοβαρότητα καὶ δημοκρατικότητα. Ἀλλὰ ὑποψιαζόμαστε ὅτι ἡ κυβέρνηση κατόπιν φορτικῶν καὶ παραπλανητικῶν εἰσηγήσεων, σύρθηκε πρὸς αὐτὲς τὶς ἐξελίξεις. Ἡ τεχνοκρατικὴ συγκρότηση τῶν μελῶν της δὲν τοὺς παρεῖχε τὰ κατάλληλα ἐφόδια γιὰ νὰ «πιάσουν» ἔννοιες ὅπως εἶναι ἡ πνευματικὴ παράδοση. Ὅλες οἱ κεραῖες δὲν πιάνουν τὰ πάντα. Ὁ κομπιοῦτερ ἐπεξεργάζεται data, δὲν παράγει ὅμως «ποιητικὴ γλῶσσα». Τὸ ρομπὸτ δὲν ἀντιδρᾶ οὔτε θετικὰ οὔτε ἀρνητικὰ στὶς ἔννοιες θεός, ἀγάπη· ἁπλῶς σιωπᾶ γιατὶ δὲν τὶς «κατανοεῖ». Καὶ τοῦτο γιατὶ τὸ ρομπὸτ δὲν ἔχει ἐγωισμό. ᾽Ενῶ οἱ ἄνθρωποι καὶ μάλιστα ἐκεῖνοι ποὺ ἀσκοῦν ἐξουσία, ἔχουν καὶ παραέχουν ἐγωισμό. Τὸ νὰ παραδεχτοῦν κάτι ποὺ δὲν τὸ καταλαβαίνουν, νομίζουν ὅτι εἷναι πλῆγμα στὴν αὐτοπεποίθησή τους (ἀργότερα οἱ ἴδιοι τὴν εἷπαν ἀλαζονεία). Ἔτσι λοιπὸν καὶ κάτσουν σὲ κάποιο θῶκο, προσεγγίζουν ὅλα τὰ θέματα μὲ γνωστικὴ διεργασία, «ἀπ᾿ ἔξω», μὲ ἀριθμούς, μὲ παραμέτρους, μὲ οἰκονομικὰ μεγέθη. Μιὰ τέτοια «ἐνημέρωση» ἀπὸ ἕναν τεχνοκράτη εἶναι σχετικὰ εὔκολη ἀπαιτεῖ μερικὲς ὡρες μελέτης κάποιων ντοσιὲ ἐνῶ ἡ ἐνημέρωση βάθους, ἦ ἀπὸ μέσα, ἀπαιτεῖ μόχθο ὁλόκληρης ζωῆς, καὶ τὸ κυριώτερο εἷναι τὸ νὰ μπορεῖς νὰ σκέφτεσαι ἐλεύθερα.

Σ᾿ ἐκείνη λοιπὸν τὴν τηλεοπτικὴ «συζήτηση» σερβιρίστηκαν ἐν συνεχείᾳ ὅλα τὰ γνωστὰ πλαδαρὰ ἐπιχειρήματα: «ὅτι οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα δὲν εἶναι τῆς ᾽Αρχαίας Ἑλλάδας, ἀλλὰ τῶν Ἀλεξανδρινῶν...» (καὶ λοιπόν;), «ὅτι τὰ παιδάκια μας δὲ θὰ κουράζονται πιὰ...» (δηλαδὴ θά τους περισσεύουν δυνάμεις γιὰ μπαλέτο καὶ ποδοκλώτσημα), «ὅτι ἂν μάλιστα προχωρήσουμε καὶ σὲ ριζικώτερες λύσεις, ὄχι μόνον ὅλοι οἱ ἕλληνες θὰ εἶναι ἐγγράμματοι, ἀλλὰ καὶ δὲ θὰ ὑπάρχουν πιὰ ἀνορθόγραφοι, ἀφοῦ θὰ καταργηθεῖ ἡ ὀρθογραφία» (ὅπερ ἔδει δεῖξαι...), «ὅτι θὰ προκύψει μεγάλη οἰκονομία στὴν τυπογραφία» (ἔτσι οἱ ἐκδότες θὰ κερδίζουν περισσότερα ἢ θ᾿ αὐξήσουν τὶς σελίδες τους οἱ ἐφημερίδες, ἀπὸ 64 σὲ 96 ἢ γιατί ὄχι καὶ σὲ 128 γιὰ νὰ χορταίνουν τὰ μάτια μας ἀπὸ φάτσες φονιάδων, ἀπὸ μπούτια γοησσῶν καὶ ἀπὸ πηχιαῖες καυχησιολογίες τῶν τιτάνων τῶν γηπέδων), «ὅτι οἱ ξένοι θὰ μαθαίνουν πιὸ εὔκολα τὰ νεοελληνικὰ γράμματα» (σκοτίστηκαν οἱ τουρίστριες γιὰ τὰ γράμματα, γιὰ ἄλλα «νεοελληνικὰ» ἔρχονται ἐδῶ· δὲ ρωτᾶνε καὶ τὸν εἰδήμονα καμακολόγο κ. Βασίλη Βασιλικό...) καὶ ἄλλα τέτοια ἐθνωφελῆ. Καὶ τὸ νοῆμον κοινὸ (τί νὰ καταλάβει τὸ ἔρμο!) δέχτηκε αὐτὲς τὶς κενολογίες σὰν νὰ ἦταν ἀρτίδια (ἐκεῖνα στὸ σελοφάν) ποὺ μοιράζονται τώρα στοὺς προσερχομένους στὰ μνημόσυνα καὶ ποὺ τὰ δέχονται μὲ τὴ θλιμμένη αἰσιοδοξία: «ἔ, τί νὰ γίνει, οἱ πεθαμένοι μέ τους πεθαμένους καὶ οἱ ζωντανοὶ μὲ τοὺς ζωντανούς. ᾽Αφοῦ μᾶς εἶπαν ὅτι ἡ καθαρεύουσα ἀπέθανε καὶ οἱ τόνοι ἔπαθαν ἀνα-κοπὴ (δὲν τοὺς πρόφτασε οὔτε κἂν τῶν Πρώτων Βοηθειῶν), αὐτὸ θὰ πεῖ πὼς τέλειωσε τὸ λαδάκι τους, καὶ ἂς κοιτάξουμε τώρα πῶς θὰ ζήσουμε ἐμεῖς καλύτερα, φτιάχνοντας τὴ ζωή μας πιὸ εὔκολη, ὅπως ἄλλωστε μᾶς τὸ ὑπόσχονται αὐτοὶ οἱ σοφώτατοι κύριοι, ἀπ᾿ τὸ γυαλὶ τοῦ Μεγάλου Ἀδελφοῦ, ποὺ εἶναι τόσο καλοσυνάτοι καὶ μειλίχιοι ὅσο καὶ οἱ καρδινάλιοι τῶν ἰταλικῶν σήριαλ.»

 

Ἔτσι ὁ λαὸς τό χαψε τὸ νέο. Φτιάχτηκε κι᾿ ἕνα ἄλλοθι, ὅτι «τοῦ τὸ εἴπαμε, δὲν τὸ κάναμε στὰ κρυφά». Δὲν τό ᾽χαψαν ὅμως οἱ «ἐπίλεκτοι» τοῦ λαοῦ. Γιατὶ μέσ᾿ ἀπ᾿ τὸ λαὸ βγαίνουν στὶς κρίσιμες ὡρες κάποιοι ποὺ ἀφυπνίζονται καὶ ποὺ ἀμύνονται γιὰ νὰ συντηρήσουν αὐτὰ ποὺ θεωροῦνται παράδοση. Γιὰ ζητήματα πνευματικὰ δυστυχῶς στὶς μέρες μας, ὁ λαὸς καὶ μάλιστα μονὸ πλευρα ἐνημερωμένος, δὲν κατεβαίνει στὰ πεζοδρόμια. Γιὰ λο γαριασμό του καὶ ἀπὸ ἄλλες ἐπάλξεις τὸ κάνουν κάποιοι διωρισμένοι (τώρα ἀπὸ ποῦ: ἄνωθεν, ἔσωθεν; ἄγνωστο!) ποὺ μέσ᾽ τὴν ἡσυχία τους ταράζονται ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ ὑπόκωφα γκὰπ γκοὺπ τῶν σκαφτιάδων τοῦ μεσονυκτίου μήπως πάλι κάποιον τάφο ἑτοιμὰ ζουν γιὰ ὅ,τι ἀπόμεινε ἀπὸ τὰ σπαράγματα τοῦ Ἑλληνισμοῦ... Ἄσχετα ἂν θὰ βροῦν τὴ δύναμη νὰ σταματήσουν τὸ μακάβριο ἔργο τῶν νεκροθαφτῶν. Πρέπει ὡστόσο οἱ «ἑωρακότες» νὰ μαρτυρήσουν περὶ τοῦ ἐνταφιασμοῦ. Γιατὶ τότε καὶ ἀπὸ τότε ἀρχίζει ν᾿ ἀναθρώσκει ἡ προσδοκία τῆς Ἀνάστασης..

Ἀπ᾿ αὐτὲς τὶς δύο φράσεις πέρασε τὸ σενάριο τοῦ μονοτονικοῦ; Τὴν τηλεοπτικὴ ἀνακοίνωση, μνημεῖο μπερτόλδειας κουτοπονηριᾶς καὶ τὴ νομοθετική του κατακύρωση, πραξικόπημα «δημοκρατικῆς» αὐθαιρεσίας. Κι᾿ ἂν ἀκόμα τὸ μονοτονικὸ ἡταν τὸ ἀθωότερο τῶν πραγμάτων, ὁ τρόπος ποὺ σχεδιάστηκε καὶ ἐκτελέστηκε κάνει τὴν ὅλη ὑπόθεση ὕποπτη, διαβλητή, διάτρητη. Οἱ μεταρρυθμίσεις ὑπὲρ τοῦ ἔθνους δὲν προπαρασκευάζονται σὲ συνωμοτικὰ μαγειρεῖα, οὔτε θεσμοθετοῦνται αἰφνιδιαστικὰ καὶ μὲ τρόπο αὐταρχικό.

Γιὰ νὰ μὴ φανεῖ ὅτι ἡ ἐπιβολὴ τοῦ μονοτονικοῦ ἡταν πραξικόπημα ἀλλὰ ἡ ἐπισημοποίηση μιᾶς τετελεσμένης κατάστασης, οἱ ὁπαδοί του χρησιμοποιοῦν κατὰ κόρον τὸ ἐπιχείρημα ὅτι ὁ λαὸς τὸ ἀποδέχτηκε ἀφοῦ οἱ περισσότερες ἐφημερίδες ἤδη τὸ ἐφαρμόζουν. Πράγματι στὴν ἀρχὴ μιὰ ἐφημερίδα τῆς Θεσσαλονίκης καὶ στὴ συνέχεια μιὰ-μιὰ οἱ περισσότερες ἐφημερίδες τῶν Ἀθηνῶν υἱοθέτησαν τὸν νέο τρόπο τονισμοῦ — ὄχι ἕναν ἑνιαῖο τρόπο γιατὶ ἀκόμα δὲν εἶχαν ἐκδοθεῖ οἱ «ντιρεκτίβες» τοῦ Ὑπουργείου, ἀλλὰ καὶ σήμερα ποὺ λίγο-πολὺ πάει νὰ καθιερωθεῖ ἕνας τύπος, ὑπάρχουν ἐξαιρέσεις, ὅπως π.χ. ἡ Καθημερινή, ποὺ ἐφαρμόζει τὸ μονοτονικό, ἀλλὰ τονίζει τὶς μονοσύλλαβες λέξεις, ένῶ δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ τονίζονται σύμφωνα μὲ τὶς κρατικὲς «ὁδηγίες». ᾽Επίσης ὑπάρχουν καὶ πολλὲς ἄλλες διαφοροποιήσεις ἢ ἡ συνύπαρξη πολλῶν τρόπων τονισμοῦ: κάποιες ἐφημερίδες ἐνῶ γράφονται στὸ πολυτονικό, βάζουν τίτλους, καίτοι μὲ πεζὰ στοιχεῖα, χωρὶς πνεύματα· ἄλλες πάλι ἔχουν ρεπορτὰζ μὲ μονοτονικὸ καὶ ἄλλες συνεργασίες, ἄρθρα, κριτικὲς κ.λπ. στὸ πολυτονικό· ἄλλες πάλι χρησιμοποιοῦν πελώρια πεζὰ στοιχεῖα γιὰ τίτλους χωρὶς κανένα τόνο ἢ ἀλλο σημάδι (ἡ πρώτη ἐντύπωση εἶναι ὅτι διαβάζεις λέξεις κάποιας ἄλλης γλώσσας).

Τὸ ἐπιχείρημα γιὰ τὴ χρήση τοῦ μονοτονικοῦ ἀπὸ μέρους τῶν ἐκδοτῶν εἶναι ὅτι συμβάλλει στὸν περιορισμὸ τοῦ κόστους τῆς τυπογραφικῆς ἐργασίας. Δὲ νομίζουμε ὅμως ὅτι ἡ ἱστορία ξεκίνησε γιὰ νὰ ἐπιτευχθεῖ οἰκονομία. Ἁπλῶς στὴν πορεία τοῦ πράγματος χρησιμοποιήθηκε καὶ αὐτὸ ὡς ἕνα λυσιτελὲς δέλεαρ πρὸς τὶς ἐκδοτικὲς ἐπιχειρήσεις. Οἱ κύκλοι, τὰ κυκλώματα καὶ οἱ «ἀόρατες» ἐπιρροὲς ποὺ ἐπιδιώκουν τὴν ἁπλούστευση τῆς ἑλληνικῆς γραφῆς, τὴν «ἐκλαΐκευσή» της, μὲ ἀπώτερο σκοπὸ τὴν ἔνταξή της (δὲν μποροῦμε νὰ ξέρουμε πότε θὰ γίνει αὐτὸ καὶ μὲ ποιά μεθόδευση) στὰ λατινογενῆ ἀλφάβητα τῆς Εὐρώπης, βρῆκαν τὴν εὐκαιρία μὲ τὸν «ἐκδημοκρατισμὸ» (ἀνοιχτοὶ πρὸς ὅλα τὰ ρεύματα), τὸν ἐξ-Εὐρωπαϊσμὸ (τὴν ΕΟΚ, τὴ μαγνητικὴ παρα-παιδεία τῶν ξένων σχολῶν καὶ ἰνστιτούτων στὴν Ἑλλάδα, τὴν τουριστικὴ ἀλληλομόλυνση) καὶ τοὺς πάσης φύσεως -ιωνισμοὺς καὶ -ισμοὺς ποὺ σὰν παρασιτικὲς περικοκλάδες φύονται σ᾿ ὅλους τοὺς τομεῖς τῆς ζωῆς τοῦ ἔθνους, θεριεύουν καὶ περισφίγγουν ἀσφυκτικὰ τὸν ἑλληνικὸ κορμό μας, βρῆκαν, λέμε, τὴν εὐκαιρία νὰ «προσηλυτήσουν» (καὶ μετὰ τὸν προσηλυτισμό, ξέρουμε ὅτι δέχεται κανεὶς τὰ πάντα, τὰ πάντα) ὅσους διέθεταν τὰ μέσα ἐπηρεασμοῦ τῆς κοινῆς γνώμης (ὅσον πάει τὸ «γνώμης» ἐξαφανίζεται καὶ ἀναπληρώνεται ἀπὸ τὴ μᾶζα ποὺ δὲν ἔχει γνώμη), καὶ «πέρασαν» ἐντέχνως τὶς καινοτομίες ὄχι μόνο στὸ γραπτὸ λόγο, ἀλλὰ καὶ στὶς ἰδέες, ἀλλάζοντας πιὰ τὸν ψυχισμὸ τοῦ Ἕλληνα, ἀπὸ τὴν συνεκτικότητα πρὸς τὸν κατακερματισμό, ἀπὸ τὴν παράδοση πρὸς τὴν ἀλλο-τρίωση. Ἔτσι, συνεργοὶ ἢ μιμητές, ἐκούσια ἢ ἀκούσια, μπήκαμε στὸ δρόμο ποὺ πάει γιὰ τὴν ἀνεγκέφαλη στρούγκα.

Ἀκόμα καὶ ἂν εὐσταθεῖ κάπως τὸ οἰκονομικὸ ἐπιχείρημα (πράγματι μικρὸς χρόνος ἐξοικονομεῖται στὴ στοιχειοθεσία ἀνάμεσα στὸν ἕνα τρόπο, τὸν πολυτονικὸ καὶ τὸν ἄλλο, τὸ μονοτονικό, εἴτε μὲ μονοτυπία εἴτε μὲ τὴ φωτοστοιχειοθεσία γίνεται αὐτή), τὸ ἐπιχείρημα αὐτὸ δὲν μπορεῖ να ἰσχύσει σὲ ἕνα θέμα ὅπως εἶναι ἡ καθιερωμένη γραφὴ ἑνὸς λαοῦ. Οἱ ὁποιεσδήποτε «δυσκολίες» θεωροῦνται δεδομένες καὶ μέσα σ᾿ αὐτὰ τὰ πλαίσια θὰ κινηθεῖ ἡ τεχνολογία ἐξευρίσκοντας ὅλο καὶ πιὸ προηγμένους μηχανισμοὺς γιὰ τὴν ἐπίτευξη τοῦ καλύτερου ἀποτελέσματος — καὶ ἀποτέλεσμα δὲν θεωρεῖται σὲ ὅλες τὶς περιπτώσεις ἡ συντόμευση τοῦ χρόνου. Ἕνα ρολόϊ ἀκριβείας ἔχει ἕναν πολύπλοκο μηχανισμό; πλῆθος ὁδοντωτοὺς τροχούς, ἐλατήρια, ρουμπίνια, βίδες ποὺ λειτουργοῦν σὰν γυροσκόπια γιὰ τὴν ἐπίτευξη ἰσορροπίας τοῦ χρόνου. ᾽Εὰν θέλουμε νὰ λιγοστέψουμε γιὰ ἐξοικονόμηση δαπάνης τὰ ἐξαρτήματα καὶ τὰ περιορίσουμε, ἂς ποῦμε, σὲ δυὸ ρόδες καὶ μιὰ σούστα, τότε δὲ θὰ ἔχουμε «ὡρο-λόγιον» (ἡ λέξη λόγος χρησιμοποιεῖται ὡς πρόσφυμα γιὰ νὰ καταδείξει τὴν «ἐντελῆ γνῶσιν»), ἀλλά, ὅπως λέει ὁ λαὸς «καβουρντιστῆρι». Ὑπάρχουν λοιπὸν κάποια πλαίσια δεδομένα ποὺ δὲ γίνεται νὰ περιοριστοῦν χωρὶς νὰ ἐπέλθη κάποια ζημία στὸ ἀντικείμενο τὸ ὁποῖο, ὑποτίθεται, ἐξυπηρετοῦν. Ἔτσι καὶ στὸ γραπτὸ λόγο. Ἂν ἡ οἰκονομία ἦταν ὁ «γνώμων τῶν ἁπλουστεύσεων», τότε θὰ ἔπρεπε ἡ ἀγγλική, ἡ γαλλική, ἡ γερμανικὴ γλῶσσα ἀπὸ καιρό, ἀπὸ τότε ποὺ μπήκαμε στὴ βιομηχανικὴ ἐποχή, ὁπότε τὸ κοστολόγιο ἔχει ἀναχθεῖ σὲ ἐπιστήμη, θὰ ἔπρεπε, λέμε, νὰ εἶχαν εἴτε σταδιακὰ εἴτε ἀπότομα, καταργήσει τὴν ἱστορική τους ὀρθογραφία καὶ νὰ εἶχαν υἱοθετήσει τὴ φωνητικὴ γραφή. ᾽Αλλὰ δὲν πείραξαν τίποτα ἀπ᾿ τὰ περριτὰ τῆς γλῶσσας, γιατὶ ξέρουν πολὺ καλύτερα ἀπὸ κάποιους χηνοβοσκοὺς ἕλληνες «γλωσσολόγους» ὅτι σὲ μιὰ περίπλοκη κατασκευὴ ὅπως εἷναι ἡ γλῶσσα τὰ ὅρια τοῦ περιττοῦ καὶ τοῦ χρήσιμου εἶναι συγκεχυμένα (δέχονται ὅτι ἀποτελοῦν αὐτὰ τὴ φυσιογνωμία τῆς γλώσσας), τὸ ἴδιο ὅπως καὶ σὲ μιὰ κατασκευὴ ἕνας μικρὸς βραχίων μπορεῖ νὰ φαίνεται περιττός, ἀλλὰ ὁ προνοητικὸς κατασκευαστὴς δὲν τὸν ἀφαιρεῖ γιατὶ μπορεῖ νὰ κλονισθεῖ ἡ ἰσορροπία τοῦ σκελετοῦ καὶ κατὰ συνέπεια τοῦ ἐποικοδομήματος.

 

Καὶ ἂν ἀκόμα ὑποθέσουμε ὅτι τὰ οἰκονομικὰ τῶν ἐκδοτῶν φθάνανε σ᾿ ἕνα (κωμικά) ὁριακὸ σημεῖο: δηλαδὴ ἢ καταργοῦμε τοὺς τόνους ἢ κλείνουν οἱ ἐπιχειρήσεις μας, δὲ γνωρίζουμε τί θ᾽ ἀπαντοῦσαν ἂν κάποιος τοὺς ἔλεγε: καὶ ποιός σᾶς ἀναγκάζει νὰ βγαίνετε μὲ 32, μὲ 48 ἢ 64 σελίδες. Εἶναι ὁμολογημένο πιὰ ὅτι τὰ τρία τέταρτα μιᾶς πολυσέλιδης ἐφημερίδας ἀποτελοῦνται ἀπὸ ἄχρηστα κείμενα καὶ ἀπὸ ἄσχετες φωτογραφίες. Καὶ τὰ ἀξιόλογα κείμενα ποὺ ὑπάρχουν (καὶ ὑπάρχουν σὲ κάθε ἐφημερίδα ἀξιόλογα κείμενα γιατὶ οἱ καταρτισμένοι δημοσιογράφοι δὲν ἔλειψαν ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα, ἴσως δὲν ὑπάρχουν ἀρκετὲς «χρυσὲς πέννες» ἀλλὰ σπίθες καὶ διαμαντάκια βρίσκει κανεὶς σὲ κάθε φύλλο), αὐτὰ χάνουν, ὑποβαθμίζονται ὅπως εὐτελίζεται μιὰ ὀρχιδέα ἢ ἔστω ἕνα τριαντάφυλλο τυλιγμένο σὲ στρατσόχαρτο. Ὥστε εἶναι διπλὴ ἡ ἀπώλεια (μαζὶ μ᾿ ἐκείνην τοῦ συναλλάγματος) μὲ τὴν ἀλόγιστη αὔξηση τῶν σελίδων ποὺ τὸ μόνο ποὺ ἐπιτυγχάνουν εἶναι νὰ «βρωμίζουν» (ἢ ἐπὶ τὸ προοδευτικώτερον νὰ «βρομίζουν») τόσο τὰ δάχτυλα ὅσο καὶ τὸ μυαλὸ τοῦ ἀναγνώστη. Ὥστε νὰ μὴ προφασιζόμαστε ὅτι περικόπτουμε τὴ γλῶσσα γιὰ νὰ σώσουμε τὴ σαβούρα.

Δὲν εἶναι λοιπὸν τὸ οἰκονομικὸ ἐπιχείρημα ποὺ ἔκανε τοὺς πρώτους ἐκδότες νὰ ἐφαρμόσουν τὴ μονοτονικὴ γραφή, ἀλλὰ τὸ «ἰδεολογικό», δηλαδὴ ὅτι συντάχθηκαν μὲ τὶς «καινοτομίες» τῶν Γληνοῦ, Καρθαίου, Κακριδῆ, Κριαρᾶ. Ἀλλὰ ὅταν διαθέτεις ἕνα μέσο ποὺ ἐπηρεάζει ἄμεσα τὴν κοινὴ γνώμη καὶ χρησιμοποιεῖς αὐτὸ τὸ μέσο γιὰ νὰ φέρεις τομὴ στὴν παράδοση, τότε μετέχεις κι᾿ ἐσὺ τῆς εὐθύνης, ἀδιάφορο μικρῆς ἢ μεγάλης, στὶς ὁποιεσδήποτε ἐξελίξεις. Καὶ σήμερα, ἀπὸ μιὰ προοπτικὴ ἀρκετῶν ἐτῶν, μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι οἱ ἐξελίξεις αὐτὲς ἦταν κακές, ὀλέθριες. Νὰ μὴ μᾶς ποῦνε ὅτι ἡ σημερινὴ ἀποδιοργάνωση τῆς γλώσσας, ποὺ ὁμολογεῖται ἀπὸ ὅλες τὶς παρατάξεις, ὀφείλεται σὲ «μεταβατικοὺς λόγους» ἢ σὲ κοινωνικὲς διεργασίες! Οἱ ἀσαφεῖς δικαιολογίες ὑποκρύπτουν πάντοτὲ ἢ ἐνοχὴ ἢ μὴ κατανόηση τοῦ προβλήματος. Τὸ πρᾶγμα εἶναι ξεκάθαρο καὶ δὲν ἐπιδέχεται ἀμφισβήτηση: Τὸ Κράτος, τὰ κόμματα (ὅλα μεταπολιτευτικῶς ἐκτὸς ἀπὸ ἕνα-δυὸ μικρὰ κόμματα μὴ ψηφοθηρικά) καὶ ὁ Τύπος παρασυρμένα ἀπὸ «συρμοὺς» ἢ πονηρὲς εἰσηγήσεις ἔφεραν τὰ πράγματα σ᾿ αὐτὸ τὸ σημεῖο. Καὶ τὸ περίεργο, ἀλλὰ ὄχι δυσεξήγητο, εἶναι ὅτι τὶς καινοτομίες στὴ γραφὴ τὶς προετοίμασαν, ὄχι ὅπως θὰ περίμενε κανεὶς οἱ ἀριστερὲς ἐφημερίδες, ἀλλὰ οἱ «ἀστικὲς»· ἡ Αὐγὴ καὶ ὁ Ριζοσπάστης ἀκολούθησαν. Οἱ πηγὲς ἐπιρροῆς εἶναι βέβαια διαφορετικὲς (παραπέμπουμε σὲ προηγούμενες σελίδες), ἀλλὰ ὁ στόχος εἶναι κοινός: ἡ ἀλλοίωση τῶν εἰδοποιῶν χαρακτηριστικῶν τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Στὴ συνέχεια καὶ στὴ γενίκευση τοῦ μέτρου (ὄχι ἀπόλυτη, ἀλλὰ μὲ σημαντικὲς ἐξαιρέσεις) δὲν ἐπενέργησαν τόσο οἱ «ἐπιρροές», ὅσο ὁ μιμητισμὸς καὶ οἱ ἀβασάνιστες λύσεις τῆς εὐκολίας.

 

Τώρα, ὅσον ἀφορᾶ τοὺς ἐκδότες τῶν βιβλίων ἐκεῖ βρίσκουμε μιὰ πιὸ σθεναρὴ στάση στὴ διατήρηση τῆς παραδοσιακῆς γραφῆς. Οἱ ἀξιολογώτεροι τῶν ἐκδοτικῶν οἴκων ἐμμένουν: Ἴκαρος, Κέδρος, Κολλάρος καὶ Σία, Ἀστήρ, Φίλοι τοῦ Βιβλίου, Δωδώνη, Ἐκδ. Γρηγόρη, Imago, Στιγμή, Δόμος, Γνώση, Νεφέλη, Ὕψιλον, Ἄγρα καὶ πολλοὶ ἄλλοι ἀπορρίπτουν τὴ φαλακρὴ γραφὴ καὶ τὸ τηλέφειον ὕφος (συμπορεύονται αὐτὰ τὰ δύο) γιατὶ ἔχουν συνείδηση τῆς ἀποστολῆς τους, γνωρίζουν τί θὰ πεῖ λογοτεχνία, σέβονται τὴν προσωπικὴ ἄποψη τοῦ συγγραφέα καὶ δὲν ἐνδίδουν στὸ ἄλλως ἀμφίβολο οἰκονομικώτερο κόστος (τὸ μονοτονικὸ ταυτιζόμενο μὲ τὸ κέρδος ἐπέφερε, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, καὶ καίριο πλῆγμα στὴν «πνευματική» του ὑφή). Φυσικὰ ἡ μόδα ἔγινε εὐμενῶς ἀποδεκτὴ ἀπὸ τοὺς ἐμπόρους καὶ μεταπράτες τοῦ βιβλίου, ἀπὸ κάποιους φανατικὰ προοδευτικοὺς συγγραφεῖς καὶ τοὺς ἐκδότες ποὺ ἀπευθύνονται σὲ κομματικὰ ἐνταγμένους ἀναγνῶστες καὶ κυρίως ἀνάμεσα στὴν ἀπληροφόρητη νεολαία ποὺ θέλγεται ἀπὸ τὸ νεότροπο καὶ τὸ «μεταρρυθμιστικὸ».

Παράλληλα τὰ περιοδικὰ «ποικίλης ὕλης» ἢ ἄλλως τὰ καλούμενα ψυχαγωγικὰ (μᾶλλον ψυχοδιωκτικά), ποὺ ὅσο κερδίζει ἔδαφος ἡ βιομηχανία τοῦ στιλπνοῦ χαρτιοῦ καὶ τῶν ὀφσὲτ χρωμάτων τόσο αὐτὰ καταλήγουν σὲ σαλόνι διαφημιστικῶν φωτογραφιῶν καὶ ἐρεθιστικῶν ἢ ἀποπροσανατολιστικῶν κειμένων, ἄλλα ἀπὸ ἰδεολογικὴ σύγχυση ἢ κατεύθυνση (εὐρωπαϊσμός, διεθνισμός, κοσμοπολιτισμός) καὶ ἄλλα ἀπὸ μόδα καὶ κολακεία τῶν ἀνεγκέφαλων, υἱοθέτησαν εὔκολα, τὸ ἕνα κατόπιν τοῦ ἄλλου, τὸ μονοτονικὸ γιὰ νὰ εἶναι «in» (τὸ in στὰ ἑλληνικὰ μεταφράζεται: ἔξω (out) ἀπὸ κάθε σοβαρότητα). ᾽Αλλὰ ὅπως καὶ νὰ γράφονται αὐτὰ τὰ περιοδικὰ τίποτα δὲν προσφέρουν, οὔτε στὴ γλῶσσα οὔτε στὴ σκέψη οὔτε στὴν παράδοση οὔτε στὸν πολιτισμό. Εἶναι τὰ ροδοπέταλα τῆς χαζοχαρᾶς, ἔναντι μικροῦ ἀντιτίμου, ποὺ μαραίνονται τὴν ἐπαύριο· εἶναι ὁ χάρτινος διάκοσμος ποὺ τὴν ἑπομένη ποδοπατημένος γεμίζει τὶς σκουπιδοσακκοῦλες τῆς «Ἱστορίας». Ἂς γράφονται ὅπως τὸ θέλουν οἱ μπίζνεσμαν ἐκδότες τους. Οὔτε καλὸ κάνουν οὔτε κακὸ στὴν Παιδεία τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Δὲν συντείνουν στὴν κρίση· εἷναι αὐτὰ τὰ ἴδια μέρος τῆς κρίσης. Εἶναι ἡ ἀναπόδραστη ἡλάγρα ποὺ ἀποσπᾶ ἀπὸ μέσα μας πόντο τὸν πόντο τὴν παραλογιασμένη ἀνθρωπιά μας. Ἀλλὰ κάπου τὸ καρφὶ (ὁ ἧλος) δὲν ξεκολλάει· ἐκεῖ εἶναι ἡ ἐλπίδα μας.

Μιὰ ἐξαίρεση ὅμως ἧρθε ν᾿ ἀπειλήσει αἰφνιδιαστικὰ αὐτὴν τὴν ἐπέλαση τοῦ στιλπνοῦ χαρτιοῦ καὶ τῆς ἀσημαντολογίας. Μιὰ ἐξαίρεση ποὺ σὰν πυριφλεγὴς μετεωρίτης ἔπεσε καταμεσὶς καὶ τάραξε αὐτὸ τὸ τέναγος ὅπου ἀναδεύουν, βουλιάζουν καὶ μορφάζουν γόησσες-καρμπόν, μπούτια σὲ λαμπερὰ καλσόν, χρυσοὶ ἀναπτῆρες καὶ πιστολάδες μὲ σιγαστῆρες, φληναφήματα σὲ περίπτυξη μὲ ρυπαρογραφήματα. ᾽Απειλὴ γιατὶ προσέβαλλε ἀπὸ μέσα τὸ φρούριο· ἀπέδειξε ὅτι τὸ μοντέρνο δὲν πρέπει νὰ εἷναι κατ᾿ ἀνάγκη ἄβαθο, τὸ στιλπνὸ μπορεῖ νὰ κρύβει ποιότητα καὶ μάλιστα ὑψηλῆς στάθμης. Μὲ τὰ ἴδια τὰ ὅπλα τοῦ ἀντιπάλου ἀφώπλισε καὶ ἀπογύμνωσε τὸν ἀντίπαλο. Πρόκειται γιὰ τὸ πε ριοδικὸ Τὸ Τέταρτο, ποὺ τὸ ἐμπνεύστηκε, τὸ ἐμπνέει καὶ τὸ διευ θύνει ὁ Μάνος Χατζηδάκης, αὐτὸς ὁ ἀντι-ἀγελαῖος, ὁ ἀντι-δημαγωγός, ὁ εἰλικρινέστατος (νὰ μὴ νομίσει ὁ ἀναγνώστης ὅτι ἀνήκουμε στὸν κύκλο τῶν φίλων του, οὔτε κἂν γνωριζόμαστε), καὶ ποὺ ἀπ᾿ τὸ πρῶτο φύλλο του διακήρυξε ὅτι τὸ περιοδικὸ θὰ ἐκδίδεται στὴ γλῶσσα ποὺ παραλάβαμε, μὲ τὴν ὀρθογραφία της, μὲ τὴν ἐτυμολογία της, τὴν καλλιέπεια καὶ τὴν κομψοέπεια της. Ὁ Χατζηδάκης μᾶς θυμίζει τὸν Χαῖντελ (ὅσο καὶ ἂν οἱ «μουσικές» τους εἶναι διαφορετικὲς γιατὶ ἀνήκουν σὲ διαφορετικὲς ἐποχές· ὁ μεγαλουργὸς ἐκεῖνος συνθέτης, λένε ὅτι ὅταν καθότανε στὸ κλαβσέν του νὰ συνθέσει φοροῦσε τὴν ἐπίσημη ἐνδυμασία του καὶ εἶναι γνωστὸ τί ἡταν τότε ἐκεῖνες οἱ ἐνδυμασίες: ἀτλάζια, σειρίτια, δαντέλες· καὶ ὁ Χατζηδάκης προτοῦ συνθέσει, προτοῦ μιλήσει καὶ προτοῦ γράψει ντύνεται τὴν ἀξιοπρέπεια χωρὶς ἀξιοπρέπεια ὁ ἄνθρωπος γίνεται συρφετὸς καὶ ὁ συρφετὸς δὲν δημιουργεῖ πολιτισμό, τὸν καταποντίζει).

Τὸ Τέταρτο ἦρθε νὰ ἐνισχύσει μὲ νέα χαλύβδινα σύρματα τὸν κάβο ποὺ κρατάει τὸ ἄρμενο (τῆς πάντοτε ἀμυνόμενης ἀλλὰ καὶ πάντα ἀνανεούμενης μὲ ποιότητα Παράδοσης) ἀπὸ τὸ μῶλο τὴ στιγμὴ ποὺ αὐτὸς ὁ κάβος ἀπὸ τὴν ἰδεολογικὴ θύελλα καὶ τὶς ἐφ-ἕλξεις τῶν αἱρετικῶν προσηλυτισμῶν ἔτριζε νὰ σπάσει. Τὸ Τέταρτο ξεκίνησε πιστεύοντας στὸν ἑλληνικὸ καὶ καταξιωμένο κώδικα γραφῆς τὴ στιγμὴ ποὺ ἄλλα περιοδικά, ἐφημερίδες καὶ ποικίλα ἔντυπα μεταβάλλουν τὸν τρόπο ποὺ γράφονταν ὣς τὰ τώρα καὶ ἄβουλα διαβουκολεύονται ἀγεληδὸν νὰ μαντρωθοῦν στὸ ράντσο τῆς μονοτονικῆς, ἀτονικῆς, φωνητικῆς καὶ ἁπλουστευτικῆς ἀγραμματοσύνης, Τὸ Τέταρτο, ποὺ ἀπευθύνεται σὲ πολὺ περισσότερους ἀναγνῶστες ἀπ᾿ ὅ,τι τὰ λογοτεχνικὰ καὶ καλλιτεχνικὰ περιοδικὰ γιατὶ ἔχει πλατιὰ ἐνδιαφέροντα, μὲ τὸ νὰ γράφεται μὲ τὸν σωστό, παραδοσιακὸ τρόπο κατατάραξε τοὺς «προοδευτικοὺς» διανοούμενους ποὺ συμπορεύονται μὲ τοὺς σαπουνοεκδότες, γιατὶ κατέρριψε τὸ ἀβάσιμο ἐπιχείρημα τοῦ οἰκονομικοῦ κόστους καὶ τὴν ἄποψη ὅτι τὸ μονοτονικὸ ἐκφράζει τὴν «προχωρημένη σκέψη» καὶ τὸ τεχνολογικῶς καὶ λαϊκιστικῶς «μοντέρνο». Ἔτσι ὅλων αὐτῶν κινδύνεψε ἡ παραμυθολογία. Γιὰ τοῦτο καὶ δέχτηκε Τὸ Τέταρτο πληθωρι(στι)κὲς ἐπιθέσεις (ποὺ κι᾿ αὐτὲς ὅπως κάθε τι τὸ πληθωριστικὸ ἦταν ἀερώδεις καὶ τυμπανιαῖες). Ὁ εἷς τῶν Τριῶν Σωματοφυλάκων, αὐτὸς ποὺ σὲ ὅλα ἀπαντᾶ καὶ σὲ ὅλα συντρέχει, ὁ κ. Βασίλης Φόρης τῆς Θεσσαλονίκης, πῆρε φόρα ὡς ἄλλος Πόρθος, καὶ ξιφούλκησε ἀπειλώντας ὅτι «θὰ δείρει, θὰ σκίσει καὶ θὰ κρεμάσει!» ᾽Αλλὰ μᾶλλον μειδιάματα εἰσέπραξε, γιατὶ ὅλοι ξέρουν ὅτι μὲ ξύλινα σπαθιὰ δὲν ἀνοίγονται «κουμπότρυπες». Καὶ Τὸ Τέταρτο κρατάει γερά...

 

Ὅπως κρατοῦν καὶ τὰ σοβαρὰ λογοτεχνικὰ περιοδικὰ ποὺ δὲν πτοήθηκαν καὶ συνεχίζουν νὰ γράφονται μὲ τὴ σωστὴ ἑλληνικὴ γραφή, γιατὶ οἱ ἐκδότες τους ξέρουν ὅτι ἡ Λογοτεχνία δὲν εἶναι ἀλογο-τεχνία καὶ ὅτι τὰ ἑλληνικὰ πρέπει νὰ γράφονται μὲ τὴ σκέψη καὶ τὴν πέννα καὶ ὄχι μὲ τὶς ὁπλές. Καὶ ἀναφέρουμε ἐνδεικτικὰ τά: Εὐθύνη, Νέα Ἑστία, ᾽Εποπτεία, Λέξη, Δέντρο, Δεκαπενθήμερος Πολίτης, Σύναξη, Ὁδὸς Πανός, Κριτικὴ καὶ Κείμενα, Νέα Πορεία, Χάρτης καὶ ἀρκετὰ ἄλλα ποὺ ἀντιστέκονται μὲ τὸ ἦθος τους καὶ τὴν ποιότητά τους στὶς ἐπελάσεις τῶν ἀλογοτεχνῶν νεοβαρβάρων.

Ὡστόσο, μὲ τὴ θεσμοθέτησή του τὸ μονοτονικὸ ἔγινε πιὰ ὄργανο κρατικῆς καὶ ἐξουσιαστικῆς ἐπιβολῆς. Τὸ θέμα ἔπαυσε νὰ εἶναι γλωσσολογικὸ καὶ μπαίνει στὸ χῶρο τῆς συνειδησιακῆς βίας. Νὰ μὴν ὑποτιμοῦμε τὸ γεγονὸς ἐπειδὴ οἱ πολλοὶ δέχτηκαν τὴν ἀλλαγὴ τῆς γραφῆς. Οἱ ἄνθρωποι ὑποκύπτουν ὅταν δὲν κατανοοῦν κάτι, ὅταν αὐτὸ ποὺ τοὺς ἐπιβάλλουν δὲν τοὺς «τσούζει». Ἡ ἀποδοχὴ τῆς βίας δὲ σημαίνει ὅτι δὲν ἀσκεῖται βία. Καὶ εἰναι ὀδυνηρὴ γιὰ κάποιους ποὺ τοὺς «τσούζει» ἡ ὁποιαδήποτε ἄσκηση βίας. Αὐτοὶ εἶναι τὸ εὐαίσθητο βαρόμετρο καὶ ὄχι οἱ ἄλλοι ποὺ εἶναι συνηθισμένοι νὰ περπατᾶνε σκυφτοὶ καὶ στὸν ἥλιο καὶ στὴ βροχή. Θεσμοθέτηση τοῦ μονοτονικοῦ σημαίνει ἐπιβολή του στὴ Διοίκηση, δηλ. στὴ Γραφειοκρατεία καὶ στὴν ᾽Εκπαίδευση. Καὶ αὐτὸ μεταφράζεται α) σὲ πειθαναγκασμὸ τῆς συντριπτικῆς πλειοψηφίας τῶν μορφωμένων, τῶν ἐγγράμματων πολιτῶν στὶς σχέσεις τους μὲ τὸ κράτος, νὰ διαβάζουν καὶ νὰ γράφουν σ᾿ ἕνα σύστημα ὀρθογραφίας καὶ ὁρθοφωνίας ποὺ δὲν τὸ ξέρουν καὶ ἐπιπλέον τοὺς ἐνοχλεῖ ἔντονα γιατὶ ὑποχρεώνονται ν᾿ ἀποβάλουν κάτι ποὺ τὸ θεωροῦν ἀπόκτημά τους ὕστερα ἀπὸ κόπο, μάθηση καὶ γνώση, καὶ β) σὲ κατήχηση τῶν παιδιῶν σὲ γλωσσικὸ ἰδίωμα μηχανιστικό, χρησιμοθηρικὸ ποὺ στομώνει ἀντὶ ν᾿ ἀκονίζει τὸ μυαλὸ σὲ πνευματικὴ ἄθληση (ἡ ἐξ-ἄσκηση στὴ γλῶσσα εἶναι κάτι τὸ διαφορετικὸ μὲ τὶς ἀσκήσεις στὰ μαθηματικά) καὶ ποὺ τὰ φέρνει σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ παρελθὸν ποὺ εἶναι μιὰ συνεχὴς μεταλαμπάδευση, μέσῳ τῆς γλώσσας, τῶν πνευματικῶν ἀξιῶν τῆς φυλῆς μας, ὡς Ἑλλήνων.

Μετὰ τὴν ψήφιση τοῦ νόμου, ἐκδόθηκε ἕνα Προεδρικὸ Διάταγμα, τὸ 297/1982 ποὺ καθώριζε τὸν τύπο καὶ τοὺς κανόνες τοῦ μονοτονικοῦ. Δόθηκε καὶ γιὰ μερικὲς μέρες μεγάλη προβολὴ καὶ δημοσιότητα σὲ κάποιες ἀντιμαχίες μεταξὺ μελῶν τῆς Ἐπιτροπῆς τῶν μονοτονιστῶν σχετικὰ μὲ τὸ ἂν θὰ εἶναι «ὀρθόδοξο» τὸ μονοτονικὸ ἢ συμβιβαστικὸ (δηλ. ἂν θὰ μπαίνει ὀξεῖα ἢ κουκίδα στὶς τονιζόμενες συλλαβές, ἂν θὰ βάζουμε παῦλα ἀνάμεσα στὸ οὐσιαστικὸ καὶ τὴν κτητικὴ ἀντωνυμία κ.ἄ. τέτοια «θεολογικὰ») ποὺ ὁ διαφανὴς σκοπός τους ἦταν ν᾿ ἀποπροσανατολίσουν τὴν κοινὴ γνώμη ἀπὸ τὸ οὐσιῶδες στὰ παρεπόμενα ἀπὸ τὸ καίριο (πραξικόπημα) στὶς ἐπὶ μέρους ἐφαρμογές του.

 

Βέβαια ἡ πλήρης ἐφαρμογὴ τοῦ μονοτονικοῦ στὴ Διοίκηση μετατέθηκε μερικοὺς μῆνες ἀργότερα, τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1982, γιατὶ ἀμέσως ἔγινε ἀντιληπτὸ ὅτι τὸ σύστημα χρειαζότανε μιὰ προεργασία καὶ μιὰ προπαιδεία τῶν ὑπαλλήλων ὡσότου ἐξοικειωθοῦν (ποὺ ὅμως δὲν ἐξοικειώθηκαν μέχρι σήμερα καὶ τὰ δημόσια ἔγγραφα βρίθουν ἀπὸ τονικούς, ἀτονικούς, πολυτονικοὺς τρόπους, ὅλους χαρμάνι στὸ ἴδιο κείμενο). Γιατὶ αὐτὸ εἷναι τὸ ἀξιοπερίεργο καὶ τὸ σχιζοφρενικό: τὸ δῆθεν ἁπλουστευτικὸ μονοτονικὸ εἶναι στὴν πράξη καὶ αὐτὸ περίπλοκο, ἔχει τοὺς κανόνες του, τὶς ἐξαιρέσεις του, δημιουργεῖ πολλὲς ἀμηχανίες καὶ ἀμφιβολίες, ὄχι μόνο σ᾿ ἐκείνους ποὺ ἀναγκάζονται νὰ γίνουν «προσήλυτοι» στὸ νέο δόγμα, ἀλλὰ καὶ στοὺς «νεοφώτιστους» δηλαδὴ στοὺς μικροὺς μαθητές. Κι᾿ αὐτὸ συμβαίνει γιατὶ ἡ ἐλληνικὴ γλῶσσα στὴ διαχρονικὴ ἐπεξεργασία της γιὰ τὴ σωστὴ ἀπο-τύπωση τῆς ἐκφορᾶς τοῦ λόγου υἱοθέτησε τρόπους καὶ σημάδια (ὅπως τὴν ἀπόστροφο, τὴν ἔκθλιψη, τὰ διαλυτικά, τὴν ἀφαίρεση, τὴν ἀποκοπή, τὶς διφθόγγους, τὶς προσωπικὲς ἀντωνυμίες ποὺ συγχέονται μὲ τὰ ἐγκλιτικά, τὰ ἐρωτηματικά, τὰ διαζευκτικὰ γιὰ τὰ ὁποῖα ἀνακύπτει, συνεχῶς τὸ ἐρώτημα στὸν γράφοντα: «πρέπει ἐδῶ νὰ βάλω τόνο, καὶ ἂν πρέπει ποῦ νὰ τὸν βάλω;» ἄσχετα μὲ τὶς ἀσάφειες ποὺ δημιουργοῦνται καὶ τὴ ζημιὰ ποὺ προσγίνεται στὸ ρυθμὸ τῆς γλώσσας, πρᾶγμα ποὺ θὰ φανεῖ μακροπρόθεσμα) — σημάδια, λέμε, ποὺ ὅλα ἀποδείχτηκαν ἀπαραίτητα στὴ δόμηση τοῦ σωστοῦ ἐλληνικοῦ γραπτοῦ λόγου.

Στὰ πνευματικὰ θέματα δὲν ἰσχύει τό: «ὀρνιθοσκαλίστε, κουκουλῶστε, τελειώσατε!»· ἂς ἀφήσουμε τέτοια «σλόγκαν» στὶς παραινετικὲς εὐκολίες τῆς τηλεόρασης. Ἡ γραφὴ ἐπετεύχθη ὕστερα ἀπὸ τεράστια πνευματικὴ προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου· καὶ σιγὰ-σιγὰ ἀπὸ τὸν πρωτόγονο ἀλλὰ σεβαστὸ ἀργαλειό, φτάσαμε νὰ ὑφαίνουμε λαχούρι. Καὶ δὲ γίνεται τώρα μ᾿ ἕνα Διάταγμα τὸ αἰθέριο μεταξωτὸ νὰ τὸ ξανακάνουμε χασέ.

Αὐτὸ τὸ κατάλαβαν φυσικὰ καὶ οἱ καινοτόμοι συμβουλάτορες τῶν κυβερνώντων, γιατὶ εἰναι φανερὸ πιὰ ὅτι σέρνονται πρὸς τὸν καθωρισμένο στόχο, ἡ πίστη τους ἔχασε ἐκείνη τὴν ὁρμὴ ποὺ εἶχε ὅταν ἧταν οἱ «ἀντάρτες», οἱ «πιονέροι»· τώρα ποὺ ἔγιναν καθεστὼς νιώθουν τὶς δυσκολίες, νιώθουν ὅτι ξεσήκωσαν τὴν κατακραυγὴ ὅλων σχεδὸν τῶν πνευματικῶν ἀνθρώπων, βλέπουν τὰ παιδιὰ ν᾿ ἀποστρέφονται σιγὰ-σιγὰ τὴν παιδεία, συνειδητοποιοῦν ὅτι συνήργησαν σὲ μιὰ διάσπαση πάλι τοῦ Ἑλληνισμοῦ καὶ ὁπωσδήποτε σὲ ὡρες αὐτοελέγχου θὰ διαπιστώνουν ὀτι ἡ Ἱστορία δὲν θὰ δικαιώσει τὸ ἔργο τους, ὅτι θὰ ἔχουν τὴ μοῖρα ὅλων τῶν κατὰ καιροὺς «μεταρρυθμιστῶν», πολιτικῶν καὶ ἐκπαιδευτικῶν αὐτοῦ τοῦ τόπου ποὺ ἀπέτυχαν, ποὺ ἡ συνεισφορά τους ἦταν περισσότερο βλαπτικὴ παρὰ ὡφέλιμη, γιατὶ ἐπικέντρωσαν τὸ κήρυγμά τους στὸ ἐπιφαινόμενο, στὴν κροῦστα καὶ ὄχι στὴν οὐσία, ποὺ σὲ θέματα κοινωνικὰ οὐσία εἶναι ἡ αὐτογνωσία τοῦ ἀνθρώπου καὶ σὲ θέματα παιδείας εἰναι ἡ ἀποκάλυψη τοῦ πνεύματος. Καὶ γιὰ νὰ γίνουμε πιὸ σαφεῖς: οὔτε μὲ τὸ μεγαλύτερο μισθὸ ὁ ἄνθρωπος ἀγγίζει τὴν εὐτυχία, οὔτε μὲ τὴν κατάργηση τῶν τόνων κατακτᾶ τὴ μόρφωση. ᾽Αντιθέτως, ἂν περιορισθοῦμε σ᾿ αὐτά, σὲ κάποιο χρονικὸ σημεῖο ἡ ἀπογοήτευση ἢ ἡ ἀποτυχία εἰναι δεδομένες.

Αὐτὰ ὅμως, λένε οἱ πολιτικοί μας ὅτι εἶναι φιλοσοφία. Καὶ σήμερα αὐτοὶ ποὺ κυβερνοῦν οὔτε κἂν θέλουν νὰ τὴν ξέρουν. Ἴσως κάποτε νὰ γνωρίστηκαν μαζί της, ὡς ἄλλοι Λουκιανοὶ στὸ ἐνύπνιό τους, ἀλλὰ οὔτε στιγμὴ τὴ συντρόφεψαν, βιάστηκαν νὰ ξεμακρύνουν προτροπάδην γιατὶ ἡ παρέα της δὲν τοὺς «ἔκανε κέφι». Ἔμαθαν ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων ὅτι ἂν θέλουν νὰ ἐπιτύχουν σὰν πολιτικοί, τὸ πᾶν εἶναι νὰ μάθουν πῶς ἐκγυμνάζονται οἱ μάζες. Μὲ τὴν ἐκγύμναση μπορεῖς νὰ κάνεις καὶ τὰ κουνουπίδια καὶ τὰ βλῆτα καὶ τὰ πεπόνια νὰ παίρνουν πανὼ καὶ νὰ πηγαίνουν σὲ συλλαλητήρια ἢ ν᾿ ἀνεμίζουν κάτω ἀπ᾿ τὰ μπαλκόνια λαχανοσημαῖες μὲ τ᾿ ἀρχικὰ τῶν κομμάτων. Μήπως αὐτὸ δὲ γίνεται σ᾿ ἐκείνη τὴν Φρουτοπία, τὸ γνωστὸ σήριαλ γιὰ τὰ παιδιὰ (καὶ ὄχι μόνον);

Ἔτσι λοιπὸν μιὰ καὶ τὸ μονοτονικὸ θὰ ἐφαρμόζονταν πρῶτα στὴ Διοίκηση, ἔσπευσε ἡ Κυβέρνηση (οἱ γνωστοὶ γλωσσοσύμβουλοι δηλαδή) νὰ ἐκ-παιδεύσει τοὺς δημοσίους ὑπαλλήλους (ἐδῶ τὸ ἐκ = στερητικό, ἀφαιρετικό) ὥστε νὰ μάθουν νὰ γράφουν τὴ νέα γραφὴ καὶ νὰ ξεμάθουν τὴν ὀρθο-γραφία ποὺ ἤξεραν. Μὲ τὸ «ἀποστομωτικὸ» πρὸς τοὺς «ἀντιδραστικοὺς» ἐπιχείρημα ὅτι ἔτσι εὐκολύνεται ἡ δουλειὰ τῶν ὑπαλλήλων (ὅπως ἀναφέρει ἡ σχετικὴ ἐγκύκλιος: σύστημα γραφῆς πιὸ λογικό, πιὸ πρακτικὸ καὶ πιὸ οἰκονομικό). Ἀλλὰ ἐδῶ ἀνακύπτει ἡ πελώρια ἀντίφαση, τὸ κωμικὸ καὶ θλιβερὸ συνάμα τοῦ πράγματος. Ἡ ἐγκύκλιος ποὺ κοινοποιήθηκε σ᾿ ὅλα τὰ Ὑπουργεῖα καὶ τὶς Ὑπηρεσίες, πρὸς γνῶσιν καὶ συμμόρφωσιν (ἔχουμε ὑπ᾿ ὄψη μας ἐκείνη τῆς Προεδρίας τῆς Κυβερνήσεως: ὑπουργὸς ᾽Αγ. Κουτσόγιωργας) μαζὶ μὲ τὸ συναπτόμενο Προεδρικὸ Διάταγμα καταλαμβάνει 5 σελίδες πυκνογραμμένες, τῶν 52-58 σειρῶν ἡ καθεμιὰ ποὺ ἀντιστοιχοῦν τουλάχιστον μὲ 8 σελίδες βιβλίου, οἱ ὁποῖες ἀναφέρονται σὲ ὁδηγίες γιὰ τὸ πῶς νὰ ἐφαρμόζεται τὸ μονοτονικὸ πού, ὅπως εἴπαμε καὶ πιὸ πάνω, ἔχει κι᾿ αὐτὸ κανόνες, ὑποδιαιρέσεις κανόνων, ἐξαιρέσεις, τονισμοὺς ἢ μὴ τῶν ἰδίων λέξεων μὲ διαφορετικὴ σημασία, πλῆθος περιπτώσεων ποὺ μόνο στὴν πράξη ἀντιμετωπίζονται, καὶ αὐτὲς οἱ περιπτώσεις μπορεῖ νὰ εἶναι ἄπειρες μπροστὰ στὶς ὁποῖες ὁ μαθητὴς ἢ ὁ μετεκπαιδευόμενος θὰ σταματάει γιὰ ν᾿ ἀναρωτηθεῖ: «νὰ τονίσω ἢ νὰ μὴν τονίσω;» Ἀπὸ μιὰ προσεκτικὴ ματιὰ σὲ κείμενα ὑπηρεσιακὰ βλέπει κανεὶς ὅτι οἱ κανόνες τοῦ μονοτονικοῦ δὲν ἐφαρμόζονται ἢ μᾶλλον ὁ καθένας γράφει ὅπως τοῦ ᾿ρθει, ἰδίως στὶς ἐκθλιβόμενες λέξεις, τὶς ἀντωνυμίες καὶ σὲ λέξεις ποὺ ἀρχίζουν μὲ δίφθογγο κ.ἄ. Ποῦ εἶναι λοιπὸν ἡ εὐκολία, καὶ χρειαζότανε τέτοια ἀναστάτωση γιὰ τόσο ἀμφίβολο ἀποτέλεσμα; Πρὶν εἴχαμε τὰ σφάλματα τῆς ὀρθογραφίας, τώρα ἔχουμε τὴν τσαπατσουλιὰ τῆς ἀνορθογραφίας. Ἀλλὰ γιὰ τὶς δυσκολίες καὶ τὸ ἀλλοπρόσαλλο τοῦ μονοτονικοῦ, ἡ βόμβα καὶ μάλιστα ἀπὸ ὁμόφρονες τῶν «καινοτόμων» τοποθετημένη, θὰ ἐκραγεῖ παρακάτω· ὀλίγη ὑπομονή!

 

Τὸ πιὸ σημαντικὸ χαρακτηριστικὸ γνώρισμα αὐτῆς τῆς περιόδου ποὺ ἀκόμα διανύουμε καὶ συγκεκριμένα ἀπὸ τὴν ἄνοδο τοῦ ΠΑΣΟΚ στὴν ἐξουσία, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ πραξικόπημα τοῦ μονοτονικοῦ, ἄρχισε καὶ μιὰ διολίσθηση, στὴ γλῶσσα, τόσο στὸν προφορικὸ ὅσο καὶ στὸ γραπτὸ λόγο, πρὸς ἕνα ἰδίωμα ποὺ προσβάλλει τὸ γλωσσικὸ αἴσθημα μὲ ὅποια κριτήρια καὶ ἂν τὸ ἀξιολογήσει κανείς. Θὰ τὸ λέγαμε τεχνητό, ψεύτικο, στρεβλό, κακόηχο. Αὐτὸ τὸ ἰδίωμα δὲν τὸ μιλάει οὔτε τὸ μίλησε ποτὲ ὁ λαός, οὔτε οἱ μορφωμένοι, εἴτε καθαρευουσιάνοι ἦταν αὐτοὶ εἴτε δημοτικιστές. Ἀλλὰ ἀμέσως, σὰν νὰ εῖχαν προσυνεννοηθεῖ, τὸ χρησιμοποίησαν πολλὰ ἀπ᾿ τὰ ἐπίσημα καὶ κυρίως τὰ ἀνεπίσημα μέλη ποὺ αὐτοχειροτονήθηκαν ἐκπρόσωποι τῆς ᾽Αλλαγῆς. Εἰναι ἕνα κρᾶμα τῆς ψυχαρικῆς διαλέκτου καὶ περισσότερο τῶν ἐπιγόνων της καὶ τῆς γλώσσας τῶν πρωτοσοσιαλιστῶν καὶ τῆς δεύτερης περιόδου τοῦ Ριζοσπάστη. Γλῶσσα τοῦ ἐργαστηρίου, τοῦ κομματικοῦ λεξιλογίου, χωρὶς ἀποχρώσεις, χωρὶς αἴσθημα, μὲ μονότονο καὶ μονοσήμαντο ρυθμό. Αὐτὸ τὸ μοντέλο πῆραν οἱ νεοσσοὶ τῆς μεταρρύθμισης, χωρὶς ν᾿ ἀντιληφθοῦν ὅτι ἀπὸ ἐκείνη τὴν παλιὰ ἐποχὴ τὰ πάντα σχεδὸν ἔχουν ἀλλάξει καὶ ὅτι μιὰ τέτοια γλῶσσα ἀπωθεῖ ἀντὶ νὰ θέλγει καὶ νὰ κερδίζει ὁπαδούς. Ἡ γλῶσσα δὲν προκατασκευάζεται· αὐτὸ νὰ τὸ καταλάβουμε πιὰ ὅλοι. Πολλὰ στοιχεῖα ἀλλάζουν, γίνονται νέες προσφύσεις, μεταπλάσεις, ἀλλὰ ἐπιβιώνουν μόνον ὅσα ὑπακούουν σ᾿ ἕναν ἀκλόνητο κανόνα: στὸ ρυθμὸ τῆς γλώσσας. Καὶ ἡ ἐλληνικὴ γλῶσσα (ὅπως, ὑποθέτουμε, καὶ ὅλες οἱ ἀλλες) ἔχει τὸ ρυθμό της, τὴ «μουσική» της. Εἶναι περίεργο ἀλλὰ ἐπὶ δυὸ χιλιάδες χρόνια ἡ γλῶσσα μας, εἴτε μὲ τὴ γραφίδα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν Ὑμνωδῶν γράφονταν, εἴτε τῶν βυζαντινῶν χρονογράφων καὶ τῶν λογίων τῆς Τουρκοκρατίας, εἴτε τῶν ἑπτανησίων πεζογράφων, εἴτε τῶν συγγραφέων καὶ ποιητῶν αὐτοῦ τοῦ αἰῶνα, (ὅπως αὐτὴ ἡ γλῶσσα καλλιεργήθηκε καὶ διαμορφώθηκε σὲ ἀστικὴ καθομιλουμένη), ὅσο καὶ ἂν ἄλλαξαν οἱ γραμματικοὶ τύποι καὶ τὸ λεξιλόγιο καὶ ἡ συντακτικὴ δομή της, ὁ ρυθμὸς ἔμεινε ὁ ἴδιος, ἡ ἴδια τονικότητα — αὐτὸ τὸ καταλαβαὶνουν καλύτερα οἱ μουσικοί, τουλάχιστον ὅσοι δὲν ἐπηρεάσθηκαν ἀπὸ τὰ νεότροπα ἀτονικὰ καὶ δωδεκαφθογγικὰ συστήματα (ποὺ ὅλα «κλωτσοῦν» τὸ ρυθμὸ καὶ τὴ μελωδία, σύμπτωμα καὶ αὐτὸ ποὺ ἀποδεικνύει τὴ γενικὴ «ἀ-ρυθμία» τοῦ αἰῶνα μας).

Μιὰ φράση ἀπὸ τοὺς Εὐαγγελιστες ἢ τοὺς Μηνιάτη, Νικηφόρο Θεοτόκη, Παπαρρηγόπουλο, Παπαδιαμάντη· ἡ πρόζα, ἂς ποῦμε, τῶν Φώτου Πολίτη, Θεοτοκᾶ, Σεφέρη καὶ πολλῶν ἄλλων ἀξιόλογων συγχρόνων μας ἐπίσης ἕνας στῖχος τοῦ Ρωμανοῦ τοῦ Μελωδοῦ, τοῦ ᾽Ερωτόκριτου, τοῦ δημοτικοῦ τραγουδιοῦ, τοῦ Σολωμοῦ μέχρι καὶ τῶν Καβάφη, Παπατσώνη, ᾽Εγγονόπουλου, παραλείποντας μιὰ πλειάδα βέβαια ἄλλων «τεχνιτῶν» πού, μὲ τὰ ἔργα τους ἔδωσαν τὸ «ἀποτύπωμα» τῆς ἐποχῆς μας — παρ᾿ ὅλο ποὺ εἶναι γραμμένα σὲ τόσο διαφορετικὰ ἰδιώματα, βοᾷ ὡστόσο ἡ ὁμοειδεία, ἡ συγγένεια, δὲν εἶναι ἀπὸ διαφορετικὴ ράτσα, ξένα ἀναμεταξύ τους κι᾿ έχθρικά. Ὅλα ὑπακούουν στὸν ἕνα καὶ ὁμοούσιον καὶ ἀδιαίρετον ἑλληνικὸ Λόγο. Εἴτε πιστεύεις σ᾿ Αὐτὸν καὶ τότε ἀκροᾶσαι ἔνδον τὴν Ἀλήθεια του (μὲ τὴν ἔννοια τῆς μὴ-λήθης), εἴτε γίνεσαι αἱρετικὸς καὶ περιπλανᾶσαι στοὺς λαβυρίνθους τῆς κακοδοξίας καὶ κακοφωνίας.

Βέβαια, μετὰ τὸ 1974, ὅταν ἡ παραδοσιακὴ ᾽Αριστερὰ μπόρεσε ἐλεύθερα νὰ ἐκφράζεται, ἡ «ἀγκύλωση» στὴ γλῶσσα ἄρχισε νὰ διαδίδεται, ἀλλὰ μόνο μέσα ἀπ᾿ τὰ δικά της ἔντυπα. Τὸ ΠΑΣΟΚ δανειζότανε μερικὲς παλαιοδημοτικὲς ἐκφράσεις, ὅμως μὲ φειδώ, πιθανῶς γιὰ νὰ μὴν ἀπωθήσει τοὺς ἀστοὺς ποὺ ἐσκόπευε νὰ προσεταιριστεῖ. Τὸ 1981 ὅμως κι᾿ ἐδῶ οἱ ἐπιφυλάξεις παραμερίστηκαν, καὶ μιὰ καὶ ἡ μαρξιστικὴ ἰδεολογία ἐπικράτησε περισσότερο στὸν πνευματικὸ παρὰ στὸν οἰκονομικὸ τομέα, ἄρχισε ἡ «κατήχηση» ὅλων τῶν Ἑλλήνων στὴν ἀριστερὰ ἢ ἀριστερίζουσα γλωσσοτυπία μὲσ᾿ ἀπ᾿ τὶς ἀνακοινώσεις τῆς Διοίκησης καὶ τῶν διαφόρων «φορέων», μὲσ᾿ ἀπ᾿ τὰ κυβερνητικὰ ἢ φιλοκυβερνητικὰ ἔντυπα (σ᾿ αὐτὰ τὰ τελευταῖα ὑπάρχει ἀκόμα κάποια συγκράτηση) καὶ κυρίως μὲσ᾿ ἀπ᾿ τὴν Τηλεόραση, ὅπου βλέπουμε κι᾿ ἀκοῦμε καθημερινὰ νὰ κακοποιεῖται καὶ νὰ παραμορφώνεται ἡ σύνταξη καὶ ὁ ἦχος, ἡ ὀρθοέπεια καὶ ἡ μουσική, ἡ σημαντικὴ καὶ ὁ ρυθμὸς τῆς ἐλληνικῆς γλώσσας ἢ καθηλωνόμαστε ἀποσβολωμένοι μάρτυρες γιὰ τὸ πῶς ἕνα ἀγαλμάτιο γιὰ τὸ ὁποῖο οἱ διάφοροι Τσελλίνι τοῦ ἐλληνικοῦ Λόγου ἔχυσαν κυριολεκτικὰ τὸ κρᾶμα τοῦ νοῦ καὶ τῆς ψυχῆς τους γιὰ νὰ τὸ κάνουν ἀριστούργημα, τώρα βλέπουμε νὰ τὸ σφυροκοπᾶν οἱ ἄξεστοι σιδεράδες μὲ τὶς «βαριές» τους ὥσπου νὰ τὸ καταντήσουν τραβέρσα.

Ὁ Λόγος, γραπτὸς καὶ προφορικός, ὅπως ἐκπέμπεται ἀπὸ τὰ ραδιοτηλεοπτικὰ μέσα προβάλλεται ἀπὸ τὰ ἔντυπα τῆς Διοίκησης καὶ χρησιμοποιεῖται, σὲ μικρότερο βαθμό, ἀπὸ τὸν κομματικὸ καθημερινὸ Τύπο μὲ τὴ φανατικὴ ἀκαμψία τῶν συντακτῶν του νὰ ἐπιτύχουν δημοτικιστικὴ μονοτυπία (δηλ. σύνταξη καὶ τύπους νὰ ὑπακούουν στὴ Γραμματικὴ τοῦ ΚΕΜΕ, συμπίλημα τῆς Γραμματικῆς τοῦ Τριανταφυλλίδη καὶ ἄλλων τῆς πιὸ «καθάριας» δημοτικῆς καὶ γι᾿ αὐτὸ ἔξω ἀπὸ κάθε πραγματικότητα) ὁ Λόγος, λέμε, ὑπέστη (καὶ ὄχι ὑπόστηκε) κάτι ἀνάλογο μὲ τὴν ἀσθένεια ποὺ λέγεται στὴν Παθολογία «σκλήρυνση κατὰ πλάκας» καὶ ποὺ χαρακτηρίζεται γενικὰ ἀπὸ «σπαστικὰ» φαινόμενα. Αὐτὴ ἡ «σπαστικὴ» γλῶσσα τῆς Διοίκησης καὶ τῶν κομματικῶν ἐντύπων ἐμφανίζει, θὰ λέγαμε, τὴν ἐξῆς κλινικὴ εἰκόνα: παραμόρφωση τῶν ρημάτων, τρομώδη καὶ συρριστικὴ ἀλληλουχία πέντε ἕξη γενικῶν, κατὰ κανόνα τριτόκλητων οὐσιαστικῶν, παρατονιζομένων ἐπιθέτων καὶ μετοχῶν, δίκἡν λόξυγγα, καὶ κωφῶν ἐπιρρημάτων. Καὶ θὰ πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι ἡ ἀσθένεια αὐτἡ, ἡ σκλήρυνση κατὰ πλάκας, εἶναι δυστυχῶς ἀνίατη. Ἔτσι ἡ ἐλληνικὴ γλῶσσα μπῆκε σ᾿ ἕνα δρόμο δίχως ἐπιστροφή, ἐκτὸς καὶ ἂν βρεθεῖ στὴ διαδρομὴ τοῦ χρόνου τὸ θαυματουργὸ φάρμακο. ᾽Ελπίζουμε, Κύριε, βοήθει μας τῇ ἀπελπισίᾳ...

Δὲ νομίζουμε ὅτι χρειάζεται ἐδῶ νὰ παραθέσουμε παραδείγματα τῶν κακοποιήσεων· τὸ ἔκαναν στὰ βιβλία τους ἔγκυροι «μονομάχοι» ποὺ βγῆκαν καὶ ὑπερασπίστηκαν ἐθελοντικὰ τὴ γλῶσσα, τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα, ὅπως οἱ κ.κ. Στ. Ράμφος, Ἰ. Καλιόρης, Σαρ. Καργᾶκος καὶ δεκάδες ἄλλοι ἀρθρογράφοι (γυμνασιάρχες, πανεπιστημιακοί, δικηγόροι, δικαστικοί, καλλιτέχνες) ποὺ ἀνατρίχιασαν καὶ ἀγανάκτησαν ἀπὸ τοὺς βαρβαρισμοὺς καὶ τοὺς βανδαλισμοὺς («καλά, βρὲ παιδιά, κάντε τὶς ἀταξίες σας, ἀνώριμοι εἶστε, ἀλλὰ μὴ σπᾶτε καὶ τὶς βιτρίνες τῆς Σόλωνος, καὶ μάλιστα βιβλιοπωλείων, γιατὶ τότε γίνεστε ἀληταριὸ κι᾿ ὣς πότε θὰ σᾶς ἀνεχθοῦμε...»). Ὡστόσο γιὰ νὰ πάρει ὁ ἀναγνώστης μιὰ γεύση τοῦ νεόκοπου ἰδιώματος (ἀποφεύγουμε τὸ εὔκολο πνεῦμα γύρω στοὺς νεολογισμοὺς καὶ τοὺς σολοικισμούς, γιατὶ αὐτοὶ ὑπάρχουν σὲ κάθε γλῶσσα, εἴτε δημοτική, εἴτε καθαρεύουσα, εἴτε λαϊκή, καὶ ἁπλῶς δείχνουν ἀγραμματοσύνη, ἀλλὰ θὰ σημειὼσουμε τὴ νέα μέθοδο τῆς παρατακτικῆς σύνταξης, χειρότερης καὶ ἀπὸ τὶς «μακαρονοειδεῖς» ἐκφράσεις τῶν πάλαι ποτὲ ἀττικιστῶν), σταχυολογοῦμε ἐδῶ δύο δείγματα, τὸ ἕνα κομματικό, τὸ ἄλλο διοικητικό, ἀπὸ τὴν καθημερινὴ σοδειὰ ποὺ φιγουράρει στὰ πάσης φύσεως ἔντυπα. Καὶ αὐτὰ δὲν εῖναι τῆς πρώτης ἐποχῆς ὁπότε τὸ πρᾶγμα θὰ εἶχε κάποιο ἐλαφρυντικό, ἀλλὰ χρησιμοποιοῦνται καὶ μετὰ ἀπὸ τέσσερα χρόνια, σὲ πεῖσμα τῶν ὅσων γράφτηκαν καὶ γράφονται, ἄρα ἡ ἀσθένεια χτύπησε στὰ κἐντρα τοῦ ἐγκεφάλου καὶ θὰ παρακολουθεῖ τὸν ἄρρωστο μέχρι νὰ πεθάνει, ὅπως ἡ παράλυση καὶ ἡ σχιζοφρένεια. Παραθέτουμε τὸ πρῶτο δεῖγμα: «Πρόταση τοῦ ΚΚΕ γιὰ μιὰ πολιτικὴ πρὸς τὴν κατεύθυνση τῆς κατάργησης τῆς ἰμπεριαλιστικῆς ἐξάρτησης καὶ κατάκτησης τῆς ἐθνικῆς ἀνεξαρτησίας» (Βῆμα, 17.2.85, ἀπὸ ἀνακοίνωση τοῦ ΚΚΕ). Καὶ τὸ δεύτερο: «Ἡ ἄμεση προώθηση τῆς ἵδρυσης φορέα διερεύνησης τῶν τροχαίων ἀτυχημάτων, ποὺ θὰ ἔχει τὴν ὀνομασία Ἰνστιτοῦτο ἔρευνας ὁδικῶν ἀτυχημάτων, εἰναι ἀναγκαία καὶ θὰ γίνει» (Ἐλευθεροτυπία, 26.2.85). Καὶ τὰ παραδείγματα αὐτὰ εἶναι ἀπὸ τὰ πιὸ ἀθῶα. ᾽Αλλὰ ἐκεῖνο ποὺ θέλουμε νὰ ἐπισημάνουμε εἶναι ἡ σύγχυση ποὺ προκαλεῖ αὐτὴ ἡ γλῶσσα στὸ γλωσσικὸ αἰσθητήριο τοῦ μέσου ἕλληνα· καὶ ἰδίως στὰ νεαρὰ ἄτομα, εἰτε διαβάζουν στὶς ἐφημερίδες, εἴτε τὴν ἀκοῦνε στὴ ραδιοτηλεόραση. Διότι αὐτὸς ὁ μέσος ἕλληνας μιλάει μιὰ κάποια γλῶσσα ποὺ τὴ μαθαίνει κυρίως στὸ περιβάλλον του, διαβάζει μιὰν ἄλλη γλῶσσα γραμμένη ἀπὸ δόκιμους συγγραφεῖς ποὺ ξέρουν τὴ δημοτική, συχνὰ διαβάζει καὶ καθαρεύουσα ποὺ ὑφίσταται σὲ «ἀναπόφευκτα» κείμενα παλαιοτέρων συγγραφέων, ἱστορικά, ἐπιστημονικά, ἐκκλησιαστικά, δικονομικὰ — καὶ τώρα τοῦ ἐπιβάλλεται καὶ ἡ πιὸ πάνω «ξύλινη γλῶσσα» τῆς Διοίκησης. Ποιάν τελικὰ θὰ προτιμήσει γιὰ νὰ ἐξωτερικεύσει τὶς ἐκφραστικές του ἀνάγκες; Καμμιὰ καὶ ὅλες, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἔχουμε τὴ σημερινὴ ἀγλωσσία, ἀλαλία ἢ ἐκφραστικὴ ἀγκύλωση. Πήγαμε νὰ καταργήσουμε τὴ διγλωσσία (ποὺ δὲν ἦταν στὴν οὐσία διγλωσσία) καὶ πέσαμε στὴν πολυγλωσσία (δηλ σὲ μωσαϊκὸ λέξεων, τύπων καὶ γραμματικῶν κανόνων).

Εἶναι φυσικὸ βέβαια σ᾿ ἕνα λαό, σὲ περιόδους σημαντικῶν κοινωνικῶν ἀνακατατάξεων, νὰ ἐμφανίζονται αὐτὰ τὰ φαινόμενα. Αὐτὸ συμβαίνει ὅταν κατώτερα λαϊκὰ στρώματα ἀνέρχονται τὴν κοινωνικὴ κλίμακα, ἐπιδιώκοντας νὰ ἐκτοπίσουν τὰ ἀνώτερα στρώματα ἢ νὰ ἐξομοιωθοῦν μ᾿ αὐτά, καὶ ἐνῶ τὰ μιμοῦνται στοὺς τρόπους (καὶ ἡ γλῶσσα εἶναι ἕνας ἀπ᾿ αὐτούς), μεταφέρουν, καὶ ὄχι μόνον ἐπὶ μιὰ γενιά, καὶ τὶς ἰδιο-τυπίες τῆς καταγωγῆς τους. Ἔτσι ἔχουμε τὴν ἀταίριαστη συνύπαρξη λαϊκότητας καὶ ἐθιμοτυπίας, γλῶσσα τῆς ἀγορᾶς καὶ «περιδιαγραμμάτου» ἐκφράσεις. Δηλαδὴ ἕνα μεικτὸ (ἀλλὰ ὄχι νόμιμο εἶδος) ποὺ θὰ τὸ λέγαμε γλωσσικὸ τραγέλαφο. Τὸ φαινόμενο τὸ συναντᾶμε στὴν ἐποχὴ τοῦ Μολιέρου, στὴν περίοδο ἀμέσως μετὰ τὴ Γαλλικὴ Επανάσταση καὶ στὴ δική μας Ἱστορία μετὰ τὴν Ἐπανάσταση τοῦ ᾿21. Ἀλλὰ ἰδιαίτερα στὴ γλῶσσα, συναντᾶμε μιὰ παράλληλη περίοδο μὲ τὴ δική μας, στὸ Βυζάντιο κατὰ τοὺς αἰῶνες ἀπὸ τὸν 7ο (τῶν Ἰσαύρων) μέχρι τὸν 12ο (τῶν Κομνηνῶν). Οἱ περιπέτειες τοῦ Ἑλληνισμοῦ δὲν ἡταν δυνατὸν ν᾿ ἀφήσουν ἀνεπηρέαστη τὴν κοινωνικὴ σύνθεση τοῦ Κράτους. Αὐτὸ ἦταν καλὸ διότι ὁ λαὸς πραγματοποιοῦσε μιὰ κινητικότητα πρὸς τὰ ἄνω, ἀνανέωνε τὸ αἷμα τῆς ἡγέτιδας τάξης, ἀλλὰ αὐτὸ εἶχε καὶ ἕνα μειονέκτημα: δὲν πρόφταινε νὰ παγιωθεῖ κάτι τὸ σταθερό, διότι οἱ διαδοχικὲς «ἀλλαγὲς» συνεπέφεραν μιὰν ἐνδημοῦσα διάλυση, μὲ τὸ σύνδρομο νὰ παρουσιάζει καὶ ἡ γλῶσσα μιὰν ἀποσύνθεση. Ὁ Σπυρίδων Ζαμπέλιος αὐτὸ τὸ σύμπτωμα τὸ περιγράφει στὶς Βυζαντινὲς Μελέτες του καὶ οἱ διαπιστώσεις ποὺ κάνει νομίζει κανεὶς ὅτι ἔχουν ὡς ἀντικείμενό τους τὴ σημερινή μας καταστάση στὸ γλωσσικό. ᾽Αξίζει ν᾿ ἀναφέρουμε αὐτὸ τὸ ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ ἔργο του:

«Ἡ ἀποβολή, λέει σημαντικῆς μερίδος ἀρχαίου λεκτικοῦ, ἡ ἀντικατάστασις πλείστων ὅσων λέξεων ἰδιωτικῶν (προφανῶς ἐννοεῖ λέξεων χρησιμοποιουμένων ἐκλεκτικῶς μὲ εἰδικὴ σημασία), καὶ ἡ σύνθεσις ἑτέρων λέξεων, ἡ εἰσβολὴ φράσεων, ρήσεων, ἰδιω(μα)τισμῶν νεωτέρων καὶ προπάντων ἡ ἀποσύνθεσις τῆς γραμματικῆς ἐπήνεγκον ἀναγκαῖον ἀποτέλεσμα τὴν διάλυσιν τῆς παλαιᾶς συντάξεως, συνεπέφερον, ὡς ἧν συνεπές, δεινὴν διάρρηξιν εἰς τὴν ὑφὴν τοῦ ἀρχαίου λόγου. Ἔκτοτε, τῶν μὲν ἐκ τῶν ἀναγκαίων μίτων ἐκλιπόντων, ἄλλων δὲ μεταποιηθέντων, καὶ ἄλλων πάλιν δυσαρμόστων ὑπελθόντων εἰς τὸν ἰστόν, χάσματα καὶ νήματα παράρρυθμα καὶ ἅμματα ἑτερόζυγα πάμπολλα εἰσεχώρησαν ἐν τῷ ὑφάσματι. Τὸ δὲ ἐλεεινότερον, ἡ συμβάσα ἀναστάτωσις ἐν τῇ γενικῇ τῆς γλώσσης οἰκονομίᾳ εἰσήγαγε τὴν ὀχλαγωγίαν. Διότι, οὐ μόνον ὑπερπλεόνασαν ὡς ἐκ τούτου οἱ ἐγχώριοι ἰδιω(μα)τισμοί, καὶ διὰ τὴν ἔλλειψιν στερεῶν ὕφους ὑπογραμμῶν, ἐπερίσσευσαν αἱ περὶ τὴν σύνταξιν τῶν διαφόρων τοῦ λόγου μερῶν ἰδιορυθμίαι, ἀλλά, προϊούσης τῆς χυδαιότητος (ἐννοεῖ τῆς λαϊκότητος), ἕκαστος αὐθαιρέτως καὶ κατ᾿ ἀρέσκειαν τὸν λὸγον αὐτοῦ συνέταξεν, ἑωσοῦ ἐπεκράτησεν ἀναρχία παντελής, (σελ. 674-5)».

Καὶ βέβαια μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι μέσα ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν ἀναρχία καὶ στὴ διαδρομὴ τῶν αἰώνων, πρόκυψε ὁ δημώδης λόγος, ἡ γλῶσσα τῶν δημοτικῶν τραγουδιῶν τῆς μέσης περιόδου τοῦ Βυζαντίου ποὺ μετὰ τὸν βιασμό της ἀπὸ τὴν Φραγκοκρατία ξαναβρῆκε καὶ πάλι τὴν παρθενικότητά της στοὺς χρόνους τῆς Τουρκοκρατίας (τότε γίνονταν αὐτὰ τὰ θαύματα). Ὅμως, φέρνοντας αὐτὸν τὸν παραλληλισμὸ στὰ ἄκρα, θὰ μπορούσαμε μήπως νὰ ποῦμε ὅτι ἀπὸ τὸ σημερινὸ γλωσσικὸ σύμφυρμα, θὰ προκύψει ἕνα ἰδίωμα, ἕνας ἑνιαῖος τύπος, μιὰ δομὴ ποὺ θὰ ἐπαρκεῖ γιὰ ὅλες τὶς ἐκφραστικὲς ἀνάγκες μιᾶς πολυδιάστατης κοινωνίας, ἔστω καὶ ἀτελοῦς; Νομίζουμε ὅτι μιὰ τέτοια ἐξέλιξη ἀποκλείεται. Πρῶτον διότι στὴ μακρυνὴ ἐκείνη ἐποχή, οἱ διεργασίες γίνονταν ἀργὰ-ἀργά, χρειάζονταν αἰῶνες. Τώρα θέλουμε ὅλα νὰ τὰ συν-τελέσουμε μέσα σὲ λίγα χρόνια, σὲ λίγες δεκαετίες (συνέπεια ἡ ἀφύσικη ἐξέλιξη τῶν πραγμάτων). Δεύτερον, ἠ Ἐξουσία δὲν ἐπενέβαινε στὴ γλῶσσα, ἐνῶ τώρα ἐπεμβαίνει. Τρίτον, ὁ λαὸς τότε διδασκότανε ἀπὸ τὴ Φύση καὶ ζοῦσε σὲ ἁρμονικὴ συμβίωση μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους σὲ κοινότητα ποὺ λειτουργοῦσε πάνω σὲ κώδικες παραδεκτούς. Σήμερα ὅμως Φύση γιὰ τὸ λαὸ εἶναι τὸ κουτὶ τῆς τηλεόρασης καὶ ὁ ἴδιος ζεῖ σὲ δυσαρμονία μὲσ᾿ τὴν ἐχθρικὴ πόλη. Ἔτσι τὸ γλωσσικὸ αἴσθημα βρίσκεται σὲ λήθαργο ἢ ἀφήνεται ἄβουλο νὰ ὁδηγεῖται ὅπου τὸ πᾶν οἱ «διδάχοι». Καὶ σήμερα οἱ «διδάχοι» του εἶναι γιὰ μὲν τοὺς ἐνήλικες ἡ ραδιοτηλεόραση καὶ ὁ Τύπος ποὺ ἀπευθύνονται σ᾿ ἕνα χωρὶς πνευματικὲς ἀπαιτήσεις κοινό, γιὰ τὰ παιδιὰ δὲ εἶναι τὸ σχολεῖο, ὅπου οἱ «δασκάλοι» διδάσκουν ὄχι τὴ γλῶσσα ποὺ μιλοῦν καὶ ποὺ γράφουν, τὴ γλῶσσα ποὺ σχηματίστηκε μέσα τους ἀπ᾿ τὰ διαβάσματά τους, ἀλλὰ τὴ γλῶσσα ποὺ ἐπιβάλλει ἡ ᾽Εξουσία, μιὰ γλῶσσα πέρα γιὰ πέρα τεχνητή, φτιαγμένη ἀπὸ πεισματάρηδες καὶ ἀδόκιμους τεχνίτες, γλῶσσα «ἀτζαμήδικη».

Γι᾿ αὐτὸ λέμε ὅτι δὲν συντρέχουν οἱ ἴδιες συνθῆκες, οὕτε ὅπως στὴν ἐλληνιστικὴ ἐποχή, οὔτε τὴ μεσαιωνική, ποὺ θὰ βοηθοῦσαν νὰ δημιουργηθεῖ, μὲ τὸν καιρὸ βέβαια, ἕνα ἰδίωμα «κοινῆς» ἀποδοχῆς, ὅπως τὶς ἐποχὲς ἐκεῖνες. Ἀλλὰ καὶ ἂν ἀκόμα βοηθοῦσαν οἱ συνθῆκες, κάτι τέτοιο προυποθέτει κατὰ κύριο λόγο κλῖμα ἐλευθερίας. Καὶ εἶναι θλιβερὸ ὅτι σὲ ἐποχὲς αὐταρχίας, ἡ ἐλευθερία αὐτὴ στὴ γλῶσσα ὑπῆρχε, ἐνῶ δὲν ὑπάρχει στὰ δημοκρατικὰ χρόνια μας.

Ἔτσι λοιπὸν έχουμε τὴν ἐπιβολὴ τοῦ νέου «ἰδιώματος» στὴ γραφὴ μὲ τὸ μονοτονικό, καὶ στὸ λεξιλόγιο καὶ τὴ σύνταξη, τόσο στὸ γραπτὸ ὅσο καὶ στὸν προφορικὸ λόγο.

Αὐτὸς ὁ καταναγκασμὸς ἐκ μέρους τῶν κυβερνώντων πάνω σ᾿ ἕνα λαὸ ν᾿ ἀποδεχθεῖ ἕνα σύστημα γραπτοῦ λόγου ποὺ εἶναι διαφορετικὸ ἀπὸ τὸ παραδοσιακό, δηλ. τὸ ἐν χρήσει ἐπὶ αἰῶνες, ἕχει τόσο στὰ κίνητρα ὅσο καὶ στὶς συνέπειες τῆς ἐφαρμογῆς του, ἕνα ἀντίστοιχο προηγούμενο ποὺ συνέβη καὶ σημάδεψε ὀδυνηρὰ τὴν Ἱστορία αὐτοῦ τοῦ ἔθνους, σὲ πολὺ παλαιότερα χρόνια, ἐννοοῦμε τὸ κίνημα τῆς Εἰκονομαχίας στὸ Βυζάντιο, τὸν 7ο καὶ τὸν 8ο αἰῶνα. Ἂς μὴ φανεῖ ὑπερβολικὸς ἢ ἐξεζητημένος ὁ συσχετισμός. Ἂν παραμερίσουμε τὶς ὀνοματοθεσίες καὶ τὸ «ἱστορικὸ» ἐπίχρισμα, τὰ κινήματα αὐτά, ὁ ἐξαναγκασμὸς τοῦ θρησκευτικοῦ αἰσθήματος τότε καὶ ὁ πειθαναγκασμὸς τοῦ γλωσσικοῦ αἰσθήματος σήμερα, ἔχουν κοινὰ τὰ αἴτια, ὁμοιόμορφους τοὺς στόχους καθὼς καὶ τοὺς τρόπους ἐφαρμογῆς τους, φυσικὰ τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν. Εἶναι ἐκπληκτικὲς οἱ ταυτόσημες παράμετροι τῶν δύο περιόδων γιὰ τὸν μελετητὴ ποὺ θὰ ἤθελε νὰ ἐμβαθύνει στὰ πράγματα καὶ ὄχι νὰ σταθεῖ στὴ χρονογραφικὴ ἐπίφαση τῶν συμβάντων καὶ στὸν ὁρατὸ ρόλο τῶν ἱστορικῶν προσώπων. Θὰ ἦταν πολὺ ἐνδιαφέρων ἕνας παραλληλισμὸς τῶν δύο περιόδων σ᾿ ὅλες τὶς ἐκφάνσεις του, ἀλλὰ δὲν εἶναι τοῦ παρόντος· ἴσως ἀποτελέσει θέμα καὶ πρόκληση, καὶ ὄχι μόνο γιὰ τὸν γράφοντα, γιὰ ἕνα ἱστορικὸ δοκίμιο. ᾽Αλλὰ ὁ παραλληλισμὸς σὲ γενικὲς γραμμὲς εἶναι ἀπόλυτα δικαιολογημένος, διότι αὐτὰ τὰ δύο κινήματα εῖναι ἴσως τὰ μόνα στὴν ἱστορία τοῦ ἐλληνικοῦ ἔθνους ποὺ ἡ Εξουσία ἐπέβαλε πνευματικὸ ἐξαναγκασμὸ στὸ λαό. Βέβαια, ὑπῆρξαν «ἐπαναστάσεις», πραξικοπήματα καὶ ἄλλες πολλῶν εἰδῶν «ἐξουσίες», ὅπου μιὰ μειοψηφία ἐπέβαλε τὶς ἀπόψεις της στὴν πλειοψηφία, ἐπίσης ὑπάρχουν καὶ «πλειοψηφίες» ποὺ ἐπειδὴ ἔχουν τὴν «ἐντολὴ» ἀπ᾿ τὸ λαὸ (τὸ πῶς ἐλήφθη αὐτὴ ἡ ἐντολὴ καὶ ἂν ἡταν γιὰ τὸ συγκεκριμένο θέμα, ποτὲ δὲν ἐξετάζεται), ὑποχρεώνουν τὴ «μειοψηφία» νὰ ὑπακούσει καὶ νὰ συμπορευθεῖ μὲ τὶς ἄνωθεν ἐντολές. Αὐτὰ ὅμως τὰ φαινόμενα, πάμπολλα στὴν ἱστορία μας καὶ τὴν παλιὰ καὶ τὴ σύγχρονη, ἀφοροῦσαν καὶ ἀφοροῦν πολιτικοὺς ἐξαναγκασμούς, δηλαδὴ ἀπευθύνονται στὴν ἐξωτερικὴ συμπεριφορὰ τῶν πολιτῶν καὶ συνήθως περιορίζονται στὴν ἀπαγόρευση δράσης ποὺ θέτει σὲ κίνδυνο τὴν ὑπόσταση τοῦ ἰσχύοντος καθεστῶτος. Δὲν ἀφοροῦν τὸν ἐσωτερικὸ ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος μπορεῖ νὰ νιώθει ἐλεύθερος κάτω ἀπὸ ὁποιοδήποτε καθεστὼς φτάνει νὰ μπορεῖ ν᾽ ἀσκεῖ τὴν πατροπαράδοτη λατρεία καὶ νὰ ἐκφράζεται μὲ τὴν ἐπιλογὴ τοῦ δικοῦ του μέσου (καὶ βέβαια ὡς ἔκφραση νοεῖται πρωταρχικὰ ὁ λόγος, προφορικὸς καὶ γραπτός, καὶ μετὰ ἔρχονται οἱ ἄλλοι τρόποι «ἔκφρασης»: ζωγραφική, μουσικὴ κ.λπ.).

 

Στὶς δυὸ αὐτὲς περιόδους πού, κατὰ τὴ γνώμη μας, μοιάζουν βλέπουμε ὅτι ἔχει ἐπιβληθεῖ ἕνας πνευματικὸς διωγμός. Στὸ γλωσσικὸ ἡ λέξη διωγμὸς ἴσως νὰ ξενίζει. ᾽Αλλὰ ἔτσι ἄρχίζουν ὅλοι οἱ διωγμοί: στὴν ἀρχὴ ὑπάρχουν οἱ θεωρίες καὶ ἡ «διαφώτιση», ὕστερα τὸ πρᾶγμα προχωρεῖ στὴ διαμάχη καὶ τὴν ἐμπάθεια καὶ τέλος ἐπιβάλλεται καταναγκασμὸς σ᾿ αὐτοὺς ποὺ πιστεύουν τ᾿ ἀντίθετα. Καὶ στὴν εἰκονομαχία προϋπῆρξε ἕνα στάδιο ζυμώσεων, στὴ συνέχεια ἡ ἐξουσία ἔβαλε στόχο τὰ σύμβολα, καὶ τελικὰ τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ πρὶν ἀπὸ τὸν Λέοντα Γʹ τὸν Ἴσαυρο, ὑπῆρξε καλλιέργεια τῆς ἰδέας καὶ ἐφαρμογὲς κατάλυσης τῶν εἰκόνων. Μὲ τὴ θεσμοθέτηση ἐλήφθησαν ἤπια μέτρα, ὅπως ἡ ἀνάρτηση τῶν εἰκόνων ψηλότερα, ὥστε νὰ μὴ μποροῦν νὰ τὴν ἀσπάζονται οἱ πιστοί, ἀλλὰ τὸ πρᾶγμα ἐξελίχθηκε σε πραγματικὸ διωγμὸ καὶ τὰ περιστατικὰ ποὺ ἀναφέρονται δείχνουν ἄγρια πάθη καὶ φανατισμό: καρατομήσεις, διαπομπεύσεις, στιγματισμούς. Φυσικὰ αὐτὰ εἶναι ἀκραῖες καταστάσεις. Καὶ ἀπὸ φυσικοῦ τους οἱ ἄνθρωποι ὅλων τῶν ἐποχῶν ἔχουν τὴν ἀφέλεια νὰ νομίζουν ὅτι στὴ δική τους τὴν ἐποχὴ τέτοια πράγματα δὲν γίνονται... Ποιός ὅμως θὰ πίστευε ὅτι μετὰ ἀπὸ τόσους ἀγῶνες γιὰ τὴν ἐλευθερία (ὁ καθένας τῆς δίνει τὴν ἔννοια ποὺ τοῦ συμφέρει) καὶ τὰ ἀτομικὰ δικαιώματα, στὰ χρόνια μας θὰ σκοτώνονται ἱερεῖς γιατὶ κηρύσσουν (Πολωνία) καὶ θὰ κουρεύονται καὶ θ᾿ ἀποσχηματίζονται οἱ ὀρθόδοξοι παπάδες (᾽Αλβανία);

᾽Αλλὰ ἂν κάνουμε αὐτὴν τὴν παρέμβαση εἶναι γιὰ νὰ ὑπογραμμίσουμε δυὸ καίριες ὁμοιότητες ποὺ ἔχουν αὐτὰ τὰ δύο κινήματα: τῆς εἰκονομαχίας καὶ τῆς γλωσσοκτονίας. Ἡ πρώτη εἶναι ὅτι καὶ στὶς δύο περιπτώσεις οἱ ἐπιρροὲς καὶ οἱ διεισδύσεις προῆλθαν ἔξωθεν, ἀπὸ ἐχθροὺς τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ποὺ εἶχαν στόχο τὴ διάσπαση καὶ τὴν ἀποσύνθεσή του. Τότε, ὁ συνεκτικὸς δεσμὸς ποὺ ἕνωνε τὸν βυζαντινὸ λαὸ νὰ νιώθει ὁμοψυχία ἦταν ἡ λατρεία, ἔστω καὶ μὲ τὴ διάσταση τῆς τυπολατρείας καὶ τῆς δεισιδαιμονίας ἀκόμα, ἀπότοκης τῆς χαμηλῆς πνευματικῆς στάθμης, καὶ σήμερα συνεκτικὸς δεσμὸς τῆς ταυτότητας τοῦ Ἑλλη νισμοῦ εἶναι ἡ γλῶσσα καὶ μόνον αὐτὴ· καὶ ἡ δεύτερη ὁμοιότητα εἶναι ὅτι καὶ τὰ δύο κινήματα ἐμφανίστηκαν μὲ τὸ μανδύα τῆς προοδευτικότητας καὶ τῆς μεταρρύθμισης (ἂς τὴν ποῦμε «ἀλλαγὴ» γιὰ νὰ συνεννοούμεθα), Βέβαια δὲν εἴμαστε μὲ τὸ μέρος τῶν ἀντιμεταρρυθμιστῶν. Τὸ λεπτὸ σημεῖο εἶναι τί ἐπιδέχεται μεταρρύθμιση καὶ τί ὄχι. Γιατὶ κάτω ἀπὸ τὶς σαρωτικὲς μεταρρυθμὶσεις σείονται καὶ τὰ ἴδια τὰ θεμέλια τῆς Φυλῆς. Κακὸ βέβαια εἶναι νὰ λατρεύονται τὰ ξύλα· ἐξίσου κακὸ ὅμως εἱναι νὰ πιστεύεις σὲ θολὲς ἰδέες καὶ ν᾿ ἀπαρνεῖσαι ὑπαρξιακὲς ἔννοιες ὅπως ἡ πατρίδα, ἡ πνευματικὴ κληρονομιά, ἡ θρησκεία, τὸ ἦθος, ἡ γλῶσσα. Ἄν οἱ «μεταρρυθμίσεις» κλονίζουν αὐτὰ τὰ θεμέλια δὲν κάνουν τίποτα ἄλλο ἀπὸ τὸ νὰ ἐξυπηρετοῦν τοὺς σκοποὺς τῶν ἔξωθεν ἐχθρῶν τοῦ ἔθνους (δὲν ἔχει σημασία ἂν αὐτοὶ λέγονται ἑβραϊσμός, ἰσλαμισμός, ἐκλατινισμός, διεθνισμὸς γιὰ νὰ μὴν πᾶμε πρὸς τὸ παρὸν στὰ πιὸ συγκεκριμένα).

Ὅπως καὶ νὰ τὴν ποῦμε τὴν ἐπιβολὴ τῆς ἐξουσίας, ἐξαναγκασμὸ ἢ διωγμό, τὸ θέμα εἶναι ὅτι ἀρχίζει μὲ τὴν κατάλυση τῶν συμβόλων, ποὺ κατὰ τὴν ἄποψή της ἐκφράζουν καὶ μιὰ (μὴ ἐπιτρεπόμενη) νοοτροπία. Οἱ «διώξεις» ἐπιβάλλονται στὴ συνέχεια, ὅταν οἱ παλιοὶ θὰ ἐπιμένουν νὰ γράφουν μὲ τὸν «ὀρθόδοξο» τρόπο καὶ πολλοὶ νέοι θὰ κατηχοῦνται εἴτε ἀπ᾿ τὸ περιβάλλον τους εἴτε θ᾿ ἀνακαλύπτουν μόνοι τους ὅτι αὐτὰ ποὺ τοὺς μαθαίνουν οἱ ἐπίσημοι δάσκαλοί τους εἶναι φτωχά, χωρὶς βάσεις καὶ ἀτελέσφορα νὰ ἐκφράσουν τὴν ἀνήσυχη σκέψη τους ποὺ θὰ ἀναθερμαίνεται ἀναπόφευκτα καὶ ἀπὸ τὶς ἀπηχήσεις ἑνὸς πλούσιου παρελθόντος. Βέβαια αὐτὰ θὰ τὰ νιώσουν οἱ ἐκλεκτοί· μὰ αὐτοὶ εἶναι ποὺ τὴν πληρώνουν. Ποτὲ δὲν κηρύχτηκε διωγμὸς κατὰ ἠλιθίων. Ὁπότε ἡ Ἐξουσία ὅταν διαβλέψει κίνδυνο ν᾿ ἀνατραπεῖ ἡ ἰδεολογία της, κάποτε (ἂν δὲν ἀλλάξουν τὰ πράγματα) θὰ διατάξει: «᾽Απαγορεύεται νὰ γράφεται ὁποιοδήποτε κείμενο στὴν καθαρεύουσα ἢ νὰ γράφεται μὲ τὸ πολυτονικὸ σύστημα». Ὅπως τὸ ἔκανε καὶ ὁ Κεμὰλ πασᾶς (τότε ποὺ τὸ ἐπέβαλε ἦταν πασᾶς, ὕστερα ἔγινε ᾽Ατατοὺρκ) ὅταν ἀπαγόρευσε νὰ τυπώνονται κείμενα μὲ τὸ ἀραβικὸ ἀλφάβητο. Ἀλλὰ ὁ Κεμὰλ ἡταν δικτάτωρ· ἐμεῖς, λόγω γενικωτέρου κλίματος, προτιμοῦμε ἀντὶ τοῦ ἐξαναγκασμοῦ, τὸν ἐθισμὸ (πρὸς τὸ παρόν): Μὲ τὴν ἐκπαίδευση καὶ μὲ τὰ μέσα μαζικῆς ἐνημέρωσης.

Πράγματι μὲ τὴ θέσπιση τοῦ μονοτονικοῦ ἄρχισε ἡ καταστροφὴ ὅλου τοῦ ἐντύπου ὑλικοῦ τοῦ Δημοσίου, ἡ ἀντικατάσταση ὅλων τῶν πινακίδων κτιρίων, δρόμων, ὑπηρεσιῶν κ.λπ. Ἡ ἀχρήστευση ὅλων τῶν βιβλίων τῆς Δημοτικῆς ἐκπαίδευσης, γιατὶ τὰ παλιὰ ἧταν «σκοταδιστικά», ἔστω καὶ στὴ δημοτικὴ γραμμένα. ᾽Ακολούθησε ἡ ἐσπευσμένη κυκλοφορία νέων βιβλίων στὴ Μέση Ἐκπαίδευση, ὅλων τῶν μαθημάτων, ὄχι ἀπαραίτητων, ἀφοῦ βέβαια τὰ Μαθηματικὰ καὶ ἡ Χημεία δὲ μποροῦσαν νὰ ἧταν σκοταδιστικά, ὅπως ἧταν γραμμένα. ᾽Αλλὰ ὁ στόχος ἦταν νὰ μὴν ἔχει ἡ νεολαία ἐπικοινωνία μὲ τὸν παλιὸ τρόπο γραφῆς. Ὅπως καὶ τὸ κοινό, πάση θυσίᾳ νὰ ξεμάθει τὴν ὀρθογραφία καὶ τὸν τονισμὸ ποὺ ἔμαθε στὸ σχολεῖο. Ἔτσι ὅλοι οἱ ὑπότιτλοι τῶν κινηματογραφικῶν ταινιῶν ποὺ προβάλλονται ἀπ᾿ τὴν τηλεόραση (καὶ στὴ μεγάλη πλειοψηφία τους πρόκειται για παλιὲς ταινίες ποὺ εἷχαν ὑποτίτλους) ξαναγράφτηκαν μὲ τὸ μονοτονικὸ ἢ ἀρκετὲς μὲ τὸ ἀτονικό. Ὅπως μὲ ἀτονικὴ γραφὴ συντάσσονται ὅλες οἱ προκηρύξεις, τὰ «καλέσματα» καὶ οἱ πάσης φύσεως «ἀναγγελίες» συνήθως γιὰ ἀπεργίες καὶ πορεῖες καὶ ὅλα τὰ ψηφίσματα ποὺ ἐκπορεύονται ἀπὸ κομματικὰ σωματεῖα καὶ κυβερνητικοὺς ἢ δημαρχιακοὺς «φορεῖς». Γλῶσσα συνήθως στεγνή, τυποποιημένη, συνθηματική, φαλακρή. Μιὰ τέτοια γλῶσσα ὅμως αὐτοϋπονομεύεται γιατὶ ταυτίζεται μὲ τὸ εὔκολο, τὸ «ἀγκιτατόρικο» καὶ τὸ εὐτελές. Πῶς νὰ κάνεις ποίηση μὲ μιὰ τέτοια γλῶσσα καὶ μὲ τέτοια «ἀτελῆ» γραφή; Αὐτὴ ἡ ἐγγενὴς ἀδυναμία της κάποτε θὰ λειτουργήσει ἐναντίον της σὰν μπούμερανγκ.

᾽Εκτὸς ὅμως ἀπὸ τὸν ἐξαναγκασμὸ ποὺ ἀσκεῖται στὴν ἐκπαίδευση καὶ τὴ Διοίκηση, ἡ τάση τῆς βίαιης προσαρμογῆς στὸ νέο σύστημα γραφῆς διείσδυσε καὶ στὸν ἰδιωτικὸ τομέα: εἰδικὰ στὶς σχέσεις συγγραφέων καὶ ἐκδοτῶν. Δηλαδὴ οἱ ἐκδότες μετατρέπουν τὴν ὀρθογραφία μὲ τὴν ὁποία εἷναι γραμμένα τὰ κείμενα σὲ μονοτονικὴ ἢ ἀτονικὴ γραφὴ χωρὶς νὰ ζητήσουν τὴν ἔγκριση τῶν συγγραφέων. Στὸν ἡμερήσιο καὶ περιοδικὸ τύπο, αὐτὸ γίνεται κατὰ σύστημα παρ᾿ ὅλο ποὺ οἱ περισσότεροι δημοσιογράφοι καὶ ἀρθρογράφοι (γιὰ νὰ μὴν ποῦμε ὅλοι) γράφουν τὰ κείμενά τους μὲ τὴ γνωστὴ καθιερωμένη γραφή. Βέβαια σὰν δικαιολογία προβάλλεται ἡ ἀνάγκη τῆς ὁμοιομορφίας. Ὡστόσο κάτι τέτοιο δὲν παύει ν᾿ ἀποτελεῖ ἕνα εἶδος λογοκρισίας τοῦ στοιχειοθέτη. ᾽Εδῶ ἂς ἀναγνωρισθεῖ ἡ ἐντιμότητα καὶ συνέπεια τοῦ περιοδικοῦ ΑΝΤΙ, ποὺ παρ᾿ ὅλον ὅτι γράφεται στὸ μονοτονικὸ (ἄραγε δὲν θὰ ἔπρεπε ν᾿ ΑΝΤΙ-σταθεῖ καὶ σ᾿ αὐτὴ τὴν παραποίηση ὅπως ΑΝΤΙ-στέκεται σ᾿ ὅλες τὶς ἄλλες παραποιήσεις;) ἐντούτοις ὅταν φιλοξενεῖ καὶ μάλιστα πολυσέλιδα ἄρθρα συγγραφέων ποὺ ὑπεραμύνονται τῆς παραδοσιακῆς γραφῆς, τὰ τυπώνει στὸ πολυτονικό. ᾽Αλλὰ πολλοὶ ἐκδότες, ὄχι μόνον ἐφημερίδων καὶ περιοδικῶν ἀλλὰ καὶ βιβλίων, δὲν τὸ θεωροῦν ὡς οὐσιῶδες καὶ αὐθαιρέτως ἀλλάζουν τὸ σύστημα γραφῆς. Εἶναι γνωστὴ ἡ περιπέτεια τοῦ Γιώργου Ἰωάννου καὶ ἡ διαμαρτυρία του γιὰ τὴν ἀλλοίωση τοῦ γραπτοῦ κειμένου του κατὰ τὴν ἐκτύπωση (ὑπάρχει στὸ ᾽Επίμετρο)· γιατὶ ὁ ᾽Ιωάννου ἐκτὸς ἀπὸ καταξιωμένος πεζογράφος ἧταν καὶ φιλόλογος καὶ γνώριζε ὅσο λίγοι ὅτι ἡ γλῶσσα εἶναι ἕνα τόσο εὐαίσθητο πρᾶγμα ποὺ δὲν ἀνέχεται τὴν παραμικρὴ κακο-ποίηση. Ποῦ εῖναι ὅμως ἡ εὐαισθησία τόσων καὶ τόσων συγγραφέων ποὺ δέχονται ἀδιαμαρτύρητα νὰ τοὺς φορέσουν τὸ ἀντερὶ μετὰ τὴ (γλωσσική) περιτομή τους; Θὰ πρέπει ἐδῶ νὰ ἐξαρθεῖ ἡ στάση μιᾶς συγγραφέως, τῆς κ. Μαρίας τζάνη, διδάκτορος τῆς Κοινωνιολογίας τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Σορβώνης: ἡ ἐπιστήμων αὐτὴ ἐξέδωσε στὴν Ἑλλάδα ἕνα σύγγραμμἁ μὲ τίτλο Σχολικὴ ἐπιτυχία, ζήτημα ταξικῆς προέλευσης καὶ κουλτούρας (1981). Ὁ ἐκδότης θεώρησε καλὸ νὰ τὸ τυπώσει μ᾿ ἕνα ἰδιόμορφο σύστημα γραφῆς (μονοτονικὸ μὲ κουκίδα). Ἡ συγγραφεὺς δὲν μπόρεσε νὰ ἐλέγξει τὰ δοκίμια καὶ ὅταν τὸ βιβλίο τυπώθηκε καὶ τὸ ἀντίκρυσε, ἐπέβαλε νὰ μπεῖ στὴν πρώτη μετὰ τοὺς τίτλους σελίδα (ξανατυπωμένη) ἡ ἀκόλουθη δήλωση μέσα σὲ πλαίσιο: «Γιὰ λόγους ἀνεξάρτητους ἀπὸ τὴ θέληση τῆς συγγραφέως αὐτοῦ τοῦ βιβλίου, κατὰ τὴν ἐκτύπωσή του χρησιμοποιήθηκε ἀτονικὴ γραφή. Ἡ θέση τῆς συγγραφέως ὅσον ἀφορᾶ τὴ γραφὴ τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσας, εἶναι ὅτι κάθε ἐπέμβαση σ᾿ αὐτὴ εἶναι πολιτιστικὰ ἀπαράδεκτη καὶ Εθνικὰ ἐγκληματική.» Ἡ δήλωση εἶναι εὔγλωτη καὶ δὲ χρειάζεται σχόλια. Ἂν δὲν μποροῦν νὰ τὴν ἐπιβάλλουν ὅλοι οἱ συγγραφεῖς καὶ οἱ δημοσιογράφοι στοὺς ἐκδότες τους τουλάχιστον ἂς τὴν «ἐν-τυπώσουν» μέσα τους. Ἴσως ἂν συσσωρευθοῦν πολλὲς τέτοιες ἐν-τυπώσεις ἀπὸ αὐθαιρεσίες, καταπιέσεις, λογοκρισίες καὶ βιασμούς, μπορεῖ κάποτε ν᾿ ἀφυπνισθεῖ τὸ βαθύτατα ριζωμένο ἔνστικτο τῆς πνευματικῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς ἐθνικῆς εὐθύνης καὶ ἀπαιτήσει κι᾿ αὐτή, ὅπως τὸ κάνουν σήμερα οἱ μαῦροι, οἱ ὑπόδουλες μειονότητες καὶ οἱ «ὑπήκοοι» μιᾶς μπλὰ μπλὰ μπλὰ πλειοψηφίας, νὰ τῆς ἀναγνωρισθεῖ τὸ δικαίωμα νὰ ἐκφράζεται «ὅπως θέλει». Πολὺ περισσότερο ὅταν αὐτὸ τὸ ὅπως θέλει πηγάζει ἀπ᾿ τὴν παράδοση καὶ τὴ μάθηση καὶ δὲν καθοδηγεῖται ἀπὸ «πιλότους» σημαιῶν εὐκαιρίας καὶ ἀπὸ «θεωρητικοὺς» τῆς ἥσσονος προσπαθείας.

 

Φυσικὰ μὲ τέτοια ἐπανατοποθέτηση τοῦ γλωσσικοῦ προβλήματος ἐντάσεται σὲ μιὰ συνολικὴ ἀνα-θεώρηση τῆς πορείας τοῦ Ἔθνους καὶ τῆς συνειδητοποίησης τῶν κινδύνων ποὺ τὸ ἀπειλοῦν. Θὰ γίνει αὐτὴ ἡ ἀνα-θεώρηση; Καὶ ὑπάρχουν ἄνθρωποι νὰ τὴν κάνουν; Οἱ οἰωνοὶ δὲν εἶναι παρήγοροι. Δὲν φτάνουν μερικὲς δεκάδες ἄνθρωποι ποὺ βλέπουν τὰ δεινὰ ποὺ σωρεύονται στὸν ὁρίζοντα. Καὶ ποὺ τὰ βλέπουν καὶ ποὺ τὰ γράφουν σὲ τί ὠφελεῖ; Οἱ ἐπισημάνσεις καὶ οἱ «μαντεῖες» τους μένουν ἀτελέσφορες, καὶ οἱ κώδωνες κινδύνου ποὺ κρούουν ἠχοῦν ἐπὶ ματαίῳ. Τὰ πάντα σήμερα εἶναι πολιτική. Καὶ ὅταν τὰ πάντα ἐπηρεάζονται ἀπὸ τὴν πολιτική, αὐτὸ δείχνει ὅτι ἡ κοινωνία εἷναι ἄνευρη, παραζαλισμένη, στεῖρα· δὲν δημιουργεῖ ἰδέες, μηρυκάζει ἰδέες. Δὲν φτιάχνει πολιτισμό, γλείφει τὸ «πολιτιστικό» του ἐπίχρισμα.

Ἂς μὴ νομισθεῖ ὅτι αὐτὰ ποὺ λέμε εἷναι παρονυχίδες. Μιλὼντας πάντα σὲ σχέση μὲ τὴ γλῶσσα αὐτὰ εἶναι σοβαρότατα. Ἄλλο ἂν οἱ πολλοὶ δὲν συνειδητοποιοῦνε τὴ σοβαρότητα τοῦ πράγματος. Κι᾿ αὐτὸ εἶναι ἕνα ἀκόμα πιὸ σοβαρὸ σύμπτωμα. Οἱ κεραῖες μας ἔπιασαν σκουριὰ καὶ ἡ εἰκόνα τῶν συντελουμένων εἶναι θολὴ στὴν τηλε-ὅρασή μας, διάστικτη, συγκεχυμένη. Στὸ τέλος βαριόμαστε ἀπ᾿ αὐτὰ ποὺ βλέπουμε, πατᾶμε τὸ κουμπὶ καὶ πᾶμε νὰ κοιμηθοῦμε. Καὶ σήμερα τὸ ἔθνος τὸ ἀποκοίμησαν σὲ βαθὺν ὕπνο. Λίγοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ γρηγοροῦν καὶ ὄχι μόνο γιὰ τοὺς κινδύνους ποὺ ἀπειλοῦν τὴ γλῶσσα, ἀλλὰ καὶ γιὰ πάρα πολλὰ ἄλλα. Ἡ γλῶσσα ὅμως εἶναι τὸ πρώτιστο, αὐτὴν τὴ στιγμή. Γιατὶ ἀπὸ κεῖ ἄρχισε ἡ διάβρωση, ὁ ἀφελληνισμός. Εἶναι θλιβερὸ τὸ ὅτι ἐκπαιδευτικοί, συγγραφεῖς, πολιτευτές, ἀρχηγοὶ κομμάτων δὲν τὸ ᾽χουν «πιάσει» τὸ ζήτημα. Οἱ τελευταῖοι νομίζουν ὅτι ἀποστολή τους εἶναι ἡ «πρόοδος», ἡ ἀνάκαμψη τῆς οἰκονομίας, οἱ παροχές, ἡ «συνύπαρξή» μας μέσ᾿ τὴν ΕΟΚ. Βέβαια κι᾿ αὐτὰ εἶναι δουλειὰ τῶν πολιτικῶν. ᾽Αλλὰ εἷναι ἀδιανόητο νὰ γίνεται συζήτηση σ᾿ ἐπίπεδο ἀρχηγῶν κομμάτων στὴ Βουλή, πρὸ τῆς ἡμερησίας διατάξεως (6/12/85), ποὺ νὰ βαστάει 14 ὡρες καὶ πλέον καὶ νὰ ἐπισημαίνονται οἱ κίνδυνοι γιὰ τὴν οἰκονομία, νὰ ἐπισημαίνονται οἱ κίνδυνοι τῆς ἐξωτερικῆς πολιτικῆς, νὰ ἐπισημαίνονται οἱ κίνδυνοι ἀπὸ τὶς ὁμάδες τῶν ἀναρχικῶν καὶ νὰ μὴ γίνεται νύξη γιὰ τὸ ποῦ πᾶμε σήμερα σὰν Ἕθνος. Ἴσως νὰ μᾶς ἀντιταχθεῖ ὅτι τὰ θέματα ἦταν καθωρισμένα. Ἀλλὰ ρωτᾶμε: πότε ἔγινε μιὰ συζήτηση γιὰ τὸν Ἑλληνισμὸ σήμερα; Ποτέ. Ἴσως ἐπειδὴ οἱ πολιτικοὶ φαντάζονται ὅτι ὅσο ὑπάρχει κρατικὴ ὑπόσταση ὁ Ἑλληνισμὸς δὲν κινδυνεύει· δηλαδὴ ταυτίζουν τὴν οὐσία μὲ τὸ περίβλημα, μὲ τὸ τσόφλι. ᾽Αλλὰ καὶ ἕνα μῆλο ἔχει γερὸ τσόφλι, τὸ ἀνοίγεις καὶ μέσα εἱναι σάπιο. Μόνο ὁ πρόεδρος τῆς Χριστιανικῆς Δημοκρατίας Νῖκος Ψαρουδάκης, στὰ λίγα λεπτὰ ποὺ εῖχε στὴ διάθεσή του, ἔθιξε τὸ μέγα θέμα. Εῖπε περίπου: «Ἡ ΕΟΚ εἶναι ὕποπτη ὑπόθεση· στὸ τέλος θ᾿ ἀποδειχθεῖ παγίδα. Ἔχω στοιχεῖα. Ἡ ζημιὰ θὰ φανεῖ μακροπρόθεσμα. Ξεκίνησε ὡς μιὰ ἁπλῆ τελωνειακὴ ἕνωση καὶ ἤδη μιλᾶμε γιὰ πολιτικὴ ἐνωση. Θὰ γίνουμε ὅλοι ἕνα. Πῶς θὰ μπορέσουμε νὰ σταθοῦμε ἐμεῖς τὰ 9 ἐκατομμύρια ἕλληνες μέσ᾿ τὰ 300 ἐκατομμύρια εὐρωπαίους μὲ ἄλλη νοοτροπία, ἄλλη παιδεία, ἄλλη ἢ ἄλλες γλῶσσες, μὲ ἄλλες φυλετικὲς καὶ ἱστορικὲς καταβολές; Δὲν θ᾿ ἀφομοιωθοῦμε;» Καὶ ὄχι μόνον οἰκονομικὰ ἢ διοικητικά, συμπληρώνουμε ἐμεῖς. Διότι ἐκεῖ θὰ καταλήξουν ὅλα (ἐν σχέσει μὲ τὸν Ἑλληνισμό): σὲ μιὰ νέα Φραγκοκρατία.

Δὲν μποροῦμε ἐδῶ νὰ κάνουμε ἱστορικὲς ἀναφορὲς καὶ νὰ σχολιάσουμε παράλληλες ἐποχὲς ποὺ ὑπῆρξαν ὁδυνηρὲς ἐμπειρίες γιὰ τὸν Ἑλληνισμό. Κανεὶς ὅμως δὲν θὰ εῖχε νὰ προβάλει σοβαρὴ ἀντίρρηση ὅτι ἡ Δύση εἶχε τὴ διαιώνια ἐπιθυμία καὶ ἐπιδίωξη ν᾿ ἀφομοιώσει καὶ ν᾿ ἀπορροφήσει τὸν Ἑλληνισμό. Καὶ ἡ ΕΟΚ δὲν εἶναι μόνο οἰκονομικὴ ἕνωση. Ὑπάρχουν ντιρεκτίβες ποὺ ἀφοροῦν θέματα παιδείας καὶ πνευματικοῦ πολιτισμοῦ. Καὶ αὔριο θὰ ὑπάρξουν «προγράμματα» μὲ τὰ ὁποῖα θὰ πρέπει νὰ συμπορευθοῦμε. Ἤδη ἡ Διεθνὴς Τράπεζα μὲ κάποιες χρηματοδοτήσεις ἐπεμβαίνει στὰ ὡρολόγια προγράμματα τῶν σχολείων μας, δηλαδὴ στὶς ὧρες διδασκαλίας ἐν σχέσει μὲ τὰ μαθήματα (τὰ ἑλληνικά, τὰ θρησκευτικὰ συμπτύσσονται πρὸς ὄφελος τῶν τεχνικῶν). Ἀργότερα οἱ φραγμοὶ θὰ ἀρθοῦν πλήρως σὲ βάρος φυσικὰ τῆς ἐλληνικῆς μορφώσεως καὶ παιδείας, ἡ ὁποία θὰ καταντήσει τόσο «φτενὴ» ὅσο καὶ πρακτικὰ ἄχρηστη.

Γι᾿ αὐτό, καὶ ὄχι ἀπὸ σχολαστικὴ βυζαντιολογία ἀφιερώσαμε τόσην ἔκταση προηγουμένως γιὰ τὴν πρακτικὴ ἐφαρμογὴ (δηλ. στὸν ἐξαναγκασμό) τοῦ μονοτονικοῦ. Γιατὶ τὸ τονίζουμε καὶ πάλι, ἀπὸ κεῖ ἀρχίζει ἡ κλιμάκωση τῶν ἀλλαγῶν πρὸς τὸν ἐκλατινισμό. Καὶ λέμε κλιμάκωση διότι ἡ μετάβαση μᾶλλον θὰ γίνει σταδιακά, μετὰ ἀπὸ βυθοσκόπηση (σοντάρισμα) γιὰ νὰ διακριβωθοῦν οἱ τυχὸν ἀντιδράσεις. Τὸ μονοτονικὸ τὸ ξεπεράσαμε· ὁ ἐθισμὸς τώρα γίνεται στὸ ἀτονικὸ (προτείνεται ὅπως θὰ δοῦμε παρακάτω). Καὶ ρωτᾶμε δημοσιογράφους καὶ συγγραφεῖς ποὺ συνεργάζονται μὲ ἐφημερίδες καὶ περιοδικά: Ἄν κάποτε οἱ ἐκδότες αὐτῶν τῶν ἐντύπων «εἰσαγάγουν» στὸ ἀλφάβητο τὰ λατινικὰ στοιχεῖα b, d, g, τὰ ὁποῖα στὰ ἐλληνικὰ γράφονται μὲ δύο σύμφωνα, μπ, ντ, γκ, γιὰ νὰ μὴ συγχέονται στὴν προφορὰ μὲ τὰ mb, nd, ng (φωνητικά) πόσοι θ᾿ ἀντιδράσουν; Ἐμεῖς λέμε πολλοὶ λίγοι, καὶ μερικοὶ ποὺ θὰ «κλωτσήσουν» θὰ συμβιβαστοῦν (ἀφοῦ εἶναι καὶ θέμα ἐργασίας, ψωμιοῦ), ἀλλὰ ἐπειδὴ καὶ οἱ ἐκδότες θὰ τοὺς καθησυχάσουν: «Ἐσεῖς γράφετέ τα ὅπως θέλετε, τὴ δουλειὰ θὰ τὴν κάνει ὁ διορθωτὴς καὶ ὁ λινοτύπης». Καὶ φυσικὰ σὲ λίγο τὸ σύστημα θὰ εἰσαχθεῖ στὰ σχολεῖα.

Καὶ ἀφοῦ τὸ χωνέψει κι᾿ αὐτὸ ὁ λαὸς (καὶ θὰ τὸ χωνέψει γιατὶ σιγὰ-σιγὰ ἔχει γίνει μόνο στομάχι) κάποια ὄχι καὶ τόσον ὡραία πρωΐα, ὅταν ἀπὸ κάποιο «κέντρο ἀποφάσεων» ἀκουστεῖ τὸ σῆμα μπίπ, μπίπ, μπίπ, κάποιος ὑπουργὸς ποὺ θὰ ἔχει σπουδάσει φυσικὰ στὸ ἐξωτερικὸ καὶ μὲ ὑποτροφίες ἢ ἀδιαφανεῖς προστασίες (φυσικὰ) θὰ ἐξαγγείλει πὼς πρέπει νὰ εἰσαχθεῖ στὴν ἐκπαίδευση τὸ λατίνικὸ ἀλφάβητο γιὰ νὰ μαθαίνουν οἱ μαθητὲς πῶς νὰ γράφουν «σωστὰ» τὶς ἐλληνικὲς λέξεις στὰ κομπιοῦτερ καὶ τὰ τέλεξ, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ μὴν ἀποτελοῦμε «παραφωνία» στὸ κάτω-κάτω μὲ τὸ διαφορετικὸ κώδικα γραφῆς μας μὲ τοὺς ἄλλους εὐρωπαίους ἑταίρους μας... Φυσικὰ σύντομα θὰ ἐπικρατήσει καὶ μιὰ «κοινὴ» γλῶσσα γιὰ τὴ συνεννόηση τῶν λαῶν ποὺ ὁδεύουν καὶ πρὸς μία πολιτικὴ ἕνωση, γλῶσσα ποὺ δὲ μπορεῖ νὰ εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὴν ἀγγλική, ποὺ θὰ διδάσκεται ὑποχρεωτικὰ μαζὶ μὲ τὰ ἑλληνικά, ὡσότου αὐτὰ τὰ τελευταῖα συρρικνωθοῦν μέχρι τὴν ἐξαφάνισή τους (ἄλλωστε θὰ γράφονται μὲ λατινικὰ στοιχεῖα) περιοριζόμενα σὲ δυὸ-τρεῖς γενιὲς μόνο στὴν προφορικὴ γλῶσσα ποὺ οἱ Ἕλληνες θὰ χρησιμοποιοῦν ἀποκλειστικὰ στὸ σπίτι τους, ὁπως γίνεται μὲ τοὺς ἑλληνοαμερικάνους.

Τὸ σενάριο δὲν εἶναι φανταστικό· βρίσκεται ἐπιμελῶς φυλαγμένο σὲ κάποια συρτάρια καὶ κατὰ καιροὺς ἀνασύρεται καὶ ἀπὸ μία φάση του. ᾽Εξ ἄλλου ἀποτελεῖ τὴ νομοτελειακὴ «πρόοδο» τῶν πραγμάτων. Γι᾿ αὐτὸ λέμε ὅτι οἱ πνευματικοὶ ἄνθρωποι πρέπει νὰ «ἐν-τυπώσουν» μέσα τους ὅτι τοὺς παρασύρουν νὰ συμπράξουν στὸν ἀφελληνισμό: ὁ (μερικός) ἀφελληνισμὸς ἀπὸ ἕλληνες γίνεται καὶ ὁ (πλήρης) ἀφελληνισμὸς ἀπὸ ἕλληνες θὰ γίνει. ᾽Εμᾶς ἐδῶ δὲ μᾶς ἐνδιαφέρει ἂν ὁ αὐριανὸς εὐρω-έλληνας θὰ διαφέρει ἀπὸ τὸν ἀρχαῖο γραικύλο, τὸν μεσαιωνικὸ γασμοῦλο, καὶ τὸν πρόσφατο φραγκολεβαντίνο. Εἶναι στὴ μοῖρα τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ νὰ δέχεται ἐπιβήτορες καὶ νὰ βγάζει ἡμι-όνους (οἱ ὁποῖοι ὅπως ξέρουμε εἶναι καὶ στεῖροι). Τὸ ζήτημα εἶναι νὰ διασωθεῖ ἡ ράτσα: αὐτὸς ὁ περήφανος καὶ ἀτίθασσος κέλης, ἔστω καὶ σὲ περιωρισμένο ἀριθμό, γιὰ νὰ δώσει ἀργότερα (ἀλλὰ ἴσως καὶ σύντομα) καὶ πάλι ἑλληνικὲς «πνευματικὲς» ἐπιδόσεις. Γιατὶ ὅπως εἴμαστε σήμερα καὶ ὅσοι μείναμε, μόνο γιὰ πνευματικὲς ἐπιδόσεις εἴμαστε ἱκανοὶ (καὶ μακάρι νὰ τὸ ἀξιωθοῦμε). ᾽Αλλὰ γιὰ νὰ τὶς πραγματοποιήσουμε πρέπει νὰ ξέρουμε τὸ παιχνίδι ποὺ μᾶς παίζουν, γιατὶ ἂν μποῦμε σ᾿ αὐτὸ μὲ τὴν ἀφέλεια καὶ τὴν ἀστοχασιὰ τὴ σημερινή, τότε ὄχι μόνο χάσαμε το παιχνίδι, ἀλλὰ καὶ χαθήκαμε κατὰ κράτος.

Καὶ τώρα ἂς ἔρθουμε καὶ στὴ βόμβα που τοποθετήθηκε καὶ ἐσκασε ὄχι ἀπὸ «παραδοσιακοὺς συντηρητικοὺς» ἀλλὰ ἀπὸ «ἐπιστημονίζοντες προοδευτικούς»· γιὰ ν᾿ ἀποδειχθεῖ περίτρανα ὅτι τὸ μονοτονικὸ ἡταν μιὰ σαπουνόφουσκα, ἕνα σύστημα γραφῆς ποὺ δὲν ἔχει πληρότητα, ἀλλὰ οὔτε καὶ βιωσιμότητα, ὅτι ἀποτυγχάνει ἐκεῖ ἀκριβῶς ὅπου σκόπευε νὰ φανεῖ χρήσιμο: στὸ σχολεῖο· ὅτι δῆθεν θὰ διευκόλυνε τὰ παιδάκια στὴν ὀρθογραφία καὶ τὴ μάθηση, ὅτι θὰ κερδιζότανε πολύτιμος χρόνος καὶ ὅλα ἐκεῖνα τὰ παραφερνάλια ποὺ κουβαλοῦσε μαζί της ἡ παραμυθολογία τῆς ἁπλούστευσης. ᾽Αλλὰ τὸ πιὸ σημαντικὸ καὶ ἀποκαλυπτικὸ εἶναι ὅτι τὸ μονοτονικὸ ἀποδεικνύεται στὴν πράξη σύστημα ποὺ δὲν ἔχει ἐν-τέλεια δηλαδὴ ὅτι πρόκειται γιὰ ἕνα σύστημα γραφῆς ποὺ ἔχει τὸν χαρακτῆρα τῆς προσωρινότητας, γιατὶ ἔτσι κι᾿ ἀλλιῶς θ᾿ ἀναγκαστεῖ ἀπὸ τὶς «ἀτέλειές» του νὰ παραχωρήσει τὴ θέση του σ᾿ ἕνα ἄλλο σύστημα, τὸ ἀτονικὸ (αὐτὸ ἐπιδιώκεται ὡς δεύτερη φάση) συνδυαζόμενο καὶ μὲ ἄλλες ὀρθογραφικὲς μεταρρυθμίσεις.

Οἱ διαπιστώσεις αὐτὲς δὲν ἔγιναν ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ βλέπουν ὅτι μὲ τὶς ἁπλουστευτικὲς καινοτομίες ὁ γραπτὸς λόγος καὶ γενικώτερα ἡ γλῶσσα ἀποδιαρθρώνεται, ἀποστοιχειώνεται καὶ καταλήγει σ᾿ ἕνα ἀπορριζωμένο καὶ νηπιῶδες ἐξάμβλωμα καὶ γι᾿ αὐτὸ φωνάζουν, ἀλλὰ ἔγιναν ἀπὸ ἐπιστήμονες ποὺ μελέτησαν τὸ θέμα ἀντικειμενικά, ψυχρὰ καὶ ἀμερόληπτα.

Συγκεκριμένα, τὸ καλοκαίρι τοῦ 1985 στὸ περιοδικὸ Φιλόλογος, ἀρ. τεύχ. 40, εἶδε τὸ φῶς μιὰ μελέτη-ἔρευνα δύο ψυχολόγων, τῶν κυριῶν Ἀ. Παπαζήση καὶ Μ. Μάνιου-Βακάλη (ἡ δεύτερη εἷναι ἀναπληρώτρια καθηγήτρια στὸν τομέα Ψυχολογίας τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς τῆς Θεσσαλονίκης), ποὺ ἐξετάζει ποιά ἀποτελέσματα εἶχε ἡ «ἐφαρμογὴ τῶν κανόνων τοῦ μονοτονικοῦ ἀπὸ τοὺς μαθητὲς τῆς Αʹ καὶ Βʹ τάξης Γυμνασίου στὸ γραπτὸ λόγο» (αὐτὸς ἀκριβῶς εἶναι καὶ ὁ τίτλος τῆς μελέτης). Οἱ συγγραφεῖς ξεκινοῦν ἀπὸ μιὰ πραγματικὴ κατάσταση: ὅτι σήμερα ὑπάρχει στὴν Ἐκπαίδευση (καὶ στὴ Διοίκηση) ἕνα νεότροπο σύστημα γραφῆς· καὶ τὸ ἐρώτημα ποὺ βάζουν εἶναι: πόσο ἀπέδωσε ἡ ἐφαρμογή του καὶ εἰδικὰ βέβαια στὸ σχολεῖο. Δὲν ἐξετάζουν ἂν θὰ ἔπρεπε ν᾿ ἀλλάξει ἡ παραδοσιακὴ γραφή, ποιές εἷναι οἱ ἱστορικές, οἱ ἐθνικές, οἱ πολιτισμικές, οἱ φιλολογικὲς συνέπειες. Θὰ σκέφθηκαν προφανῶς ὅτι αὐτὸ δὲν ἦταν δουλειά τους. Καὶ ἴσως νὰ ἔχουν δίκιο· δὲν τὶς ψέγουμε. Ὅταν ἀποφασίσεις νὰ εἶσαι μόνον ἐπιστήμη, τότε δὲν ἀναρωτιέσαι ἂν θὰ ἔπρεπε νὰ κατασκευασθεῖ ἡ ἀτομικὴ βόμβα· ἀφοῦ τὴν ἔφτιαξαν καὶ τὴν ἔρριξαν ἂς καθήσουμε καὶ ἂς ἐξετάσουμε ἐπιστημονικὰ πόσες ἑκατοντάδες χιλιάδες ἀνθρώπους σκότωσε. Οὔτε ὁ ἐπιστήμων νοιάζεται γιὰ τὴν παράταση τῆς ἀγωνίας τοῦ ἀρρώστου ὅταν τοῦ βγάζει τὴν καρδιὰ καὶ τοῦ φυτεύει μιὰ πλαστικὴ τρόμπα. Ἔχει καὶ ἡ ἐπιστήμη τὴ λογική της... Δὲ μπαίνουμε λοιπὸν κι᾿ ἐμεῖς σὲ ἀνθρωπιστικὲς ἢ ἐθνικὲς εὐαισθησίες. Τὴ λογική της χρειαζόμαστε. Καθ᾿ ὅλα συμφωνοι.

᾽Αφοῦ οἱ ἐν λόγῳ κυρίες κάνουν μιὰν ἐπισκόπηση τῶν ζυμώσεων ποὺ ἔγιναν στὴν «Ἐπιτροπὴ γιὰ τὸ μονοτονικό», μὲ τὴν ἐπίνευση τοῦ Κράτους, ὡς πρὸς τὴν ἐπιλογὴ τοῦ καταλληλότερου τονικοῦ συστήματος γιὰ τὴν ἐπίτευξη «οἰκονομίας χρόνου στὸ γράψιμο καὶ κέρδος στὴν ἐθνικὴ οἰκονομία κατὰ τὴν ἐκτύπωση τῶν κειμένων», προχωροῦν στὴν περιγραφὴ τῆς ἔρευνάς τους ποὺ ἔγινε πάνω σὲ μαθητὲς (ἀγόρια καὶ κορίτσια) δύο τάξεων Γυμνασίου, τῆς Αʹ καὶ Βʹ, τῆς περιοχῆς Θεσσαλονίκης. Ἡ ἔρευνα ἔγινε μὲ ὅλους τοὺς κανόνες τῆς ἐπιστημονικῆς μεθοδολογίας ποὺ ἐφαρμόζονται σὲ παρόμοια θέματα, δηλ. θέματα ποὺ ἀποσκοποῦν στὴ μελέτη τῆς ἀνθρώπινης ἀντίληψης καὶ συμπεριφορᾶς. Ἔγινε χρήση πειραμάτων, πινάκων, κατάταξη κατηγοριῶν, ἐξαγωγὴ συμπερασμάτων, ἐπιμέρους καὶ συνολικῶν, ἐπὶ τῇ βάσει τῶν στατιστικῶν δεδομένων. Πάντως τὸ βασικὸ θέμα ἦταν ἂν καὶ κατὰ πόσο τὰ παιδιὰ γνώριζαν (ἀφοῦ πρῶτα τοὺς διδάχτηκαν) τοὺς κανόνες τοῦ (νέου) τονισμοῦ καὶ ἡ «μέτρηση» τοῦ βαθμοῦ συγκράτησης τῶν κανόνων αὐτῶν κατὰ τὸν χρόνο τῆς ἐφαρμογῆς τους (ὅταν π.χ. γράφουν μιὰ ἔκθεση ἢ ὅταν τονίζουν ἕνα κείμενο ποὺ τοὺς δόθηκε καθ᾿ ὑπαγόρευση) δηλαδή, ἂν ὁ μαθητὴς θυμᾶται:

  1. Ὅλους τοὺς κανόνες/πλήρως
  2. Ὅλους τοὺς κανόνες/ἐλλιπῶς
  3. Ἂν θυμᾶται τοὺς βασικοὺς κανόνες, καὶ
  4. Ἂν δὲν θυμᾶται (καθόλου) τοὺς κανόνες.

Ὅπως εἰναι ἐπόμενο, ἐδῶ δὲν μποροῦμε νὰ παραθέσουμε ὅλους τοὺς λεπτομερέστατους πίνακες καὶ τὰ στατιστικὰ δεδομένα τῆς ἔρευνας, ἀλλὰ οὔτε καὶ χρειάζεται. Δὲ μᾶς ἐνδιαφέρει ἡ μεθοδολογία, ἀλλὰ τὰ συμπεράσματα στὰ ὁποῖα κατέληξαν οἱ δύο ἐπιστήμονες (ἤ, κατὰ Κριαρᾶν, ἐπιστημόνισσες) πάνω στὴν ἐφαρμογὴ τοῦ μονοτονικοῦ ἀπὸ μαθητὲς τοῦ σχολείου. Καὶ τὰ συμπεράσματα τους αὐτὰ τὰ παραθέτουμε αὐτολεξεί:

Λένε λοιπόν:

«Τὸ μονοτονικὸ σύστημα μὲ τοὺς κανόνες του ἐφαρμόστηκε πρόσφατα στὴν ἑλληνικὴ ἐκπαίδευση (γιὰ) νὰ διευκολύνει τὰ παιδιὰ στὴν ἀποφυγὴ τονικῶν λαθῶν. Τὰ παιδιὰ ὅμως κάνουν λάθη τονισμοῦ καὶ στοὺς βασικοὺς κανόνες καὶ στὶς ἐξαιρέσεις τους. (...) Οἱ μαθητὲς γενικὰ δὲ βάζουν τόνο. Βλέπει κανεὶς σὲ γραπτὸ ἔκθεσης ἕνα κείμενο ὁλόκληρο μὴ τονισμένο. (...) Τὸ μονοτονικὸ σύστημα ποὺ καθιερώθηκε δὲν ἔχει λογικὸ χαρακτήρα. Γι᾿ αὐτὸ οἱ μαθητὲς σκοντάφτουν σὲ περιπτώσεις ποὺ δημιουργοῦν σύγχυση. Ψάχνουν νὰ βροῦν τὸν κανόνα καί, ἂν δὲν τὸν θυμηθοῦν, χρησιμοποιοῦν μιὰν ἄλλη ἔκφραση ἀνώδυνη, τονικά. Κι ἔτσι εἶναι σίγουροι ὅτι δὲν κάνουν λάθος. Συμβαίνει ἐπίσης καὶ τὸ ἑξής: ἐνῶ οἱ μαθητὲς γνωρίζουν τὸν κανόνα, στὴν ἐφαρμογή του κάνουν λάθος, π.χ. τὰ ἑρωτηματικὰ ποῦ καὶ πῶς δὲν τὰ τονίζουν. Τις συνιζημένες λέξεις γιός, μιά, δυό, κ.ἄ., ἐπειδὴ στὴ γραφὴ δὲν παρουσιάζονται ὅπως οἱ μονοσύλλαβες λέξεις μὲ ἕνα φωνῆεν ἀλλὰ μὲ δύο συνεχόμενα, συνήθως τὶς τονίζουν ἐσφαλμένα. Ἐκεῖ ὅμως ποὺ δυσκολεύονται περισσότερο εἶναι οἱ προσωπικὲς ἀντωνυμίες (μοῦ, σοῦ, μᾶς, σᾶς, μέ, σέ, κ.ἄ.). Στὸν προφορικὸ λόγο πολλὲς φορὲς αὐτὲς τονίζονται, ἐνῶ σύμφωνα μὲ τὸ μονοτονικὸ μόνο σὲ εἰδικὲς περιπτώσεις τονίζονται. Ἔτσι τὰ παιδιὰ καὶ στὸ γραπτὸ λόγο τὶς τονίζουν. (...) Οἱ μαθητὲς ἐπίσης χρησιμοποιοῦν στὶς ἐκθέσεις τους περιορισμένο λεξιλόγιο καὶ ἔχουν τὴ δυνατότητα νὰ ἐπιλέγουν λέξεις ἢ ἐκφράσεις οἰκεῖες ὡς πρὸς τὸ νόημα καὶ τὸν τονισμό. Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα εἶναι ἡ ἔλλειψη λέξεων ποὺ ἔχουν πάθει ἔκθλιψη ἢ ἀποκοπή. Ἀπὸ τὴν ἀτομικὴ ἐξέταση φάνηκε ὅτι γράφουν ὁλόκληρες τὶς λέξεις χωρὶς ἐκθλιψη ἢ ἀποκοπὴ γιὰ τρεῖς λόγους: α) δὲν μποροῦν νὰ θυμηθοῦν τὶς περιπτώσεις ποὺ σὲ ἔκθλιψη ἢ ἀποκοπὴ χρειάζεται νὰ ἀπαλείψουν ἢ ν᾿ ἀφήσουν τὸν τόνο, β) τοὺς μπερδεύει ἡ ἀπόστροφος, καὶ γ) θεωροῦν ὅτι ἡ ἔκθεση ἔχει ἐπίσημο χαρακτήρα καὶ ὅτι φαινόμενα ὅπως ἡ ἔκθλιψη ἢ ἡ ἀποκοπὴ ταιριάζουν περισσότερο στὸν προφορικὸ λόγο (π.χ. ἀπὸ ὅτι ἀντὶ ἀπ᾿ ὅτι· ἀπὸ τὸ ἀντὶ ἀπ᾿ τὸ» (ἄποψη τῶν ἐρευνητριῶν· ἀλλὰ τί θὰ γίνει ὅταν ὁ μαθητὴς γράφει ἕνα συνηθισμένο διάλογο; δὲν θ᾽ ἀντιμετωπίσει καὶ ἐκεῖ το πρόβλημα; Ἄρα οἱ δυσκολίες καὶ τὸ ἐνδεχόμενο σφάλμα ἐμφωλεύουν). Αὐτὲς οἱ δυσκολίες, οἱ πιὸ συνήθεις, γιατὶ ὑπάρχουν καὶ πολλὲς ἄλλες ποὺ συναντῶνται πιὸ σπάνια γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν τὶς ἀναφέρουμε (μολονότι στὴ μελέτη ἐπισημαίνονται), ἀφοροῦν τὸ πείραμα ποὺ βασίστηκε στὴν ἔκθεση.

Καὶ τώρα λίγα πάλι ἀπὸ τὰ συμπεράσματα ποὺ ἀποκόμισαν οἱ ἐρευνήτριες ἀπὸ τὸ πείραμα ποὺ ἔγινε πάνω σὲ δεδομένο κείμενο.

Γράφουν λοιπόν: «Τὸ πείραμα αὐτὸ βοήθησε νὰ γίνουν κατανοητὲς οἱ ἀδυναμίες ἐφαρμογῆς στὴν πράξη τῶν κανόνων τοῦ μονοτονικοῦ συστήματος. Καθὼς οἱ ἐξαιρέσεις εἶναι πολλαπλάσιες τῶν βασικῶν κανόνων, ὁ μαθητὴς καλεῖται νὰ δώσει λύσεις σὲ μιὰ σειρὰ ὑποπεριπτώσεων τονισμοῦ. Τὴ στιγμὴ ποὺ γράφει σκέφτεται ποῦ πρέπει νὰ τονίσει, συνδυάζει τὶς περιπτώσεις προσπαθώντας νὰ ἀνακαλέσει στὴ μνήμη του τὸ βασικὸ κανόνα μὲ τὶς ἐξαιρέσεις του. Μὲ ἄλλα λόγια ὁ μαθητὴς ἀναγκάζεται νὰ κάνει μιὰ πολύπλοκη νοητικὴ διεργασία, γιατὶ ὁ τονισμὸς δὲ λειτουργεῖ ἀβίαστα καὶ λογικά. Εἶναι χαρακτηριστικὸ τὸ ὅτι ἕνας μεγάλος ἀριθμὸς παιδιῶν θεωρεῖται ὅτι παρατονίζει σύμφωνα μὲ τὸ μονοτονικό, ἐνῶ λογικὰ βάζει κανονικὰ τὸν τόνο στὸ φωνῆεν καὶ ὄχι στὸ σύμφωνο. Γιὰ παράδειγμα ἀναφέρουμε τὴ λέξη εὔχομαι· ἀρκετὰ παιδιὰ τόνισαν στὸ ε, γιατὶ τὸ υ γλωσσολογικὰ ὡς φθόγγος συμπίπτει μὲ τὸ φ. Θεώρησαν λοιπὸν τὸ υ σύμφωνο!» (Παρεμβολὴ δική μας: ᾽Εδῶ ἀνακύπτει τὸ ἐρώτημα: ἂν ἕνα πἁιδὶ ὕστερα ἀπὸ ἑπτὰ ἢ ὀκτὼ χρόνια σχολείου, δὲ μπορεῖ να ξεχωρίσει τὸ ποιά σημασία ἔχει τὸ ευ στὴ λέξη εὔχομαι καὶ πότε τὸ υ προφέρεται φ, δηλαδὴ λειτουργεῖ σὰν σύμφωνο χωρὶς νὰ χάσει τὸν χαρακτήρα τοῦ φωνήεντος, ἄρα μπορεῖ νὰ τονίζεται αὐτὸ τὸ παιδὶ τί τὰ θέλει τὰ παραπέρα γράμματα; ὑπάρχει σύστημα ποὺ θὰ τὸ κάνει φωστήρα; Θὰ μποροῦσε ὅμως νὰ γίνει ἕνας καλὸς τεχνίτης· ἀλλὰ μὲ ποιά λογικὴ καὶ μὲ ποιό δικαίωμα τὴ μειονεξία αὐτοῦ τοῦ παιδιοῦ, τοῦ ἴσως προικισμένου γιὰ άλλες ἐπιδόσεις, θὰ τὴν κάνουμε κανόνα καὶ μέτρο γιὰ ὅλα τὰ παιδιὰ καὶ γιὰ ὅλους ἐμᾶς τοὺς ἄλλους; Τώρα γιατί τὸ ἐπιδιώκουμε; Ἔ, εἷναι κι᾿ αὐτὸ μιὰ τρέλλα ποὺ ἐντάσσεται στὸν γενικὸ παραλογισμὸ τοῦ «κοινωνιολογικῶς», λαϊκῶς καὶ κομματικῶς σκέπτεσθαι.)

Καὶ συνεχίζουμε τὶς διαπιστώσεις τῆς μελέτης:

«Τὸ μονοτονικὸ ποὺ ἐφαρμόστηκε ἔχει μηχανικὸ χαρακτήρα. (...) Στὴ 9χρονη ὑποχρεωτικὴ ἐκπαίδευση παρατηρεῖται μία γενικότερη δυσκολία τῶν μαθητῶν στὴ χρήση τοῦ γραπτοῦ λόγου (δυσκολία στὴν ὀρθογραφία καὶ σύνταξη). (...) Ἂν δὲ γνωρίζει ὁ μαθητὴς ἐτυμολογία τῶν λέξεων, εἶναι σίγουρο ὅτι θὰ κάνει λάθη καὶ στὴν ὀρθογραφία καὶ στὸν τονισμὸ τέτοιων λέξεων. Γι᾿ αὐτὸ ἀναγκάζεται ν᾿ ἀπομνημονεύει σειρὲς λέξεων, ποὺ κατὰ κάποιο τρόπο ἀλληλοσχετίζονται, χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ ἐξηγήσει την προέλευσή τους λογικά. (...) Δὲν πρέπει νὰ ξεχνοῦμε ὅτι τὰ δεδομένα τῶν πειραμάτων συγκεντρώθηκαν ἀφοῦ εἶχε προηγηθεῖ ἡ διδασκαλία τοῦ μονοτονικοῦ συστήματος στὴν ἀρχὴ τῆς χρονιᾶς καὶ στὶς δύο τάξεις καὶ ἀφοῦ ἐπακολούθησε μετὰ ἀπὸ τὴν 1η καὶ 2η Ἔκθεση ἡ ἀτομικὴ ἐξέταση ἑνὸς μεγάλου ἀριθμοῦ παιδιῶν καὶ τῶν δύο τάξεων. Ἂν δὲν εἶχε προηγηθεῖ τίποτε ἀπὸ αὐτά, εἶναι πολὺ πιθανὸ οἱ μέσοι ὅροι σφαλμάτων νὰ ἦταν πιὸ μεγάλοι.»

Αὐτὲς εἶναι μερικὲς ἀπὸ τὶς διαπιστώσεις στὶς ὁποῖες καταλήγει ἡ ἔρευνα καὶ ποὺ δείχνουν τὴν ἀμηχανία, τὶς δυσκολίες καὶ τὰ ἀξεπέραστα ἐμπόδια ποὺ ἀντιμετωπίζουν οἱ μαθητὲς στὸ γραπτὸ λόγο ἐφαρμόζοντας τὸ μονοτονικὸ σύμφωνα βέβαια μὲ τοὺς κανόνες του καὶ ὄχι μὲ τὸ «δὲ βαριέσαι, βάλ᾿ τὸν τόνο ὅπου νά ᾽ναι ἢ μὴ βάζεις (ἐνῶ πρέπει) ἂν ἔχεις ἀμφιβολίες». Γιατὶ τότε τινάζουμε στὸν ἀέρα καὶ τοὺς κανόνες τοῦ μονοτονικοῦ ὅπως τινάξαμε στὸν ἀέρα πρωτύτερα καὶ τοὺς κανόνες τοῦ πολυτονικοῦ καὶ τί φταῖνε οἱ μαθητὲς ὅταν τοὺς μαθαίνουμε ὅτι οἱ κανόνες εἷναι γιὰ νὰ μὴν τοὺς τηροῦμε· αὐτὸ δὲν εἶναι ἐκπαίδευση, εἷναι μύηση στὴν ἀναρχία. Ὅλα εἶναι ἀλληλένδετα· καὶ τὸ μυαλὸ τοῦ παιδιοῦ θέλει σταθερὲς συντεταγμένες καὶ ὄχι ἀκτῖνες λέηζερ ποὺ σπαθίζουν τὸ μυαλό του καὶ τὸ διαμελίζουν. Ἂν ὑπὰρχει ἀναρχία στὸν γραπτὸ λόγο, θὰ ὑπάρξει καὶ στὴν ἔκφραση, θὰ ὑπάρξει καὶ στὴ σκέψη καὶ τέλος θὰ ὑπάρξει καὶ στὴν πράξη. ᾽Εκτὸς καὶ ἂν αὐτὸς ἦταν ὁ στόχος (ὄχι τῶν ἀπερίσκεπτων ἐφαρμοστῶν, ἀλλὰ τῶν ἀφανῶν ὑποκινητῶν): τουτέστιν ἡ πλήρης ἀναρχία.

Καὶ δὲν εἶναι τὰ πορίσματα τῆς πιὸ πάνω μελέτης τὰ μόνα ποὺ καταδικάζουν τὸ μονοτονικό, ἀλλὰ καὶ πολλοὶ φιλόλογοι, καθηγητές, καὶ γυμνασιάρχες, σὲ ἐπιστολὲς στὸν Τύπο, σὲ ἄρθρα καὶ μελετήματα διατύπωσαν τὶς ἀντιρρήσεις τους γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ τοῦ μέτρου καὶ τὴν ἀμφίβολη χρησιμότητά του. Ἂς μὴν ξεχνοῦμε ὅτι στὴ μεγάλη τους πλειοψηφία εἶναι δημόσιοι ὑπάλληλοι καὶ δὲ μποροῦν νὰ τὰ ποῦν «ἔξω ἀπ᾿ τὰ δόντια». Σὲ ἰδιωτικὲς ὅμως συνομιλίες ἀναρωτιοῦνται μὲ ἔντονη ἀνησυχία: «ποῦ θὰ ὁδηγήσουν αὐτὰ ποὺ συμβαίνουν στὴν Παιδεία καὶ τὴ Γλῶσσα;» Φυσικὰ οἱ κομματικὰ ἐνταγμένες δασκαλίτσες καὶ οἱ μουσάτοι νεοφιλόλογοι αὐτοὺς θὰ τοὺς ποῦν: σκοταδιστές, ἀντιδραστικοὺς ἢ ἔστω συντηρητικούς. Θὰ τολμοῦσαν ὅμως νὰ ποῦν ἔστω καὶ συντηρητικὸ τὸν συνάδελφό τους κ. Σαρ. Καργᾶκο, αὐτὸ τὸ κοφτερὸ μυαλό, τὸν πεπειραμένο ἐκπαιδευτικὸ καὶ πνευματωδέστατο συγγραφέα (τὸ βιβλίο του Ἀλαλία μόλις τώρα τὸ λάβαμε, τὶς μέρες ποὺ γράφονται αὐτὲς οἱ γραμμές) ὁ ὁποῖος στὸ ᾽Επίμετρο τοῦ βιβλίου του, ἀφοῦ ὁμολογεῖ ὅτι ἦταν ἀπὸ τοὺς πρώτους ποὺ ἐπιδοκίμασαν τὸ μονοτονικὸ σύστημα, στὴ συνέχεια ἐξηγεῖ γιατὶ ἄλλαξε γνώμη καὶ τώρα ἀμφιβάλλει ἂν τελικὰ τὸ μονοτονικὸ ὠφέλησε καὶ ὅτι συνέχεται ἀπὸ τὸ φόβο πὼς ἡ ζημιά του εἶναι ὑποδόρια καὶ θὰ φανεῖ κάπως ἀργότερα, ὅταν ἐν ὀνόματι τῆς συνεχοῦς ἁπλούστευσης, προχωρήσουμε σὲ περαιτέρω ἁπλοποιήσεις γιὰ νὰ φτάσουμε κάποτε ἢ στὴ φωνητικὴ γραφὴ τοῦ Βηλαρᾶ ἢ στὴν καθιέρωση τοῦ λατινικοῦ ἀλφαβήτου. Μάλιστα ἐξετάζοντας τὸ πρόβλημα λεπτομερῶς ἀπαριθμεῖ τουλάχιστον 10 διαφορετικοὺς λόγους γιὰ τοὺς ὁποίους τὸ μονοτονικὸ σύστημα θὰ πρέπει νὰ θεωρείται ἀπρόσφορο παιδαγωγικὰ καὶ ἐθνικὰ ἐπιζήμιο (σελ. 135 κ. ἑπ.).

Ὕστερα ἀπὸ ὅλα αὐτὰ ποῦ εἶναι λοιπὸν ἡ διατυμπανιζόμενη εὐκολία: ὅτι τὰ παιδάκια μας δὲ θὰ κουράζονται νὰ μαθαίνουν κανόνες; ὅτι ἡ ἀγραμματοσύνη καὶ τὰ συνακόλουθα λάθη θὰ ἐκλείψουν; ὅτι τὸ μυαλὸ τῶν μαθητῶν δὲ θὰ καταρίβεται μὲ τὰ ταπεινὰ καὶ χρονοβόρα, ὅπως ἡ ἐλληνομάθεια, τὰ Ἀρχαῖα, ἡ ἐτυμολογία, ἡ ὀρθογραφία κ.ἄ.; (ἀλλὰ θὰ ὑψηλοφρονεῖ στὶς σφαῖρες τῶν κομματικῶν ἰδεολογιῶν...)

Ὕστερα ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν ἔρευνα-βόμβα καὶ τὰ «προτέστα» ἑκατοντάδων πνευματικῶν ἀνθρώπων (συγγραφέων, ποιητῶν, ἐκπαιδευτικῶν, καλλιτεχνῶν καὶ τόσων ἄλλων) ποιός θὰ προστατεύσει τὸ ΠΑΣΟΚ τῆς πρώτης περιόδου (τῆς δευτέρας περιόδου δὲ χρειάζεται προστασία γιατὶ παραδέχθηκε μόνο του τὰ σφάλματά του καὶ τὴν ἦττα του στοὺς περισσότερους τομεῖς) ἀπὸ τὴν ἀδέκαστη κρίση τῆς Ἱστορίας ὅτι πῆγε νὰ διορθώσει τὴν ᾽Εκπαίδευση, ὄχι μὲ μιὰν ἀνανέωση βάθους, ἀνακαινίζοντας τὰ πνευματικὰ στοιχεῖα τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἀλλ᾿ ἀντιθέτως ἐπιβάλλοντας μέτρα δημαγωγικὰ (λαϊκίστικα) ποὺ ἐκδιώκουν τὴν οὐσία καὶ έκτροχιάζουν τὴ γνώση; Ποιός θὰ ὑπερασπισθεῖ τους κ.κ. Βερυβάκη, Κουτσοχέρα, Κακλαμάνη καὶ μερικοὺς ἄλλους (κρυφοὺς) ὑπευθύνους, ἀπὸ τὴν κατηγορία ὅτι παρέσυραν τὴν ἑλληνικὴ παιδεία σὲ μιὰ περιπέτεια ἄστοχη, ἐθνικὰ ὑπονομευτικὴ καὶ σήμερα πιὰ μετὰ τὶς ἀποκαλύψεις (παρασκήνιο, ξενικὴ διάβρωση, ἀνθελληνικὰ κέντρα ἀποφάσεων κ.λπ.) πολλαπλῶς διαβλητή; Ποιός θὰ πληρώσει τὸ κόστος αὐτῆς τῆς δῆθεν «προοδευτικῆς» καινοτομίας ὅταν ἐπισημοποιήθηκε πιὰ μιὰ νόθα κατάσταση; Ποιός καὶ μὲ τί τρόπο θ᾿ ἀποκαταστήσει τώρα τὴ συνέχεια, γιατὶ οἱ μαθητὲς ἀποκόπηκαν καὶ ἀποξενώθηκαν ἀπ᾿ ὅλη την τυπωμένη πνευματικὴ κληρονομιὰ (ἀρχαῖα κείμενα, λεξικά, ἐγκυκλοπαίδειες, κλασικὰ ἱστορικὰ καὶ φιλολογικὰ ἔργα τῆς νεώτερης γραμματείας μας); Ποιός θὰ ἐγκαλέσει τοὺς κ. κ. καθηγητὲς (ὁμότιμους καὶ συνωμότιμους) ποὺ ἀπὸ καθέδρας προπαγάνδισαν καὶ (μόλις βρῆκαν τὴν εὐκαιρία) εἰσηγήθηκαν ἕνα ἀδόκιμο καὶ σκάρτο τονικὸ σύστημα, ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὴν πιὸ πάνω ἔρευνα-μελέτη;

Τώρα, ἀπὸ τὴν ἐξέλιξη τῶν πραγμάτων δικαιώνονται οἱ ἐκπρόσωποι τῆς Νέας Δημοκρατίας κ.κ. ᾽Αβέρωφ καὶ Μητσοτάκης, ποὺ ζήτησαν ἐπίμονα ἀναβολὴ ἐκείνης τῆς συζήτησης στὴ Βουλὴ γιὰ νὰ μελετηθεῖ τὸ θέμα τοῦ μονοτονικοῦ (ποὺ ἧταν ἀνύπαρκτο ἄλλωστε γιὰ τὴν καθόλου ἑλληνικὴ παιδεία) σὲ ὅλες του τὶς πτυχές, μιὰ καὶ προτάθηκε. Μπορεῖ τότε καὶ ἐκεῖνοι (ὅπως αἰφνιδιάστηκαν) νὰ μὴν εἶχαν ξεκαθαρισμένες ἀπόψεις, ἡ στάση τους ὅμως (ἡ ἀποχώρηση ἀπὸ τὴ συνεδρίαση εἶναι τὸ ἔσχατο μέσο γιὰ νὰ δείξει τὴ διαφωνία της ἡ Αντιπολίτευση) ἀποκαλύπτει ὅτι συνειδητοποιοῦσαν τουλάχιστον τὴν ἐθνικὴ καὶ πνευματικὴ εὐθύνη ποὺ εἷχαν σὰν πολιτικοὶ ἄνδρες, ἐνώπιον ἑνὸς τόσου σοβαροῦ θέματος.

Αὐτὴ ἡ ἔρευνα-μελέτη θὰ ἔπρεπε νὰ εἰχε γίνει ἀπὸ ἕνα ὑπεύθυνο φορέα (ὄχι φυσικὰ κομματικό), σ᾿ ἕνα προπαρασκευαστικό, σ᾿ ἕνα δοκιμαστικὸ στάδιο, κυρίως στὸ χῶρο τῆς ἐκπαίδευσης, ὁπότε θὰ διαπιστωνόταν ὅτι πᾶμε νὰ καταργήσουμε μιὰ δυσκολία μὲ μιὰν ἄλλη δυσκολία (ἀφοῦ οἱ μαθητὲς κάνουν καὶ πάλι λάθη, καὶ στοὺς βασικοὺς κανόνες τοῦ μονοτονικοῦ καὶ στὶς ἐξαιρέσεις του, ὅπως τὸ ἀποδεικνύει στατιστικὰ ἡ ἔκθεση) καὶ ὅτι αὐτὴ ἡ δεύτερη δυσκολία ἔχει καὶ τὸ ἀρνητικὸ πρόσβαρο τῆς ἐθνικῆς ἀποπτώχευσης. Θὰ ἔπρεπε μάλιστα νὰ γίνουν καὶ ἄλλες ἔρευνες καὶ ἄλλα πειράματα καὶ νὰ ἐρωτηθοῦν καὶ ἄλλα ἄτομα καὶ ὄχι μόνον φιλόλογοι, ἀλλὰ καὶ κάποιοι ἄλλοι ποὺ μὲ τὸ ἀναγνωρισμένο καὶ καταξιωμένο ἔργο τους ἔχουν κερδίσει ἀριστίνδην τὸ δικαίωμα νὰ ἐκφέρουν γνώμη γιὰ τὶς ὁποιεσδήποτε μεταβολὲς στὴ γραφὴ καὶ τὴ γλῶσσα. ᾽Ακόμα καὶ ἡ λέξη μεταβολὴ θὰ έπρεπε νὰ μᾶς γεμίζει δέος μπροστὰ στὸ σχεδιαζόμενο ἐγχείρημα). Ποιοί εἴμαστε ἐμεῖς ποὺ θὰ μεταβάλουμε τὸν τρόπο γραφῆς ἑνὸς λαοῦ καὶ τὸν τρόπο ποὺ μέσῳ αὐτοῦ ἐκφράζεται; Θὰ μᾶς ποῦν ἴσως ὅτι δὲν ὑπῆρχαν «κώδικες». Εἶναι ὅμως ἀλήθεια αὐτό; Τότε τί εἶναι τὰ ποιήματα τοῦ ᾽Εμπειρίκου, τοῦ Ἐγγονόπουλου, τοῦ Σεφέρη; Κώδικες εἶναι. Τί εἶναι τὰ ποιήματα καὶ τὰ πεζὰ τοῦ Ρίτσου καὶ τοῦ ᾽Ελύτη (καὶ οἱ δύο ἐναλλάσουνε τὴν ποίηση μὲ τὸν πεζὸ λόγο γιὰ νὰ δείξουν ὅτι καὶ οἱ δύο τρόποι ἀπ᾿ τὴν ἴδια πηγὴ κατάγονται). Καὶ αὐτὰ κώδικες εἶναι. Τί εἶναι ἡ ποίηση τοῦ Παπατσώνη, τοῦ Δημάκη, τοῦ Ράντου, τοῦ ᾽Αναγνωστάκη, τοῦ Παπαδίτσα, τοῦ Βαφόπουλου, τοῦ Μπάρα, τοῦ Δημ. Παπακωνσταντίνου, τοῦ Κατσαροῦ καὶ δεκάδων ἄλλων πρὸς αὐτοὺς ἰσαξίων ποὺ ἄντλησαν καὶ ἀντλοῦν τὸ λεξιλόγιο καὶ ἐκφραστικὸ ὑλικὸ τῆς ποίησης τους ἀπὸ ὅλη τὴν πολυμορφία καὶ τὸν διαχρονικὸ πλοῦτο τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καὶ ποὺ κανεὶς τοὐς δὲ σκέφτηκε νὰ «μονοτονίσει», δηλαδὴ ν᾿ ἀλλάξει τἡ γραφὴ ὅπως τὴ διδάχτηκε κι᾿ ὅπως τὴν παρέλαβε. Καὶ αὐτοὶ κώδικες ἔδωσαν, ἢ ἐπειδὴ εἶναι πολὺ συγκαιρινοί μας ἂς τοὺς ποῦμε προτάσεις κωδίκων.

Οἱ ποιητὲς εἶναι οἱ κορυφαῖοι παθολόγοι τῆς γλώσσας (καὶ δόξα τῷ Θεῷ ἔχουμε πολλούς, περισσότερους ἴσως ἀπὸ κάθε ἂλλο ἔθνος). Σκυμμένοι πάνω στὰ χαρτιά τους ἐξετάζουν τὰ συμπτώματα καὶ γράφουν συνταγὲς θεραπείας. Καὶ ἂν χρειαζόμαστε μερικοὺς χρυσοὺς κανόνες, ἱπποκράτειους, ἂς πᾶμε στὸν Κάλβο, στὸ Σολωμό, στὸν Παλαμᾶ. Καὶ ἂν οἱ ποιητές μας εἶναι μὲν ὁ κυριακάτικος ἐκκλησιασμός μας, ὑπάρχουν ὅμως καὶ ἄλλες ἕξη μέρες τῆς ἑβδομάδας ποὺ εἶναι ἀναγκαία ἡ καθημερινὴ ἐπι-κοινωνία, τότε ἂς πᾶμε στοὺς πεζογράφους μας (καὶ ἔχουμε ἀκόμα πιὸ πολλούς, δόξα στὸν Ὕψιστο). ᾽Απὸ τὸ 1920 καὶ ἐδῶ ἕνα πλῆθος διηγηματογράφων, μυθιστοριογράφων, δοκιμιογράφων καὶ ἀρθρογράφων ἐφημερίδων, δὲν ἔκαναν καὶ δὲν κάνουν τίποτα ἄλλο ἀπὸ τὸ νὰ καταθέτουν προτάσεις γραφῆς στὸ ἑλληνικὸ παρόν. Γιὰ νὰ μὴν πᾶμε στοὺς παλαιότερους καὶ γιὰ νὰ μὴν ἀναφερθοῦμε στοὺς ζωντανούς, ἂς θυμηθοῦμε, καὶ σὰν φόρο τιμῆς πρὸς τὴ μνήμη τους, τρεῖς πεζογράφους μας ποὺ τόσο πρόωρα χάθηκαν: τὸν Κώστα Χατζηαργύρη, τὸ Νίκο Καχτίτση καὶ τὸ Γιῶργο ᾽Ιωάννου ποὺ ἀξιοποίησαν ὅσο κανεὶς ἄλλος τὴ γλωσσικὴ κληρονομιὰ τῆς γενιᾶς τοῦ 30 ἀποκρυσταλλώνοντας τὸ γραπτὸ ἐλληνικὸ λόγο σὲ ὁριακὰ γιὰ τὴν ἐποχή μας πρότυπα.

Ἂς μὴ ζητᾶμε τὸ ἀπόλυτο ποὺ ἄλλωστε δὲν ὑπάρχει οὔτε στὴν ἀπόλυτη ποίηση. Ἀλλὰ εἶναι ἴσως ἡ πρώτη φορὰ μετὰ τοὺς ἑλληνιστικοὺς χρόνους ποὺ ὴ γλῶσσα μας ἔφθασε σὲ τόση ἑνότητα ὕφους, γραφῆς, λεξιλογίου, σύνταξης καὶ ρυθμοῦ, ὅσην ἐμφανίζει σήμερα. Βέβαια ὅλα αὐτὰ συντελέσθηκαν ὕστερα ἀπὸ ἀγῶνες καὶ ἀντιμαχίες. Σὲ τελικὴ ἀνάλυση αὐτὸ ἦταν εὐτύχημα· χωρὶς ἀντιμαχία δὲ βγαίνει τίποτα καλό, δὲν ἐπέρχεται ἡ σύνθεση. Αὐτὴ ἡ σύνθεση ὁλοκληρώθηκε μέσ᾿ τὸ μυαλὸ τῶν δημιουργῶν, οἱ «συναινετικὲς» διαδικασίες μέσ᾿ τὸ πνεῦμα τους περιχαρακώθηκαν. Είχαμε φτάσει σὲ κάποιο «πέρας».

Εἴπαμε ὅτι οἱ ποιητές μας ἧταν οἱ παθολόγοι ποὺ διέγνωσαν τὶς «παιδικὲς» ἀρρώστιες τῆς γλώσσας μας καὶ μὲ τὶς ὁδηγίες τους τὶς ξεπεράσαμε. ᾽Αλλὰ καὶ οἱ πεζογράφοι μας ἀναδείχθηκαν σὲ ἀρχιτέκτονες τῆς γλώσσας μας: μᾶς στέγασαν. Εἴχαμε πιὰ τὸ «σπίτι» μας· δὲ χρειαζότανε νὰ καταφεύγουμε σὲ κάποια «λοκάντα», οὔτε ἡ συνεννόηση μεταξύ μας νὰ καταλήγει βαβυλωνία. ᾽Απὸ κεῖ καὶ πέρα τὸ πρόβλημά μας ἡταν ἡ διακόσμηση· ὁ χῶρος πολύς, ὁ καθένας νὰ βάλει τὸ «γοῦστο» του· καὶ τὸ τάβάνι ἁψηλό, πολὺ άψηλό, σχεδὸν ὅσο καὶ ὁ τροῦλλος τῆς Ἁγιὰ-Σοφιᾶς, ν᾿ ἀφήσει ὁ καθένας τὸ πνεῦμα του νὰ πετάξει, ἐν εἴδει περιστερᾶς, ὅσο βαστᾶνε τὰ φτερά του.

Οἱ δημιουργοὶ λοιπὸν κατέθεσαν τοὺς κώδικές τους. Καὶ ἂς πᾶνε νὰ λένε οἱ κρατικοὶ γλωσσοδιορθωτὲς ὅτι αὐτοὶ κρατᾶνε τοὺς κώδικες. Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι ἔχουμε δύο Νόμπελ· ἂν δὲν εἴχαμε γλῶσσα καὶ χρειαζόμαστε νόμους τοῦ Κράτους γιὰ νὰ τὴν καθιερώσει, ἡ ποίησή μας δὲ θὰ μποροῦσε νὰ παραγκωνίσει δεκάδες ἄλλα ὀνόματα διεθνοῦς κύρους τοῦ λογοτεχνικοῦ στερεώματος. Καὶ ἂν ὑπάρχουν ἑκατὸ προσωπικότητες στὴ σύγχρονη ἐποχὴ ποὺ ἔχουν συνείδηση τῆς παγκοσμιότητας τοῦ πνεύματος, καὶ σὰν ὅραμα καὶ σὰν διατύπωση, ἀνάμεσά τους κάλλιστα θὰ εἶχαν θέση δέκα τουλάχιστον δικοί μας ἀπὸ ὅσους ἔζησαν στὸ πρόσφατο παρελθὸν ἢ ζοῦν ἀκόμα μεταξύ μας. Καὶ αὐτὸ συμβαίνει, παρὰ τὸ ὀλιγάνθρωπο τῆς Φυλῆς μας, μόνο καὶ μόνο ἐπειδὴ διαθέτουμε Γλῶσσα.

Καὶ ρωτᾶμε:

Ἀπ᾿ αὐτὴν τὴ γλῶσσα τῶν δημιουργῶν βγῆκε ἡ κρατικὴ γλῶσσα ποὺ θέλουν νὰ μᾶς ἐπιβάλουν;

Ἀπ᾿ αὐτοὺς τοὺς κώδικες γραφῆς βγῆκε τὸ μονοτονικό;

Ὄχι βέβαια. ᾽Αλλὰ ἀπὸ κάποιες ἀραχνιασμένες θεωρίες, ἀπὸ κάποια ξεπερασμένη Γραμματική, καὶ ἀπὸ κάποιες αὐθαίρετες ἐπεμβάσεις στὸν τονισμὸ καὶ τὴν ὀρθογραφία. Τὸ Κράτος ἄκουσε τὶς προτροπὲς τῶν «ἰδιοτρόπων λογίων» καὶ ἔρριξε τὰ ΚΕΙΜΕΝΑ (ξανασκεφτεῖτε τὴν ἀπαρασάλευτη καὶ διαχρονικὴ σημασία τῆς λέξεως) στὸ «χρονοντούλαπο τῆς Ἱστορίας». ᾽Εμεῖς προβλέπουμε ὅτι τὰ ΚΕΙΜΕΝΑ θὰ διασωθοῦν ὅπως γράφτηκαν. Καὶ μᾶλλον αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ «χρονοντούλαπο τῆς Ἱστορίας» θὰ καταπιεῖ κάποια μέρα καὶ τοὺς πολιτικοὺς ποὺ τὸ ἐφεῦραν, Γιατὶ Ἱστορία δὲ γράφεις μὲ τὴν κατεδάφιση καὶ τὴν ἰσοπέδωση.

Ὅταν λὲς σὲ μιὰ διωρισμένη Ἐπιτροπή: Πάρτε τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα, στριμώξτε την μέσα στὰ καλούπια τοῦ Τάδε (αὐτὸς ὁ Τάδε μπορεῖ νὰ εἶναι ἄτομο, δῆθεν σοφός, ἢ καὶ ἰδεολογία) καὶ ὅ,τι περισσέψει ψαλιδίστε το καὶ πετάξτε το, τότε οὔτε «ἀρχηγὸς» λέγεσαι, οὔτε πολιτικός, οὔτε κἂν δημαγωγός· λέγεσαι κουφόνους. Καὶ ἂς πασπαλίζεις μὲ ὡραῖα λόγια τὶς «ἐμβριθεῖς» θεωρίες σου. Καὶ ἀλίμονο στὸν τόπο ποὺ τὸν κυβερνοῦν κουφόνοες. Εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἔχουν χάσει τὸν μῖτον καὶ σὲ λίγο ἐμεῖς ὁ λαὸς (καὶ ὄχι αὐτοὶ βέβαια) θὰ κληθοῦμε νὰ δρέψουμε τὸν ἀμητὸν τῶν συμφορῶν. Ἤδη τὰ πρῶτα δυσοίωνα συμπτώματα κρούουν τὴν θύραν. Στὴν ἀρχὴ γίνονται αἰσθητὰ τὰ οἰκονομικά· τὰ πνευματικὰ θὰ φανοῦν κάπως ἀργότερα. Στὸ Μεγάλο Σχεδιασμὸ δὲν ἀρκεῖ νὰ γίνουμε λαὸς πενήτων, ἀλλὰ καὶ λαὸς ἀ-νοήτων. Καὶ ἡ ἀγλωσσία θὰ βοηθήσει πολὺ στὴν πλήρη ἀποβλάκωσή μας. Γιὰ νὰ γίνουμε λαὸς ὑπηρετῶν καὶ μόνον.

 

Ὅταν σκέφτεσαι λίγα πράγματα, ἔχεις φτωχὸ λεξιλόγιο· καὶ ὅταν ἔχεις φτωχὸ λεξιλόγιο σκέφτεσαι καὶ λίγα πράγματα. Ὅταν δὲν ξέρεις νὰ γράφεις, ὅταν δὲν διδάχτηκες τὴν ἱστορικὴ ὁρθογραφία τῆς γλώσσας σου, δὲν ἀποκλείεται νὰ εἶσαι θυμόσοφος, δὲν ἀποκλείεται νὰ εἶσαι πολυμήχανος καὶ νὰ παθιάζεσαι μὲ τὶς ἰδέες ποὺ κατεβάζει τὸ μυαλό σου, ἀλλὰ μένεις πάντα ἀπελέκητος, δὲν ἀποκτᾶς ὀργανωμένη σκέψη, κυριεύεσαι ἀπὸ πρωτόγονες παρορμήσεις. Ἡ πιθανότητα νὰ γίνεις Μακρυγιάννης (ἀκόμα καὶ μἐ τὶς τόσες του δυσεξήγητες ἀτέλειες) εἶναι μιὰ στὸ ἑκατομμύριο. Ὅλοι οἱ ἄλλοι, αὐτῆς τῆς «κοψιᾶς» ἄνθρωποι, βρίσκονται σὲ πνευματικὸ ἐπίπεδο πολὺ κάτω τοῦ μετρίου· καὶ φυσικὰ σὲ τίποτα δὲ βοηθοῦν τὸν πολιτισμό.

Ἕνας λαὸς γιὰ νὰ δημιουργήσει πολιτισμὸ (καὶ ὁ πολιτισμὸς εἶναι μόνο πνευματικός) χρειάζεται δύσκολη γλῶσσα· περίπλοκη γλῶσσα. Νὰ τολμήσουμε νὰ τὸ ποῦμε πιά. Ὅσο ἁπλουστεύουμε, τρῶμε τὰ κεφάλαια μας, πᾶμε γιὰ πτώχευση. Μακάρι νὰ μπορούσαμε νὰ ξαναζωντανέψουμε καὶ τὰ ἀπαρέμφατα καὶ τὶς μετοχὲς καὶ τοὺς παρακείμενους καὶ τὴν πλούσια παρακαταθήκη τῶν ἐπιθέτων καὶ τ᾿ ἀρχαιόπρεπα ἐπιρρήματα — ἦταν ἀπαραίτητα στὴ δόμηση τοῦ γραπτοῦ λόγου. ᾽Εξάλλου ὅλες οἱ γλῶσσες τὰ διατήρησαν, μόνον ἐμεῖς βιαστήκαμε νὰ τ᾿ ἀποβάλουμε, γιατὶ, λέει, δὲν τὰ ἔχει τὸ δημοτικὸ τραγούδι! Μακάρι νὰ λέγαμε στὰ παιδιὰ νὰ ψάχνουν στὰ λεξικὰ (τὰ παλαιότερα, ἂν ὄχι τῶν Λίντελ-Σκὸττ καὶ Βυζαντίου, τουλάχιστον τὰ πιὸ σύγχρονα καὶ προσιτὰ τῶν Δημητράκου, Σταματάκου καὶ «Πρωΐας» καὶ ὄχι βέβαια τῆς τελευταίας φουρνιᾶς τὰ «μονοτονικά», ποὺ ἔχουν πάθει καχεξία καὶ ἀπὸ τὴν ἀπασβέστωση ἔχουν στρεβλώσει καὶ τὶς ἔννοιες) καὶ νὰ μάθαιναν, λέμε, τὰ παιδιὰ κάθε μέρα καὶ μιὰ καινούρια λέξη, μιὰ μόνον, σχετίζοντὰς την μὲ ἄλλες συγγενεῖς γιὰ νὰ μὴ δυσκολεύονται νὰ βροῦν, ὅταν ἀναπτύσσουν ἕνα θέμα, τὴν πιὸ ἀκριβόλογη διατύπωση.

Ὁ Ποιητὴς λέγει:

«Τὰ παιδικά μου χρόνια εἶναι γεμάτα καλαμιές. Ξόδεψα πολὺν ἄνεμο γιὰ νὰ μεγαλώσω. Μόνο ἔτσι ὅμως ἔμαθα νὰ ξεχωρίζω τοὺς πιὸ ἀνεπαίσθητους συριγμούς, ν᾿ ἀκριβολογῶ μὲς στὰ μυστήρια.

Μιὰ γλῶσσα ὅπως ἡ ἑλληνικὴ ὅπου ἄλλο πράγμα εἷναι ἡ ἀγάπη καὶ ἄλλο πράγμα ὁ ἔρωτας· ἄλλο ἡ ἐπιθυμία καὶ ἄλλο ἡ λαχτάρα· ἄλλο ἡ πίκρα καὶ ἄλλο τὸ μαράζι῾ ἄλλο τὰ σπλάχνα, κι᾿ ἄλλο τὰ σωθικά.»

Καὶ συμπληρώνουμε οἱ μὴ ποιητές: ἄλλο πρᾶγμα ἡ εἰρήνη τῶν πλακὰτ καὶ ἄλλο πρᾶγμα τὸ Εἰρήνη ὑμῖν τοῦ Εὐαγγελίου· ἄλλο τὸ ἐνάντια καὶ ἄλλο τὸ κατ᾿ ἐναντίων· ἄλλο ἡ ἀλλαγὴ καὶ ἄλλο ἡ συναλλαγή· ἄλλο ἡ διολίσθηση καὶ ἄλλο ἡ κατρακύλα· ἄλλο ἡ ἰδεολογία κι᾿ ἄλλο ὁ ἐμπαιγμός.

Ἂν οἱ μαθητὲς κατέγραφαν τὶς λέξεις καὶ τὶς ἀντιλέξεις σ᾽ ἕνα τετράδιο στὸ τέλος θὰ εἶχαν ἕνα σοφὸ βιβλίο στὰ χέρια τους ποὺ θ᾿ ἄξιζε περισσότερο ἀκόμα κι᾿ ἀπ᾿ τὸ πτυχίο ποὺ παίρνουν ἀπ᾿ τὰ Πανεπιστήμια. Γιατὶ θὰ μποροῦσαν νὰ «ξεχωρίζουν τοὺς ἀνεπαίσθητους συριγμούς». Καὶ κάτι τέτοιο δὲν τὸ θέλει τὸ Κράτος: ὁ πολίτης νὰ «πιάνει» ἤχους ἀπαγορευμένων συχνοτήτων. Εἴπαμε: νὰ ἐκστασιάζεται μὲν μὲ τὰ ὁράματα, ἀλλὰ ὄχι καὶ ν᾿ ἀποκρυπτογραφεῖ τὰ παρόραματα τῆς Ἐξουσίας! Γι᾿ αὐτὸ τοῦ εἶναι ἀρκετὸ ἕνα τρανζίστορ τῶν (κρατικῶν) χιλιοκύκλων ἢ ἔνα λεξικὸ τῶν πεντακοσίων (ἐπιτρεπομένων) λέξεων. Τί τοῦ χρειάζεται ἡ λέξη ἀρωγή; Ὅταν τὸν ζώνουν οἱ ἐφιάλτες ἀρωγὴ θὰ φωνάξει; Θὰ φωνάξει βοήθεια. Βοήθειαααα...

Καὶ κάτι ἀκόμα· οἱ ἑλληνικὲς λέξεις δὲν σώζονται χωρὶς ὀρθοφωνία. Ὁ ἑλληνικὸς λόγος εἷναι μουσικός· δὲν εἷναι μονότονος, κυμαίνεται πάνω σὲ γκάμα. Ἡ προσωδία δὲν ἐξέλιπε, ἀλλὰ σημειώνεται μὲ τοὺς τόνους ποὺ εἶναι τὰ μουσικὰ σημάδια τῆς ὀρθῆς ἐκφώνησης. Κάθε φθόγγος, κάθε συλλαβὴ ἔχει διαφορετικὸ χρονικὸ πλάτος καὶ διαφορετικὸ τονικὸ ὕψος. Ὅλες οἱ συλλαβὲς δὲν χρωματίζονται φωνητικὰ τὸ ἴδιο, δὲν ἔχουν τὴν ἴδια ἔνταση «πνοῆς». Αὐτὸ διαπιστώνεται εὐκολώτατα ἀπ᾿ ὅποιον μιλάει σωστὰ ἐλληνικά, φτάνει νὰ προσέξει, προφέροντας μιὰ φράση, πόσο διαφορετικὰ τονίζει ἢ ἐπιμηκύνει κάποιες συλλαβές. Ἒ λοιπόν, αὐτὲς οἱ κορυφώσεις καὶ αὐτὲς οἱ «ἐκτάσεις» σημειώνονται μὲ τοὺς τόνους. Καὶ ἡ βαρεῖα καὶ ἡ περισπωμένη εἶχαν καὶ ἔχουν τὴ σημασία τους, ἀκόμα καὶ ἡ δασεῖα σὲ πολλὲς περιοχὲς προφέρεται κάνοντας τραχὺ τὸ δασυνόμενον φωνῆεν (ὁ γήλιος, τὸ γαῖμα), ἀλλὰ καὶ δείχνει ὅτι πρέπει νὰ «μαλακώσει» τὸ σύμφωνο τῆς ἐκθλιβόμενης λέξεως ποὺ προηγεῖται. Αὐτὰ ὅλα εἶχαν τὴ σημασία τους προκειμένου νὰ διατηρηθεῖ ἡ μουσικότητα τῆς γλώσσας. Τὸ μονοτονικὸ τὰ ἰσοπεδώνει ὅλα. Ὑπονοεῖ ὅτι ὅλες οἱ συλλαβὲς τονίζονται τὸ ἴδιο· εἴτε ὁ τόνος πέφτει στὴν ἀρχή, εἴτε στὴ μέση, εἴτε στὸ τέλος μιᾶς λέξεως. Καὶ οἱ μονοσύλλαβες ποὺ δὲν τονίζονται (στὴν πλειονότητά τους) μὲ τὸ νέο σύστημα; Θὰ τὶς λέμε γρήγορα; ψιθυριστά; Καὶ ὅμως πολλὲς ἀπ᾿ αὐτὲς ἀνάλογα μὲ τὴν ἔνταση τοῦ τόνου δίνουν νόημα σὲ μιὰ φράση. Βέβαια σήμερα μιλᾶμε χωρὶς νὰ ἔχουμε ὑπ᾿ ὄψη μας τὰ σημάδια τοῦ τονισμοῦ. Αὐτὸ ὅμως δὲν εἰναι σοβαρὸ ἐπιχείρημα. ᾽Επειδὴ ἔχουμε πολλοὺς πρακτικοὺς ὀργανοπαῖχτες θὰ πρέπει νὰ κάψουμε τὶς παρτιτοῦρες;

Ὅταν παλαιότερα τονίζαμε σωστά, δίναμε ἔμφαση στὴ μουσικὴ ἀνάγνωση. Καὶ ὅσοι δὲν ἦταν ἀναγνῶστες, είτε γιατὶ τοὺς ἀπωθοῦσε τὸ βιβλίο, εἴτε γιατὶ δὲν ἤξεραν πολλὰ γράμματα, ἀκούγοντας κάποιον ν᾿ ἀπαγγέλλει ἢ νὰ μιλάει ἢ νὰ ψέλνει, μάθαιναν, ἂν ὄχι τὸν τονισμὸ κάθε λέξεως, πάντως τὸ ρυθμὸ τῆς γλώσσας. Ὅταν οἱ παλιοὶ μιλοῦσαν, γίνονταν πάντα κατανοητοί, εἴτε ἡταν γραμματισμένοι εἴτε ὄχι. Κι᾿ αὐτὸ γιατὶ πήγαιναν τακτικὰ στὴν ᾽Εκκλησία. ᾽Εκεῖ στὸν ἐκκλησιαστικὸ λόγο (καὶ σὲ κάποια ποιήματα) διασώζονται σὲ ἁρμονικὴ συνύπαρξη ἡ ἀπαγγελία, ὁ ρυθμὸς καὶ ὁ τονισμός. Τὰ κείμενα εἰναι σωστὰ τονισμένα, ἀνάλογα μὲ τὴν ἔνταση τῆς φωνῆς. Ἂς θυμηθοῦμε τὴν περίφημη φράση ποὺ ἀναφωνεῖ ὁ ἱερέας κατὰ τὴ λειτουργία (καὶ ποὺ τὴν ξέρουμε καὶ τὴν ἔχουμε προσέξει ὅλοι, γιατὶ ὅσο προοδευτικοὶ κι᾿ ἂν εἴμαστε κάποτε θὰ ἐκκλησιαστήκαμε).

Τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν σοὶ προσφέρομεν κατὰ πάντα καὶ διὰ πάντα.

᾽Εδῶ οἱ βαρεῖες, οἱ περισπωμένες καὶ ὅπου ὑπάρχουν ὀξεῖες σὲ σχέση μὲ τὸ τί τονίζεται, μόριο, ἀντωνυμία, θέσει μακρά, καθοδηγοῦν τὸν λειτουργὸ νὰ δώσει τὴν ἔκταση καὶ τὴν ἔνταση τῆς κάθε συλλαβῆς· ἔτσι τὰ παρέλαβε, ἔτσι τὰ μεταδίνει. Πάνω σ᾿ αὐτὴν τὴ φράση μπορεῖ νὰ γίνει ὁλόκληρο μάθημα γιὰ τὴ σημασία ποὺ ἔχουν οἱ τόνοι στὴ μουσικότητα καὶ στὸ ρυθμὸ τῆς γλώσσας μας. Φυσικὰ ἐδῶ δὲ μποροῦμε νὰ ἐπεκταθοῦμε ἄλλο. Μόνο θὰ σημειώσουμε ὅτι στὴν ἀρχὴ τῆς φράσης ἔχουμε ἕξη μονοσύλλαβα στὴ σειρά. Καὶ ὅτι τὸ καθένα ἀπ᾿ αὐτὰ ἔχει ἰδιαίτερο τόνο (ἀκόμα καὶ ἡ ψιλὴ πάνω στὸ «ἐκ» ἔχει σημασία· δείχνει ὅτι συνεκφέρεται μὲ τὸ τελείωμα τῆς πνοῆς τοῦ βαρέως καὶ ἐκτεταμένου σααααα). Τώρα τὸ μονοτονικὸ λέγει ὅτι αὐτὰ δὲν τονίζονται, δηλαδὴ θὰ ἔχουν αὐτὴ τὴ μορφή:

τα σα εκ των σων σοι

καὶ στὴν ὁμιλία:

τασαεκτωνσώνσοι

Καὶ ὅταν μεθαύριο δὲ θὰ τονίζονται οὔτε οἱ πολυσύλλαβες λέξεις, ποὺ θὰ διαδέχονται ἡ μία τὴν ἄλλη κατὰ άλυσωτὴ παράταξη, τότε ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα θ᾿ ἀκούγεται συριχτή, ἐμφυσηματική, μονόχορδη σὰν νὰ βγαίνει ἀπὸ πλαστικὸ λαρρύγι, ὅπως ἡ φωνὴ τοῦ μακαρίτη Χάμφρεϋ Μπόγκαρτ.

Λέτε νὰ εἴμαστε μακρυὰ ἀπὶ ἐκείνη τὴν ἐποχή; Δὲν τὸ νομίζουμε· ὅλα δείχνουν ὅτι πρὸς τὰ ἐκεῖ ὁδεύουμε μὲ ἐπιτάχυνση. Καὶ ἡ ἐπιτάχυνση προκαλεῖται ὅταν λείψουν οἱ ἀνασχετικοὶ παράγοντες: ἱστορικὴ ὁρθογραφία, λογία παράδοση, ἐτυμολογία, λεξιλόγιο, γραμματική, συντακτικὸ (γιὰ νὰ μὴ μᾶς φέρει ἀλλεργία ἡ λέξη, ἂς τὴν ποῦμε δόμηση τῆς φράσεως). Μπορεῖ ὅλα αὐτὰ νὰ μὴ χρειάζονται καὶ τόσο στὸ μέσον ἄνθρωπο, στὸν ἁπλὸ πολίτη· ἀλλὰ πρέπει νὰ σεβόμαστε τὸ ἔργο ἐκείνων τῶν «λογὰδων τοῦ Ἔθνους» (ποὺ δὲν ἀνήκουν μόνο στὴν παλιὰ ἐποχή, ἀλλὰ κάποιοι εἶναι καὶ σύγχρονοί μας), ποὺ ὁργάνωσαν τὴ γλῶσσα μας· καὶ αὐτὴν τὴ γλῶσσα νὰ τὴ διαφυλάσσουμε «ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ». Ἴσως ὁ μέσος ἀνθρωπος νὰ παραμείνει σ᾿ ὅλη του τὴ ζωὴ «μέσος». Μπορεῖ ὅμως τὸ παιδί του ἢ τὸ ἐγγόνι του νὰ γεννηθοῦν μεγαλοφυΐες. Καὶ νὰ χρειασθοῦν ἕνα ἐργαλεῖο ἕτοιμο, γιὰ περαιτέρω τεχνουργήματα καὶ ἀριστουργήματα· καὶ ὄχι νὰ φᾶνε τὴ ζωή τους πασχίζοντας νὰ φτιάσουν αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ ἐργαλεῖο. Ἔτσι δὲν πάει μπροστὰ ὁ πολιτισμός. Οἱ κυβερνῶντες ὁλοένα κι᾿ ἐξορκίζουν τὰ «πισωγυρίσματα»· ἀλλὰ δὲν κάνουν καὶ τίποτα ἄλλο ἀπὸ τὸ νὰ «πισωγυρίζουν». Φτωχαίνοντας τὴ γλῶσσα μὲ τὶς ἁπλουστεύσεις καὶ τοὺς ἀκρωτηριασμοὺς ἀπεργαζόμαστε τὴν πνευματικὴ γενοκτονία τῶν ἐπερχομένων γενεῶν. Ὅπως δὲν ἔχουμε τὸ δικαίωμα νὰ πειραματιζόμαστε καὶ πάνω στὰ σημερινὰ νιάτα.

Αὐτοὶ οἱ πειραματισμοί, καὶ οἱ ἀναστατώσεις ποὺ συνεπιφέρουν, θὰ παρασύρουν μερικὲς γενιὲς σὲ φοβερὴ ἐκφραστικὴ σύγχυση, κυρίως στὸ γραπτὸ λόγο. Στὸν προφορικὸ λόγο μερικὲς νέες λέξεις, κάποιες τεχνητὲς ἐκφράσεις (εἴτε τὶς ἐπιβάλλει ἡ πολιτικὴ εἴτε ἡ «ἀργκὸ») μπορεῖ νὰ κάνουν κακό, ἀλλὰ τὸ κακὸ αὐτὸ προσβάλλει τὶς «κλειδώσεις» τῆς γλώσσας, δὲν πάει μέχρι τὸ μυελὸ τοῦ ὀστοῦ. Οἱ καινοτομίες, ἂν δὲν προσαρμόζονται στὸ τυπικὸ τῆς γλώσσας καὶ στὸ ρυθμό της, παραμένουν γιὰ λίγο σὰν μόδα καὶ ὕστερα ἀπὸ κάποιο διάστημα περνοῦν καὶ ξεχνιοῦνται. Στὸ γραπτὸ λόγο ὅμως τὰ πράγματα εἶναι πιὸ σοβαρά. Γιατὶ ἐκεῖ ἡ ὅποια «μεταρρύθμιση» περνάει ἀπ᾿ τὸ σχολεῖο, βαθμολογεῖται καὶ ἀργότερα ἐπιβάλλεται ἀπὸ τὴν προϊσταμένη ᾽Αρχή. Δύσκολο νὰ ξεφύγεις ἢ νὰ διατηρήσεις τὸ δικό σου κώδικα. Ὅλα λοιπὸν ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὸ τί σκέφτεται τὸ Κράτος, ἀφοῦ ἀπὸ κεῖ ἐκπορεύονται τὰ πάντα: προγράμματα, ἰδεολογικὴ γραμμή, τρόποι γραφῆς, (ἐδῶ ἀποφεύγουμε τὸν ὅρο ὀρθογραφία γιατὶ τὸν ὀρθὸ τρόπο δὲν τὸν καθορίζουν πιὰ οἱ νόμοι τῆς γλώσσας καὶ τῆς ἐτυμολογίας, ἀλλὰ ὁ νόμος τοῦ Κράτους).

Εἶναι γεγονὸς πιὰ ὅτι τὸ Κράτος πειραματίζεται πάνω στὴ γραφή. Σήμερα ἐπιβάλλει στοὺς μικροὺς μαθητὲς νὰ μάθουν τὸ μονοτονικό. Ὁ δικαιολογητικὸς λόγος τῆς ἐπιβολῆς του ἡταν ὅτι ἁπλουστεύει τὸν παραδοσιακὸ τρόπο τονισμοῦ καὶ ἔτσι ἀπαιτεῖ λιγότερη προσπάθεια, γίνονται λιγότερα λάθη. ᾽Αλλὰ μήπως αὐτὸ σημαίνει ὅτι βρήκαμε ἐπιτέλους ἕνα «λογικὸ» τρόπο, ἕναν «τελειωτικό», ἂν ὄχι τέλειο τρόπο γραφῆς καὶ ἐκεῖ θὰ μείνουμε; Κάθε ἄλλο. Καὶ οἱ εἰσηγητὲς τοῦ μονοτονικοῦ καὶ οἱ κυβερνητικοὶ παράγοντες δὲν παύουν νὰ δηλώνουν ὅτι αὐτὸ εἶναι ἕνα «πρῶτο βῆμα» στὴν περαιτέρω ἁπλούστευση τῆς ὀρθογραφίας. Κάποιοι μάλιστα γλωσσοσύμβουλοι τὸ ἤθελαν πιὸ «ὀρθόδοξο», γιὰ νὰ προχωρήσουμε ταχύτερα σὲ πιὸ ριζικὲς «ἀλλαγὲς» στὸ γραπτὸ λόγο.

 

Αὐτὰ ἧταν τροχιοδεῖκτες γιὰ νὰ μὴ χαθεῖ ὁ ἀπώτερος καὶ τελικὸς στόχος. ᾽Ελάχιστοι τὰ πρόσεξαν τότε· οἱ περισσότεροι κοιμόντανε ὕπνον βαθύ, καὶ πολλοὶ τὰ νόμισαν κάτι σὰν τὰ ἀκίνδυνα βεγγαλικά. Καὶ ὅμως ἦταν ἀσκήσεις, ἦταν προετοιμασίες γενικῆς ἐπίθεσης. Πότε θὰ πραγματοποιηθεῖ αὐτὴ ἡ ἐπίθεση; Φυσικὰ μόλις τὸ ἐπιτρέψουν οἱ γενικώτερες συνθῆκες καὶ ἀφοῦ ὴ προπαγάνδα προλειάνει τὸ ἔδαφος, ὥστε νὰ μὴν ὑπάρξουν «ἑστίες ἀντιστάσεως».

Ἀπὸ τὶς ἐνδείξεις ποὺ ἔχουμε, μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ὑπάρχουν δύο τρόποι ἐνεργείας, δύο σενάρια. Τὸ πρῶτο εἶναι ν᾿ ἀκολουθηθεῖ μιὰ σταδιακὴ ἐξέλιξη πρὸς τὴν πλήρη ἁπλούστευση: τὴ φωνητικὴ γραφὴ καὶ πιθανῶς καὶ τὴν παράλληλη ἢ καὶ ἀποκλειστικὴ διδασκαλία τοῦ λατινικοῦ ἀλφαβήτου στὰ σχολεῖα καὶ τὴν προβολή του μέσα ἀπὸ τὴν κρατικὴ τηλεόραση. Μετὰ ἀπὸ κάθε ἐπέμβαση θ᾿ ἀφήνεται νὰ περάσει κάποιο χρονικὸ διάστημα γιὰ νὰ ἐκτονώνονται οἱ τυχὸν ἀντιδράσεις, ἀλλὰ ταυτόχρονα θὰ ἐπιχειροῦνται καὶ δοκιμαστικὲς ἀπόπειρες τοῦ τρόπου τῆς ἑπομένης φάσεως γιὰ «νὰ δοῦμε πῶς τὸ δέχεται ἡ κοινὴ γνώμη». Οἱ ἀπόπειρες αὐτὲς παίρνουν τὴ μορφὴ ἐπιστημονικῶν πραγματειῶν, εἰσηγήσεων, ἀλλὰ καὶ πρακτικῶν ἐφαρμογῶν, εἴτε ἀπὸ ὁμόφρονες ἰδιῶτες, εἴτε ἀπὸ τὰ μαζικὰ μέσα τὰ ὁποῖα διευθύνονται ἢ κατευθύνονται ἀπὸ «δικούς μας ἀνθρώπους».

Τὸ δεύτερο σενάριο εἶναι ν᾿ ἀφήσουν κατὰ μέρος τὰ προσχήματα, δηλαδὴ τὴ σταδιακὴ διάβρωση καὶ νὰ ἐπιβάλουν «ἄμεσα», ὅπως θὰ ἔλεγαν οἱ θεωρητικοί τους, ἕναν τρόπο γραφῆς ποὺ θὰ εἶναι «λογικός», σύγχρονος, οἰκονομικὸς κ.λπ., πάντως μὲ τὸν πλήρη ἐξοβελισμὸ τῶν ψηφίων τοῦ ἑλληνικοῦ ἀλφαβήτου ἢ τὴν ὑποτυπώδη διατήρηση κάποιων ἀπ᾿ αὐτά, καὶ ὁπωσδήποτε κατάργηση τῆς ἱστορικῆς ὀρθογραφίας.

Αὐτὸ τὸ σύστημα γραφῆς στὶς λεπτομέρειες του δὲν εἶναι ἀπόλυτα σαφές· κατὰ καιροὺς ἔχουν προταθεῖ πολλοὶ τρόποι (Φιλήντας, Γιοφύλλης, Γληνός, Μεσεβρινός, Σταυρακάκις, κ.ἄ.) καὶ ἀσφαλῶς τὰ σχετικὰ «ἐγχειρίδια» θὰ τὰ χρησιμοποιήσουν, γιὰ νὰ χειρουργήσουν τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα, τὰ μέλη κάποιας Ἐπιτροπῆς ποὺ θὰ συγκροτηθεῖ γι᾿ αὐτὸν τὸ σκοπό. Αὐτὴ ἡ «ἐπαναστατικὴ» καὶ φυσικὰ αἰφνιδιαστικὴ τομὴ θὰ γίνει ὅταν ὑπάρξει μιὰ γενικὴ καὶ ἐκτεταμένη σύγχυση καὶ ἕνας «ὑποβόσκων» πανικὸς στὰ πολιτικὰ καὶ κοινωνικὰ πράγματα — καὶ ὅλα πρὸς τὰ ἐκεῖ ὁδηγοῦν. Ἢ ὅταν οἱ «ἐφαρμοστὲς» αὐτοῦ τοῦ Σχεδίου νιώσουν ὅτι κινδυνεύουν νὰ χάσουν τὴν πολιτικὴ προοδευτικὴ ἐπικάλυψη, μέσα στὸ κλῖμα τῆς ὁποίας μποροῦν καὶ ἀναπτύσσουν ἐλεύθερα τὶς «μεταρρυθμίσεις» τους, ἀντιμετωπίζοντας καὶ τὸ ἐνδεχόμενο νὰ ἔρθουν στὸ προσκήνιο ἄλλες πολιτικὲς δυνάμεις (ἴσως πιὸ ὑποψιασμένες, ἴσως πιὸ ἀλλεργικὲς στὸ ξεπούλημα τοῦ πνευματικοῦ Ἑλληνισμοῦ), ὁπότε θὰ βιαστοῦν βρίσκοντας τοὺς κατάλληλους μεσάζοντες, νὰ περάσουν «στ᾽ ἁρπαχτά», ὅπως τὸ ἔκαναν καὶ στὸ μονοτονικό, τὴ ριζικὴ ἀνα-παρα-μόρφωση τοῦ γραπτοῦ λόγου. Ἔτσι ὥστε νὰ δημιουργηθοῦν τετελεσμένα γεγονότα. Γιατὶ γνωρίζουν ὅτι τὰ τετελεσμένα γεγονότα, εἶναι πλέον ἢ βέβαιον ὅτι μονιμοποιοῦνται καὶ γίνονται καθεστώς. Ὅταν μάλιστα μία τυχὸν διάδοχος πολιτικὴ κατάσταση (εἴτε ἀπὸ «εὐρωπαϊσμοὺς» θὰ ἐμφορεῖται εἴτε ἀπὸ «λαϊκισμοὺς») δὲν θὰ εἶναι καὶ τόσο «φανατικὴ» σὲ θέματα ὅπως τὰ γλωσσικά, τῆς παράδοσης, τῆς πίστεως, ποὺ ἅπτονται τῆς οὐσίας τοῦ Ἑλληνισμοῦ καὶ ποὺ ὣς τὰ τώρα τὰ λέγαμε ἐθνικά.

Τώρα βρίσκεται σὲ ἐξέλιξη τὸ πρῶτο σενάριο, δηλαδὴ τῆς σταδιακῆς διολίσθησης τῆς ὀρθογραφίας σὲ ἁπλουστευμένες μορφὲς ποὺ φθάνουν μέχρι τὶς παρυφὲς τῆς λατινοποίησης. Τὸ μονοτονικὸ εἶναι ἡ σημαντικώτερη, ἡ καίρια νίκη τῶν δολιοφθορέων (πραγματικῶν σαμποτὲρ) τῆς γλώσσας καὶ καθόλου νὰ μὴν ὑποτιμοῦμε τὴ σημασία της. Εἶναι τὸ προγεφύρωμα ποὺ χρησιμεύει γιὰ περισσότερη διείσδυση στὴν ἐνδοχώρα. Ἤδη τὸ «ἀτονικό», ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς τίτλους τῶν ἐφημερίδων καὶ τοὺς ὑποτίτλους τῶν ταινιῶν ποὺ προβάλλονται ἀπὸ τὴν τηλεόραση, χρησιμοποιεῖται καὶ σὲ ἄλλα κείμενα, κυρίως κομματικά, διοικητικά, συνδικαλιστικὰ (θεωρεῖται δὲ τὸ ἄκρον ἄωτον τῆς προοδευτικότητας).

Ἐπειδὴ ὅμως χρειάζεται καὶ κάποια «ἐπιστημονικὴ» τεκμηρίωση, γράφονται καὶ μερικὰ «ἀνιχνευτικὰ» ἄρθρα. Ὑποβάλλονται καὶ κάποιες προτάσεις. Ἀφοῦ τὸ μονοτονικὸ (ποὺ διαφημίστηκε ὡς πανάκεια κατὰ τῆς πνευματικῆς καχεξίας, ὅπως ἡ ἀνορθογραφία, ἡ ἀγραμματοσύνη, ἡ ἀποκηφήνωση, ἡ ἀποτούβλωση κ.λπ.) ἀποδείχθηκε ματζούνι κομπογιαννίτικο, ἂς προχωρήσει ἡ «ἔρευνα» μήπως καὶ ἀνακαλυφθεῖ τελικὰ ἡ μαγικὴ συνταγή.

 

Δὲν θ᾿ ἀναφερθοῦμε στὴ σχετικὴ ἀρθογραφία· πάρα πολλὰ ἔχουν γραφτεῖ σ᾿ ἐφημερίδες καὶ περιοδικά. Οἱ προτάσεις, εἴτε καλοῦν σὲ ἄμεση ἐφαρμογὴ τοῦ ἀτονικοῦ μὲ ἕνα πλῆθος ἄλλες καινοτομίες εἴτε ἔμμεσα ζητοῦν τὴν ἀναθεώρηση τοῦ μονοτονικοῦ, ἔχουν ὡς στόχο μιὰν ἀδιευκρίνιστη, γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐπικίνδυνη, «παραπέρα ἁπλοποίηση».

Σὰν δεῖγμα αὐτῶν τῶν «προτάσεων», ἀπὸ τὶς πιὸ μετροπαθεῖς καὶ συγκρατημένες, θὰ παραθέσουμε τὶς δύο τελευταῖες παραγράφους τῆς ἀνωτέρω μελέτης-ἔρευνας τῶν δύο φιλοτίμων κυριῶν ποὺ ἐπιστημονικώτατα ἀπέδειξαν ὅτι τὸ μονοτονικὸ τοῦ κ. Βερυβάκη καὶ τῶν συμβούλων του, ἦταν ἕνα σύστημα τονισμοῦ πού, ἂν μὴ τί ἄλλο, εἶχε τὸν χαρακτῆρα τῆς προχειρότητας. Καὶ θ᾿ ἀντιγράψουμε αὐτὲς τὶς δύο παραγράφους αὐτούσιες, γιὰ νὰ μὴ μᾶς ποῦν οἱ κατὰ τὰ ἄλλα εὐσυνείδητες αὐτὲς ἐπιστήμονες ψυχολόγοι ὅτι διαστρεβλώνουμε τὰ λεγόμενά τους.

Λένε λοιπόν: «Γιὰ ὅλους τοὺς παραπάνω λόγους τὸ μονοτονικὸ σύστημα εἶναι ἀπαραίτητο νὰ ἁπλοποιηθεῖ περισσότερο, ἰδιαίτερα στὶς περιπτώσεις τῶν μονοσύλλαβων λέξεων ποὺ ἐξαιροῦνται ἀπὸ τὸ βασικὸ κανόνα. Ὅσο τὸ δυνατὸ λιγότεροι τόνοι μὲ ὅσο τὸ δυνατὸ λογικότερη αἰτιολόγηση θὰ διευκόλυναν τὴ λειτουργία τοῦ γραπτοῦ λόγου. Διαφορετικά, οἱ μαθητὲς πάλι θὰ τονίζουν ἐσφαλμένα ἢ πότε θὰ βάζουν τόνους καὶ πότε ὄχι.

Καλὸ θὰ ἦταν λοιπὸν ἡ ἔρευνα νὰ στραφεῖ πρὸς δύο κατευθύνσεις: πρῶτον, ποιές ἐπιπτώσεις θὰ εἶχε ἡ περαιτέρω ἁπλοποίηση τοῦ μονοτονικοῦ συστήματος στὴ γραφὴ καὶ τὴν ἀνάγνωση καί, δεύτερον, ἂν ἡ ἐφαρμογὴ τοῦ ἀτονικοῦ συστήματος εἶναι ἡ μελλοντικὴ λύση τοῦ προβλήματος τοῦ τονισμοῦ στὴ νεοελληνικὴ γραφή.»

 

Ἑπομένως, καὶ ἔρευνες θὰ συνεχίσουν νὰ γίνονται γιὰ τὸ γλωσσικὸ καὶ διαδοχικὲς μεταρρυθμίσεις θὰ ἐπιβάλλονται, σὲ τρόπον ὥστε ἡ κάθε γενιὰ μαθητῶν καὶ σπουδαστῶν θὰ ἔχει τὸ δικό της τρόπο γραφῆς τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας (ἄλλη μὲ μονοτονικό, ἄλλη μὲ ἀτονικό, ἄλλη χωρὶς διφθόγγους, καὶ ω καὶ υ, ἄλλη μὲ κάποια λατινικὰ γράμματα ποὺ θ᾿ ἀντιστοιχοῦν στὰ διπλὰ σύμφωνα μπ, ντ, γκ, τσ, τζ, ἄλλη μὲ ἀποκλειστικὰ λατινικοὺς χαρακτῆρες, καὶ ποιός ξέρει μεθαύριο ἡ Τεχνολογία τί εἴδους σημειογραφικὰ συστήματα θὰ μᾶς προμηθεύσει). Ἔτσι κάθε γενιὰ θὰ ἔχει τὴν ἴδια τὴ γλῶσσα της γραμμένη στὰ κείμενα τῶν προηγουμένων γενεῶν μὲ τρεῖς, τέσσερις, πέντε τρόπους καὶ ἡ σύγχυση ποὺ θὰ δοκιμάζει θὰ εἶναι τέτοια ποὺ θ᾿ ἀποστραφεῖ καὶ τὰ κείμενα καὶ τὶς ἰδέες ποὺ περιέχονται σ᾿ αὐτά. Καὶ ἡ αὐτογνωσία δὲν ἀποκτᾶται τόσο μὲ τὴ μελέτη τοῦ ἀπώτατου παρελθόντος, ὅσο μὲ τὴν «ἐπι-κοινωνία» τοῦ πρόσφατου. Καὶ τί λαὸς θὰ γίνουμε ὅταν συνεχῶς ἀποκοβόματε ἀπὸ τὸ παρελθόν μας, ὅταν ξεχνᾶμε τὸ χθεσινό μας ἑαυτό;

Σ᾿ αὐτὲς τὶς «προελάσεις» πρὸς τὸ ἀτονικό, ἀλλὰ κυρίως πρὸς τὴ φωνητικὴ γραφή, ἐργὼδης προσπάθεια καταβάλλεται ἀπὸ τὸ Κράτος μὲ κάποιους φορεῖς του καὶ ἀπὸ τὸν Τύπο. Αὐτὴ πραγματοποιεῖται μὲ ἀλλεπάλληλες «ἔντεχνες» ἐφαρμογὲς ἁπλουστεύσεων μὲ σκοπὸ νὰ γίνει ἀνίχνευση τοῦ ἐδάφους. Φυσικὰ τὸ ἀποτέλεσμα ποὺ ἐπιδιώκεται μ᾿ αὐτὲς τὶς ἐφαρμογὲς εἶναι νὰ ἐθισθεῖ ὁ ἀναγνώστης στὴν ὁλοένα καὶ πιὸ ἁπλουστευμένη καὶ φωνητικὴ ἀποτύπωση τῶν λέξεων ποὺ μέχρι τώρα γράφονταν διαφορετικά. Ἔτσι διαβάζουμε, κυρίως στὸν ἡμερήσιο Τύπο ἀλλὰ καὶ σὲ κάποια «προοδευτικὰ» περιοδικά, τὶς λέξεις βρόμικος ἀντὶ βρώμικος, κλοτσιὰ ἀντὶ κλωτσιά, κρεβάτι ἀντὶ κρεββάτι, Ἀράχοβα ἀντὶ Ἀράχωβα, Ραφίνα ἀντὶ Ραφήνα κ.ἄ.

Ἐκεῖ ὅμως ποὺ γίνεται συστηματικὴ φωνητικοποίηση, εἶναι στὴ μεταγλώττιση στὰ ἑλληνικά, ξένων κυρίων καὶ οὐσιαστικῶν ὀνομάτων. Εἶχε καθιερωθεῖ κατὰ τὴ μεταφορὰ ξένων ὀνομάτων στὰ ἑλληνικὰ νὰ διατηρεῖται μιὰ ὅσο τὸ δυνατὸν ταυτοσημία στὰ ὅμοια ἢ συγγενῆ φωνήεντα τῶν δύο γλωσσῶν. ᾽Επίσης ὅπου ἡ ξένη συλλαβὴ ἦταν φωνητικὰ μακρά, τὴ σημειώναμε μὲ η ἢ μὲ ω καὶ ὅπου ὑπῆρχαν διπλὰ σύμφωνα τὰ διατηρούσαμε, τὸ ἴδιο καὶ τὰ δίψηφα μὲ τὶς ἀντίστοιχες δικές μας διφθόγγους. Αὐτὸ βοηθοῦσε ὀπτικὰ τὸν συσχετισμὸ τῶν δύο λέξεων, τὴν πρωτότυπη καὶ τὴ μεταγλωττισμένη. Εἴχαμε μιὰ σοβαρὴ αἰτιολόγηση ὅταν γράφαμε τὰ κύρια ὀνόματα ἔτσι στὰ ἐλληνικά: Σαίξπηρ, Γκαῖτε, Ὀ᾿ Νήλ, Τσῶρτσιλ, Πώλ, Τζών, Σκωτία, Λειψία. ᾽Ενῶ εἰναι ἄστοχο καὶ αὐτόχρημα κωμικὸ νὰ τὰ γράφουμε Σέξπιρ, Γκέτε, Ὀνίλ, Τσόρτσιλ, Πόλ, Τζόν, Σκοτία, Λιψία ὅπως ἔχει γίνει συνήθεια πιὰ στὰ «προοδευτικὰ» ἔντυπα. Καὶ τὸ νέο πρεσβευτὴ τῶν ΗΠΑ κ. Robert Keeley τὸν βλέπουμε ὡς Κίλι καὶ ... ἀνατριχιάζουμε.

Ἡ φωνητικὴ γραφὴ ἐπίσης παίρνει καὶ δίνει ὅταν μεταφέρονται στὰ ἑλληνικὰ ξένες λέξεις καὶ ὅροι ποὺ εἶναι στὴν κοινὴ χρήση: ὅπως ράλι, πάρτι, στίλ, πέναλτι, γκόλ, τένις, σίριαλ, τρένο, πορτρέτο καὶ πάμπολλα ἄλλα, ἐνῶ τὰ μέχρι σήμερα καθιερωμένα καὶ ἀσφαλῶς πιὸ σωστὰ ἦταν τὰ ράλλυ, πάρτυ, στύλ, πέναλτυ, γκώλ, τέννις, σήριαλ, τραῖνο, πορτραῖτο σὰν πλησιέστερα πρὸς τὴν πρωτότυπη γλῶσσα ἀπὸ τὴν ὁποία τὰ πήραμε.

Αὐτὰ ὅλα τὰ βλέπουμε καθημερινὰ στὶς ἐφημερίδες καὶ ὄχι μόνο στὶς συμπολιτευόμενες ἢ τὶς προοδευτικές. Σημαιοφόρος πάντως τῶν ἁπλουστεύσεων, τῶν φωνητικοποιήσεων καὶ τῶν λατινοποιήσεων εἰναι τὸ κρατικὸ περιοδικὸ Ραδιοτηλεόραση, ὅπου ὄχι μόνο τὰ ξένα ὀνόματα γίνονται ἀγνώριστα, ἀλλὰ υἱοθετοῦνται ἄκριτα καὶ ξένοι γραμματικοὶ τύποι. Γράφει π.χ. τὰ κοντσέρτι, τὰ σόλι, τὰ κόρνι.

Ἀποροῦμε ἀπὸ ποιά πηγὴ ἄραγε νὰ ξεκίνησε αὐτὴ ἡ ντιρεκτίβα : νὰ φωνητικοποιοῦμε τὰ ξένα ὀνόματα. ᾽Ασφαλῶς ὅμως θὰ διεκπεραιώθηκε ἀπὸ ἐντεταλμένους γεφυροποιοὺς πρὸς πειθήνιους στυλογράφους ἢ στιλογράφους ποὺ συμβάλλουν τὸ κατὰ δύναμιν στὴ νοητικὴ καὶ γλωσσικὴ ἀποχαύνωση τοῦ σημερινοῦ ἕλληνα καὶ τοῦ αὐριανοῦ ελινα.

 

Αὐτὰ δὲν εἶναι λεπτομέρειες· εἶναι στρατηγικοὶ θύλακες τῶν εἰσβολέων, ὡσότου ξεχαρβαλώσουν ὁλότελα τὶς δομὲς καὶ τοὺς ἀμυντικοὺς μηχανισμοὺς τῆς γλώσσας μας. Νὰ μὴν ἐφησυχάζουμε: ὅτι ὣς ἐδῶ ἦταν, ἡ γλῶσσα μας, ὁ γραπτὸς λόγος, θὰ διασωθοῦν. Δὲν θὰ διασωθοῦν, ὅσο δὲν συνειδητοποιήσουμε τὶς ἀπώλειες καὶ ὅσο δὲν καλοῦμε σὲ συναγερμό.

Γιατὶ πλησιάζουμε πιὰ νὰ ἔχουμε σὰν πρότυπο γραφῆς τὴν «κολχόζικη» γλῶσσα ποὺ λιμπίστηκε ὁ Γληνὸς στὴ Ρωσία, ὅπου τὴν ἐφάρμοσαν οἱ σοβιετικοὶ στὰ παιδιὰ ἐλληνικῆς καταγωγῆς, ἀπ᾿ ὅσο ξέρουμε, στὶς πρῶτες τάξεις τοῦ Δημοτικοῦ σχολείου. Ἀλλά, ὦ ἀγαθοὶ γληνόπληκτοι τοῦ ἔτους 1985, οἱ Ἕλληνες σ᾿ αὐτὸν ἐδῶ τὸν τόπο δὲν εἶναι μιὰ μικρὴ μειονότητα ἀγραμμάτων ἀγροτῶν καὶ τεχνιτῶν, ὅπως ἡταν οἱ ὁμοεθνεῖς μας τὰ χρόνια ἐκεῖνα μέσ᾿ τὴν ἀχανῆ καὶ σλαβόφωνη Ρωσία (οἱ ἀστοὶ καὶ διανοούμενοι ἔφυγαν, ὅσοι πρόφτασαν, ἀπὸ τὴ λαίλαπα ποὺ ἐπακολούθησε μετὰ τὴν Ὀκτωβριανὴ ἐπανάσταση), Οἱ μπολσεβίκοι μπορεῖ νὰ τοὺς «ἐφεῦραν» κάποιο φωνητικὸ ἀλφάβητο γιὰ νὰ τοὺς μάθουν στὰ γρήγορα λίγα κολλυβογράμματα (ποὺ καὶ αὐτὸ οἱ ἐκεῖ Ἕλληνες δὲν τὸ δέχτηκαν, ἀντέδρασαν, νὰ μὴν ἀποκρύπτουμε τὴν ἀλήθεια). ᾽Εμεῖς ὅμως ἐδῶ οἱ ἐλεύθεροι ἐν πνεύματι Ἕλληνες, οἱ γηγενεῖς καὶ οἱ ἀπελευθερωμένοι ἀπὸ τὸν τουρκικὸ ζυγὸ καὶ ὅσοι ἤρθαμε ἀπὸ τὶς ὑπὸ κατοχὴν σήμερα πατρίδες μας τῆς Μικρᾶς ᾽Ασίας καὶ τῆς Θράκης ἔχουμε πίσω μας μιὰν ἀδιάσπαστη Γραμματεία ἐπὶ δύο χιλιάδες χρόνια (ἂν βάλουμε καὶ τὴν Αρχαιότητα τότε πᾶμε στὰ τρεῖς χιλιάδες) ποὺ γράφτηκε καὶ γράφεται μὲ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ γίνεται κατανοητὴ ἀπὸ ὅλους μας.

Μὲ ποιό δικαίωμα μᾶς λέτε ν᾿ ἀπαρνηθοῦμε τὸν ἀετὸ ποὺ μᾶς ἀνέβασε τόσες φορὲς στὴν Ἱστορία μας σὲ οὐράνια πνευματικὰ ὕψη καὶ νὰ γίνουμε ὅμοιοι μὲ τὰ βουβάλια ποὺ μὲ σκυφτὸ τὸ κεφάλι δὲ βλέπουν παρὰ μισὸ μέτρο γῆς πιὸ πέρα ἀπ᾿ τὴ μουσούδα τους;

Εἶναι λογικὸ νὰ ποῦμε στὸν σπουδαγμένο γιατρὸ ν᾿ ἀφήσει τὸ νυστέρι τοῦ χειρούργου καὶ νὰ πιάσει τὸ μπαλτὰ τοῦ χασάπη; Ἢ πῶς θὰ φαινότανε ἂν λέγαμε σ᾿ ἕνα ζωγράφο, ποὺ οἱ ὁραματισμοί του τὸν φέρνουν πραγματικὰ σὲ κλασικὲς ἢ καὶ σὲ μεταφυσικὲς πραγματοποιήσεις, ἂς ποῦμε γιὰ παράδειγμα, σ᾿ ἕνα Γύζη, σ᾿ ἕναν Παρθένη ἢ σ᾿ ἔνα Γουναρόπουλο: «Παρατεῖστε τὸ χρωστήρα καὶ πιάστε τὴν ταβανόβουρτσα!»

Ὅλα χρειάζονται, ἀλλὰ τὸ κάθε τι γιὰ ὅ,τι εἶναι προωρισμένο. Δὲν εἶναι κακὸ πρᾶγμα τὸ ἐργαλεῖο· ἀντιθέτως μάλιστα. Ἀλλὰ εἶναι ἔγκλημα, νὰ ὑποτάσσουμε διὰ τῆς βίας τὸ πνεῦμα στὸ ἐργαλεῖο. Αὐτό, δυστυχῶς, κάνει σήμερα ἡ κρατικὴ ἐκπαίδευση. ᾽Επιβάλλεται στὸν πνευματικὸ ἄνθρωπο καὶ ἐπιβάλλεται στὸ μαθητή: Τοῦ λέει: «Μὴ σκέφτεσαι πῶς πρέπει νὰ γράφεις· εἶναι άπλό, γράφε “κολχόζικα”»!

Ἄν, ὅπως λένε, αὐτὸ τὸ κάνουν γιὰ τὸ καλὸ τοῦ λαοῦ, τότε οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ θὰ πρέπει πολὺ νὰ ἔχουν μπερδέψει τὰ πράγματα μέσ᾿ τὸ μυαλό τους. Κάποιους ὅμοιους μ᾿ αὐτοὺς θὰ εἶχε ὁ Καβάφης στὸ νοῦ του, ὅταν ἔγραφε:

Γιὰ τὸ καλλίτερον ἡμεῖς θὰ προσπαθοῦμε.
Καὶ ὄσο προσπαθοῦμε, τόσο θὰ χαλνοῦμε,
θὰ μπλέκουμε τὰ πράγματα, ὢς νὰ βρεθοῦμε
στὴν ἄκρα σύγχυσι.

Βέβαια ὑπάρχουν ἀκόμα οἱ ποιητές μας ποὺ γράφουν μὲ σωστὴ γραφὴ τὶς ποιητικές τους συλλογές. Ὑπάρχουν καὶ πολλοὶ πεζογράφοι πού, παρὰ τὶς δυσκολίες ποὺ ἀντιμετωπίζουν, ἀπαιτοῦν νὰ γίνονται σεβαστὰ τὰ κείμενά τους ὅπως αὐτοὶ τὰ γράφουν. Μεγάλη τιμὴ τοὺς πρέπει καὶ ἐγκώμιον! ᾽Αλλὰ δὲν φτάνει.

Ὁ ποιητὴς Μιχάλης Κατσαρός, στὴν πολὺ γνωστὴ «Κατὰ Σαδδουκαίων» Διαθήκη του μᾶς καλεῖ ν᾿ ἀντι-σταθοῦμε σὲ πάρα πολλὰ πράγματα, καὶ μεταξὺ ἄλλων, καὶ στὴν κρατικὴ ἐκπαίδευση. ᾽Αλλὰ τὸ πέρασμα στὴν ᾽Ελευθερία μας (γιατὶ ὅταν μᾶς ἐπιβάλλουν τὴν ἔκφραση δὲν εἴμαστε ἐλεύθεροι) θὰ γίνει μόνον ὅταν

καταλάβουμε πιὰ τὸ τί χάνουμε
καὶ ποιός εἶναι αὐτὸς ποὺ μᾶς πνίγει

Νὰ καταλάβουμε τὸ ποιός εἷναι αὐτὸς ποὺ μᾶς πνίγει· ὅσο εἰναι ἀκόμα καιρός. Γιατὶ ἡ ἀσφυξία ποὺ θὰ τυλίξει αὐτὸν τὸν τόπο κι᾿ ἐμᾶς ποὺ τὸν κατοικοῦμε, ὅπως τὸ διαισθάνθηκε ὁ Ἄγγελος Σικελιανός, θὰ εἶναι ἕνας πολύ, πολὺ ὁριστικὸς θάνατος.

Μονοτονισμένη μουσικὴ

[Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο «Στάσιμα καὶ Ἔξοδος» τοῦ Στέλιου Ράμφου, Ἐκδόσεις τῶν Φίλων 1988.]

[Δημοσιεύθηκε στὴν Καθημερινὴ τῆς 1ης καὶ 8ης Ἰουνίου 1986 μὲ τίτλους τῆς συντάξεως. Τυπώθηκε αὐτοτελῶς τὸν Ἰούλιο 1986 ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Ἀκρίτας. Στάσιμα καὶ Ἔξοδος, Ἀθήνα 1988, Οἱ Ἐκδόσεις τῶν φίλων.]

I

Στὸ περιοδικὸ Φιλόλογος (τ. 40/1985) δημοσιεύθηκε ἐνδιαφέρουσα πειραματικὴ ἔρευνα περὶ τῆς ἐφαρμογῆς τοῦ μονοτονικοῦ συστήματος εἰς τὸ Γυμνάσιο. Ἡ ἔρευνα διεξήχθη σὲ ἕνα τμῆμα τῆς Πρώτης καὶ ἕνα τμῆμα τῆς Δευτέρας τάξεως τοῦ Γυμνασίου Διαβατῶν Θεσσαλονίκης, ἐπὶ τούτου δὲ συνεργάσθηκαν μία καθηγήτρια στόν τομέα Ψυχολογίας τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου, ἡ ὁποία ἔδωσε τὸ θέμα καὶ ἐπέβλεψε τὸ πείραμα σὲ ὅλες του τὶς φάσεις, καὶ μία εἰδικὴ ἐρευνήτρια. Κατ᾿ ἀρχὴν τὰ παιδιὰ ἔγραψαν δύο ἐκθέσεις σὲ διάστημα δεκαπέντε ἡμερῶν καὶ ἕνα μήνα ἀργότερα ἐπανεξετάσθηκαν γραπτῶς κατὰ διαφορετικὴ ἔννοια: ἡ ἐρευνήτρια τοὺς ὑπαγόρευσε, ἐντὸς ἑνδεκαλέπτου, δώδεκα εἰδικὰ μελετημένες σύντομες προτάσεις (π.χ. Γειὰ χαρά, φίλε!) καὶ ἐν συνεχείᾳ τοὺς παρεχώρησε τετράλεπτο διορθώσεως, ἐκπνέοντος τοῦ ὁποίου ἔληξε τὸ πείραμα. Τὸ δεύτερο τοῦτο στάδιο εἶχε ἰδιαίτερη βαρύτητα, γιατὶ ἂν στὴν ἔκθεση οἱ ἐξεταζόμενοι παρέκαμπταν μὲ εὐχέρεια τήν κάθε ἀμφίβολη περίπτωση, ἐδῶ ἔγραφαν ἀπαρεγκλίτως τὰ ὑπαγορευόμενα, ὁπότε φάνηκε ὁλοκάθαρα πόσο ἀφομοίωσαν τοὺς κανόνες τοῦ μονοτονικοῦ. Σημειωτέον ὅτι κατὰ τὸ προηγούμενο σχολικὸ ἔτος τὰ ὑποκείμενα εἶχαν διδαχθῆ τὸ μονοτονικὸ σύστημα καὶ ὅτι πρὶν ἀρχίση τὸ πείραμα, ἡ εἰδικὴ ἐρευνήτρια τοὺς τὸ ξαναδίδαξε. Ἀλλὰ καὶ μετὰ κάθε ἔκθεση, σαράντα ἐπὶ τῶν ἑβδομήντα μαθητῶν εἶχαν πάλι τὴν εὐκαιρία νὰ τὸ ἐπαναλάβουν μαζί της, σὲ ἀτομικὴ ἐξέταση τοῦ διορθωμένου των γραπτοῦ.

Ἡ ἔρευνα ἔδειξε ὅτι γενικῶς τὰ παιδιὰ δὲν βάζουν τόνους καὶ ὅτι πολὺ συχνὰ παρατονίζουν, πράγμα τὸ ὁποῖο προσπαθοῦν νὰ ἀποφύγουν συλλαβίζοντας φωναχτά. Ἐπίσης ὅτι στὶς περιπτώσεις ἐκθλίψεως ἢ ἀποκοπῆς δὲν θυμοῦνται πότε πρέπει νὰ ἀπαλείψουν ἢ ν᾿ ἀφήσουν τὸν τόνο καὶ γι᾿ αὐτὸ γράφουν ὁλόκληρες τὶς λέξεις. Κανεὶς ἀπ᾿ ὅσους ἐξετάσθηκαν δὲν τήρησε ἀκριβῶς τοὺς κανόνες τοῦ μονοτονικοῦ, ἂν καὶ καταλαμβάνουν μόνο μιάμιση σελίδα στὴν ἐν χρήσει Γραμματικὴ τοῦ Γυμνασίου. Μάλιστα, τὰ σφάλματα τῶν μαθητῶν διπλασιάσθηκαν ἢ πολλαπλασιάσθηκαν στὴν καθ᾿ ὑπαγόρευσιν ἐξέταση. Νὰ ὑπενθυμίσω ὅτι ὁ αὐτόματος ἐξοβελισμὸς τῶν τονικῶν λαθῶν ἦταν ἀπὸ τὰ κυριώτερα ἐπιχειρήματα ἐκείνων οἱ ὁποῖοι ἐπέτυχαν νὰ καταργηθῆ τὸ παραδεδομένο τονικὸ σύστημα, χωρὶς νὰ προηγηθῆ ἐπίσημος δημόσιος διάλογος καὶ πειραματισμός; Ἢ νὰ ἐπισημάνω ὅτι τὸ ἐκδεδομένο ἐφέτος (1985-86) ἐγχειρίδιο Ἀρχαίων Ἑλληνικῶν, πρὸς χρῆσιν τῶν μαθητῶν τοῦ Πολυκλαδικοῦ Λυκείου, παραθέτει τοὺς βασικοὺς κανόνες τονισμοῦ τῆς Ἀρχαίας στὸ τελευταῖο τρίτο τῆς σελίδος 25 καὶ στὰ δύο τρίτα τῆς σελίδος 26, ἤτοι σὲ μία μόνο σελίδα; Ἡ ἔρευνα ἔδειξε ἀκόμη ὅτι ὅσοι κάνουν ὀρθογραφικὰ λάθη, τὸ μέγα δηλαδὴ πλῆθος τῶν γυμνασιοπαίδων, κάνουν καὶ τονικά, ἐνῶ ὑψηλὸ ποσοστὸ μαθητῶν ἀγνοεῖ τήν ἐτυμολογία κοινοχρήστων λέξεων, λόγῳ ἀπειρίας τῶν Ἀρχαίων, σὲ περιπτώσεις δὲ ὅπως τοῦ ρήματος εὔχομαι, ταυτίζει τὸ ὕψιλον μὲ τὸ φῖ καὶ παρατονίζει τὴν δίφθογγο στὸ ἔψιλον. Ἔδειξε, τέλος, ὅτι οἱ περισσότερες παραβάσεις γίνονται σὲ λέξεις ὅπου ὁ τονισμὸς διαφοροποιεῖ τὴν σημασία, ἤγουν στὰ ἐρωτηματικὰ ἐπιρρήματα ποῦ καὶ πῶς, στὶς προσωπικὲς ἀντωνυμίες (μοῦ, σοῦ, μᾶς, σᾶς κ.λπ.), στὶς συνιζημένες λέξεις (π.χ. μιά, δυό), τὶς ὁποῖες τὰ παιδιὰ τονίζουν κατὰ σύστημα σὰν δισύλλαβες, καὶ στὸν τόνο τῶν ἐγκλιτικῶν (π.χ. ο δάσκαλός μας είπε), ποὺ προκαλεῖ εὐλόγως σύγχυση, ἀφοῦ ὁ δεύτερος τόνος ἀνήκει στὴν μονοσύλλαβη προσωπικὴ ἀντωνυμία, ἡ ὁποία ὅμως κατὰ τὸ μονοτονικὸ σύστημα δὲν τονίζεται.

Οἱ ἀνωτέρω πειραματικὲς διαπιστώσεις ὡδήγησαν τὶς ἐρευνήτριες στὰ ἑξῆς γενικὰ συμπεράσματα: Ἐνῶ μὲ τὸ μονοτονικὸ σύστημα θὰ ἔπρεπε νὰ ἀποφεύγωνται τὰ τονικὰ σφάλματα, ἐν τούτοις αὐτὸ δὲν συμβαίνει καὶ ὡς πρὸς τοὺς βασικούς του κανόνες καὶ ὡς πρὸς τὶς ἐξαιρέσεις των. Τὸ καθιερωμένο μονοτονικὸ σύστημα ἔχει, ὅπως ὑπογραμμίζουν, μηχανικὸ καὶ ὄχι λογικὸ χαρακτήρα. Τοῦτο δυσχεραίνει τὰ πράγματα διότι στὴν γλῶσσα μας ὑπάρχουν σιωπηλὰ γράμματα, τὰ ὁποῖα ἐὰν δὲν ἀναγνωρίση ὁ μαθητὴς ἐτυμολογικῶς (π.χ. Εὔ-βοια, εὔ-φημος) κατ᾿ ἀνάγκην θὰ σφάλη, ἀφοῦ εἶναι ἑπόμενο νὰ ταυτίση τὸ σιωπηλὸ ὕψιλον μὲ τὸ βῆτα ἢ μὲ τὸ φῖ τοῦ δευτέρου συνθετικοῦ καὶ νὰ τονίση στὸ ἔψιλον. Τὸ αὐτὸ ἰσχύει γιὰ τὶς ἄτονες, ἡμίτονες, τονισμένες καὶ ὑπερτονισμένες λέξεις τῆς Νεοελληνικῆς, ποὺ ἐν προκειμένῳ ἰσοπεδώνονται, γιατὶ μπορεῖ νὰ εἶναι μονοσύλλαβες, πλὴν ἔντονες (π.χ. φως, χθες), ἢ δισύλλαβες, ἀλλὰ συχνὰ στὴν συνάφεια ἄτονες (π.χ. από ᾿δω, ότι έλεγε). Ἐξ ἄλλου, παρατηροῦν, τὸ μονοτονικὸ δὲν βοηθεῖ πάντοτε νὰ διακρίνομε ὁμώνυμες λέξεις —λόγου χάριν τὸ για στὶς φράσεις για να δούμε (τελικὸς σύνδεσμος) καί για δες την (μόριο)—, εἰς βάρος πάντα τοῦ νοήματος. Συνάγουν λοιπὸν μετριοπαθῶς ὅτι στὴν ἐννεάχρονη ὑποχρεωτικὴ ἐκπαίδευση παρατηρεῖται μία γενικώτερη δυσκολία τῶν μαθητῶν τόσο στὴν ἀνάγνωση ὅσο καὶ στὴν χρήση τοῦ γραπτοῦ λόγου —ἰδίως στὴν ὀρθογραφία καὶ τὴν σύνταξη—, γιὰ νὰ ἐπιφέρουν ὅμως ἀναιτιολόγητα, πὼς θὰ ἦταν καλὸ νὰ εἴχαμε ἀκόμη λιγώτερους τόνους μὲ ὅσο τὸ δυνατὸν λογικότερη κατοχύρωση, ὁπότε ἀξίζει τὸν κόπο νὰ μελετηθῆ τί ἐπιπτώσεις θὰ εἶχε στήν γραφὴ καὶ τὴν ἀνάγνωση μιὰ περαιτέρω τονικὴ ἁπλοποίησις καὶ ἂν ἡ ἐφαρμογὴ τοῦ ἀτονικοῦ συστήματος θὰ ἀποτελοῦσε λύση.

Ἡ εἰκόνα ποὺ δίνει ἡ ἔρευνα θὰ ἦταν πληρέστερη ἐάν, μαζὶ μὲ τὰ ἐλαττώματα τῆς ἐφαρμογῆς, ἔδειχνε καὶ τὰ γενικώτερα μειονεκτήματα τοῦ ἀμελετήτου συστήματος, συνδέοντάς τα μὲ τὸν τύπο τῶν λοιπῶν ὀρθογραφικῶν λαθῶν καὶ τὰ ἐκφραστικὰ ἀδιέξοδα τῶν μαθητῶν. Βέβαια, κάτι τέτοιο δὲν ἦταν στὶς ἐπιδιώξεις τῶν ἐρευνητριῶν, ὥστε νὰ τὶς μεμφθοῦμε γιὰ παράλειψη. Μέχρι νὰ σχηματισθῆ ὅμως πλήρης εἰκόνα, ἀξίζει νὰ ὑπογραμμίση κανεὶς ὡρισμένες ἐγγενεῖς ἀδυναμίες τοῦ μονοτονικοῦ. Ἐπὶ παραδείγματι ἀφήνει ἀδήλωτη τὴν ἔμφαση σὲ φράσεις ὅπως: αυτό είναι το ζαχαροπλαστείο της περιοχής, ἀφοῦ δὲν ἔχει τρόπο νὰ διαστείλη τὴν ποιοτικὴ ἀπὸ τὴν ἀριθμητικὴ μοναδικότητα τοῦ καταστήματος, ἐὰν δὲν εἰσαχθῆ ἐπὶ τούτου νέα ἐξαίρεση στὰ ἰσχύοντα. Οὔτε διακρίνει τὸν τελικὸ σύνδεσμο γιὰ ἀπὸ τὸ αἰτιολογικό, τὸ διαζευκτικὸ ἢ τὸ προτρεπτικὸ ὁμώνυμό του, ὅπως στὴν περίπτωση μονοτονισμένου στίχου τοῦ Ζ. Παπαντωνίου, ποὺ συναντοῦμε σὲ ἀναγνωστικὸ τοῦ Δημοτικοῦ (μπράβο του για ρεζιλίκι), τοῦ ρουμελιώτικου για έβγα ήλιε μ᾿ για θα βγω, για έβγα για θα λάμψω ἢ τῆς φράσεως για να σου πω, ἡ ὁποία ἔχει ἄλλη ἔννοια ἐὰν τὸ για εἶναι προτρεπτικὸ μόριο καὶ ἄλλη ἐὰν εἶναι τελικὸς σύνδεσμος.

Γενικῶς τὸ μονοτονικὸ παρουσιάζει μειωμένη διακριτικὴ ἱκανότητα ἐπειδὴ θεωρεῖ τὸν τόνο σημάδι καὶ ὄχι σύμβολο ποιοῦ φωνῆς, ὁπότε τὸν σημειώνει κατὰ ὡρισμένη μηχανικὴ δεοντολογία καὶ ὄχι σύμφωνα μὲ τὸν τονισμὸ τῆς λέξεως. Τουναντίον, τὸ παραδεδομένο τονικὸ σύστημα ἀνταποκρίνεται στὶς ποικίλες τροπὲς τοῦ λόγου καὶ διασώζει τὸ χρῶμα τοῦ τόνου εἴτε γιὰ ἐμφατικοὺς τύπους πρόκειται εἴτε γιὰ ἀνεμφάτους. Αὐτὸ διότι ὁ τόνος του λειτουργεῖ προσῳδιακὰ καὶ ἀποτελεῖ, ὡς ἐκ τούτου, ἠχητικὸ πλαίσιο ἐνεργοποιούμενο στὴν φράση, ὄχι ποιοτικῶς ἀμετάβλητο ἠχητικὸ σημεῖο (νότα), σὰν τὸν τόνο τοῦ μονοτονικοῦ. Ὁ τελευταῖος θὰ ἴσχυε ἐὰν στὴν γλῶσσα μας τονίζαμε ἀπαράλλακτα τὴν ἴδια συλλαβή, καθὼς οἱ Γάλλοι τονίζουν κυρίως τὴν λήγουσα, διακρίνοντας ἔτσι αὐτόματα τὴν ἔντονη ἀπὸ τὴν ἄτονη συλλαβή. Κάτι τέτοιο ὡστόσο δὲν συμβαίνει, ἐπειδὴ ὁ τόνος στὰ ἑλληνικὰ ἀποτελεῖ ἰδιαίτερο προσῳδιακὸ χαρακτηριστικὸ τῶν τύπων κάθε λέξεως καὶ πέφτει ἀναλόγως στὸ θέμα (ὁ ἥρως, ἡ ἰδέα) ἢ στὴν κατάληξη (ὁ πατήρ, τῆς μητρός), εἶναι ἕξις φυσικὴ ποὺ μᾶς ἐπιβάλλει νὰ γνωρίζουμε ὅλες τὶς λέξεις μὲ τὸ πνεῦμα καὶ τόν τόνο τους. Ἐξ οὗ ἡ διακριτικὴ ἐνέργεια τῶν τόνων (πού/ποῦ, πώς/πῶς) καὶ ἡ ἀτοπία τοῦ κονσερβοποιημένου μονοτονισμοῦ, σύμφωνα μὲ τοὺς κανόνες τοῦ ὁποίου τό χθες, τό μας, τό λεν, ὡς μονοσύλλαβα δὲν τονίζονται, ἀλλὰ τό εχθές, τό εμάς, τό λένε, ὡς δισύλλαβα τονίζονται, ἐνῶ πρόκειται γιὰ τὶς ἴδιες λέξεις μὲ τὸν ἴδιο τόνο φωνῆς· (ἐξ οὗ τὰ μονοτονικὰ ἐκτρώματα τοῦ τύπου ποιος το δε;δος μου τόνε, ὅπου ἡ ἀντωνυμία τονίζεται καὶ ἡ προστακτικὴ τοῦ ρήματος ὄχι, ἢ τοῦ τύπου πε(ς)το, ὅπου ὅταν ἀπαλείφεται προαιρετικὰ τὸ τελικὸ σῖγμα, μένει ἕνα κινεζόηχο πε τo! Ἤθελα νὰ ξέρω πῶς ἀποφασίσαμε ὅτι οἱ μονοσύλλαβες λέξεις δὲν τονίζονται, ἀφ᾿ ἧς στιγμῆς καὶ πλῆθος εἶναι στὴν γλώσσα μας καὶ ὁ τονισμός των ἔχει σημασία γιὰ τὸν λόγο.

Ἐνδέχεται νὰ προβληθῆ ὁ ἰσχυρισμὸς ὅτι αὐτὰ τὰ βραχυκλώματα συμβαίνουν μόνο στὸ μηχανικὸ μονοτονικὸ καὶ ὅτι σὲ μία λογικὴ διασκευή του ἀποκλείονται. Ἀσφαλῶς, ἕνα σύστημα ὅπου κάθε λέξη, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ὄντως ἄτονες, τονίζεται κατὰ τὴν προφορά της, παρουσιάζει μεγαλύτερη λειτουργικότητα ἀπὸ τὸ διάτρητο ἰσχῦον μονοτονικό. Δὲν εἶναι ὅμως καθόλου βέβαιο πὼς καθ᾿ ἑαυτὸ ἀποτελεῖ σύστημα πλεονεκτικό, ἱκανὸ νὰ ἀντικαταστήσει τὴν παραδεδομένη τονογραφία μας, ἂν κρίνω ἀπὸ τὶς μονοτονικὰ ἀδιευκρίνιστες ὁμωνυμίες, ποὺ ἐπιτρέπει τὸ προσῳδιακὸ ὑπόστρωμα τῆς γλώσσας μας. Ἐπὶ παραδείγματι, ἡ ἰδιωματικὴ προφορὰ τῶν τοπικῶν διαλέκτων δὲν μεταφέρεται ἄνετα στὸν ὁπωσδήποτε μονοτονισμένο γραπτό μας λόγο, αἴφνης στὴν περίπτωση τῆς φράσεως θέλου μια οὑρίτσα. Ἐὰν δὲν δασύνουμε τήν ουρίτσα, ὁ ἀναγνώστης θὰ μείνη μὲ τὴν ἐντύπωση ὅτι μᾶς χρειάζεται οὐρὰ καὶ ὄχι περιθώριο μιᾶς ὥρας. Τὸ αὐτὸ ἰσχύει καὶ γιὰ φράσεις τοῦ τύπου περιμένω την ακριβή εικόνα που μού υποσχέθηκες, ὅπου μένει ἄδηλο ἂν περιμένωμε κάποια εἰκόνα ἀξίας (ἀκριβὴ) ἢ κάποια πιστὴ (ἀκριβῆ) περιγραφή, ἀφοῦ ἡ αἰτιατικὴ τοῦ «ἀκριβὴς» διαφέρει ἀπὸ τὴν τοῦ «ἀκριβὴ» κατὰ τὴν περισπωμένη. Οὔτε εἶναι σαφὴς ἡ ἔννοια προτάσεων, ὅπως Ωραία η θέα!, Τι ωραία! καὶ Η Νίκη πρόβαλε μοιραία μπροστά του, ὅπου ἀγνοοῦμε ἂν τὸ δεύτερο ωραία καὶ τὸ μοιραία εἶναι ἐπίθετα ἢ ἐπιρρήματα, ἐφ᾿ ὅσον οὔτε ὀξύνονται οὔτε περισπῶνται, εἴτε προτάσεων ὅπως τρικυμία παρέσυρε βοηθό ασυρματιστή, ὅπου γιὰ τὸν ἴδιο λόγο δὲν μποροῦμε νὰ ξέρουμε ἂν παρέσυρε τὸν βοηθὸ τοῦ ἀσυρματιστῆ ἢ τὸν βοηθὸ ἀσυρματιστὴ τοῦ πλοίου. Τὸ λογικὸ μονοτονικὸ ἀπαιτεῖ, ἐξ ἴσου μὲ τὸ μηχανιστικό, τυποποιημένη καὶ ἀναλυτικὰ συγκροτημένη σύνταξη, ἡ ὁποία ἐκ προοιμίου ἀποκλείει κάθε συνθετικὴ ἐνέργεια στὴν φράση, μεταφέροντας τὸ κέντρο βάρους τῆς γραφῆς ἀπὸ τὸ νόημα στὴν ὀρθοπεδικὴ λογιστική.

Ἀλλὰ τὸ σοβαρότερο ἐλάττωμα τοῦ μονοτονικοῦ εἶναι ὅτι μὲ τὸ ἕνα καὶ μοναδικὸ σημεῖο ποὺ χρησιμοποιεῖ, καταστρέφει τὸν ρυθμὸ τοῦ λόγου, διαλύει τὸ μέτρο καὶ ἐξαλείφει κάθε χρῶμα ἀπὸ τὴν φωνή, ξεριζώνει δηλαδὴ τὸ αἴσθημα. Οἱ εἰσηγηταὶ τοῦ ἀναπήρου αὐτοῦ συστήματος ἦσαν προφανῶς ἀνυποψίαστοι ἢ ἐντελῶς ἀδιάφοροι γιὰ τὴν προσῳδιακὴ ὑφὴ τῆς ἀρχαίας γλώσσας καὶ ὅπως ἦταν ἑπόμενο, ἀντιμετώπισαν τεχνολογικὰ τὸ θέμα τῶν πνευμάτων καὶ τῶν τόνων. Ὅμως ἂν καὶ ἡ Νέα ἑλληνικὴ δὲν διατηρεῖ τὴν προσῳδία τῆς μάνας της, περισώζει χαρακτῆρες τῆς ἀρχαίας προφορᾶς στὴν προσῳδία καὶ τὴν μουσικότητα τόσο τῆς κοινῆς λαλουμένης ὅσο καὶ τῶν τοπικῶν διαλέκτων. Τὸ βλέπουμε, ἐπὶ παραδείγματι, στὸ ἰδιαίτερο ἠχητικὸ ποιὸν τῶν ἐρωτηματικῶν ποῦ καὶ πῶς, τὰ ὁποῖα γιὰ νὰ τὸ δηλώσουν γεγραμμένα περισπῶνται (ὀξυβαρύνονται), ἐνῶ τὸ μονοτονικὸ σημάδι ἀγνοεῖ τὸ χρῶμα τῆς φωνῆς καὶ λειτουργεῖ ὡς κωδικὸς συμβολισμὸς τῆς ἐρωτήσεως. Ἐπίσης τὸ βλέπουμε στὴν περίπτωση τῆς βαρείας, ἡ ὁποία προφέρεται σήμερα ὅπως ἀνέκαθεν. Προφέροντας, λόγου χάριν, τὴν πρώτη λέξη τῆς φράσεως γλυκὸ κρασί, μαλακώνουμε τὴν τάση τῆς φωνῆς, γιὰ νὰ ἐναρμονισθῆ μουσικὰ μὲ τὴν ἑπομένη λέξη, πράγμα τὸ ὁποῖο σημειώνουμε γραπτῶς μὲ τὴν βαρεῖα· ἀντίθετα ὅταν προφέρωμε κρασὶ καὶ ἀκολουθεῖ σημεῖο στίξεως, κόβεται δηλαδὴ ἡ ἀναπνοή, ἐντείνομε τὴν φωνὴ διότι τὸ σημεῖο στίξεως, ὅπως καὶ ὁ τόνος τοῦ ἐγκλιτικοῦ, τρέπει —«κοιμίζει» ἔλεγαν ἄλλοτε— τήν ὀξεῖα σὲ βαρεῖα. Ἐὰν ὅμως ἡ πρόταση ἔχει ἀδιάκοπη συνέχεια (γλυκὸ κρασὶ πεθύμησα), ἐκφωνοῦμε τὸ γλυκὸ καὶ τὸ κρασὶ βαρύνοντας τὸν τόνο καὶ στὶς δύο λέξεις.

Ἐπικαλούμενος ἐκφράσεις παλαιῶν γραμματικῶν, θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ ὑποστηρίξη πὼς ἡ βαρεῖα δὲν εἶναι τόνος. Καθὼς ὅμως ὑπεγράμμιζαν ἐκεῖνοι, καὶ ἄς μοῦ ἐπιτραπῆ νὰ παραπέμψω γιὰ τοὺς σχετικοὺς τόπους στὸν δεύτερο τόμο τῶν Ἑλληνικῶν Ἀνεκδότων (φιλολογικὴ προσφορὰ τοῦ Ἐμμ. Βεκκέρου), ἡ βαρεῖα δὲν συνιστᾶ τόνο ἐπιτάσεως ἀλλὰ τόνο ὁμαλισμοῦ ἢ ἀνέσεως τῆς φωνῆς, ἁρμονικὸ κλείσιμο τῆς λέξεως στὸ πλαίσιο τῆς συνέπειας, ἤγουν τῆς φράσεως. Τί νόημα ἔχει νὰ ἐπικαλούμεθα παλαιοὺς γραμματικούς, ἐὰν δὲν ἔχουμε κατανοήσει μαζί τους πὼς οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα εἶναι προσῳδίες, διαφορετικὰ ὕψη τῆς φωνῆς ποὺ ἀποτελοῦν συστατικὸ στοιχεῖο τῆς ἐκφορᾶς τοῦ λόγου; Αὐτὲς τὶς προσῳδίες τὶς δηλώνουμε στὸν γραπτὸ λόγο μὲ τὰ γνωστὰ σύμβολα δίκην μουσικῆς σημειογραφίας, ἡ ὁποία χωρὶς νὰ παίζη, βέβαια, ρόλο παρτιτούρας, ὑπογραμμίζει σὲ κάθε λέξη τοὺς συντελεστὰς τῆς προφορᾶς. Οἱ μακρὲς καὶ βραχεῖες συλλαβὲς συγκροτοῦν τὴν κατὰ ποσὸν προσῳδία τῆς ἀρχαίας γλώσσας μας, οἱ δὲ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα τὴν κατὰ ποιὸν —τὸ χρῶμα τῆς ἐκφράσεως. Κατὰ ποιὸν προσῳδία εἶναι ἡ ἔνταση (ὀξεῖα προσῳδία), ἡ ἄνεσις ἢ ὁ ὁμαλισμός (βραχεῖα προσῳδία) καὶ ἡ μεσότης τῆς φωνῆς, τουτέστι ἡ περισπωμένη, γνωστὲς ἀπὸ τὰ χρόνια τοῦ Ἀριστοτέλους (βλ. Ῥητορικῆς 1403b 27-32 καὶ Ποιητικῆς 1456b 31-33) καὶ νωρίτερα. Ὁ πλατωνικὸς Σωκράτης (Κρατύλου 399a-b) δὲν ἐξηγεῖ ὅτι ἀπὸ τὴν ἔκφραση Διὶ φίλος σχηματίσθηκε μία λέξη, ὁ Δίφιλος, ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἀφαιρέσαμε τὸ δεύτερο ἰῶτα τοῦ Διὶ καί «ἀντὶ ὀξείας τῆς μέσης συλλαβῆς βαρεῖαν ἐφθεγξάμεθα»;

Παρόμοια ἰσχύουν καὶ γιὰ τὴν περίπτωση τῆς δασείας. Ἡ δασεῖα, βεβαιώνουν ὁμοφώνως οἱ παλαιοὶ καὶ οἱ σύγχρονοι φιλόλογοι, σημειωνόταν γραπτῶς πολὺ πρὸ τῶν κλασικῶν χρόνων, μὲ τὸ ψηφίο H. Ὅταν ὅμως, περὶ τὰ τέλη τοῦ Εʹ αἰῶνος, καθιερώθηκε στὴν Ἀθήνα ἡ εὐκλείδειος γραφή, τὸ H αὐτὸ χρησιμοποιήθηκε γιὰ νὰ δηλώνει τὸ μακρὸ E, διχοτομήθηκε δὲ γιὰ νὰ δηλώσει μὲ τὸ ἓν ἥμισυ τὴν δασεῖα ὡς αὔρα βαθειὰ καί, ἀργότερα, μὲ τὸ ἄλλο, ὡς λεπτὴ αὔρα ἢ ἄπνοια τὴν ψιλή. Ἐάν ἡ ψιλὴ ἦταν σημεῖο ἰδιαίτερου πνεύματος ἢ ἁπλῶς ἀπουσίας τοῦ δασέος, δὲν τὸ γνωρίζουμε ἀσφαλῶς καὶ ὡς ἐκ τούτου οἱ ἀποφάνσεις διίστανται. Σήμερα, ἡ ἐπιστήμη κλίνει πρὸς τὸ ἐνδεχόμενο ἡ ψιλὴ νὰ δήλωνε τὴν ἔλλειψη ἑνὸς πνεύματος δασέος, χωρὶς νὰ γίνεται ὡστόσο πιὸ πειστικὴ ἀπὸ τοὺς παλαιοὺς γραμματικοὺς τῶν Ἑλληνικῶν Ἀνεκδότων, οἱ ὁποῖοι ἐτόνιζαν (τ. II, σ. 692-3) ὅτι «τὸ σημεῖον τῆς δασείας, ἤτοι τὸ διχοτόμημα τοῦ H τὸ ἐπὶ τὰ ἔξω ἀπεστραμμένον, τίθεται ἐπάνω φωνήεντος δασυνομένου, ἤγουν ἐκ τοῦ θώρακος μετὰ πολλῆς τῆς ὁρμῆς ἐκπεμπομένου· τὸ δὲ ἕτερον τοῦ αὐτοῦ στοιχείου διχοτόμημα, τὸ ἐπὶ τὰ ἔσω ἐστραμμένον, ἐπάνω φωνήεντος φιλουμένου, ἤτοι ἐξ ἄκρων τῶν χειλέων προφερομένου. Ἔστι γὰρ ἡ μὲν ψιλὴ ποιότης συλλαβῆς, καθ᾿ ἣν ἄκροις τοῖς χείλεσι τὸ πνεῦμα προφέρεται, οἷον Αἴας· ἡ δὲ δασεῖα ποιότης συλλαβῆς, καθ᾿ ἣν ἀθρόον ἐκ βάθους χειλέων τὸ πνεῦμα ἐκφέρεται, οἷον ἥλιος.»

Ἡ εἰκαζομένη ἀπὸ τοὺς συγχρόνους φιλολόγους φωνητικὴ ἀνυπαρξία τοῦ ψιλοῦ πνεύματος γίνεται ἄκρως συζητήσιμη, ἐὰν ἔχωμε διαρκῶς κατὰ νοῦ ὅτι οἱ Ἀρχαῖοι δὲν ἐδιάβαζαν σιωπηρῶς, ὅπως ἐμεῖς, ἀλλὰ ἀπήγγειλαν, καὶ ἂν ὑπ᾿ αὐτὸ τὸ πρῖσμα μελετήσωμε προσεκτικὰ τὸ πληρέστερο ἐγχειρίδιο ἀρχαίας εὐφωνικῆς ποὺ διασώζεται, τὸ ἐγκυρότατο περὶ συνθέσεως ὀνομάτων Διονυσίου τοῦ Ἁλικαρνασσέως, γραμμένο λίγους χρόνους πρὸ Χριστοῦ. Ὁλόκληρο τὸ δέκατο τέταρτο κεφάλαιο τῆς πραγματείας αὐτῆς, ἀφιερωμένο στὴν ἀκουστικὴ ὑπόσταση ἀφώνων, ἡμιφώνων καὶ φωνηέντων, δείχνει πὼς οἱ πρόγονοί μας ἀντιλαμβάνονταν τὴν ἐκφώνηση κάθε γράμματος ὡς ἦχο μελῳδικό, τὴν δὲ στοματικὴ κοιλότητα, τὴν γλῶσσα καὶ τὰ χείλη ὡς πολυδύναμο μουσικὸ ὄργανο κατάλληλο νὰ τὸν παράγη τῇ συνεργείᾳ τῆς πνοῆς. Κατ᾿ αὐτὴ τὴν ἔννοια τὸ πνεῦμα τῶν φωνηέντων εἶναι μακρὸ ἢ βραχύ, τὰ ἁπλᾶ ἡμίφωνα εἶναι λιγώτερο εὔηχα ἀπὸ τὰ διπλᾶ «διὰ τὸ εἰς βραχυτέρους αὐτῶν τόνους συνάγεσθαι τὸν ἦχον», ἐνῶ μεταξὺ τῶν ἀφώνων ἐπικρατοῦν ἀκουστικῶς ὅσα προφέρονται μὲ ἰσχυρὴ πνεύση, ἀκολουθοῦν ὅσα μὲ μέτρια καὶ ἕπονται ὅσα ἐκφωνοῦνται μόνο μὲ τὴν δική τους πνοὴ («κράτιστα μὲν οὗν ἐστιν ὅσα τῷ πνεύματι πολλῷ λέγεται, δεύτερα δ᾿ ὅσα μέσῳ, κακίω δ᾿ ὅσα ψιλῷ· ταῦτα μὲν γὰρ τὴν ἑαυτῶν δύναμιν ἔχει μόνην, τὰ δὲ δασέα καὶ τὴν τοῦ πνεύματος προσθήκην»). Ἡ ψιλότης καὶ δασύτης στὴν προφορὰ ἰσχύει ἐπίσης γιὰ τὸ πνεῦμα τῶν ἀρκτικῶν φωνηέντων, τὸ ὁποῖο στὰ λοιπὰ σημεῖα τῶν λέξεων δὲν χρήζει δηλώσεως γιατὶ στὸν τόνο καὶ τὴν συλλαβικὴ ποσότητα συνάζεται ἡ ἠχητική του ἔνταση καὶ ἔκταση. Πῶς θὰ διακρινόταν τὸ ἕξω ἀπὸ τὸ ἔξω, τὸ τοὺ εἰμὶ ἀπὸ τὸ τοῦ ἵεμαι, τὸ ὧν ἀπὸ τὸ ὤν, τὸ ἕξ ἀπὸ τὸ ἐξ, τὸ ἀπὸ τὸ , τὸ ὁδοὺς ἀπὸ τὸ ὀδούς, καὶ τόσα ἄλλα; Τὸ λάθος εἶναι νὰ ἀντιλαμβανώμαστε τὸ δασὺ καὶ ψιλὸ πνεῦμα ὡς ποσότητα μόνο πνοῆς, τὴν στιγμὴ ποὺ συνιστᾶ καὶ ποιότητά της — προσῳδία. Θὰ ἦταν διακριτικὰ ποσότητος, ἐὰν στὸν ἀρχαῖο κόσμο εἴχαμε δυναμικὴ προφορὰ τῶν λέξεων καὶ ὄχι μελῳδική τους ἐκφώνηση. Μπορεῖ λοιπὸν τὸ σημεῖο τοῦ ψιλοῦ πνεύματος νὰ ἐπενοήθη ἀπὸ τοὺς Ἀλεξανδρινούς, ἀλλὰ ἐπενοήθη γιὰ νὰ τελειοποιηθῆ ἡ γραφή, γιὰ νὰ καλυφθῆ ἕνα κενὸ τὸ ὁποῖο παρεμπόδιζε τὴν εὔηχη ἀνάγνωση τῶν ἔργων. Ἐπιτρέπεται νὰ ἀγνοοῦμε ἢ νὰ ἀποσιωποῦμε τὰ ἱστορικὰ αὐτὰ δεδομένα καὶ νὰ διακηρύσσωμε ὅτι τὰ πνεύματα συλλήβδην καὶ οἱ τόνοι εἶναι ἄχρηστα ἐφευρήματα τῶν ἀλεξανδρινῶν γραμματικῶν, δημιουργώντας στὸν ἁπλὸ κόσμο τὴν ψευδαίσθηση πὼς μὲ τὸ μονοτονικὸ σύστημα δὲν διευκολύνει μόνο τὴν ζωή του ἀλλὰ πλησιάζει καὶ τὶς ρίζες του; Σὰν νὰ εἶχαν οἱ Ἕλληνες τῶν κλασικῶν χρόνων μονοτονικό, μικρογράμματη γραφή, ἀποστάσεις μεταξὺ τῶν λέξεων ἢ σημεῖα στίξεως!

Γιὰ νὰ γίνει σαφὲς τὸ μέγεθος τοῦ πράγματος, στὰ περὶ ἐλαττωμάτων τοῦ μονοτονικοῦ, θὰ προσθέσω δείγματα γραπτοῦ λόγου τῶν μαθητῶν δύο τμημάτων Πρώτης τάξεως Γυμνασίου τῶν Ἀθηνῶν, ἐρανισμένα ἀπὸ κείμενα ἐφετεινῶν ἐκθέσεων καὶ πρόχειρα διαγωνίσματα Ἀρχαίων καὶ Νέων ἑλληνικῶν, τὰ ὁποῖα μοῦ ἐμπιστεύθηκε μὲ ἄδεια ἐλευθέρας χρήσεως ἡ οἰκεία καθηγήτρια. Τὸ ὑλικὸ εἶναι καταθλιπτικὸ καὶ γίνεται καταθλιπτικώτερο ἐὰν ἀναλογισθοῦμε ὅτι τὰ παιδιὰ αὐτὰ ἐνεγράφησαν στὸ Δημοτικὸ τὸ σχολικὸ ἔτος 1979-80 καὶ διδάσκονται Ἑλληνικὰ ἤδη ἕξι χρόνια. Σημειωτέον ὅτι δὲν πρόκειται γιὰ περιπτώσεις προβληματικῶν ἀτόμων: τὰ παραδείγματα ποὺ δίδω καὶ ποὺ θὰ μποροῦσα νὰ πολλαπλασιάσω ἀνετώτατα, ἀντιπροσωπεύουν ποσοστὰ 47% τῶν μαθητῶν τοῦ ἑνὸς τμήματος καὶ 70% τοῦ ἄλλου.

Σὲ ἐκθέσεις μὲ τὸ ἀπολύτως βατὸ θέμα Πῶς θὰ ἤθελα τοὺς γονεῖς μου, ἐκτὸς τῶν ἀπαραιτήτων πλέον παρατονισμῶν καὶ τῆς ἰσχυρᾶς ροπῆς πρὸς τὸν ἀτονισμό, ἀφθονοῦν λάθη τοῦ τύπου «οπατέρασμου», «ηαδερφήμου», «απωπάνω», «καταλάθως», «μεχαστούκισε», «ναντίνομε», «όταν του ζητάω λεφτά για σινεμά οι για το σχολείο οι και για αλλού», «Ένα βάζω που της τω έκαναν δώρο», «Ημητέραμου φεύγει το πρωεί και έρχεται το βράδι, φεύγει το μεσιμέρι και ερχεται κατά τις 11 στο σπίτι κουρασμένει», «τους αγαπώ πάρα πωλύ και ας είναι αυστιρή. τιν αυτιρώτιτα...», «Οι γωνείς μου είναι πολύ καλοί και ευγενικοί... Ο μπαμπάς μου είναι λίγο αυστηρώς και θα τον ήθελα λίγο πιο μαλακό δηλαδή να μην είναι αὐστηρώς», «είναι και ευσηνήδιτοι για το κάθε πράγμα που κάνουν. Εγώ τους γονείς μου δεν τους θέλω ακριβώς έτσι θέλω να γινόντουσαν πιο εύθημοι και πιο αυστηροί γιατί άμα ένα παιδί καλομάθει στα χάδια του γονειού του όταν μεγαλώσει θα είναι πολύ αιβέσθητω»· «Ακόμα τὸν ήθελα όπως είναι ψιλός στο πάχος όπως είναι μεσσέος», «ευγενικιά μαζί μετούς ανθρώπους».

Ἐξ ἴσου ἀντιπροσωπευτικὴ συμμετοχὴ σὲ πρόχειρο διαγώνισμα Νέων ἑλληνικῶν —τὰ παιδιὰ καλοῦνται νὰ ἀποδώσουν ἐλεύθερα τὸ περιεχόμενο γνωστοῦ κειμένου— εἶναι ἡ ἀκόλουθη: «Απαντησης. Πέρσι τα εγγόνια στη πρωτοχρονιά της έβαλαν δόντια της γιαγιάς που λάμπουν. Μα ολοένα τα μάτια της γιαγιάς έσφηνα απότοτε που πέθανε η μονάκριβη η κόρη της. Τα παιδιά χαίρονταν όταν έβλεπαν να τρώγει φουντουκία με τα ολόασπρα δόντια της. Η γιαγιά και ο μεγάλο της εγγονὸς βουλεβάν γιά να τα βλάλουν πέρα. Ο μικρός εγγονός φιλάγε ένα σκέδιο όταν έφτασε η μέρα ηταν ότι ο θεός εδώσε το φώς της γιαγιάς». Καὶ ἡ συμμετοχὴ ἄλλου μαθητοῦ σὲ πρόχειρο διαγώνισμα Ἀρχαίων — τὰ παιδιὰ καλοῦνται νὰ ἀποδώσουν ἐλεύθερα τὸ νόημα εἴκοσι πέντε μεταφρασμένων στίχων τῆς Ὀδύσσειας καὶ νὰ ὑπογραμμίσουν τὰ «ἰδεολογικὰ στοιχεῖα» — μὲ τὰ ἑξῆς: «Η Αθηνά λέει στων τηλέμαχο να πάρη το καλύτερο καράβι με είκοσι λαμνοκόπους και να πάει να βρει είδηση για των Πατέρα του που λείπει πολλά χρόνια και του λέει είτε από των Δία να πας στο γέρο Νέστορα στη πύλο και μετά στην Σπάρτη στο Μενέλαο Και αν μάθει καμία πως ζει να περιμένης Ένα χρόνο. Και αν μάθεις πως δε ζει να γυρίσεις αμέσω στην πατρίδα σου να κάνεις θυσίες και μετά να παντρεύψεις την μάνα σου». Ἰδεολογικὰ στοιχεῖα: «1) Η προσπάθεια της Αθηνάς να πείση των τηλέμαχο να ψάξει να βρει των Πατέρα του. 2) Η Αθήνα πρωσπαθούσε να κάνει των τηλέμαχο να γίνει άντρας.»

Τὸ ἀπελπιστικὸ αὐτὸ ἐπίπεδο δὲν περιορίζεται σὲ ἀμελητέα ποσοστὰ δυσμαθῶν κάποιας τάξεως ἑνὸς ἀθηναϊκοῦ Γυμνασίου, ἀλλὰ κατὰ πληθωρικὲς ἐνδείξεις πλήττει ὡς θεομηνία τὰ σχολεῖα σὲ ὅλη τὴν Ἐπικράτεια. Δὲν ἀρκεῖ ἑπομένως νὰ διακηρύξη κανεὶς ὅτι ἡ γλωσσικὴ πολιτικὴ τῆς τελευταὶας δεκαετίας καὶ ἡ μονοτονικὴ μεταρρύθμιση εἶχαν ὀλέθρια ἀποτελέσματα καὶ ὅτι τὸ ἐκφραστικὸ ἄγχος τῆς νέας γενηᾶς, ἡ ὁποία τὸ ἔτος 2000 θὰ εἰσέρχεται εἰς τὸ προσκήνιο τοῦ ἐθνικοῦ μας βίου, ραγδαῖα ἐπιδεινώνεται, ἀλλὰ νὰ δείξη ὅτι ἡ ἐπιδείνωση αὐτὴ δὲν ἔχει νὰ κάνη μὲ διογκωμένο ἁπλῶς ἀριθμὸ λαθῶν, ἐν συγκρίσει πρὸς ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ἐκάναμε ἄλλοτε, ἔχει νὰ κάνη μὲ ἕναν τύπο καὶ εἶδος λαθῶν ποὺ ὁμολογουμένως εἶναι πρωτόφαντα.

Γενικὸ χαρακτηριστικὸ τῶν λαθῶν αὐτῶν εἶναι ὅτι ἀποτελοῦν ἠχητικὴ διασκευὴ τοῦ παραδεδομένου γραπτοῦ τύπου, ἡ ὁποία συντονίζεται μὲ τὴν πνευματοκτόνο ἐνέργεια τῶν μέσων μαζικῆς ἐπικοινωνίας καὶ δὴ τῆς τηλεοράσεως, ἐνθαρρύνεται δὲ ἀπὸ τὶς «νέες» μεθόδους γλωσσικῆς διδασκαλίας, ποὺ ἔχομε εἰσαγάγει ἀβασάνιστα εἰς τὰ σχολεῖα μας. Τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ μαθηταὶ τοῦ Δημοτικοῦ δὲν γράφουν πλέον Ἔκθεση καὶ δὲν διδάσκονται Γραμματική, ὥστε νὰ ἀναγνωρίζουν τουλάχιστον τὰ μέρη τοῦ λόγου, ἐνῶ ἡ Γραμματικὴ τοῦ Τριανταφυλλίδη, τὴν ὁποία διδάσκονται στὸ Γυμνάσιο, βασίζεται σὲ γλωσσικὰ στοιχεῖα τοῦ προφορικοῦ κυρίως λόγου, εἶναι παράγοντες τοὺς ὁποίους ὀφείλει κανεὶς νὰ λάβη σοβαρώτατα ὑπ᾿ ὄψει. Ἀλλὰ οἱ παράγοντες αὐτοὶ δὲν θὰ ἀνέπτυσσαν ἀνεμπόδιστα τὴν καταλυτική τους δράση, ἐὰν ὁ γλωσσικὸς ὀργανισμὸς διέθετε τὸ πάλαι ποτὲ ἰσχυρὸ ἀμυντικό του σύστημα: ὅσο ἡ δημοτικὴ συνεβάδιζε μὲ τὴν λόγια παράδοση εὐδοκιμοῦσε καὶ ἡ τηλεόραση λειτουργοῦσε πρὸ τῆς ἐκπαιδευτικῆς ἀναστατώσεως χωρὶς νὰ προκαλῆ τὶς σημερινὲς παρενέργειες. Τὸ ἀμυντικὸ σύστημα τῆς ἑλληνικῆς βασίζεται στὴν συνθετικὴ ὑφὴ τοῦ ἀρχαίου μας λόγου, ὑφὴ σχηματισμένη ἀπὸ τὴν προσῳδιακὴ συγκρότηση τῆς γλώσσας καὶ διατηρημένη ἐπὶ αἰῶνες χάρη στὴν ἀδιάλειπτη παρουσία τῆς λόγιας παραδόσεως, ποὺ μπόλιαζε μὲ τὸν γραπτό της τύπο καὶ τὸ πνεῦμα της τὸ σῶμα τῆς λαλουμένης. Δικαίως ἡ διδασκαλία τῶν Ἀρχαίων ἦταν ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ μας συστήματος, ἀφοῦ καὶ ὑπὸ τὶς ἄθλιες συνθῆκες ποὺ γνωρίσαμε, ἐξασφάλιζε τὸ ἀνοσοποιητικὸ σύστημα τοῦ πνευματικοῦ μας ὀργανισμοῦ. Γι᾿ αὐτὸ μόλις ἐξορίσθηκαν τὰ Ἀρχαῖα ἀπ᾿ τὸ Γυμνάσιο, ἔγινε ἐφικτὴ καὶ ἡ μονοτονικὴ ἐπέμβαση στὴν γραφή, νομιμοποιώντας μιὰ παθολογικὴ μορφή της, ἱκανὴ νὰ ἀνταποκρίνεται στὶς παρατακτικὲς καὶ μόνο ἀπαιτήσεις τῆς λογιστικῆς ἀναλύσεως.

Ἡ ὀρθογραφία μιᾶς λέξεως περικλείει τὴν ἱστορία καὶ τὴν σημασία της. Γραπτὸς καὶ προφορικὸς λόγος, ὡς γνωστόν, δὲν ταυτίζονται: ὅταν μιλοῦμε ἐκφράζομε τὴν σκέψη μας· ὅταν γράφουμε σημειώνουμε ὅ,τι ἐννοοῦμε. Εἶναι διαφορετικὴ ἑπομένως ἡ πνευματικὴ διεργασία στὴν μία περίπτωση καὶ διαφορετικὴ στὴν ἄλλη, ὁπότε ἂν στὴν σχολικὴ διδασκαλία τοῦτο δὲν ὑπολογίζεται, τὰ παιδιὰ προσεγγίζουν τὴν γλῶσσα στὸ ἐπίπεδο τῆς αἰσθήσεως καὶ ἡ διανοητική τους ἐνέργεια καταντᾶ βαθμιαῖα ὑποτυπώδης. Προσλαμβάνοντας τὸ ἑλληνόπουλο μιὰ λέξη ὡς ἦχο καὶ καταγράφοντάς την ἀναλόγως, διαμελίζει τὴν δυναμικὴ τῆς ἱστορικότητος, στὴν ὁποία βασίζεται κάθε νοηματικὴ ἐνέργεια τῆς γραπτῆς μας γλώσσας. Κατ᾿ αὐτὸ τὸν τρόπο ὁ λόγος διασπᾶται στὸ μέρος τοῦ ἀκούσματος, ποὺ ἐξαντλεῖ τὸ ἐννοιολογικὸ περιεχόμενο, καὶ στὴν ἱστορική του ὑπόσταση, ποὺ μένει μετέωρη, ἡ λέξη καθηλώνεται στὸν χῶρο τῆς συμβάσεως ἀποποιούμενη τὴν ποιητική της λειτουργία. Ἔτσι ἐξηγεῖται πῶς ἀφ᾿ ὅτου καθιερώθηκε τὸ μονοτονικὸ σύστημα τὰ παιδιὰ ἐπιμένουν χαρακτηριστικὰ νὰ μὴν τονίζουν εἴτε νὰ παρατονίζουν καὶ δημιουργηθοῦν ἐν γένει ὀρθογραφικὰ τέρατα, προκειμένου νὰ βάλουν στὸ χαρτὶ κάποια κουρέλια σκέψεων. Ὁ μαθητὴς ποὺ γράφει τὸ «εὐαίσθητο» αιβέσθητω ἔχει περιορίσει τὴν σημασία στὴν ἠχητικὴ μορφὴ τῆς λέξεως, ἐπειδὴ ὅμως τὸ ἐτυμολογικὸ κενὸ ἔχει μεταβάλλει τὴν ἀρχικὴ σημασία ἀπὸ πνευματικὴ δημιουργία σὲ συμβατικὴ ἔννοια, ὁδηγεῖται σὲ ἕνα ὀρθογραφικὸ ἐξάμβλωμα, τὸ ὁποῖο εἶναι κατὰ βάθος ἔκτρωμα νοηματικό. Λειτουργεῖ σὰν μαγνητόφωνο, ποὺ ἀντὶ σημασιῶν ἐγγράφει ἤχους γιὰ νὰ τοὺς ἐπαναλάβη μηχανικά, χωρὶς νὰ ἀναγνωρίζη ἄλλο περιεχόμενο ἀπὸ τὸν ἀκουστικὸ τύπο τῆς ἐκφορᾶς των. Ἡ καταστροφὴ τῆς ὁποίας παριστάμεθα μάρτυρες, ἄρχισε μὲ τοὺς πρὸ δεκαετίας γλωσσοεκπαιδευτικοὺς αὐτοσχεδιασμούς, γιὰ νὰ ἐπιδεινωθῆ μετὰ τὴν ἐπιβολὴ τοῦ μονοτονικοῦ σὲ σημεῖο ἀπρόβλεπτο. Ἀφ᾿ ἧς στιγμῆς τὸ ἐμπόδιο τῶν πνευμάτων καὶ τῶν τόνων κατερρίφθη, ἡ εἰκαστικὴ προφορικότης τῶν μέσων μαζικῆς ἐπικοινωνίας παρεισέφρησε καὶ στὸ πεδίο τῆς γραπτῆς ἐκφράσεως, ὅπου ἀφαιρώντας ἀπὸ τὶς λέξεις τὴν νοηματικὴ ὑποδομή, τὶς μετατρέπει σὲ νεφέλωμα. Ἐξ οὗ ἡ διαφορετικὴ ὑφὴ τῶν λαθῶν τοῦ παρελθόντος ἀπὸ τὰ σημερινά: Ἄλλοτε ἀγνοούσαμε ὅτι μακρὸν πρὸ βραχέος περισπᾶται καὶ ὀξύναμε· τώρα οἱ μαθηταὶ δὲν κάνουν μόνο λάθη ἀγνοίας, κάνουν κατὰ κύριο λόγο λάθη σὰν αὐτὰ ποὺ εἴδαμε καὶ ποὺ ὀνομάζω λάθη παραισθήσεως.

II

Ἐὰν δὲν ἐκδηλωθῆ μεγάλη ἀντίδραση καὶ δὲν ληφθοῦν γενναῖα προστατευτικὰ μέτρα, ἡ παραισθητικὴ λειτουργία θὰ γίνη σύντομα μοῖρα τῆς γλώσσας μας. Πρὸς τὸ παρὸν τέτοιος κίνδυνος ἴσως νὰ μὴν φαίνεται καθαρὰ γιατὶ ὅσοι κάνουν δημοσία χρήση τοῦ γραπτοῦ λόγου ἔχουν περάσει ἀπὸ τὸ παλαιὸ σχολεῖο καὶ διαθέτουν ἀντανακλαστικὰ τὰ ὁποῖα συγκρατοῦν ἀκόμη τὰ πράγματα. Ὅμως σὲ λίγο ποὺ θὰ κυριαρχοῦν οἱ γλωσσικῶς ἐξανδραποδισμένες γενηὲς τῆς μεταπολιτεύσεως, τὸ κατρακύλημα θὰ εἶναι ἀκατάσχετο. Ὅποιος βιώνει τὴν γλῶσσα του ὡς σύστημα εἰκόνων, ὁπότε ὁ λόγος λειτουργεῖ στὴν διάνοιά του σηματοδοτικά, γιὰ νὰ ἐκφρασθῆ ὀφείλει νὰ ἐξαρθρώση ὀπτικοακουστικὰ τὸ νόημα, πρᾶγμα ποὺ ἀποκλείει κάθε πνευματικότητα καὶ προαγωγὴ πολιτισμοῦ. Τί τὸ περίεργο ἂν οἱ δυὸ ἔννοιες ποὺ ἀποτελοῦν, αἴφνης, τὴν λέξη εὔφορος, καταντοῦν στὴν ἀκουστική της ἐκδοχὴ ἐτυμολογικὰ ἀδιάγνωστες καὶ ἂν αὐτὸ προκαλῆ τὴν γραφικὴ παράσταση έυφορος-έφορος, ταυτίζοντας τὴν ποιότητα τῆς γῆς μὲ τὸν ὑπάλληλο τῆς ἐφορίας; Τὸ θέμα εἶναι τεράστιο καὶ ἡ εὐθύνη τῆς πολιτικῆς καὶ τῆς πνευματικῆς ἡγεσίας ἀπροσμέτρητη γιατὶ μὲ τὴν συντελουμένη καταστροφὴ διακυβεύεται ἐν πολλοῖς ἡ ἴδια ἡ ὑπόσταση τοῦ Γένους.

Οἱ Ρῶσοι ἄφησαν τὴν «ἁγία γλῶσσα» τους καὶ τὴν γραφή τους ἀνέπαφες65· οἱ Ἄραβες οὔτε διανοοῦνται ἀλλαγή66· οἱ Ἑβραῖοι νεκρανάστησαν τὴν βιβλική τους διάλεκτο· οἱ Κινέζοι, παρὰ τὶς ἐπιταγὲς τῆς σύγχρονης ἐπιστήμης καὶ τῆς ὁρολογίας της, παρὰ τὴν ἀσυγκρίτως εὐκολώτερη ἐκμάθηση τῆς φωνητικῆς γραφῆς, δὲν θίγουν τὰ πατροπαράδοτα ἰδεογράμματα, ποὺ θεωροῦν ἀναπόσπαστο τμῆμα τῆς ἱστορικῆς των ταυτότητος· οἱ Ἰνδοὶ ἐπίσης χρησιμοποιοῦν τὴν δική τους παραδόσιμη γραφή· οἱ ἰλιγγιωδῶς ἀναπτυσσόμενοι στὴν τεχνικὴ Ἰάπωνες, ὄχι μόνο δὲν ἀγγίζουν τὴν περίπλοκη γραφή τους ἀλλὰ προετοιμάζουν μία ἐκπαιδευτικὴ μεταρρύθμιση, ἐν ὀνόματι τῆς δημιουργικῆς ἀνταποκρίσεως στὶς ἀπαιτήσεις τοῦ ἐξαυτοματισμένουν 21ου αἰῶνος, μὲ πνευματικὴ ἀναφορὰ τὶς προγονικὲς ἀξίες καὶ τὴν ἐθνική τους ταυτότητα. Ἀλλὰ οἱ λαοὶ τῆς Δύσεως, οἱ Ἄγγλοι, οἱ Γάλλοι, οἱ Γερμανοί, οἱ Βέλγοι, οἱ Ἰταλοί, οἱ Σκανδιναυοί, καὶ αὐτοὶ οἱ μόλις δύο αἰώνων μηχανόβιοι Βορειοαμερικανοί, συνειδητοποιοῦν πὼς ἡ φθορὰ τοῦ ὁμιλουμένου καὶ γραπτοῦ των λόγου πλήττει τὴν ἱστορική τους συνοχὴ καὶ προωθοῦν ἀποφασιστικὰ ἐκπαιδευτικὲς μεταρρυθμίσεις, τὶς ὁποῖες χαρακτηρίζει ἡ μέριμνα τῆς ἰδιοπροσωπίας, ἡ σπουδὴ τῶν κλασικῶν καὶ ἡ ἀρχὴ τῆς μείζονος προσπάθειας. Στὸν γενικὸ ξεσηκωμὸ ἐναντίον τῆς τεχνολογικῆς καθολικότητος καὶ τοῦ «πολιτισμοῦ» τῶν εἰκόνων, ἐξαίρεση ἀποτελεῖ ἡ σημερινὴ Ἑλλάδα, ὁ κατὰ τραγικὴν εἰρωνεία φυσικὸς κληρονόμος τοῦ κατ᾿ ἐξοχὴν πνευματικοῦ πολιτισμοῦ. Μόνο ἐμεῖς, στὴν βαθιὰ κρίση ταυτότητος ποὺ ὑφιστάμεθα καὶ τὴν μανία τῆς αὐτοκαταστροφῆς ποὺ μᾶς ἔχει καταλάβει, ἀρνούμεθα ὡς «ἀχθοφόροι μεγάλου ὀνόματος» τὴν προγονικὴ κληρονομιὰ καὶ ὑπονομεύουμε τὴν γλῶσσα μας, ἀδιαφορώντας ἐὰν ἔτσι παίρνουμε δρόμους οἱ ὁποῖοι μπορεῖ ν᾿ ἀποδειχθοῦν χωρὶς ἐπιστροφή.

Ἂς μὴ βαυκαλιζώμαστε μὲ τὴν ἰδέα ὅτι ἡ παροῦσα γλωσσικὴ ἔκπτωση εἶναι πρόσκαιρη παρενέργεια τοῦ ἀκόμη νωποῦ ἐκπαιδευτικοῦ ἐκδημοκρατισμοῦ ἢ διεθνὴς συγκυρία, ὀφειλομένη στὴν ἐπίδραση τῶν μέσων ἐπικοινωνίας καὶ τὸν ἐξαυτοματισμὸ μὲ τὶς κωδικὲς ρυθμίσεις ποὺ ἐπιτάσσει. Ἐὰν ὁ ἐκδημοκρατισμὸς τῆς ἐκπαιδεύσεως συνοδεύεται ἐξ ἀρχῆς ἀπὸ τὰ ἀποσυνθετικὰ φαινόμενα ποὺ παρατηρήσαμε καὶ σταθερὸ ζητούμενο ἀποτελεῖ ἡ ἐξίσωση πάντων πρὸς τὰ κάτω, πῶς θέλει προκύψη ἀνασχετικὸς παράγοντας, ἀφοῦ ἡ φάση τῆς ἀνακάμψεως δὲν πρέπει νὰ συσχετίζεται μὲ ποιοτικὴ βελτίωση ἀλλὰ μὲ μιθριδατικὸν ἐθισμὸ στοὺς ἐκκωφαντικοὺς νέους μέσους ὅρους τοῦ προοδευτικῶς παρασκευαζομένου μαθητικοῦ πολτοῦ; Ὅσο γιὰ τὴν διεθνῆ συγκυρία, αὐτὴ πράγματι βαραίνει καὶ στὸν τόπο μας, μὲ τὴν διαφορὰ ὅτι ἀντανακλᾶται κυρίως στὰ καράφλιασα, τὰ κουφάθηκα ἢ τὴν ξύλινη γλῶσσα τῶν εὐελπίδων νέων μας καὶ δευτερευόντως στὰ ἀποπληκτικὰ «εὑρήματα» ποὺ συναντοῦμε στὰ γραπτὰ τῶν γυμνασιοπαίδων. Ἄλλο ἕνας εἰκονομορφικὸς λόγος καὶ ἄλλο ἕνας λόγος χωρὶς τὶς ἐνυπόστατες ἱστορικὲς —καὶ γι᾿ αὐτὸ νοηματοδοτικὲς— συντεταγμένες του. Στὴν πρώτη περίπτωση ἔχουμε ὄντως γνήσιο γλωσσικὸ προϊὸν τοῦ σύγχρονου «πολιτισμοῦ» εἰκόνος καὶ θεάματος· στὴν δεύτερη περίπτωση ἔχομε ἐξάρθρωση τοῦ γραπτοῦ λόγου, ἡ ὁποία γίνεται καθεστὼς ἀφ᾿ ἧς στιγμῆς ἀποκόπτεται ἡ δημοτικὴ ἀπὸ τὴν σύνολη γλωσσική μας παράδοση, ἐξοβελίζονται δὲ οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα. Ἡ ἐσωτερικὴ ἀνάγκη καὶ συνέπεια τοῦ ἐξαρθρωμένου αὐτοῦ γραπτοῦ λόγου θὰ ὁδηγήση βαθμιαῖα στὸ ἀτονικὸ σύστημα, τὴν φωνητικὴ ὀρθογραφία κι ἐν τέλει στὸ λατινικὸ ἀλφάβητο, μὲ τὸ «ἐθνικιστικὸ» ἐνδεχομένως ἐπιχείρημα ὅτι εἶναι καὶ τοῦτο ἑλληνικό, ἀφοῦ προέρχεται ἀπὸ τὸ ἀλφάβητο τῶν ἀρχαίων Χαλκιδαίων. Νὰ σημειώσω πὼς διαλυομένου τοῦ γραπτοῦ μας λόγου θὰ περιπέσωμε σὲ τέτοιαν ἀφασία, ὥστε νὰ μὴν ὑπάρχη ἄλλη σανίδα σωτηρίας ἀπὸ τὴν εἰσαγωγὴ μιᾶς ξένης γλώσσας, ἡ ὁποία θὰ εἶναι, κατὰ πᾶσαν βεβαιότητα, τὰ οἰκεῖα στοὺς πρώην Ἕλληνες καὶ παγκοσμίως κρατοῦντα πρακτικὰ ἀγγλικά;

Ὅσο τὸ μετακρητομυκηναϊκὸ ἑλληνικὸ ἀλφάβητο εἶναι φοινικικό, ὄχι ἐπειδὴ οἱ Φοίνικες χρησιμοποίησας τὰ κυπριακὰ συλλαβογράμματα γιὰ νὰ διαμορφώσουν τὸ δικό τους ἀλλὰ γιατὶ ὅταν περὶ τὸ 1000 π.Χ. οἱ πρόγονοί μας τὸ παρέλαβαν ἀπὸ τοὺς Φοίνικες, τὸ προσήρμοσαν στὶς δικές των ἀνάγκες προσθέτοντάς του τὰ φωνήεντα, τόσο ἑλληνικὸ εἶναι τὸ λατινικό, ποὺ ἀνέπλασε τὸ χαλκιδαϊκὸ κατὰ τὶς ἀπαιτήσεις γραφικοῦ συμβολισμοῦ τῆς προφορᾶς τοῦ ρωμαϊκοῦ κόσμου, γιὰ τὸν ὁποῖο τὸ γράμμα καὶ τὸ νόημα μιᾶς λέξεως ἀπέδιδαν τὴν σχέση ὀχήματος καὶ ὀχουμένου. Ἡ γλῶσσα ἐνσαρκώνει μὲ τὸν τρόπο της τὸ πνεῦμα ἑνὸς ἔθνους· διαφορετικὰ τὸ πνεῦμα τοῦτο μένει μετέωρο μαζὶ μὲ τὸν λαό, ὁ ὁποῖος ἀδυνατεῖ νὰ δημιουργήση πολιτισμὸ καὶ νὰ ζήση χωρὶς δική του ἔκφραση. Τέτοιες χρεωκοπίες λαῶν συνέβησαν πολλὲς φορὲς στὸ παρελθὸν καὶ τίποτε δὲν ἀποκλείει νὰ ξανασυμβοῦν στὸ μέλλον, ἂν κρίνω ἀπὸ τὴν παρακμὴ τοῦ συγχρόνου ἑλληνισμοῦ, ποὺ χάνοντας τὴν γραφή του χάνει τὴν δυνατότητα νὰ ἐκφράση τὸν βαθύτερό του ἑαυτὸ καὶ κινδυνεύει νὰ καταντήση ἱστορικὸς ἀποσυναγωγός. Βαθύτερός μας ἑαυτός, πνεῦμα μας, εἶναι μία ποιητικὴ σχέση μὲ τὸν κόσμο, στοὺς κόλπους τῆς ὁποίας συντελεῖται καὶ ἡ ἐπικοινωνία. Τὴν σχέση τούτη δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ τὴν συστήσουν τὰ ἰδεογράμματα ἢ τὰ εἰκονογράμματα, ποὺ σχηματοποιοῦσαν συμβατικῶς καταστάσεις καὶ πράγματα· τὴν ἐξέφρασε ἰδιοφυῶς ἡ φωνητικὴ γραφή, χαράζοντας ὀνόματα στὴν θέση τῶν σχημάτων. Μὲ τὴν ἑλληνικὴ γραφὴ ἡ γλῶσσα ἀπὸ μέσο ἀνταλλαγῆς μηνυμάτων τρέπεται σὲ φίλτρο σημασιῶν, τὸ ὁποῖο παρεμβαλλόμενο μεταξὺ τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ κόσμου δὲν ἀναπαράγει τὸν κόσμο εἰκονικῶς ἀλλὰ τὸν φωτίζει, γίνεται τόπος ἐπιφανείας ἀγνώστων ἀληθειῶν καὶ μᾶς ἀνεβάζει διὰ μιᾶς ἀπὸ τὸ ἡμίφως τῆς ἐμπειρικῆς δόξας στὸ φῶς τοῦ λόγου. Μετὰ τρεῖς χιλιάδες χρόνια ποιητικῆς γραφῆς, ὁ τεχνικὸς «πολιτισμὸς» καὶ οἱ ἐν Ἑλλάδι φανατικοί, πλὴν ἀνύποπτοι, μισόλογοι φιλόλογοι προαγωγοί του, μᾶς ξαναγυρνοῦν σήμερα σὲ ἕνα εἶδος ἀκουστικῶν ἰδεογραμμάτων καὶ εἰκονογραμμάτων, ποὺ μεταβάλλουν τὶς λέξεις σὲ σημεῖα κωδικά, στερώντας ἀπὸ μιὰ γλῶσσα μὲ τὴν προσῳδιακὴ ὑποδομὴ τῆς δικῆς μας τὴν δημιουργική της δύναμη, φυλασσόμενη ἐπὶ αἰῶνες στὴν φωνητική, πραγματικὰ ἢ συμβολικὰ (ἱστορικά), ὀρθογραφία. Αὐτὴ εἶναι ἡ βαθύτερη αἰτιολογία τῆς τωρινῆς γλωσσικῆς μας καταπτώσεως καὶ ὄχι κάποια νέα παραλλαγὴ τῆς ἀντιπαραθέσεως δημοτικιστῶν καὶ καθαρολόγων.

Ὑπενθυμίζω ὡρισμένους κοινοὺς τόπους τῆς φιλολογικῆς ἐπιστήμης γιὰ τὴν ἱστορικὴ πορεία τῆς μετακρητομυκηναϊκῆς ἑλληνικῆς γραφῆς. Ἡ γραφὴ αὐτὴ χρονολογεῖται ἀπὸ τὸν Ιʹ περίπου αἰῶνα. Τότε ἦταν πολὺ ἀτελής: κεφαλαιογράμματη, ἄτονη, χωρὶς στίξη οὔτε μεταξὺ τῶν λέξεων κενά, ἐνῶ πολλοὶ φθόγγοι δὲν εἶχαν τὰ ἰδιαίτερα στοιχεῖα τους, ὅπως τὸ ξῖ καὶ ψῖ, ποὺ γράφονταν ΚΣ καὶ ΠΣ, τὸ ὠμέγα (ὄμικρον μακρὸ) εἴτε τὸ ἦτα (μακρὸ ἔψιλον). Ὅπου δὲν ἐπικρατοῦσε ἡ αἰολικὴ διάλεκτος, τὸ δασὺ πνεῦμα δηλωνόταν μέχρι τέλους τοῦ Εʹ αἰῶνος μὲ τὸ γράμμα Η, τὸ ὁποῖο προσέλαβαν μαζὶ μὲ τὸ χαλκιδαϊκὸ ἀλφάβητο στὴν Δύση καὶ τὸ διατηροῦν μέχρι σήμερα. Ἡ ἀτέλεια τῆς ἀρχαϊκῆς φωνητικῆς μας γραφῆς ἦταν τέτοια, ὥστε μιὰ φράση ὅπως ΕΛΘΕΟΚΙΜΟΝ νὰ διαβάζεται ταυτόχρονα «Ἦλθε ὁ Κίμων» καὶ «Ἐλθέ, ὦ Κίμων», ἐξηγεῖται δὲ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι πρὸ τοῦ Εʹ αἰῶνος κυριαρχοῦσε ὁ ἀπαγγελτικὸς προφορικὸς λόγος σὲ τέτοι βαθμό, ποὺ δὲν ἔγινε ἔντονα αἰσθητὴ ἡ ἀνάγκη νὰ τελειοποιηθῆ ἡ γραφή. Ὅταν ὅμως ἡ γραφὴ ἄρχισε νὰ διαδίδεται, χρειάσθηκε νὰ βελτιωθῆ τὸ ἐλαττωματικὸ ἐν χρήσει σύστημα, ὅπότε τὸ 403-402 π.Χ. οἱ Ἀθηναῖοι υἱοθέτησαν τὸ ἀλφάβητο ποὺ ἔχομε καὶ σήμερα, ἀφήνοντας ὡστόσο τοὺς τόνους ἀσημείωτους καὶ τὸ σύστημα τῆς στίξεως ὑποτυπῶδες. Ἀλλὰ ἡ κρίση τῆς ἀρχαίας προσῳδίας καὶ ὁ παρεπόμενός της κίνδυνος νὰ ἀπωλεσθοῦν τὰ μεγάλα κείμενα τοῦ κλασικοῦ ἑλληνισμοῦ, ἐπέβαλαν δύο αἰῶνες ἀργότερα νὰ τελειοποιηθῆ ἡ γραφὴ ἔτι περαιτέρω. Τὸ ἔργο αὐτὸ ἀνέλαβαν καὶ ἔφεραν εἰς πέρας οἱ ἀλεξανδρινοὶ φιλόλογοι. Δὲν εἶναι τουλάχιστον ἄτοπο νὰ ἐπικαλούμεθα ὑπὲς τῆς ἁπλοποιήσεως τοῦ σημερινοῦ τελειοποιημένου γραπτοῦ μας λόγου, τὸ ἀτελὲς ἄτονο καὶ ἀπνευμάτιστό του παρελθόν;

Ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ γλῶσσα εἶχε μιὰ ἰδιομορφία, ἡ ὁποία στὴν ἱστορικὴ διαδρομὴ ἔπαψε νὰ σφραγίζη τὸν προφορικὸ λόγο: τὰ νοήματα τῶν λέξεων διακρίνονταν βάσει τῆς ποσότητος τῶν συλλαβῶν καὶ τῆς ποιότητός των, ἤτοι βάσει τῆς μακρότητος καὶ τῆς βραχύτητος τῶν φωνηέντων, ἐν συνδυασμῷ πρὸς τὸ πνεῦμα καὶ τὸ ὕψος τῆς φωνῆς, προτοῦ αὐτὰ ὅλα νὰ δηλωθοῦν γραπτῶς μὲ ἰδιαίτερα σύμβολα. Αἴφνης ἡ μετοχὴ οὐδετέρου τοῦ εἰμί - τὸ ὂν— διαφοροποιεῖτο ἀπὸ τὴν αἰτιατικὴ τῆς ἀναφορικῆς ἀντωνυμίας ὃν κατὰ τὸ ψιλὸν πνεῦμα τῆς προφορᾶς, ἐνῶ τὸ οὐσιαστικὸ κλῆσις (καλῶ) διαφοροποιεῖτο ἀπὸ τὸ κλίσις (κλίνω) κατὰ τὴν συλλαβικὴ ποσότητα τοῦ ἦτα καὶ τὴν μεσότητα τοῦ ὀξυβαρυνομένου (περισπωμένου) τόνου τῆς φωνῆς, ποὺ καθορίζει ὁ συσχετισμὸς τοῦ μακροῦ ἦτα καὶ τοῦ βραχεός γιῶτα μὲ τὴν βραχεῖα κατάληξη -ις. Οἱ ἀρχαῖες λέξεις εἶχαν, τρόπον τινά, ὑλικὸ βάρος, τὸ ὁποῖο ἀνάγκαζε τοὺς ἀνθρώπους νὰ δεσμεύουν τὴν φωνή τους καὶ τὴν τάση της στὶς ρυθμικὲς ἐπιταγὲς τοῦ ποσοῦ τῶν συλλαβῶν. Τόνοι, στίξη, πνεύματα, μακρά, βραχέα συνδέονται τόσο, ὥστε μόνο ἀπὸ ἀσυνειδησία τοῦ προβλήματος μπορεῖ νὰ ὑπερμαχῆ κανεὶς τοῦ μονοτονικοῦ καὶ συγχρόνως νὰ ἐμμένη εἰλικρινὰ στὴν ἱστορικὴ ὀρθογραφία.

Ἡ προσῳδιακὴ ἰδιοτυπία εἶναι βασιλικὴ ὁδὸς γιὰ νὰ κατανοήσωμε τὸ πνεῦμα τῆς ἀρχαίας μας γλώσσας, πνεῦμα ποὺ ἀναγνωρίζει στὴν συλλαβικὴ ποσότητα τῆς λέξεως τὴν πηγὴ τοῦ ρυθμοῦ καὶ ὄχι στὸν ὁμιλοῦντα. Καθὼς ἔδειξε ὁ Θρασύβουλος Γεωργιάδης, ἡ ἴδια ἡ σημασία τῶν λέξεων δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸν οἱονδήποτε ἐμφατικὸ τονισμὸ τοῦ θεματικῶς ἰσχυροῦ σημείου των (μήτηρ καὶ πατὴρ) ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ρυθμιστικὴ ποσότητα τῶν συλλαβῶν. Ἔτσι τὸ ἐπίρρημα καθαρῶς διακρίνεται, στὸν προφορικὸ λόγο, ἀπὸ τὸ ἐπίθετο καθαρὸς χάρη στὴν συλλαβικὴ μακρότητα τοῦ καταληκτικοῦ ὠμέγα καὶ τὴν περισπωμένη, ἡ ὁποία τονίζει τὸ ὀξυνόμενο ὄμικρον τῆς παραληγούσης καὶ τὸ βαρυνόμενο ὄμικρον τῆς ληγούσης, ποὺ συναιροῦνται εἰς ὠμέγα. Ὁ λόγος εἶναι ταυτόχρονα γλῶσσα καὶ μουσική, ὁ δὲ στίχος ἔχει τὴν μελῳδία τῆς γλώσσας καὶ ὄχι αὐτὴν ποὺ τοῦ προσθέτουμε. Κατ᾿ αὐτὴ τὴν ἔννοια δὲν ὀνομάζει ἁπλῶς ὁ ἀρχαῖος ὅταν διαλέγεται, ἀλλὰ τὰ ἴδια τὰ ὄντα φανερώνονται στὴν ὑλική τους ὑπόσταση μὲ τὸν ἦχο τῆς λέξεως, εἰς τρόπον ὥστε κάθε διαχωρισμὸς μεταξὺ περιέχοντος καὶ περιεχομένου νὰ γίνεται ἀδύνατος. Καὶ ὅταν τραγουδᾶ δὲν κατανέμει ἰσομερῶς τὸν τόνο στὸ μῆκος τοῦ στίχου γιὰ νὰ ἀντικαταστήση τὴν φυσικὴ ἐκφορὰ τοῦ ἐρρύθμου λόγου μὲ μία ἀφηρημένη χρονική του διαίρεση. Ἐν αντιθέσει πρὸς τὴν δυτικὴ μουσική, στὴν ἑλληνική, ὡς γνωστόν, δὲν ὑφίσταται ρῆγμα μεταξὺ χρονικῆς διαιρέσεως καὶ ρυθμικῆς ἐκφορᾶς διότι ἀκριβῶς οἱ τόνοι ὡς ᾠδικὸς συσχετισμὸς μακρῶν καὶ βραχέων ἀποτελοῦν εἰς μάκρος διακοσμητικὸ μέλισμα τῶν συλλαβῶν καὶ ὄχι κατ᾿ ἔντασιν, ὅπως ἡ προστιθεμένη στὸν λόγο νότα. Ὅταν ὅμως προφέρουμε τὶς συλλαβὲς περίπου ὁμοιόμορφα, ὅπως σήμερα, ὁ μελῳδικὸς ὑπογραμμισμὸς συγκεντρώνεται στὴν μία συλλαβὴ ἀνεξαρτήτως τῶν ὑπολοίπων, καὶ μεταβαλλόμενος σὲ τόνο δυναμικὸ τὴν ἀνάγει σὲ κλειδὶ τοῦ νοήματος τῶν λέξεων, ἀλλοιώνοντας τὸ ἠχητικὸ ποιὸν τῆς ἐκφορᾶς καὶ ἀναδεικνύοντας τὸν ὁμιλητὴ κύριο τῆς σημασίας. Τὸ φαινόμενο ἀναπαράγεται καὶ στὸ βουβὸ πεδίο τῆς γραφῆς, ὅπου τὸ μονοτονικὸ σύστημα ἀντικειμενοποιεῖ τὸν τόνο, ἐνῶ τὸ πολυτονικὸ τὸν ἐξαρτᾶ ἀπὸ τὴν προσῳδιακή του καταβολή, διατηρώντας τὸν ἀπόηχο τοῦ μελίσματος.

Ὑπάρχουν καὶ σὲ ἄλλες γλῶσσες μακρὰ ἢ βραχέα, ὀξεῖες, βαρεῖες καὶ περισπωμένες, ὅμως σὲ καμμία δὲν παρατηρεῖται τὸ ἑλληνικὸ φαινόμενο νὰ ἐξαρτᾶται τὸ ποιὸν τοῦ τόνου ἀπὸ τὸ ποσὸν τῶν συλλαβῶν. Ὄχι μόνο στὶς εὐρωπαϊκὲς γλῶσσες, ὁ τονισμὸς τῶν ὁποίων εἶναι σαφῶς δυναμικός, ἦτοι ἄσχετος πρὸς οἱανδήποτε συλλαβικὴ ποσότητα, ἀλλά, καθὼς ἐπισημαίνει ὡς ἐπαΐων ὁ Δημήτριος Καταρτζῆς στὰ Εὑρισκόμενά του, καὶ εἰς τὰ μουσικώτατα ἀραβικά, τὰ περσικὰ καὶ τὰ τούρκικα, ὅπου ὑφίσταται μὲν συλλαβικὴ ποσότης, ἀναλογία τῶν ποσοτήτων καὶ τόνοι, πλὴν ἄσχετοι καὶ μεταξύ των καὶ πρὸς τὴν συλλαβικὴ ποσότητα. Ἡ συνάρτησις τόνου καὶ συλλαβικῆς ποσότητος ἔδιδε τὸν ρυθμὸ τοῦ ἑλληνικοῦ λόγου, αὐτὴ ἔκανε τὴν προσῳδία νὰ διαφέρη ἀπὸ τὴν μελῳδικότητα τῆς προφορᾶς, ποὺ ὁ Ἰταλὸς ἢ ὁ Ἱσπανὸς διαθέτουν ἐν ἀφθονίᾳ. Ἡ προσῳδία τῆς Ἀρχαίας δὲν ἀφορᾶ στὴν μελῳδικότητα τῆς προφορᾶς, τὸ εὔηχονδύσηχον τῆς φράσεως, ἀφορᾶ στὴν ἠχορρυθμικὴ ἑνότητα τοῦ λόγου ἀπὸ τὴν ὁποία πηγάζει τὸ νόημα. Ἡ ἑνότητα αὐτὴ διορίζει ὡς βάση τῆς καθ᾿ ἡμᾶς μουσικῆς τὴν φωνή, ἐνῶ ἀντίθετα ἡ ἀπουσία της ἐπιβάλλει ὡς βάση τῆς εὐρωπαϊκῆς μουσικῆς τὸ ὄργανο. Δὲν πρόκειται γιὰ σωβινιστικῆς ἐμπνεύσεως ἀπόφανση ἀλλὰ γιὰ κοινὸ μεταξὺ τῶν εἰδημόνων τόπο, ἀνάλογο μὲ τὸν προσῳδιακὸ νόμο, ποὺ ἐκτὸς ὡρισμένων ἐξαιρέσεως (κορόιδεψε, ξοδεύουμασταν) ἀπαγορεύει στὰ ἑλληνικὰ πλεμόνια νὰ προφέρουν καὶ τὰ ἑλληνικὰ αὐτιὰ νὰ ἀνέχωνται τὸν τονισμὸ πέραν τῆς προπαραληγούσης, ὅταν γιὰ τὰ παρόμοια ἀπὸ πλευρᾶς φυσιολογίας ἀγγλικὰ πλεμόνια καὶ αὐτιά, ἀνώτατο ὅριο τονισμοῦ τίθεται ἡ ἕκτη συλλαβή.

Ἡ μουσικὴ κατάρτιση τοῦ νοήματος εἰς τὴν ἀρχαία μας γλῶσσα ὑποδηλοῖ ἐνσωμάτωση τοῦ πνεύματος στὰ πράγματα· ἡ λογική του σύσταση διὰ τοῦ σήματος φανερώνει τὴν ἀποξένωση τοῦ πνεύματος ἀπὸ τὰ πράγματα, ἕνα ὀντολογικὸ χάσμα ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἀνεδύθη τὸ ψυχολογικὸ ὑποκείμενο τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ. Ἀφ᾿ ἧς στιγμῆς ἡ σημασία ἐξαρτᾶται ὁλοκληρωτικὰ ἀπὸ τὸν ἐμφατικὸ τονισμὸ μιᾶς συλλαβῆς τῆς κάθε λέξεως, τὸ σῶμα τοῦ λόγου παύει νὰ συνιστᾶ ὀργανικὴ ἑνότητα μὲ τὸ νόημα, γινόμενο συμβατικὸς φορεύς του, ὁ προσῳδιακὸς ρυθμὸς τρέπεται σὲ ὁμοιοκαταληξία ἢ ἐλεύθερη συναρμογὴ εἰκόνων, τὸ πάθος τοῦ τραγουδιστοῦ συγκεντρώνεται στὴν κορῶνα, ὑποδαυλίζοντας τὸν πιὸ θολὸ ὑποκειμενισμό, τὸ πιὸ ξεχειλωμένο αἴσθημα. Ἦταν δυνατὸν νὰ εὐδοκιμήση κάτι τέτοιο σὲ μιὰ γλῶσσα ὅπου γυμνώναν τὴν φωνὴ καὶ μετρίαζαν τὴν ἔντασή της, γιὰ νὰ διακρίνουν τὸ ους (αὐτὶ) ἀπὸ τὸ ἀντωνυμικό του ὁμώνυμο; Ποὺ ἀκόμη καὶ ἡ συλλαβικὴ μακρότης πρέπει νὰ δηλωθῆ, γραπτῶς ἔστω, προκειμένου νὰ σαφηνισθῆ ὅτι μιὰ λέξη σὰν τὸ ἀκριβό(ῶ)ς τῆς φράσεως ἐκεῖνος ὁ καθρέφτης φαίνεται ἀκριβό(ῶ)ς εἶναι ἐπίθετο ἢ ἐπίρρημα;

Θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ μοῦ παρατηρήση καλόπιστα, ὅτι ναὶ μὲν ὅσα λέω ἰσχύουν γιὰ τὴν περίοδο ποὺ ὑπῆρχε ἡ ἀρχαία προσῳδία, ὅμως αὐτὴ ἐξέλιπε καὶ ἀπὸ αἰῶνες οἱ Ἕλληνες δὲν προφέρουν μὲ τὸν μουσικὸ τρόπο τῶν προγόνων τους, ὁπότε δὲν χρειάζεται νὰ ἐπιμένωμε σὲ τονικὰ σημάδια καὶ πνεύματα χωρὶς ἀντίκρισμα. Ἡ ἀπάντηση στὴν εὐλογοφανῆ τούτη παρατήρηση εἶναι εἶναι ὅτι ἂν καὶ ἡ ἀρχαία προσῳδία ἐσίγησε, ἡ δὲ νοηματοδοτικὴ ἐνέργεια πέρασε ἀπὸ τὶς ἴδιες τὶς λέξεις στὸν ἄνθρωπο, οἱ δίαυλοι τῆς πατροπαραδότου ἐκφράσεως —τὸ παραγωγικὸ σύστημα τῶν λέξεων, οἱ συζυγίες τῶν ρημάτων, τὸ κλιτικὸ σύστημα, ἡ λειτουργία τῶν μερῶν τοῦ λόγου στὴν σύνταξη— παρέμειναν κατὰ βάσιν ἀμετάβλητοι καὶ δεσμευτικοὶ γιὰ τὴν γλῶσσα καὶ τὴν ὀμιλία. Τὸ συνέλαβαν οἱ μεγάλοι φιλόλογοι τῶν ἑλληνιστικῶν χρόνων καὶ ἐνώπιον τοῦ κινδύνου νὰ καταστραφῆ ἡ πνευματική μας παράδοση καὶ ἡ γλῶσσα, ἐπενόησαν τὸ τονογραφικὸ σύστημα, τὰ σύμβολα τῆς ἀποστρόφου καὶ τῆς ὑποδιαστολῆς, συμπλήρωσαν τὰ σημεῖα τῆς στίξεως, ἐμπεδώνοντας καὶ τελειοποιώντας τὴν εὐκλείδειο μεταρρύθμιση τῶν τελευταίων ἐτῶν τοῦ Εʹ π.Χ. αἰῶνος. Τοιουτοτρόπως ἡ ἀφανὴς πλέον ἁρμονία τοῦ ἑλληνικοῦ λόγου προσέλαβε τὴν γραπτὴ ἀπαραίτητη ἐμφάνεια, ποὺ ἐπέτρεψε στὸν ὕστερο ἀρχαῖο καὶ μεσαιωνικὸ ἑλληνισμὸ νὰ ξεδιπλωθῆ δημιουργικὰ ἐνωμένος μὲ τὶς ρίζες του, παρὰ τὴν διαφοροποίηση τοῦ προφορικοῦ λόγου.

Τὰ αἴτια γιὰ τὰ ὁποῖα ὑπεχώρησε ἡ ἀρχαία μας προσῳδία ἐξηγοῦν καὶ γιατὶ δὲν ἄφησε στὸ ἔλεος τῆς ἄχροης προφορᾶς τὸν λόγο, γιατὶ ἐπεβίωσε ὑπογείως στὴν ἀνασυγκροτημένη ἑλληνιστικὴ κοινὴ γλῶσσα και δι᾿ αὐτῆς στὴν μεσαιωνικὴ και νεοελληνική. Ἡ προσῳδία ἀπηχεῖ τὸ αἴσθημα ἑνὸς κοινωνικοῦ βίου ὑφῆς λατρευτικῆς καὶ ὄχι τοῦ οἱουδήποτε κοινοῦ λόγου. Ἐὰν ὁ κοινὸς λόγος προϋποθέτει χωριστὲς ψυχές, τὸ τραγούδι ἀναβλύζει άπὸ τὸ ρίγος ὅλων. Ὅσο λοιπὸν ὁ ἀρχαῖος Ἕλληνας ζοῦσε τὴν ἀράγιστη θρησκευτικὴ ὁμαδικότητα στὸν ρυθμὸ ἑνὸς φυσικοῦ καθόλου, ἡ προσῳδία ἄνθιζε· ἀφ᾿ ἧς στιγμῆς ὁ ἀσφαλὴς λόγος γίνεται στοὺς κόλπους τοῦ ἄστεως ἀναγκαῖος γιὰ τὸν καθένα ὡς ἄτομο, ἡ προσῳδία ἀρχίζει νὰ μοιράζεται τὴν θέση της μὲ τὴν νοηματικὴ ὑπόσταση τῶν λέξεων. Αὐτὸ προανήγγειλε ἡ ἀνάπτυξη τοῦ δραματικοῦ διαλόγου εἰς βάρος τοῦ τραγικοῦ χοροῦ — τῶν λατρευτικῶν τραγουδιῶν τοῦ ἀλλοτε διονυσιακοῦ θιάσου. Ὁ προσῳδιακὸς λόγος συνάγει ἀπὸ τὸ δρῶν σύνολο τὴν ἐνέργεια τοῦ ἐγὼ καὶ ὡς ἐκ τούτου σφραγίζεται ἀπὸ τὴν ρηματικότητα· ὁ ψιλὸς λόγος τὴν στρέφει στὸν χῶρο τῆς συνειδήσεως καὶ γι᾿ αὐτὸ ἀπὸ τὴν ρηματικὴ ἐνέργεια δημιουργεῖ οὐσιαστικότητα. Ἡ μετάβαση ἀπὸ τὸ λέγειν, τὸ ἰδεῖν, τὸ εἶναι, στὸν λόγο, τὴν ἰδέα, τὴν οὐσία, συνοψίζει τὴν πορεία ἀπὸ τὴν κλειστὴ ὁμάδα σ᾿ ἐκείνην ἡ ὁποία ἀναγνωρίζει τὸ ἄτομο, ἀπὸ τὴν ζωηρή, πλὴν ἀβέβαιη, παραστατικὴ σκέψη, στὴν θεμελιωμένη ἐπιστημονικὴ-φιλοσοφική.

Ὅσο κι ἂν ὁ ἀτομικὸς λόγος ἔφθειρε τὸ μουσικὸ στοιχεῖο τῆς ἑλληνικῆς φωνῆς, ἡ τελευταία δὲν ἀπαρνήθηκε τὴν προσῳδιακή της καταβολή, τὴν ὁποία συγκράτησε στὸν χῶρο τῆς γραφῆς εἴτε τῆς ὁμαδικῆς προφορικῆς παραδόσεως καὶ δημιουργίας, ποὺ ἀναπτύσσεται σὲ ἐξ ἴσου ἀμετακίνητα στερεότυπα. Τοῦτο θὰ ἦταν ἀνέφικτο ἐὰν ὁ λόγος ἐπήγαζε ἀπὸ τὸ ἄμεσο ζωικὸ αἴσθημα δίκην τραγουδιοῦ, ὅπως ἤθελε ὁ Χέρντερ καὶ ὁ Θρ. Γεωργιάδης, ποὺ ἐν πολλοῖς τὸν ἀκολουθεῖ. Τὸ τραγούδι ἀναβλύζει ἀπὸ τὸν ψυχικὸ δεσμὸ τῆς ὁμάδος στὸ κοινὸ νόημα. Τὸ ἤξεραν οἱ Ἀρχαῖοι καὶ γι᾿ αὐτὸ τὴν μὲν ἠχητικὴ ἐκπομπὴ κάθε ἐμψύχου ἀποκαλοῦσαν ἀδιακρίτως φωνή, ἐνῶ γιὰ τὴν ἀνθρώπινη λαλιὰ χρησιμοποιοῦσαν τὴν λέξη αὐδή, ἀπὸ τὸ ρῆμα ἀείωδω (τραγουδῶ), ὑποδηλώνοντας ἔτσι τὴν ριζικὴ σχέση τοῦ τραγουδιοῦ μὲ τὴν ὕπαρξη τοῦ νοήματος. Ἡ κοινωνία τῆς ὁμάδος μὲ τὸ νόημα διατηρήθηκε στὴν προφορικὴ παράδοση καὶ τὴν γραφή, καὶ λειτουργεῖ ἀδιαλείπτως δίκην ἰσοκρατήματος, μέσα στὸ ὁποῖο ξεδιπλώνεται ἡ ἀτομικὴ φωνή. Αὐτὸς ὁ ὁρίζων τοῦ αἰσθήματος πλήττεται, ὅταν μεταβάλωμε τὴν γραφὴ μιᾶς γλώσσας μουσικὰ συναρθρωμένης, ὅπως ἡ δική μας, σὲ σημειωτικὴ τῶν ἐκφωνουμένων φθόγγων, ἡ ὁποία μπορεῖ μόνο νὰ καθρεφτίζη παθητικὰ τὸ ὄν, ἀντὶ νὰ γίνεται ἄνοιγμα, ποὺ ἀποκαλύπτει ποιητικὰ τὸν κόσμο στὰ μάτια μας. Οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα εἶναι τὸ αἴσθημα τῆς ἑλληνικῆς, ὁπότε μειώνοντάς τους σὲ ἕναν τὴν ἀναισθητοποιοῦμε καὶ τὴν ἀποχρωματίζομε, μ᾿ ἄλλα λόγια τὴν ἐξαναγκάζουμε εἰς ἐκ μονοτονίας μαρασμό.

Ποῦ ὁδηγοῦσε ἡ προσῳδιακὴ ἀποψίλωσις τῆς γλώσσας φαίνεται ἀπὸ κείμενα τοῦ δευτέρου μετὰ Χριστὸν αἰῶνος, ἐπιστολὲς κοινῶν θνητῶν, ποὺ ἔφθασαν σ᾿ ἐμᾶς διὰ τοῦ παπύρου τῆς Ὀξυρρύγχου. Σὲ μία ἐξ αὐτῶν (XII, 1481) διαβάζομε: ἐν παρεμβολῇ ἠμί, τὸ ὁποῖον κατὰ λέξη σημαίνει «μιλῶ στὴν ὑπηρεσία», διότι τὸ ρῆμα ἠμὶ θὰ πῆ «λέγω», ἐνῶ ὁ ἐπιστολογράφος ἔπρεπε νὰ γράψη εἰμί, δεδομένου ὅτι ἐννοοῦσε «βρίσκομαι στὴν ὑπηρεσία», «στὸ στρατόπεδο»· μὴ λοιποῦ, τὸ ὁποῖον σημαίνει «μὴν ὑπολείπεσαι», ἐνῶ θέλει νὰ πῆ λυποῦ («μὴ λυπᾶσαι»)· λείαν δ᾿ ἐλοιπήθην, ποὺ μπορῆ κανεὶς νὰ τὸ πάρη σὰν «ἔχω παρατήσει τὴν λεία», ἐνῶ πρόκειται γιὰ κακογραφία τοῦ λίαν δ᾿ ἐλυπήθην, «λυπήθηκα πολύ». Ἦταν τέτοιο τὸ πλῆθος τῶν ὁμοήχων ποὺ ἄφησε πίσω της ἡ προσῳδία, ὤστε ἡ παραμικρὴ ὀρθογραφικὴ παράβασις κινδύνευε νὰ δημιουργήση ἐννοιολογικὸ χάος, σὰν αὐτὸ ποὺ ἐμφανίζεται σὲ πολλὰ ἀπὸ τὰ γραπτὰ τῶν σημερινῶν μαθητῶν. Τὰ ἀδιάκριτα ὁμόηχα ὁδηγοῦσαν σὲ ἀδιέξοδο τὴν γλῶσσα, ἡ ὁποία γιὰ νὰ τὸ ὑπερβῆ ὤφειλε ἢ νὰ περιορισθῆ σὲ ὑποτυπώδεις έκφραστικοὺς τρόπους, ἀποποιούμενη τὴν κολοσσιαία προγονικὴ κληρονομιά, ἢ νὰ βρῆ μέσον νὰ τὰ διακρίνη, καὶ αὐτὸ ἦταν τὸ τονογραφικὸ σύστημα. Οἱ τόνοι εἶναι, ὅπως ὑπογράμμιζαν παλαιοὶ γραμματικοί, «ἀπήχησις φωνῆς ἐναρμονίου, ἢ κατὰ ἀνάτασιν ἐν τῇ ὀξείᾳ, ἢ κατὰ ὁμαλισμὸν ἐν τῇ βαρείᾳ, ἢ κατὰ περίκλασιν ἐν τῇ περισπωμένῃ», ἤγουν μουσικὰ σύμβολα ἐγκεντρισμένα στὰ γράμματα καὶ ὄχι τυπικὰ σημάδια ἐπιθέμενα εἰς τὰ φωνήεντα τῶν λέξεων, ὅπως νομίζουν πολλοὶ σήμερα.

Εἰς πεῖσμα τῆς προσῳδιακῆς παραφθορᾶς, οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα διέσωσαν ἐπὶ δύο καὶ πλέον χιλιετίες τὸν ρυθμὸ καὶ τὸ χρῶμα τοῦ ἑλληνικοῦ λόγου. Ὡς τύπος περισσότερο ἤ λιγώτερο τονιζομένων φωνηέντων, ὁ ρυθμὸς τοῦτος ἀναβλύζει ἕνα ὁμαδικὸ ἦθος, τὸ ὁποῖο βεβαιώνει ἀδιάκοπα τὴν λυτρωτικὴ ἐνότητα σώματος καὶ πνεύματος, θὰ ἦταν ὅμως ἀδύνατο νὰ ἐπιβιώνει τόσους αἰῶνες ἂν δὲν συνεργοῦσε μὲ ἀμείωτη ἔνταση ἕνα ἄπιαστο αἴσθημα, μιὰ χρωματικὴ ἀλογία (τὸ ἄλογον τῆς ἀκοῆς πάθος), στὸν χορευτικὸ μηχανισμὸ τῆς ὁποίας συντονίζονται οἱ ἐσχατιὲς τοῦ ψυχικοῦ μας κόσμου. Ὁ τόνος εἶναι τὸ πνεῦμα τοῦ λόγου, ὁπότε ἡ δήλωση εἴτε ἡ παράλειψή του ἐπηρεάζει εὐθέως τὴν φωνὴ — τὸ σῶμα του. Στὴν μελέτη του γιὰ τὴν εὐφωνία τῆς ἑλληνικῆς, ὁ Στάνφορδ δείχνει ὡραῖα ὅτι ἕνα χαρακτηριστικὸ τῆς γλώσσας μας εἶναι ἡ βαθμιαία κυριαρχία τῶν φωνηέντων ἐπὶ τῶν συμφώνων (τὰ ἰνδοευρωπαϊκὰ μ καὶ ν ἔγιναν α, τὸ δίγαμμα ἐξαφανίσθηκε, ὅλα τὰ τελικὰ σύμφωνα πλὴν τῶν ν, ρ καὶ ς ἀπεβλήθησαν κ.λπ.) καὶ ἡ συνακόλουθή της φωνηεντικὴ προφορά, ποὺ μόνο μὲ τονικὴ ποικιλία καλλιεργεῖται καὶ διαφυλλάσσεται. Γιὰ νὰ ἀκουσθοῦν καὶ νὰ χρωματισθοῦν ἐν προκειμένῳ τὰ φωνήεντα τῆς κάθε λέξεως, ὁ τόνος δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἕνας καὶ ἰσχυρὸς διότι ἔτσι προεξέχει ἡ ἑκάστοτε τονιζόμενη συλλαβὴ καὶ τὰ ὑπόλοιπα φωνήεντα μεταβάλλονται σὲ ἠχητικῶς ἀνύπαρκτα ἢ οὐδέτερα στοιχεῖα (μύζ, προφέρουν οἱ Γάλλοι τὴν μοῦσα καὶ σίλμπλ οἱ Ἄγγλοι τὴν συλλαβή ), ὁ τόνος εἶναι ὡρισμένη μαλακὴ ἠχητικὴ γραμμή, ἡ διακύμανση τῆς ὁποίας ἐξασφαλίζει τὴν ἀκεραιότητα τῆς ἐκφορᾶς.

Ἡ σημασία τοῦ φωνηεντισμοῦ τῆς ἑλληνικῆς εἶναι ἐξαιρετική, ὄχι μόνο γιὰ τὴν κινητικότητα ποὺ ὡς ἀκατάπαυστη διάνοιξις τοῦ λόγου προσδίδει στὴν γλῶσσα καὶ γιὰ τὸ ταμίευμα διαφόρων τύπων κάθε λέξεως ποὺ δημιουργεῖ (ἔμμεναι, ἔμεναι, ἔμμεν, ἔμεν, εἶναι· ἀήρ, ἀέρας, ἀγέρας, ἀέρι, ἀγέρι, ἀερίδα), ἀλλὰ κυρίως διότι ἀπεργάζεται τὴν πνευματικὴ ἐκείνη εὐρυχωρία τοῦ λόγου, ἡ ὁποία συνιστᾶ θεμελιακὸ στοιχεῖο τοῦ πολιτισμοῦ τῶν προγόνων μας καὶ χαρακτῆρα τοῦ ὕφους του. Ὁ φωνηεντισμὸς ἀνταποκρίθηκε στὸ αἴτημα μιᾶς φωτεινῆς παρουσίας τοῦ κόσμου, μιᾶς ἀκουστικῆς κρυστάλλινης σὰν τὴν διαύγεια τῆς ἡμέρας, καὶ στὴν παράλληλη πνευματικὴ ἐπιταγὴ νὰ ἀποτελῆ ἡ μορφὴ μέρος τῆς οὐσίας καὶ ἡ οὐσία μέρος τῆς μορφῆς. Εἶναι τυχαῖο ὅτι ἡ σύγχρονη λογοτεχνία τῶν στενωπῶν καὶ τῶν φωτοσκιάσεων δίνει τὸ ἠχητικὸ προβάδισμα στοὺς ψιθυρισμοὺς τῶν συμφώνων; Ἡ αἰσθητικὴ τῆς φωνηεντικῆς ἁπλοχωριᾶς ἐξηγεῖ γιατὶ οἱ Ἀρχαῖοι προτιμοῦσαν τὴν ἀκουστικὴ ποικιλία (μεταβολή) ἀπὸ τὴνὁμοιοτονία, τὴν ὁποία προκαλεῖ ἕνα μονοτονικὸ σύστημα. Μὴ μᾶς παραπλανᾶ ὅτι στὶς ὑπερμονοσύλλαβες, ἔστω, λέξεις, τὸ πολυτονικὸ καὶ τὸ μονοτονικὸ ὑπογραμμίζουν τὸ ἴδιο φωνῆεν: στὸ πρῶτο σύστημα ὁ τόνος εἶναι συνάρτηση τῆς βραχύτητος ἤ τῆς μακρότητος τῶν ἄλλων συλλαβῶν, ἐνῶ στὸ δεύτερο διακρίνει ἐμφατικὰ τὴν μία συλλαβὴ ἀπὸ τὶς ἄλλες, ποὺ περνοῦν φωνητικὰ στὸ περιθώριο. Τὸ μονοτονικὸ ἀναγνωρίζει τὴν ἔννοια μόνο τῶν λέξεων καὶ γι᾿ αὐτὸ ἐνθαρρύνει μία γλῶσσα στατικὴ καὶ ἰδεοκεντρική, στερούμενη κάθε χυμοῦ, χρώματος καὶ αἰσθήματος. Μπροστὰ ὅμως σὲ κατατονικὲς φράσεις τοῦ τύπου θα δης το φως, δεν θα το δω· θα πης το ναι, δεν θα το πω, μὲ τὰ μαδημένα στὴν σειρὰ φωνήεντα τῶν ἄτονων μονοσυλλάβων, εἶναι φυσικὸ ἡ φωνὴ νὰ ἀλλοιωθῆ ὅπως στοὺς δίσκους, ὅταν παίζουν σὲ λάθος στροφές, ἐνῶ βρίσκει ἀμέσως τὴν θέρμη, τὰ φτερά της καὶ τὸ χρῶμα της, ὅταν ἡ ἴδια φράση γίνει λόγος ἔντονος.

Δὲν βούλιαξε λοιπὸν αὔτανδρη ἡ ἀρχαία προσῳδία ἀλλὰ διατηρήθηκε χάρη στὸ μουσικὸ αἴσθημα ποὺ δημιούργησε, στὸν μὲν προφορικὸ λόγο ἀλλοιωμένη, ἐμμέσως δὲ ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ ὅρος τῆς διαπλάσεως τοῦ γραπτοῦ. Γιὰ τὸν δεύτερο ἰσχυρισμὸ δὲν χρειάζεται νὰ προσκομίσω ἀποδεικτικὰ στοιχεῖα, ἀφοῦ χωρὶς ἱστορικὴ ὀρθογραφία καὶ αὐτὴ ἡ διατύπωση τῶν νοημάτων γίνεται χαώδης· γιὰ τὸν πρῶτο παραπέμπω στὶς σελίδες 14-24 τῶν Εὑρισκομένων τοῦ Δ. Καταρτζῆ, παρατηρήσεις τοῦ ὁποίου καὶ παραθέτω ἀμέσως, μαζὶ μὲ κάποιες δικές μου. Ὅταν, παραδείγματος χάριν, λέμε κυρά, προφέρομε δύο συλλαβὲς μακρὲς καὶ ὅταν λέμε κυρία τρεῖς βραχεῖες· στὴν λέξη φθάνω τὸ α, λόγῳ τοῦ δασέος θ, εἶναι μακρό, ἐνῶ στὸ φτάνω τὸ ἴδιο α προφέρεται βραχύ· ἡ συνιζημένη συλλαβὴ εἶναι πάντοτε βραχεῖα (μιά), ὡς καὶ τὸ δασυνόμενο ἀρκτικὸ δευτέρου συνθετικοῦ (ἀφαίμαξις)· κάθε φωνῆεν τὸ ὁποῖο ἀκολουθοῦν δύο σύμφωνα προφέρεται μακρό (μήτρα, μίτρα), κ.ο.κ. Σήμερα ἐπίσης, ὅπως πρῶτα, τονίζομε τὶς λέξεις κατὰ συλλαβὴ καὶ ὄχι κατ᾿ ἔννοια, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο συνεπάγεται τὸ καθαρῶς προσῳδιακὸ φαινόμενο τῆς πτώσεως τοῦ τόνου. Μετακινούμενος ὁ τόνος ἀπὸ τὴν μία συλλαβὴ στὴν ἄλλη, ἐξασφαλίζει ρυθμὸ καὶ ἀρμονία στὸν λόγο, ἐνῶ ἀγκυλωμένος σὲ ὡρισμένη συλλαβὴ προκαλεῖ ἀφόρητη δυσηχία, καθὼς δείχνει ὁ ἀδιάκριτος τονισμὸς τῶν προπαροξυτόνων (τὸ συνέδριο) στὴν προπαραλήγουσα (τοῦ συνέδριου).

Ἡ νεωτέρα προσῳδία βασίζεται στὴν παλαιὰ ἀλλὰ δὲν ταυτίζεται μαζί της. Μήπως ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει χρειάζεται νὰ ἀναπροσαρμοσθοῦν οἱ κανόνες τονισμοῦ στὰ δεδομένα της; Κατὰ κανένα τρόπο. Ἡ κλασικὴ τονογραφία συγκροτεῖ ἄξονα ὅλων τῶν συναφῶν παραλλαγῶν καὶ πρέπει νὰ μείνει ἀμετακίνητη ὄχι ὡς ὀρθογραφικὸ ἀπολίθωμα ἀλλὰ ὡς σταθερὴ προσῳδιακὴ ἀναφορά. Μὴ μᾶς διαφεύγη ὅτι πρόκειται γιὰ ἐγκεντρισμὸ στὸ σῶμα τῆς γραφῆς τοῦ ἀπαραιτήτου στοιχείου τῆς ἀρχαίας προφορᾶς, ἕνα χρωματικὸ πλαίσιο καὶ οὐδέποτε σημεῖο πρὸς τὸ ὁποῖο ὀφείλουμε νὰ συμμορφωνώμαστε κατὰ τὴν ὀμιλία ἢ τὴν ἀκρόαση. Στὸ πλαίσιο τοῦτο χωροῦν ὅλες οἱ προφερόμενες παραλλαγές, ὅπως χωροῦν στὸν τονισμὸ τῆς νεοελληνικῆς κοινῆς οἱ προσῳδιακῶς διαφοροποιημένες τοπικὲς διάλεκτοι. Ἀφ᾿ ἧς στιγμῆς ἡ ἀρχὴ τοῦ συλλαβικοῦ τονισμοῦ ἰσχύει γιὰ τὴν ἀρχαία ὅσο καὶ γιὰ τὴν σημερινὴ μας γλῶσσα, ἡ χρωματικὴ ὑπόσταση τοῦ λόγου δύναται νὰ παραλλάσση χωρὶς νὰ θίγη οὔτε νὰ θίγεται ἀπὸ τὸ ἀρχαῖο της προηγούμενο, καθὼς βεβαιώνει ἡ καθημερινὴ ἀλλὰ καὶ ἡ ποιητικὴ πρεκτική, κατὰ τὴν ὁποία συχνὰ τονίζομε ἐμφατικὰ ἄτονες μονοσύλλαβες λέξεις (Ὁ ἄνθρωπος), ὅπως ἐπίσης βάζομε σὲ πολυσύλλαβες τόνο ἀνέμφατο (Ἀπὸ μακριά), ἤγουν καθαρὰ ὀρθογραφικό, ἄνευ μετρικῆς ἤ μουσικῆς ἰσχύος. Ἐὰν μὲ τὸ μονοτονικὸ σύστημα ἡ γλῶσσα τραυματίζεται καίρια, ἡ ταλαίπωρη νεοελληνικὴ ποίηση καταδικάζεται ὁριστικὰ καὶ ἀμετάκλητα.

Ὁ ἀρχαῖος ρυθμὸς μπορεῖ νὰ ἀλλοιώθηκε μέχρις ἀφανισμοῦ στὴν ὀμιλία, διεσώθη ὅμως παράδοξα ἀκέραιος στὴν ὁμαδικὴ δημιουργικὴ παράδοση — τὴν ἐκκλησιαστικὴ μουσικὴ καὶ τὸ δημοτικὸ τραγοῦδι, μεγαλουργήματα ἀκαθαίρετα τοῦ μεσαιωνικοῦ καὶ νεώτερου ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ, ποὺ ὁ χρόνος ἀνέδειξε σὲ γραμμὴ Μαζινὼ τοῦ ἐθνικοῦ μας αἰσθήματος. Γιὰ νὰ βεβαιωθῆ κανεὶς δὲν ἔχει παρὰ νὰ προσέξη τὸν ἀπὸ τὴν Ἀρχαιότητα ἤδη μεμαρτυρημένο «πάτριον ἡμῶν συρτόν», τοῦ ὁποίου τὰ δυνατὰ πατήματα ἀντιστοιχοῦν στὶς μακρὲς συλλαβὲς καὶ τὰ ἐλαφρότερα στὶς βραχεῖες. Ἀνέκαθεν εἴχαμε στὴν γλῶσσα μας τονισμὸ μουσικό, ἤτοι προσῳδία κατὰ τὸ ὕψος τῆς φωνῆς, καὶ ὡς ἐκ τούτου ἡ ἀνάπτυξη τοῦ μέλους ἦταν, καθὼς ἔδειξε ὁ ταραντῖνος Ἀριστόξενος τὸν 4ο π.Χ. αἰῶνα, στὴν μὲν ὠδὴ διαστηματική (ἡ φωνὴ σταματᾶ στὶς λέξεις καὶ τὶς συλλαβὲς ἐξανεμίζοντας τὸν τονισμὸ τῆς ὀμιλίας), στὸν δὲ κοινὸ λόγο συνεχής (ἡ φωνὴ κινεῖται ἀκόμπιαστα μὲ ἐπιτάσεις καὶ ἀνέσεις, ποὺ ὑπογραμμίζουν μελῳδικὰ τὴν προφερόμενη λέξη). Τὸν διαστηματικὸ βηματισμὸ δὲν ἀκολουθεῖ ἡ ἐκκλησιαστικὴ ὑμνογραφία καὶ τὸ δημοτικὸ τραγούδι; Στὸν συνεχῆ δὲν ὀφείλονται φαινόμενα ὅπως τῆς ἐγκλίσεως τοῦ τόνου, τῆς τροπῆς συμφώνων ἐνώπιον δασυνομένου φωνήεντος ἤ τόνων ἐνώπιον σημείου στίξεως; Ὁ δυναμικὸς τονισμὸς τῶν συγχρόνων δυτικοευρωπαϊκῶν γλωσσῶν παρακολουθεῖ τὴν ἔνταση ἁπλῶς τῆς φωνῆς γιὰ νὰ σταθεροποιῆ τὴν ἔννοια τῶν λέξεων, ἀλλὰ γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς διαφέρει οὐσιαστικὰ ἀπὸ τὸν τονισμό μας. Τοῦτο ἀποδεικνύεται μὲ τὸ ἐξῆς: Ὅταν ὁ προσῳδιακὸς ρυθμὸς ὑπεχώρησε, ἡ μελῳδικὴ ρυθμικὴ ποὺ τὸν συνώδευε ἀρμονίσθηκε μὲ τὸν ποσοτικὰ ἐξουδενωμένο λόγο, μελίζοντας τὶς συλλαβὲς οἱ ὁποῖες ἀντιστοιχοῦσαν στὰ τονιζόμενα ἄλλοτε μακρὰ ἤ βραχέα, καὶ παρέμεινε ἄθικτη. Ἔτσι ὁ ρυθμὸς σχηματίσθηκε κατ᾿ ἀναλογίαν τῆς ἄρσεως πρὸς τὴν θέση, ἀνεξαρτήτως πραγματικῆς βραχύτητος ἤ μακρότητος τῶν συλλαβῶν, καλλιεργώντας πιὰ τὸ πανάρχαιο λογῶδες μέλος. Δὲν ὑπάρχει λοιπὸν δυναμικὸς τονισμὸς εἰς τὴν γλῶσσα μας καὶ ἄν ὑπάρξη θὰ εἶναι ὁ ἐπιθανάτιος ρόγχος της. Ἡ ἐθνική μας ψυχὴ ριζώνει μὲν στὴν πίστη καὶ τὴν γλῶσσα, μὲ τὴν μουσικὴ ὅμως τὶς βιώνει ὡς λυτρωτικὸ αἴσθημα καὶ γι᾿ αὐτὸ στὶς τροπὲς τῶν καιρῶν τὶς διασώζει. Μεταβάλλοντας τὸν τόνο ἀπὸ ποιὸν σὲ ποσόν, τὸ μονοτονικὸ σύστημα ἐρημώνει τὴν μουσική μας· κι ἐνῶ στὴν πολλὲς φορὲς χιλιόχρονη ἱστορία του ὁ ἑλληνισμὸς ξεριζώθηκε κατ᾿ ἐπανάληψιν ἀπὸ τὶς ἑστίες του ἀλλὰ δὲν ἔσβησε ἐπειδὴ διατηροῦσε ἀνέπαφη τὴν ἔσω ἑστία, τώρα κινδυνεύει νὰ ξεριζωθῆ ἀπὸ μέσα του, ὁπότε θὰ χάση τὸ πᾶν.

Τὰ Ἑλληνικὰ ὡς τραγούδι

[Ὁμιλία τοῦ Διονύση Σαββόπουλου, Παρεμβάσεις συνέδρων καὶ Δευτερολογίες εἰσηγητῶν ἀπὸ τὸ βιβλίο «Δημόσιος Διάλογος γιὰ τὴ Γλώσσα», Δόμος, 1988]

Τὰ ἑλληνικὰ εἶναι τραγούδι, ὄχι ἁπλῶς καὶ μόνον ἐπειδὴ ἡ ἐκφορά τους διαθέτει πλούσιο κυματισμό· κι ἄλλες γλῶσσες ἠχοῦν ὄμορφα. Τὰ ἰταλικὰ π.χ. δὲν ὑστεροῦν ἀπ᾿ αὐτῆς τῆς ἀπόψεως. Κάθε γλῶσσα ἔχει τὸν ἦχο της. ῞Ομως μόνον ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα εἶναι τραγούδι, ἐπειδὴ μόνον ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα ἔχει συνείδηση τοῦ ἑαυτοῦ της ὡς τραγουδιοῦ. Τὸ ἀποτύπωμα αὐτῆς τῆς συνείδησης εἶναι οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα τῶν Ἀλεξανδρινῶν.

Συχνὰ ἀκοῦμε: Μὰ τὰ ἑλληνικὰ στὴν ἀρχὴ δὲν εἶχαν τόνους. Πράγματι, τί νὰ τοὺς ἔκαναν; Μιὰ φωνὴ ποὺ μπορεῖ νὰ τραγουδᾶ χωρὶς συνείδηση εἶναι χαρὰ Θεοῦ. Κάποτε ὅμως τὰ ἑλληνικὰ ἁπλώθηκαν· «ὣς μέσα στὴν Βακτριανὴν τὰ πήαμεν, ὣς τοὺς Ἰνδούς...» οἱ ὁποῖοι πῆραν μὲν τὰ ἑλληνικά, ἀλλὰ ἄμουσα. Κι ἔτσι ἔδωσαν τὴν λαμπρὴ εὐκαιρία στοὺς ῞Ελληνες νὰ συνειδητοποιήσουν ὅτι ἡ βάση τῶν ἑλληνικῶν εἶναι βάση καθαρὰ μουσικοποιητικὴ καὶ χωρὶς αὐτὴν τὰ ἑλληνικὰ ἦταν ἁπλῶς μιὰ γλῶσσα τόσο φριχτὰ διαφορετικὴ ὥστε ν᾿ ἀναγκαστοῦν οἱ Ἀλεξανδρινοὶ νὰ χαράξουν μέσα της, γιὰ πρώτη φορά, πνεύματα καὶ τόνους, ποὺ σὰν μουσικὰ σημάδια ἀπεικονίζουν τὴν ἀρχετυπικὴ φωνὴ ἀπ᾿ ὅπου ἀναβλύζουν τὰ ἑλληνικὰ ἐπὶ αἰῶνες. Οἱ ᾽Αλεξανδρινοὶ χρειάστηκαν γι᾿ αὐτὴν τὴν ἐργασία τρεῖς αἰῶνες. Πῶς νὰ φαντασθοῦν, ὅτι ἀπόγονός τους, ὀνόματι Βερυβάκης, θὰ ἔκρινε τὴν ἐργασία τους περιττὴ καὶ θὰ τὴν ἀπέρριπτε ἐν μιᾷ νυκτί!

Ὁ λόγος τῆς εἰσήγησής μου, θά ᾽θελα νά ᾽ναι λόγος ὑπὲρ τῆς ἐπιστροφῆς τῶν τόνων. Στέκω ἀντίθετος πρὸς τὸ μονοτονικό. Μεταβάλλει τὴν γλῶσσα σὲ δάσος καμμένο κι ὄχι μόνο ἀπὸ ὀπτικῆς πλευρᾶς. Διαφοροποιεῖ βαθύτερα τὴν ἀντίληψή μας γιὰ τὴν γλῶσσα, τὴν ὁποία ὑποβιβάζει σὲ κώδικα τῆς τροχαίας, ἀγνοώντας ὅτι δὲν μιλᾶμε γιὰ νὰ πληροφορήσουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, διότι ἂν ἦταν ἔτσι θὰ μᾶς ἀρκοῦσαν οἱ εὔγλωττες χειρονομίες τοῦ συμπαθοῦς κυρίου ποὺ στέκει πίσω ἀπ᾿ τὴν ἐκφωνήτρια τῆς ΕΡΤ στὸ δελτίο εἰδήσεων, ἀπευθυνόμενος σὲ κωφαλάλους. Μιλώντας πραγματοποιοῦμε ἕνα θέατρο τοῦ λόγου, ποὺ ἡ ἀλήθεια του πηγάζει ἀπ᾿ τὸ βάθος τῆς φωνῆς μας. Οἱ τόνοι τῶν Ἀλεξανδρινῶν αὐτὴ τὴν ἀλήθεια προσπάθησαν νὰ μνημειώσουν, ἐνῶ τὸ μονοτονικό, εἴτε ἀπὸ ἄγνοια, εἴτε σκόπιμα, σβήνει τὴν συνείδηση αὐτοῦ τοῦ γεγονότος. Τὸ ἑπόμενο βῆμα λοιπὸν θά ᾽ναι ἡ κατάργηση τῆς ἱστορικῆς ὀρθογραφίας, ἡ ἐπιβολὴ ἑνὸς μοναδικοῦ ο κι ἑνὸς μοναδικοῦ ι. Τότε θά ᾽ρθει καὶ τὸ λατινικὸ ἀλφάβητο. Ἡ λογικὴ τοῦ μονοτονικοῦ θὰ ἐπιταχύνει τὸν ἐκφυλισμὸ τῆς γλώσσας ἀπὸ ἄποψη φωνολογίας, πρὸς τὴν κατεύθυνση μιᾶς νέας ὁμιλίας ποὺ ἀκούγεται ἤδη ἀπ᾿ τὶς μεταγλωττισμένες τηλεοπτικὲς σειρές. Ἐκεῖ, ἕλληνες ἠθοποιοί, «ντουμπλάρουν» ὅπως λέμε, σὲ ἑλληνικὴ μετάφραση, τοὺς διαλόγους τῶν ἡρώων τῆς ξενόγλωσσης ταινίας, προσπαθώντας νὰ ἐκφέρουν τὶς λέξεις σύμφωνα μὲ τὸν ρυθμὸ στὸν ὁποῖο τοὺς ἀναγκάζει τὸ ἀνοιγόκλειμα τῶν χειλέων τοῦ εἰκονιζομένου. Καὶ ἐπειδὴ αὐτὸ εἶναι ἀδύνατον ἄνευ βιασμοῦ, κι ἐπειδὴ τὸ αὐτὶ τοῦ ἠθοποιοῦ-μεταγλωττιστῆ βομβαρδίζεται ἀπὸ τὸν ἦχο τῆς ξένης φωνῆς ποὺ ἐπαναλαμβάνεται ἄπειρες φορὲς στὸ μαγνητόφωνο, ὥσπου νὰ πετύχει ὁ συγχρονισμός, γι᾿ αὐτὸ ἀκοῦμε ἐν τέλει παράδοξα ἑλληνικά· τὰ ἑξῆς:

ἨτανμιαθαυμάσιαεμπειρίαδενσυμφωνείςΚρίστοφερώώΚρίστοφερ!

Ἀληθινάθασυμφωνήσωμαζίσου, Λώωωωρα!

᾽Εξ ἄλλου, τόνικότητες πέριεργες διαθέτει καὶ ὁ πρωθυπουργός μας, ὁ ὁποῖος εἶναι «πόλυ σύγκινημενος που ἡ πάγκοσμια κοίνη γνώμη κάταδικασε τὸ ψεύδοκρατος τοῦ Ντόκτας». Ἀναπάντεχα ἑλληνικὰ ἀκούγονται ἐπίσης καὶ ἀπὸ ἀξιόμαχους ἡγέτες τῆς ἀντιπολίτευσης ποὺ βλέπουν μιὰ προεκλογική τους συγκέντρωση νὰ φτάνει μέχρι «τὴν ὁδὸ Πανεπιστήμιου», ὁπότε καὶ τὴν χαρακτηρίζουν «μεγαλειώδικη».

Πρέπει νὰ σᾶς πῶ ὅτι δὲν ἤμουν πάντοτε ὑπὲρ τῶν τόνων. Τοὺς θεωροῦσα διακοσμητικὰ στολίδια, κατάλοιπα ἄλλων ἐποχῶν, ποὺ δὲν χρειάζονται πιά. Καὶ καθὼς δὲν ἤμουν ποτὲ καλὸς στὴν ὀρθογραφία, τὸ μονοτονικὸ μὲ διευκόλυνε. Βέβαια ἡ γλῶσσα χωρὶς τόνους φάνταζε στὰ μάτια μου σὰν σεληνιακὸ τοπίο, ἀλλὰ νόμιζα ὅτι αὐτὸ ἦταν μιὰ προσωπική μου ἐντύπωση, θέμα συνήθειας. ῞Ωσπου συνέβη τὸ ἑξῆς: Εἶχα βρεθεῖ γιὰ ἕνα διάστημα νὰ ἀκούω συστηματικά, καινούργια, ἀνέκδοτα τραγούδια, ἐπωνύμων καὶ ἀνωνύμων, γιὰ λογαριασμὸ τῆς δισκογραφικῆς ἑταιρίας Λύρα, προκειμένου αὐτὴ νὰ τὰ ἠχογραφήσει ἢ νὰ τὰ ἐπιστρέψει στοὺς συνθέτες. Εἶναι δύσκολο ν᾿ ἀπορρίπτεις κι ἀκόμα δυσκολότερο νὰ ἐξηγεῖς τὸ γιατί. Ὅταν βέβαια τὸ τραγούδι εἶναι τετριμμένο ἢ ἄτεχνο, ἡ ἐξήγηση εἶναι εὔκολη. Μοῦ συνέβη ὅμως νὰ δῶ τραγούδια ὅπου οἱ στίχοι δὲν ἦταν ἄσχημοι καὶ ἡ μουσικὴ δὲν ἦταν τυχαία, ἐπὶ πλέον ταίριαζε θεματικὰ καὶ μὲ τοὺς στίχους. Κι ὅμως τὸ τραγούδι συνολικὰ δὲν «κύλαγε» ὅπως λέμε· ὁπότε τὸ ἐπιστρέφαμε στὸν ἐνδιαφερόμενο μὲ διάφορες ἀσάφειες καὶ ὑπεκφυγές. Τὸ πράγμα μὲ ἀπησχόλησε. Ἔφερνα στὸ μυαλό μου μεγάλες ὡραῖες ἐπιτυχίες, παλιὰ τραγούδια —πράγμα ποὺ κάνω ἄλλωστε συχνά, μήπως καὶ βρῶ τὸ μυστικὸ τῆς ἐπιτυχίας— καὶ τὰ συνέκρινα μ᾿ αὐτὰ ποὺ ἀπέρριπτα, ὥσπου μετὰ ἀπὸ μῆνες διεπίστωσα κάτι πολὺ ἁπλό: ῞Οταν μιὰ μουσικὴ μετατρέπει συστηματικὰ τὶς μακρὲς συλλαβὲς σὲ βραχεῖες, ἢ ὅταν ἀνεβάζει τὴν φωνὴ ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει ἁπλῶς μιὰ περισπωμένη, ἐνῶ τὴν κατεβάζει συστηματικὰ ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει ψιλὴ ὀξεῖα, ὅταν δηλαδὴ ἡ μουσικὴ κινεῖται ἀντίθετα —προσέξτε, ἀντίθετα ὄχι στὸν ρυθμὸ τοῦ ποιήματος, ἀλλὰ ἀντιθετα στὶς ἀναλογίες τονισμοῦ κι ἀντιθετα στὴν ὀρθογραφία του— τότε ὅσο ἔξυπνη καὶ νά ᾽ναι, κάνει τὸ τραγούδι δυσκίνητο καὶ ἀσθματικό. Στὰ πετυχημένα τραγούδια δὲν συμβαίνει αὐτό. Βέβαια, ὅταν γῥάφει κανεὶς πάνω σ᾿ ἕναν ρυθμὸ ἢ σ᾿ ἕνα μουσικὸ δρόμο, πρέπει νὰ ἀκολουθήσει τὰ καλούπια τους, ὁπότε θὰ ὑπάρχουν σημεῖα ὅπου αὐτὴ ἡ πεῖρα ποὺ περιέγραψα δὲν τηρεῖται. Αὐτὸ ὅμως θὰ συμβεῖ μόνο ὅταν δὲν γίνεται αλλοιῶς. Καὶ πάντα ἡ βιασμένη λέξη θὰ τοποθετεῖται ἔτσι ὥστε νὰ προηγοῦνται καὶ νὰ ἕπονται ἐπιτυχεῖς στιγμές, ὥστε νὰ μειώνεται ἡ ἐντύπωση τῆς ἀτασθαλίας, ἡ ὁποία ἔτσι συνδυασμένη ὠφελεῖ, διότι τὸ τραγούδι ἀλλοιῶς θά ᾽ταν μηχανικό. Κάτι τέτοιο δὲν τό ᾿χα προσέξει. Καὶ ἦταν ἡ πρώτη φορὰ ποὺ αἰσθάνθηκα ὅτι οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα ἴσως νὰ μὴν ἦταν διακοσμήσεις, ἴσως νὰ εἶχαν λόγο.

Μ᾿ αὐτὲς τὶς σκέψεις, πῆγα στὸ στούντιο ἠχογραφήσεων καί, σ᾿ ἕνα κενὸ ἐργασίας, εἶπα στὸ μαγνητόφωνο μιὰ φράση ποὺ τὴν διάλεξα ἐντελῶς τυχαῖα, μὲ μοναδικὸ κριτήριο, λέξεις μὲ ὅσο γίνεται μεγαλύτερη ποικιλία πνευμάτων καὶ τόνων. Νά ἡ φράση. ᾽Ακοῦστε την:

(Μαγνητόφωνο) «ἀπ᾿ τ᾿ ἄνθη τοῦ Μαγιοῦ ἐλαφρὲς πνέουν οἱ αὖρες»*.

῎Εκοψα τότε μὲ τὸ ψαλίδι τὴν μαγνητοταινία, γιὰ νὰ προσθέσω «ταινία σιωπῆς» ἀνάμεσα στὶς λέξεις καὶ νὰ τὶς ἀπομακρύνω μεταξύ τους. ᾽Ακοῦστε τις πάλι:

(Μαγνητ.) ἀπ᾿... τ᾿ ἄνθη... τοῦ Μαγιοῦ... ἐλαφρὲς... πνέουν... οἱ αὗρες.

Συνέδεσα κατὸπιν τὸ μαγνητόφωνο μ᾿ ἕναν μικρὸ παλμογράφο. Στὴν ὀθόνη του, τὸ ἠχητικὸ γεγονὸς μετατρέπεται σὲ ὀπτικό, καὶ μπορεῖ κανεὶς ἔτσι νὰ μετρήσει καλύτερα τὸ ὕψος τῆς ἔντασης, ἀλλὰ καὶ τὸ ὕψος τῆς συχνότητος ἑνὸς ἤχου. Κι ὅπως οἱ λέξεις τῆς φράσης μου διαδέχονταν ἀργὰ ἡ μία τὴν ἄλλη, εἶχα τὴν εὐχέρεια νὰ βλέπω στὴν μικρούλα ὀθόνη τοῦ παλμογράφου τὰ διαγράμματα τῶν λέξεων, χωρὶς νὰ μπερδεύονται μεταξύ τους· γι᾿ αὐτὸ ἐξ ἄλλου καὶ τὶς εἶχα χωρίσει. Δυστυχῶς, σ᾿ ὅλη τὴν Ἀθήνα ὑπάρχει μόνον μία ἠλεκτρονικὴ ὀθόνη μεγάλων διαστάσεων, γιὰ νὰ βλέπαμε ὅλοι ἐδῶ μέσα τί ἀκριβῶς δείχνει ὁ παλμογράφος. Νὰ κάναμε τὸ πείραμα ἀπ᾽ τὴν ἀρχή. Ἀλλὰ δὲν μπορέσαμε νὰ ἔχουμε μιὰ τέτοια ὀθόνη. Σᾶς ἔφερα ὅμως μιὰ γραφίστικη ἀναπαράσταση τῶν διαγραμμάτων ποὺ παρουσίασε ὁ παλμογράφος στὸ στούντιο. Νά τὸ διάγραμμα τῆς προθέσεως ἀπ᾿:

Καὶ νά τὸ διάγραμμα τῆς λέξης ἄνθη:

῞Οπως βλέπετε ἡ ἔνταση τῆς λέξεως ἔφτασε τὰ 24 db. Τὸ δὲ ὕψος συχνότητας ξεπέρασε τοὺς 8K (χιλιοκύκλους). ῎Εχουμε δηλαδὴ μιὰ νότα —ἄς ποῦμε— ψηλὴ καὶ δυνατή.

Τοῦ Μαγιοῦ. Νότα πολὺ πιὸ σιγανή· 12 db. Καὶ βαρύτερη· 4Κ. Τὸ διάγραμμα ὅμως ἁπλωτό.

᾽Ελαφρές. ᾽Ελάχιστα πιὸ χαμηλὴ νότα ἀπ᾿ τὴν προηγούμενη· 12 db ἐπίσης καὶ στοὺς 4Κ, μὲ λιγότερους ἁρμονικοὺς ὅμως καὶ γι᾿ αὐτὸ βαρύτερη.

Πνέουν. Τὸ διάγραμμα τώρα ἀνεβαίνει. ῾Η ἔνταση τῆς νότας εἶναι 16 db καὶ ἡ ὀξύτης της στοὺς 8K ὅπως καὶ τ᾽ ἄνθη, μὲ σαφῶς λιγότερους ἁρμονικοὺς ὅμως, ὁπότε καὶ ἀρκετὰ χαμηλότερη ἀπὸ τὸ ἄνθη. Χαμηλότερη ἐπίσης ἀπ᾿ τὴν λέξη τ᾿ ἄνθη ἀλλὰ ὁπωσδήποτε ψηλότερη ἀπ᾿ τὸ πνέουν, φαίνεται ἡ λέξη αὖρες.

῎Ενταση 22 db καὶ τὸ ὕψος μόλις φθάνει στοὺς 8Κ.

῎Εκοψα ξανὰ τὶς λέξεις τῆς μαγνητοταινίας τότε, καὶ τὶς ξανακόλλησα μ᾿ ἄλλη σειρά. Πρῶτα ἔβαλα τὴν λέξη ποὺ παρουσίασε τὸ χαμηλότερο διάγραμμα: τὸ «ἀπ᾽». Μετά, τὴν λίγο δυνατότερη· τὴν λέξη «ἐλαφρές». Τρίτη ἔβαλα, βάσει τοῦ διαγράμματός της, τὴν λέξη «τοῦ Μαγιοῦ». Τέταρτη τὴν ἀμέσως εὐρυτέρου διαγράμματος λέξη «πνέουν». Πέμπτο, τὸ διάγραμμα «αὖρες» καὶ τέλος τὰ «ἄνθη». ῎Εφτιαξα δηλαδὴ μιὰ σειρὰ στὴν ταινία, ἀρχίζοντας ἀπ᾿ τὴν λέξη μὲ τὸ χαμηλότερο διάγραμμα καὶ προχωρώντας πάντα στὸ ἀμέσως ὑψηλότερο. Ὁπότε εἶδα μὲ τὰ μάτια μου τὴν ἑξῆς παρέλαση: βαρεῖα, περισπωμένη, ὀξεῖα, ψιλὴ περισπωμένη, ψιλὴ ὀξεῖα. ῞Οταν τ᾿ ἀκούει κανεὶς μαζεμένα, ἔχει τὴν ἐντύπωση μιᾶς φωνῆς ποὺ ξεκινᾶ ἀπὸ χαμηλὰ καὶ μὲ συνεχῆ ἀνεβοκατεβάσματα μᾶς ὁδηγεῖ σ᾿ ἕνα κρεσέντο. Ἀκοῦστε το. Θὰ προσπαθήσω νὰ σᾶς δείχνω ταυτόχρονα καὶ τὰ διαγράμματα: ἀπ᾽ / τοῦ Μαγιοῦ / ἐλαφρὲς / πνέουν / οἱ αὖρες / τ᾿ ἄνθη.

Ἐπανέλαβα τὴν ἴδια δουλειὰ καὶ μὲ ἄλλες πολλὲς φράσεις. Πάντα οἱ λέξεις μὲ ψιλὴ ὀξεῖα ἢ δασεῖα ὀξεῖα ἦταν πιὸ ψηλὲς καὶ πιὸ δυνατὲς ἀπ᾿ τὶς ἄλλες. Πάντα ἡ ὀξεῖα ἔδινε ἦχο ψηλότερο τῆς περισπωμένης καὶ τῆς βαρείας καὶ πάντα ἡ περισπωμένη ἀκουγόταν ἰσχυρότερη τῆς βαρείας. Παρατήρησα λοιπὸν ὅτι μιὰ φράση ποὺ θὰ ἀποτελεῖτο ἀπὸ λέξεις καὶ μὲ τοὺς ἐννέα συνδυασμοὺς τόνων καὶ πνευμάτων, θ᾿ ἀνάγκαζε τὴν φωνὴ τοῦ ὁμιλητῆ νὰ ἀποδώσει ἕξι διαφορετικὰ τονικὰ ὕψη. Τὰ ἑξῆς: Χαμηλότερα οἱ ἄτονες λέξεις. Ἀμέσως ψηλότερα, ἡ λέξη μὲ τὴν βαρεῖα. Ἀκόμη ψηλότερα ἡ λέξη μὲ τὴν περισπωμένη, πιὸ πάνω ἡ λέξη μὲ τὴν ὀξεῖα. Ἀκόμα πιὸ ψηλὰ ἡ ψιλὴ περισπωμένη καὶ ἡ δασεῖα περισπωμένη καὶ ψηλότερα ἀπ᾿ ὅλες ἡ ψιλὴ ὀξεῖα καὶ ἡ δασεῖα ὀξεῖα. ῞Εξι διαφορετικὰ ὕψη, δηλαδὴ ἕξι διαφορετικὲς μικρονότες, ποὺ χωρίζονται ἀπὸ πέντε διαστήματα. Πῶς μπορῶ τώρα ν᾿ ἀντισταθῶ στὸν πειρασμὸ καὶ νὰ μὴ θυμηθῶ ὅτι στὴν καθ᾿ ἡμᾶς μουσική, ὁ λεγόμενος σκληρὸς τόνος, π.χ. τὸ νὴ-πὰ ἐκτάσεως 12 κομμάτων ἀπ᾿ τὴν ἐποχὴ τοῦ Πυθαγόρα, χωρίζεται ἐπίσης σὲ

πέντε μικροδιαστήματα καὶ παράγει ἕξι φωνές: τὴν φωνὴ νή, τὴν φωνὴ νὴ μικρὴ δίεση, τὴν φωνὴ δίεση 4 κομμάτων, τὴν φωνὴ δίεση ἡμιτόνου, τὴν φωνὴ δίεση ὀκτὼ κομμάτων, καὶ τὴν φωνὴ πά. Νὰ ἔχει σχέση ἄραγε ἡ φωνὴ τῆς μικρᾶς διέσεως π.χ. μὲ τὴν βαρεῖα μας; ῍Η ἡ δίεση ἡμιτόνου μὲ τὴν ὀξεῖα; Δὲν εἶμαι προετοιμασμένος νὰ πῶ κάτι τέτοιο καὶ γι᾿ αὐτὸ τ᾽ ἀφήνω τώρα στὴ φαντασία, ὥσπου νὰ τὸ ἀναλάβει ἡ μελλοντικὴ συστηματικὴ ἐργασία. ᾽Ανεξάρτητα ἀπ᾿ αὐτὸ ὅμως, εἶναι παραδεκτὸ ὅτι τὸ πολυτονικὸ υἱοθετήθηκε πλήρως ἀπ᾿ τὸ Βυζάντιο, καὶ πάνω στὸ πολυτονικὸ χτίστηκε ὅλη ἡ ὑμνογραφία καὶ ἡ ἐκκλησιαστικὴ μουσική. Ἀπὸ κεῖ πῆρε τὴν ὀρθὴ ἀναλογία ἀνάμεσα στὰ τονικὰ ὕψη ἢ τὰ χρονικὰ μήκη μεταξὺ τῶν συλλαβῶν καὶ τὸ δημοτικὸ τραγούδι, κι ἔτσι φτάνει ὣς ἐμᾶς αὐτὴ ἡ ἴδια ζωντανὴ φωνὴ τῆς γλώσσας, ἴδια, ὅσο μπορεῖ νὰ εἶναι ἴδια μιὰ φωνὴ μετὰ ἀπὸ χιλιάδες ἔτη. ῍Ας ξαναγυρίσω ὅμως στὶς φράσεις ποὺ δοκίμασα στὸ στούντιο.

Σᾶς τὶς διαβάζω ἁπλῶς, χωρὶς σχεδιαγράμματα.

Πάντ᾿ ἀνοιχτὰ πάντ᾿ ἀγρυπνα τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μου. Ὁ ἦχος τῆς ψιλῆς ὀξείας εἶναι ὑψηλότερος ἀπ᾿ τοὺς ἤχους τῆς ὀξείας. Κι ἂν ἀλλάξουμε τὴν σειρὰ τῶν λέξεων, ἔχουμε πάλι τὴν ἴδια σχέση: Τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μου, ἄγρυπνα πάντα, ἀνοιχτὰ πάντα. Τὸ ἴδιο κι ἂν ἔχουμε ψιλὴ ὀξεῖα στὴν πρώτη λέξη: ῎Αστραψε φῶς καὶ γνώρισε ὁ νιὸς τὸν ἑαυτό του. ῍Η ψιλὴ ὀξεῖα στὴν τετάρτη καὶ στὴν δεκάτη τετάρτη συλλαβή: Τὸ χάσμα ποὺ ἄνοιξε ὁ σεισμός, εὐθὺς ἐγιόμισ᾽ ἄνθη. Ψηλὴ νότα ἐπίσης παράγει καὶ ἡ δασεῖα ὀξεῖα: π.χ. Κι ὅμως, ὅλα κανεὶς νὰ τὰ τολμάει πρέπει. Κι ἀνάποδα: Κανεὶς νὰ τὰ τολμάει πρέπει ὅλα. Κι ὅμως. ᾽Ακόμα χαμηλότερα ἀκούγεται ἡ περισπωμένη, ὅταν προηγεῖται ἢ ἕπεται ψιλὴ ὀξεῖα: ῎Εξοχα δῶρα. / Στὴν ἄκρη τῆς γῆς. / Ἐκεῖνον τὸν ἄντρα ποὺ κάθεται ἀντίκρυ. ῾Η δασεῖα περισπωμένη εἷναι ἐπίσης ψηλότερη φωνὴ ἀπ᾿ τῆς ὀξείας, τῆς βαρείας, ἢ τῆς περισπωμένης. Παράδειγμα μὲ ὀξεῖα: Τὸ δικό μας αἷμα. Παράδειγμα μὲ βαρεῖα. Ποιητὲς τῆς ἥττας. Παράδειγμα μὲ περισπωμένη, βαρεῖα καὶ δασεῖα περισπωμένη, ὁπότε ἀκούγονται τρεῖς φωνές: Τοῦτο ἐστὶ τὸ αἷμα.

Μέσα στὸ στούντιο εἶχα καὶ δύο ἐκπλήξεις. Νά ἡ πρώτη: Προσπαθώντας ν᾿ ἀκούσω τὴν διαφορὰ ὀξείας καὶ περισπωμένης, διάβασα τὴν φράση: Λυγᾶ πάντα ἡ γυναίκα. Τὸ «πάντα» ἀκούγεται ψηλότερα ἀπ᾿ τὸ «λυγᾶ» ποὺ παίρνει περισπωμένη. «Λυγᾶ πάντα ἡ γυναίκα»· ἀκούγεται ὅμως περιέργως ψηλότερα κι ἀπ᾿ τὸ «γυναίκα», ποὺ ὅμως παίρνει ὀξεῖα. Γιατί ἄραγε; Τηλεφώνησα σ᾿ ἕνα φίλο, κι ἔμαθα ὅτι ἡ γυναίκα ὀφείλει νὰ παίρνει περισπωμένη, διότι εἶναι τῆς τρίτης κλίσεως, ἡ ὁποία ὅμως καταργήθηκε, γι᾿ αὐτὸ πῆρε ὀξεῖα ἡ γυναίκα. Νά λοιπόν, ποὺ ἀπὸ ἄλλο σημεῖο ὁρμώμενος, ἀναγκάσθηκα νὰ συμφωνήσω ὅτι κακῶς καταργήθηκε ἡ τρίτη κλίση ἀφοῦ στὴν φωνή μας ἐξακολουθεῖ νὰ ὑπάρχει. «Λυγᾶ πάντα ἡ γυναῖκα» λοιπὸν καὶ παίρνει καὶ περισπωμένη. ῾Η δεύτερη ἔκπληξη: ῎Εδωσα σ᾿ ἕναν ἀνύποπτο νέο, ποὺ παρευρισκόταν στὸ στούντιο, νὰ διαβάσει λίγες φράσεις. Ἐκεῖ μέσα εἶχα βάλει σκοπίμως τὴν ἴδια λέξη ὡς ἐπίθετο καὶ ὡς ἐπίρρημα, διότι εἶχα πάντα τὴν περιέργεια νὰ διαπιστώσω ἂν προφέρουμε διαφορετικὰ τὸ ὠμέγα ἀπὸ τὸ ὄμικρον. Ἀκοῦστε τὶς φράσεις:

(Μαγνητ.) Εἶν᾿ ἀκριβὸς αὐτὸς ὁ ἀναπτήρας. ῍Ας μὴν εἶν᾿ ὡραῖος, ἔχει τὴν ἀξία του. Ναί, ἀκριβῶς αὐτὸ ἤθελα νὰ πῶ.

᾽Ακουστικῶς δὲν παρατήρησα διαφορά. ῎Εκοψα τὶς δύο λέξεις καὶ τὶς κόλλησα τὴν μία κατόπιν τῆς ἄλλης. Ἀκοῦστε το!

(Μαγνητ.) ἀκριβὸς... ἀκριβῶς.

Ἐλάχιστη διαφορὰ στὸ αὐτί· ὁ ἠχολήπτης μόνον ἐπέμενε ὅτι τὸ δεύτερο εἶναι κάπως πιὸ φαρδύ. Ἂς τὸ ξανακούσουμε:

(Μαγνητ.) ἀκριβὸς... ἀκριβῶς.

Ἀσήμαντη διαφορά. Συνδέσαμε τότε τὸν παλμογράφο. Νά τὸ διάγραμα τοῦ ἐπιθέτου ἀκριβός, ὅπως προέκυψε, καὶ νά τὸ πολὺ πλουσιότερο τοῦ ἐπιρρήματος.

Δὲν εἶναι καταπληκτικό; ῞Οταν τὸ εἶδα, τὰ μηχανήματα τοῦ στούντιο μοῦ φάνηκαν σὰν ὄργανα τοῦ παραμυθιοῦ. Ὁ παλμογράφος μοῦ φάνηκε σὰν μιὰ σκαπάνη πού, κάτω ἀπ᾿ τὸ ἔδαφος τῆς καθημερινῆς ὁμιλίας, ἀνακαλύπτει αὐτὸ ποὺ δὲν ἔπαψε ποτὲ νὰ ὑπάρχει, ἔστω μέσα σὲ χειμερία νάρκη, αὐτὸ ποὺ συνειδητοποίησαν καὶ προσπάθησαν νὰ νημειώσουν οἱ Ἀλεξανδρινοὶ 2.000 χρόνια πρίν. Τίποτε δὲν χάθηκε. ῞Ολα ὑπάρχουν. ᾽Αρκεῖ νὰ προσέξουμε αὐτὸ τὸ τραγούδι τῆς καθημερινῆς ὁμιλίας ποὺ πηγαινοέρχεται συνεχῶς ἀνάμεσά μας. Ἀκοῦστε πῶς ἠχοῦν οἱ τονισμοί. ᾽Ακοῦστε τὰ μακρά. Ἀκοῦστε τὴν λαϊκὴ τραγουδίστρια πῶς ἀποδίδει τὸ ὠμέγα ἢ τὴν ψιλὴ ὀξεῖα:

(Μαγνητ.) Σωτηρία Μπέλλου: Νύχτωσε χωρὶς φεγγάρι.

Ἀκοῦστε τὸ ἴδιο, αὐτὴ τὴ φορὰ σ᾿ ἕνα ἐλαφρὸ τραγούδι.

(Μαγνητ.) Μ. Ζορμπαλᾶ - Δ. Γαλάνη: Συγγνώμη σοῦ ζητῶ, συγχώρεσέ με.

Κι ἄλλα μακρότατα ὠμέγα ἀπὸ τραγούδι δημοτικό. Ἀκοῦστε:

(Μαγνητ.) Συλλογὴ Σίμωνος Καρρᾶ: Κάτω στὸ γιαλό. Πηλίου.

Τέλος, ἀκοῦστε τὴν θεία φωνὴ τοῦ Ἀνδρέα Ἐμπειρίκου, τὴν παράξενη ἀπαγγελία ποὺ κυνηγᾶ τὴν λάμψη τῆς ὀξείας, τὸν πλοῦτο τῆς διφθόγγου, τοὺς τόνους καὶ τὴν ὀρθογραφία, σὰν μουσικὰ σύμβολα μιᾶς φωνῆς ποὺ προϋπάρχει ἀδιάκοπα καὶ ὁδηγεῖ τὸ ποίημα.

(Μαγνητ.) Ὁ Ἐμπειρῖκος διαβάζει Ἐμπειρῖκο: Εἰς τὴν ὁδὸν τῶν Φιλελλήνων.

Ἐδῶ τελειώνουν τὰ σουβενίρ μου ἀπὸ τὸ στούντιο. ῞Οσοι δὲν μὲ πίστεψαν, εἶναι πάρα πολὺ λογικοί. Μόνο ποὺ ἔτσι χάνουν τὴν εὐκαιρία νὰ βελτιώσουν τὸ τραγούδι τους. Κι ὅσοι πάλι χάρηκαν μὲ τὰ σχεδιαγράμματά μου, θὰ πρέπει νὰ μειώσουν τὸν ἐνθουσιασμό τους: τίποτα ἀπ᾿ ὅσα εἷπα δὲν ἀποτελεῖ ἀπόδειξη. Θὰ πρέπει ὁμάδες ἐργασίας ἐπιχορηγούμενες νὰ μαγνητοφωνήσουν ἑκατοντάδες ἀνθρώπους διαφορετικῆς ἡλικίας, ἐπαγγέλματος, μορφώσεως καὶ τόπου διαμονῆς, νὰ ταξινομήσουν καὶ νὰ ἀναλύσουν τὸ ὑλικὸ στὸ ἐργαστήριο, μὲ παλμογράφους μεγάλους ποὺ νὰ «διαβάζουν» διαφορὲς μικρότερες τοῦ 1Κ. Οἱ ἐλπίδες μου εἶναι ἀντίθετες ἀπ᾿ τὶς ἐλπίδες τοῦ μονοτονικοῦ ποὺ ἀρνήθηκε τὴν παράδοση καὶ τὴν κοινὴ ἐμπειρία. Οἱ ἐλπίδες μου προσβλέπουν σὲ μιὰ ἀντικειμενικὴ ἀπόδειξη, ὅτι ἡ ἐπιβολή του ὑπῆρξε πράξη τόσο λογικὴ ὥστε νὰ καταντᾶ παράλογη καὶ ἀντιεπιστημονική.

Τελειώνω. Δὲν περιφρόνησα καμμιὰ ἄποψη καὶ δὲν κολάκευσα καμμιά. Προσπάθησα νὰ πῶ τρεῖς φορὲς τρεῖς ἀλήθειες.

Πρῶτον: Τὰ ἑλληνικὰ εἶναι τραγούδι. Κανεὶς δὲν σκέφτηκε ποτὲ νὰ ἁπλοποιήσει ἕνα τραγούδι ἢ νὰ τὸ δεῖ πρακτικά. Γιατί νὰ δοῦμε λοιπὸν τὰ ἑλληνικά, πρακτικά;

Δεύτερον: ῞Οποιος σταθεῖ ἀλαζονικὰ ἀπέναντι στὰ ρεφραὶν ποὺ τὸν ψυχαγώγησαν διὰ βίου, στρέφεται ἐναντίον τῆς προσωπικῆς του ἱστορίας καὶ πίστης. Τὰ ἴδια μπορεῖ νὰ πάθει ἕνα λαὸς μὲ τὴν γλῶσσα. ᾽Ιδίως ἂν ἡ γλῶσσα του εἶναι τὰ ἑλληνικά.

Τρίτον: Τὰ ἑλληνικὰ ὡς τραγούδι εἶναι ἀνυπόφορα δύσκολα. Κανεὶς δὲν τὰ βγάζει πέρα μὲ τὰ ἑλληνικά. Ἀπέναντι στὰ ἑλληνικὰ θά ᾿μαστε πάντα φάλτσοι κι ἀγράμματοι. Ἀλλὰ τί νὰ γίνει; Σημασία ἔχει ἡ συνείδηση ὅτι τὰ μιλᾶμε ὄχι γιὰ νὰ γίνουμε δεξιοτέχνες ἀλλὰ γιὰ νὰ γίνουμε ἄνθρωποι. Εὐχαριστῶ.

Παρεμβάσεις συνέδρων67

Μ. Ανδρόνικος

Όσο για την παράδοση, κανείς δεν την αρνιέται, όμως δεν πρέπει να ξεχνούμε πως κι αυτή η γλώσσα, η κοινή νεοελληνική, έχει μια λαμπρή παράδοση, λαμπρότατη θα έλεγα. Θα αρκούσε να σταθούμε στα τελευταία 150 χρόνια για να μην πάμε ως τα βυζαντινά χρόνια με τα ακριτικά τραγούδια κλπ. Όχι όμως, σώνει και καλά, να ανατρέχουμε στην Άννα την Κομνηνή και τους άλλους ομοϊδεάτες της λογιότατους που θέλησαν να σβήσουν αυτή τη ζωντανή παράδοση της ελληνικής γλώσσας για να ερχόμαστε τώρα, το 1984, και να είμαστε υποχρεωμένοι να ξαναϋποστηρίξουμε τη γλώσσα μας. Εγώ τουλάχιστον δεν καταλαβαίνω μια τέτοια συζήτηση.

Κ. Ζουράρις

Νομίζω ὅτι μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ μᾶς ἔδειξε ἢ ὑποσχέθηκε ὁ Διονύσης, ἡ συζήτηση ἔχει περίπου λήξει καὶ πρέπει νὰ ἔρθουν βεβαίως οἱ ἀποδείξεις. Καὶ ἐπειδή, ὅπως ἔχω πεῖ, ἡ σκέψη ἢ ἡ συνολικὴ ἔκφραση τοῦ Διονύση εἶναι ἀκριβῶς σκέψη πολιτικῆς ἐπιστήμης, τῆς ὁποίας εἶμαι περίπου ἁρμόδιος νὰ ἐγκρίνω τὴν ἐγκυρότητα, θὰ ἤθελα νὰ τονίσω ὅτι ὅσα μᾶς ἔδειξε ὑπογραμμίζουν τὴν ἑνότητα τοῦ λαοῦ μέσω τῆς γλώσσας. ῎Ισως νὰ ξέφυγε ἀπὸ τὸ ἀκροατήριο αὐτὴ ἡ πολιτικῆς σημασίας ἐπισήμανση, λόγω των στιλπνῶν, ἀψόγων καὶ λίγο νεκρωμένων ἑλληνικῶν τοῦ Μαρωνίτη. Δὲν ξέρω ἂν προσέξατε τὴν ταριχευμένη, παλαιομοδίτικη καὶ τριτοδιεθνίτικης πολιτικῆς κονσέρβα ποὺ μᾶς σέρβιρε ὁ φίλτατος καὶ σεβαστός μου Μαρωνίτης, ὄχι στὸ θέμα τῆς γλώσσας, γιὰ τὸ ὁποῖο ειμαι ἀναρμόδιος, ἀλλὰ στὴν πολιτικὴ ἰδεολογία ποὺ ὑπέφωσκε, ὅταν ἀναφερόταν στὶς ταξινομήσεις. Ὁ Μαρωνίτης, σὲ πλήρη μάλιστα λογικὴ ἀνακολουθία μ᾿ αὐτὰ ποὺ ἀπέδιδε στοὺς μαθητές του γιὰ τὴν ὀλιγόλεξη καὶ ἀνελαστικὴ γλώσσα ποὺ χρησιμοποιοῦν, ὑποστήριξε ὅτι πρέπει νὰ διαλέξουμε τὴ γλώσσα μας, κάθε τάξη ἰδεολογικὴ νὰ ἔχει τὴ γλώσσα της. Ἐμφάνισε δηλαδὴ μιὰ ἀντίληψη τῆς προσταλινικῆς τρίτης διεθνοῦς, βασισμένη στὴν περίφημη λογικὴ τῶν ἁρμονικῶν συστοιχιῶν ἢ συζυγιῶν τοῦ ἀρχέγονου μαρξισμοῦ.

Ὑποστήριξε δηλαδὴ ὅτι δὲν ὑπάρχει αὐτὸ ποὺ ἔδειξε ὁ Διονύσης, ὅτι δηλαδὴ ὁ λαϊκὸς τραγουδιστὴς τραγουδάει μιὰ γλώσσα τὴν ὁποία καταλαβαίνουν ὅλοι διαχρονικά, καὶ ειπε ὅτι κάθε τάξη θὰ ἔχει τὴ γλώσσα της, οἱ πλούσιοι δηλαδὴ πλουσιώτερη, οἱ ἐκ Γαλλίας τὰ γαλλικά τους, οἱ λαϊκοὶ τὰ λαϊκά τους, τὸ ΠΑΣΟΚ τὰ δικά του καὶ λοιπά. Καὶ ἔτσι καταργεῖ οὐσιαστικὰ τὴν ἑνότητα τῆς κοινωνίας, ἡ ὁποία βεβαίως διατρέχεται ἀπὸ ἀντιθέσεις, ποὺ δὲν μποροῦν ὅμως νὰ βροῦν τὴ λύση τους στὸ ἐπίπεδο τῆς γλώσσας. Θὰ ἤθελα νὰ ὑπενθυμίσω μάλιστα ὅτι στὴν πολιτικὴ ἐπιστήμη σήμερα κυριαρχεῖ ἡ περίφημη συνταγὴ τοῦ Θουκυδίδη περὶ μετρίας συγκράσεως τοῦ φαύλου, τοῦ μέσου καὶ τοῦ πάνυ ἀκριβοῦς. Ἐὰν ὁ Μαρωνίτης θέλει νὰ ειναι ὁ πάνυ ἀκριβής, ἐγὼ ζητῶ νὰ εἶμαι ὁ φαῦλος καὶ ζητῶ τὴ σύγκραση, τὸ κράμα, τὴ συνύπαρξη.

Β. Φόρης

Θαρραλέα συγχαίρω τους κ. Πλωρίτη και Μαρωνίτη, γιατί μίλησαν για το θέμα. Λυπούμαι γιατί οι δυο άλλοι ομιλητές δεν ήταν μέσα στο θέμα· ο κ. Ράμφος μόλις το άγγιξε, ενώ ο κ. Σαββόπουλος μίλησε για το θέμα των τόνων και των πνευμάτων. Για του κ. Ράμφου την άποψη θά ᾽θελα να πω ότι, αν αυτοί οι συμπαθητικοί άνθρωποι που μας βοήθησαν σήμερα [δείχνει τους τεχνικούς της Ραδιοτηλεόρασης], ζούσαν πριν από 2.400 χρόνια, δε θα είχαμε σήμερα βιβλιοθήκες στα σπίτια μας, παρά θα είχαμε δισκοθήκες. Αυτές τις δισκοθήκες θα τις χαρούν τα δισέγγονά μας και τα τρισέγγονά μας, να είστε απολύτως βέβαιοι. Θέλω να πω μ᾿ αυτό ότι ο προφορικός λόγος για όλους τους γλωσσολόγους, εκτός από μερικἐς εξαιρέσεις, έχει τα πρωτεία σ᾿ αυτό που λέμε λόγο. Αλλωστε, έχω γράψει και άλλοτε ότι η έκφραση «γραπτός λόγος» είναι η ωραιότερη αντίφαση σ᾿ αυτόν τον κόσμο: αν είναι γραπτός, πώς είναι λόγος· κι άμα είναι λόγος πώς γίνεται να είναι... γραπτός.

Θα παρακαλούσα όμως πάρα πολύ, δεν ξέρω αν το επιτρἐπει η διεύθυνση της συζήτησης απόψε, να έρθουμε σε κάποια συζήτηση με τον αξιότιμο κ. Σαββόπουλο [διακόπτεται].

Θα ήθελα να πω, Κύριε Σαββόπουλε, ότι πήγαν όλα σας τα έξοδα πέρα για πέρα χαμένα, γιατί διδάξατε τα πιο αντιεπιστημονικά πράγματα απόψε. Ούτε το ω διαφέρει από το ο στην προφορά - αν σας ρωτήσω όλους και θελήσετε να απαντήσετε ευσυνείδητα, σας λέω τη λέξη ómos· τι καταλάβατε, σας παρακαλώ πολύ, ή εκφωνήστε την ένας από σας και πέστε μου η λέξη ómos τι σημαίνει; σημαίνει τούτο δω το πράγμα (δείχνει τον ώμο του), σημαίνει και το όμως το αντιθετικό ταυτόχρονα. Πρέπει μέσα σε συμφραζόμενα να τα καταλάβουμε, και το ο προφέρεται πανομοιοτυπότατα με το ω στη νέα μας γλώσσα.

Ο κ. Σαββόπουλος δίδαξε ότι η βαρεία είναι ισχυρότερη από την περισπωμένη σε μερικές περιπτώσεις. Σημείωσα εδωπέρα τα ντεσιμπέλ, σημείωσα και τις συχνότητες και παρακαλώ θερμότατα τον κ. Σαββόπουλο (γιατί εγώ αύριο ειλικρινέστατα σας το λέω σκίζω το πτυχίο μου, αν έστω και ένα πράγμα απ᾿ αυτά που είπε ο κ. Σαββόπουλος ισχύει. Δεν ισχύει τίποτα!);

Κύριε Σαββόπουλε, σας παρακαλώ πάρα πολύ, αν έχετε την καλοσύνη — τώρα όμως, για να ξεκαθαρίσουμε ορισμένα πράγματα, — έχετε ὑπόψη σας [διακόπτεται].

Ο κύριος Σαββόπουλος δίδαξε ότι η οξεία και η βαρεία για μερικές περιπτώσεις, που τις έχω σημειώσει, είναι εντονότερες από την περισπωμένη. Αυτό το αντιεπιστημονικό δίδαγμα δεν επιτρέπεται να μείνει αναπάντητο. Η περισπωμένη είναι ο συνδυασμός οξείας και βαρείας, γι᾿ αυτό και την ονόμαζαν οξυβάρεια οι αρχαίοι. [Φωνάζει ο κ. Κ. Ταχτσής, δεν ακούγεται όμως.] ᾽Οταν λοιπόν έχω μια οξυβάρεια, μια περισπωμένη, δεν είναι δυνατό να πιστέψω με κανέναν τρόπο, γιατί είναι πέρα για πέρα αντιεπιστημονικό, ότι εκείνος που τραγούδησε, τραγούδησε την αύρα, που είχε και την ψιλή και την οξεία, ισχυρότερα, έδωσε σε δεύτερη βαθμίδα με 14 ντεσιμπέλ και 4000 χιλιοκύκλους δεν ξέρω τι εντονότερα και σας παρακαλώ, στο Θεό σας, το του Μαγιού ήχησε με τις δυο πανηγυρικές περισπωμἐνες, ήχησε πάρα πολύ χαμηλά. Πού στηρίζονται αυτά τα πράγματα; Είναι τελείως απαράδεκτα.

Γ. Μπαμπινιώτης

Όσο μπόρεσα να καταλάβω αυτά τα οποία είπε ο συνάδελφος κ. Μαρωνίτης, έχω μίαν ερώτηση και μία παρατήρηση μαζί.

Θέμα αυτής της συζητήσεως, αν το είχα καταλάβει καλά, ήταν η σχέση πολιτικής και γλώσσας, ὑπονοώντας πως θα θίξουμε —όπως το έκανε ο Μ. Πλωρίτης με του οποίου τις εκτιμήσεις συμφωνώ απολύτως— την πολιτικοποίηση, που ὑπάρχει ή που δεν ὑπάρχει, της γλώσσας. Ο κ. Μαρωνίτης αντί για την πολιτικοποίηση της γλώσσας πολιτικοποίησε... το πρόβλημα. Μας είπε μια πολύ σχηματοποιημένη και απλουστευμένη άποψη: όσοι διαμαρτύρονται για την κατάσταση της γλώσσας σήμερα, διαμαρτύρονται για πολιτικούς λόγους και μάλιστα αντιπολιτευτικούς και ανήκουν σε ορισμένες κατηγορίες και αντιπολιτεύονται άλλοτε τη Ν.Δ. άλλοτε το ΠΑΣΟΚ. Αλλά, κ. Μαρωνίτη, όταν διαμαρτύρονται (Ντεγιάννης) άνθρωποι εντεταγμένοι στο κόμμα του ΠΑΣΟΚ, όταν διαμαρτύρονται άνθρωποι της Ν.Δ. ή όταν δεν διαμαρτύρονται άνθρωποι του ΚΚΕ εξωτερικού, δεν μας είπατε τι συμβαίνει.

Το ερώτημά μου είναι το εξής απλό: Είτε πρέπει να δεχτούμε πως ὑπάρχει πρόβλημα, οπότε δεν χρειάζεται να κάνετε ερμηνεία των διαμαρτυρομένων. Όλοι δικαιούμαστε να διαμαρτυρόμαστε αν υπάρχει πρόβλημα. Και επιτρέψτε μου να σας πω ότι αυτές οι ταξινομήσεις, τα κουτιά, όπως τα ξέρετε, είναι πάντοτε επικίνδυνα. Στο παρελθόν, αν θυμάμε καλά σε επιφυλλίδες σας, έχετε κι ο ίδιος διαμαρτυρηθεί για την κακοποίηση της γλώσσας, σήμερα όμως συρρικνώσατε τόσο πολύ τις κατηγορίες των διαμαρτυρομένων, ώστε πραγματικά δεν μπορούσα να σας τοποθετήσω πουθενά.

Γιά νά επανέλθω στο ερώτημά μου: Ή ὑπάρχει πρόβλημα, οπότε δεν χρειάζεται ερμηνεία των διαμαρτυρομένων —όλοι πρέπει να διαμαρτυρόμαστε— ή δεν ὑπάρχει πρόβλημα, οπότε ισχύουν όσα είπατε. Οπότε εμείς κινδυνολογούμε, όσοι μιλάμε για γλωσσικό πρόβλημα. Αλλά τότε, κ. Μαρωνίτη, θα πρέπει να μας δηλώσετε —με την ευθύτητα και με το θάρρος, που έχετε— αν πραγματικά πιστεύετε, ότι η σημερινή χρήση της γλώσσας δεν εμφανίζει κανένα πρόβλημα και αν είστε πράγματι ικανοποιημένος με τη σημερινή κατάσταση της γλώσσας μας. Να το δηλώσετε και να το αποδείξετε, οπότε να δεχτούμε κι εμείς ότι κινδυνολογούμε.

κ. Κιτσίκης

Δὲν ἔχει διαφύγει τῆς προσοχῆς μερικῶν ἀπὸ ἐμᾶς ὅτι ἡ παρούσα κυβέρνηση καὶ εἰδικὰ ὁ Ἀ. Παπανδρέου χρησιμοποιοῦν ἐσκεμμένα μιὰ δῆθεν ἐκσυγχρονισμένη γλώσσα γιὰ νὰ διαστρεβλώσουν τὴ σκέψη καὶ τὸ γλωσσικὸ αἰσθητήριο τῶν ῾Ελλήνων. ᾽Επίσης γνωρίζουμε πὼς ὁ χρόνος ποὺ πέρασε ἦταν τὸ ἔτος τοῦ Ὄργουελ, τὸ 1984. ᾽Ενῶ ὅμως διαβάστηκε ἀπὸ τοὺς πάντες αὐτὸ τὸ προφητικὸ βιβλίο, κανεὶς δὲν φαίνεται νὰ ἔκανε τὴ σύγκριση μεταξὺ τῆς νέας ὁμιλίας ποὺ περιγράφει ὁ Ὄργουελ καὶ τοῦ ἄκρατου βερμπαλισμοῦ τοῦ πρωθυπουργοῦ μας. Οἱ προφητεῖες τοῦ Ὄργουελ πραγματοποιήθηκαν, ἰδίως στὶς καπιταλιστικὲς κοινωνίες, ἰδιαίτερα τῶν ΗΠΑ καὶ ὄχι τόσο στὴν κοινωνία τοῦ ὑπαρκτοῦ σοσιαλισμοῦ. Ἀκριβῶς δὲ ἐπειδὴ ὁ Ἀνδρἐας προσπαθεῖ νὰ ἐκσυγχρονίσει τὴ χώρα μας κατὰ τὰ ἀμερικανικὰ πρότυπα, ἀκόμα καὶ μὲ τὴν καθιέρωση τοῦ ἀστικοῦ δικομματισμοῦ, καὶ ὄχι κατὰ τὰ ἀνατολικὰ πρότυπα, εἷναι Ὀργουελικός, καὶ στὸ θέμα τῆς γλώσσας. Νά τί γράφει ὁ Ὄργουελ γιὰ τὴν γλώσσα τοῦ 1984 στὸ βιβλίο του... [Διαβάζεται ἐκτενὲς ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ὄργουελ «1984».]

Κ. Γαβρόγλου

Θα ήθελα να κάνω κάποιες παρατηρήσεις ως μη ειδικός επί αυτών των θεμάτων στην ομιλία του Δ. Σαββόπουλου, και δεν θα ήθελα ο ενδεχόμενος απόλυτος τόνος των παρατηρήσεών μου να παρθεί και σαν κάποια επιθετικότητα.

Πιστεύω ότι η μέθοδος, η προσἐγγιση και η επιλογή να παρουσιασθεί μ᾿ αυτόν τον τρόπο το πρόβλημα που παρουσίασε ο Διονύσης Σαββόπουλος έχει κάποια σοβαρότατα μεθοδολογικά, επιστημολογικά, ιδεολογικά και πολιτικά προβλήματα. Μεθοδολογικά γιατί οι ανεπάρκειες που θίγονται στο τἐλος της ομιλίας πρέπει να είχαν παρθεί ὑπ᾿ όψη στην αρχή της έρευνας και όχι να εκφρασθούν στο τἐλος για να δικαιολογήσουν ουσιαστικά τη μἐθοδο. Επιστημολογικά γιατί επιδιώκεται η απόδειξη πραγμάτων που ο ομιλητής προϋποθέτει. Οι ενδείξεις γίνονται συμπεράσματα και τα συμπεράσματα ήταν ουσιαστικά αυτά που διατύπωσαν το πρόβλημα. Υπάρχουν και ιδεολογικά προβλήματα γιατί με τη χρησιμοποίηση των πιο εξουσιαστικών στοιχείων της επιστήμης ὑπονομεύεται ο απελευθερωτικός της ρόλος. Τέλος ὑπάρχουν σοβαρότατα πολιτικά, γιατί με τη χρησιμοποίηση μεθόδων που δήθεν αντικειμενικοποιούν τα συμπεράσματα εκφράζεται ένας εκβιασμός στους αριστερούς να δεχτούν μιαν άποψη με ανομολόγητες μεν αλλά συγκεκριμένες ιδεολογικές αφετηρίες και πολιτικές προεκτάσεις. Το πρόβλημα δεν είναι το ὑψος των ντεσιμπέλ που σίγουρα ειναι τόσα όσα λἐγονται. Η κουβέντα είναι πολιτική, η μυθοποίηση στο όνομα της απομυθοποίησης είναι μια πολιτική επιλογή και κάποιοι, πιστεύω, αριστεροί —και το έχουμε αυτό το δικαίωμα— δεν μπορούμε παρά να εκφράσουμε όχι απλά την αντίθεσή μας αλλά και να πούμε πως δεν είμαστε αφελείς.

Δ. Λιάρος

Νομίζω ότι σήμερα έμεινε στο περιθώριο το θέμα πολιτική και γλώσσα. Τονίστηκε πολύ η σχέση της γλώσσας με τα πολιτιστικά φαινόμενα και την πολιτιστική ζωή. Επειδή πιστεύω ότι μέσα από την ιστορία το κυριότερο πολιτικό φαινόμενο, το κυριότερο πολιτικό δράμα, που επαναλαμβάνεται, είναι το ότι οι λύκοι κατόρθωσαν τελικά να μιλάνε τη γλώσσα των αρνιών και να εξαπατούν τ᾿ αρνιά, ήθελα να μιλήσω γι᾿ αυτήν την αντιφατικότητα των όρων. Υπάρχει ένα άρθρο του Φρόυντ του 1910 που βασίζεται σε μια μελέτη ενός γλωσσολόγου, του Άμπελ (1884). Ο Άμπελ παρατηρεί σαν γλωσσολόγος ότι σε πολλές πρωτόγονες, κατά κάποιο τρόπο, γλώσσες μια λέξη έχει δύο ακριβώς αντιφατικές έννοιες. Για να σας δώσω ελληνικά παραδείγματα, όταν λέμε «πονάω» ή «πονάω κάποιον» σημαίνει τόσο ότι του προκαλώ πόνο όσο και ότι τον συμπαθώ, τον συμπονάω. Το ίδιο βρίσκεται στην «αρά», που είναι ευχή και κατάρα ταυτόχρονα, το ίδιο βρίσκεται στο «άγιος» που είναι ο βρώμικος και ο αγνότατος κλπ. Αυτή η αντιφατική λειτουργία, που γίνεται στο ασυνείδητο, επιτρέπει στον κάθε είδους ολοκληρωτισμό, όχι μόνον αυτόν που περιέγραψε ο Όργουελ, να χρησιμοποιεί αυτές τις αντιφάσεις σαν ταυτότητες. Δηλ. ο Στάλιν, την εποχή ακριβώς που εφαρμόζει τη βίαιη διαφοροποίηση των μισθών, καταγγέλλει την ισότητα στους μισθούς σαν μικροαστική πρόληψη. Την ίδια στιγμή που προηγούμενες κυβερνήσεις μετεμφυλιακές στην Ελλάδα είχανε κάτεργα πολιτικά, μιλάγανε για χτίσιμο νέων Παρθενώνων. Σήμερα η διατήρηση των βάσεων λέγεται ξήλωμά τους, η αποβιομηχάνιση λέγεται ανάκαμψη της οικονομίας, η ενισχυμένη αναλογική λέγεται απλή αναλογική κλπ.

Αυτό το οποίο θέλω να καταλήξω είναι ότι χρησιμοποιούνται σκόπιμα αυτές οι αντιφάσεις. Ας πούμε ότι η ελευθερία είναι σκλαβιά και η ειρήνη είναι πόλεμος, ή ο πόλεμος είναι ειρήνη του Όργουελ, διότι αυτές οι αντιφάσεις γίνονται ανεκτές από το νοητικό μας όργανο μόνο παλινδρομώντας, μόνο μπαίνοντας στη φάση του ονείρου και της παιδικής ηλικίας, όπου πια η τυραννία παίζει με στημένο παιχνίδι. Αυτό το λέω διότι, κατά τη γνώμη μου, η όλη συζήτηση μέχρι τώρα, κατά κάποιο τρόπο, σπαταλήθηκε σε μια άγονη ανασκόπηση του παρελθόντος και συμφωνώ απόλυτα σ᾿ αυτό με τον Δ. Μαρωνίτη, τον Μ. Πλωρίτη, τον καθηγητή Φόρη και άλλους, ενώ άφησε στην πάντα το τραγικό παιχνίδι που παίζεται με όργανο τη γλώσσα.

Ανδρέας Πολιτάκης

Δεν είμαι ειδικός ούτε καν καθηγητής, είμαι Πολιτικός Μηχανικός. Ενδιαφέρομαι όμως για τη γλώσσα όπως πάρα πολλοί πολίτες ενδιαφέρονται· και όσο περισσότεροι πολίτες ενδιαφέρονται για τη γλώσσα, όπως και για την ελευθερία και τη δημοκρατία, τόσο τα αγαθά αυτά θα περισωθούν. Βέβαια είμαστε στο τέλος μια πολύ σπουδαίας μἐρας, που έχω τη γνώμη ότι θ᾿ αναφέρεται στο μέλλον, ότσν γίνονται συζητήσεις για τη γλώσσα, θα είναι ένα σημείο αναφοράς... Ειδικά για την ομιλία του κ. Μαρωνίτη, θα ήθελα να πω ότι ξεκίνησε με ένα σημαντικό πραγματικό λάθος και πολλοί στην αίθουσα αυτή θα το έχουν επισημάνει. Είπε ότι στη Ν. Δημοκρατία οφείλεται η εισαγωγή της δημοτικής στην εκπαίδευση και εις το ΠΑΣΟΚ είς το δημόσιο βίο, δηλ. η γλώσσα του δημοσίου.

Είναι λάθος· διότι η Ν.Δ. εισήγαγε τη γλώσσα και στο δημόσιο βίο και αυτό από την αρχή του 1977, δηλ. 4 και πλέον χρόνια πριν από το ΠΑΣΟΚ. Είναι ένα σημαντικό λάθος και πάρα πολλές σκέψεις που διατύπωσε στη συνέχεια πέφτουν στο κενό. Αλλά πἐραν αυτού ο κ. Μαρωνίτης είπε στη συνέχεια ότι το ΠΑΣΟΚ και η Ν.Δ. οικειοποιήθηκαν τη δημοτική γλώσσα που την είχαν πρώτα τα αριστερά κόμματα και είπε χαρακτηριστικά ότι «ξεπαρθενεύτηκε» η δημοτική με το να την δεχτούν και να την βάλουν στην εκπαίδευση και στο δημόσιο βίο τα δυο αστικά κόμματα — αστικό και σοσιαλίζον κόμμα του ΠΑΣΟΚ. Είναι πάρα πολύ περίεργος ο συλλογισμός, όταν η γλώσσα του λαού, η νεοελληνική δημοτική, απλώνεται σ᾿ ολόκληρο το λαό, να λέμε ότι ξεπαρθενεύεται· και φυσικά ο κ. Μπαμπινιώτης πολύ σωστά επεσήμανε ότι δεν ξεκαθάρισε εντελώς τι ήθελε ο κ. Μαρωνίτης και πού οδηγούσε. Έχω τη γνώμη ότι σε κάποια στιγμή κάτι ξεκαθάρισε όταν είπε ότι ο προβληματισμός για την νέα γλώσσα πρέπει να είναι αντικείμενο της προοδευτικής μερίδας του λαού, δίνοντας μ᾿ αυτόν τον τρόπο, αν καταλάβαμε καλά, να εννοήσουμε πως το προοδευτικό κομμάτι του λαού πρἐπει οπωσδήποτε να έχει διαφορετικό τρόπο έκφρασης από τον άλλο λαό. Αυτό βέβαια το είπε προβληματισμό του προοδευτικού μἐρους του λαού· δηλ. αφού το ΠΑΣΟΚ και η Ν.Δ. πήραν τη δημοτική, αυτή τη δημοτική που μιλάμε όλοι, και οικειοποιήθηκαν τη δημοτική που πριν, κατά τον κ. Μαρωνίτη, ήταν προνόμιο των αριστερών κομμάτων, τότε πρέπει να βρεθεί μια νέα γλώσσα...

Χρ. Βακαλόπουλος

Θὰ ἤθελα νὰ ἀναφερθῶ σὲ δύο σημεῖα τῶν παρεμβάσεων τοῦ κ. Μαρωνίτη καὶ τοῦ κ. Ράμφου. Πρὶν ἀπ᾿ αὐτὰ ὅμως νὰ θυμηθοῦμε σᾶς παρακαλῶ ὅτι τὸ λατινικὸ ἀλφάβητο εἶναι ἤδη ἐν χρήσει. Πηγαίνοντας νὰ πάρω ἕνα παράβολο ἀπὸ τὸ Δημόσιο Ταμεῖο τῆς ὁδοῦ Πατησίων εἶδα μὲ τὰ μάτια μου ἑλληνικὲς λέξεις μὲ λατινικὰ στοιχεῖα στὸν ἠλεκτρονικὸ ὑπολογιστὴ ποὺ χρησιμοποιοῦσε ὁ ὑπάλληλος ποὺ μὲ ἐξυπηρέτησε. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς βλέπει κάθε μέρα μπροστά του τὸ λατινικὸ ἀλφάβητο.

Ὁμολογῶ ὅτι ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἀνησύχησα λίγο καὶ δὲν ξέρω σὲ ποιὰ ἀπὸ τὶς κατηγορίες τοῦ κυρίου Μαρωνίτη ἀνήκω. ῎Αλλωστε δὲν γνωρίζω οὔτε ὁ κ. Μαρωνίτης σὲ ποιὰ κατηγορία ἀνήκει, θὰ ἔλεγα μάλιστα ὅτι δὲν μὲ ἐνδιαφέρει ἰδιαίτερα. Δέχομαι πάντως τὴν πρότασή του νὰ ρίξουμε μιὰ ματιὰ πρὸς τὰ πίσω: ἡ γνώμη μου εἶναι ὅτι τὰ τελευταῖα δέκα χρόνια δὲ ζοῦμε τόσο μιὰ γλωσσικὴ περιπέτεια, ζοῦμε κυρίως τὴ μεγάλη περιπέτεια τοῦ νοήματος. Θὰ ἔλεγα ὅτι αὐτὸ ποὺ μᾶς μάζεψε ὅλους ἐδῶ ειναι μᾶλλον ἡ ἀγωνία γιὰ τὸ νόημα ποὺ χάνεται. Ἡ τελευταία δεκαετία χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴν αἱμορραγία τοῦ νοήματος κι αὐτὸ εἶναι ποὺ μᾶς ἐμποδίζει νὰ συννενοηθοῦμε. Καλῶς ἢ κακῶς αὐτὸ σὲ γλωσσικὸ ἐπίπεδο συνέβη μέσο αὐτῆς τῆς παράξενης ἑρμηνείας ποὺ δόθηκε στὴ δημοτική. ῎Ετσι προέκυψαν καὶ οἱ ἀνησυχοῦντες γιὰ τὸν ὑπερφίαλο δημοτικισμὸ ποὺ μᾶς κατακλύζει. Μπορεῖ αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι νὰ γίνονται γραφικοί, οἱ κατηγορίες ὅμως τοῦ κ. Μαρωνίτη μοῦ φαίνονται πολὺ τῆς μόδας, πολὺ ἐπικίνδυνες. Οἱ γραφικοὶ ἀντίθετα συχνὰ μεταφέρουν ἰσχυρὲς δόσεις ἀγωνίας καὶ αἰσθάνομαι βαθύτατη συγγένεια μαζί του εἴτε κινδυνολογοῦν γιὰ τὴ γλώσσα εἴτε συμπεριφέρονται ὅπως οἱ πὰνκς στὰ ᾽Εξάρχεια.

Καὶ κάτι γιὰ τὶς εἰκόνες γιὰ νὰ γυρίσω στὰ χωράφια μου. Στὴ σύγχρονη δυτικὴ κοινωνία ἀντιμετωπίζω τὶς εἰκόνες σὰν τοὺς τόνους τῆς ζωῆς. Ὁ Διονύσης ἀναφέρθηκε πολὺ σωστὰ στὴν προσπάθεια τῶν Ἀλεξανδρινῶν νὰ μνημειώσουν τὴ μουσικὴ τῆς γλώσσας μέσα ἀπὸ ἕνα παράξενο μηχανισμό, ἕνα σύστημα τόνων. Στὴ σύγχρονη δυτικὴ κοινωνία οἱ ἄνθρωποι προσπάθησαν μέσω τῶν εἰκόνων νὰ μνημειώσουν τὴ μουσικὴ τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς.

Οἱ εἰκόνες λοιπὸν εἶναι τὸ πιὸ ἐλεύθερο πρᾶγμα ποὺ διαθέτουμε, οἱ εἰκόνες εἶναι πολυσήμαντες καὶ διαρκῶς μᾶς ξεφεύγουν. Ἀντίθετα ἀπ᾿ αὐτὸ ποὺ ὑποστήριξε ὁ κ. Ράμφος, ἂν ὑπάρχει κάποιος κίνδυνος γιὰ τὴν ἐπικοινωνία αὐτὸς δὲν προέρχεται ἀπὸ τὶς εἰκόνες, ἀπὸ τὴν προσπάθεια ἑνὸς ξύλινου λόγου νὰ τὶς ὑποδουλώσει, νὰ τὶς καθυποτάξει: ὅταν βλέπω τηλεόραση, γιὰ παράδειγμα, παρατηρῶ τὴν προσπάθεια ὑποδούλωσης μερικῶν εἰκόνων ποὺ διαφορετικὰ θὰ τριγυρνοῦσαν ἐλεύθερες, ἀπὸ ἕνα λόγο ποὺ ἐπεξεργάζονται διάφορα κέντρα κομματικά, συνδικαλιστικά, πανεπιστημιακὰ καὶ ἄλλα.

Θὰ πρότεινα λοιπὸν νὰ ἀφήσουμε ἐλεύθερες τὶς εἰκόνες νὰ πάρουν τὸ δρόμο τους καὶ νὰ τὶς ἀποσυνδέσουμε ἀπὸ τὶς λέξεις ποὺ πρέπει ἐπίσης νὰ βιώσουν τὴν ἐλευθερία τους. Αὐτὰ τὰ δύο πράγματα ἂς χωριστοῦν ἐπιτέλους: τότε, εἶναι πιθανὸ νὰ βγεῖ κάποια ἄκρη.

Ανδρέας Μπελεζίνης

Μετά τις πρωινές εισηγήσεις εξεπλάγην, για να αντλήσω κι εγώ από τη γλωσσική διαχρονία, κατά το πλατωνικὸ ρήμα, πανικοβλήθηκα, σάστισα, τα έχασα, γιατί σχεδόν κινδύνεψα να πιστέψω ότι είμαι αφασικός και άγλωσσος, όχι μόνο εγώ, αλλά και τα παιδιά μου, και εννοώ όχι τόσο τα φυσικά όσο τα πνευματικά. Μετά από τις απογευματινἐς, πρώτες, εισηγήσεις, παρ᾿ όλο που εν μἐρει με εκάλυψαν, μου δημιουργήθηκε νέος πανικός ότι είμαι άγλωσσος ή άμουσος. Μετά όμως από την εισήγηση του κ. Ράμφου με κατέχει αγωνία θρησκευτική. Φοβούμαι ότι θα αποδειχθώ άξιος για την κόλαση, γιατί εάν πολλοστιμόριο, όπως λένε, των λεχθέντων του κ. Ράμφου και του κ. Σαββόπουλου αληθεύουν, τότε δεν με σώζει τίποτε από την γέενναν του πυρός. Ωστόσο, αν συγχωρείται να μιλἠσει κανείς θεολογική γλώσσα, θα επεσήμαινα το εξής που πιστεύω ότι βρίσκεται στο κέντρο του όλου προβληματισμού μας.

Εάν για να μιλήσω νέα ελληνικά, χρειάζεται να κατἐχω τις διαδοχικές φάσεις των συγχρονιών και κυρίως την απωτάτη, τα αρχαία ελληνικά, τότε θα πρέπει να βρεθώ στο κἐντρο της γλώσσας κι αυτό είναι ύβρις, με την αρχαία έννοια της λἐξης, και εφάμαρτο κατά τη χριστιανική εννοιολογία και πατερική αντίληψη. Είναι εωσφορικό, είναι δαιμονικό να απαιτήσουν να γνωρίζω τα αρχαία ελληνικά και τη διαχρονία της γλώσσας, προκειμένου να μιλήσω τη δική μου γλώσσα. Ο Φρόυδ αρχίζει ένα βιβλίο του με την εξής ὑπόθεση: εάν, λἐει, υποθέσω ότι το κέντρο του κόσμου αποτελείται όχι από πυρακτωμένη μάζα, όπως λέει η συμβατική επιστήμη με τη δική της μυθολογία, αλλά από γυαλί, αυτό είναι συζητήσιμο· ἐνα όμως θέσω εξ υπαρχής την ὑπόθεση ότι το κέντρο της γης αποτελείται από μαρμελάδα, αυτό είναι τελείως εκτός συζητήσεως. ᾽Εχω την εντύπωση ότι αυτό έγινε σήμερα σε πολλές εισηγήσεις, χωρίς να σημαίνει ότι δεν εκτιμώ βαθύτατα όλα τα πρόσωπα που ανἐβηκαν στο βήμα. Θέλω να διατυπώσω όχι μομφή αλλά οπωσδήποτε παράπονο ή, αν θέλετε, ὑπόδειξη στην οργανωτική επιτροπή. ᾽Οταν με το καλό το κόμμα μας οργανώσει συζήτηση για τη μουσική του Δ. Σαββόπουλου, παρακαλώ να κληθώ να αναπτύξω το θέμα «οι μουσικοί τόνοι στη Ρεζέρβα», ή επίσης όταν ο κ. Ράμφος, ο οποίος ξέρει ότι τον αγαπώ, γιατί σέβομαι το πάθος του, παρά τις διαφωνίες, οργανώσει στη Θεολογική Θεσσαλονίκης, συζήτηση περί του Συμεών του νέου θεολόγου, παρακαλώ και πάλι να μιλήσω όχι ως μελετητής της ποίησης του αγίου και των ωραίων του ὑμνων, αλλά για την ορθοδοξία του ή μη.

Ἀντ. Φωστιέρης

Μοῦ κάνει ἐντύπωση τὸ ὅτι σὲ μιὰ ὁλόκληρη ἡμερίδα ἀφιερωμένη στὰ σύγχρονα προβλήματα τῆς γλώσσας, οἱ περισσότερες συζητήσεις ἐπικεντρώθηκαν στὴν πολὺ παλιὰ διαμάχη τῆς δημοτικῆς καὶ τῆς καθαρεύουσας —ἕνα θέμα δηλαδὴ ξεπερασμένο πιὰ ἀπὸ καιρὸ ἤ, πάντως, ἕνα θέμα ποὺ ταλάνισε γενιὲς καὶ γενιὲς ὣς τὶς μέρες μας. Ἐκεῖνο ποὺ ἐλάχιστα ἀπασχόλησε τὶς συζητήσεις τὶς σημερινὲς —ἂν ἐξαιρέσουμε βέβαια τὴν εἰσήγηση τοῦ Διονύση Σαββόπουλου— εἶναι ἡ πρόσφατη ἀντιπαράθεση μονοτονικοῦ καὶ πολυτονικοῦ, καθὼς καὶ ἡ περιφανὴς νίκη τοῦ πρώτου ἐπὶ τοῦ δευτέρου. Εἰδικὰ μάλιστα στὴν ἑνότητα αὐτὴ τῶν συζητήσεων ποὺ ἀφορᾶ στὴ σχέση γλώσσας καὶ πολιτικῆς, ἡ κρατικὴ ἐπιβολὴ τοῦ μονοτονικοῦ νομίζω πὼς μπορεῖ νὰ εἰκονογραφήσει, παραστατικότερα ἀπ᾿ ὁτιδήποτε ἄλλο, τὴν πειθαναγκαστικὴ δύναμη τῆς ἐξουσίας ἀκόμα καὶ στὰ γλωσσικά μας πράγματα. Ὁ νομοθετικὸς καθορισμὸς τῆς δημοτικῆς ὡς ἐπίσημης γλώσσας τοῦ κράτους εἶναι ἀδιανόητο νὰ ἐξομοιωθεῖ μὲ τὴν ἀναπάντεχη ἐπιβολὴ τοῦ μονοτονικοῦ συστήματος: ἡ τυπικὴ κατοχύρωση τῆς δημοτικῆς ἦρθε ὡς ἀναγνώριση μιᾶς ἄτυπης πραγματικότητας ποὺ ἴσχυε ἐδῶ καὶ πενήντα —γιὰ νὰ μὴν πῶ ἐδῶ καὶ ἑκατὸν πενήντα— χρόνια, ἐνῶ ἡ ἀπόφαση γιὰ τὴν καθιέρωση τοῦ μονοτονικοῦ ἐλήφθη ἄνωθεν καὶ ἐν μιᾷ νυκτί.

Τὸ δυστύχημα εἶναι (καὶ σ᾿ αὐτὸ συνίσταται ἡ παρατήρησή μου) ὅτι ἡ ἀντίδραση στὴν αὐθαίρετη ἐπιβολὴ τοῦ μονοτονικοῦ ὑπῆρξε χλιαρὴ καὶ ἄτονη, ὄχι μόνο ἀπὸ τὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ κόσμου ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς ἴδιους τοὺς συγγραφεῖς, ποὺ ὑποτίθεται πὼς ἔχουν μὲ τὴ γλώσσα, φύσει καὶ θέσει, μιὰ σχέση στενὰ προσωπική. Πρὶν ἀπὸ τὴν ἐπίσημη καθιέρωση τοῦ μονοτονικοῦ ἐλάχιστοι ἦταν οἱ συγγραφεῖς ἢ οἱ ποιητὲς ποὺ ἔγραφαν καὶ τύπωναν τὰ βιβλία τους σὲ μονοτινικό· ἀκόμα λιγότεροι ἦταν ἐκεῖνοι ποὺ χρησιμοποιοῦσαν τὸ μονοτονικὸ στὴν ἀλληλογραφία τους ἢ σὲ ὁποιοδήποτε γραφτὸ κείμενό τους. Αὐτὸ ποὺ μὲ κάνει τώρα νὰ ἐκπλήττομαι εἶναι τὸ ὅτι, πέρα ἀπὸ τὴν ὑποχρεωτικὴ χρήση τοῦ μονότονου μονοτονικοῦ στὴ δημόσια διοίκηση (δὲ μιλῶ λογουχάρη γιὰ τὶς δακτυλογράφους τῶν δημοσίων ὑπηρεσιῶν, ποὺ εἶναι ἀκόμα καὶ τεχνικὰ ἀδύνατο νὰ γράψουν σὲ πολυτονικό, γιατὶ ἀφαιρέθηκαν οἱ περισπωμένες καὶ τὰ πνεύματα ἀπὸ τὶς γραφομηχανές τους!), βλέπω ἀμέτρητους ἀνθρώπους νὰ χρησιμοποιοῦν τὸ μονοτονικό, ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἔγινε νόμος τοῦ κράτους, ἀκόμα καὶ στὴν ἰδιωτική τους ἀλληλογραφία, ἀκόμα καὶ στὰ πιὸ προσωπικά τους σημειώματα. Μ᾿ ἄλλα λόγια, ἡ πειθαναγκαστικὴ ἰσχὺς τῆς κρατικῆς ἐξουσίας βλέπουμε νὰ ἐπαληθεύεται, μὲ τὸν πιὸ θεαματικὸ τρόπο, ὄχι μόνο ὡς ἐξαναγκασμὸς σὲ δημόσιο ἐπίπεδο ἀλλὰ καὶ ὡς πειθὼ σὲ ἐπίπεδο διαπροσωπικὸ ἢ καὶ ἀπόλυτα προσωπικό. Τὸ κράτος δὲν ἀρκεῖται στὸ νὰ ἐπιβάλει τὴν ἄποψή του· ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ μᾶς πείσει πὼς ἡ ἄποψή του εἶναι ἡ σωστή, γι᾽ αὐτὸ καὶ τὴν υἱοθετοῦμε, ἀκόμα κι ὅταν πρόκειται γιὰ θέματα τόσο λεπτά, ὅπως εἶναι τὰ θέματα τῆς γλώσσας καὶ τῆς γραφῆς. Αὐτὴ τὴ στιγμὴ δὲν συζητῶ ἐπὶ τῆς οὐσίας —ἂν ὡς οὐσία νοεῖται ἡ ὑπεροχὴ ἢ ἡ μειονεξία τοῦ μονοτονικοῦ ἔναντι τοῦ πολυτονικοῦ. Τὸ φαινόμενο τῆς ἐπιβολῆς του ἐπισημαίνω καί, κυρίως, τὸ φαινόμενο τῆς ἀποδοχῆς του —ποὺ κι αὐτὰ πιστεύω πὼς ἐπίσης ἀποτελοῦν οὐσία τοῦ ζητήματος. Γιατί, ἂν ἴσως δεχτοῦμε ὅτι τὸ μονοτονικὸ εἶναι ὄντως τὸ σωστότερο σύστημα γραφῆς, πῶς ἐξηγεῖται ἄραγε τὸ ὅτι, τουλάχιστον οἱ συγγραφεῖς ποὺ ἐξ ὁρισμοῦ ἔχουν μιὰ ἴδιαίτερη εὐαισθησία ἀπέναντι στὴ γλώσσα, δὲν τὸ ὀσφρίστηκαν νωρίτερα, ἀλλὰ περίμεναν ν᾿ ἀστράψει τὸ φῶς τοῦ νόμου γιὰ νὰ τοὺς δείξει τὸ σωστὸ τρόπο χρήσης τοῦ δικοῦ τους ὀργάνου, τοῦ δικοῦ τους ὑλικοῦ; Αὐτὸ καὶ μόνο τὸ φαινόμενο, νομίζω πὼς ἀρκεῖ νὰ καταδείξει τὴ σχέση τῆς γλώσσας μὲ τὴν πολιτική, ποὺ εἶναι μιὰ σχέση ὑποτέλειας, σχέση ἐξάρτησης καὶ ἀλλοίωσης, ὅταν, ὡς λαὸς καὶ ὡς ἄτομα, μὲ δουλικὴ προθυμία ἢ ἔστω δουλικὴ ἀνοχή, ἐπιτρέπουμε στὸ νόμο, στὴν ἐξουσία καὶ στὸ κρἀτος νὰ εἰσδύσουν ὥς καὶ στὴν πιὸ κρυφὴ πτυχὴ τῆς ἀτομικότητάς μας, ὥς τὴ γραφή μας κι ὥς τὸν τρόπο γραφῆς μας.

Γρηγόρης Κ. Μασαλάς

Επειδή χρόνια ασχολούμαι με τη σωστή μεταφορά του γραπτού λόγου σε προφορικό και τη μετατροπή του σε λογικό και συναισθηματικό ήχο και με απασχολεί καθημερινά το πρόβλημα, τόσο στη Δραματική Σχολή, όσο και στο θέατρο, θα κάνω κάποιες ερωτήσεις στον κ. Σαββόπουλο, για να αποδείξω το αντίθετο απ᾿ αυτά που ισχυρίστηκε και θα χρησιμοποιήσω ίδιες λέξεις, με διαφορετική τονική φόρτιση.

Θα δανειστώ ένα στίχο του Σολωμού: «Τώρα που η Ξάστερη / νύχτα μονάχους / μας ήβρε απάντεχα...» Σ᾿ αυτό το κομμάτι από το ποίημα έχουμε μια λογική ενότητα. Ο πρώτος στίχος είναι μια τονική ενότητα, που αποτελείται από τις φωνητικές λέξεις: τώρα, και, πού η ξάστερη (μια φωνητική λέξη μπορεί να αποτελείται από μια ή και περισσότερες γραμματικές λέξεις). Η πρώτη φωνητική λέξη το «τώρα» έχει κάποια βαρύτητα στο στίχο προσδιοριστική μετά από το απόσπασμα «Τα δυο αδέρφια» και θα πρέπει να τονιστεί σημασιολογικά, αισθαντικά: Τώρα(!). Στη δεύτερη φωνητική λέξη που αποτελείται από τρεις γραμματικές λέξεις το: πού που οξύνεται, το: η, που δασύνεται και το: ξάστερη, που προπαροξύνεται, έχει δε, πέντε συλλαβές που-η-ξασ-τε-ρη, απ᾿ τις οποίες η μία ξάσ- έχει την εντονή και ακούγεται δυναμικότερα, εντονότερα, από τις άλλες τέσσερες, που ακούγονται το ίδιο, είτε είναι λέξεις με τόνο «πού» ή λέξεις με πνεύμα «ή» είτε συλλαβές άτονες -τε-ρη.

Ας πάρουμε τώρα μια άλλη φράση, καθημερινή, που νάχει τις λέξεις τώρα και πού (που χρησιμοποίησε κι ο κ. Σαββόπουλος); «πού θα πας τώρα». Οι φωνητικές λέξεις εδώ είναι τρεις το: πού, περισπώμενο, το: θα πας, με δυο λέξεις; η μία με οξεία και η άλλη με περισπωμένη και με την εντονή στην περισπωμένη, και το; τώρα, παροξύτονο.

Το τώρα στο στίχο του Σολωμού έγραψε κάποια ντεσιμπέλ(ια) και κάποιους χιλιόκυκλους· η ίδια λέξη με τον ίδιο γραμματικό τόνο στη δεύτερη φράση, που έχει τελείως διαφοροποιημένη, χρονική πάλι, σημασία θα γράψει οπωσδήποτε άλλο αριθμό ντεσιμπέλ(ια) και χιλιόκυκλους. Το ίδιο και με το: πού και ποῦ. Κατά την «ανακάλυψη» του κ. Σαββόπουλου το οξυνόμενο θάπρεπε να γράψει περισσότερα ντεσιμπελ(ια) από το περισπώμενο, κι όμως στην πράξη το οξυνόμενο θα γράψει όσα και μια άτονη συλλαβή ενώ το περισπώμενο θα γράψει πολύ περισσότερα.

Μια άλλη λέξη επαναλαμβανόμενη, με την ίδια σημασία και την ίδια τονική αξία (φωνητική και γραμματική) όχι όμως και συναισθηματικής φόρτισης, η λέξη κόρη, στο δημοτικό στίχο «κόρη σκύλα, κόρη άνομη, κόρη γεβεντισμένη», έχει μια επίταση στην επανάληψη και οπωσδήποτε αν και είναι η ίδια λέξη με τον ίδιο τόνο και την ίδια θέση (συνταχτική) θα σημειώσει στο μηχάνημα διαφορετικό αριθμό από ντεσιμπέλ(ια). Η συναισθηματική φόρτιση, η ψυχούλα δηλαδή, το διέλυσε το μηχάνημα με την τελειότητά του. Αν δε συγκριθεί με την κοινή έκφραση: «εσύ είσαι κόρη μου», θα βρούμε τεράστια διαφορά.

Μ᾿ αυτά τα παραδείγματα, νομίζω ότι και με το αυτί μονάχα, φάνηκε ότι η αξία η τονική στη Νεοελληνική γλώσσα, δεν εξαρτάται από το γραμματικό τόνο αλλά από τη σημασιολογική και συναισθηματική φόρτιση της λέξης, το νοηματικό και το συναισθηματικό κέντημα του λόγου, που είναι η στίξη και το συνταχτικό, κι εδώ θα πρέπει να σταθούμε κι όχι στο μονοτονικό και το πολυτονικό. Θα πρέπει να μάθουμε να μιλάμε τη γλώσσα μας με βάση το Ελληνικό συνταχτικό και να σκεφτόμαστε απ᾿ ευθείας σ᾿ αυτή.

Το μονοτονικό μπορεί να μπερδέψει κάποιον, που έμαθε γράμματα με το πολυτονικό στο γράψιμο και όχι στον προφορικό λόγο ή στο διάβασμα των μονοσύλλαβων λέξεων και τούτο γιατί καταργήσαμε τον τόνο από τα άρθρα, το τοπικό που και το τροπικό πως. Ειδικά με τις μονοσύλλαβες (του, της, το, τον, την, τους, τις) δεν τις αναγνωρίζεις με την πρώτη ματιά αν είναι άρθρο ή προσωπική αντωνυμία οπότε πρέπει να τονιστεί, ή κτητική αντωνυμία, που δεν πρέπει, το ίδιο γίνεται και με το αιτιολογικοαναφορικό που, που είναι άτονο και το τοπικό-ερωτηματικό, που θα πρέπει να τονιστεί, καθώς και με το πως το αιτιολογικό και το πως το τροπικό, που πρέπει να τονιστεί. Οι μονοσύλλαβες λέξεις που ανέφερα πριν, που έπαιρναν περισπωμένη θα πρέπει να τονιστούν για να ξεχωρίζουν από τις άτονες. Έβλεπα μια μέρα μια ταινία. Στους ὑπότιτλους βλέπω τη φράση «η μάνα του βρήκε δουλειά». Πώς να διαβάσω: «η μάνα του, βρήκε δουλειά», ή «η μάνα, του βρήκε δουλειά». Αν το του, το διαβάσω σαν κτητική αντωνυμία διαφοροποιείται ο χαρακτήρας του γιου και μετατίθεται η θέση ολόκληρου του έργου. Σ᾿ αυτό μόνο το σημείο θέλει προσοχή το μονοτονικό και λύνεται είτε τονίζοντας τα περισπώμενα, ή βάζοντας ενωτικό ανάμεσα στο όνομα και την κτητική αντωνυμία, ή κόμμα μετά τη αντωνυμία.

Το ζήτημα λοιπόν θα πρέπει να τοποθετηθεί στη σωστή εκφορά του λόγου κι όχι στην ορθογραφία. Όπως είπα και στην προηγούμενη παρέμβαση μου: ανάγκη να εισαχτεί το μάθημα της «Αγωγής του Λόγου» στα Σχολειά, όχι σαν ιδιαίτερο μάθημα αλλά σαν ὑποδειγματική ομιλία του δάσκαλου-καθηγητή. Για να επιτευχθεί όμως αυτό, θα πρέπει ο δάσκαλος πρώτα απ᾿ όλους να μάθει να μιλάει σωστά και να παιδευτεί στην Παιδαγωγική Ακαδημία ανάλογα, να μπει με άλλα λόγια το μάθημα της «Αγωγής του Λόγου» στις Ακαδημίες και να εκπαιδευτούν οι Δάσκαλοι στην εφαρμογή της γραμματικής και του συνταχτικού στον προφορικό λόγο, την ορθοφωνία, την απαγγελία και να μάθουν και μερικά στοιχεία γύρω από την ὑποκριτική τἐχνη.

Η «πρώτη ανάγνωση», στην πρώτη επαφή που θάρθει ο «νέος άνθρωπος» με το σχολειό, είναι καθοριστική για τη γλώσσα του παιδιού αλλά και για τη γλώσσα μελλοντικά. Εδώ λοιπόν δίνεται η μάχη και πρέπει να κερδιθεί, με τον παραδειγματισμό. Αν ο δάσκαλος έχει μάθει να μιλάει σωστά, αρθρωτικά, συναισθηματικά, ὑποβλητικά, μπορεί να κερδιθεί το παιχνίδι της γλώσσας κατά 80%.

Προέρχομαι από το δασκαλίκι και κρατιἐμαι, όπως όλοι οι δάσκαλοι, από επαρχία (με σφάλματα δηλαδή στη γλώσσα όχι μόνο ιδιωματικά αλλά και ορθοφωνικά). Σαν άρχισα να αντρώνουμαι, ντρεπόμουν να μιλήσω, γιατί ένιωθα πως δε μιλάω σωστά, (με όλα τα ψυχολογικά επακόλουθα) και έπρεπε να πάω στη Δραματική σχολή να χτυπηθώ τρία χρόνια με το δάσκαλό μου τον Πέλο τον Κατσέλη για να μάθω, αυτά που θάπρεπε να τάχω μάθει στο Δημοτικό και χρειάστηκαν εικοσιτρία χρόνια για να μπορέσω να χρησιμοποιήσω το λόγο όπως πρέπει και να χαρώ την ομορφιά της γλώσσας μας, γιατί είναι όμορφη, μα το ΝΑΙ. (Θυμάμαι όταν είμουν ὑπότροφος στο Λαικό Θέατρο της Σόφιας, με παρακαλούσαν οι Βούλγαροι συνάδελφοι να τους απαγγείλω για να χαρούνε τη μουσική της).

Γιατί να βασανίζονται οι νέοι άνθρωποι και να τους δημιουργούνται ένα σωρό προβλήματα, τη στιγμή που μπορούν να αποφευχτούν, αρκεί να ξέρει ο Δάσκαλος - καθηγητής να τους καθοδηγήσει· κι αύριο - μεθαύριο, μετά από μια γενιά θα ξέρει και η μάνα κι ο πατέρας, κι αργότερα κι ο παππούς με τη γιαγιά, ακόμα κι αυτοί που μιλάνε στα μέσα ενημέρωσης, στη Βουλή, στα Δικαστήρια, στη ρούγα... κι έτσι θα φτάσει η γλώσσα σ᾿ ένα επίπεδο άξιο για αφετηρία εξέλιξης.

Γραπτά κείμενα θα ὑπάρξουν κι ο καθένας είναι λεύτερος να γράψει όπως του καπνίσει, είτε μονοτονικά, είτε πολυτονικά, είτε άτονα —ορθογραφημένα ή ανορθόγραφα με στίξη ή χωρίς το πώς θα κατανοηθούν ευκολότερα έχει σημασία και το πώς θα αποδοθούν, πώς θα τονιστούν (από την προπαραλήγουσα και κάτω ο τόνος κι όχι πριν).

Κείμενα λοιπόν θα γραφτούν, μπορεί όχι πολλά και καλά, κι ας γράφουν όλοι οι ᾽Ελληνες, θα γραφτούν λιγότερα, ὑπάρχουν τόσα στη γλώσσα μας, που δεν πρόκειται να χαθεί ούτε να φθαρεί απ᾽ αυτή τη μεριά, αλλά από την κακή μεταχείρισή της κι από τη φτώχεια που ποικιλότροπα επιβάλλεται στη γλώσσα της νέας γενιάς, με την αδιαφορία γονιών και δασκάλων ακόμα και της πολιτείας (μέσα ενημέρωσης), με τις παρεμβολές —ελληνικά με ξενική σύνταξη— ξενόφερτες λέξεις —που δεν αφομοιώνονται πια—, από την ξενομανία των περισσότερων Ελλήνων. Θυμάμαι πριν ξεστρατήσω από το χωριό μου τους Χουλιαράδες (Γιάννινα), είχε γυρίσει κάποιος από το Στρατό· κάπου είχε ακούσει το: «merci» και τόλεγε σα ρήμα: σας μερσώ. Τότε το κορόϊδευα, αργότερα όμως κατάλαβα ότι εκείνος στην άγνοια του έκανε εθνικό έργο, εξελληνίζοντας τη λέξη, πράγμα που σήμερα δεν γίνεται, γιατί όλοι μας θέλουμε να επιδείξουμε τη γλωσσομάθειά μας και οι ξένες λέξεις επιβάλλονται και παραμένουν ατόφιες.

Φωνητικά και μόνο μπορεί να συντηρηθεί η γλώσσα μας, που όχι μόνο διατηρήθηκε αλλά και εξελίχτηκε σωστά κάπου 1700 χρόνια. Είναι κρίμα να την αφήσουμε να φθαρεί και σιγά σιγά να καταντήσει μουσειακή γλώσσα, ή γλώσσα του γραφείου και μόνο, των μελετητών.

Τώρα στο Σχολείο έχουν μπει αξιόλογα κείμενα. Ένα κακό διάβασμα σ᾿ ένα θαυμάσιο κείμενο μπορεί να απομακρύνει το παιδί από το βιβλίο, όπως ένα καλό διάβασμα σ᾿ ένα έστω και δευτερότερο κείμενο, μπορεί να το παρακινήσει για διάβασμα, πράγμα που δε γίνεται σήμερα. Όταν είμουν δάσκαλος διάβαζα στους μαθητές μου ποίηση και διηγήματα. Με βρίσκουν τώρα και μου λένε: «Σ᾿ ευχαριστούμε, Δάσκαλε, γιατί μας έφερες σ᾿ επαφή με τα κείμενα. Μας έμαθες να μιλάμε και να διαβάζουμε».

Το μόνο που δε φοβάμαι, μα την αλήθεια, είναι μη πάθει η γλώσσα από την κατάργηση της περισπωμένης, της βαρείας, της ψιλής και της δασείας.

Αλ. Κοτζιάς

Θέλω να ὑποβάλω μια παράκληση στον κ. Σαββόπουλο και κατόπιν μια ερώτηση. Αν ποτέ γίνουν αυτές οι μετρήσεις με τα μηχανήματα που μας ανέφερε στην ομιλία του, θα παρακαλέσω να μετρηθεί με τα ντεσιμπέλ το εξής σολωμικό: «του πατέρα σου όταν έρθεις δεν θα βρεις παρά τον τάφο / είμαι μηρός του και σου γράφω μέρα πρώτη του Μαγιού».

Και η ερώτηση: Πώς ο κ. Σαββόπουλος, με τόσο οξυμένη και ευαίσθητη ακοή εξακολουθεί και είναι ανορθόγραφος, όπως ο ίδιος ομολόγησε;

Ἀλ. Μουλακάκης

Ἀγαπητοὶ φίλοι, νομίζω ὅτι, ὅταν συζητᾶμε σοβαρὰ θέματα γιὰ τὴ γλῶσσα καὶ τὸ πάθος καὶ ἡ ἔνταση δικαιολογεῖται ἀλλὰ νομίζω ὅτι μπερδεύτηκαν δύο κόσμοι ἐδωπέρα. Ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ ὁ λόγος τοῦ ποιητῆ ποὺ μὲ φέρνει χιλιάδες χρόνια μακριὰ καὶ φαντάζομαι κάποιους ἄλλους ποιητὲς τὰ παλιὰ χρόνια, δημιουργούς, λυρικοὺς καὶ μή, νὰ ἀναζητοῦν τὶς λέξεις τους μὲ τὴν ἴδια ἀγάπη καὶ τὸν ἴδιο πόθο ποὺ ἐξετάζει ὁ ποιητὴς καὶ δημιουργός, ὁ Διονύσης ὁ Σαββόπουλος. Κι ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ βλέπω τὸν κ. Φόρη καὶ ἄλλους κυρίους νὰ ζητοῦν ἐπιστημονικὰ τεκμήρια γι᾿ αὐτὴν τὴν ποιητική, γι᾿ αὐτὴ τὴ δημιουργία. ῎Οχι κύριοι, εἶναι ἀνεπίτρεπτο· εἶναι ποιητὴς καὶ τὸν εὐχαριστοῦμε. Χωρὶς αὐτόν, μ᾿ ἐμᾶς μόνον, «ἡ νύχτα θὰ διαδεχόταν τὴ νύχτα». Καὶ μόνο γι᾿ αὐτὸ τὸ στίχο ἀξίζει νὰ τὸν εὐχαριστοῦμε θερμά. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ὅμως πραγματικὰ νιώθω ἀμήχανα καθὼς βλέπω ἀπέναντί μου τὸν Μπάμπη τὸν Δρακόπουλο, τὸ πρωὶ τὸν Λεωνίδα τὸν Κύρκο, τώρα τὸν Γραμματέα τοῦ ΚΚΕ ἐσωτ. τὸν Γιάννη Μπανιᾶ, μιὰ καὶ ξέρω ἀπὸ πηγές, ἀπὸ μαρτυρίες οἰκογενειακές, ἀπὸ φιλίες ποὺ δὲν διαιώνισα, πόσο ὑπέφεραν, στ᾿ ὄνομα τοῦ λογιωτατισμοῦ. Σκέφτομαι καὶ μπερδεύομαι καὶ λέω: Βρὲ Μουλακάκη μπὰς καὶ μπῆκες στὰ δίχτυα τῆς ἀντίδρασης; Μήπως δηλ. εἶσαι σὲ λάθος δρόμο; Πέρασα μιὰ τέτοια κρίση φίλοι· κλπ μοῦ ἔκοψαν τὴν καλημέρα, ἐπειδὴ ἀκριβῶς εἴπαμε νὰ διασώσουμε στὸ Λύκειο καὶ νὰ διδάξουμε στὸ Γυμνάσιο παράλληλα μὲ τὰ νέα ἑλληνικά, μὲ νέες μεθόδους τ᾿ ἀρχαῖα. Αὐτοὶ λοιπὸν οἱ παλιοὶ ἀγωνιστές, ποὺ σέβομαι προσωπικὰ καὶ τιμῶ, μὲ κάνουν καὶ σκέπτομαι πὼς κουβαλᾶν μέσα τους μιὰ ἱστορία κι ὅτι ἡ ἀριστερὰ σήμερα, καὶ τὸ ἄλλο ΚΚΕ καὶ τοῦ ἐσωτερικοῦ, ἔχει ἴσως μιὰ προκατάληψη γιὰ τὰ ἀρχαῖα Ἑλληνικά. Κι αὐτό, πιθανόν, ἐπειδὴ ἡ ἀντιδραστικὴ παράταξη ἐδῶ μονοπώλησε τὴν ἐθνικοφροσύνη κι ἔτσι συνετέλεσε ὥστε, γιὰ νὰ στηρίξει τὰ κούφια πόδια της νὰ πλαστογραφήση καὶ νὰ φωτίση μονόπλευρα τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ σκέψη. Παλιότερα δηλ. ἡ χρήση τῶν λέξεων ἀποτελοῦσε ἐπίδειξη ἰδεολογικῆς· ταυτότητας, λέγοντας γιὰ παράδειγμα: «τῆς δράσης» μποροῦσαν νὰ σοῦ κάνουν καὶ φάκελλο, ξεπεράστηκαν πιὰ αὐτά. Τὰ κόμματα νομιμοποιήθηκαν· ἂς ποῦμε καὶ «τῆς δράσης» ἀλλ᾿ ἂς μὴν ἐξορίσουμε τὸ «δράσεως», ἀρκετὲς ἐξορίες φάγανε οἱ ἄνθρωποι μὴν ἐξορίξουμε καὶ τὶς λέξεις. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ τώρα ἔχω νὰ κάνω μερικὲς παρατηρήσεις. Εἰλικρινὰ ὑποκλίνομαι μπροστὰ στὸ μεγαλεῖο τῆς εἰσήγησης τοῦ Μάριου τοῦ Πλωρίτη. Ὁ λόγος μου δὲν εἷναι δημαγωγικὸς οὔτε φορτίζω σκόπιμα συναισθηματικὰ τὴν κατάσταση γιὰ νὰ μπορέσει αὐτὸς νὰ γίνει ἀποδεκτός. Τὸν Μάριο Πλωρίτη τὸν σεβόμαστε χιλιάδες ἄνθρωποι καὶ χιλιάδες φιλόλογοι, φιλόλογοι τῆς δράσης καὶ τῆς ἕδρας γιὰ τὸ ὑπέροχο ἄρθρο ποὺ ἔγραφε πέρυσι τὸ Φλεβάρη γιὰ τὰ ἀρχαῖα Ἑλληνικά, «Κατάργηση, ἑνὸς μαθήματος ἢ κατάργηση μεγίστου μαθήματος». Σήμερα πάλι εἴδαμε καὶ τὴν ἄλλη του διάσταση ποὺ τὴ βλέπουμε στὸ γραπτὸ λόγο, ἀλλὰ εἴδαμε καὶ μιὰ ζεστῆ παρουσία, μιὰ ἀνθρώπινη χρήση τῆς γλώσσας.

Τὴν πολιτικὴ τὴ βλέπω ὡς πολίτης· ὡς πολίτης λοιπὸν δικαιοῦμαι νὰ πῶ ὅτι πραγματικὰ ἐκπλήσσομαι, παραδέχομαι καὶ θαυμάζω τὴν ὕψιστη προσπάθεια τοῦ καθηγητῆ Δ. Μαρωνίτη νὰ συνταιριάσει τὸν ἀγώνα του στὰ κλασικὰ γράμματα μὲ τὸν ἀγώνα του νὰ ὁρίσει τὸν διανοούμενο. Προσωπικὰ πιστεύω ὅτι σήμερα γιὰ ἕναν ποὺ ἔχει ἕδρα κλασικῆς φιλολογίας, παρακαλῶ μὴν παρεξηγηθῶ, ἡ ἐνασχόληση μὲ τὸν κλασικὸ λόγο καὶ τὴν ἑνιαία μορφὴ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας πρέπει νὰ εἶναι τὸ κύριο καθῆκον του ἀπέναντι στὴν πατρίδα καὶ τὴν Παιδεία. Ὁμολογῶ ὅμως ὅτι ἡ προσπάθεια ὁριοθέτησης τοῦ κοινωνικοῦ πλέον καὶ πολιτικοῦ φαινομένου «γλώσσα» σὲ σχέση μὲ τὰ κόμματα ποὺ ὑπάρχουν τώρα μὲ βρίσκει ἀπόλυτα σύμφωνο, ὁμολογῶ ὅμως ὅτι ἡ προσπάθεια δὲν πρέπει νὰ ἐξαντλεῖται ἐκεῖ. Ὁ χρόνος ἦταν λίγος ἀλλὰ νομίζω ὅτι δὲν μπορεῖ κανεὶς σοβαρὸς τῆς ἀριστερᾶς νὰ διαφωνήσει μὲ τὶς τοποθετήσεις τοῦ καθηγητῆ Δ. Μαρωνίτη. Ἐμένα πραγματικὰ πολὺ μὲ διαφώτισε.

Ὁ ποιητὴς τώρα ἀκολούθησε τὸν δικό του τρόπο, τοῦ ζητήσαμε νὰ μᾶς παρουσιάσει τὰ τεκμήρια τῆς ἐπιστημοσύνης, ὁ Γαβρόγλου τὸν ὁποῖο γνωρίζω ὡς Πανεπιστημιακὸ ἐξ ἀκοῆς. Κι ὡς ἕνα δραστήριο μέλος τοῦ Πολιτικοῦ Γραφείου ἔκανε μία κατὰ τὴν ἄποψή μου, τελείως παράτυπη παρατήρηση ὅτι θὰ ἔπρεπε νὰ προηγηθεῖ ἡ δήλωση ὅτι εἶναι ἐπιδείξεις. Ὁ ποιητὴς δημιουργεῖ. Ξεκινώντας τὴ δράση του δὲν ἤξερε τί θὰ πεῖ καὶ πῶς ἀκριβῶς θὰ γίνει. Εῖχε μερικὰ στοιχεῖα νὰ χρησιμοποιήσει. Δὲν προκατασκευάζει ὁ ποιητής. Οἱ ἐπιστήμονες καὶ οἱ δῆθεν ἐπιστήμονες ἔρχονται μὲ εἰσηγήσεις, μὲ κατανομὲς καὶ μὲ ἄλλες ἱστορίες. Τελειώνω μὲ τὴν περίπτωση τοῦ ἀγαπητοῦ φίλου, τοῦ Στέλιου τοῦ Ράμφου ποὺ βεβαίως γνωρίζω ὅτι στὴν εὐαισθησία πολλῶν λειτουργεῖ ὡς πρόκληση χριστιανομαρξισμὸς καὶ ἔτσι. Πρέπει ὅμως νὰ δοῦμε ἑνιαῖο τὸν ἑλληνικὸ λόγο, ἑνιαία τὴν πολιτιστική μας παράδοση. Δὲν φημίζομαι ἰδιαίτερα γιὰ τὶς χριστιανικές μου ἐπιδόσεις, ἀλλὰ θαρρῶ ὅτι ἡ ἀναφορὰ ποὺ κάνει στὴ ζωγραφικὴ καὶ στὴν ἁγιογραφία εἶναι κάτι ποὺ θὰ πρέπει πολὺ νὰ μᾶς προβληματίσει. Ἡ διαφορὰ ἀνατολικοῦ τρόπου καὶ δυτικοῦ εἶναι καὶ ἐμφανὴς καὶ σημαντική. ῍Ας προσχωρήσουμε γιὰ λίγο στὴ σκέψη του. ῍Ας κρίνουμε καὶ μετὰ ἂς τὴν ἀπορρίψουμε γιατὶ ἐπιτέλους Ἑλλάδα εἶναι καὶ ἡ ὑμνογραφία καὶ μὴν ξεχνᾶμε, μαρξιστὲς καὶ μή, ὅτι ὁ ὕμνος «τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια» ἀποτέλεσε τὸν ἐθνικὸ ὕμνο τοῦ ἑλληνισμοῦ γιὰ πολλὰ πολλὰ χρόνια.

Δευτερολογίες εἰσηγητῶν

Μάριος Πλωρίτης

Ο κ. Φωστιέρης, αν δεν κάνω λάθος, έμεινε έκπληκτος διαπιστώνοντας την επιβολή της κρατικής εξουσίας χάρη στην επιβολή του μονοτονικού. Ομολογώ πως εκπλήσσομαι κι εγώ, γιατί ο κ. Φωστιέρης διαπίστωσε την επιβολή που ασκεί η εξουσία, μόνο στο θέμα του μονοτονικού. Μα αυτό είναι ένα πασίγνωστο και πανάρχαιο φαινόμενο και, για μια φορά, στο θέμα της δημοτικής η επιβολή της εξουσίας ήταν «επί καλού». Το θέμα είναι να κριθεί αν το μονοτονικό ειναι καλό ή όχι, κι όχι να κρίνουμε αν η εξουσία επιβάλλει ή δεν επιβάλλει, αν καλώς το επέβαλε. Ήταν κι αυτό ένα αίτημα πολλών δεκαετιών, το θέμα είναι να κριθεῖ αν είναι σκόπιμο ή όχι το μονοτονικό. Και, οπωσδήποτε, δεν ήταν θέμα της σημερινής συνάντησης.

Στον κ. Λιάρο —που είπε πως η εξουσία ή οι ασκούντες την εξουσία, και οι ολοκληρωτισμοί ιδιαίτερα, χρησιμοποιούν τη γλώσσα— θυμίζω πως είπα κι εγώ το ίδιο, αλλά ούτε αυτό, βέβαια, είναι προς απορίαν. Πάντοτε —και δεν χρειάζονται μαίανδροι και δαίδαλοι για ν᾽ ανακαλύψουμε το ψαχνό του πράγματος— πάντοτε η εξουσία, άλλοτε περισσότερο, άλλοτε λιγότερο, άλλοτε ολοκληρωτικά, άλλοτε «δημοκρατικά», χρησιμοποιεί τη γλώσσα για να παρουσιάζει τα πράγματα, όπως εκείνη θέλει, ευφημίζοντας τις έννοιες και κάνοντας το μαύρο άσπρο ή, έστω, γκρι, αν είναι πολύ ασήκωτο το μαύρο. Τέλος, ο κ. Κιτσίκης έμεινε έκπληκτος για τον βερμπαλισμό του Α. Παπανδρέου. Ήθελα να του θυμίσω τον τρομοκρατικό βερμπαλισμό που κυριάρχησε επί δεκαετίες στην ελληνική πολιτική, μόνο που τότε φορούσε το ντύμα της καθαρεύουσας, και άρα ήταν ακόμα πιο ακατανόητος. Γιατί, λοιπόν, απορούμε για τον βερμπαλισμό, που είναι μια «παράδοση» της ελληνικής πολιτικής -και της πολιτικής γενικότερα;

Δ. Μαρωνίτης

Θ᾿ ἀρχίσω σχολιάζοντας τὴν εἰσήγηση ποὺ βρίσκω ὅτι, παρὰ τὴν ἐξαιρετικὴ γοητεία της, ἧταν ἴσως ἡ πλέον ἄστοχη ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ἀκουστεῖ σ᾿ αὐτὸν τὸν χῶρο, ὁ ὁποῖος δέχεται (ἐξ ὁρισμοῦ ἢ ἐξ ἐπιλογῆς) νὰ τ᾿ ἀκούει ὅλα. Ὁ Δ. Σαββόπουλος εῖπε ἕνα πολὺ γοητευτικὸ παραμύθι γιὰ τὸ θέμα τοῦ νεοελληνικοῦ τονισμοῦ, καὶ ρυθμοῦ. Ποιητὴς καὶ μουσικός, ἔχει δικαίωμα νὰ λέγει τὰ δικά του παραμύθια, ὅπως κι ἐμεῖς καμιὰ φορὰ λέμε τὰ δικά μας παραμύθια. Καλὸ εἶναι πάντως, ὅταν γίνεται συζήτηση μὲ βάση κάποιες ἔννοιες καὶ κάποιους συλλογισμούς, στὸ βαθμὸ ποὺ ἐλέγχονται κάποιες προτάσεις ὡς παραμυθικές, νὰ κρίνονται. Ὁ κ. Σαββόπουλος ἀγνόησε στὴν εἰσήγησή του μιὰ ριζικὴ διαφορά, ποὺ ὑπάρχει ἀνάμεσα στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ προσωδία καὶ στὸν νεοελληνικὸ τονισμό. Ὁ ἀρχαῖος ἑλληνικὸς λόγος βασιζόταν σὲ μουσικὸ τονισμὸ καὶ προσωδιακὸ ρυθμό, ποὺ δημιουργοῦνταν ἀπὸ τὴν ἐναλλαγὴ μακρῶν καὶ βραχέων. Αὐτὸ τὸ καθεστὼς τοῦ μουσικοῦ τονισμοῦ καὶ τῆς προσωδιακῆς ἐναλλαγῆς μακρῶν καὶ βραχειῶν συλλαβῶν στὴν ἱστορία τοῦ νέου ἑλληνισμοῦ ἔχει ὁριστικὰ λήξει καὶ δὲν ὑπάρχει, ὅσο ξέρω, οὔτε ἕνας γλωσσολόγος, ἢ ὁποιοσδήποτε μὲ στοιχειώδεις ἐπιστημονικὲς γνώσεις στὸν τομέα αὐτό, ποὺ νὰ τολμᾶ νὰ διατυπώσει μιὰ τέτοιου εἴδους πρόταση. ῾Επομένως ὅλη ἡ θεωρία περὶ μακρῶν καὶ βραχειῶν συλλαβῶν μὲ ο καὶ ω, μὲ ει καὶ ι ἐνδεχομένως βραχύ, εἶναι ἕνα πολὺ ὡραῖο παιχνίδι, ἂν θέλετε, ἀλλὰ δὲν ἔχει καμιὰ σχέση μὲ τὴν ἐπιστήμη τῆς γλώσσας.

Ὁ κ. Σαββόπουλος χρησιμοποίησε, γιὰ νὰ ὑποστηρίξει τὴν ὑπόθεσή του, τὴν γοητευτικὴ ὑπόθεσή του, παραδείγματα ἔμμετρου λόγου, ἀγνοώντας τὸ μέτρο τῶν στίχων ποὺ χρησιμοποίησε ὡς δείγματα, γιὰ νὰ μετρήσει τὶς αὐξομειώσεις τῆς ἔντασης ἢ τὴ χρονικὴ ἔκταση ποὺ μπορεῖ μία συλλαβὴ νὰ παίρνει μέσα σ᾿ ἕνα στίχο. Αὐτὰ ὄντως γίνονται στὸν στιχουργημένο λόγο, σαφέστατα ὅμως δἐν ἔχουν καμιὰ σχέση μὲ τὸ ἂν οἱ λέξεις σημαδεύονται μὲ μία τελεία στὴν τονισμένη τους συλλαβὴ ἢ καπελώνονται μὲ ψιλοδασεῖες ἢ μὲ ὁποιαδήποτε ἄλλα τονικὰ σημάδια. ῞Ολα αὐτὰ τὰ θέματα ἔχουν σχέση μὲ τὴ δυναμικοῦ τύπου ρυθμικὴ τοῦ στιχουργημένου λόγου, εἴτε πρόκειται γιὰ ἰαμβικὸ ρυθμό, εἴτε πρόκειται γιὰ τροχαϊκὸ — μελετημένα πράγματα, ὁποιοδήποτε ἐγχειρίδιο μετρικῆς, κάπως ἐπιστημονικό, τὰ λέγει αὐτὰ καὶ δὲν χρειάζεται νὰ ἐπανερχόμαστε ξανὰ γιὰ νὰ βγάζουμε νέες θεωρίες. (Παρένθεση. Προσωπικὰ δὲν γράφω μὲ εὐχαρίστηση μονοτονικό, ἐξακολουθῶ νὰ γράφω πολυτονικό, δὲν συμφωνῶ μὲ τὴν ἐκδοχὴ μονοτονικοῦ ποὺ ἔχει καθιερωθεῖ, ἀλλὰ γιὰ τὴ θεωρία τοῦ κ. Σαββόπουλου δὲν ἔχει ἀπολύτως καμιὰ σημασία, τὸ βεβαιώνω ὡς φιλόλογος, τὸ ἂν στὸν γραπτὸ λόγο χρησιμοποιοῦμε τὸ πολυτονικὸ ἢ τὸ μονοτονικὸ σύστημα, δεδομένου ὅτι, καὶ τὸ ἰσχυρὸ σήμερα μονοτονικὸ σύστημα, τὶς ὄντως τονισμένες στὸν προφορικὸ λόγο συλλαβὲς τὶς τονίζει. Καὶ αὐτὲς εἶναι ποὺ ἐνδιαφέρουν γιὰ τὴ ρυθμικὴ καὶ τὴ μουσικὴ ἐντύπωση ποὺ μᾶς δίνει μιὰ ἑλληνικὴ φράση.) ῞Οτι ὁ κ. Σαββόπουλος ἀρέσκεται σὲ ἕνα εἶδος ποιητικοῦ παραμυθιοῦ ἐλέγχεται καὶ ἀπὸ τὸ ἑξῆς γεγονὸς γιὰ νὰ μᾶς εὐχαριστήσει ἢ γιὰ νὰ μᾶς ἐντυπωσιάσει μᾶς ἔβαλε ν᾽ ἀκούσουμε πῶς τραγουδᾶ κάποιους στίχους ἡ Μπέλλου ἢ ἄλλοι τραγουδιστές· ἀναφέρθηκε καὶ στὸ δημοτικὸ τραγούδι καὶ φυσικὰ δὲν ἔλεγξε ὁ κ. Σαββόπουλος ἂν ἡ Μπέλλου ἢ ὁποιοσδήποτε λαϊκὸς τραγουδιστής, ὅταν ἀποφασίζει νὰ τραγουδήσει ἕνα τραγούδι, ἔχει ἀκριβὴ παράσταση τῆς γραπτῆς μορφῆς τοῦ τραγουδιοῦ αὐτοῦ; Εἶμαι ἀπολύτως βέβαιος (γιὰ τὸ δημοτικὸ τραγούδι δὲν τίθεται θέμα: ὅσοι τραγουδοῦσαν κάποτε δημοτικὰ τραγούδια, ὀρθογραφία, ἔτσι ὅπως τὴν ἤθελε ὁ κ. Σαββόπουλος, καὶ μάλιστα μὲ τὴ γυναῖκα περισπωμένη, εὐτυχῶς δὲν ἤξεραν). ᾽Αλλὰ εἶμαι ἐπίσης βέβαιος, ὅτι ἂν ἐρωτηθεῖ ἡ Μπέλλου γιὰ τὴν ἔξοχη αὐτὴ τραγουδιστικὴ ἐκφορὰ τοῦ στίχου, πῶς γράφονται οἱ λέξεις, τὶς ὁποῖες τραγουδᾶ, ἂν παίρνουν ψιλὴ — δασεία, ψιλὴ — ὀξεία, περισπωμένη ἢ ὀξεία ἢ βαρεία, εἶμαι βἐβαιος ὅτι θ᾿ ἀποδειχθεῖ ὅτι ἡ Σωτηρία Μπέλλου δὲν ξέρει τὸν ἀκριβὴ τόνο αὐτῶν τῶν λέξεων, ὅπως κατὰ κανόνα δὲν τὸν ξέρουν καὶ οἱ περισσότεροι ῞Ελληνες. Ἡ Σ. Μπέλλου εἶναι τραγουδίστρια τῆς στάθμης ποὺ εἶναι, πιθανὸν κοντὰ στὰ ἄλλα, γιατὶ δὲν ἐπιμένει τόσο πολὺ καὶ στὶς διαφορὲς ἑνὸς ἄχρηστου ἀναμφισβήτητα τονικοῦ συστήματος, ἄλλο ἐὰν ἐπρεπε αὐτὸ ἀποτόμως νὰ καταργηθεῖ καὶ ἄλλο ἂν ἔπρεπε νὰ καταργηθεῖ ὅπως καταργήθηκε. ᾽Εδῶ τελειώνουν οἱ διαφωνίες μου μὲ τὸ γοητευτικὸ παραμύθι τοῦ κ. Σαββόπουλου, μὲ τὸ ὁποῖο κατὰ περιεχόμενο, ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς φιλολογικῆς ἐπιστήμης, διαφωνῶ ριζικῶς. Φοβοῦμαι ὅτι αὐτὸ ποὺ μᾶς ἔδωσε ὁ κ. Σαββόπουλος, πέρα ἀπὸ τὴ γοητεία του, ἀποτελεῖ ἐπιστημονικοφανὴ φάρσα.

῾Ο κ. Μπαμπινιώτης μὲ κατηγόρησε ὅτι, παρὰ τὴν προσδοκία ποὺ ἔχουν δημιουργήσει προηγούμενα δημοσιεύματά μου, πάντα κατὰ τὴν ἐκτίμηση τὴ δική του, πολιτικοποίησα ἕνα πρόβλημα, ἐνῶ δὲν ἔπρεπε νὰ τὸ πολιτικοποιήσω. ᾽Εκεῖνο ποὺ ἔκανα μὲ τὴν εἰσήγησή μου, ἂν μπορῶ νὰ ἐλέγξω τί ἔκανα, καὶ προπαντὸς τί ἔχω γράψει (κι εὐτυχῶς εἶναι γραμμένο αὐτὸ ποὺ εἶπα, γιατὶ καθ᾿ ὁδὸν ξεπαρθενεύτηκε, καθὼς μεταφραζόταν ἀπὸ ὅσους εἶχαν νὰ προβάλουν ἀντιρρήσεις στὴν εἰσήγησή μου· σέβομαι τὶς ἀντιρρήσεις, ἀλλὰ τὸ κείμενο ὑπάρχει καὶ μπορεῖ νὰ ἐλεγχθεῖ τί ἀκριβῶς εἶπα). Αὐτὸ λοιπὸν ποὺ θέλω νὰ πῶ στὸ συνάδελφο κ. Μπαμπινιώτη εἶναι ὅτι πιστεύω πὼς τὸ γλωσσικὸ ζήτημα στὸ παρελθὸν καὶ τὸ γλωσσικὸ πρόβλημα σήμερα ἀναμφισβήτητα εἶχε καὶ ἔχει τὴν πολιτικὴ καὶ ἰδεολογική του διάσταση καὶ θέλησα αὐτὴ τὴ διάσταση νὰ μὴν τὴ διαγράψω. ᾽Ακριβῶς ἐπειδὴ ὑπῆρξε καὶ ὑπάρχει κατὰ κόρον αὐτὴ τὴν ἐποχὴ ἡ τάση νὰ διαγραφοῦν οἱ πολιτικοὶ παράμετροι, ποὺ εἶναι σὲ βαθμὸ καθοριστικὸ δεῖχτες τῆς γλωσσικῆς μας συμπεριφορᾶς, εἴτε τοὺς ὁμολογοῦμε εἴτε ὄχι. ᾽Επίσης εἶπα καὶ κάποια πρόσθετα πράγματα, ποὺ προφανῶς δὲν τὰ πρόσεξε ὁ κ. Μπαμπινιώτης. Εἶπα ὅτι ἡ γλωσσικὴ κρίση τοῦ παρόντος σχετίζεται μὲ τὴν ἄνοδο τῆς δημοτικῆς γλώσσας στὴν ἐξουσία, φαινόμενο ποὺ συνέβη γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἱστορία τοῦ νέου ἑλληνισμοῦ, καὶ ὑπογράμμισα ὅτι αὐτὸ ἔχει καὶ θετικὲς ἀλλὰ καὶ ἀναμφισβήτητες ἀρνητικὲς συνέπειες, κυρίως γιὰ τὸ παραδοσιακό, ὅπως θὰ ἔλεγε ὁ κ. Ράμφος, ἧθος τῆς δημοτικῆς γλώσσας. Μ᾿ ἐνδιαφέρει λοιπὸν νὰ δῶ τί γίνεται ἀφ᾿ ἦς στιγμῆς ἡ δημοτικὴ γλώσσα ἔγινε γλώσσα τῆς ἐξουσίας, ὅπως καὶ μ᾽ ἐνδιαφέρει νὰ δῶ, οἱ διαμαρτυρίες οἱ ὁποῖες σήμερα διατυπώνονται γιὰ τὴ γλωσσική μας συμπεριφορά, πῶς κατανέμονται, ὅταν τὶς δεῖ κανεὶς μὲ τὰ ὑπονοούμενά τους.

Ὁ κ. Μπαμπινιώτης δὲν θέλει προφανῶς νὰ μιλήσουμε γιὰ τὰ ὑπονοούμενα αὐτά. ᾽Εγὼ ὅμως θέλω νὰ μιλήσουμε. ᾽Εγῶ δὲν θεωρῶ ὅτι τὰ πολιτικὰ καὶ τὰ ἰδεολογικὰ συμφραζόμενα ἐξαντλοῦν τὸ θέμα τῆς γλωσσικῆς κρίσης, καὶ στὴν εἰσήγησή μου ἐτόνισα κάποια κοινὰ ἐρεθίσματα, ποὺ δικαιολογοῦν τὴν κοινὴ δυσφορία γιὰ τὴ σημερινὴ γλωσσικὴ κρίση. Καὶ καταχρηστικά, χρησιμοποιώντας τὸ λεξιλόγιο τῶν μαθηματικῶν, μίλησα γιὰ κλάσματα τοῦ προβλήματος. Ἀπαντῶ λοιπὸν στὸν κ. Μπαμπινιώτη, ὅτι θεωρῶ πὼς οἱ πολιτικοὶ καὶ οἱ ἰδεολογικοὶ παράγοντες διαφοροποιοῦν τὴ γλωσσικὴ συμπεριφορὰ τῶν κοινωνικῶν ὁμάδων καὶ ὅτι ἀναμφισβήτητα ὑπάρχει ἕνας κοινὸς παρονομαστὴς μὲ τὸν ὁποῖο μποροῦν νὰ συγκρίνονται αὐτὰ τὰ κλάσματα γιὰ τὰ ὁποῖα μιλῶ. ῞Οποιος θὰ ἤθελε νὰ βγάλουμε ἕνα καὶ μόνο κλάσμα γιὰ τὴ σημερινὴ γλωσσικὴ κρίση, μὲ ἀριθμητὴ καὶ παρονομαστὴ πανομοιότυπο, νομίζω ἢ ὅτι συμφέρον έχει νὰ ἀποκρύπτει ἱστορικὰ καὶ πολιτικὰ δεδομένα, ἤ τὸ κάνει ἀπὸ ἕνα εἶδος προκατάληψης, ἡ ὁποία καὶ αὐτὴ θὰ πρέπει νὰ ἐρευνηθεῖ. Θὰ πρέπει νὰ συμπληρώσω κάτι ποὺ τὸ εἶπα, ἀλλὰ φαίνεται ὅτι έφυγε ἀπὸ τὸ τραπέζι δίχως νὰ εἰσπραχθεῖ, τουλάχιστον ἀπὸ ὅσους διατύπωσαν ἀπορίες ἢ καὶ ἔντονες ἀντιρρήσεις γιὰ τὶς προτάσεις μου. Ὁ στόχος τῆς πρότασής μου ἦταν ὁ ἑξῆς: τὸ γλωσσικὸ ζήτημα στὸ παρελθόν, τὸ γλωσσικὸ πρόβλημα στὸ παρόν, συνοψίζονται τουλάχιστον καὶ ἀπὸ πολιτικὲς καὶ ἰδεολογικὲς παραμὲτρους. Ἡ πρότασή μου ὅμως εἶχε κι ἕνα δεύτερο σκέλος· ὅτι τὸ ἰδεολογικὸ καὶ πολιτικὸ φορτίο, ποὺ ἐπιβάλλεται σήμερα στὴ δημοτικὴ γλώσσα, εἶναι κατὰ κανόνα ξεπερασμένο καὶ ἀδρανές, κι ὅτι, ἂν θέλουμε ὄντως νὰ προχωρήσουμε μὲ τὸ θέμα τῆς δημοτικῆς γλώσσας, πρέπει νὰ ἐλέγξουμε τὸν ἰδεολογικό μας καὶ πολιτικό μας προβληματισμὸ γύρω ἀπὸ τὴ γλώσσα αὐτή, καὶ ἐτόνισα ὅτι οὔτε ὁ προβληματισμὸς τοῦ ΚΚΕ μοῦ φαίνεται ὅτι εἶναι συγχρονισμένος σήμερα, οὔτε ὁ προβληματισμὸς ὁ σχετικὸς τοῦ ΠΑΣΟΚ, φυσικὰ δὲν μοῦ φαίνεται συγχρονισμένος ὁ προβληματισμὸς τῆς Ν.Δ., ἀλλὰ εἶχα τὴ γενναιότητα νὰ πῶς στὸ τέλος ὅτι δὲν μοῦ φαίνεται συγχρονισμένος ὁ προβληματισμὸς τοῦ ΚΚΕ εσωτ. Αὐτὸ ἦταν τὸ σύνολο τῆς πρότασής μου, καὶ παρακαλῶ νὰ μὴν παρανοοῦνται πράγματα γιὰ τὰ ὁποῖα προσπάθησα τουλάχιστον νὰ εἶμαι σαφής.

Ἐν συνεχείᾳ μόνον πλαγίως ἀναφέρομαι στὸν κ. Ζουράρι, πού, ὅσο μπόρεσα νὰ τὸν καταλάβω, ἡ πρότασή του ἦταν μία: πρὸς Θεοῦ μὴ διασπάσουμε τὴν ἑνότητα τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, πρὸς Θεοῦ μὴ διασπάσουμε τὴν ἑνότητα τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ. Τὸ πρόβλημα τὸ ἔχει θίξει μὶ λαμπρὸ τρόπο ὁ Δημήτριος Καταρτζῆς, τὸν παραπέμπω τὸν κύριο Ζουράρι νὰ διαβάσει ἕνα προψυχαρικὸ κείμενο γιὰ νὰ διαφωτισθεῖ: τὸ «Μανιφέστο τῆς ρωμαίικης γλώσσας». Γενικότερα, ἀπὸ τὴν κοινωνική μου πιὰ θέση, πληροφορῶ τὸν κ. Ζουράρι ὅτι ἐγώ, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ δὲν δέχομαι νὰ χρησιμοποιεῖται ἡ λέξη ἑλληνικὸς λαὸς ἀδιακρίτως, σὰν ἀδιαίρετη πραγματικότητα καὶ ἔννοια, δὲν δέχομαι νὰ χρησιμοποιεῖται καὶ ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα ἀδιακρίτως, σὰν ἀδιαίρετη κατηγορία καὶ ἔννοια. Τί διαιρέσεις θὰ κάνουμε καὶ τί κοινὸ ὑπόλοιπο θὰ βγεῖ, εἶναι μιὰ ἄλλη ἱστορία, ἱστορία ἔρευνας, ποὺ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ γίνει, βέβαια, μέσα σ᾿ ἕνα γήπεδο, ὅπως τὸ κάνουμε αὐτὴ τὴ στιγμή, καὶ δὲν θέλω κανέναν νὰ προσβάλω, μήτε τοὺς ὀργανωτές, μήτε τὸν ἑαυτό μου, μήτε τὸ προθυμότατο καὶ πάρα πολὺ συγκινητικὸ ἀκροατήριο.

Κάποιος ὁμιλητὴς μὲ κατηγόρησε ὅτι ἔκανα ἕνα ἱστορικὸ λάθος· ὅτι εῖπα πὼς ἡ Ν.Δ. καθιέρωσε τὴ δημοτικὴ στὴν ἐκπαίδευση, τὸ ΠΑΣΟΚ τὴν κσθιέρωαε ὡς γλώσσα ἐξουσίας καὶ διοίκησης. Τὰ πράγματα κατὰ τὴ γνώμη μου ἔχουν πράγματι ἔτσι. ῾Ο τότε ὑπουργὸς Παιδείας κ. Ράλλης καθιέρωσε καὶ ἐπέβαλε τὴ δημοτικὴ γλώσσα ὡς γλώσσα τῆς ἐκπαίδευσης καὶ ὑποσχέθηκε τὴν προέκτασή της στὴ διοίκηση.

Ἐξάλλου ἔγινε ἢ χρησιμοποιήθηκε μ᾿ ἕναν τρόπο, κατὰ τὴν κρίση μου δημαγωγικό, ἡ διάκριση μεταξὺ ἑλληνικοῦ καὶ λατινικοῦ ἀλφαβήτου, κι αὐτὸ ὡς ἕνας νέος ἐφιάλτης ποὺ μᾶς ἀπειλεῖ. ῎Ισως, γιὰ τὸ φαιδρὸ τοῦ πράγματος, θὰ πρέπει νὰ ξαναθυμίσουμε ὅτι τὸ λεγόμενο λατινικὸ ἀλφάβητο, μὲ τὸ ὁποῖο ἐκφράζονται οἱ εὐρωπαϊκὲς γλῶσσες καὶ μερικὲς μὴ εὐρωπαϊκὲς γλῶσσες σήμερα, εἶναι ἑλληνικὸ καὶ αὐτό· δὲν εἶναι λοιπὸν ἀπὸ τὴν κόλαση φερμένο στὸν δικό μας ἑλληνορθόδοξο παράδεισο, ὅπως θέλουμε νὰ φανταζόμαστε.

Κάποιος νέος ἄνθρωπος, συμπαθέστατος κατὰ τὰ ἄλλα, μίλησε γιὰ περιπέτεια τοῦ νοήματος, ποὺ εἶναι καὶ τὸ κεντρικὸ πρόβλημα τῆς σημερινῆς μας γλωσσικῆς συμπεριφορᾶς καὶ τῆς σημερινῆς μας γλωσσικῆς κρίσης. Θὰ μοῦ ἐπιτραπεῖ νὰ πῶ ὅτι τέτοιου εἴδους αἰσθηματικὲς δραματοποιήσεις πραγματικῶν προβλημάτων ἁπλῶς μᾶς ἀπαλλάσσουν ἀπὸ τὸν μόχθο νὰ βροῦμε τί πραγματικὰ ὑπόκειται στὸ πρόβλημα καὶ στὰ μέρη τοῦ προβλήματος ποὺ μᾶς ἀπασχολοῦν. Τὸ νὰ ποῦμε ὅτι σήμερα ἡ περιπέτεια ποὺ ζοῦμε εἶναι περιπέτεια νοήματος, εἶναι μιὰ ὡραία φράση ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ χρησιμεύσει ὡς ἐρευνητικὸ κλειδί, οὔτε μπορεῖ νὰ ἀντικαταστήσει ὁποιαδήποτε ἄλλη μέθοδο ἢ καὶ ἀπόπειρα μεθόδου ποὺ προηγουμένως προτάθηκε ἀπὸ τὸν ἕναν ἢ τὸν ἄλλο εἰσηγητή.

Δὲν ἀσχολήθηκα καθόλου μὲ τὴν πρόταση τοῦ κ. Ράμφου γιὰ ἕνα λόγο· πιστεύω ὅ,τι σχόλιο εἶχα νὰ κάνω γιὰ τὴν πρόταση τὴ δική του, ἐμπεριέχεται μέσα στὴν εἰσήγησή μου σὲ μία εἰδικὴ παράγραφο, ἡ ὁποία, ἐφόσον ἀκούστηκε, ἀποτελεῖ καὶ ἀπάντηση ποὺ δείχνει ἂν συμφωνῶ ἢ ἂν διαφωνῶ μαζί του. Γιατὶ διαφωνῶ, ὄντως διαφωνῶ.

Διονύσης Σαββόπουλος

Ἀπαντῶ στὸν κ. Φόρη πρῶτα. Ἡ μουσικὴ δὲν εἶναι στὴ λέξη, ἡ μουσικὴ εἶναι στὴ λέξη σὲ σχέση μὲ τὸ «ἄλλο» της, σὲ σχέση μὲ τὶ προηγεῖται καὶ τὶ ἕπεται. Τὸ θέμα δὲν εἶναι τὸ «ὅμως» καὶ ὁ «ὦμος» ξεκομμένα. Ψιθυρίστε τὴ φράση «μὲ πονάει ὁ ὦμος μου ὅμως» καὶ θὰ καταλάβετε ἀμέσως τὴ διαφορά. ῍Η πεῖτε «δὲν πρόλαβε νὰ μάθει κἂν τὸ ἐπ᾿ ὥμου». ῞Ομως ἔρχεσθε νὰ παραβιάσετε, ἀνοιχτὲς θύρες ἐγὼ μόνος μου ἔφερα τὸ παράδειγμα τοῦ «ἀκριβός» ὡς ἐπίθετο καὶ τοῦ «ἀκριβῶς» ὡς ἐπίρρημα καὶ εῖπα ὅτι ἀκουστικὰ δὲν παρουσιάζουν καμιὰ διαφορά. Οὔτε τὸ διάγραμμα τῶν λέξεων τὸ ἔφερα ἐδῶ ὡς ἀπόδειξη. Τὸ εῖπα κι αὐτό· ἔφερα ἁπλῶς τὰ «παιχνίδια» μου ἀπὸ τὸ στούντιο γιὰ νὰ μπορέσω νὰ στήσω καλύτερα τὴν ἔκφρασή μου· ἔκφραση ἦρθα νὰ ἐπιτύχω καὶ ὄχι νὰ σᾶς ἀποστομώσω. Τὸ θέμα κ. Φόρη εἶναι ἀλλοῦ· εἶναι στὸ ὅτι ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα ἔχει κυρίως βάση μουσικοποιητική, εἶναι δηλ. μία γλώσσα καθολικῆς ἐκφράσεως καὶ ὄχι μιὰ γλώσσα μετάδοσης πληροφοριῶν. Μ᾿ αὐτὴ τὴ μουσικοποιητικὴ βάση τῆς γλώσσας ἔχουνε ἄμεση σχέση οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα καὶ γι᾿ αὐτὸ τὸ λόγο ἀκριβῶς τὰ ὑπερασπίζομαι.

Τὸ ἴδιο πρᾶγμα ἔχω νὰ πῶ στὸ φίλο κ. Γαβρόγλου. Δὲν σκέφθηκα ποτὲ ὅτι ἐδῶ εἶναι ἐπιστημονικὸ συνέδριο, ἐξάλλου δὲν θὰ εἶχα θέση σ᾿ ἕνα ἐπιστημονικὸ συνέδριο ἐγώ. Ἐπαναλαμβάνω ὅτι ἔφερα ὁρισμένες δοκιμὲς ἀπὸ τὸ στούντιο, γιὰ νὰ ἐκφράσω λαχτάρα ψυχῆς, μόνο γι᾿ αὐτὸ τὸ λόγο καὶ γιὰ κανέναν ἄλλο.

Ὁ κ. Μπελεζίνης ἔχει ὡραιότατη φωνή. Πραγματοποίησε ἕνα θαυμάσιο θέατρο τοῦ λόγου ἀπὸ ἀπόψεως τονισμοῦ καὶ ἐκφορᾶς, ὥστε ἐλπίζω κάποτε νὰ συνεργαστοῦμε, κι ἂς μὴν συμφωνοῦμε.

Ὁ κ. Μασαλᾶς... Μὲ συγχωρεῖτε κ. Μασαλᾶ τὰ λέτε ἐπίσης πολὺ ὡραῖα. Χρησιμοποιήσατε διάφορα παραδείγματα μὲ τὰ ὁποῖα συμφωνῶ καὶ σᾶς εὐχαριστῶ γι᾿ αὐτό. ῞Ομως ἐὰν εἴχαμε καιρὸ καὶ γυρίζαμε τὸ μαγνητόφωνο... ὅταν μιλάγατε, δὲν φαντάζεστε τὶ ψιλὲς ὀξεῖες εἴπατε, τὶ ὡμέγα ἀποδώσατε, τὶ ἔψιλον. Καταπληκτικὸς εἴσασταν. Ἀλλὰ σᾶς εὐχαριστῶ θερμὰ διότι πραγματικὰ μιὰ παρατήρησή σας μοῦ δίνει τὴν εὐκαιρία νὰ κάνω μίαν ἐξήγηση τὴν ὁποία δὲν πρόσεξα στὴν εἰσήγησή μου, δηλ. εἴπατε ὅτι ὁ τονισμὸς ἔχει σχέση μὲ τὴν ἔμφαση καὶ ἐπίσης μὲ τὰ αἰσθήματα. ῎Εχετε ἀπόλυτο δίκιο. Οἱ τόνοι τοὺς ὁποίους προσπαθῶ ἀδέξια ἐδῶ νὰ ὑπερασπισθῶ δὲν εἶναι ἀπόλυτοι καὶ ὑποχρεωτικοί. Θὰ εἴμαστε τότε μία θλιβερὴ καὶ μονότονη χορωδία ποὺ θὰ ἔλεγε συνεχῶς τὸ ἴδιο πράγμα. Οἱ τόνοι εἶναι ἕνα εἶδος παρτιτούρας, εἶναι ὅπως στὴ μουσική. Μιὰ ὀρχήστρα δὲν παίζει μόνον ὅ,τι βλέπει, γιατὶ ἂν ἔπαιζε μόνον ὅ,τι βλέπει, δὲν θὰ ὑπῆρχαν διαφορετικὲς ἐκτελέσεις, δὲν θὰ ὑπῆρχαν μαέστροι, δεξιοτέχνες, τραγουδιστές, οὔτε Κάλας, οὔτε τίποτε. Λοιπόν, ὑπάρχει ἀσφαλῶς ἐλευθερία καὶ ὁ κάθε ἄνθρωπος ἔχει τὴ δική του « μουσική», τὸ δικό του τρόπο νὰ μιλάει. Καὶ ἀνάλογα μὲ τὴ στιγμὴ κι ἀνάλογα μὲ τὸ τὶ θέλει νὰ τονίσει, ποῦ θέλει νὰ δώσει ἔμφαση, μπορεῖ νὰ ἀλλάξει τὸν τονισμό. Δὲν εἶναι ἀπόλυτο ὅτι ὅταν ἔχουμε ψιλὴ ὀξεία θὰ ἔχουμε καὶ ψηλότερο ἦχο. Λέμε π.χ. «ἔλα τώρα» καὶ τὸ ἔλα παίρνει ψιλὴ ὀξεία κι ἀκούγεται πιὸ πάνω· ἀλλὰ μποροῦμε νὰ ποῦμε καὶ «ἕλα τώρα». Αὐτὸ ὅμως δὲν σημαίνει ὅτι ἡ παρτιτούρα δὲν χρειάζεται. Ἡ παρτιτούρα εἶναι ὁ μέσος ὅρος. Τὸ πολυτονικὸ σύστημα εἶναι ὁ μέσος ὅρος, εἶναι ἕνα εἶδος παρτιτούρας καὶ μᾶς βοηθάει πάρα πολὺ νὰ συνεννοούμαστε καὶ νὰ εἴμαστε ἀκριβέστεροι.

Ὁ κ. Κοτζιᾶς ἐπίσης ἀπήγγειλε μερικοὺς στίχους τοῦ Σολωμοῦ, τοὺς ὁποίους δὲν συγκράτησα, ἀλλὰ ἡ ψιλὴ ὀξεῖα ἦταν ὁ ἰσχυρότερος φθόγγος. Αὐτὸ τὸ συγκράτησα. Ρώτησε, ἀφοῦ ἔχω καλὸ αὐτὶ καὶ τὰ ἀκούω ὅλα πῶς εῖμαι ἀνορθόγραφος. Ξέρετε, μετάνοιωσα. Κι ὁ λόγος εἶναι τὸ αὐτί μου, τὸ λιγότερο ράθυμο μέρος τοῦ σώματός μου.

Καθηγητὰ Μαρωνίτη, ἂν εἶναι ἀλήθεια ὅτι σᾶς ἄφησα μία συμπαθητικὴ ἐντύπωση μέσα σας, δὲν εἶναι σωστὸ νὰ πολεμᾶτε μέσα σας αὐτὴ τὴ συμπαθητικὴ ἐντύπωση. Μοῦ εἴπατε πὼς ὅ,τι εἶπα δὲν ἔχει σχέση μὲ τὴν ἐπιστήμη τῆς γλώσσας. Πράγματι, ἀλλὰ ξέρετε γιατί δὲν ἔχει σχέση; Διότι τὸ ἀντικείμενό μου, ἡ γλώσσα, προϋπάρχει τῆς ἐπιστήμης. Μὲ τὸ δικαίωμα αὐτὸ μιλῶ. Οἱ λαϊκοὶ τραγουδιστὲς δὲν χρειάζεται διόλου νὰ ξέρουν ὀρθογραφία ἢ νὰ ξέρουν ποῦ παίρνει ψιλὴ ὀξεία, διότι ἀποδίδουν αὐτὰ τὰ πράγματα, τραγουδοῦν μᾶλλον ὅπως τραγουδοῦν βάσει προφορικῆς παραδόσεως κι αὐτὸ ἦταν τὸ θέμα μου, ὅτι τὰ ἑλληνικὰ εἶναι τραγούδι. Δηλ. πρῶτα εἶναι τραγούδι καὶ μετὰ ἔρχεται ἡ γραμματική. Ἐπειδὴ ἡ Σωτηρία Μπέλου ἢ ἡ ὁποιαδήποτε συνάδελφός της πρὶν ἀπὸ χίλια χρόνια τραγουδοῦσε ἔτσι, γι᾿ αὐτὸ μετὰ τὸ γράφανε μὲ αι ἢ μὲ ω καὶ τοῦ βάζανε ὀξεία ἢ περισπωμένη.

[Ἐνῶ ἔβλεπα τὶς διορθώσεις, πέφτουν στὰ χέρια μου τὰ «Εὑρισκόμενα Δημητρίου Καταρτζῆ» (ἐκδ. Ἑρμῆς). Νά τί γράφει στὰ 1788-1793 ὁ ἀρχηγὸς τοῦ ἑλληνικοῦ διαφωτισμοῦ, γιὰ τοὺς τόνους. (Γραμματικὴ τῆς ρωμαίικιας, σελ. 249) «Οἱ τόν᾿ εἶν᾿ ἕνα τέντωμα τῆς συλλαβῆς κατὰ τὸ ὕψος τῆς φωνῆς της». Καὶ παρακάτω «ἤγουν ἐκεῖ πού ᾽ναι τὸ τέντωμα δυνατό, ἡ ὀξεῖα, ἐκεῖ ᾽που ᾽ναι μαλακό, ἡ βαρεῖα, ἐκεῖ ᾽που ᾽ναι μεσηό, ἡ περισπωμένη».

Ἐντυπωσιακὸ νομίζω. Νά λοιπὸν ποὺ οἱ ἰσχυρισμοί μου δὲν εἶναι καὶ τόσο καινοφανεῖς κι ἀνυπόστατοι, ὅπως συχνὰ κατηγοροῦμαι. Κατ᾿ ἐμὲ βέβαια, ὑπάρχουν κι ἄλλα δύο «τεντώματα κατὰ τὸ ὕψος τῆς φωνῆς» ποὺ συμβολίζονται ἀπ᾿ τοὺς συνδυασμοὺς πνεύματος-περισπωμένης καὶ πνεύματος-ὀξείας, ποὺ γι᾿ αὐτὰ δὲν λέει τίποτε ὁ Καταρτζής. Πάντως ἕνα εἶναι τὸ σίγουρο· αὐτὸ ποὺ στὴν εἰσήγησή μου ειναι ὑποψία, ἔκπληξη κι ἐλπίδα, στὸν Καταρτζὴ ειναι βεβαιότητα καὶ κανόνας ἀπαραίτητος.]

Στέλιος Ράμφος

Τὸ τρίτο μέρος τῆς ἡμερίδος εἶχε θέμα «Γλῶσσα καὶ πολιτικὴ - Γλῶσσα καὶ πολιτισμός». Οἱ δύο πρῶτοι ὁμιληταὶ ἀσχολήθηκαν μὲ τὸ πρῶτο ἥμισυ «Γλῶσσα καὶ πολιτική», οἱ δὺο δεύτεροι μὲ τὸ «Γλῶσσα καὶ Πολιτισμός». Ἑπομένως ἐκεῖνο ποὺ μᾶς ἐνδιέφερε δὲν ἦταν νὰ ἀσχοληθοῦμε μὲ τὸ γλωσσικὸ στὴν ἱστορία του ἢ στὶς περιπέτειές του, ἀλλὰ μὲ τὴν θέση καὶ τὴν δυναμικὴ μιᾶς γλώσσας σήμερα, ποὺ βρίσκεται καὶ ἀναπτύσσεται ἐτούτη τὴν ὥρα, σ᾿ αὐτὸ τὸν χῶρο. Θὰ ἤθελα νὰ μιλήσω κι ἐγὼ μὲ τὴ σειρά μου γιὰ τοὺς τόνους καὶ μετὰ νὰ προχωρήσω στὸ θέμα τὸ δικό μου, μὲ τὸ ὁποῖο συνδέονται. Τὸ θέμα τῶν πνευμάτων καὶ τῶν τόνων δὲν ἔχει μιὰ σημασία πρακτικὴ ἢ χρηστική. Δὲν τὸ ἀντιμετωπίζουμε ὑπ᾿ αὐτὴ τὴν ἔννοια. ῎Εχει μία σημασία πνευματική, βαθύτερη, οὐσιαστικότερη. ῎Εχει μία σημασία ποὺ ξεπερνάει τὶς ἐπιδόσεις μας στὴν ὀρθογραφία καὶ θέλω νὰ πῶ τὸ ἑξῆς παράδειγμα: Οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα δὲν ἐγγράφονταν πρῶτα, ὑπῆρχαν ὅμως. Ὑπῆρχαν διότι προφέρονταν. Ἡ προφορὰ αὐτὴ κάποτε ἐσίγησε καὶ τὸ γεγονὸς αὐτὸ συνέβη περίπου στὰ χρόνια τῶν Ἀλεξανδρινῶν. Ἐσίγησαν μὲν οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα, ἀλλὰ εἴχαμε ἕνα παράδοξο ἱστορικὸ φαινόμενο ποὺ ὰκριβῶς πρέπει νὰ μᾶς καταστήσει προσεκτικοὺς στὴν βαθύτερη διάσταση τοῦ προβλήματος. Δηλαδή, ἐπειδὴ ἀκριβῶς οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα ἔχουν νὰ κάνουν μὲ τὴ βαθύτερη μουσικὴ διάσταση τοῦ λόγου κι ἐπειδὴ ὁ λόγος ἦταν πρῶτα μουσική, ὑπῆρξαν κι ἐπιβίωσαν ὡς ἐγγραφὲς ἀσυνείδητες. Τὸ ἀποτέλεσμα ποιό ἦταν; ῞Οτι ἡ τέχνη ποὺ δημιουργήθηκε μετά, χωρὶς κανεὶς νὰ ξέρει ὀξεῖες, βαρεῖες καὶ περισπωμένες, ψιλὲς καὶ δασείες, δηλαδὴ τὸ δημοτικὸ τραγούδι καὶ ἡ ἐκκλησιαστικὴ μουσική, ἦταν ὅλη βασισμένη στὴν ἀσυνείδητη ἐγγραφὴ τῶν μουσικῶν ρυθμῶν, οἱ ὁποῖοι ρυθμοὶ ἐσφράγιζαν τὴν γλῶσσα. Τὶ σημαίνει αὐτὸ σήμερα; Σημαίνει ὅτι ἐὰν στὴ ζωή μας ἔχομε ν᾿ ἀντιμετωπίσουμε ἕνα πρόβλημα, τὸ πρόβλημα ἑνὸς πολιτισμοῦ, ὅπου ἀποχωρίζει τὸ νόημα ἀπὸ τὴν εἰκόνα καὶ μεταβάλλει τὴν εἰκόνα σἐ νόημα, ἡ ὕπαρξη —συνειδητὰ ἢ ἀσυνείδητα— στὸ πνεῦμα μας, αὐτοῦ τοῦ ἀρχέτυπου καὶ τοῦ ἀρχέγονου ρυθμοῦ εἶναι τὸ τρομακτικὸ ἐκεῖνο ὅπλο ποὺ διαθέτουμε ἐμεῖς γιὰ νὰ γλυτώσουμε ἀπὸ αὐτὴν τὴν κατάσταση, ἡ ὁποία πνίγει μέχρις ἀσφυξίας τὸν κόσμο, ὁ ὁποῖος τὰ ἐπινόησε. Ὑπ᾿ αὐτὴν τὴν ἔννοια οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα ἔχουν τὴν ἀξία ποὺ ἔχουν οἱ κολῶνες τοῦ Παρθενῶνος, χωρὶς καμία ἀμφιβολία. Γιατί; Γιατὶ ἀκριβῶς μνημειώνουν τὴν ἀρχέγονη ἐκείνη διάσταση τοῦ λόγου, ποὺ ἐὰν θὰ παραμείνει συνειδητὰ θὰ μᾶς ἐπιτρέψει νὰ βαδίσουμε τὸν δρόμο μας, τὸν δρόμο ἑνὸς πολιτισμοῦ ποὺ δὲν ἀποχωρίζει τὸ νόημα ἀπὸ τὸ πρᾶγμα, γιατὶ ἡ οὐσία τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ ποὺ ἐκφράζεται, ποὺ ὑλοποιεῖται στὴν ὕπαρξη τῶν τόνων καὶ τῶν πνευμάτων, εἶναι ἡ ἑνότητα τοῦ σώματος καὶ τοῦ πνεύματος, ἐνῶ ἡ κρίση τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ εἶναι ὁ χωρισμὸς τοῦ πνεύματος καὶ τοῦ σώματος. Καὶ φυσικὰ αὐτὸ τὸ πρᾶγμα ἕνας γραμματικὸς δὲν μπορεῖ νὰ τὸ διανοηθεῖ, ἀλλὰ θὰ τοῦ τὸ διδάξει ἡ Μπέλλου, ἡ ὁποία ὄντως δὲν ξέρει ὀρθογραφία. Ὁ Σαββόπουλος δὲν ξέρει ὀρθογραφία, ἀλλὰ μιλάει μέσα ἀπὸ τὸ κατάβαθο, ποὺ τοῦ ἐπιβάλλει αὐτὴ τὴ βαθειὰ πνευματικὴ ἑνότητα, τὴν ἀνάγκη νὰ εἶναι ἑνωμένο τὸ σῶμα μὲ τὸ πνεῦνα. Αὐτὸ μπορεῖ νὰ τὸ δοῦμε ἂν πάρουμε ἕνα βιβλίο βυζαντινῆς σημειογραφίας καὶ ἂν πάρουμε μία παρτιτούρα τραγουδιῶν πρὸ δεκαετίας. Ἡ παρτιτούρα ἔχει τὶς λέξεις ἀνεξαρτήτως τῆς μουσικῆς, ἔχει τὶς λέξεις μὲ τοὺς τόνους καὶ τὰ πνεύματα, ἡ βυζαντινὴ σημειογραφία εἶναι τὸ μόνο δεῖγμα γραφῆς τοῦ μεσαίωνος ὅπου οἱ λέξεις δὲν ἔχουν τόνους καὶ πνεύματα, διότι οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα εἶναι τὰ μουσικὰ σημεῖα. Ἀκριβῶς στὴν ἴδια πνευματικὴ διάσταση τοῦ προβλήματος, στὴν ἀνάγκη δηλαδὴ ἑνὸς ἰδιοπρόσωπου νεοελληνικοῦ πολιτισμοῦ, ἐντάσσεται καὶ τὸ πρόβλημα τῆς γλῶσσας ὄχι ὡς πρόβλημα ἐπιλογῆς τύπου, ἀλλὰ ὡς πρόβλημα δυνατότητας πνευματικῆς δημιουργίας. ᾽Εὰν σήμερα ἡ πνευματικὴ δημιουργία μέσα ἀπὸ τοὺς μηχανισμοὺς τῶν μέσων μαζικῆς ἐπικοινωνίας σκοτώνει τὴ γλῶσσα, διότι ἀποχωρίζεται αὐτὸ ποὺ πρὶν ἧταν ἑνωμένο, καὶ συνεπῶς ἀποσπᾶ τὸ νόημα ἀπὸ τὸν ὑλικὸ φορέα, ἐμεῖς ἔχουμε ἕνα τρομακτικὸ προνόμιο. Τὸ γεγονὸς δηλαδὴ ὅτι ἀκολουθεῖ μόνιμα καὶ σταθερὰ ἡ λογία παράδοση τὴν φωνὴ τὴν ζωντανὴ καὶ κατ᾿ αὐτὸ τὸν τρόπο δὲν τὴν ἀφήνει ποτέ, στὸν βαθμὸ ποὺ θὰ συμβαδίζουν, νὰ ἐκπέση σὲ ἁπλὴ εἰκόνα, ποὺ σημαίνει ὅτι ἔχουμε τὴν δυνατότητα μιᾶς παιδείας καὶ μιᾶς λογοτεχνείας ἀκριβῶς σὲ μιὰ ἐντελῶς διαφορετικὴ βάση. Μιλώντας λοιπὸν σήμερα ὑπ᾿ αὐτὸ τὸ πρῖσμα, νομιμοποιούμεθα νὰ μιλᾶμε γιὰ τὴν λογία παράδοση, ὄχι σκεπτόμενοι τὸ παρελθόν, ἀλλὰ ἀτενίζοντας τὸ μέλλον.

Δύο κείμενα τοῦ Ὀδυσσέα Ἐλύτη: ἀπόσπασμα ἀπὸ «τὰ δημόσια καὶ τὰ ἰδιωτικὰ» καὶ «Γιὰ μιὰν ὀπτικὴ τοῦ ἤχου»

[Ἀπὸ τὰ δημόσια καὶ τὰ ἰδιωτικὰ, Ἴκαρος 1990.]

Πῆρε νὰ χειμωνιάζει, πλήθυναν οἱ ἄδειες καρέκλες γύρω μου. Ἔχω πιάσει γωνιὰ καὶ πίνω καφέδες, φουμέρνοντας ἀντικρὺ στὸ πέλαγος. Θὰ μποροῦσα νὰ περάσω ἔτσι μιὰ ζωὴ ὁλόκληρη, ἂν δὲν τὴν ἔχω κιόλας περάσει. ᾽Ανάμεσα σὲ μιὰ παλιὰ ξύλινη πόρτα ξεβαμμένη ἀπ᾽ τὸν ἥλιο κι ἕνα κλωναράκι γιασεμιοῦ τρεμάμενο· ποὺ ἔτσι καὶ συμβεῖ νὰ μοῦ λείψουν μιὰ μέρα, ἡ ἀνθρωπότητα ὄλη θὰ μοῦ φαίνεται ἄχρηστη. Σχεδὸν σοβαρολογῶ. ᾽Επειδὴ ἐδῶ δὲν πρόκειται πιὰ γιὰ τὴ φύση, ποὺ αὐτήν, πιστεύω, εἶναι πιὸ σημαντικὸ νὰ τὴ διαλογίζεσαι παρὰ νὰ τὴ βιώνεις· οὔτε κὰν γιὰ τὴν παράδοση. Πρόκειται γιὰ τὴ βαθύτερη ἐκείνη δύναμη τῶν ἀναλογιῶν ποὺ συνέχει τὰ παραμικρὰ μὲ τὰ σπουδαῖα ἢ τὰ καίρια μὲ τὰ ἀσήμαντα, καὶ διαμορφώνει κάτω ἀπὸ τὴν κατατεμαχισμένη τῶν φαινομένων ἐπιφάνεια ἕνα πιὸ στερεὸ ἔδαφος γιὰ νὰ πατήσει τὸ πόδι μου —παραλίγο νὰ πῶ ἡ ψυχή μου.

Μέσα σ᾿ ἕνα τέτοιο πνεῦμα εἷχα κινηθεῖ ἄλλοτε, ὅταν ἔλεγα ὅτι ἕνα τοπίο δὲν εἷναι, ὅπως τὸ ἀντιλαμβάνονται μερικοί, κάποιο ἁπλῶς σύνολο γῆς, φυτῶν καὶ ὑδάτων. Εἷναι ἡ προβολὴ τῆς ψυχῆς ἑνὸς λαοῦ ἐπάνω στὴν ὕλη.

Θέλω νὰ πιστεύω —καὶ ἡ πίστη μου αὐτὴ βγαίνει πάντοτε πρώτη στὸν ἀγώνα της μὲ τὴ γνώση— ὅτι, ὅπως καὶ νὰ τὸ ἐξετάσουμε, ἡ πολυαιώνια παρουσία τοῦ ἑλληνισμοῦ πάνω στὰ δῶθε ἢ ἐκεῖθε τοῦ Αἰγαίου χώματα ἔφτασε νὰ καθιερώσει μιὰν ὀρθογραφία, ὅπου τὸ κάθε ὠμέγα, τὸ κάθε ὕψιλον, ἡ κάθε ὀξεία, ἡ κάθε ὑπογεγραμμένη, δὲν εἶναι παρὰ ἕνας κολπίσκος, μιὰ κατωφέρεια, μιὰ κάθετη βράχου πάνω σὲ μιὰ καμπύλη πρύμνας πλεούμενου, κυματιστοὶ ἀμπελῶνες, ὑπέρθυρα ἐκκλησιῶν, ἀσπράκια ἢ κοκκινάκια, ἐδῶ ἢ ἐκεῖ, ἀπὸ περιστεριῶνες καὶ γλάστρες μὲ γεράνια.

Εἶναι μιὰ γλώσσα μὲ πολὺ αὐστηρὴ γραμματική, ποὺ τὴν ἔφκιασε μόνος του ὁ λαός, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ δὲν ἐπήγαινε ἀκόμη σχολεῖο. Καὶ τὴν τήρησε μὲ θρησκευτικὴ προσήλωση κι ἀντοχὴ ἀξιοθαύμαστη, μέσα στὶς πιὸ δυσμενεῖς ἑκατονταετίες. Ὥσπου ἤρθαμ᾿ ἐμεῖς, μὲ τὰ διπλώματα καὶ τοὺς νόμους, νὰ τὸν βοηθήσουμε. Καὶ σχεδὸν τὸν ἀφανίσαμε. ᾽Απὸ τὸ ἕνα μέρος τοῦ φάγαμε τὰ κατάλοιπα τῆς γραφῆς του καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο τοῦ ροκανίσαμε τὴν ἴδια του τὴν ὑπόσταση, τὸν κοινωνικοποιήσαμε, τὸν μεταβάλαμε σὲ ἕναν ἀκόμα μικροαστό, ποὺ μᾶς κοιτάζει ἀπορημένος ἀπὸ κάποιο παραθυράκι κάποιας πολυκατοικίας τοῦ Αἰγάλεω.

Δὲν ἀναφέρομαι σὲ καμιὰ χαμένη γραφικότητα. Οὔτε θυμᾶμαι νά ᾽χω ζήσει σὲ καμιὰ καλὴ ἐποχὴ γιὰ νὰ τὴ νοσταλγῶ. Ἁπλῶς, δὲν ἀνέχομαι τὶς ἀνορθογραφίες. Μὲ ταράζουν. Νιώθω σὰν ν᾿ ἀνακατώνονται τὰ γράμματα στὸ ἴδιο μου τὸ ἐπώνυμο, νὰ μὴν ξέρω ποιὸς εἶμαι, νὰ μὴν ἀνήκω πουθενά. Τόσο πολὺ αἰσθάνομαι νὰ εἶναι ἡ ζωή μου συνυφασμένη μ᾿ αὐτὴν τὴν «ὑδρόγεια λαλιά», ποὺ δὲν εἶναι παρὰ ἡ ὀπτικὴ φάση τῆς ἑλληνικῆς λαλιᾶς, τῆς ἱκανῆς μὲ τὴ διπλή της ὑπόσταση νὰ ὁμιλεῖ καὶ νὰ ζωγραφίζει συνάμα. Καὶ ποὺ ἐξακολουθεῖ ἀθόρυβα ὅσο καὶ δραστικά, παρὰ τὶς ἄνωθεν ἐπεμβάσεις, νὰ εἰσχωρεῖ ὁλοένα μέσα στὴν ἱστορία καὶ μέσα στὴ φύση ποὺ τὴ γέννησαν, ἔτσι ὥστε νὰ μετατρέπει τεράστιες ποσότητες παρελθόντος χρόνου σὲ παρόν, καὶ νὰ μετατρέπεται ἀπὸ τὸ παρὸν αὐτὸ σὲ ὄργανο προικισμένο μὲ τὴ δύναμη νὰ ὁδηγεῖ τὰ στοιχεῖα τῆς ζωῆς μας στὴν πρωτογενὴ φυσική τους ἀλήθεια.Ὅμως, γιὰ νὰ τὸ ἀντιληφθεῖ αὐτὸ κανείς, πρέπει νά ᾽χει περάσει ἀπ᾿ ὅλες τὶς διεργασίες, ὅσες ἀπαιτοῦνται γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ διακρίνει ποῦ κεῖται τὸ καίριο. Τὸ καίριο στὴ ζωὴ αὐτὴ κεῖται πέραν τοῦ ἀτόμου. Μὲ τὴ διαφορὰ ὅτι, ἂν δὲν ὁλοκληρωθεῖ κανεὶς σὰν ἄτομο —κι ὅλα συνωμοτοῦν στὴ ἐποχή μας γι᾿ αὐτὸ— ἀδυνατεῖ νὰ τὸ ὑπερβεῖ.

Σ᾿ αὐτὸ τὸ σημεῖο σταύρωσης βρισκόμαστε σήμερα, ποὺ οἱ περισσότεροι ἀδυνατοῦν, ἐπὶ παραδείγματι, νὰ ἐκτιμήσουν τὴν ὑγεία ἐπειδὴ δὲν ἔτυχε ν᾿ ἀρρωστήσουν, ἢ ἐπειδὴ —τὸ χειρότερο— θεώρησαν «καίριο» τὴν ἀρρώστια. Ὁ μηχανισμὸς μιᾶς λειτουργίας ὅπως αὐτὴ ἀντανακλᾶ πάνω στὴ λογοτεχνία μας, τὴν καταδυναστεύει, τὴν ὑποβάλλει σ᾿ ἕνα εἶδος παραμορφωτικῆς ἀρθρίτιδας, ποὺ ἐξαιτίας μιᾶς μακρᾶς καὶ συνεχοῦς τακτικῆς ἐκλαμβάνεται ὡς ἡ μόνη φυσιολογική.

Γιὰ μιὰν ὀπτικὴ τοῦ ἤχου. [Ἀπὸ τὸ 2x7 ε, Ἴκαρος 1996.]

Θὰ μποροῦσε νά ᾿ναι μιὰ σονάτα τοῦ Χάυντν, μαζὶ μὲ πλῆθος κυλιόμενα καὶ κρουόμενα μανταρίνια, ἢ παθιασμένα ἐρωτόλογα μὲ μακρινὲς ἐκρήξεις λατομείων. Ἀλλὰ ὄχι.

Ἐμεῖς θὰ πᾶμε σὰν τὴ γλώσσα ποὺ περνάει ἀπὸ τὸ τρυπητὸ γιὰ ν᾿ ἀφήσει ἀπ᾿ ἔξω τ᾿ ἀπόφλουδα καὶ νὰ βρεθεῖ ποιὸς φταίει καὶ διαπράττει κάθε μέρα τὸ αὐτί μας μιὰν ἀνορθογραφία.

Κάποτε, μιὰ μέρα χειρότερη καὶ τῆς Κυριακῆς, τὸ συνειδητοποίησα! Ἡ πρωτεύουσα σ᾿ ὅλο τὸ μάκρος της εἶχε γεμίσει τρύπες. Ὄχι ἀπ᾿ αὐτὲς ποὺ ἀνοίγουν οἱ ἐργάτες τοῦ Δήμου στοὺς ὑπονόμους. Μιλῶ γιὰ τὶς ἄλλες, πάνω στὶς προσόψεις τῶν ὑψηλῶν κτιρίων, ὅπου προσεκτικὰ στήνονται οἱ ἐπιγραφὲς ἑταιρειῶν, ἱδρυμάτων καὶ καταστημάτων. ΦαρμακεῖΟ, καφενεῖΟ, ΑἱματολογικΟ ΚέντρΟ, ΠαιδαγωγικΟ ἸνστιτοῦτΟ. Ποὺ ὁ Θεὸς νὰ βάλει τὸ χέρι του.

Στὸ τηλεγραφεῖο τῶν νευμάτων μεγάλη ἀναστάτωση ἐπικρατεῖ σ᾿ ὅλη τὴ γειτονιά. Μήπως εἶναι κανένας ξένος δάχτυλος τοῦ τύπου NOVA MAKEDONIA, ἢ μήπως τοῦ ᾿φυγε τοῦ μπογιατζῆ τὸ τελευταῖο ψηφίο καὶ ἔμεινε ἀνολοκλήρωτο ἀπὸ ἀμέλεια ἤ, δὲν ἀποκλείεται, ἀπὸ οἰκονομία;

Μὰ εἶναι δυνατόν; Νὰ σοῦ φτιάχνει ὁ ράφτης ἕνα ὡραῖο σακάκι ποὺ τὸ ἕνα του μανίκι τοῦ λείπει, κι ἐσὺ νὰ κυκλοφορεῖς μὲ καμάρι, ὅπως ὁ καστράτος ποὺ ἰδίῳ δικαιώματι ἔμπαινε στὰ χαρέμια, κι ἂς τοῦ ἔλειπε κάτι· ζωὴ νά ᾿χε ὁ σουλτάνος.

Φαίνεται πὼς ἡ ζωὴ αὐτὴ δὲν ἔγινε γιὰ νὰ ἐπιτευχθεῖ «κάτι δύσκολο ἢ κάτι τὸ ὑψηλό». Καθόλου. Ἔγινε γιὰ τὴν εὐκολία μας. «Πονάει δόντι, βγάζει δόντι» ποὺ ἔλεγαν οἱ παλαιοί. Πονάει περισπωμένη, βγάζει περισπωμένη· πονάει δασεῖα, βγάζει δασεῖα. Καὶ λαμπρὰ ταιριάζουν ὅλα.

Συγνώμην, ἀλλὰ τὸ σώβρακό σου δὲν τ᾿ ἀφήνεις νὰ φαίνεται ποτέ του. Ἀλλὰ τὸ φορεῖς. Δὲν εἶναι τὸ πρακτικὸ μέρος τῶν πραγμάτων ποὺ πρωτεύει στὴ ζωή μας. Τὰ τρία τέταρτα τῆς ἀνθρωπότητας διαβιοῦν κατὰ λάθος. Διαγράφουν τὸ περιττόν, καὶ ἂς εἶναι ὡραῖον, κερδίζοντας μερικὰ εἰκοσιτετράωρα πλήξης. Ἀλλοῦ, μακριά τους στάζει ὁ χυμός, ἔστω καὶ ὡς ἦχος στὰ χείλη μιᾶς θυγατρὸς τοῦ Ὁμήρου.

Στὶς δέκα λέξεις μας οἱ πέντε εἶναι ξένες. Ὁλοταχῶς βαδίζουμε πρὸς μιὰν ἐσπεράντο παρὰ πέντε. Κανένας Ἡρώδης δὲν θὰ τολμοῦσε νὰ διατάξει τέτοια γενοκτονία, ὅπως αὐτὴ τοῦ τελικοῦ -ν· ἐκτὸς κι ἂν τοῦ ᾿λειπε ἡ ὀπτικὴ τοῦ ἤχου.

Μιὰ Φύση εὐκτική, ἀνώτερη καὶ τῆς Ἀττικῆς, ἐξαποστέλλει ρυακισμοὺς καὶ θροΐσματα στὸ Θριάσιο πεδίο τῶν ἀποξηραμένων μεταρρυθμιστῶν, ποὺ χάρη στὸν εὐφωνικὸ στραβισμό τους ἐκλαμβάνουν τὸν ἑαυτό τους γιὰ προοδευτικό. Ἀλλὰ στοὺς φθόγγους, ὅπως καὶ στὰ χρώματα, δὲν ὑπάρχει ἡ ἔννοια τῆς προόδου. Ἐκτὸς κι ἂν ἐσὺ εἶσαι ὁ δράστης, ὁπότε ὅσο πιὸ εὐώχυμο εἶναι τὸ ἕνα τόσο δυσαπεικόνιστο εἶναι τὸ ἄλλο.

Μιὰ κοινωνία ὅπου τ᾿ ἀναγνώσιμα δέντρα γίνονται καὶ πολυφωνικὰ τῆς ἴριδας βρίσκεται ἤδη ἐν ἐξελίξει. Ἂς εἶναι καλὰ ὁ ἑκάστοτε γεωμέτρης ποιητής, πού ᾿χει κερδίσει τὸν στέφανο τοῦ ἀνέμου. Ἴσως ὁ νέος Ἀρίων νὰ γεννήθηκε μόλις ἐχθές.

ΥΓ. Μπορεῖ νὰ παραξενεύεται κανεὶς μὲ τὴν ἀπὸ σκοποῦ ἀποχαλινωμένη Κυριακὴ τῆς γραφῆς μου. Δὲν ἔχει ὅμως παρὰ νὰ τὴν ἐξωθήσει ὣς τὸ ἔσχατο ἄκρο της, γιὰ νὰ ἀνατραπεῖ καὶ νὰ βρεθεῖ ἀπ᾿ τὴν ἄλλη μεριά, στὴν τάξη μιᾶς κλασικῆς Δευτέρας.

Τὸ σκάνδαλο τοῦ μονοτονικοῦ

[Ἔνθετο ἔντυπο τοῦ περιοδικοῦ Εὐθύνη, συλλογὴ «Φύλλα μάχης» ἀρ. 1.]

1.

Τὸ μονοτονικὸ ἐπιβλήθηκε στὸν ἑλληνικὸ Λαὸ ἀπὸ τὴν Κυβέρνηση τοῦ ΠΑΣΟΚ —Ὑπουργὸς Παιδείας κ. ᾽Ελευθ. Βερυβάκης— μὲ τροπολογία ποὺ αἰφνίδια προτάθηκε, κοντὰ στὰ μεσάνυχτα, ὅταν ἡ Βουλή τῶν Ἑλλήνων (συνεδρίαση τῆς 11.1.1982) εἶχε περατώσει τὴν συζήτηση καὶ εἶχε ψηφίσει τὸ ἕνα καὶ μόνο ἄρθρο τοῦ Νόμου 1228 ποὺ ἀποτελοῦσε «Κύρωση τῆς ἀπὸ 11.11.1981 πράξης τοῦ Προέδρου τῆς Δημοκρατίας περ ὶ ἐγγραφῆς μαθητῶν στὰ Λύκεια τῆς Γενικῆς καὶ Τεχνικῆς καὶ ᾽Επαγγελματικῆς ᾽Εκπαιδεύσεως» καὶ μὲ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν τίτλο δημοσιεύτηκε στὸ Αʹ Τεῦχος τοῦ φύλλου 15/11.2.82 τῆς Ἐφημερίδος τῆς Κυβερνήσεως.

Ἕνα κεφαλαιῶδες, λοιπόν, ἐθνικὸ θέμα, τὸ θέμα τοῦ τρόπου γραφῆς τῶν λέξεων μιᾶς πανάρχαιας γλώσσας —τρόπου καθιερωμένου μὲ ἐφαρμογὴ πολλῶν αἰώνων,— ἀντιμετωπίστηκε μὲ ἀσύγνωστη, ἀνατριχιαστικὴ ἐπιπολαιότητα. Διότι: α) εἰσάγεται πρὸς συζήτηση μὲ ἄρθρο τῆς προσκολλήσεως σὲ θέμα νόμου ἄσχετο, β) εἰσάγεται μεσάνυχτα, ὅταν ἡ πλειονότητα τῶν βουλευτῶν ἀπουσιάζει, γ) εἰσάγεται αἰφνίδια (κι αὐτό, θὰ ἰδοῦμε γιατί) δ) εἰσάγεται ἀντισυνταγματικὰ (προσκολλημένο σὲ νόμο ἄσχετο) καὶ ε) εἰσάγεται χωρὶς νὰ ἐρωτηθεῖ, οὔτε ὁ Λαὸς —ἐνῶ τότε ἀκριβῶς ὑποστηριζόταν πὼς γιὰ δυὸ στρατιωτικὲς βάσεις ἔπρεπε νὰ γίνει... δημοψήφισμα,— οὔτε ἡ ᾽Ακαδημία ᾽Αθηνῶν, οὔτε τὰ Πανεπιστήμια τῆς χώρας καὶ ἰδίως οἱ Φιλοσοφικές τους Σχολές, οὔτε οἱ Ἑταιρίες τῶν Συγγραφέων-Λογοτεχνῶν —παρὰ τὴν βαρυσήμαντη ἀπόφανση τοῦ σοφοῦ καθηγητῆ καὶ τότε Γεν. Γραμματέα τῆς ᾽Ακαδημίας Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλου πὼς «Τὴν γλώσσα τὴν ἀναπτύσσουν μόνον ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἔχουν νὰ εἰποῦν κάτι, δηλαδὴ οἱ πνευματικοὶ ἄνθρωποι, καὶ ὄχι οἱ ἀπνευμάτιστοι γλωσσοπλάστες καὶ νομοθέτες... Οἱ γλωσσικοὶ νομοθέτες δὲν ἔχουν καμμιὰ ἁρμοδιότητα καὶ ἀνακόπτουν ἁπλῶς τὴν ἐξέλιξη τοῦ γλωσσικοῦ μας πολιτισμοῦ».

2.

Ὑπῆρξε, βέβαια, πολὺ πρὶν ἀπὸ τὴν ἡμερομηνία αὐτή, ἐξαγγελία κύκλων τοῦ ΠΑΣΟΚ ὄχι μόνο γιὰ τὴν ἐπιβολὴ τοῦ μονοτονικοῦ ἀλλὰ γιὰ ἔσχατη ἁπλοποίηση τῆς γλώσσας μας (ὡσὰν νὰ εἴμαστε οἱ ἄξεστοι Τοῦρκοι τοῦ Κεμὰλ ᾽Ατατοὺρκ καὶ ὄχι οἱ φορεῖς τῆς ἀρχαιότερης ζωντανῆς γλώσσας τοῦ κόσμου...). Στὸ «Δελτίο Συνδέσμου Ἑλληνίδων ᾽Επιστημόνων (᾽Οκτώβριος 1979) προαναγγέλλεται πὼς «τὸ μονοτονικὸ εἶναι ἕνα βῆμα» πρὸς τὴν ταύτιση τῆς γραπτῆς μὲ τὴν προφορικὴ λαλιὰ (δὲν μᾶς μιμήθηκαν οἱ Ἄγγλοι καὶ οἱ Γάλλοι...), δηλαδή: τὴν κατάργηση τῶν διφθόγγων, τῶν πολλῶν ι, τῶν δύο ε καὶ ο, —καὶ «σ' αὐτὴ τὴν ἐπίμονη», λέει τὸ κείμενο, «διεργασία πρωτοστατοῦν οἱ δημοσιογράφοι, οἱ προκηρυξιογράφοι-τοιχοκολλητές, οἱ μπροσουροποιοί, μανιφεστογράφοι... ποὺ θὰ λυτρώσουν τὴν γλώσσα μας ἀπὸ τὴν σκουριὰ αἰώνων». Μόνο αὐτοὶ εἶναι ἁρμόδιοι...

3.

Καμμιὰ προγενέστερη εὐρεία, ἀνοιχτὴ καὶ ἐλεύθερη συζήτηση δὲν σημειώθηκε στὴν χώρα γιὰ τὸ μέγα αὐτὸ θέμα μετὰ ἀπὸ ἐκείνη τὴν παλιά, ἀλήστου μνήμης «Δίκη τῶν τόνων», ποὺ ἀπόμεινε χωρὶς συνέχεια καὶ σποραδικὲς ἐδῶ κι ἐκεῖ ἀπόψεις. Ἡ μόνη ποὺ φαίνεται ρωτήθηκε, —γιατὶ οὔτε τὰ Κόμματα ἐνημερώθηκαν, ὅπως ἀμέσως θὰ φανεῖ— ἦταν μιὰ ᾽Επιτροπὴ ποὺ συγκρότησε ὅπως ἤθελε ὁ τότε Ὑπουργὸς Παιδείας καθὼς καὶ τὸ περιλάλητο ΚΕΜΕ τοῦ ἴδιου Ὑπουργε ίου. Τί ἀκριβῶς ἀποφάνθηκε ἡ ᾽Επιτροπὴ καὶ τί εἶπε τὸ ΚΕΜΕ, σαφῶς δὲν γνωρίζουμε, οὔτε ἂν ὑπῆρξε καὶ τί ἀκριβῶς ὑποστήριξε ἡ μειοψηφία. ᾽Αλλὰ οὔτε καὶ ἡ ᾽Εθνικὴ ᾽Αντιπροσωπεία τὸ ἐγνώριζε, ὅταν τὰ μεσάνυχτα τῆς 11.1.1982 εἰσήχθη ἐντελῶς αἰφνίδια τὸ ἄρθρο τῆς προσκολλήσεως σὲ ἀλλότριο νόμο, ἡ παρονυχίδα στὸ νόμο περὶ ἐγγραφῆς μαθητῶν στὰ Λύκεια κ.λ. Πάντως, ἀνακοινώνουμε τὰ ὀνόματα τῶν μελῶν τῆς μὲ βαρύτατες ἐθνικὲς εὐθύνες ᾽Επιτροπῆς ἐκείνης, γιὰ νὰ ἀναλάβει καθένα τὴν προσωπική του εὐθύνη καὶ νὰ μὴ τοὺς λησμονήσει ὁ ἑλληνικὸς Λαὸς ποὺ τὸν ἔσωσαν, φαίνεται, ἀπὸ τὴν ἀγραμματοσύνη καὶ τὴν διασπάθιση χρόνου καὶ χρήματος...: Καθηγ. ᾽Εμμ. Κριαρᾶς πρόεδρος, Φάνης Κακριδῆς καθηγ. ΠανΡμίου, Χρίστος Τσολάκης φιλόλογος, Βασ. Φόρης φιλόλογος, Δημ. Τομπαΐδης σύμβουλος ΚΕΜΕ, Χρ. Μιχαλὲς Πρόεδρος τῆς ΟΛΜΕ, Ἀπόστ. Κοτλίττας διδάσκαλος, ᾽Αλόη Σιδέρη φιλόλογος τῆς ΟΠΕΛΕ.

Ὅλα αὐτὰ σημαίνουν, κατὰ τὴν γνώμη μας, ὅτι ὁ ἁρμόδιος Ὑπουργὸς χειρίστηκε τὸ κολοσσιαῖο θέμα ἀλλαγῆς τῆς γραφῆς τῆς γλώσσας μας μετὰ τόσους αἰῶνες ἀδιάλειπτης πρακτικῆς ἀντιλαϊκά, ὡς ἕνα θεματάκι ποὺ μὲ μιὰ ᾽Επιτροπούλα καὶ μὲ μιὰ-δυὸ συνεδριάσεις τοῦ ΚΕΜΕ τακτοποιεῖται...

4.

Τὰ πρακτικὰ τῆς συνεδρίασης ἐκείνης τῆς Βουλῆς τῶν Ἑλλήνων, τῆς αἰφνίδια κρισιμότατης, παρέχουν συγκλονιστικὲς πληροφορίες καὶ στοιχειοθετοῦν τὸν χαρακτηρισμὸ τῆς πράξης ὡς σκανδάλου. Λοιπόν:

α) Πρὸς τὰ μεσάνυχτα τῆς 11.1.1982 εἶχε περατωθεῖ ἡ συζήτηση γιὰ τὴν ἐγγραφὴ μαθητῶν τῶν Λυκείων, ὁπότε τελείως αἰφνίδια εἰσάγεται, τῆς προσκολλήσεως καθὼς εἴπαμε, ὡς ἄρθρο 2, ἕνα ἐντελῶς ἄσχετο —καὶ ἐθνικῶς μέγα— θέμα: ἡ ἐπιβολὴ τοῦ μονοτονικοῦ (γιατὶ ἄλλο πράγμα εἶναι ἡ ἁναγνώριση μιᾶς πραγματικότητας ποὺ ὑπάρχει καὶ λειτουργεῖ, ὅπως ἔγινε μὲ τὴν δημοτικὴ γλώσσα, καὶ ἄλλο ἡ αὐταρχικὴ ἐπιβολὴ μιᾶς ἀνύπαρκτης πραγματικότητας).

β) Μετὰ ἀπὸ μιὰν ἀτυχῆ παρέμβαση τοῦ Εὐάγγελου ᾽Αβέρωφ ποὺ ἐρώτησε ποιὸ εἶδος μονοτονικοῦ σκέφτεται νὰ ἐφαρμόσει ἡ Κυβέρνηση —καὶ ποὺ ἡ ἀδεξιότητα τοῦ ἁρμόδιου Ὑπουργοῦ φανέρωσε πὼς τὸ θέμα δὲν τὸν εἶχε καθόλου ἀπασχολήσει...— καὶ μετὰ ἀπὸ τὴν ἀκατάσχετη, ἀνοημάτιστη φλυαρία κάποιων βουλευτῶν, παρεμβαίνει ὁ τότε κοινοβουλευτικὸς ἐκπρόσωπος τῆς τότε ᾽Αξιωματικῆς ᾽Αντιπολίτευσης κ. Κωνσταντῖνος Μητσοτάκης (σελ. 456 τῶν Πρακτικῶν τῆς Βουλῆς) καὶ ἐπισημαίνει διαμαρτυρόμενος τὰ ἀκόλουθα:

1) Τὸ ἄρθρο αὐτὸ περὶ μονοτονικοῦ προστίθεται σήμερα, τὴν τελευταία ὥρα... αἰφνιδιαστικῶς. ᾽Αναφέρεται σὲ ἕνα μέγα θέμα...».

2) Ζητεῖ νὰ μετατεθεῖ στὴν ἑπόμενη συνεδρίαση τῆς Βουλῆς ἡ συζήτηση τοῦ ἄρθρου περὶ μονοτονικοῦ. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἔχη ἡ Κυβέρνηση τὴν ἀπαίτηση νὰ μᾶς φέρνει τὸ θέμα αὐτὸ τὸ μέγα, αἰφνιδιαστικά, καὶ νὰ ἀπαιτεῖ νὰ τὸ ψηφίσουμε καὶ μετὰ τὴν 12ην (νυκτερινή). Ἡ τροπολογία (Θεὲ καὶ Κύριε, μὲ ...τροπολογία μεσονύκτια ἀλλάζει αἰφνίδια ἡ γραφὴ τῶν λέξεων ποὺ εἶχε ἐπὶ αἰῶνες τηρηθεῖ!) «ἀναφέρεται σ᾿ ἕνα πολὺ σοβαρὸ θέμα».

3) ᾽Ανακοινώνει ὅτι ἂν ἡ Κυβέρνηση ἐπιμείνει, ἡ ᾽Αξιωματικνὴ Ἀντιπολίτευση εἶναι ὑποχρεωμένη νὰ ἀποχωρήσει ἀπὸ τὴν Αἴθουσα (σελ. 456 βʹ στήλη).

4) Δευτερολογεῖ ὁ κ. Κωνσταντῖνος Μητσοτάκης κι ἐπισημαίνει καὶ πάλι (σελ. 457): α) τὴν σοβαρότητα τοῦ θέματος, β) ὅτι κακῶς αὐτὸ προτείνεται μὲ τροπολογία, γ) ὅτι κακῶς καλεῖται ἡ Βουλὴ νὰ τὸ συζνιτήσει μετὰ τὸ μεσονύκτιο, δ) ὅτι ἔτσι καθὼς ἔρχεται ἕνα τέτοιο θέμα, αἰφνίδια, ἡ Ἀντιπολίτευση δὲν ἔχει προλάβει νὰ προετοιμαστεῖ, νὰ τὸ διαβάσει, νὰ ἐνημερωθεῖ. «Δὲν ἔχουμε κανένα φάκελλο... καμμιὰ προετοιμασία. Δὲν ἔχει καμμιὰ σχέση μὲ τὸ συζητούμενο νομοσχέδιο. Εἶναι σαφὲς ὅτι εἶναι ἀντισυνταγματικὴ ἡ τροπολογία... Δῶστε μας τὸν χρόνο νὰ προετοιμαστοῦμε...».

γ) ᾽Απὸ μέρους τοῦ ΚΚΕ ἡ κ. Μαρία Δαμανάκη παρεμβαίνει δύο φορὲς (σελ. 457 βʹ στήλη) καὶ ζητεῖ καὶ ἐκείνη ἀναβολὴ γιατὶ «τὸ Σῶμα ἔχει κουραστεῖ» —ἴσως δὲν θέλει νὰ πεῖ ὅτι δὲν ὑπάρχει πιὰ ἀπαρτία—. ᾽Αλλὰ ὁ προεδρεύων κ. Μιχ. Στεφανίδης ἀποκρίνεται σὲ ὅλα αὐτὰ μὲ τὰ ἑξῆς ἀμίμητα (σελ. 457 βʹ στήλη) : «Εἶναι ἀπαράδεκτο καὶ ἀδιανόητο γιὰ τὸν Ἑλληνικὸ Λαό, ὁ ὁποῖος ὅταν πληροφορηθεῖ τὴ συζήτηση αὐτὴ ποὺ γίνεται ἐδῶ, θὰ αἰστανθεῖ ἀπογοήτευση» (μόνο γι᾿ αὐτό...).

δ) Ὁ κ. Κωνσταντῖνος Μητσοτάκης ἐπανέρχεται (σελ. 458 αʹ στήλη) γιὰ νὰ ἐπισημάνει πὼς «ἡ Κυβέρνηση καὶ τὸ Προεδρεῖο ἐπιμένουν εἰς αὐτὸν τὸν ἀντιδημοκρατικὸν καὶ ἀντικοινοβουλευτικὸν τρόπον τῆς συζητήσεως αὐτῆς τῆς τροπολογίας. Ἐφ᾿ ὅσον ἡ Κυβέρνηση καὶ τὸ Προεδρεῖο ἐπιμένουν... ὑπὸ τὰς συνθήκας αὐτὰς λυπούμεθα εἰλικρινῶς ἀλλὰ δὲν δυνάμεθα νὰ παρακολουθήσουμε τὴν συζήτηση καὶ εἴμεθα ὑποχρεωμένοι νὰ ἀποχωρίσουμε (καὶ οἱ βουλευτὲς τῆς Νέας Δημοκρατίας ΑΠΟΧΩΡΟΥΝ ἀπὸ τὴν αἴθουσα).

5.

Ἔτσι, τὸ ἔγκλημα κατὰ τῆς γλώσσας μας πραγματοποιήθηκε: μὲ τρόπο σκανδαλώδη, αἰφνίδιο, ἀπροετοίμαστο καὶ ἀντισυνταγματικό, καὶ ἂν κρίνουμε ἀπὸ τὴν φλυαρία ποὺ ἐπακολούθησε, τὴν ἐπιπόλαιη καὶ ἀξιοδάκρυτη, ἡ ἄσχετη αὐτή, βαρυσήμαντη τροπολογία περὶ ἐπιβολῆς τοῦ μονοτονικοῦ στὸν Ἑλληνικὸ Λαό, ψηφίστηκε γύρω στὶς 2 ἡ ὥρα μετὰ τὰ μεσάνυχτα — γιὰ νὰ ἐπαληθευθεῖ ἀκόμη μιὰ φορὰ τὸ λεγόμενο ἀπὸ τὸν λαό μας: τῆς νύχτας τὰ καμώματα τὰ βλέπει ἡ μέρα καὶ γελᾶ...

Ἀπὸ πόσους ψηφίστηκε ἡ τροπολογία αὐτή; Κατὰ δήλωση τοῦ ἀείμνηστου Παναγ. Κανελλόπουλου —δὲν ἦταν παρὼν στὴν συνεδρίαση, ἀφοῦ οὐδεὶς ἐγνώριζε πὼς ἡ Κυβέρνηση αἰφνίδια θὰ εἰσήγαγε προσκολλημένο σὲ ἄσχετο, ἐπουσιώδη νόμο, τέτοιο μέγιστο ἐθνικὸ θέμα γιὰ συζήτηση,— ψηφίστηκε ἀπὸ ὄχι περισσότερους ἀπὸ 30 (τριάντα) βουλευτές! Τὴν πληροφορία ἐπαναλαμβάνει ὁ ποιητὴς-ἀκαδημαϊκὸς Νικηφόρος Βρεττάκος («Ἔθνος» τῆς 8.5.1990). Ὅ,τι λοιπὸν ἔπλασαν αἰῶνες, στὶς 2 μετὰ τὰ μεσάνυχτα, τὸ ἐγκρέμισαν 30 περίπου βουλευτές... Σκανδαλώδης, ἐπιπόλαιη πράξη ἀντεθνικῆς βαρύτητας.

6.

Ὁ νόμος, ἔτσι ποὺ χαλκεύτηκε, δημοσιεύτηκε, καθὼς μνημονεύσαμε πρίν, στὴν ᾽Εφημερίδα τῆς Κυβερνήσεως μὲ ἄλλο τίτλο καὶ χρειάζεται ὑπερβολικὴ φαντασία γιὰ νὰ τὸν ἀνακαλύψει κανείς.

Καὶ ὅμως, οὐδεὶς εἶχε τότε, οὔτε τώρα, ζητήσει ἀπὸ τὴν Πολιτεία τὴν ἐπιβολὴ τοῦ μονοτονικοῦ. Τὸ αἴτημα τοῦ αἰώνα μας, γιὰ τὴν γλώσσα μας, ὑπῆρξε σταθερὰ ἕνα καὶ μόνο: ἡ ἀναγνώριση τῆς δημοτικῆς, τῆς γλώσσας τοῦ ᾽Εθνικοῦ μας Ὕμνου, ὡς τῆς μοναδικῆς σήμερα γλώσσας τοῦ ἑλληνικοῦ Λαοῦ. Καὶ τὴν ἀναγνώριση αὐτῆς τῆς πραγματικότητας —ὄχι τὴν αἰφνίδια ἐπιβολὴ μιᾶς νέας ἐντελῶς πραγματικότητας,— πραγματοποίησε ἡ μεταδικτατορικὴ Κυβέρνηση τοῦ κ. Κωνσταντίνου Καραμανλῆ μὲ Ὑπουργὸ Παιδείας τὸν κ. Γεώργιο Ράλλη, προσφέροντας στοὺς μαθητὲς καὶ στὸν Λαὸ μιὰ ἁπλοποιημένη καὶ ἀρκετὰ συγχρονισμένη Νεοελληνικὴ Γραμματική, ποὺ ἀντιμετωπίζει ὅλες σχεδὸν τὶς ἐμπλοκὲς τονισμοῦ τῶν λέξεων ποὺ βασάνιζαν τὶς παλιότερες γενιὲς καὶ κάνει εὔκολο, ἐναρμονισμένο τὸ ἔργο τοῦ τονισμοῦ — ὑπογραμμίζοντας συγχρόνως πὼς τὸ μέγα χρέος, γιὰ δεκαετίες ἴσως, ὅλων μας, εἶναι νὰ μάθουμε νὰ γράφουμε καὶ νὰ χρησιμοποιοῦμε σωστά, ὄμορφα τὴν δημοτική.

7.

Τότε βέβαια, ἀμέσως μετὰ τὴν δικτατορία (μὲ προδρόμους πρὶν ἀπὸ τὴν δικτατορία, δυὸ ἐφημερίδες τῆς Θεσσαλονίκης πού, ὡστόσο, διατηροῦσαν ἕνα σημάδι στὴ θέση τῶν πνευμάτων καὶ τόνιζαν ὅλες τὶς λέξεις), εἶχαν ἀρχίσει κάποιες ἐφημερίδες τῆς ᾽Αθήνας νὰ ἐφαρμόζουν τὸ μονοτονικό, — γιὰ λόγους οἰκονομικούς, ὅπως δήλωναν, γιὰ νὰ κερδίσουν χρόνο στὴν στοιχειοθέτηση καὶ στὶς διορθώσεις. ᾽Αλλὰ ποιός σοβαρὸς ἄνθρωπος θὰ διανοοῦνταν νὰ ὑποστηρίξει ποτὲ ὅτι ἐκδότες, φωτοσυνθέτες καὶ διορθωτὲς θὰ καθορίζουν πῶς θὰ γράφεται ἡ γλώσσα; Ἡ γλώσσα μας ἀποτελεῖ πνευματικὸ καὶ ἱστορικὸ γεγονὸς κρυσταλλωμένο μέσα στοὺς αἰῶνες καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ὑποκύπτει σὲ πενιχρὰ χρησιμοθηρικὰ κριτήρια, ὅταν ἄλλες, νεώτερες γλῶσσες δὲν τὰ δέχονται. Οὔτε είναι λογικὸ —γιὰ νὰ μὴν εἰποῦμε πὼς εἶναι καταγέλαστο— ἀνάλογα μὲ τὴν στάθμη γλωσσικῆς μόρφωσης τῆς πλειοψηφίας, ἴσως, τοῦ λαοῦ σὲ μιὰ δεδομένη ἱστορικὴ περίοδο, ἡ ὑπεύθυνη Πολιτεία νὰ αὐξάνει ἢ νὰ περιορίζει τὶς ἀξιώσεις στὴ γλώσσα, ὥστε ἡ γλώσσα κάθε φορὰ —ἄθυρμα πλέον— νὰ προσαρμόζεται στὴν ὀκνηρία τῶν πολλῶν καὶ ὄχι οἱ πολλοὶ στὴν ἀρετὴ τῆς γλωσσικῆς παιδείας.

8.

Μετὰ τὴν δημοσίευση τοῦ νόμου, ἄρχισε νὰ ἐφαρμόζεται ἕνα ἐκτεταμένο σχέδιο φανατικῆς γλωσσικῆς καὶ ὑλικῆς καταστροφῆς:

α) τρομοκρατήθηκαν ἀπὸ τὴν ᾽Εξουσία ὅλοι οἱ ὑπάλληλοι τοῦ Δημοσίου καὶ τῶν Δημοσίων ᾽Οργανισμῶν (ξεχωριστὰ οἱ ἐκπαιδευτικοί, βέβαια), μὴ τυχὸν καὶ ἀντιδράσουν, καὶ δὲν ἐφαρμόσουν τὸ μονοτονικό.

β) Καταστράφηκαν χιλιάδες χιλιάδων βιβλία ἐκπαιδευτικά, ἀξίας πολλῶν ἑκατομμυρίων, ἐπειδὴ ἡ γλώσσα τους ἦταν δημοτικὴ πολυτονική, καὶ ξαναστοιχειοθετήθηκαν μονοτονικὰ — ὡσὰν τὰ πνεύματα καὶ οἱ τόνοι νὰ ἐμπόδιζαν τὴν ἀνάγνωσή τους ἀπὸ τοὺς μονοτονιστές, ἐνῶ τὸ ἀντίθετο λογικὰ συμβαίνει: ὅταν γιὰ κάποιον ἀναγνώστη λείπουν κάποια σημεῖα γνωριμίας καὶ τονισμοῦ τῶν λέξεων, αὐτὸς δυσκολεύεται νὰ διαβάσει ἕνα κείμενο καὶ χάνει χρόνο.

γ) Ναυάγησε ἡ διδασκαλία τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς —τῆς κληρονομιᾶς μας— στὴν Δευτεροβάθμια ᾽Εκπαίδευση καὶ στὶς Φιλοσοφικὲς Σχολές.

δ) Ἄρχισε ἡ βιαστική, ἀσθματικὴ καὶ ἄκριτη μετάφραση τῶν Βασικῶν Νόμων τοῦ Κράτους, πρὶν προλάβει νὰ δουλευτεῖ μὲ τὴν κρατικὴ πρακτικὴ ἡ δημοτικὴ γλώσσα, ἀλλὰ γιὰ νὰ περάσει, μαζὶ μὲ τὴν δημοτική, καὶ τὸ μονοτονικὸ — μὲ προφανῆ βιασμὸ τοῦ ρυθμοῦ ἐξέλιξης καὶ κάθαρσης τῆς γλώσσας μας, ἀλλὰ καὶ τῆς νόμιμης ἀναχώνευσης καὶ μίξης τῶν στοιχείων της.

9.

᾽Αμέσως μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴν αἰφνίδια, βίαιη ἀλλαγή, ἀρκετοὶ μορφωμένοι Ἕλληνες, —κάποιοι ἀπὸ αὐτοὺς μὲ τὸ ἀγιάτρευτο «σύνδρομο τοῦ προοδευτισμοῦ»...— ἐκοιμήθηκαν, καθὼς θὰ ἔλεγε ὁ Λαός μας, πολυτονιστὲς καὶ τὴν ἑπόμενη κιόλας ἡμέρα, χωρὶς νὰ ἀναρωτηθοῦν ἢ νὰ ρωτήσουν τί καὶ πῶς, ἐξύπνησαν μονοτονιστές. Αἰφνίδια, τὰ χαράματα τῆς 11ης πρὸς τὴν 12η Ἰανουαρίου 1982, μετὰ ἀπὸ μιὰ ὁλόκληρη ζωή, κατάλαβαν τί δὲν ἦταν γράφοντας ἐπὶ τόσες πρὶν δεκαετίες. Κι ἀπὸ τότε, ὑποστηριχτὲς τῶν 30 βουλευτῶν ποὺ νυσταγμένοι ἐψήφισαν τὸ μονοτονικό, δὲν ἔπαψαν νὰ τὸ ἐφαρμόζουν καὶ νὰ τὸ κηρύττουν, τονίζοντας τὰ οἰκονομικά, χρονικὰ καὶ μορφωτικά του ὀφέλη.

Ρωτοῦμε: Ποιά ἀρχαία γλώσσα, φυσιολογικὰ καὶ ἀβίαστα ἐξελισσόμενη μέσα στοὺς αἰῶνες, ἐφάρμοσε ἐκπτώσεις στὶς ἀξιώσεις ἱστορικῆς μνήμης καὶ ἀκρίβειας, ὑποκύπτοντας σὲ μὴ γλωσσικά, δηλαδὴ δικά της, αὐτόνομα καὶ ὄχι ἐμπορευματολογικά, κριτήρια; Τότε, ἂν τέτοια κριτήρια ἰσχύσουν, ἡ γλώσσα μας, χαροποιώντας τοὺς ὀκνηρούς, ἡμιμαθεῖς, καθὼς καὶ τὶς πολυεθνικὲς τῶν ἠλεκτρονικῶν ὑπολογιστῶν, ἔπρεπε νὰ ἐφαρμόσει τὸ λατινικὸ ἀλφάβητο ὁπότε πολλὰ τὰ οἰκονομικὰ καὶ ἄλλα ὑλικὰ ὀφέλη... Καὶ ὅμως, ὅλες οἱ γλῶσσες μὲ μακρὸ παρελθὸν —καὶ ὄχι τόσο μακρὸ ὅσο ἡ ἑλληνική,— εἶναι δύσκολες, ἀπαιτητικές, πυκνὲς σὲ μνήμη σημειολογική, καὶ ἀρνοῦνται νὰ ὑποταγοῦν σὲ κριτήρια χρησιμοθηρικά. Μετὰ ἀπὸ συζητήσεις 100 καὶ πλέον ἐτῶν, ἡ γαλλικὴ γλώσσα πέρυσι δέχτηκε κάποιες δειλὲς ἀλλαγές, —στὴν πραγματικότητα: ἐναρμονίσεις,— μετὰ ἀπὸ μηνῶν δημόσιες συζητήσεις, ἀλλὰ κι αὐτὲς τὶς πενιχρές, δικαιολογημένες λογικὰ ἀλλαγές, τελικὰ τὶς ἀπέκρουσε ἡ Γαλλικὴ Ἀκαδημία — νόμιμος φρουρὸς τῆς γλώσσας τοῦ Λαοῦ.

Καὶ ἐκεῖνοι δὲν ἔχουν τὸ βαρύ, ἱερὸ χρέος νὰ προασπίσουν, καθὼς ἐμεῖς, ποὺ εἴμαστε καὶ οἱ μόνοι, τὰ ἀρχαῖα μας Κείμενα, ποὺ χωρὶς τόνους καὶ πνεύματα δὲν νοοῦνται. Καὶ εἶναι γνωστὴ ἡ νικηφόρα ἀντίσταση τῶν Ἱσπανῶν στὴν ἰταμὴ ἀξίωση τῶν πολυεθνικῶν ἑταιριῶν γιὰ νὰ καταργήσουν τὸ ψηφίο ñ.

10.

Μὲ τὸν αἰφνίδιο, ἀντισυνταγματικὸ τρόπο ποὺ ἐπιβλήθηκε μεταμεσονύχτια τὸ μονοτονικό, κανεὶς δὲν θέλησε νὰ συνειδητοποιήισει, οὔτε ὁ ἀπληροφόρητος Ὑπουργὸς τότε Παιδείας, πὼς δημιουργήθηκε, μὲ τὴν συνέργια 30 βουλευτῶν, τῆς πενιχρότερης ποὺ γίνεται μειοψηφίας τῆς Βουλῆς τῶν Ἑλλήνων, ἕνας νέος γλωσσικὸς διχασμὸς τοῦ Λαοῦ μας.

Τότε δημοσιεύτηκε καὶ ἡ ἀκόλουθη Διακήρυξη Ἑλλήνων Συγγραφέων:

«Πιστεύαμε πὼς ἡ πράξη τῆς Πολιτείας μὲ τὴν ὁποία, πρὶν λίγα χρόνια, ἀναγνώρισε τὴν δημοτικὴ ὡς τὴν μοναδικὴ γλώσσα τοῦ Ἔθνους μας σήμερα, θὰ λύτρωνε τὸν λαό μας ἀπὸ τὴν μάστιγα ἑνός πολιτικοποιημένου μάλιστα, γλωσσικοῦ ζητήματος καὶ θὰ ἦταν ἡ ἀπαρχὴ μιᾶς βαθύτερνης μελέτης καὶ γνώσης τῆς γλώσσας, μιᾶς συνειδητότερης χρήσης και γραφῆς τῶν λέξεων της.

Ἀντὶ γι᾿ αὐτό, μὲ λύπη μας εἴδαμε νὰ δημιουργεῖται τεχνητά, ἀμέσως, ἕνα νεόμορφο γλωσσικὸ πρόβλημα, τὸ πρόβλημα τοῦ τονισμοῦ τῶν λέξεων στὸν γραπτὸ λόγο καὶ μαζὶ μ᾿ αὐτό, νὰ συζητεῖται κιόλας τὸ θέμα τῆς γραφῆς τῶν λέξεων ἀπὸ μερικοὺς — δηλαδὴ ἡ πλήρης ἐξάρθρωση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας. Κι ἐκεῖνοι ποὺ δημιούργησαν τὸ πρόρλημα αὐτό, φρόντισαν νὰ τὸ πολιτικοποιήσουν, χωρὶς ν᾿ ἀντιλαμβάνονται ὅτι, ἀναθέτοντας στὴν Πολιτεία πάλι τὴν λύση του, ἀνελάμβαναν ἀπέναντι στὸ Ἔθνος βαρύτατη εὐθύνη. Κι ἔτσι ἔχουμε νέα γλωσσικὴ ἐμπλοκὴ στὴν Ἑλλάδα.

᾽Επειδὴ ὅμως:

1. Οἱ λέξεις, ὄπως μᾶς τὶς παρέδωσαν οἱ πατέρες τοῦ Δημοτικισμοῦ γράφονται ἔτσι ἐπί 2000 τώρα χρόνια, ἔχοντας κρυσταλλώσει παράδοση ἀξιοσέβαστη, ἀκόμη κι ἀπὸ τοὺς ξένους·

2. τὸ πῶς θὰ γράφονται οἱ λέξεις εἶναι πάντοτε ἁρμοδιότητα ἀποκλειστικὴ τῶν συγγραφέων ἑνὸς τόπου καὶ ποτὲ ἄλλων παραγόντων τῆς ζωῆς·

3. τὸ κύριο χρέος μας σήμερα εἶναι νὰ μάθουν νὰ μιλοῦν καὶ νὰ γράφουν οἱ Ἕλληνες σωστὰ τὴν παραδομένη δημοτική·

4. οἱ ἁπλοποιήσεις τῆς γλώσσας μας τὰ τελευταῖα χρόνια περιόρισαν στὸ ἐλάχιστο τὶς δυσκολίες τονισμοῦ τῶν λέξεών της,

διακηρύσσουμε ὄτι:

δὲν δεχόμαστε ὁποιαδήποτε ἀλλαγὴ στὴν γραφὴ τῶν λέξεων τῆς γλώσσας μας καὶ θὰ συνεχίσουμε νὰ γράφουμε καὶ νὰ τυπώνουμε τὰ βιβλία μας μὲ σέβας πρὸς τὴν ζωντανὴ γλωσσικὴ παράδοση καὶ τὴν πλήρη μορφὴ τῶν λέξεων, ὄπως μᾶς δίδαξαν οἱ πατέρες τοῦ δημοτικισμοῦ καὶ οἱ μεγάλοι Νεοέλληνες συγγραφεῖς.

Οἱ συγγραφεῖς

Νίκος ᾽Αθανασιάδης, Τάσος ᾽Αθανασιάδης, Ἔφη Αἰλιανοῦ, ᾽Ορέστης ᾽Αλεξάκης, Κώστας ᾽Ασημακόπουλος, Τάκης Βαρριτσιώτης, Ὄλγα Βότση, Νικηφόρος Βρεττάκος, Πέτρος Γλέζος, Μαργαρίτα Δαλμάτη, Διαλεχτὴ Ζευγώλη-Γλέζου, Λιλὴ Ζωγράφου, Νανὰ ᾽Ησαΐα, ᾽Ιουλία ᾽Ιατρίδη, Πάνος Καραριας, ᾽Αντρέας Καραντώνης, Ζωὴ Καρέλλη, Γρηγ. Κασιμάτης, Τάσος Κόρφης, Γιωργῆς Κότσιρας, Β. Κωνσταντῖνος, Χριστόφορος Λιοντάκης, Ν.Κ. Λοῦρος, Χρῆστος Μαλεριτσης, Γ. Μανουσάκης, Μελισσάνθη, Ε.Ν. Μόσχος, Δημήτρης Μυράτ, Ἔλλη Νεζεριτη, Θεόδ. Ξύδης, Θ, Παπαθανασόπουλος, Δημ. Παπακωνσταντίνου, Λένα Παππᾶ, Π.Β. Πάσχος, Γ. Πατριαρχέας, Ν.Γ. Πεντζίκης, Ε.Ν. Πλατῆς, ᾽Αλέξης Σολομός, Τατιάνα Σταύρου, Γεωργία Ταρσούλη, Φώφη Τρέζου, ᾽Ιωάννα Τσάτσου, Κώστας Ε. Τσιρόπουλος, Θ.Δ. Φραγκόπουλος, Νίκος Φωκᾶς, Παναγιώτης Φωτέας, Ἑρρίκος Χατζηανέστης, Ντίνος Χριστιανόπουλος.

Το Μανιφέστο αὐτό, ποὺ προκάλεσε ὀργή, ὕβρεις καὶ συκοφαντήσεις-λιβελλογραφήματα τῶν ὀψίμων μονοτονιστῶν, ἀκολούθησαν πλῆθος γνῶμες ἐξεχόντων ἀνθρώπων τοῦ πνευματικοῦ μας πολιτισμοῦ — καὶ μόνο αὐτὰ θὰ ἀναχαίτιζαν μιὰν εὐαίσθητη, μὲ ἐθνικὴ συνείδηση Κυβέρνηση καὶ θὰ τὴν ἔφερναν σὲ αὐτο-επίγνωση ὥστε, τουλάχιστο νὰ θέσει σὲ εὐρύτατη, λαϊκὴ συζήτηση τὸ θέμα καὶ νὰ μὴν ἐπιμείνει στὴν αὐταρχικὴ ἐπιβολὴ τοῦ μονοτονικοῦ.

Ὁ ᾽Οδυσσεας ᾽Ελύτης ἐδήλωσε: «᾽Εγὼ εἶμαι ὑπὲρ τοῦ παλαιοῦ συστήματος, ἐναντίον τοῦ μονοτονικοῦ καὶ ὑπὲρ τῆς διδασκαλίας τῶν ᾽Αρχαίων Ἑλληνικῶν. Εἶναι ἡ βάση γιὰ νὰ ξέρεις τὴν ἐτυμολογία τῶν λέξεων. Ἡ σημερινὴ κακοποίηση τῆς γλώσσας μὲ ἐνοχλεῖ καὶ αἰσθητικά. Θέλω νὰ δῶ γραμμένο «καφενεῖον» κι ἂς μὴν τὸ προφέρουμε τὸ «ν». Τώρα, ὅλες οἱ λέξεις ἔχουν μιὰ τρύπα».

Ὁ Νικηφόρος Βρεττάκος ὑπογράμμισε «Ὑπερτιμήθηκε ἡ ἄποψη ὅτι διευκολύνει τοὺς μαθητές, κάτι πού, ἴσως, εἶναι ἀντιπαιδαγωγικό. Ὕπάρχει, ἄλλωστε καὶ μιὰ παράδοση ποὺ ἐκφράζει τὴν ἄποψη μεγάλων παιδαγωγῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπιμένουν ὅτι τὸ παιδὶ πρέπει νὰ κοπιάζει γιὰ νὰ γίνει ἄνθρωπος ἱκανός, ὤστε στὴ ζωή του ν᾿ ἀντιμετωπίσει ὅλες τὶς ἀντιξοότητες. Ὑποστηρίχτηκε, ἐπίσής, ὑπὲρ τοῦ μονοτονικοῦ καὶ ἡ ἄποψη ὅτι διευκολύνονται οἱ τυπογράφοι καὶ οἱ στοιχειοθέτες, γενικὰ καὶ ὅτι οἱ ἐκδόσεις, πάλι γενικά, γίνονται οἰκονομικότερες.

«Παραγνωρίστηκαν, ὄμως οἱ λόγοι ποὺ ἐπέβαλαν στοὺς ᾽Αλεξανδρινοὺς χρόνους, τὴν καθιέρωση τῶν τόνων, οἱ ὁποῖοι ἰσχύουν καὶ σήμερα. Πολλὲς φορές, τὰ γραπτά μου δὲν διαβάζονται σωστὰ ὅταν τυπώνονται στὸ μονοτονικό. Ἂς ἐλπίσουμε ὄτι θὰ ἐπανεξεταστεῖ μελλοντικὰ τὸ θέμα κι ὅτι θὰ ἐπικρατήσουν σωφρονέστερες ἀπόψεις».

Ὁ Κορνήλιος Καστοριάδης ἐτόνισε: «Τώρα γιὰ τὸ μονοτονικό. Ἂν δὲν θέλετε κύριοι τοῦ Ὕπουργείου νὰ κάνετε φωνητικὴ ὀρθογραφία, τότε πρέπει ν᾿ ἀφήσετε τοὺς τόνους καὶ τὰ πνεύματα γιατὶ αὐτοὶ ποὺ τοὺς βάλανε ξέρανε τί κάνανε. Δὲν ὑπῆρχαν στὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ γιατὶ ἁπλούστατα ὑπῆρχαν μέσα στὶς ἴδιες τὶς λέξεις. Αὐτοί, οἱ Κριαρᾶς καὶ οἱ ἄλλοι (...) ποὺ ἔκαναν αὐτὲς τὶς μεταρρυθμίσεις —αὐτὸ παρακαλῶ νὰ γραφτεῖ στὶς ἐφημερίδες— δὲν ξέρουν τί εἶναι γλώσσα. Δὲν ξέρουν αὐτὸ ποὺ γνώριζε ἡ κόρη μου στὰ τρία της χρόνια. Μάθαινε μία λέξη καὶ μετὰ ἔψαχνε γιὰ τὶς συγγενεῖς της. Αὐτὸ εἶναι μιὰ γλώσσα. Ἕνα μάγμα, ἕνα πλέγμα, ὅπου οἱ λέξεις παράγονται οἱ μὲν ἀπὸ τὶς δέ, ὄπου οἱ σημασίες γλιστρᾶνε ἀπὸ τὴ μιὰ στὴν ἄλλη, εἶναι μιὰ ὀργανικὴ ἑνότητα ἀπὸ τὴν ὁποία δὲν μπορεῖς νὰ βγάλεις καὶ νὰ κολλήσεις πράγματα, δυνάμει μιᾶς ψευτοκυβέρνησης, καθισμένος σ᾿ ἔνα γραφεῖο στὸ ὑπουργεῖο Παιδείας. Ἡ κατάργηση τῶν τόνων καὶ τῶν πνευμάτων εἶναι ἡ κατάργηση τῆς ὀρθογραφίας, ποὺ εἶναι τελικὰ ἡ καταστροφὴ τῆς συνέχειας. Ἤδη τὰ παιδιὰ δὲν μποροῦν νὰ καταλάβουν Καβάφη, Σεφέρη, ᾽Ελύτη γιατὶ αὐτοὶ εἶναι γεμᾶτοι ἀπὸ τὸν πλοῦτο τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν. Δηλαδὴ πᾶμε νὰ καταστρέψουμε ὅ,τι κτίσαμε πρὶν λίγα χρόνια; Αὐτὴ εἶναι ἡ δραματικὴ μοίρα τοῦ σύγχρονου ἑλληνισμοῦ.»

Ἀκολούθησαν διαμαρτυρίες, δημόσιες συζητήσεις, προσφυγές. Ἡ Κυβέρνηση ἔμεινε ἀσυγκίνητη, πιστεύοντας πὼς ἀπὸ χρόνο σὲ χρόνο θὰ κέρδιζε, μὲ καταναγκασμό, τρομοκράτηση, διαδόσεις πὼς δὲν ὑπάρχουν πιὰ γραφομηχανὲς πολυτονικές, οὔτε τυπογράφοι πολυτονιστές, πὼς τὸ Κράτος δὲν ἀγοράζει τάχα βιβλία πολυτονικά, πὼς θὰ ἐπιβαλλόταν τελικὰ τὸ μονοτονικό. ᾽Ερωτοῦμε ὅμως: μπορεῖ μιὰ ἐξαναγκαστικὴ πρακτικὴ 8 χρόνων νὰ ἀνατρέψει παράδοση πρακτικῆς πολλῶν αἰώνων; Ἂς μᾶς ἀπαντήσουν οἱ ὑπεύθυνοι.

Πάντως, καὶ τὰ παιδιά μας, στὰ δίσεχτα αὐτὰ χρόνια, δὲν ἔμαθαν καλύτερα τὴν γλώσσα μας, ἐπειδὴ καταργήθηκαν τόνοι καὶ πνεύματα, καὶ τὰ γραπτά τους, κατὰ γενικὴ ὁμολογία, κάθε χρόνο εἶναι καὶ πιὸ ἀξιοθρήνητα, πειστήρια γλωσσικῆς διάλυσης. Ἡ πλειονότητα τῶν συνειδητῶν συγγραφέων μας ἐξακολουθεῖ νὰ γράφει πολυτονικὰ —καὶ τῶν νέων συγγραφέων μας ἐπίσης, ὄχι μόνο τῶν παλιότερων,— σπουδαῖα περιοδικὰ καὶ διαπρεπεῖς ἐκδοτικοὶ οἶκοι ἐξακολουθοῦν νὰ χρησιμοποιοῦν τὸ πολυτονικὸ καὶ ὁ Λαὸς ἐπιμένει. Ἱερὴ ἐθνικὴ ἐπιμονή, ἀξιοθαύμαστη ἀντίσταση στὴν καταστροφή.

11.

Συμπεραίνουμε:

1. Ἡ ἐπιβολὴ τοῦ μονοτονικοῦ ὑπῆρξε α) ἄκαιρη, β) αὐθαίρετη, γ) αὐταρχική, δ) αἰφνίδια, ε) ἀντισυνταγματική, ϛ) δὲν ἔγινε ἀπὸ τὸν Λαό μας, καὶ κυρίως ἀπὸ τοὺς εἰδικὰ ἐνδιαφερόμενους, ἀποδεκτή. Πρόκειται, λοιπόν, γιὰ ἕνα ἀληθινὸ Σκάνδαλο πανεθνικῆς σημασίας.

2. Ἡ «Νέα Δημοκρατία» ΔΕΝ ΔΕΣΜΕΥΤΗΚΕ νὰ ἐφαρμόσει τὸ μονοτονικό. Ὁ σημερινὸς Πρωθυπουργὸς κ. Κωνσταντῖνος Μητσοτάκης ἀντιστάθηκε προσωπικὰ στὴν ἐσπευσμένη, καταστροφικὴ ἐκείνη πράξη καὶ διέταξε τὴν ἀποχώρηση ὅλων τῶν βουλευτῶν τῆς τότε ᾽Αξιωματικῆς ᾽Αντιπολίτευσης ἀπὸ τὴν μεταμεσονύχτια συνεδρίαση τῆς Βουλῆς. Ἑπομένως, οὔτε τὸ Κόμμα, οὔτε ὁ Πρωθυπουργός, οὔτε οἱ Ὑπουργοί του, οὔτε οἱ βουλευτές του ἔχουν ΟΠΟΙΑΔΗΠΟΤΕ ΔΕΣΜΕΥΣΗ καὶ ὑποχρέωση νὰ ἐφαρμόσουν καὶ νὰ ἐπιμείνουν στὸ μονοτονικό. Δὲν συνέπραξαν, ΑΝΤΙΣΤΑΘΗΚΑΝ στὴν χάλκευση τοῦ Σκανδάλου αὐτοῦ.

12.

Ζητοῦμε: 1. Νὰ διατάξει ἡ Κυβέρνηση καὶ νὰ ἀρχίσει ὁ ἀξιότιμος κ. Ὑπουργὸς Παιδείας σὲ συνεργασία μὲ τὴν κ. Ὑπουργὸ Πολιτισμοῦ, τὴν ἐπανασυζήτηση περὶ μονοτονικοῦ. Τὴν ἀνοιχτή, δημοκρατικὴ καὶ ἄφοβη συζήτηση καὶ νὰ κληθοῦν σ᾿ αὐτὸ τὸν ἀντιαυταρχικὸ διάλογο ὅλοι οἱ ἁρμόδιοι: ἡ ᾽Ακαδημία ᾽Αθηνῶν, τὰ Πανεπιστήμια, τὰ Σωματεῖα Λογοτεχνῶν.

2. Νὰ ἐπιτρέψει ἀμέσως ἡ Κυβέρνηση ὥστε ὅλοι οἱ κρατικοὶ λειτουργοὶ καὶ τῶν τριῶν ᾽Εξουσιῶν τῆς Δημοκρατίας νὰ μποροῦν, ἂν κρίνουν, ἐλεύθερα νὰ γράφουν πολυτονικά, χωρὶς φόβο καὶ ὁποιαδήποτε πίεση.

3. Νὰ τεθοῦν τὰ συμπεράσματα τῶν συζητήσεων αὐτῶν, ἂν ὄχι στὴν ἄμεση κρίση ὅπως θὰ ἅρμοζε, τῶν Ἑλλήνων μὲ σαφὲς δημοψήφισμα, στὴν ᾽Εθνικὴ ᾽Αντιπροσωπεία καὶ σὲ εἰδικὴ συνεδρίαση ἔγκαιρα καὶ πλήρως προετοιμασμένη ὥστε ἐκείνη νὰ ἀποφασίσει ἐλεύθερα, ὑπεύθυνα, ἑλληνικά.

Ἀθήνα, Σεπτέμβριος 1991

Ἡ ἀποψίλωση τῆς γλώσσας

[τοῦ Σαράντου Καργάκου, ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ἀλεξία», Gutenberg 1991.]

«Τὰ κρέα ἐψιλωμένα τῶν ὀστέων»
(Ἡρόδ. 4, 61)

«Τὰ ἐψιλωμένα ὄρη ἐλέγετο φαλάκραι»
(Στέφανος Βυζάντιος)

Πρόσφατα φίλη καθηγήτρια ποὺ διδάσκει σὲ κάποιο Γυμνάσιο τῆς Κορινθίας, ἔγραψε στὸν πίνακα τὴ λέξη «ὄρος» κι ἔβαλε πάνω στό «ὄμικρον» ψιλή, γιὰ νὰ δείξει τὴ διαφορὰ ποὺ ὑπάρχει ἀνάμεσα στὴν ἄλλη λέξη «ὅρος» (μὲ δασεῖα). Κι ἕνας μαθητὴς (Γʹ Γυμνασίου) τήν ἐρώτησε μὲ ἀπορία: «Κυρία, γιατί βάλατε στὸ ῾῾ὄμικρον᾿᾿ κόμμα;»

Σ᾿ αὐτὸ τὸ σημεῖο ἐφθάσαμε! Τελειόφοιτοι τοῦ Γυμνασίου ἀγνοοῦν τὴν ψιλὴ καὶ τὴ δασεῖα, ἐκπαιδευτήρια στέλνουν πίσω στὸν κ. ᾽Αγγέλου (καταγγελία τοῦ ἴδιου στὸ «Βῆμα») τὰ βιβλία ποὺ τοὺς ἐχάρισε, μὲ τὴ δικαιολογία ὅτι οἱ μαθητὲς δὲν μποροῦν νὰ διαβάσουν κείμενο μὲ πολυτονικὸ καὶ ὁ ὑποφαινόμενος βρέθηκε πρόσφατα σὲ δύσκολη θέση, ὅταν θέλησε νὰ τυπώσει τὸ «Ἱστορικὸ καὶ ταξιδιωτικό χρονικὸ στὴν ᾽Απουλία», ἐπειδὴ ἡ Φιλόλογος68 τοῦ ἐκδοτικοῦ οἴκου, ποὺ ἔκανε τὶς διορθώσεις, ἀρνήθηκε νὰ ἐκπληρώσει τὴν ἀποστολή της μὲ τὴ δικαιολογία ὅτι δὲν ἤξερε ἢ δὲν ἤθελε νὰ διορθώσει πολυτονικό. Ἂν πρόκειται γιὰ τὸ πρῶτο, τὸ πρᾶγμα εἶναι θλιβερό, ἄν πρόκειται γιὰ τὸ δεύτερο, τὸ πρᾶγμα εἶναι τραγικό: βρισκόμαστε μπρὸς σ᾿ ἕναν ἀπροκάλυπτο διανοητικὸ φασισμό.

Θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κανείς: τί χρειάζεται τὸ πολυτονικό; Χάρη σ᾿ αὐτὸ ἔχουμε οἰκονομία χρόνου καὶ χρήματος. ᾽Αγνοεῖται ὅμως πώς τὸ πολυτονικὸ εἶναι ἄσκηση νοός. Πέρ᾿ ἀπὸ αὐτό, εἶναι στοιχεῖο παραδοσιακό, αἰσθητικό. Τὰ πνεύματα καὶ οἱ τόνοι εἶναι ὅ,τι ὁ γλυπτικὸς διάκοσμος σὲ ἀρχαῖο ἀρχιτεκτόνημα. Ὁ ᾽Ελύτης στὸ τελευταῖο βιβλίο του λέει πὼς οἱ ἑλληνικὲς λέξεις μὲ τοὺς τόνους καὶ τὰ πνεύματα, δίνουν τὴν αἴσθηση τοῦ γεωγραφικοῦ ἑλληνικοῦ χώρου. Θυμίζουν τὰ βουνά, τοὺς κόλπους, τὴ θάλασσα, τὸν οὐρανὸ τῆς πατρίδας μας69. Ποιητικότητες, θὰ ἔλεγε κάποιος ρεαλιστής. Μὰ νά, ποὺ ὁ Νικηφόρος Βρεττάκος, μὲ τὸ νηφάλιο στοχασμὸ του, σὲ μικρὴ δήλωσὴ του στὴν «᾽Ελευθεροτυπία» τὰ λέει πιὸ ρεαλιστικά. Γιατί τό Ὑπουργεῖο κατάργησε τοὺς τόνους, ἀφοῦ κανεὶς μέχρι τότε ἀξιόλογος λογοτέχνης δὲν εἶχε ἐκδώσει λογοτεχνικὸ ἔργο μὲ μονοτονικό; Εἶναι γνωστὸ ὅτι οἱ λογοτέχνες προηγοῦνται τῶν διοικητικῶν μέτρων. Κι ἀκόμη, τί καταργήσαμε; Μὲ τὶς ὀρθογραφικὲς ἁπλουστεύσεις τὸ μόνο ποὺ εἶχε μείνει ἦταν ἡ δασεῖα (γιὰ 100 περίπου λέξεις) καὶ ἡ περισπωμένη γιὰ κάποια ρήματα ποὺ τονίζονταν στὴ λήγουσα (ἀγαπῶ, ἐπιθυμῶ) καὶ γιὰ κάποιες γενικὲς ὀνομάτων ποὺ ἐπίσης τονίζονταν στὴ λήγουσα. Κι ἀκόμη καταργήσαμε τὸν κλασικὸ κανόνα «μακρὸν πρὸ βραχέος περισπᾶται». ᾽Αλλ᾿ ὅλα αὐτὰ ἦταν τόσο δύσκολο νὰ τὰ μάθει ἕνας μαθητής; Ἤ, μήπως τὸ πνευματικὸ ὄφελος ἦταν πιὸ μεγάλο, ἂν τὰ μάθαινε; Τί παθαίνουν τὰ Γιαπωνεζάκια πού μαθαίνουν 1.800 σύμβολα γραφῆς; Ὅσο γιὰ τὴ νέα τεχνολογία, μπορεῖ νὰ μᾶς δώσει ἀπειρία συστημάτων γραφῆς. Δὲν ὑπῆρχε λόγος νά καταστήσουμε μουσειακὸ ἀντικείμενο τὴν παλιὰ γραφομηχανὴ μας.

***

Παρ᾿ ὅλο ποὺ εἴμαστε ξενομανεῖς, δὲν διδασκόμαστε τίποτα ἀπὸ τοὺς ξένους. ᾽Ενωρίτερα ἀπὸ μᾶς καὶ οἱ Γάλλοι εἶχαν ἀποτολμήσει μερικὲς ὀρθογραφικὲς ἁπλουστεύσεις. Ὅμως, ἔχουν τὴν γενναιότητα ν᾿ ἀναγνωρίζουν τὰ λάθη τους καὶ νὰ μὴ θεωροῦν τὴν ἐπανόρθωση σάν «πισωγύρισμα». Σ᾿ ἕνα τεῦχος τοῦ Δεκεμβρίου 1987 τοῦ περιοδικοῦ «Lire» (= Διαβάζω) διαβάσαμε πὼς ἡ Γαλλικὴ ᾽Ακαδημία, ποὺ εἶχε προτείνει κάποιες μεταβολὲς τὸ 1975 στὸ τονικὸ σύστημα τῆς Γαλλικῆς, ἀνέκρουσε πρύμναν, μόλις διαπίστωσε τὴν ἀντίδραση τοῦ κοινοῦ. Συγκεκριμένα, προέβη σὲ κάποιες μετατροπὲς τοῦ τονισμοῦ. Π.χ. ἡ λέξη événement (= γεγονός) θὰ ἔπαιρνε στὸ δεύτερο e βαρεῖα ἀντὶ γιὰ ὀξεῖα, καὶ ἡ λέξη aiguë (= ὀξεῖα) τὰ διαλυτικὰ δὲν θά ἔμπαιναν στὸ e ἀλλὰ στὸ u. Μετὰ ἀπὸ 12 χρόνια ἡ ᾽Ακαδημία ἀπεφάσισε τὴν ἐπάνοδο στὸν παλιὸ τονισμό. Τὸ σκεπτικὸ τῶν Γάλλων εἶναι ἁπλό. Εἶναι καλύτερο μιὰ νέα γενιὰ νὰ μαθαίνει γιὰ πρώτη φορὰ κάτι (ποὺ τὸ ξέρουν ὅλοι) παρὰ τρεῖς γενιὲς νὰ ξεμάθουν αὐτὸ ποὺ ἤξεραν μέχρι τότε, καὶ νὰ μάθουν κάτι νέο. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ Γάλλος γλωσσολόγος Ζόζεφ Χὰνς στὴ νέα ἔκδοση τοῦ λεξικοῦ τῆς Γαλλικῆς Γλώσσης ἐπανέφερε τοὺς τόνους. (Βλ. χρονογράφημα τοῦ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΟΥ στὴ Μεσημβρινὴ τῆς 21ης Δεκεμβρίου 1987.)

***

Ἂς ἔλθουμε τώρα καὶ στὰ δικά μας. Ἡ κυβέρνηση ποὺ προέκυψε ἀπό τὶς ἐκλογὲς τῆς 5ης Νοεμβρίου τοῦ 1989 ἐκληρονόμησε πολλὲς ἁμαρτίες ἀπὸ προηγούμενες. Εὐτυχῶς ποὺ εἶναι οἰκουμενική, γιατὶ οἱ ἁμαρτίες εἶναι... οἰκουμενικές. Ὅλες οἱ κυβερνήσεις κι ὅλα τὰ κόμματα ἔρριξαν τὸ δικὸ τους σπόρο ἁμαρτίας. Γιὰ παράδειγμα: ὁ ἐκπαιδευτικός τομέας εἶχε ἀπὸ τὴν ἑπταετία τῆς Ν.Δ. μεταβληθεῖ σὲ χῶρο παντὸς πειραματισμοῦ καὶ εἰσδοχῆς παντὸς προοδευτικοφανοῦς τρωκτικοῦ. Ἔτσι φθάσαμε ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τοῦ ΠΑΣΟΚ σ᾿ ἕνα ἐκπαιδευτικὸ bric-à-brac, ἤτοι σ᾿ ἕνα συνοθύλευμα ἑτερόκλητων μέτρων καὶ καταστάσεων. Ἀλλὰ γιὰ νὰ εἴμαστε δίκαιοι, τὸ ΠΑΣΟΚ δὲν ἄρχισε· συνέχισε. Τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ παρὰ λίγο νὰ βάλουν ταφόπλακα στὴν παιδεία μας δὲν τοὺς δημιούργησε· τοὺς βρῆκε. Ἡ ᾽Αριστερὰ τὸ ἐνίσχυσε.

Ἔτσι, ἂν ἡ Ν.Δ. δὲν ἄρχιζε τὶς ὀρθογραφικὲς ἁπλοποιήσεις, ἄν δὲν εἶχε ἐπιβάλει τὴν ἔξωση τῶν ᾽Αρχαίων Ἑλληνικῶν ἀπὸ τὸ Γυμνάσιο κι ἂν δὲν εἶχε ἀκόμη ἐπιβάλει τὴ δικτατορία τοῦ ἑνὸς καὶ μοναδικοῦ σχολικοῦ ἐγχειριδίου, δὲν θὰ τολμοῦσε κάποιος κ. Βερυβάκης ποὺ χρησιμοποιεῖ μιὰν τρεκλίζουσα ἑλληνική, νὰ ἐπιβάλει «ἐν μιᾷ νυκτὶ» τὸ μονοτονικὸ σύστημα καί, «ἀντιστάσεως μὴ οὔσης», νά θραύσει «τοὺς φανοὺς τῆς πρωτευούσης». Γιατὶ, ἂς μὴν πλανώμεθα: οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα ἦσαν φανοὶ τοῦ λόγου!

Ἔχουμε ἐξηγήσει ἀλλοῦ τὸ γιατὶ ἐπιβάλλεται ἡ ἐπανεισαγωγὴ τοῦ πολυτονικοῦ στὴν ἐκπαίδευση. Σήμερα θ᾿ ἀναφερθοῦμε σὲ μιὰ πολιτικὴ παράμετρο, ποὺ ἔχει σχέση μὲ τὴ συνταγματικότητα τοῦ «Βερυβακείου διατάγματος». Δὲν ἐπείσθησαν ὅλοι —καλῶς ἢ κακῶς— γιὰ τὴν ὀρθότητὰ του. Εἶναι πολλοὶ οἱ λογοτέχνες, ἐπιστήμονες, ἐπαγγελματίες κάθε λογῆς, ἔντυπα κ.λπ. ποὺ χρησιμοποιοῦν τὸ πολυτονικό. Παράλληλα, πολλοὶ μαθητὲς (καὶ κυρίως φοιτητές) ἔχουν ἀρχίσει νὰ διαισθάνονται τὴν ἀνάγκη τῆς δασείας, τῆς περισπωμένης καὶ τῆς ὑπογεγραμμένης. Νοιώθουν πὼς ἡ ἀποφλοιωμένη ἀπὸ τόνους καὶ πνεύματα γραφὴ πάσχει. ᾽Επιθυμία τους εἴναι νὰ ἐπανέλθουν στὸ πολυτονικὸ σύστημα.

Κανεὶς βέβαια δὲν μπορεῖ νὰ τοὺς ἐμποδίσει. Ἕνας λόγος εἶναι! ᾽Εὰν τολμήσουν στὸ σχολεῖο καὶ εἰδικὰ στὶς ἐξετάσεις νὰ χρησιμοποιήσουν πολυτονικὸ σύστημα, θ᾿ ἀπορριφθοῦν. Μερικοὶ «προοδευτικοὶ φιλόλογοι ἀπαγορεύουν στοὺς μαθητὲς νὰ βάζουν τόνους καὶ πνεύματα ἀκόμη καὶ σὲ ἀρχαία φράση! Δὲν ζητᾶμε σήμερα ἐπάνοδο τοῦ πολυτονικοῦ καὶ κατάργησι τοῦ μονοτονικοῦ. ᾽Εφ᾿ ὅσον στὸ Λύκειο (κι ἐλπίζουμε σύντομα καὶ στὸ Γυμνάσιο) θὰ διδάσκονται οἱ κανόνες τονισμοῦ τῆς ᾽Αρχαίας, ἂς ἐπιτραπεῖ τουλάχιστον, σὲ ὅσα παιδιὰ ἐπιθυμοῦν, νὰ χρησιμοποιοῦν ἀτιμωρητὶ τὸ σύστημα αὐτό. Ἔστω μὲ κάποιες ἁπλοποιήσεις γιὰ τὴ Νέα Ἑλληνική. Νὰ διώξουμε τ᾿ Ἀρχαῖα, τὸ πολυτιμότερο πνευματικό μας κεφάλαιο, ἀπὸ τὴν ἐκπαίδευση καὶ τὴ ζωή μας στάθηκε ἐπικίνδυνο καὶ τελικὰ ἀδύνατο. Μοιραῖα τὰ παιδιά, μαθαίνοντας Ἀρχαῖα, θὰ μαθαίνουν καὶ τὸν τονισμὸ τῆς ᾽Αρχαίας. Γιατί ν᾿ ἀποφεύγεται ἡ χρησιμοποίησή του καὶ στὴ νέα;

Τὴ γλῶσσα καὶ τὴ μορφὴ τῆς γλώσσας δὲν μπορεῖ κανένα ὑπουργικὸ διάταγμα νὰ τὴν καθορίσει. Σήμερα —ἰδιαίτερα στὶς Σοβιετικές Δημοκρατίες— γίνεται μιὰ σκληρὴ πάλη, γιὰ τὴ γλῶσσα. Ἡ γλῶσσα εἶναι πατρίδα. Δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς πνίγει ἡ εὐαισθησία γιὰ τὸ γλωσσικὸ πρόβλημα τῆς Τρανσυλβανίας καὶ ν᾿ ἀδιαφοροῦμε γιὰ τὶς δεσμεύσεις ποὺ κάποιοι ὑπουργοὶ ἔχουν ἐπιβάλει στὴ δική μας γλῶσσα. Δὲν μπορεῖ νὰ φωνασκοῦμε γιὰ τὴν ἐλευθερία τοῦ λόγου καὶ νὰ κοπτόμεθα ὑπὲρ τῆς χυδαιολογίας, πορνολογίας, κοπρολογίας, ὑβρεολογίας καὶ ν᾿ ἀρνούμεθα δικαίωμα ὑπάρξεως στὴ δασεῖα καὶ τὴν περισπωμένη. Ἡ ἑλληνικὴ εἶναι ἡ μόνη γλῶσσα ποὺ ὅταν γράφεις «κῦμα», τὸ κῦμα φαίνεται μὲ τὴ μορφὴ τῆς περισπωμένης, λέγει ὁ ᾽Ελύτης. ᾽Ακόμη κι ἡ «γλῶσσα» στὴν ἀρχαία γραφή της γίνεται μέ τὴν περισπωμένη ὁρατή. Γιατί ὄχι καὶ στὴ Νέα Ἑλληνική;

Ζητᾶμε, λοιπόν, ἀπὸ τὶς φετεινὲς ἐξετάσεις νὰ παρασχεθεῖ στούς ὑποψηφίους τὸ δικαίωμα νὰ χρησιμοποιήσουν τὸ πολυτονικὸ σύστημα. Θέλουμε ὅμως μιὰν ἐγγύηση: νὰ μὴ σφαγιασθοῦν ἀπὸ μερικοὺς κατ᾿ εὐφημισμὸν λεγόμενους ἐκπαιδευτικούς, ποὺ ἔχουν τὴν ψυχολογία τοῦ δημίου Σασσόν. (Εἶχε τὸ ρεκὸρ τῶν ἀποκεφαλισμῶν κατὰ τὴ Γαλλικὴ ᾽Επανάσταση). Ξέρω ὅτι κρυφὸ πολιτικὸ καὶ πνευματικό μας ἰδανικὸ παραμένει ὁ Κεμάλ. Σ᾿ ὅλα προσπαθοῦμε νὰ τὸν μιμηθοῦμε. Πρῶτα ἀποκεφαλίσαμε τὶς λέξεις ἀπὸ τόνους καὶ πνεύματα καὶ φτιάξαμε μιὰ γλῶσσα ἄτονη καὶ ἀπνευμάτιστη. Ἀργότερα θὰ προχωρήσουμε στὴ λατινικὴ γραφή. ᾽Εκτὸς ἀπὸ κάποιους γραικύλους, τὴν ἰδέα προωθοῦν καὶ κάποιοι ἑταῖροι (ἢ ἑταῖρες ἢ ἑταιρεῖες) τῆς Ε.Ο.Κ. Φοβᾶμαι πὼς σὲ λίγο, ὅποιος τολμᾶ νὰ εἶναι πολυτονικὸς θὰ «ἀποκεφαλίζεται»· τουλάχιστον ἐπαγγελματικά.

Πρέπει ν᾿ ἀντιδράσουμε δυναμικά. Στὸν πλουραλισμὸ δικαίωμα ἔχουν καὶ οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα. ᾽Ιδίως οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα. ᾽Αλλιῶς ἡ ἀτονία καὶ ἡ μονοτονία θὰ εἶναι τὸ πνευματικὸ πεπρωμένο μας.

Καὶ κλείνουμε μὲ κάτι ποὺ εἶναι ἴσως νομικὸ θέμα. Τὸ Σύνταγμα προστατεύει τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα. Κι ὅταν λέμε τὴν προστατεύει, ἐννοοῦμε προστασία ὁλικὴ κι ὄχι μερική. Χωρὶς νὰ εἴμαστε νομικοί, πιστεύουμε πὼς ἡ κατάργηση τῶν τόνων ἀποτελεῖ παραβίαση τοῦ Συντάγματος. ᾽Αλλοιώθηκε σὲ σοβαρὸ βαθμὸ ἡ γραφομένη ἑλληνική. Ἄλλαξε ἡ μορφή της. Ὁ «βερυβάκειος νόμος» φρονοῦμε ὅτι εἶναι ἀντισυνταγματικός. Ὁ Πρόεδρος τῆς Δημοκρατίας, ὡς ἐγγυητής τοῦ Συντάγματος, πρέπει νὰ παρέμβει. Κι ὄχι μόνο γιὰ τοὺς τόνους ἀλλὰ καὶ γιὰ ν᾿ ἀποφύγουμε τὴ λατινοποίηση ἢ ἀγγλοποίηση τῆς ἑλληνικῆς.

***

᾽Επίμετρο: Οἱ λόγοι πού, κατὰ τὴ γνώμη μας καθιστοῦν ἀναγκαία τὴν ἐπαναφορὰ τοῦ πολυτονικοῦ εἶναι οἱ ἀκόλουθοι:

  1. Ὁ ἐγκλιτικὸς τόνος «τρώει» τὸν κύριο τόνο: «τις θαλασσές μας».
  2. Ἔχουμε ἀμερικανότροπο τονισμό, τόνο δηλαδὴ πάνω ἀπὸ τήν προπαραλήγουσα. ᾽Επίσης ὑπερτονισμὸ τοῦ ἄρθρου ἢ μιᾶς συλλαβῆς.
  3. Συχνὰ ὁ τόνος αὐθαίρετα τίθεται στὴ λήγουσα (ἢ ὅπου τύχει, ὅπως συμβαίνει στὸ μοντέρνο σπαστικὸ τραγούδι).
  4. Δυσαναγνωσία, τραύλισμα, βατταρισμοί. Τὰ παιδιὰ μπερδεύονται ἀνάμεσα στὴν προσωπικὴ καὶ κτητικὴ ἀντωνυμία. Οἱ τόνοι, ὡς ἀναγνωστικὰ σήματα, εἶναι ὅ,τι καὶ τὰ ὁδικὰ σήματα. Ἡ ἀπουσία τους προκαλεῖ ἀπότομα ἀναγνωστικὰ φρεναρίσματα ἢ τρακαρίσματα.
  5. Καταργήθηκαν οἱ πιὸ ἰσχυρὰ ἀκουόμενοι τόνοι, ὅπως οἱ τόνοι τῶν ἐρωτηματικῶν ἀντωνυμιῶν, τί, ποιός, ποιά, ποιό;
  6. Τὸ μονοτονικὸ ἔφερε τὸ «ἀτονικό». Συμπόσιον Ποίησης τῶν Πατρῶν τύπωσε πρόγραμμα πρὸ ἐτῶν ἄνευ τόνων. ᾽Εκτὸς ἀπὸ τὸ «ατονικό» ἔφερε τὸ «παρατονικό» καὶ τὸ παρανοϊκό.
  7. Οἱ μαθητὲς ἀδυνατοῦν νὰ καταλάβουν τὴ δάσυνση. Ἔτσι δημιουργοῦνται λέξεις-τέρατα: ᾽Απο-ελληνισμός, ἐπίδρωση, ἀντι-υγιεινός, πενταήμερη.
  8. Τὰ ᾽Αρχαῖα ποὺ ἀπαιτοῦν πνεύματα καὶ τόνους λειτουργοῦν σὰν μάθημα-σόκ.
  9. Παραβιάζεται ἡ θέληση θανόντων συγγραφέων (π.χ. Παπαδιαμάντη, Κόντογλου), ποὺ σὲ καμμία περίπτωση δὲν θ᾿ ἀνέχονταν τὸ μονοτονικό.
  10. Εὐνοεῖται, λόγω ταχυγραφίας, ἡ κακογραφία.
  11. Εἶναι στοιχεῖο αἰσθητικῆς καὶ στοιχεῖο τῆς γραμματικῆς παραδόσεώς μας.
  12. Τὸ μονοτονικὸ διαθέτει κανόνες ποὺ ἐλάχιστοι γνωρίζουν. Ἔτσι ἐπιβάλλεται ἕνα αὐθαίρετο ὀρθογραφικὸ σύστημα.
  13. Ὑποχρέωσε πολλοὺς σὲ ὀρθογραφικὸ δυϊσμὸ κ.λπ.

Γλῶσσα ἑλληνική

[τοῦ Κώστα Καραΐσκου, περιοδικὸ Ἀντιφωνητής, Ὀκτώβριος 1994 διαθέσιμο στὸ Διαδίκτυο]

Ἡ Θρακικὴ Ἑταιρεία, ζώντας τὴ σημερινὴ ἀφασία ὡς μεῖζον πρόβλημα τῆς ἐποχῆς, ἐπιχειρεῖ στὸ παρακάτω κείμενο μία συνοπτικὴ παρουσίαση τοῦ θέματος, ἐλπίζοντας σὲ ἕναν γόνιμο διάλογο. Τὸ κείμενο εἶναι καρπὸς συλλογικῆς προσπάθειας καὶ γράφτηκε τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1994 ἀπὸ τὸν Κώστα Καραΐσκο.

«Ἡ γλῶσσα εἶναι πατρίδα» (Ν. Καζαντζάκης)

Ἡ ἐργαλειακὴ ἀντίληψη τῆς γλώσσας, ποὺ τὴν ἤθελε ἁπλῶς ἕνα μέσον ἐπικοινωνίας καὶ περιγραφῆς σκέψεων, ἀνήκει στὸν θετικισμὸ τοῦ 19ου αἰώνα. Σήμερα στὴ γλωσσολογία εἶναι γενικὰ ἀποδεκτὴ ἡ ἀπόλυτη ἐξάρτηση καὶ διαμόρφωση τῆς νοήσεως ἀπὸ τὴ γλῶσσα, ὥστε κάθε ἀνθρώπινη κοινότητα μὲ διαφορετικὸ γλωσσικὸ σύστημα νὰ θεωρεῖται πὼς ἔχει διαφορετικὴ κοσμοαντίληψη. Ἀλλὰ καὶ στὴν ἐπικοινωνία τῶν ἀνθρώπων ἐπιβάλλει συγκεκριμένες μορφές, ἀποτελεῖ δηλαδὴ τρόπο κοινωνικῆς ζωῆς. Ἡ ἐμμονὴ στὴν δηλωτικὴ καὶ πληροφοριακὴ λειτουργία της παραμερίζει τὸ γεγονὸς ὅτι ἀποτελεῖ πράξη ἐκφράσεως καὶ δημιουργίας, ἐγχείρημα ταξινομίας, οἰκοδόμηση σημασιῶν, λογικὴ συνοχή. Ὅτι ἔχει λειτουργία ὑπαρξιακὴ καὶ αἰσθητικὴ ἀλλὰ καὶ ποιητικὴ ποὺ τὴν ὑπερβαίνει. Συμπυκνώνοντας τὴν ἱστορία, τὴν σκέψη, τὴν καλλιέργεια, τὴν νοοτροπία, τὸν πολιτισμὸ ἑνὸς λαοῦ, κάθε γλώσσα ἔχει νόημα ἰδιαίτερο.

«Μονάχη ἔγνοια ἡ γλῶσσα μου στὶς ἀμμουδιὲς τοῦ Ὁμήρου» (Ὀδ. Ἐλύτης)

Τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ γενικὴ γλωσσολογία – ὄχι στὸ σύνολό της – ἀρκεῖται στὴν περιγραφὴ καὶ ἑρμηνεία τῶν γλωσσικῶν φαινομένων καὶ δὲν τὰ ἀξιολογεῖ, ὅπως καὶ τὸ ὅτι χαρακτηρίζει κάθε γλῶσσα αὐτάρκη καὶ ἱκανὴ νὰ ἐξυπηρετήσει τὶς ἐκφραστικὲς ἀνάγκες μιᾶς κοινότητας, σὲ καμμία περίπτωση δὲν σημαίνει ὅτι ἡ ἀξία ὅλων τῶν γλωσσῶν εἶναι ἡ ἴδια. Ἡ τελευταία, προφανέστατα, συνδέεται μὲ τὸν πολιτισμὸ τῆς ἑκάστοτε κοινότητας. Μόνον ἕνας ἐπαγγελματίας ραγιᾶς – μιλώντας γιὰ Ἕλληνα – μπορεῖ νὰ ἀγνοεῖ τὰ ἀντικειμενικὰ πλεονεκτήματα τῆς γλώσσας μας καὶ νὰ χαρακτηρίζει «ἰδεοληπτικούς» ἢ καὶ «ρατσιστές» ὅσους διαπιστώνουν:

  1. τὴν ἀδιάκοπη παράδοση 4.000 ἐτῶν τουλάχιστον μὲ τὴ στενὴ σχέση τῶν διαδοχικῶν φάσεων μεταξύ τους, φαινόμενο μοναδικὸ παγκοσμίως
  2. τὴν πρώιμη ἔκφραση προηγμένων μορφῶν σκέψεως, μὲ τὴν συνακόλουθη βαθειὰ καλλιέργεια
  3. τὸ γεγονὸς ὅτι ἀποτελεῖ τὴ βάση τοῦ «καλλιεργημένου κώδικα» (δηλ. τό σύνολο τῶν ἑλληνικῶν λέξεων πού ὀνομάζουν σέ κάθε γλῶσσα τούς ὅρους τοῦ πνευματικοῦ βίου, π.χ. θέατρο, μουσική, πολιτική...) σὲ ὅλες τὶς γλῶσσες καὶ ἐργαλεῖο ἀναντικατάστατό του σύγχρονου πολιτικοῦ καὶ ἐπιστημονικοῦ λόγου διεθνῶς
  4. τὴν ἐπεξεργασία τῆς ὀργανώσεως καὶ ἐκφράσεώς της ἀπὸ τοὺς κορυφαίους διανοητὲς ποὺ τὴν χρησιμοποίησαν
  5. τὸ γεγονὸς ὅτι ὑπῆρξε ἱστορικὰ καὶ ἐπανειλημμένως διεθνὴς γλῶσσα τοῦ κόσμου
  6. τὸν ρόλο της (ποὺ ἐσχάτως καὶ πάλι ἀναβαθμίζεται) στὴν ἐκπαίδευση τοῦ πολιτισμένου κόσμου

Τέλος, τὴν ἐτυμολογική της διαφάνεια καὶ τὴν πλήρη ἀντιστοιχία γλωσσικοῦ συμβόλου καὶ ἐννοιολογικοῦ περιεχομένου. Ἔτσι, ὁ μεγαλύτερος φιλόσοφος τοῦ αἰώνα Μάρτιν Χάιντεγκερ ζητᾶ «ν’ ἀνέβει μέχρι τὸ μυστικὸ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας» καὶ «βλέπει» τὸ ἀντικείμενο, ὅταν τὸ ὀνομάζει στὰ ἑλληνικά. Ὁ Γίββων μίλησε γιὰ τὴ «μουσικότατη καὶ γονιμότατη γλῶσσα ποὺ δίνει κορμὶ στὶς φιλοσοφικὲς ἀφαιρέσεις καὶ ψυχή στὰ ἀντικείμενα τῶν αἰσθήσεων». Ὁ ἀκαδημαϊκὸς Κλὼντ Φωριὲλ («Τὰ δημοτικὰ τραγούδια τῆς νέας Ἑλλάδας», 1824) γράφει γιὰ τὴν ἑλληνικὴ ὅτι «συγκεντρώνει τὸν πλοῦτο καὶ τὴν ὁμοιογένεια τῆς γερμανικῆς, τὴν σαφήνεια τῆς γαλλικῆς, τὴν μουσικότητα τῆς ἰταλικῆς καὶ τὴν λυγεράδα τῆς ἱσπανικῆς». Ὁ γλωσσολόγος Ἀντουάν Μεγιὲ ὑποστήριξε τὴν ἀνωτερότητά της ἔναντι τῶν ἄλλων γλωσσῶν («Αperçu d'une histoire de la langue grecque»). Ἡ πληρότητα τῆς δομῆς, ὁ πλοῦτος τοῦ λεξιλογίου, οἱ ἐννοιολογικὲς δυνατότητες καὶ οἱ σημασιολογικὲς ἀποχρώσεις ἀναγνωρίζονται ἀπὸ τοὺς Ἀγγλοαμερικανοὺς μὲ τὴ φράση «οἱ Ἕλληνες ἔχουν μία λέξη γι’ αὐτό», σὲ προβλήματα κυριολεξίας. Σὺν τοῖς ἄλλοις, ὄντας βάση τοῦ πνευματικοῦ πολιτισμοῦ τῆς Εὐρώπης, ἡ ἑλληνικὴ μπορεῖ νὰ ἀξιοποιηθεῖ ὡς δεσμὸς μεταξὺ τῶν πολιτῶν τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης. Ἔτσι, Ἰσπανοὶ εὐρωβουλευτὲς πρότειναν στὸ Εὐρωκοινοβούλιο τὴν καθιέρωσή της ὡς ἐπίσημης γλώσσας τῆς Ἑνώσεως, ἀπαριθμώντας τὰ πλεονεκτήματα μιᾶς τέτοιας ἐπιλογῆς καὶ ἐπιμένοντας στὶς «ἐξαιρετικὲς ἱκανότητες ὀργανώσεως τῆς σκέψης ποὺ προσφέρει».

Ὅλα αὐτά, βεβαίως, «ἔξω». Γιατί στὴν πατρίδα μας πλειάδα «ἐπιστημόνων» ἀμφισβητεῖ τὴν μοναδικότητα καὶ διαχρονικότητα τῆς γλώσσας μας, ἀπαξιώνει τὶς ἐτυμολογικές της δυνατότητες, ἐπικροτεῖ τὴ ρύπανση ἀπὸ τοὺς ξενισμούς. Ἡ ἄγνοια λογίων λέξεων συγκρίνεται μὲ τὴν ἄγνοια τῶν ἀντίστοιχων ἀγγλικῶν ἢ γαλλικῶν καὶ μάλιστα σὲ σχολικὸ ἐγχειρίδιο οἱ λέξεις αὐτὲς χαρακτηρίζονται ὡς «σαβούρα» (!!!), ὅταν ὑπάρχουν οἱ ἀντίστοιχές της δημώδους. Τέλος, ἡ βαρβαρόηχη ἀργκώ τῆς ἀμερικάνικης ὑποκουλτούρας ἐκθειάζεται ὡς γονιμοποίηση καὶ πλουτισμὸς τῆς γλώσσας μας.

«Τὸ τραγικὸ ζήτημα εἶναι ἂν θὰ γράφουμε ἢ ὄχι ἑλληνικά. Ἂν θὰ γράφουμε ἑλληνικὰ ἢ ἕνα ὁποιοδήποτε ἑλληνόμορφο ἐσπεράντο. Δυστυχῶς, ὅλα γίνονται σὰ νὰ προτιμοῦμε τὸ ἐσπεράντο. Σὰ νὰ θέλουμε νὰ ξεκάνουμε μὲ ὅλα τὰ μέσα τὴ γλῶσσα μας» (Γ. Σεφέρης)

Σήμερα τὸ δίλημμα καθαρεύουσας ἢ δημοτικῆς δὲν ὑπάρχει. Ἐξακολουθεῖ νὰ ὑφίσταται μόνο στὸ μυαλὸ ὅσων ζοῦν ἀκόμη μὲ τὰ φαντάσματα τοῦ παρελθόντος. Μία εὐρύχωρη νεοελληνικὴ ἀποδεικνύεται ἡ ἰδανικὴ λύση γιὰ νὰ καρπωθοῦμε τὰ θετικὰ ἀποτελέσματα τοῦ πολύχρονου διχασμοῦ, ἀξιοποιώντας κάθε τύπο ἑλληνικὸ ἀπὸ τὴ διαχρονία τῆς γλώσσας μας (πρᾶγμα ποὺ ἄλλωστε συνέβαινε καὶ στὸ Βυζάντιο – π.χ. Μιχαὴλ Ψελλὸς – καὶ στὴν Ἀρχαιότητα – π.χ. Αἰσχύλος). Ἡ παρασύνδεση μὲ τὸ κοινωνικὸ πρόβλημα καὶ οἱ αὐτονόητες ἄλλοτε πολιτικοϊδεολογικὲς συνάφειες χάνουν πιὰ τὴν καθολικὴ ἰσχύ τους καὶ ἡ ἀδιαφορία τῶν «καθαρῶν» δημοτικιστῶν γιὰ τὴν εὐφωνία, τὴν μουσικότητα καὶ τὴν αἰσθητικὴ μειώνεται σὺν τῷ χρόνῳ, μαζὶ μὲ τὸ ἀρχικὸ ἰσοπεδωτικό τους μένος κατὰ τῶν «ὕποπτων ἀπόψεων» τῶν ἐναντιοφρόνων. Συχνὰ πάντως τὸ πρόβλημα συντηρεῖται ἀπὸ τὴ σύγχυση μεταξὺ γραπτοῦ καὶ προφορικοῦ λόγου ποὺ σαφῶς διαφέρουν («ὁ προφορικὸς λόγος ἐμψυχώνει τὸν γραπτό, ὁ γραπτὸς ἐξυψώνει τὸν προφορικό» ‐ Στ. Ράμφος). Ἡ ὑποβάθμιση τοῦ γραπτοῦ λόγου ἔναντι τοῦ προφορικοῦ, οὐσιαστικὰ προπαγανδίζει τὴν ἀγραμματοσύνη καὶ παράλληλα μὲ τὴν «φωτογραφικὴ ἀντίληψη» γιὰ τὴν ἀνάγνωση τῆς λέξεως – σήματος ὑποβαθμίζεται ἡ ὀρθογραφία, μηδενίζεται ἡ ἐτυμολογία, τὸ νόημα καὶ ἡ κατανόηση τῶν πραγμάτων μέσα ἀπὸ τὴν ἱστορία τους (μένει κανεὶς ἄναυδος μπρὸς στὰ ἀπίστευτα ἰδεολογήματα τῶν «εἰδικῶν». Σωσσύρ: αὐθαίρετο τῆς λέξεως, συγχρονικὴ θεώρηση τῆς γλώσσας, Μ. Κοέν: ἡ ὀρθογραφία προπύργιο τοῦ κοινωνικοῦ συντηρητισμοῦ, Μπενβενίστε – Μπλούμφιλτ – Σαπίρ: ἡ ἁπλούστευση τοῦ γραπτοῦ λόγου θὰ φέρει τὴν παιδεία στὸν λαό, κτλ). Χωρὶς ἰδιαίτερο κόπο ἐντοπίζει κανεὶς στὸν προφορικὸ καὶ γραπτὸ λόγο τῆς καθημερινότητάς μας λεξιπενία, ἀκαλαισθησία, συντακτικὴ ἀκαμψία, ἅλωση ἀπὸ ξενισμούς, ἰσοπέδωση τῶν ἐπιπέδων τοῦ λόγου. Ὁ γλωσσοπολιτικὸς φανατισμὸς συγκεκριμένων προσώπων καὶ ἡ βίαιη χειραγώγηση μέσω τῶν ΜΜΕ, τῶν σχολικῶν βιβλίων καὶ τῶν «εἰδικῶν» τῆς ἐξουσίας, ὁδηγοῦν τὴ γλώσσα μας στὴν καταστροφὴ κι ὅποιος διαμαρτυρηθεῖ κατηγορεῖται γιὰ «ἐπέμβαση σ’ ἕναν ζωντανὸ ὀργανισμὸ ποὺ δὲν χρειάζεται προστάτες». Ὅμως οὔτε κάθε ἐξέλιξη συνιστᾶ πρόοδο οὔτε, βέβαια, εἶναι τὸ ἴδιο ἡ βίαιη κατάργηση μιᾶς λέξεως μὲ τὴν ἐξαφάνιση ἢ τὴν ἀντικατάστασή της ἀπὸ ἄλλη μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου. Κι ἂν δὲν εἶχε μεσολαβήσει ὁ ἀξιοθαύμαστος καθαρισμὸς τῆς ἑλληνικῆς ἀπὸ τὴν τουρκικὴ κατὰ τὸν 19ο αἰώνα καὶ ἡ ἑλληνοποίηση τῶν εἰσαγόμενων ὅρων κατὰ τὸν 20ό, σήμερα τὸ 75% τοῦ ἀστικοῦ μας λεξιλογίου θὰ ἦταν ξένο καὶ ἀντὶ γιὰ κυβέρνηση, ὑπουργό, νοσοκομεῖο, οἰκογένεια κι ἐφημερίδα θὰ εἴχαμε γκουβέρνο, μινίστρο, σπιτάλι, φαμίλια, γαζέτα. Συστηματικὸ καθαρισμὸ ἔκαναν κι οἱ Γερμανοὶ τὸν προηγούμενο αἰώνα στὴ γλώσσα τους ἀπὸ τοὺς γαλλισμοὺς καὶ σήμερα ἡ Γαλλία (ἀπὸ τὸ 1982) προσπαθεῖ νὰ ἀντιμετωπίσει τὴν εἰσβολὴ τῆς Ἀγγλικῆς, τὸ Franglais.

Τὰ σημερινὰ προβλήματα τῆς νεοελληνικῆς ἐπιδεινώνονται ἀπὸ τὰ ἀπαράδεκτα βιβλία, τὴν ἀπουσία τῆς Γραμματικῆς, τὸν ἐξοβελισμὸ τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν ἀπὸ τὸ Γυμνάσιο, τὴν ἀδράνεια καὶ τὸν λαϊκισμὸ τῶν ἰθυνόντων. Πάντως τὸ πρόβλημα εἶναι διεθνὲς καὶ ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴν παγκοσμιότητα τοῦ (ἀμερικανικοῦ) πολιτισμοῦ, τὸν πρακτικισμὸ τῆς ἐποχῆς, τήν κατάργηση κάθε νοήματος, τὴν παθητικὴ καὶ μνημονικὴ προσέγγιση τῆς γλώσσας (φωτογραφικὴ ἀντίληψη τῆς λέξεως). Καὶ εἶναι κυρίως ἡ ἐπικράτηση τῆς «ἐπικοινωνίας τῆς εἰκόνας» (τηλεόραση, κινηματογράφος, φωτογραφία, κτλ) ποὺ καταργεῖ τὸν λόγο καὶ ὁδηγεῖ τὴν ἀνθρωπότητα σὲ τοπία ὀργουελικά.

«Ἡ μεγαλύτερη πνευματική μου ἄσκηση ἦταν ἡ θητεία μου στὴν ἀρχαία Ἑλληνική» (Β. Χάιζενμπερκ, νόμπελ Φυσικῆς)

Ἡ ἀρχαία, τροφὸς καὶ θεμέλιο τῆς νέας Ἑλληνικῆς, εἶναι κλειδὶ γιὰ τὴν κατανόηση καὶ οἰκείωσή της. Ἡ καθιέρωση τῆς δημοτικῆς ἔπρεπε νὰ συνδυαστεῖ μὲ μία πιὸ ὁλοκληρωμένη διδασκαλία τῆς ἀρχαίας στὰ σχολεῖα, ποὺ θὰ ἀποσκοποῦσε ὄχι τόσο στὴ μετάδοση νοημάτων καὶ τὴν προσέγγιση τοῦ περιεχομένου τῆς ἀρχαιοελληνικῆς γραμματείας, πράγμα ποὺ γίνεται καὶ μὲ μεταφράσεις. Οἱ σκοποὶ θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι κυρίως γλωσσικοὶ καὶ θὰ βοηθοῦσε ἐδῶ ἡ διδασκαλία τῆς ἀττικῆς διαλέκτου τοῦ 4ου αἰώνα καὶ μόνον. Ὡστόσο μὲ τὴν καθιέρωση τοῦ πολυκλαδικοῦ λυκείου, τὸ 85% τῶν μαθητῶν θὰ μείνουν ὁριστικὰ ἐκτὸς τῆς κλασικῆς παιδείας. Καὶ εἶναι «λογικό», τὴ στιγμὴ ποὺ ἐκπαιδευτικοί του Ὑπουργείου Παιδείας ἀπαξιώνουν δημοσίως τὸ μάθημα καὶ «εἰδικοί» διερωτῶνται γιὰ τὴν χρησιμότητά του. Μὲ ἐπιχείρημα τὴ δυσκολία ἢ τὴν ἄγνοια τῆς ἀρχαίας ἀπὸ γενιὲς πού τὴ διδάχτηκαν (ποιοὶ ἄραγε θυμοῦνται τὰ Μαθηματικὰ τοῦ Λυκείου;), ἀδιαφοροῦν γιὰ τὰ ὀφέλη τῆς ἀρχαιομάθειας ποὺ εἶναι ἀδιαμφισβήτητα: ἐθνικὴ ὑπερηφάνεια, πλουτισμὸς λεξιλογίου, ἀνάπτυξη τῆς γλωσσοαντιληπτικῆς καὶ λεξιπλαστικῆς ἱκανότητας, μύηση στοὺς μηχανισμοὺς τοῦ ἀρχαίου λόγου, ὄξυνση τῆς κρίσεως μὲ ἐφαρμογὴ τοῦ Συντακτικοῦ, διαχρονικὴ θεώρηση τῆς γλώσσας μας, αἰσθητικὴ ἀπόλαυση, ἀντίσταση στὸν ἐξαμερικανισμὸ τῆς γλώσσας. Ἐπαναφέροντας τὴν διδασκαλία τῶν ἀρχαίων στὸ Γυμνάσιο μεταφέρεται ἡ ἐκμάθησή τους σὲ καταλληλότερη ἡλικία καὶ παράλληλα ἀποσυμφορεῖται ἡ διδασκαλία τοὺς στὸ Λύκειο. Καὶ φυσικὰ τὸ μάθημα θὰ τὸ διδάξουν ὅποιοι τὸ δίδασκαν ἀνέκαθεν. Κι ἄν λείπουν οἱ κατάλληλοι, τότε νὰ δημιουργηθοῦν.

«...μιὰν ὀρθογραφία ὅπου τὸ κάθε ὠμέγα, τὸ κάθε ὕψιλον, ἡ κάθε ὑπογεγραμμένη, δὲν εἶναι παρὰ ἕνας κολπίσκος, μία κατωφέρεια, μία κάθετη βράχου πάνω σὲ μία καμπύλη πρύμνας πλεούμενου...» (Ὀδ. Ἐλύτης)

Ἡ λογική τῆς ἥσσονος προσπάθειας, ἡ ἄκρατη χρησιμοθηρία καὶ ἡ ἁπλοποίηση ὅλων τῶν ἐκφράσεων τῆς ζωῆς χωρὶς καμμία ἱεράρχηση ἀναγκῶν, κατήργησαν τὸ 1982 ἐπισήμως τὴν περισπωμένη καὶ τὰ πνεύματα στὴ γραφή μας. Ἡ Βουλὴ σὲ μία μεταμεσονύκτια συνεδρία 20 βουλευτῶν ψήφισε ὡς τροπολογία σὲ ἄσχετο νομοσχέδιο, τὴν παραπάνω κατάργηση, χωρὶς τὸν παραμικρὸ διάλογο, χωρὶς ἕνα σοβαρὸ ἐπιχείρημα. Ὁ εἰσηγητὴς ἐπικαλέστηκε λόγους α) ἱστορικοὺς β) παιδαγωγικοὺς καὶ γ) οἰκονομικούς. Οἱ τελευταῖοι, ἐκτὸς τοῦ ὅτι ἀφοροῦν μόνο τὰ συγκροτήματα Τύπου κι ὄχι τὸν σύνολο λαό, εἶναι ντροπὴ καὶ νὰ ἀναφέρονται σὲ τέτοιο ζήτημα. Τὸ ἐπιχείρημα τοῦ ἄσκοπου κόπου πρώτον ὠθεῖ τὰ παιδιὰ στὴν ἀπροσπάθεια, δεύτερον ψεύδεται γιὰ ... χιλιάδες ὦρες (!) ἐκμαθήσεως τῶν ἐλαχίστων κανόνων τονισμοῦ, τρίτον ἀποκρύπτει τὸ ὅτι στὸ Λύκειο γιὰ τὰ Ἀρχαῖα Ἑλληνικὰ ὁ ἴδιος κόπος θὰ καταβληθεῖ καὶ τέταρτον ἀγνοεῖ ὅτι σὲ γλῶσσες χωρὶς τόνους τὰ περὶ τὴν Παιδείαν πράγματα δὲν εἶναι καθόλου καλύτερα. Τὸ ἱστορικὸ ἐπιχείρημα γιὰ τὴν ἐφεύρεση τῶν τόνων ἀπὸ τοὺς Ἀλεξανδρινοὺς φιλολόγους ἀγνοεῖ ὅτι ἔτσι διασώθηκε ἡ ὀρθὴ ἀπαγγελία – ἀνάγνωση τῆς Ἑλληνικῆς μέσα στὸν κυκεώνα τῆς ἐποχῆς. Ἄλλωστε τὸ ὅτι δὲν ὑπῆρχαν τόνοι στὴν κλασικὴ ἀρχαιότητα τί σημαίνει; Οὔτε μικρὰ γράμματα ὑπῆρχαν οὔτε χωριστὲς λέξεις. Μήπως εἶναι ὀπισθοδρομικοὶ οἱ λαοὶ πού διατηροῦν πολὺ δυσκολότερες γραφὲς (Κινέζοι, Ἄραβες, Κορεάτες) ἢ ἐπαναφέρουν τὴν παραδοσιακὴ μορφὴ τους (Ἰάπωνες), σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν Τουρκία τοῦ Κεμάλ; Ὅμως καὶ ἡ «εὐκολία» τοῦ μονοτονικοῦ εἶναι συζητήσιμη κι ἐνδεικτικὰ ἀναφέρουμε τὴν ἐγκύκλιο τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ του (8‐5‐82/Ἀρ.Πρ. Γ2/598), ποὺ ἦταν 11 σελίδες, σὲ σύγκριση μὲ τὶς 7,5 τῶν σχολικῶν βιβλίων γιὰ τόνους καὶ πνεύματα σὲ Δημοτικὸ καὶ Γυμνάσιο. Ὅσον δὲ ἀφορᾶ τὰ ἀποτελέσματα τῆς ἐφαρμογῆς του, εἶναι πλέον κοινὸς τόπος. Πέραν τῆς ἰδίας ἀντιλήψεως ποὺ μπορεῖ νὰ ἔχει ὁ καθένας μας, σημειώνουμε τὰ συμπεράσματα τῶν ἐρευνῶν τῆς ψυχιάτρου Μ. Σαββάκη τοῦ Πανεπιστημίου Κρήτης (γιὰ πρόκληση αὐξανόμενων ἀφασικῶν προβλημάτων δυσλεξίας, δυσγλωσσίας, δυσορθογραφίας καὶ ἀλαλίας) καὶ τῶν ψυχολόγων Α. Παπαζήση & Μ. Μάνιου – Βακάλη (γιὰ λάθη τονισμοῦ ὀφειλόμενα στὸν μηχανικό του χαρακτήρα καὶ τὶς ἐξαιρέσεις ποὺ εἶναι πολλαπλάσιες τῶν βασικῶν του κανόνων).

Παρ’ ὅλα αὐτὰ ἔγιναν – καὶ γίνονται – συζητήσεις καὶ γιὰ περαιτέρω «ἁπλουστεύσεις». Οἱ ἐπίγονοι τοῦ Ι. Βηλαρᾶ, τοῦ Δ. Γληνοῦ, τοῦ Ε. Γιαννίδη, τοῦ Φ. Γιοφύλλη, τοῦ Λ. Ρουσσὲλ προτείνουν φωνητικὴ γραφὴ – ἕνα ι, ἕνα ο, ἕνα ε – γιὰ κατάργηση κάθε νοήματος (καὶ εὐτράπελα τοῦ εἴδους: τὸ μπατέρα, τὸ γκζάδερφο κ.ἄ.) ἢ καὶ τὴν εἰσαγωγὴ τοῦ λατινικοῦ – ἑλληνικῆς ἄλλωστε προελεύσεως – ἀλφαβήτου, ποὺ θὰ καταργήσει ἐπιπλέον καὶ κάποιους φθόγγους καὶ θὰ ἀφελληνίσει καὶ τὴν τελευταία γωνιὰ τῆς ψυχῆς μας. Ἤδη ἡ ἐκτεταμένη ἐξοικείωσή μας μὲ τὴν Ἀγγλικὴ προλειαίνει τὸ ἔδαφος...

Συνοψίζουμε τοὺς λόγους ποὺ καθιστοῦν ἀναγκαία τὴν ἐπαναφορὰ τοῦ πολυτονικοῦ συστήματος:

  1. Ἡ ἑλληνική, ὡς ἱστορικὴ γλῶσσα, δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ὑποβάλεται σὲ χρησιμοθηρικὲς ἐπεμβάσεις. Τὸ δισχιλιετὲς παραδοσιακὸ στοιχεῖο τῆς γραφῆς μας ἔχει μικρότερη ἀξία ἀπὸ ἕνα νεοκλασικὸ σπίτι 150 ἐτῶν;
  2. Οἱ τόνοι εἶναι ἡ αὐτοσυνείδηση τῆς μουσικότητας τῆς γλώσσας μας: ἕνα πολυτονικὸ κείμενο εἶναι οὐσιαστικὰ μία παρτιτούρα.
  3. Οἱ αἰσθητικοὶ λόγοι, ὡς προφανεῖς, δὲν χρειάζονται ἐπεξηγήσεις.
  4. Ἡ ἀρνητικὴ θέση τοῦ συνόλου τῶν σημαντικῶν πνευματικῶν ἀνθρώπων τοῦ τόπου ἔναντι τοῦ μονοτονικοῦ. Σήμερα κυκλοφοροῦν ἑκατοντάδες ποιητικὲς συλλογὲς ὅλες σχεδὸν στὸ πολυτονικό.
  5. Ἡ ἀσάφεια καὶ ἡ δυσαναγνωσία ποὺ ἐπῆλθε. Δὲν μπορεῖ νὰ διακόπτεται συνεχῶς ἡ ροὴ τῆς ἀνάγνωσης γιὰ ἀναζήτηση τοῦ νοήματος στὰ συμφραζόμενα.
  6. Τὰ καινοφανῆ προβλήματα: ἀκατανοησία δασύνσεως (ἀφ‐αίμαξη, ἀνθ‐υπολοχαγός), κατάργηση ἐρωτηματικῶν τόνων ἢ ἄλλων ποὺ ὄντως προφέρονται, ἀπαξίωση γενικὰ τοῦ τονισμοῦ στὴ συνείδηση τοῦ μαθητῆ καὶ εὔλογη κατόπιν ἀδιαφορία.
  7. Ὁ ἐλάχιστος κόπος ἐκμαθήσεως τῶν κανόνων τονισμοῦ καὶ δασύνσεως – ἀπόδειξη καὶ ὁ χῶρος ποὺ ἀφιερώνουν τὰ σχολικὰ βιβλία.
  8. Τὸ πολυτονικὸ συνδέει ἀμεσότερα τὴν νεοελληνικὴ μὲ τὴν ἀρχαία καὶ διευκολύνει τὴν πρόσβασή μας σ’ αὐτὴν ἢ σὲ κείμενα μεσαιωνικὰ καὶ νεότερα λόγια.
  9. Ἡ ἐπιστροφὴ τοῦ πολυτονικοῦ ἐπιβραδύνει τὸν κατήφορο τῶν «μεταρρυθμίσεων» ποὺ περιμένουν τὴ σειρὰ τους – πρόκειται γιὰ τὴν πρώτη γραμμὴ ἄμυνας.

Ἡ ἱστορικὴ στιγμὴ σήμερα εἶναι ἀπολύτως κατάλληλη γιὰ μία διόρθωση πορείας καὶ μάλιστα πρὶν ἡ ζημιὰ γίνει ἀνεπανόρθωτη. Τὸ ἱστορικὸ προηγούμενο ὑπάρχει: Ἡ Γαλλικὴ Ἀκαδημία τὸ 1987 κατήργησε τὶς τονικὲς μεταβολὲς ποὺ ἡ ἴδια εἶχε εἰσηγηθεῖ 12 χρόνια πρίν.

Ζητοῦμε – προτείνουμε:

  1. Ἄμεση ἐπαναφορὰ τοῦ παραδοσιακοῦ τονικοῦ συστήματος
  2. Τερματισμὸ τῶν πολιτικῶν παρεμβάσεων στὴ γλῶσσα μας
  3. Κατοχύρωση τῆς διδασκαλίας τῶν Ἀρχαίων Ἑλληνικῶν στὸ Γυμνάσιο
  4. Λειτουργία τοῦ – ἐξαγγελθέντος καὶ στὸ παρελθὸν – γλωσσικοῦ τελωνείου γιὰ τοὺς ξενόφερτους ὅρους
  5. Προώθηση τῆς ἐκμάθησης ἑλληνικῶν ἐκτὸς Ἑλλάδος, μὲ τὰ σχετικὰ προγράμματα τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως.
  6. Μελέτη οὐσιαστική τῆς γλώσσας μας (παρελθὸν – παρὸν – μέλλον) ἀπὸ ἀνθρώπους μὲ γνώση καὶ μεράκι, μακρυὰ ἀπὸ δογματισμοὺς καὶ κάθε εἴδους παρωπίδες.

(Εὐχαριστίες ὀφείλουμε, γιὰ ὅση βοήθεια μᾶς προσέφεραν μὲ τὰ γραπτά τους, τοὺς Γ. Μπαμπινιώτη, Σ. Καργάκο, Α. Νικολαΐδη, Χ. Δάλκο, Χ. Λαμπίδη, Φ. Ἀργυριάδη καὶ πρωτίστως τὸν Γιάννη Καλιόρη καὶ τὸν Στέλιο Ράμφο.)

Ἕνας σταθμὸς στὴν ἱστορία τῆς ἑλληνικῆς γραφῆς: ἡ κατάργηση τοῦ πολυτονικοῦ

[Ἀνακοίνωση τοῦ Νίκου M. Παναγιωτάκη στὸ συνέδριο «Ἑλληνικὰ Γράμματα» τῆς Ἑλληνικῆς Ἑταιρείας Τυπογραφικῶν Στοιχείων, Γαλλικὸ Ἰνστιτοῦτο Ἀθηνῶν, 7-10 Ἰουνίου 1995 διαθέσιμη στὸ Διαδίκτυο.]

Θὰ ἀρχίσω τὴν ἀνακοίνωσή μου μὲ μία δήλωση. Ἀντίθετα ἀπ᾿ ὅ,τι συνήθως συμβαίνει σὲ συνέδρια, ὅπως τὸ παρόν, ἡ ἀνακοίνωσή μου δὲν ἔχει καμιὰ ἀξίωση πρωτοτυπίας, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι δὲν προσκομίζει νέα στοιχεῖα οὔτε σὲ γενικὲς γραμμὲς παρουσιάζει νέες πτυχὲς τοῦ θέματός της. Εἷναι μιὰ ἀνακοίνωση ἀνακεφαλαιωτικὴ καὶ ἀπολογιστική, σχεδὸν δημοσιογραφική, στηριγμένη περισσότερο σὲ ἐμπειρικὰ παρὰ σὲ ἀριθμητικὰ δεδομένα καὶ σὲ πενιχρὴ βιβλιογραφικὴ βάση,70 μὲ θἐμα τὴν κατάργηση τοῦ πολυτονικοῦ καὶ τὴν εἰσαγωγὴ τοῦ μονοτονικοῦ συστήματος, κοιταγμένη κυρίως ἀπὸ τὴν σκοπιὰ τῆς ἱστορίας τῆς ἑλληνικῆς γραφῆς. Σκοπὸς τῆς ἀνακοίνωσης εἶναι ἡ ἐξέταση τοῦ μονοτονικοῦ στὰ συμφραζόμενα τῆς θεματολογίας τοῦ παρόντος Συνεδρίου, ἀλλά, ἀναπόφευκτα ἴσως, καὶ ἡ κριτικὴ τοῦ νέου τονικοῦ συστήματος, καθὼς καὶ ἡ συναγωγὴ κάποιων συμπερασμάτων. ῎Αλλωστε, πέρα ἀπὸ τὴν σημασία της ὡς σταθμοῦ τῆς ἱστορίας τῆς ἑλληνικῆς γραφῆς, ἡ εὶσαγωγὴ τοῦ μονοτονικοῦ συνδέεται ὁλοφάνερα καὶ μὲ τὸ δεύτερο σκέλος τῆς θεματολογίας τοῦ Συνεδρίου, ποὺ εἷναι ὀ σχεδιασμὸς καὶ ἡ ἠλεκτρονικὴ πραγματοποίηση νέων ἀλφαβήτων καὶ προγραμμάτων ἐφαρμογῆς.

Πρέπει νὰ δηλώσω εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς ὅτι, ὅπως φαίνεται ἄλλωστε, δὲν εἶμαι ὀπαδὸς τοῦ μονοτονικοῦ συστήματος71 οὔτε συμβιβάστηκα ποτὲ μὲ τὴν βιαστικὴ μεθόδευση τῆς εὶσαγωγῆς του εἶμαι ὄμως ἀρκετὰ ἀνεξίγλωσσος —καὶ ἀνεξίτονος— ὥστε νὰ μπορῶ νὰ ἐλπίζω ὄτι δὲν θὰ γρωματίζονται συναισθηματικὰ καὶ ἰδεοληπτικὰ τὰ γραφόμενά μου. Πιστεύω ἀκράδαντα ὅτι κάθε Ἕλληνας ἔχει τὸ ἀναφαίρετο δικαίωμα τῆς μονοτονίας του, ὅπως κι ἐγὼ τὸ δικό μου.

Ἡ ἀπόφαση τῆς Βουλῆς τῶν Ἑλλήνων τὸ βράδυ ἐκεῖνο τῆς 11ης πρὸς τὴν 12η Ἰανουαρίου 1982 σημάδεψε ἀνεξίτηλα τὴν ἱστορία τῆς ἑλληνικῆς γραφῆς. Ὅπως ἀναφέρει κατὰ τρόπο ψυχρὰ ἀμετάστρεπτο τὸ σχετικὸ ἄρθρο νόμου, ποὺ ψηφίστηκε τὴν ἱστορικὴ ἐκείνη βραδιὰ οὔτε κὰν ὡς μόνο ἄρθρο αὐτοτελοῦς νόμου, ὅπως θὰ ἅρμοζε σὲ μιὰ τόσο ἱστορικὴ καινοτομία, ἀλλὰ ὡς παρέμβλητη τροπολογία στὸν νόμο «Περὶ ἐγγραφῆς μαθητῶν στὰ Λύκεια τῆς Γενικῆς καὶ Τεχνικῆς καὶ ᾽Επαγγελματικῆς Ἐκπαιδεύσεως». «Μετὰ τὴ δημοσίευση τοῦ παρόντος Νόμου, ὁ τονισμὸς τοῦ γραπτοῦ ἑλληνικοῦ λόγου γίνεται σύμφωνα μὲ τὸ μονοτονικὸ σύστημα».72 Ἕνα μονοτονικὸ σύστημα ὅχι ἀπαλλαγμένο ἀπὸ ἀτέλειες, ποὺ καθορίστηκε μὲ Προεδρικὸ Διάταγμα τέσσερις περίπου μῆνες ἀργότερα, τὸν Μάιο τοῦ 1982. Ἀμφιβάλλω ἂν κανεὶς ἀπὸ τοὺς τριάντα περίπου νυσταγμένους βουλευτὲς ποὺ ἦταν παρόντες στὴ συνεδρία τῆς Βουλῆς καὶ προχώρησαν στὴν ψήφιση τῆς τροπολογίας εἶχε τὴν συναίσθηση ὅτι τὴν στιγμὴ ἐκείνη ψήφιζε οὐσιαστικὰ τὴν κατάργηση τοῦ ἑνιαίου τρόπου γραφῆς τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, τὸν οὐσαστικὸ καὶ ὁριστικὸ διαχωρισμὸ τῆς ἱστορίας τῆς ἀρχαίας καὶ μεσαιωνικῆς ἑλληνικῆς γραφῆς, ποὺ θὰ παρέμενε πολυτονικὴ στὸν ὑπόλοιπο κόσμο καὶ σποραδικὰ καὶ στὴν Ἑλλάδα, ἀπὸ τὴν ἱστορία μιᾶς μονοτονικῆς νεοελληνικῆς γραφῆς ποὺ θὰ ἄρχιζε νὸ ὑπάρχει ἀπὸ τὴν ἡμερομηνία ἰσχύος τοῦ διατάγματος. ῾Η διάσπαση μιᾶς τόσο μακρόχρονης ἱστορικῆς παράδοσης δὲν φαίνεται νὰ συγκίνησε ἢ νὰ ἀνησύχησε, οὔτε ὅμως καὶ νὰ ἐνθουσίασε τοὺς Νεοέλληνες. Δὲν ἀκούστηκαν οὔτε γοεροὶ θρῆνοι οὔτε οὐρανομήκεις ἐπευφημίες.

Τὴν καινοτομία αὐτὴ τὴν πρόσεξαν, φυσικά, οἱ λιγοστοὶ νεοελληνιστὲς τῆς ἀλλοδαπῆς, οἱ χιλιἀδες ὅμως τῶν ἑλληνιστῶν ὅλου τοῦ κόσμου δὲν τῆς ἕδωσαν καμιἀ ἰδιαίτερη σημασία, οὔτε, φυσικά, διανοήθηκαν ποτὲ νὰ τὴν υἱοθετήσουν. Ἡ καινοτομία αὐτὴ προκάλεσε στὸ ἐξωτερικὸ —ἂν κρίθηκε κάπου ἅξια νὰ προσεχθεῖ— κάποια περιέργεια καὶ ἴσως κάποιο ἐνδιαφέρον, συχνότερα ὅμως προκάλεσε ἀπορία καὶ ἐνδεχομένως ἐνίσχυσε τὴν γενικότερα συγκαταβατικὴ ἀντιμετώπιση τῶν Νεοελλήνων, ποὺ ἔχουμε συνηθίσει νὰ τὴν ἀποκαλοῦμε μισελληνισμό. Κανένα ἀρχαῖο ἑλληνικὸ ἢ βυζαντινὸ λόγιο κείμενο δὲν ἐκδόθηκε ἕκτοτε μονοτονικὰ ἀπὸ ξένο ἢ Ἕλληνα ἑλληνιστὴ στὴν ἀλλοδαπή. Ακόμη κι ἐδῶ στὴν ῾Ελλάδα εἶναι μετρημένες στὰ δάκτυλα τοῦ ἑνὸς χεριοῦ οΙ περιπτώσεις ἔκδοσης μεταβυζαντινῶν δημωδῶν —ἀποκλειστικὰ— κειμένων μὲ τἡ μονοτονικό.73 Ἡ ἐπιφύλαξη αὐτὴ εἶναι εὔλογη, ἀφοῦ ἡ ἐκ τῶν ὑστέρων ἀφαίρεση τῶν τόνων ἀπὸ κείμενα ποὺ γράφτηκαν ἀπὸ τοὺς συγγραφεῖς τους πολυτονικἁ ἀποτελεῖ ὁλοφάνερα αὐθαίρετη ἀπογύμνωσή τους ἀπὸ ἕνα διακεκριμένο στοιχεῖο τῆς ἱστορικότητάς τους. Καλὰ νὰ θέλουμε νὰ ἀπαλλάξουμε ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους ἀπὸ τὸ ἄχθος τῆς πολυτονίας, ὄχι ὅμως καὶ νὰ θέλουμε νὰ ἀπαλλάξουμε ἀπὸ τὸ ἴδιο ἄχθος ἀναδρομικὰ καὶ ὅσους τὸ εἶχαν —ἀδιαμαρτύρητα, σημειωτέον— ὑποστεῖ.

Εἶναι ἀλήθεια ὅτι τόσο κατὰ τὴν συζήτηση στὴν Βουλή, ὁσο καὶ μεταγενέστερα —σὲ κείμενα πρωτεργατῶν τοῦ νεωτερισμοῦ— διατυπώνεται ἡ εὐχὴ ἢ ἡ ἐλπίδα ἢ καὶ ἡ αἰσιοδοξία ὅτι δὲν θὰ ἦταν παράλογο —ἀλλὰ ἀπεναντίας προοδευτικὸ καὶ σκόπιμο— τὸ μονοτονικὸ νὰ ἐπεκταθεῖ καὶ στὴν γραφὴ τῶν παλαιότερων φάσεων τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας.74 Ἀρκοῦσε μόνο νὰ πεισθοῦν οἱ ξένοι μελετητὲς τῆς γλώσσας καὶ τῆς φιλολογίας μας ὅτι ἐμεῖς ὡς οἱ μόνοι ἀπὸ ἀρχαιοτάτων χρόνων νόμιμοι κάτοχοι, προστάτες καὶ ρυθμιστὲς τῶν τυχῶν τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας ἔχουμε δίκιο. Καὶ ὡς μόνοι νόμιμοι ἰδιοκτῆτες τῆς ἑλληνικῆς ᾽Αρχαιότητας, μόνοι ἐμεῖς ἔχουμε τὸ δικαίωμα νὰ τροποποιοῦμε τὴν ἑλληνικὴ γραφὴ κατὰ τὸ δοκοῦν. Πρόκειται, βέβαια, γιὰ μιὰ τερατώδη αὐταπάτη, ποὺ ὅλοι γνωρίζουμε σὲ πόσα ἀδιέξοδα μᾶς ἔχει ὁδηγήσει. Τὸ σύνδρομο αὐτὸ τῆς ἰδιοκτησίας τοῦ προαιώνιοιυ ἑλληνισμοῦ βρίσκεται στὴν καρδιὰ τῆς μονοτονικῆς μεταβολῆς.

Τὰ δυὸ κύρια ἐπιχειρήματα τῶν εἰσηγητῶν της, ποὺ θὰ τὰ ἐξετάσουμε συνοπτικὰ στὴ συνέχεια, εἷναι ἡ ἐπίκληση ἑνὸς ἀρχαιοελληνικοῦ ἄλλοθι καὶ ἡ χρησιμοθηρία, ἐκπαιδευτικὴ καὶ οἰκονομική. Τὸ ἐπιχείρημα ὅτι πρέπει νὰ γράφουμε μονοτονικά, γιατὶ ἔτσι ἔγραφαν καὶ οἱ ἀρχαῖοι μας πρόγονοι διατρέχει τὸ κείμενο τῶν Πρακτικῶν τῆς συζήτησης στὴ Βουλὴ τῶν Ἑλλήνων. Τὸ ἴδιο ἐπιχείρημα εἶχε διατυπωθεῖ καὶ δυὸ χρόνια νωρίτερα σἐ ψήφισμα συγκέντρωσης ποὺ εἷχαν ὀργανώσει στὸ Πολυτεχνεῖο ἡ Διδασκαλικὴ Ὁμοσπονδία Ἑλλάδος, ἡ Ὁμοσπονδία Λειτουργῶν Μέσης ᾽Εκπαιδεύσεως καὶ ἡ Ὁμοσπονδία Ἰδιωτικῶν Ἐκπαιδευτικῶν Λειτουργῶν Ἑλλάδος: «Καμιὰ ἱστορικὴ συνέπεια δὲν ἐπιβάλλει τὴν διατήρηση τοῦ πολυτονικοῦ, γιατὶ αὐτὸ εἶναι μεταλεξανδρινὸ κατάλοιπο καὶ δὲν ἀποτελεῖ κλασική μας παράδοση».75 Ἀπὸ τὰ Πρακτικὰ τῆς Βουλῆς, ἐπιλεκτικά: «Οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα δὲν ἦταν στοιχεῖα τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας... τὸ θέμα προέκυψε στοὺς ἑλληνιστικοὺς χρόνους»· ἀλλοῦ: «Τὸ προηγούμενο σύστημα βασάνισε ὅχι μόνο τὴν Παιδεία ἀλλὰ καὶ τὸν Ἑλληνικὸ Λαὸ γιὰ δύο χιλιάδες χρόνια»· ἀλλοῦ: «Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες ἔγραφαν μὲ κεφαλαῖα γράμματα καὶ δὲν χρησιμοποιοῦσαν τόνους»· ἀλλοῦ: «στὸ κάτω κάτω, τοὺς τόνους καὶ τὰ πνεύματα δὲν τὰ κληρονομήσαμε ἀπὸ τὴν Ἀρχαιότητα. Εἶναι νεώτερα, ἀλεξανδρινά. Καὶ ἂν τὰ καταργήσουμε, τὰ κείμενά μας θὰ μοιάζουν περισσότερο μὲ τὰ ἀρχαῖα ποὺ ἦταν ἅτονα καὶ ἀπνευμάτιστα» —παράθεμα ἀπὸ τὸν Ξενόπουλο—, καὶ ἀλλοῦ: «οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα δὲν εἶναι στοιχεῖα ἐγγενῆ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας. Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες ἔγραφαν μὲ κεφαλαῖα, χωρὶς πνεύματα καὶ τόνους».76 Τὸ τελευταῖο αὐτὸ ἀπὸ τὴν ἔκθεση τῶν ἐμπειρογνωμόνων, ποὺ εἰσηγήθηκε τὴ μεταβολή. Κανεὶς ἀπὸ τοὺς πολεμίους τοῦ πολυτονικοῦ δὲν ἐπισημαίνει ὅτι οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα, κι ἂν δὲν ἦταν ἀνέκαθεν, ἕγιναν κάποτε «ἐγγενῆ στοιχεῖα τῆς ἑλληνικῆς γραφῆς», στὴν ἀρχὴ σποραδικὰ καὶ χωρὶς συνέπεια, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν Ἀλεξανδρινῶν γραμματικῶν ὣς καὶ τὴν ἐκπνοὴ τῆς κεφαλαιογράμματης βυζαντινῆς γραφῆς, ὁπότε οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα εἶχαν, ὄπως καὶ ἀργὀτερα, χαρακτήρα χρηστικὸ καὶ πρακτικὸ καὶ ὄχι μουσικό, καθὼς διαχώριζαν τὶς λέξεις καὶ τὶς ἀναγνωστικὲς ἑνότητες μεταξύ τους, διευκολύνοντας ἔτσι τὴν ἀνάγνωση, ποὺ ἦταν κατὰ κανόνα φωναχτή.77 Ὁ ἔνατος αἰώνας, ποὺ μνημονεύεται τόσο καταδικαστικὰ στὰ Πρακτικὰ τῆς Βουλῆς, εἶναι στὴν πραγματικότητα ὁ αἰώνας μιᾶς μεγάλης πολιτισμικῆς ἐπανάστασης, τῆς εἰσαγωγῆς τῶν μικρογράμματων χαρακτήρων, πού, ἐπιταχύνοντας τὴν γραφή, εἶχε ὡς συνέπεια τὸν πολλαπλασιασμὸ τῶν διαθεσίμων βιβλίων στὸ Βυζάντιο, τὴν αὕξηση τῶν ἀναγνωστῶν καὶ γενικὰ τὴν διάδοση τῆς παιδείας.78 Τὸ πολυτονικὸ σύστημα ποὺ χρησιμοποιήθηκε ἔκτοτε γιὰ λόγους ἱστορικῆς παράδοσης καὶ ποὺ διατηρήθηκε ἀπὸ τὴν ἀδράνεια, ἐξυπηρετώντας πάντως τὴν εὐχερέστερη ἀνάγνωση τῶν κειμένων, ἦταν στὶς βασικὲς παραμέτρους του τὸ ἴδιο ποὺ χρησιμοποιούσαμε κι ἐμεῖς ὣς τὸ 1982.

Ἡ ἀναγωγὴ στοὺς ἀρχαίους ἡμῶν προγόνους, ποὺ δὲν τόνιζαν οὔτε ἐπνευμάτιζαν ὅπως ἐμεῖς, τοὺς ἀποκλειστικὰ κεφαλαιογράμματους χαρακτῆρες ποὺ χρησιμοποιοῦσαν —τοὺς ὁποίους, σημειωτέον, οὔτε κι ἐμεῖς οἱ Νεοέλληνες τονίζαμε ἢ πνευματίζαμε: δὲν ἔχω δεῖ ποτέ μου κεφαλαιογράμματο ΚΑΦΕΝΕΙΟΝ μὲ περισπωμένη. Ἡ ἀναγωγὴ λοιπὸν αὐτὴ ἧταν ἀπὸ χρόνια, καὶ προφανῶς ἐξακολουθοῦσε νὰ εἶναι, βασικὸ συστατικὸ τῆς νεοελληνικῆς ἰδεολογίας, ποὺ μὲ μεγάλη εὐκολία ἀγκιστρώνεται μαζικὰ στὴν ἑλληνικὴ Ἀρχαιότητα, παραμερίζοντας μὲ ἀριστοκρατικὴ ἀπέχθεια ἢ ἁπλῶς ἀγνοώντας τὸ μεγάλο διάστημα τῶν ἐνδιάμεσων αἰώνων ποὺ πρέπει νὰ διανυθοῦν γιὰ νὰ φτάσουμε ὣς ἐκεῖ.79 Τὸ ἀρχαιοελληνικὸ ἄλλοθι τῶν μονοτονιστῶν δὲν διαφέρει πάρα πολὺ ἀπὀ τὴν ἐπίκληση τῶν ἀρχαίων ἡμῶν προγόνων στοὺς δεκάρικους ποὺ ἐκφωνοῦνταν ὣς τὴν ἐκπνοὴ τῆς δικτατορίας. Αὐτὴ καὶ μόνο ἡ ἐπίκλησή του ὡς ἐπιχειρήματος ἀκύρωσε τὴν προβαλλόμενη ἐξίσωση μονοτονικὸ = προοδευτικὸ καὶ πολυτονικὸ = συντηρητικό.80 Ὁ παραμερισμὸς τοῦ ἀξιολογότατου μεσαιωνικοῦ πολιτισμοῦ μας —ποὺ ἐκτὸς ἀπὸ τὴν περισπωμένη καὶ τὰ πνεύματα, μᾶς διατήρησε καὶ ὁλόκληρη τὴν Ἀρχαιότητα, γιὰ τὴν ὁποία τόσο κομπάζουμε—, εἶναι ὄχι μόνο ἀντιϊστορικὸς ἀλλά, τελικά, καὶ ἀντιπατριωτικός.

Οἱ νέοι Ἕλληνες δὲν εἴμαστε ἀπόγονοι τοῦ Ὁμήρου, τοῦ Πλάτωνα καὶ τοῦ Περικλῆ —τουλάχιστο ὄχι σὲ τόσο εὐθεῖα γραμμὴ ὄσο καμαρώνουμε— ἀλλὰ τῶν ἑλληνόφωνων πολιτῶν τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, τοῦ ἔθνους τῶν Ρωμιῶν, ποὺ κυριάρχησαν στὴν ἑλληνικὴ Ἀνατολή. Κι ὅλοι αὐτοὶ οἱ πρόγονοί μας, ἀπὸ τὴν μέση βυζαντινὴ περίοδο καὶ πέρα, χρησιμοποιοῦσαν ἀπαρέκκλιτα τὸ πολυτονικό, ποὺ ἀριθμεῖ ἱστορία δεκατριῶν ὁλόκληρων αἰώνων. Οἱ Προνεοέλληνες αὐτοὶ θεωροῦσαν τὸ πολυτονικὸ ἀναπόσπαστο στοιχεῖο τῆς γλώσσας τους, ποὺ τὴν μάθαιναν ἑνιαῖα καὶ χωρὶς περικοπές, καὶ δὲν εἶχαν ποτὲ διανοηθεῖ νἁ τὴν ἀλλάξουν. Ἀκόμη καὶ οἱ ὀλιγογράμματοι, ποὺ ἀγωνίζονταν νὰ χαράξουν ἀνορθόγραφα τὰ γράμματά τους, σχεδὸν ποτὲ δὲν ξεχνοῦσαν τὰ πνεύματα καὶ τοὺς τόνους, χρησιμοποιώντας τα λειψὰ καὶ σφαλερά, πάντως χρησιμοποιώντας τα. Ἀκόμη καὶ οἱ τουρκόφωνοι Καραμανλῆδες τῆς Καππαδοκίας, ποὺ τύπωναν τὰ βιβλία τους μὲ ἑλληνικοὺς χαρακτῆρες στὰ τουρκικά, δὲν παρέλειπαν νὰ σημειώνουν τὰ πνεύματα καὶ τοὺς τόνους. Τὸ ἴδιο ἴσχυσε καὶ στὶς δυὸ παραδόσεις τοῦ πολιτισμοῦ μας, στὴν λόγια καὶ στὴν δημώδη, στὴν πρώτη περισσότερο, στὴν δεύτερη λιγότερο. Ὣς τὴν μοιραία ἐκείνη συνεδρία τῆς Βουλῆς. Οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα ὑπῆρξαν ἕνα συστατικὸ τῆς πολιτισμικῆς μας παράδοσης —τῆς ἴδιας ἐκείνης παράδοσης ποὺ ἔχουμε τοποθετήσει στὸ ἐθνικὸ είκονοστάσι— καί, παρὰ τὴν ὁμολογημένη ἀντικειμενικὴ ἀχρηστία τους, δὲν ἦταν περισσότερο ἄχρηστα ἀπὸ σημάδια ποὺ σημειώνονται στὴν γραφὴ ἀλλων μεγαλύτερων καὶ δυσκολότερων στὴν γραφὴ γλωσσῶν.

Τὸ περίεργο εἶναι —καὶ ἀξίζει νὰ τονιστεῖ— ὅτι ἡ κατάργηση τοῦ πολυτονικοῦ καὶ ἡ εἰσαγωγὴ τοῦ μονοτονικοῦ δὲν ἀποτέλεσε ποτὲ λἁϊκὸ αἴτημα ἢ γενικευμένη ἀπαίτηση τῶν Ἑλλήνων διανοουμένων. Θεσμοθετήθηκε σὲ ἔνα πολιτικοϊδεολογικὸ κενό, ποὺ δυστυχῶς συνεχίζεται ἐπιτεινόμενο ὡς προέκταση τοῦ ἀσυνάρτητου ἐθνικισμοῦ καὶ τῆς ὁλέθριας καθαρεύουσας τοῦ Παπαδόπουλου, χωρὶς νὰ συζητηθεῖ εὐρύτερα ἢ νὰ ζητηθεῖ ἡ γνώμη καὶ ἄλλων ἀρμοδίων, ὀπως εἷχε συμβεῖ σὲ παρόμοιες περιπτώσεις στὴν Σοβιετικὴ Ἕνωση, στὴν Γαλλία, στὴν Ἱσπανία καὶ ἀλλοῦ. Δὲν εἶναι καθόλου ἀκριβὲς αὐτὸ ποὺ εἰπώθηκε στὴν Βουλή, ὅτι πρόκειται «γιὰ μιὰ οὐσιαστικὴ ἐπανάσταση ποὺ χρόνια οἱ προοδευτικοὶ ἄνθρωποι τοῦ τόπου μας ἀγωνίζονταν νἀ ἐπιβάλουν».81 Οὔτε ὁ παρατιθέμενος κατάλογος Νεοελλήνων ποὺ κατὰ καιροὺς εἰσηγήθηκαν τὴν ἁπλοποίηση τοῦ τονισμοῦ καὶ τῆς ὀρθογραφίας εἶναι ἐντελῶς πειστικός. Καλοπροαίρετοι καὶ ἀξιόλογοι οἱ περισσότεροι, δύσκολα θὰ μποροῦσαν νὰ καταταγοῦν συλλήβδην στοὺς στενότερα ἐννοούμενους «προοδευτικοὺς ἀνθρώπους τοῦ τόπου μας»: οἱ ἀκαδημαϊκοὶ λ.χ. διδάσκαλοι Αἰγινίτης, Ἄμαντος, Ἀναγνωστόπουλος, Μπαλάνος καὶ Καλιτσουνάκης, καὶ ὁ κορυφαῖος τῶν γλωσσολόγων μας, ὁ Γεώργιος Χατζιδάκις, ὁ Ξενόπουλος καὶ μερικοὶ ἄλλοι λιγότερο γνωστοί,82 καὶ ἐπίσης ἀνάμεσά τους καὶ ὁ μέγιστος τῶν φιλολόγων τοῦ αἰώνα μας, ὁ Γερμανὸς Wilamowitz.83 Σὲ κάθε ὅμως περίπτωση, ἀκόμη καὶ στὴν περίπτωση τοῦ Wilamowitz καὶ τῶν ἅλλων «προοδευτικῶν» —χρησιμοποιῶ ἐδῶ γιὰ τελευταία φορὰ τὰ εἰσαγωγικά, ἂν καὶ τὰ ἐννοῶ κάθε φορὰ ποὺ κάνω λόγο γιὰ προοδευτικοὺς καὶ συντηρητικοὺς— ἡ ὑπόθεση ἔμενε στὴν μἐση ἢ ἦταν ἕνα ἁπλὸ εὐχολόγιο γιὰ κάποιο ἀπροσδιόριστο μέλλον. Ἔμενε στὴν μέση, γιατί, ὅπως εἰπώθηκε ἤδη, δὲν ὑπῆρξε ποτὲ λαῖκὸ αἴτημα. Κορυφαῖοι Νεοέλληνες, ἄλλοι λιγότερο ἄλλοι περισσότερο προοδευτικοί, ὅπως παλαιότερα ὁ ᾽Ιωάννης Βηλαρᾶς καὶ ὁ Ἀλέξανδρος Πάλλης, ὁ Νίκος Καζαντζάκης καὶ ἀργότερα ὁ Δημήτρης Γληνός, ὁ Μανόλης Τριανταφυλλίδης καὶ ὁ Γιάννης Κακριδής, χρησιμοποιοῦσαν οἱ ἴδιοι τὸ μονοτονικὸ στὰ γραπτά τους, ἀπὸ πεποίθηση χωρὶς ἅλλο, ἀλλὰ λιγάκι καὶ γιὰ νὰ ταράξουν τὰ νερά. Περισσότερο ἀπὸ ὄλους προχώρησε καὶ ὑπῆρξε συνεπὴς ὁ Γιάννης Κακριδής, προικισμένος φιλόλογος καὶ δάσκαλος δραστικός, ποὺ εἷχε τὴν ἀτυχία νὰ ἐμπλακεῖ στοὺς σχολαστικοὺς καὶ ἀρχαιομανεῖς μαιάνδρους τῶν συναδέλφων του τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν. ῾Η χούντα συμπαρέσυρε καὶ τὴν λόγια ἑλληνικὴ γλῶσσα στὴν κατάρρευσή της, καὶ ἄφησε ἀνοιχτὸ τὸ πεδίο γιὰ τὴν θριαμβευτικὴ ἐπικράτηση τῆς δημοτικῆς. Ἡ καθιέρωση μάλιστα τῆς δημοτικῆς ἔγινε ἀπὸ τὴν συντηρητικὴ παράταξη. Στὴν προοδευτικὴ δὲν ἕμεναν πολλὰ περιθώρια ρηξικέλευθων γλωσσικῶν πρωτοβουλιῶν καὶ ἔγινε ἀμέσως φανερὸ ὅτι τὸ πολυτονικὸ θὰ ἧταν τὸ ἔσχατο πρὸς ἐκπόρθηση ὁχυρό. Αντίσταση καμιὰ δὲν ὑπῆρχε. Οἱ σημαντικότεροι διανοούμενοι, ὅσοι εἶχαν ἀπομείνει ὄρθιοι, εἶχαν τεθεῖ στὰ περιθώριο. Στὸ ἀνοιχτὸ αὐτὸ πεδίο ἄρχισαν νὰ ἀναπτύσσονται διάφορα δημοτικιστικἀ κινήματα, μὲ πολιτικὸ ἢ κομματικὸ χαρακτήρα τὰ περισσότερα ἢ ἁπλῶς μὲ τἀ γλωσσικὰ ἄγχη καὶ τὰ αἰσθήματα καταπίεσης τοῦ πρόσφατου καὶ τοῦ ἀπώτερου παρελθόντος. Ἀπὸ τὸν τελευταῖο αὐτὸν ἀναβρασμὸ ἀναδύθηκε ἐνα παντοδύναμο γλωσσικὸ κίνημα, ποὺ μπορεῖ νὰ ἀποκληθεῖ εὐέξαπτος δημοτικισμός, ἕνα εἶδος ἀνάποδου μιστριωτισμοῦ, μὲ καταβολὲς στὀν ἐκπαιδευτικὸ καὶ θεωρητικὸ δημοτικισμὸ κυρίως τῆς Θεσσαλονίκης, ἀλλὰ ὄχι μόνο. Θιασῶτες τοῦ εὐέξαπτου αὐτοῦ δημοτικισμοῦ —μὲ χαρακτηριστικὰ τὴν μανία καταδίωξης, τὸ κυνήγι φαντασμάτων συντηρητικῶν κινδύνων, τὸ ἀλάθητο, τὴν εὐθιξία καὶ τὰν ἀγωνιστικὸ φανατισμὸ— θιασῶτες του λοιπὸν ἦταν μερικοὶ ἀπὸ τοὺς πρωταγωνιστὲς τῆς εἰσαγωγῆς τοῦ μονοτονικοῦ. Τὸ πνεῦμα τῆς γλωσσικῆς ἀσυδοσίας, ποὺ καλλιεργήθηκε ἔκτοτε καὶ ποὺ ἔχει φέρει τὴν δημοτική μας γλῶσσα στὸ χεῖλος τῆς κατάρρευσης καὶ τῆς παρακμῆς, εἶναι τὸ ἐπιγέννημα γλωσσικῶν φανατισμῶν ἐναντίον ἀνύπαρκτων ἀντιπάλων καὶ ἐχθρῶν. Πολλὰ ἀπὸ τὰ ὀνόματα ποὺ μνημονεύονται ὡς ἐμπνευστές, συνήγοροι, θεωρητικοὶ καὶ ἀγωνιστὲς τοῦ μονοτονικοῦ εἶναι, βέβαια, ἀξιόλογα καὶ σεβάσμια. Δὲν ἀναφέρεται ὄμως σχεδὸν ποτὲ ποιοὶ δὲν ἦταν ὀπαδοί του. Οἱ περισσότεροι, ἐξίσου σοβαροὶ καὶ σεβάσμιοι καὶ δημοτικιστὲς μὲ παράδοση, ὅπως λ.χ. ὁ Παλαμᾶς, ὁ Σικελιανός, ὁ Σεφέρης, ὁ Ἐλύτης καὶ πλῆθος ἄλλων, δὲν ὑπῆρξαν ποτὲ θιασῶτες ἢ συνήγοροι τοῦ μονοτονικοῦ. Καὶ εἶναι χαρακτηριστικὸ τῆς ψευδοεξίσωσης τοῦ προοδευτισμοῦ μὲ τὸ μονοτονικὸ ὅτι οἱ σφοδρότεροι ἀντίπαλοί του δὲν ὑπῆρξαν οἱ λογιώτατοι, οἱ πρώην καθαρευουσιάνοι, οἱ ὁποῖοι ἁπλῶς ὑπεχώρησαν στὰ κελύφη τους καὶ δὲν δέχονται καμιὰ ἐπαφὴ μὲ τὴν διαμορφωμένη πιὰ γλωσσικὴ πραγματικότητα, ποὺ ἁπλῶς τὴν βδελίσσονται καὶ τὴν ἐξορκίζουν —εἶναι οἱ παλιοημερολογίτες τοῦ γλωσσικοῦ. Ἀντίπαλοί του ὑπῆρξαν ἀρκετοὶ ἀξιόλογοι διανοούμενοι τοῦ προοδευτικοῦ χώρου μὲ ἀγωνιστικὸ παρελθὸν καὶ μὲ καλλιέργεια, ὅπως λ.χ. ὁ Κορνήλιος Καστοριάδης, ὁ Νικηφόρος Βρεττάκος, ὁ Δημήτριος Λουκᾶτος καὶ ἕνα σημαντικὸ τμῆμα τῆς σύγχρονης νεοελληνικῆς διανόησης, ἀριστερῆς καὶ ὑπεράνω κομμάτων. Ἕνας μάλιστα ἀπὸ τοὺς νέους διανοουμένους τῆς ἀριστερᾶς, ὁ Ἄγγελος Ἐλεφάντης, ἔγραψε σὲ χρόνο ἀνύποπτο, τὸν Μάρτιο-Απρίλιο τοῦ 1979, ἕνα ἀπὸ τὰ σοβαρότερα ἀντιμονοτονικὰ κείμενα ποὺ ἕχουν γραφτεῖ, ὄπου, ἀντικρούοντας εὔγλωττα τὰ μονοτονικὰ ἐπιχειρήματα, στηλιτεύει ἀνάμεσα σὲ ἅλλα τὴν ἀρχαιοπληξία καὶ τὴν ἀφελὴ προγονολογία.84 Σταματῶ ἐδῶ, γιατὶ σκοπός μου δὲν εἶναι νὰ παρουσιάσω τὴν προβληθεῖσα καὶ τὴν προβαλλόμενη ἐπιχειρηματολογία καὶ ἀντεπιχειρηματολογία. Αὐτὸ θὰ ἦταν ἄσκοπο. Ἡ ὑπόθεση εἶναι κερδισμένη ἀναπότρεπτα καὶ ὁριστικὰ ἀπὀ τὴν μονοτονία. Σκοπός μου, ὅπως εἶπα καὶ στὴν ἀρχή, εἶναι ἁπλῶς νὰ περιγράψω τὸ γεγονός, τοποθετώντας το συνάμα στὰ ἱστορικά του συμφραζὁμενα καὶ ἀνιχνεύοντας τὰ αἴτιά του, ἔτσι, γιὰ τὴν ἱστορία.

Δεύτερο ἐπιχείρημα τῶν εἰσηγητῶν ἦταν ἡ ἐκπαιδευτικὴ ἀνακούφιση τῶν μαθητῶν. Ἡ χρήση τῶν πνευμάτων καὶ τῶν τόνων «μαραίνει τὸ πνεῦμα, δεσμεύει τὴ σκέψη, ναρκοθετεῖ τὴν μάθηση καὶ κλονίζει τὴν ἐμπιστοσύνη τῶν παιδιῶν πρὸς τὸ σχολεῖο». «Τὰ παιδιά, γράφει ἄλλος, θὰ λυτρωθοῦν ἀπὸ τὸ ἄγχος τῆς ἀνορθογραφίας ποὺ τὰ κατέχει ἀπὸ τὴν πρώτη τάξη ὣς τὴν τελευταία. Καὶ ἔτσι θὰ μπορέσουν νὰ ἐκφράσουν πιὸ ἄμεσα τὸν ἑαυτό τους καὶ περισσότερο ἀληθινά. Μὲ τὴν ἀποδέσμευση τῆς ἐκφραστικῆς του δύναμης θὰ δραστηριοποιηθεῖ ἡ νοημοσύνη τους καὶ θὰ βελτιωθεῖ ἡ ἀπόδοσή τους».85 Ὕστερα ἀπὸ δέκα τρία συναπτὰ χρόνια ἐφαρμογῆς του ὑπάρχουν στοιχεῖα ποὺ νὰ δείχνουν ὅτι συνέβησαν αὐτὰ τὰ θαυμάσια; Κανένα ἀπολύτως. Τὸ ἀντίθετο, μάλιστα.

Ἀπὸ ἔγκυρους ἐκπαιδευτικοὺς κύκλους πληροφοροῦμαι ὅτι τὴν τελευταία δεκαπενταετία 30 περίπου τοῖς ἐκατὸ τῶν ἀποφοίτων τῶν δημοτιτκῶν μας σχολείων εἶναι λειτουργικὰ ἀγράμματοι, δὲν γνωρίζουν δηλαδὴ νὰ γράφουν ἢ νὰ διαβάζουν ἢ καὶ τὰ δυό. Καὶ εἶναι πρόσφατα τὰ ἀποτελέσματα τοῦ πανελλήνιου διαγωνισμοῦ γιὰ τὴν προσληψη δημόσιων ὑπαλλήλων, ὅπου ἔγραψαν πάνω ἀπὸ τὴν βάση μόνο οἱ 7 στοὺς 100 ὑποψηφίους. Σημειώνω ἐν παρόδῳ ὅτι τὰ ἀναγραφρόμενα στὰ Πρακτικὰ τῆς Βουλῆς ποσοστὰ ἀποτυχίας τῶν εἰσαγωγικῶν ἐξετάσεων τοῦ 1977 εἶναι πολὺ κατώτερα ἀπὸ τὰ ποσοστὰ ἀποτυχίας τοῦ φετινοῦ (1995) διαγωνισμοῦ δημόσιων ὑπαλλήλων.86

Ἕνας ἄλλος ἀριθμὸς ποὺ μνημονεύεται συχνὰ στὰ Πρακτικὰ τῆς Βουλῆς εἶναι ὅτι, ὅπως ὑπολογίζεται, ὁ μαθητὴς τοῦ Δημοτικοῦ καὶ τοῦ Γυμνασίου χρειάζεται περίπου 6.000 ὧρες καὶ περισσότερο, γιὰ νὰ διδαχθεῖ τὰ πνεύματα καὶ τοὺς τόνους ἤ, πιθανὸν ὀρθότερα, 6.000 ὧρες γιὰ τὴν γραμματικὴ τῆς γλώσσας μας, «ἀπὸ τὶς ὁποῖες 3.000 ἀφιερώνονται στὸν δῆθεν ὀρθὸ τονισμό».87 Ἀριθμοὶ ἐξωπραγματικὰ ὑψηλοί, ἂν ὑπολογιστεῖ ὅτι τὸ σύνολο τῶν διδακτικῶν ὡρῶν ἑνὸς ἔτους δὲν μπορεῖ νὰ ὑπερβαίνει τὶς 1.000-1.200 ὧρες. Δηλαδή, γιὰ τοὺς κανόνες τοῦ τονισμοῦ ἀπαιτοῦνται 5-6 περίπου διδακτικὰ ἔτη στὸ σύνολό τους; Κάπου κάποιος ἔχει κάνει λάθος. Καὶ ἐπίσης, ἀναφέρονται οἱ ἀριθμοὶ τῶν 80 κανόνων ὀρθογραφίας καὶ τῶν 213 διαφορετικῶν στοιχείων στὰ πληκτρολόγια τῆς στοιχειοθεσίας.88 Δὲν ἀμφιβάλλει κανεὶς ὅτι χωρὶς κανόνες τονισμοῦ καὶ ὀρθογραφίας ἡ μάθηση τῆς ἑλληνικῆς γραφῆς εἶναι εὐκολότερη. Ἀναλογίστηκε ὅμως ποτὲ κανεὶς τὸν μαθητὴ ποὺ μαθαίνει κινεζικά, ἰαπωνικὰ ἢ κορεατικά, γιὰ νὰ ἀναφέρω τρεῖς μόνο χῶρες ποὺ τὸ μορφωτικό τους ἐπίπεδο ὁπωσδήποτε δὲν εἶναι κατώτερο τοῦ δικοῦ μας; Καὶ εἶναι ἠ ὀρθογραφία μας δυσκολότερη ἀπὸ τὴν ὀρθογραφία τῆς ἀγγλικῆς γλώσσας; Μήπως τὸ γεγονὸς ὅτι, ὅπως λέγεται, οἱ ἀσιατικῆς καταγωγῆς μαθητὲς εἶναι στατιστικὰ οἱ ἐξυπνότεροι στὸν κόσμο, δὲν δείχνει ὅτι ἡ μεγάλη δυσκολία, ἀσύγκριτα μεγαλύτερη ἀπὸ τὴν δική μας, τῆς ἐκμάθησης τῶν κανόνων ὀρθογραφίας τῶν γλωσσῶν τους δὲν τοὺς ἔχει ἐπηρεάσει ἀρνητικά; Ἡ διδασκαλία τῶν κανόνων τοῦ ἑλληνικου τονισμοῦ ἦταν ἡ διδασκαλία τῶν κανόνων τῆς ἐκμάθησης ἑνὸς συστήματος, στὸ ὁποῖο ἔπρεπε ἀναγκαστικὰ νὰ προσαρμόζεται ἡ πράξη τῆς γραφῆς μὲ τὴν δοκιμὴ καὶ τὸ λάθος. Ἦταν μιὰ ἄσκηση διανοητικῆς πειθαρχίας, μιὰ κλασσική, νομίζω, διαδικασία μάθησης καὶ ἐπίλυσης προβλημάτων.

Ὅπως γράφει καὶ ὁ Ἐλεφάντης, «ἡ ψυχοδιανοητικὴ διαδικασία τῆς μάθησης εἷναι ἐξίσου εὔκολη ἢ ἐξίσου δύσκολη καὶ μὲ τὴν ψιλὴ καὶ μὲ τὴν περισπωμένη.89

Οὐσιαστικὰ ὅμως εἰσηγητὲς τοῦ μονοτονικοῦ δὲν ἦταν οὔτε οἱ ἰδεαλιστὲς τοῦ φανατισμένου δημοτικισμοῦ οὔτε οἱ κηδόμενοι γιὰ τὴν μάθηση τῶν Ἐλληνοπαίδων ἢ οἱ νοσταλγοὶ μιᾶς μακρινῆς μαγικῆς Ἀρχαιότητας. Εἰσηγητές του ὑπῆρξαν κατὰ κύριο λόγο οἱ ἐπιχειρηματίες τῶν ἐφημερίδων καὶ κατὰ δεύτερο λόγο, ἀπὸ τὰ παραστήνια, οἱ τεχνοκράτες, καὶ μάλιστα οἱ τεχνοκράτες τῆς πληροφορικῆς. Μὲ πρωτοπόρο τὴν Μακεδονία τῆς Θεσσαλονίκης δὲν ἄργησαν καὶ ἀρκετὲς ἐφημερίδες τῆς Ἀθήνας —Καθημερινή, Βῆμα, Ἐλευθεροτυπία, Ἔθνος κ.ἅ.— νὰ υἱοθετήσουν μία sui generis μορφὴ μονοτονικοῦ, πολὺ προτοῦ συγκινηθοῦν οἱ μαχητὲς τοῦ μονοτονικοῦ καὶ οἱ ἁρμόδιοι νομοθέτες.90 Ἀπορῶ λίγο μὲ τοὺς ἀριθμοὺς ποὺ μνημονεύονται στὰ Πρακτικὰ τῆς Βουλῆς, ὄπου ὑπολογίζεται ἐπωνύμως ἡ κατὰ τὰ 2/3 ἐξοικονόμηση χρόνου καὶ χρήματος στὶς ἐφημερίδες ἀπὸ τὴν κατάργηση τῶν τόνων καὶ τῶν πνευμάτων, γιατὶ ἔτσι μειώνονται ἀντίστοιχα οἱ κινήσεις τοῦ στοιχειοθέτη, τὰ τυπογραφικὰ λάθη καὶ οἱ διορθώσεις. Τὸ ἐξοικονομούμενο ποσὸν ἕνας δημοσιογράφος τὸ ἀνέβαζε τὸ 1972 σὲ πέντε δισεκατομμύρια. Ὑπολογίστηκε, ἐπίσης, ὅτι μὲ τὴν κατάργηση τῶν πνευμάτων καὶ τῶν πολλῶν τόνων οἱ δαπάνες γιὰ τὴν στοιχειοθέτηση καὶ τὴν ἐκτύπωση θὰ περιορίζονταν κατὰ 40%.91 ῾Ο πρῶτος ἀριθμὸς τῶν πέντε δισεκατομμυρίων δὲν εἶναι σαφὲς ἂν ἀναφέρεται στὴν ἐκτύπωση μιᾶς ἢ τοῦ συνόλου τῶν ἐφημερίδων τὸ 1972, μιᾶς ἡμέρας ἢ περισσότερων· ἕτσι κι ἀλλιῶς δὲν μπορεῖ νὰ ἰσχύει, ἀφοῦ ὑπολογίζεται μὲ βάση μιὰ τεχνολογία ποὺ εἶναι σήμερα ἐντελῶς ξεπερασμένη. Οἱ στοιχειοθέτες τῶν ἐφημερίδων τείνουν πιὰ νὰ ἀντικατασταθοῦν ἀπὸ τοὺς χειριστὲς ἡλεκτρονικῶν πληκτρολογίων, ποὺ κάνουν ἄλλου εἴδους, οἰκονομικότερες κινήσεις, εἰδικότερα στὴν διόρθωση. Οὔτε ὅμως τὸ 40% ὡς ἐξοικονόμηση σὲ σχέση μὲ τὸ συνολικὸ κόστος τῆς παλαιᾶς ἐκτύπωσης μπορεῖ νὰ εἶναι σωστό. Μὲ τὴν εἰσαγωγὴ τοῦ μονοτονικοῦ ἡ ἐξοικονόμηση τὥν κινήσεων πληκτρολόγησης δὲν μπορεῖ νὰ ὑπερβαίνει τὸ 15%, ἀσήμαντη δηλαδὴ ἐπιβάρυνση σὲ σχέση μὲ τὸ συνολικὸ κόστος τῆς ἔκδοσης μιᾶς ἐφημερίδας.

Παρατηρῶ ὅτι ἡ ραγδαία ἐξάπλωση τῶν ἠλεκτρονικῶν ἐπεξεργαστῶν κειμένου, ποὺ ἕχουν σχεδὸν πλήρως ὑποκαταστήσει τὶς γραφομηχανὲς —καὶ ἀναμένεται ὅτι θὰ τὶς ὑποκαταστήσοον πλήρως ὣς τὸ 2000— εἶναι εὐεργετικὴ γιὰ ὅσους συνεχίζουν νὰ χρησιμοποιοῦν τὸ πολυτονικό. Ὑπῆρξε ἐποχὴ ποὺ ἦταν δύσκολο νὰ βρεθεῖ στὴν ἀγορὰ γραφομηχανὴ μὲ τόνους καὶ πνεύματα, πρᾶγμα ποὺ δημιουργοῦσε ἕνα εἷδος καταταναγκασμοῦ χρήσης μονοτονικῶν μόνο μηχανημάτων γραφῆς. Μὲ τοὺς ἐπεξεργαστὲς κειμένων εἶναι πιὰ πολὺ εὔκολο νὰ ἐγκατασταθοῦν ἐναλλακτικὰ προγράμματα, πολυτονικὰ ἢ μονοτονικά. ῾Υπάρχει δηλαδὴ τουλάχιστο ἡ δυνατότητα ἐπιλογῆς. Καί, ὅπως εὔκολα διαπιστώνεται ἀπὸ τὴ ἀνάγνωση τοῦ προγράμματος τοῦ Συνεδρίου, ὁλοένα καὶ περισσότερες πολυτονικὲς γραμματοσειρὲς σχεδιάζονται καὶ βγαίνουν στὴν ἀγορά. Καὶ δὲν εἶναι ἴσως ἀνάγκη νὰ συμπληρώσω ὅτι ἡ θριαμβεύουσα ἰδιωτικὴ πρωτοβουλία καὶ ἡ παντοδυναμία τῶν ὁλοένα ἰσχυρότερων συγκροτημάτων τύπου ἐπιβάλλονται, τώρα πολὺ εὐκολότερα ἀπὸ πρὶν σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα.

Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι τὸ μέλλον ἀνήκει πιὰ στὸ μονοτονικό. Ὁ καταιγισμὸς τῶν ΜΜΕ, ἡ διδασκαλία στὸ σχολεῖο, οἱ πληθυνόμενες ὀπτικὲς ἐντυπώσεις ἔχουν ἤδη δημιουργήσει ἐθισμοὺς ποὺ δὲν ἀνατρέπονται. Πρέπει, ὡστόσο, νὰ σημειωθεῖ ὅτι τὸ μονοτονικὸ συνάντησε καὶ συναντᾶ ἀκόμη ἰσχυρὲς ἀντιστάσεις καὶ ἀπέχει πολὺ ἀπὸ τὸ νὰ ἔχει πλήρως ἐπιβληθεῖ. Δὲν ἔχω ὑπόψη μου στατιστικές, ἔχω μόνο ὑπόψη μου μιὰ παλιὰ μέτρηση —τοῦ 1986— ὅπου ἀναφέρεται ὅτι τὸ μονοτονικὸ ἔχει ἐπεκταθεῖ καὶ καθιερωθεῖ στὰ 67% τῶν ἐντύπων —τὸ ἀτονικὸ στὰ 15%— ἐνῶ τὸ πολυτονικό, σὲ διάφορες παραλλαγές του, παραμένει στὰ 18%.92 Περισσὁτερο ὅμως ἀπὸ τὴν ποσότητα ἔχει σημασία ἡ ποιότητα. Ὅλοι σχεδὸν οἱ ἐκδοτικοὶ οἷκοι ἐκδίδουν βιβλία τους καὶ σὲ πολυτονικὸ ἢ κυρίως σὲ πολυτονικό, ποὺ τὸ προτιμοῦν, ὅπως φαίνεται, πολλοὶ ἀπὸ τοὺς πιὸ ἔγκριτους σύγχρονους συγγραφεῖς καὶ διανοουμένους μας, ἴσως οἱ περισσότεροι. Ὁλόκληροι τομεῖς τῆς κοινωνίας —μὲ ἰσχυρότερο τὴν Ἐκκλησία— δὲν ἕχουν υἱοθετήσει τὸ μονοτονικό. Εἶναι ἐνδιαφέρον ὄτι τὸ πολυτονικὸ τὸ χρησιμοποιοῦν ὅλοι σχεδὸν οἱ νέοι ποιητὲς καὶ ὁλοένα περισσὁτεροι νέοι διανοούμενοι.93

Ἀναφέρονται ἐπίσης καὶ ὁρισμένα πειραματικὰ δεδομένα, ποὺ μοῦ εἶναι δύσκολο νὰ ἐγγυηθῶ γιὰ τὴν ἐγκυρότητά τους, παρόλο ποὺ λέγεται ὅτι προέρχονται ἀπὸ ἐπιστημονικὲς ἔρευνες: Μιὰ πρώτη ἔρευνα, ποὺ ἔγινε στὸ Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, κατέληξε στὸ συμπέρασμα ὅτι ὑπάρχουν «ἀδυναμίες ἐφαρμογῆς στὴν πράξη τῶν κανόνων τοῦ μονοτονικοῦ συστήματος. Καθὼς οἱ ἐξαιρέσεις εἶναι πολλαπλάσιες τῶν βασικῶν κανόνων, ὁ μαθητὴς ἀναγκάζεται νὰ κάνει μιὰ πολύπλοκη νοητικὴ διεργασία, γιατὶ ὁ τονισμὸς δὲν λειτουργεῖ ἀβίαστα καὶ λογικά». Ἡ δεύτερη ἔρευνα, ποὺ ἔγινε στὸ Πανεπιστήμιο Κρήτης, «ἀποδεικνύει ὅτι τὸ μονοτονικὸ σύστημα προξενεῖ στὰ παιδιὰ καὶ στοὺς νέους, καταφανῶς καὶ μὲ αὐξανὀμενο ρυθμὸ ἀφασικὰ προβλήματα δυσλεξίας, δυσγλωσσίας, δυσορθογραφίας καὶ ἀλαλίας».94

Ὅποια καὶ νὰ εἶναι αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὰ πορίσματα, ἡ κατάσταση δὲν εἶναι ἀναστρέψιμη. Φαίνεται πάντως ὅτι θὰ ὑπάρχουν πάντοτε ρομαντικοὶ καὶ ἰδεαλιστὲς τοῦ πολυτονικοῦ, πολὺ πέρα ἀπὸ κάθε εἵδους συντηρητισμὸ ἢ προοδευτισμὀ, ποὺ θὰ γράφουν τὴν γλῶσσα μας μὲ τὴν γραφὴ ποὺ τοὺς ἀρέσει, καθιερώνοντας ἔτσι μιὰ νέα ἐθνικὴ σχιζοφρένεια. Ἴσως, μάλιστα, κάποτε νὰ ὑπάρξουν καὶ κινήματα ἐπιστροφῆς. Σημειώνω ἐδῶ μιὰ τέτοια περίπτωση, ποὺ ξεκίνησε μάλιστα ἀπὸ τὸν χῶρο ὅπου βρισκόμαστε, τὸ Γαλλικὸ Ἰνστιτοῦτο τῆς Ἀθήνας, καὶ μ᾿ αὐτὴ θὰ τελειώσω. Τὸ κείμενο τὸ ὑπογράφει ὁ ἅγνωστός μου κ. Βαγγέλης Μπιτσώρης. Τὸ παραθέτω χωρὶς σχόλια, ἀφοῦ τὰ λέει ὅλα. Πρόκειται γιὰ σημείωμα προτασσόμενο στὸ Δελτίο τοῦ Κέντρου Λογοτεχνικῆς Μετάφρασης τοῦ Γαλλικοῦ ᾽Ινστιτούτου. Σὲ αὐτὴ ἐξηγεῖται ἡ ἐπάνοδος τοῦ περιοδικοῦ στὸ πολυτονικὸ σύστημα:

[...] δώδεκα περίπου χρόνια μετὰ τὴν κρατικὴ καθιέρωση τοῦ μονοτονικοῦ καὶ τὴ σχεδὸν καθολικὴ ἀποδοχή του, δημόσια καὶ ἰδιωτική. Ἡ τύχη τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας (γράφει ὁ κ. Μπιτσώρης) δὲν ἐξαρτᾶται μόνο ἀπὸ τὴ χρήση της ἐντὸς τῆς ἑλληνικῆς ἐπικράτειας, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴ δεξίωσή της στὴν ξένη ἐν γένει... Μὲ τὸν ἱστορικὸ τονισμὸ στηρίζουμε κυρίως δυὸ πράγματα. Πρῶτον τὴν πληρέστερη κατανόηση καὶ δημιουργικὴ χρήση τῆς νεοελληνικῆς γλώσσας μέσω τῆς ὁμαλῆς «ἔνταξής» της στὴν ἱστορικὴ ἀνέλιξη τῆς σύνολης ἑλληνικῆς γλώσσας —κυρίως γραπτῆς. Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Γουτεμβέργιου οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα, εἴτε τὸ θέλουμε εἵτε δὲν τὸ θέλουμε, συνοδεύουν καὶ θὰ συνοδεύουν τοὺς Ἕλληνες καὶ ξένους ἀναγνῶστες τῶν ἔντυπων κειμένων —τουλάχιστον— τῆς ἀρχαιοελληνικῆς καὶ βυζαντινῆς γραμματείας. Αὐτὸ συνεπάγεται ὅτι ἡ χρήση τῶν τόνων καὶ τῶν πνευμάτων στὴ γραφὴ τοῦ νεοελληνικοῦ λόγου δίνει στὸν σύγχρονο Ἕλληνα ἀναγνώστη τὴν συναίσθηση ὄτι μετέχει δυνὰμει στὴν διαχρονικότητα τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας.

Καὶ καταλήγει,

Ἡ μελλοντικὴ Ἑνωμένη Εὐρώπη, ἐφόσον θέλει νὰ ἔχει συνείδηση τῆς ἱστορικότητάς της, πρέπει νὰ προστατεύσει τὶς γλῶσσες τῶν πολιτῶν της. Οἱ Ἕλληνες, ὡς Εὐρωπαῖοι πολίτες, ὀφείλουν, πρῶτοι αὐτοί, νὰ διασφαλίσουν τὴν ἱστορικότητα τῆς γλώσσας τους.95

Τὸ μονοτονικὸ μετὰ 20 χρόνια

[Ἀφιέρωμα τοῦ περιοδικοῦ Εὐθύνη, τεῦχος 365, Μάϊος 2002, σελ. 243-248]

Γιάννης Β. Κωβαῖος: Οἱ 26χρονοι καὶ οἱ ἄλλοι.

Ὅσα Ἑλληνόπουλα πρωτοπῆγαν στὸ σχολεῖο τὸ 1982 εἶναι σήμερα 26 χρόνων. Οἱ νεαροὶ αὐτοὶ καὶ ὅλοι οἱ νεότεροί τους διδάχτηκαν ἀποκλειστικὰ τὸ μονοτονικό. Ἀποτελοῦν, λοιπόν, τὴν «τυχερὴ» γενιὰ Ἑλλήνων, ποὺ κατὰ τοὺς ὑπέρμαχους τοῦ ἑνὸς τόνου θὰ ἀποκτοῦσε οὐσιαστικότερη παιδεία χωρὶς τὸν «βραχνά» τῆς περισπωμένης, τῆς ψιλῆς καὶ τῆς δασείας, τοῦ «μακρὸν πρὸ μακροῦ» καὶ τὰ τοιαῦτα.

Τα παιδιὰ τοῦ μονοτονικοῦ εἶναι ἤδη ἐπαγγελματίες· δημοσιογράφοι πολλοὶ ἀπὸ αὐτά, ἐκπαιδευτικοί, δικηγόροι. Μεταχειρίζονται γραπτὸ λόγο στὰ «κοινά», πληκτρολογοῦν κείμενα στὸν ὑπολογιστή τους, κρατοῦν —ἔτσι κι ἀλλιῶς— κάποιες πρόχειρες σημειώσεις γιὰ τὴ δουλειά τους ἢ γιὰ τὰ ψώνια. Κι ὅμως· τὰ γραπτά τους αὐτὰ δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ ἰσχυριστεῖ ὅτι παρουσιάζουν καλύτερη εἰκόνα ὡς πρὸς τὸν τονισμό τους ἀπὸ ἐκεῖνα τῶν προηγούμενων, «ἄτυχων» καὶ «τυραννισμένων» γενεῶν τοῦ πολυτονικοῦ!

Εἶναι ἐμπειρικὴ ἡ διαπίστωσή μου, ὡς φιλολόγου ἐπὶ μία εἰκοσαετία ἀλλὰ καὶ ὡς ἀναγνώστη —ἐπὶ σχεδὸν σαράντα χρόνια— ἐφημερίδων, ἀφισῶν ἀκόμη καὶ σχολικῶν βιβλίων! Μὲ πλήρη ὅμως ἐπίγνωση καταθέτω ὅτι (στατιστικὰ) τὰ σφάλματα τονισμοῦ στοὺς κάτω τῶν 26 εἶναι συχνότερα ἀπὸ αὐτὰ τῶν μεγαλυτέρων, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ σύστημα τονισμοῦ ποὺ ἀκολουθοῦν οἱ δεύτεροι! Καί, ἐπιτέλους, ἦρθε ὁ καιρὸς νὰ ἀναλάβει κάποιος ἁρμόδιος φορέας (Ἀκαδημία, Πανεπιστήμιο, Παιδαγωγικὸ Ἰνστιτοῦτο, Κέντρο Ἑλληνικῆς Γλώσσας;) νὰ διεξαγάγει μιὰ συστηματικὴ ἔρευνα, ποὺ θὰ τὸ ἐπιβεβαίωνε αὐτὸ καὶ θὰ μᾶς προσανατόλιζε ὑπεύθυνα καὶ ἐπιστημονικά. Παίρνοντας δεῖγμα γραφῆς ἀπὸ τὸν Τύπο, τὶς διαφημίσεις, τὰ σχολικὰ βιβλία καὶ μαθητικὲς ἐκθέσεις τοῦ 1980, φερ᾽ εἰπεῖν, καθὼς καὶ ἀντίστοιχο τοῦ 2000, εἶναι βέβαιο ὅτι θὰ καταγράψει μιὰ τέτοια ἔρευνα μεγαλύτερο ἀριθμὸ λαθῶν στοὺς τόνους σήμερα ἀπὸ ὅ,τι πρὸ εἰκοσαετίας. Θὰ τὸ τολμήσει κανείς;

Τίτλοι ἐφημερίδων καὶ περιοδικῶν «βγάζουν μάτι» μὲ λάθη τοῦ μονοτονικοῦ, τὸ ὁποῖο οὐσιαστικὰ ἔχει ἕναν κανόνα ὅλο κι ὅλο, μὲ τρεῖς-τέσσερις ἐξαιρέσεις, σὲ σχέση μὲ τοὺς δέκα καὶ πλέον κανόνες τοῦ πολυτονικοῦ! Σχολικὰ ἐγχειρίδια ποὺ ἐκδίδονται τὰ τελευταῖα χρόνια ἐμφανίζουν πλῆθος τέτοιων σφαλμάτων ἀναγκάζοντας τουλάχιστον τοὺς φιλολόγους καὶ τοὺς δασκάλους νὰ διεξάγουν... διμέτωπο ἀγώνα, γιὰ νὰ διδάξουν πειστικὰ τὸν τονισμὸ στὴν τάξην. Καί, προτοῦ ὁρισμένοι σπεύσουν νὰ ἐπιρρίψουν, παρ᾿ ὅλα αὐτά, τὶς εὐθύνες ὡς συνήθως στοὺς ἐκπαιδευτικοὺς γιὰ τὰ λάθη τῶν μαθητῶν, χωρὶς κι ἐμεῖς νὰ τὶς ἀποσιωπήσουμε, ἀξίζει νὰ σημειώσουμε καὶ κάτι ἀκόμη. Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ἐπανόδου τῶν Ἀρχαίων στὸ Γυμνάσιο, οἱ γενιὲς αὐτὲς μαθητῶν δείχνουν πιὸ προσεκτικὲς στὸ πολυτονικὸ τῆς Ἀρχαίας ἀπὸ ὅ,τι στὸ μονοτονικὸ τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, ἐφ᾽ ὅσον κατὰ τὴν ἔκφρασή τους «πιάνονται καὶ οἱ τόνοι», δηλαδὴ βαθμολογοῦνται.. (ἐνῶ, φυσικά, ἡ ὀρθογραφία δὲν πιάνεται οὔτε στὰ Μαθηματικά, οὔτε στὰ Θρησκευτικά, οὔτε στὰ Οἰκονομικὰ κ.λπ.). Οἱ ἴδιοι φιλόλογοι δὲν διδάσκουν καὶ τοὺς πολλοὺς τόνους καὶ τὸν ἕναν;

Μήπως, λοιπόν, δικαιώνεται ἡ ἀγωνία τοῦ Νικηφόρου Βρεττάκου, ὁ ὁποῖος δήλωνε πὼς «ὑπερτιμήθηκε ἡ ἄποψη ὅτι τὸ μονοτονικὸ διευκολύνει τοὺς μαθητές, κάτι πού, ἴσως, εἶναι ἀντιπαιδαγωγικό» καθὼς «τὸ παιδὶ πρέπει νὰ κοπιάζει γιὰ νὰ γίνει ἄνθρωπος ἱκανός, ὥστε στὴ ζωή του ν᾿ ἀντιμετωπίσει ὅλες τὶς ἀντιξοότητες»; Μήπως, μὲ ἄλλα λόγια, δὲν μᾶς ἔφταιγαν οἱ «κακοὶ» οἱ τόνοι καὶ τὰ «κακὰ» τά... πνεύματα ἀλλὰ καὶ ἐδῶ ἡ ψυχολογία τῆς εὐκολίας, τοῦ «ὢχ ἀδερφέ» καὶ τὰ ποικιλώνυμα συμφέροντα; Ὅσα ὁδηγοῦσαν τὸν Vladimir Volkoff νὰ ὑποδείξει: Ὅταν οἱ ἐχθροί σου θὰ ἔχουν ξεμάθει τὴν ὀρθογραφία τους, νὰ ξέρεις ὅτι ἡ νίκη πλησιάζει». Ἄρα, ὁ «κακός» μας ἑαυτὸς μᾶς ἔφταιγε. Καὶ αὐτὸν πῶς τὸν ἐξορκίζουμε;

Σαράντος Ἰ. Καργάκος: Περὶ μονοτονικοῦ.

Πέρασαν κιόλας 20 χρόνια ἀπὸ τὴ ζοφώδη —πνευματικὰ ἐννοῶ— νύχτα τῆς ἁμαρτίας, ὅπου μιὰ νυσταλέα Βουλή, χωρὶς τὴ νόμιμη ἀπαρτία, ἐπέβαλε πραξικοπηματικὰ τὸ μονοτονικό. Ἀπὸ τὴ νύχτα ἐκείνη τῆς 11ης ᾽Ιανουαρίου 1982, ὅπου διὰ τῆς μεθόδου τῆς «προσκολλήσεως» σὲ ἄσχετο νομοσχέδιο, ἐνσωματώθηκε ὑπὸ μορφὴ τροπολογίας (ἢ μήπως ντροπολογίας;) ἡ διάταξη ποὺ καθιέρωσε τὸ μονοτονικό, μιὰ ἀπόλυτη μονοτονία ἐκάλυψε τὸ πνευματικό μας τοπίο, εἰδικὰ τὸ τοπίο τοῦ γραπτοῦ λόγου, ποὺ χωρὶς τὴν περισπωμένη, τὴ βαρεῖα, τὴν ὑπογεγραμμένη, τὴν ἄνω τελεία καὶ κυρίως τὰ πνεύματα μοιάζει μὲ φαλακρὸ βουνό, γιὰ νὰ μοιάζει μὲ τὸ φαλακρὸ μυαλὸ αὐτῶν ποὺ τὸ ἐμπνεύστηκαν, τὸ εἰσηγήθηκαν καὶ τὸ ἀποδέχτηκαν.

Σήμερα τὸ πρῶτο ἐκεῖνο «νενικήκαμεν» ἔχει διαδεχθεῖ πολὺς σκεπτικισμός, ἕνας βαθὺς προβληματισμός: τί ἐπράξαμε; Ἁπλῶς, ὅπως πάντα, μία τρύπα στὸ νερό. Σωρεύσαμε ξανὰ μηδενικὰ ἐπὶ μηδενικῶν. Δὲν εἶναι ὅτι ἐσβήσαμε μὲ μία μονοκονδυλιὰ μιὰ δισχιλιετῆ παράδοση γραφῆς, δὲν εἶναι ὅτι ἀπογυμνώσαμε τὶς λέξεις ἀπὸ τὴν ἱστορικότητά τους, συχνὰ τὶς ἀποφορτίσαμε καὶ ἀπὸ τὸ νόημα τους: πῶς ξεχωρίζει τώρα ἡ ὥρα ὰπὸ τὴν ὤρα; Ὤρα (μὲ ψιλή) σημαίνει φροντίδα, μέριμνα, φύλαξη. Θὰ μοῦ πεῖτε ὅτι δὲν χρησιμοποιεῖται σήμερα ἡ λέξη ὤρα (μὲ ψιλή). Ἔτσι μοῦ εἶχε πεῖ πολιτικὸς ποὺ πρὶν γίνει ὑπουργὸς δὲν τὸν γνώριζε οὔτε ὁ θυρωρὸς τῆς πολυκατοικίας του, καὶ ποὺ πάντα ἔδειχνε ὀλιγωρία στὸ νὰ έμβαθύνει στὴ σοφία τῆς ἑλληνικῆς γραφῆς ποὺ ἀπαιτεῖ περίτεχνη σπουδή. Διότι ἡ ἑλληνικὴ γραφὴ μοιάζει μὲ τὴν ἑλληνικὴ ἀκτογραμμὴ ποὺ ἀπαιτεῖ ἐπιδέξιους ἀκταιωροὺς γιὰ τὸν ἐλεγχό της. Οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα εἶναι γιὰ τὴν ἑλληνικὴ γραφὴ ὅ,τι οἱ Κυκλάδες, οἱ Β. καὶ Ν. Σποράδες γιὰ τὸν ἑλληνικὸ κορμό. Ἡ Κρήτη εἶναι ἡ περισπωμένη τῆς γλώσσας μας.

Ὅλοι αὐτοὶ οἱ ἀκρωτηριασμοὶ ἔγιναν ἐν ὸνόματι τῆς περιβόητης ἁπλοποιήσεως. Καὶ μένω πάντα μὲ μία εὔλογη ἀπορία: γιατί δὲν ξεκινήσαμε ἀπὸ τὴν ἁπλοποίηση τῆς γραφειοκρατίας, ἀπὸ τὴν κατάργηση τῆς ἐγγραφοκρατίας καὶ τῆς σφραγιδοκρατίας; Ποιός βασανίζει τὸν Ρωμιὸ πιὸ πολύ, ἡ περισπωμένη, ποὺ εἰς τὸ κάτω-κάτω τὸν γυμνάζει αἰσθητικὰ καὶ πνευματικά, ἢ ἡ σύνταξη τῆς φορολογικῆς του δηλώσεως; Γιατί δὲν ξεκινούσαμε ἀπὸ τὴν ἀπλούστευση αὐτῶν τῶν γριφωδῶν, ἀλγεβραϊκῶν καὶ καββαλιστικῶν ἐντύπων ποὺ εἶναι οἱ φορολογικὲς δηλώσεις μας; Ἁπλοποίησαμε τὴ γραφή μας καὶ κάναμε περίπλοκη τὴ ζωή μας. Τὸ μονοτονικὸ ἔγινε σταδιακὰ ἀτονικὸ καὶ τὸ ἀτονικό, ἐπὶ τὸ εὐρωπαϊκώτερον, ἔγινε κεμαλικὴ γραφή. Καὶ ἐπιμένω σ᾿ αὐτό. Ὁ Κεμὰλ ὑπῆρξε ὁ πνευματικός μας ὁδηγός. Αὐτὸς μᾶς ὁδηγεῖ σὲ τοῦτο τὸν ἐκτραχηλισμὸ ποὺ λέγεται προοδευτικὸς νεοσκοταδισμός. Πιστέψαμε ὅτι μὲ όρθογραφικὲς καινοτομίες, ποὺ ὅλες μεταβλήθηκαν σὲ κενοτομίες, θὰ ξεφύγουμε ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς ψωροκώσταινας καὶ θὰ μποῦμε στὰ σαλόνια τῆς Εὐρωκώσταινας. Κι ὅμως παραμένουμε νήπιοι καὶ ψοφοδεεῖς. Ἕνας γλωσσότμητος λαός, ποὺ βδελύσσεται ἢ φοβᾶται τὴ γλῶσσα καὶ τὴ γραφή του! Καὶ τὴν ὑπέβαλε σ' ἕνα ὀρθογραφικὸ «στριπτήζ», γιὰ νὰ τὴν μοντερνοποιήσει καὶ νὰ μοντερνοποιηθεῖ...! Δὲν εἶναι τοῦ παρόντος νὰ ἐξετασθεῖ ὅλο τὸ φάσμα τῶν παραμέτρων τοῦ κακοῦ. Ἄλλωστε αὐτὰ ἔχουν ἀναλυθεῖ στὰ παλιὰ βιβλία μου «Ἀλαλία» τοῦ 1986 καὶ «Ἀλεξία» τοῦ 1992. Θά ᾽θελα μὲ τὸ σημείωμα αὐτὸ νὰ θίξω μόνο τρεῖς ἀκόμη περιπτώσεις: πρὸ τοῦ 1982 εἴχαμε μιὰ κάποια ὀρθογραφία. Σὲ ποσοστὸ 95% ὁμοιογενῆ στὴν καθαρεύουσα καὶ σὲ ποσοστὸ 80% στὴ Δημοτική. Τώρα ἔχουμε ἀποκτήσει μιὰ Ι.Χ. ὀρθογραφία. Γράφει ὅπως θέλει ὁ καθένας: ἄλλος πολυτονικὸ χαλαροῦ ἢ αὐστηροῦ τύπου, ἄλλος μονοτονικὸ στὴν ἐπίσημη ἢ ἀνεπίσημη ἐκδοχή, ἄλλος ἀτονικὸ καὶ οἱ περισσότεροι γράφουν ὅπως τοὺς ἔρχεται. Κανεὶς σεβασμὸς πιὰ σὲ κανόνες. Τὸ δεύτερο ἀφορᾶ στὴ νέα μορφὴ διγραφίας. Κάποτε, εἴτε γράφαμε στὴ δημοτικὴ εἴτε στὴν καθαρεύουσα, μᾶς ἕνωνε ὸ ἴδιος τύπος γραμμάτων. Τώρα ἄλλοι ἀπὸ μᾶς χρησιμοποιοῦν τὴν κεμαλικὴ γραφὴ σὲ ἀγγλίζουσα μορφὴ εἴτε τὴν ἑλληνικὴ σὲ ἀβέβαιη μορφή. Τὸ τρίτο ἀφορᾶ στὴν προφορά: μετὰ τὴν κατάργηση τῶν τόνων καὶ τῶν πνευμάτων, ποὺ λειτουργοῦσαν ὡς ὁδικὰ σήματα ἢ ὡς μουσικὲς νότες στὴν ἀνάγνωση, ἡ προφορὰ τῶν νεοελλήνων, εἰδικὰ τῆς μονοτονικῆς γενεᾶς, δὲν ἔγινε ἁπλῶς μονότονη, ἀφοῦ ἔχασε τὴν τονικὴ παλμικότητά της καὶ τὴ ρυθμοποιΐα της, ἔγινε μιὰ τρεκλίζουσα καὶ μπατάλικη προφορά, ὑπόκωφη, σπηλαιώδης καὶ βρυχητική, γιατὶ ἁπλούστατα, τὸ παιδὶ δὲν ἔχει σαφῆ αἴσθηση τοῦ τόνου, ἀφοῦ μὲ ἠλίθιους «κανόνες» τοῦ ἔχει ἐπιβληθεῖ νὰ μὴν τονίζει τὶς πιὸ ἰσχυρὰ τονούμενες λέξεις, ὅπως εἶναι οἱ ἐρωτηματικὲς ἀντωνυμίες, τί καὶ ποιός καὶ ἀκόμη τὰ ἄρθρα καὶ τὰ μονοσύλλαβα ἐπιφωνήματα, ἢ νὰ τονίζει μὴ ἰσχυρὰ προφερόμενες συλλαβές. Καὶ τὸ χειρότερο εἶναι πὼς τὸ σημερινὸ παιδί, ἐνῶ μαθαίνει τάχα πιὸ εὔκολα νὰ γράφει, λὲς καὶ ἡ δυσκολία δὲν συνιστᾶ ἄσκηση νοός, δυσκολεύεται νὰ διαβάσει, νὰ ἀρθρώσει μιὰ λέξη. Κι αὐτὸ δὲν ἀφορᾶ μόνο σὲ μαθητὲς καὶ νέους ἐπιστήμονες, ἀφορᾶ καὶ σὲ ἐκφωνητὲς καὶ νέους ἠθοποιούς. Πολλοὶ ἔχουν μία προφορὰ βατταριστική, ὡσὰν ἡ γλῶσσα τους νὰ ἔχει προσβληθεῖ ἀπὸ παράλυση. Ἡ παλαιὰ πολυτονικὴ γραφὴ ἔκανε τὴ λέξη γλυπτή, τετορνευμένη. Ἡ μονοτονικὴ γραφὴ ἐκανε τὴ λέξη γυμνὴ ἀπὸ τὴ μουσικότητά της. Σὲ αὐτό, ἂς προστεθεῖ καὶ τὸ γλωσσικὸ ἔγκλημα τῆς ἀκινησίας τοῦ τόνου (τὸ συμβούλιο, τοῦ συμβούλιου, τῶν συμβούλιων) ποὺ νέκρωσε τὴ λέξη καὶ τὴ μετέτρεψε σὲ «ὑπέροχο πτῶμα». Αὐτὸ ποὺ χαρακτήριζε τὴν ἀρχαία καὶ τὴ λογία ἑλληνικὴ γλῶσσα εἶναι ὁ ἀπαράβατος κανόνας: ὅταν ἡ λήγουσα εἶναι μακρὰ ἡ προπαραλήγουσα δὲν τονίζεται. Π.χ. τοῦ συμβουλίου, τῶν συμβουλίων. Ὁ Φαλλμεράυερ ἀρνήθηκε τὴν ἑλληνικότητα τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, λέγοντας ὅτι στὴν τρέχουσα ἑλληνικὴ δὲν ἰσχύει αὐτὸς ὁ γλωσσικὸς κανόνας, ἀπεναντίας κυριαρχεῖ γλωσσικὸς κανόνας σλαβικῆς ἐπιρροῆς. Πολλοὶ Γερμανοὶ σοφοὶ ἀποπειράθηκαν νὰ ἀποδείξουν τὸ ἀσύστατο τῶν ἀπόψεών του. ᾽Εμεῖς οἱ ἀσύστατοι βαλθήκαμε —ἀκόμη καὶ μὲ συνδρομὴ κάποιων πανεπιστήμιων καὶ ἐπιστήμονων μας— νὰ τὸν δικαιώσουμε. Ἄφεριμ!

Ἠλίας Κεφάλας: 20 χρόνια μονοτονικοῦ.

Τὰ εἴκοσι χρόνια, ποὺ πέρασαν ἀπὸ τὴ βεβιασμένη θέσπιση τοῦ μονοτονικοῦ συστήματος μέχρι τώρα, δὲν ἔδειξαν καμία καλυτέρευση στὸν τρόπο ἐκμάθησης καὶ ἐμπέδωσης τῆς νεοελληνικῆς γλώσσας στὰ παιδιά, οὔτε κάποια ἰδιαίτερη ἐλάφρυνση τοῦ ἐν γένει ἐκπαιδευτικοῦ συστήματος. Τουναντίον οἱ ἀρνητικὲς ἐκτιμήσεις εἷναι πιὸ ἐμφανεῖς. Ἂς ὑπογραμιμίσουμε μερικές.

1. Χάθηκε ἠ αἰσθητικὴ τῆς πολυτονικῆς γραφῆς καὶ μαζί της ἡ σαφήνεια καὶ ἡ ἀμεσότητα τοῦ νοηματισμένου λόγου. Τὰ μέρη τοῦ λόγου μπερδεύονται μεταξύ τους εὔκολα καὶ γιὰ νὰ τὰ ξεχωρίσεις πρέπει νὰ θέσεις νέους κανόνες, ἐνῶ ἡ πρόθεση τοῦ μονοτονικοῦ εἶναι νὰ τοὺς καταργήσει.

2. Τὸ μονοτονικὸ δὲν ἔπεισε ἐξ ἀρχῆς καὶ δὲν κατάφερε νὰ παρασύρει μαζί του ὅλους τοὺς κατ᾿ ἐξοχὴν χρῆστες τῆς γλώσσας, δηλαδὴ τοὺς συγγραφεῖς. Παρατηρήθηκε ὅτι ὅλο καὶ περισσότεροι συγγραφεῖς καί, ἀνάμεσά τους, οἱ πλέον ἄξιοι ἐπιμένουν στὴ χρήση τοῦ πολυτονικοῦ συστήματος. Οἱ ἐκδότες ἀναγκάστηκαν νὰ ὑποκύψουν στὴν ἐπιθυμία τῶν καλῶν συγγραφέων καὶ νὰ ἐκδίδουν τὰ βιβλία τους σύμφωνα μὲ τὴν αἰσθητικὴ τοῦ πολυτονικοῦ συστήματος. Μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι αὐτὴ τὴ στιγμή, σχεδόν, ὅλη ἡ καλὴ ἑλληνικὴ λογοτεχνία ἐκδίδεται πολυτονικά.

3. Τὰ περιοδικά, σεβόμενα τὶς προτιμήσεις τῶν συνεργατῶν τους, ἄρχισαν ἤδη νὰ φιλοξενοῦν κατὰ κόρον τὶς πολυτονικὲς συνεργασίες, ἐνάντια στὴ δυσανασχέτηση τῶν τυπογράφων, οἱ ὁποῖοι προσβλέπουν στὴν ἀνευθυνότητα τῆς εὔκολης δουλειᾶς καὶ τὴν ἀκαλαισθησία τῆς γυμνότητας.

4. Φάνηκε ὅτι τὸ μονοτονικὸ εἶναι ἔργο τῶν τυπογράφων καὶ δὴ τῶν νέων, ἡ ἀνάγκη τοῦ ὁποίου προβλήθηκε ὅταν ἐξέλιπαν οἱ παλιοὶ μαστόροι καί, φυσικά, ὅταν μαζί τους ἔφυγε τὸ δημιουργικὸ μεράκι.

5. Ὅλο τὸ κακὸ ξεκινάει ἀπὸ τὶς ἐφημερίδες; Ἡ δική τους αἴσθηση τοῦ ὡραίου, ἡ δική τους ἀνάγκη, ἡ δική τους ματαιοδοξία ἐπιβάλλει τὶς ἀποκλίσεις τῆς κοινῆς γνώμης, ἐπιφέρει ἀλλαγὲς στὶς ἐκτιμήσεις τῶν πραγμάτων, ἀποπροσανατολίζει συνειδήσεις, ἐγκαθιδρύει καταστάσεις, γκρεμίζει ἀκόμα καὶ αὐτὴ τὴ γλώσσα μας. Ἡ γλώσσα τῶν ἐφημερίδων, λοιπόν, καί, μαζί, ἡ γλώσσα τῆς διαφήμισης μᾶς παρασύρουν συχνὰ καὶ πρὸς τὸ ἀτονικὸ σύστημα. Ἀλλά, ἀνάμεσα σ' αὐτά, ἀκούστηκε ὅτι κάποια ἐφημερίδα θὰ κάνει παραχωρήσεις σὲ κάποιες σελίδες καὶ πρὸς τὸ πολυτονικό. Ἴδωμεν.

Διονύσης Κ. Μαγκλιβέρας: Ποιές οἱ ὠφέλεις ποὺ προέκυψαν;

Τὸ μονοτονικὸ σύστημα ἐπιβλήθηκε κατὰ τρόπο βίαιο, ὑπο δημοκρατικὸ ὅμως μανδύα, στὴ μεταμεσονύχτια συνεδρίαση τῆς Βουλῆς τῶν Ἑλλήνων τῆς 11ης ᾽Ιανουαρίου 1982, αἰφνιδιαστικά, σ᾿ ἕνα ἐντελῶς ἀσχετο νομοσχέδιο, ἀπὸ ὄχι περισσότερους ἀπὸ τριάντα βουλευτὲς (μετὰ ἀπὸ ἀποχώορηση τῶν βουλευτῶν τῆς Ν.Δ.). Ἡ θεμελιακὴ αὐτὴ ἀλλαγὴ στὴ γλωσσική μας παράδοση ὑπῆρξε ἀποτέλεσμα τῆς μακρόχρονης μονομανίας μερικῶν φιλολόγων ποὺ κατάφεραν νὰ πείσουν τοὺς τότε κυβερνῶντες ὅτι ἔτσι ἐξυπηρετεῖτο ἡ πτροοδευτικὴ πορεία τῆς χώρας. Προσωπικὰ θὰ ἤμουνα, μὲ πολλὴ καλὴ πίστη, πρόθυμος καὶ νὰ δεχτῶ ἀκόμα ὅλες αὐτὲς τὶς ἀντισυνταγματικὲς αὐθαιρεσίες ἄν, μὲ τὴν ἐπιβολὴ τοῦ μονοτονικοῦ εἶχε προκύψει: α) ἄνοδος τοῦ γλωσσικοῦ ἐπιπέδου τοῦ λαοῦ μὲ ἐξελικτικὸ ἐμπλουτισμὸ τῆς γλωσσικῆς ἔκφρασης, κυρίως ἐκείνης τῶν νέων ἀνθρώπων, β) βελτίωση τῆς ὀρθογραφικῆς ἀποτύπωσης τῶν λέξεων ἀπὸ τὸ λαὸ καὶ γ) πρόοδος στὸν γλωσσικό μας πολιτισμό. Θὰ δεχόμουνα ἐπίσης νὰ συζητήσω τὸ μονοτονικὸ ἂν καὶ σ᾿ ἄλλες εὐρωπαϊκὲς γλῶσσες (π.χ., γαλλικά, ἱσπανικά) εἶχε ἐπιβληθεῖ κάτι ἀνάλογο. (Ὅμως ἐκεῖ, παρότι ὑπῆρξαν ἀκραιφνεῖς σοσιαλιστικὲς κυβερνήσεις, κανεὶς δὲν σκέφτηκε κάτι παρόμοιο· ἀντίθετα προφύλαξαν μὲ προσοχὴ τὴ γλώσσα τους.) Προσωπικά, παραμένω ἀνοιχτὸς σὲ κάθε ἀδογμάτιστη συζήτηση ποὺ θὰ ἀποδείκνυε ὅτι τὸ μονοτονικὸ συνέβαλε σὲ κάτι θετικὸ κι ὄχι μόνο στὴν ἀποπνευματοποίηση καὶ στὴν τεμπελιὰ τῆς ἤσσονος προσπάθειας. Διατελῶ πρόθυμος νὰ ἀκούσω.

Π.Β. Πάσχος

Πρὶν 20 χρόνια ξαναζήσαμε τὸ μύθο τῆς ἀλεποῦς μὲ τὴν κομμένη οὐρά, ποὺ ἤθελε νὰ παρουσιαστεῖ καὶ ὡς... δημιουργὸς μόδας καὶ ὕφους ζωῆς καὶ τέχνης. Σὲ μιὰ τέτοια κρίσιμη στιγμή, τόλμησα κάποτε νὰ ρωτήσω τὸν ἀείμνηστο φίλο καὶ σοφὸ δάσκαλο, τὸν ᾽Ι. Μ. Παναγιωτόπουλο, ποιὰ εἶναι ἡ γνώμη του γιὰ τὸ ἔγκλημα κατεπάνω στὸ ἱερὸ σῶμα τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσας· κι᾿ ἐκεῖνος μοῦ ἀπάντησε, κοφτὰ κ᾽ ἐπιγραμματικά:

—Ἡ γλῶσσα, ὅπως κάθε φυσιολογικὸς καὶ ζωντανὸς ὀργανισμός, δὲν σηκώνει κανενὸς εἴδους βιασμό: οὔτε πρὸς τὰ μπρός, οὔτε καὶ πρὸς τὰ πίσω. Ὅποιοι καὶ ὅσοι ἐπιχειροῦν κάτι τέτοιο εἶναι ὠμοὶ βιαστὲς καὶ δὲν διαφέρουν σὲ τίποτε ἀπὸ τοὺς ἄλλους βιαστές, τοὺς ἐγκληματίες, ὅποιο ὄνομα κι ἂν δώσουν στὸ ἔργο τους... Ἂν καὶ ὑπάρχουν πολλοὶ συνάδελφοι (στὸ Πανεπιστήμιο ἢ στὴ Λογοτεχνία), ποὺ εἶναι ἀπαισιόδοξοι γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ στὸ Πολυτονικό, ἐγὼ εἶμαι πολὺ αἰσιόδοξος κ᾿ ἐλπίζω νὰ νικήσουν οἱ ὀρθοφρονοῦντες. Μπορεῖ τὰ ποτάμια νὰ μὴ γυρίζουν πίσω, ὅπως λέγεται, ἀλλὰ ἔχουμε καὶ τὴ ρήση «ὁ ᾽Ιορδάνης ἐστράφη εἰς τὰ ὀπίσω»! Δὲν μπορεῖ, λοιπὸν ἕνας λαός, ποὺ ἔχει τὴν ἱστορικὴ πολιτισμική του ταυτότητα καὶ τὴν ἐθνικὴ γλῶσσα του, ν᾿ ἀποφασίσει, ξαφνικά, ν᾿ αὐτοκτονήσει. Εἶναι ἀδιανόητο!

Ἡ ἐθνική του συνείδηση, ποὺ φυλάγει τὴν ἐσωτερικὴ ἐλευθερία του, δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ ξυπνήσει, πρὶν ἀλλοιωθεῖ ἡ ψυχή του. Ὅσοι ἀγαποῦμε τὴν γλῶσσα μας μὲ πάθος, τὴ γράφουμε ὁλόκληρη, μὲ τόνους καὶ πνεύματα, καὶ τὴ μουσική της τὴ φυλάγουμε σὰν τὴν πολύτιμη ψυχή μας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ εἴμαστε ποιηταί, ὅπως ἔλεγε ὁ μακαριστὸς Φώτης Κόντογλου: ὁ ρήτορας ἀγαπάει τὴ γλῶσσα παίζοντας, ὅπως τὴν ἀγαπητικιά του· ὁ ποιητής, ὅμως, ἀγαπάει καὶ σέβεται τὴ γλῶσσα του σὰν τὴν ἀρραβωνιαστικιά του! Καί, γιὰ νὰ μὴ σταματοῦμε στὰ θεωρητικά, θὰ ἦταν χρήσιμο ν᾿ ἀναρωτηθοῦμε καὶ νὰ ἰδοῦμε ἀπὸ κοντὰ τί θετικὸ ἢ τί εὐεργετικὸ ἔφερε στὴν πατρίδα μας, στὴν παιδεία, στὴν τέχνη κ.λπ., ἡ ἀλλαγὴ τοῦ μονοτονικοῦ; Φοβοῦμαι, πώς, ἀκόμη καὶ οἱ πιὸ αἰσιόδοξοι διαφημισταὶ τῶν δῆθεν εὐεργετημάτων τῆς ἀλλαγῆς, δὲν θὰ ἔχουν σοβαρὰ στοιχεῖα νὰ προσκομίσουν· ἐκτὸς ἄν, ἡ ραστώνη τῶν διδασκόντων καὶ ἡ διευκόλυνση τῶν τεμπέληδων μαθητῶν ἢ φοιτητῶν, ἀποτελοῦν θετικὰ στοιχεῖα ἢ εὐεργετήματα, ποὺ ἐμεῖς οἱ ἄλλοι δὲν ἔχουμε προοδευτικὰ μάτια νὰ τὰ ἰδοῦμε! ᾽Εμεῖς, ποὺ δὲν τυπώσαμε (παρὰ τὶς διαταγὲς καὶ τοὺς νόμους) οὔτε μία σελίδα πανεπιστημιακοῦ συγγράμματος σὲ μονοτονικό. Δόξα τῷ Θεῷ!

᾽Εγὼ θὰ ἤθελα, ἀπὸ τὴν πλευρά μου, νὰ ἰδῶ τ᾿ ἀποτέλεσματα τῆς ἀλλαγῆς αὐτῆς στὸ Πανεπιστήμιο. ᾽Εκτὸς ἐξαιρέσεων, ποὺ εἶναι πάντα ὑπόθεση προσώπων μὲ συνέπεια καὶ ὑπευθυνότητα, ἡ ἀλλαγὴ ἔχει ἀνοίξει πληγὲς ποὺ δὲν ξέρω ἂν ποτὲ καὶ πῶς θὰ μπορέσουν νὰ κλείσουν. ᾽Ιδιαίτερα οἱ λεγόμενες καθηγητικὲς Σχολὲς τοῦ Πανεπιστημίου, οἱ ὁποῖες βγάζουν ἀνθρώπους, ποὺ θὰ διδάξουν αὔριο στὰ Γυμνάσια, στὰ Λύκεια, στὰ Τ.Ε.Ι. καί, ἴσως, καὶ στὰ Α.Ε.Ι., ἔχουν ἕνα ἐπίπεδο ποὺ συνεχῶς κατολισθαίνει —χειρότερα ἀπὸ τοὺς ἐθνικοὺς δρόμους, μὲ τὶς κακοτεχνίες τῶν τελευταίων χαλόνων. Μιλῶ συγκεκριμένα, γιὰ τὰ μαθήματα ποὺ δίδαξα τὰ τελευταῖα χρόνια, δηλαδὴ Βυζαντινὴ Ὑμνογραφία, Ἁγιολογία, Κριτικὴ ἔκδοση Ἀρχαίων Κειμένων, Παλαιογραφία καὶ Θεολογικὴ καὶ Φιλοσοφικὴ ἀνάλυση τῆς Λογοτεχνίας. Ἂν ἐξαιρέσει κανεὶς τὸ τελευταῖο, ποὺ ἔχει νὰ κάμει μὲ νεοελληνικὰ κείμενα ἤ, ξένα, μεταφρασμένα στὰ νεοελληνικά, τ᾿ ἄλλα τέσσερα μαθήματα γίνονταν μὲ τέτοιες δυσκολίες, ἐπειδὴ ἔχουν στὴν ὕλη τους Ἀρχαῖα καὶ Βυζαντινὰ Ἑλληνικά, ποὺ στὸ τέλος ἀνέκραζα μὲ πικρία, πὼς κάθε πέρσι καὶ καλύτερα, κάθε νέα χρονιὰ κάι χειρότερα! Τὰ παιδιά μας, ἀπ᾿ τὸ Δημοτικό, Γυμνάσιο, Λύκειο, ἴσαμε τὸ Πανεπιστήμιο φτωχαίνουν καὶ κουτσαίνουν γλωσσικὰ κι᾿ ἔχουν σὲ τέτοιο σημεῖο ἀλαλία καἱ ἀφωνία, ποὺ εΙναι ἀδύνατο νὰ οἰκοδομήσεις ἐπάνω τους κάτι ἀξιόλογο ἀπὸ τὴν ἄποψη τῶν ἀπαραίτητων εἰδικῶν γνώσεων καὶ τῆς παιδείας γενικώτερα. Τὸ διακηρύσσουν καὶ οἱ Συνάδελφοι τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς, τὸ ὁμολογοῦν καὶ τὰ ἴδια τὰ παιδιά μας, ὅτι αἰσθάνονται ξυπόλητα στ᾽ ἀγκάθια, καὶ πὼς πᾶνε στὸν πόλεμο τῆς Ἑλληνικῆς παιδείας δίχως τὸν ἀπαραίτητο ὁπλισμό. Ἀκόμη κι ἂν ἀφιερώσω διπλάσιες ὧρες στὴ διδασκαλία τῆς Παλαιογραφίας ἢ τῆς Κριτικῆς ᾽Εκδόσεως Ἀρχαίων Κειμένων, εἶναι ἀδύνατο νὰ ἔχομε τὰ ἐπιθυμητὰ ἀποτελέσματα. Δὲν γεννᾶται, φυσικά, ζήτημα νὰ δυνηθοῦν νὰ κατανοήσουν οἱ φοιτητές μας τὰ ὑμνολογικὰ ἢ άγιολογικὰ κείμενα (ποὺ θὰ χρειαστεῖ νὰ διδάξουν αὔριο στὰ σχολεῖα τους), ἀφοῦ ἀγνοοῦν τὴ στέρεη βασικὴ δομὴ τῆς ἀρχαίας Ἑλληνικῆς, τὴ γραμματική της, τὸ συντακτικό της, κανόνες τονισμοῦ, συλλαβισμοῦ κ.λπ. Καὶ θυμοῦμαι, τώρα, ἕνα φίλο συνάδελφο στὸ Χάρβαρντ, ποὺ συναντοῦσε προβλήματα μὲ τοὺς μαθητές του (ἀνάμεσά τους καὶ μερικοὶ Ἕλληνες) στὸ μάθημα τῆς Βυζαντινῆς Παλαιογραφίας, κ᾿ ἔλεγε χαρακτηριστικὰ —καὶ τόσο ἀληθινά: «τὸ θέμα τῆς Παλαιογραφίας, κ. Συνάδελφε, εἶναι καθαρὰ θέμα βαθειᾶς ᾽Ελληνομάθειας· δίχως αὐτὴν δὲν μποροῦμε δυστυχῶς νὰ προχωρήσουμε». ᾽Εμεῖς, σήμερα, τί νὰ ποῦμε; Θὰ περιμένουμε, ἴσως μ᾿ ἐλπίδα κ᾿ αἰσιοδοξία, νὰ φτάσουμε στὸν πάτο, «στοῦ κακοῦ τὴ σκάλα» καὶ τότε, ὅταν δὲν ἔχει ἄλλο πιὸ κάτω, νὰ πάρουμε τὴν ἀνηφόρα; Ἤ, θὰ ἀνασκουμπωθοῦμε, ἀμέσως ἀπὸ σήμερα, γι᾽ ἀγῶνες τίμιους, νὰ ξανακερδίσουμε τὴ γλῶσσα μας καὶ τὴν ψυχή μας;

Κυριάκος Πλήσης: Εἴκοσι χρόνια μονοτονικό.

Ἡ καθιέρωση τοῦ μονοτονικοῦ ὑπῆρξε πράξη τραγελαφική. Οἱ ἐκσυγχρονιστὲς ὑπῆρξαν τολμητίες ἀλλὰ ὄχι ἀρκούντως τολμηροί. Ἂν ἦταν ἀρκούντως τολμηροί, ἔπρεπε νὰ εἰσαγάγουν τὴ φωνητικὴ ὀρθογραφία, γιὰ νὰ εἶναι συνεπεῖς μὲ τὸ τόλμημά τους. Ἅπαξ καὶ διατηρήθηκε, ἔστω καὶ ἁπλοποιημένη, ἡ ἱστορικὴ ὀρθογραφία, ἡ κατάργηση τῶν τόνων καὶ τῶν πνευμάτων εἶναι πράξη ἐντελῶς ἀσυμβίβαστη μὲ τὴν ἱστορικὴ πορεία τοῦ γραπτοῦ ἑλληνικοῦ λόγου. Ἡ ἱστορικὴ ὀρθογραφία δὲν μπορεῖ νὰ νοηθεῖ χωρὶς τόνους καὶ πνεύματα.

Ἡ γλώσσα δὲ σηκώνει ἄστοχους καὶ ἀνιστόρητους πειραματιομούς. Ἂν ἐπεκράτησε καὶ σωστὰ καθιερώθηκε ἡ δημοτική, εἶναι γιατὶ ἀφέθηκε νὰ ἐξελιχθεῖ φυσιολογικὰ καὶ δὲ βιάσθηκε. Οἱ δημιουργοί, κυρίως οἱ λογοτέχνες, δούλεψαν μὲ τὸ αἰσθητήριό τους τὴ γλώσσα αὐτὴ καὶ τῆς ἔδωσαν συγκεκριμένη μορφή. Ὅταν ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἡ πολιτεία, ἐκτελώντας τὸ καθῆκον της, τὴν θεσμοθέτησε.

Ἡ καθιέρωση τῆς δημοτικῆς ὑπῆρξε καὶ λογικὴ καὶ νόμιμη. Ποιά ὅμως λογικὴ ἀναγκαιότης ὑπῆρξε, ὥστε νὰ ἐξοβελισθοῦν ἀπὸ τὸν γραπτὸ λόγο οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα; Τὸ ἐπιχείρημα πὼς στὴν κλασικὴ ἐποχὴ δὲν ὑπῆρχαν τόνοι καὶ πνεύματα εἶναι ἕωλο. Δὲν μπορεῖ νὰ ἀνατρέχουμε πρὸς τὰ πίσω μὲ ἄλματα. Ἡ γραπτὴ ἑλληνικὴ γλώσσα εἷναι αὐτὴ ποὺ διαμορφώθηκε στὴν ἱστορική της ἐξέλιξη.

Ἡ κατάργηση τῶν τόνων καὶ τῶν πνευμάτων πρέπει νὰ ἀπέβλεπε σὲ ἄλλους στόχους ἐλάχιστα πνευματικούς. Αὐτοὶ οἱ στόχοι, οἰκονομικοὶ καὶ πολιτικοί, δὲν ὠφελοῦν τοὺς ἁπλοὺς ἀνθρώπους ἀλλὰ τὰ μεγάλα κεφάλαια καὶ τοὺς ἀλληθωρίζοντες πρὸς μιὰν κεκαλυμμένη πνευματικὴ παγκοσμιοποίηση.

Εἰπώθηκε, μεταξὺ ἄλλων, πὼς μὲ τὴν κατάργηση τῶν τόνων καὶ τῶν πνευμάτων ἐξοικονομήθηκε διδακτικὸς χρόνος καὶ ἔτσι βελτιώθηκε τὸ γλωσσικὸ αἰσθητήριο τῶν μαθητῶν. Αὑτὸ εἶναι καὶ ψεῦδος καὶ φενακισμός. Ἡ γλώσσα τῶν μαθητῶν ὄχι μόνον δὲ βελτιώθηκε ἀλλά, ἀντιθέτως, ἡ ὀρθογραφία τους χειροτέρεψε αἰσθητῶς. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ διατηροῦνται (καὶ ὀρθῶς διατηροῦνται) τὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ μὲ τὴν ἱστορική τους ὀρθογραφία, οἱ μαθητὲς δυσκολεύονται πολὺ νὰ προσαρμοσθοῦν μὲ τὸ μονοτονικό, ὅταν τὴ μιὰ φορὰ γράφουν «αγαπώ» καὶ λίγο πιὸ κάτω «ἀγαπῶ».

Βέβαια, γιὰ τὴ γλώσσα δὲν μᾶς ἐπιτρέπεται νὰ προβάλλουμε ὠφελιμιστικὰ ἐπιχειρήματα. Μπροστά μας ὀρθώνεται τὸ μέγα ἐρώτημα: Μποροῦμε νὰ διακόψουμε βάναυσα τὴν παράδοση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας ὅπως διαμορφώθηκε στὴν ἱστορική της πορεία; Καὶ ἐπὲιδὴ τὸ ἐρώτημα δὲν ἀφορᾶ μόνο στὴ γλώσσα ἀλλὰ γενικότερα στὸν πολιτισμό μας τὸ ἐπαναλαμβάνω: Εἴμαστε τόσον ὀλιγόνοες καὶ ἄσπλαχνοι ὥστε νὰ πληγώνουμε βάναυσα αὐτὸν τὸν πολιτισμὸ καὶ νὰ διακόπτουμε τὴ φυσιολογική του ἐξέλιξη; Μπορεῖ νὰ εἴμαστε «προοδευτικοὶ» σὲ πολλὰ ἄλλα; στὴ διάρθρωση τῆς πολιτείας, στὶς σχέσεις τοῦ κράτους μἐ τοὺς πολίτες, στὶς σχέσεις μας μὲ τ' ἄλλα κράτη καὶ μὲ εὐρύτερες ἑνότητες Κρατῶν, ὅμως στὰ πνευματικὰ —καὶ μάλιστα στὴ γλώσσα— ὀφείλομε νὰ εἴμαστε ἄκρως προσεκτικοί. Διαφορετικὰ μπορεῖ νὰ γίνουμε, ὅπως καὶ γίναμε, φορεῖς κακῶν ἀθεράπευτων.

Μερόπη Ν. Σπυροπούλου: Ἀπὸ ποῦ ἄραγε σχηματίζονται;

Κάποια μέρα, στὸ τέλος μιᾶς παράδοσης στοὺς δευτεροετεῖς φοιτητές μας, ἕνα κορίτσι ποὺ μὲ εἶχε παρακολουθήσει μὲ πολλὴ προσοχὴ μοῦ εἶπε: «Χρησιμοποιεῖτε μία κάπως διαφορετικὴ γλῶσσα, μὲ ὡραῖο ἦχο, γιατὶ μοῦ φάνηκε ὅτι ἔχει, κάπως, πιὸ πολλά... Φοὺ καὶ Θού». Προσπάθησα νὰ καταλάβω τί ἐννοοῦσε καὶ τῆς ζήτησα νὰ μοῦ φέρει ἕνα παράδειγμα. Νά, εἴπατε κάποιες λέξεις, ποὺ τὶς ἔχω σημειώσει κιόλας, ὅπως π.χ. ἀφαίμαξη, ἐφίδρωση, ἐφάμιλλος, καθοριστικός, αὐθαίρετος, πενθήμερο, μεθερμηνευόμενο, καὶ κάποιες ἄλλες ποὺ δὲν τὶς συγκράτησα, ἀλλὰ μοῦ ἄρεσαν. Ἀπὸ ποῦ ἀραγε σχηματίζονται αὐτὲς οἱ λέξεις;. Τῆς ἐξήγησα τὸν κανόνα γιὰ τὸ τί συμβαίνει μὲ τὸ σύμφωνο τῶν προθέσεων, ὅταν αὐτὲς ἀποτελοῦν τὸ πρῶτο συνθετικὸ μαζὶ μὲ δασυνόμενες λέξεις καί, συγχρόνως, τῆς σχολίασα τὴ σημασία τῶν ἀντίστοιχων προθέσεων. Μὲ ἄκουσε μὲ ἀπορία καί, σχεδὸν ἔκθαμβη, μοῦ εἶπε μὲ κάποια νοσταλγία φεύγοντας: «Ἄ, γι᾿ αὐτὸ ποτὲ δὲ μοῦ ἄρεσε ἡ ἔκφραση “πενταήμερη ἐκδρομή”· Τί κρίμα ἐμεῖς νὰ μὴν τὰ ξέρομε ὅλα αὐτά...». Ἀλήθεια, τί κρίμα καὶ τί ἔγκλημα νὰ σᾶς τὰ ἔχομε ἐμεῖς στερήσει ὅλα αὐτά!

Κώστας Ε. Τσιρόπουλος

Τὸ γλωσσικό, μεταμεσονύκτιο, πραξικόπημα τοῦ 1982, ἐπιβάλλοντας στὴ γραπτὴ γλώσσα μας τὸ μονοτονικό, τῆς ἐστέρησε τὸν γενετικὸ κώδικα τῶν λέξεών της. Δύσκολα πλέον, σχεδὸν χρειάζεται νὰ μαντέψεις τὴν καταγωγὴ μιᾶς λέξης κι ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος —ὅσο ἁπλοποιημένος ἢ καὶ ἁπλουστευμένος κι ἂν εἶναι— κρέμεται πάντοτε ἀπὸ τὶς λέξεις του, αὐτὲς οἱ λέξεις, ὅταν δὲν γράφονται σωστά, τότε, οὔτε ὀρθὰ προφέρονται. Καὶ ὅταν δὲν ἐννοοῦνται καταγωγικά, γενετικά, οὔτε κατανοοῦνται. Παρουσιάζεται φέτος μιὰ μοναδικὴ γιὰ τὴν σκέψη καὶ τὸν πνευματικὸ πολιτισμὸ τῶν Ἑλλήνων εὐκαιρία: οἱ ἄνθρωποι ποὺ νύκτωρ ἀποφάσισαν κι ἐπέβαλαν τὸ μονοτονικό, αὐτοὶ οἱ ἴδιοι, μὲ τιμιότητα καὶ γενναιότητα, νὰ προβοῦν σὲ ἐπανόρθωση τοῦ κακοῦ. Μόνο αὐτοὶ μποροῦν!

Ἡ ἐκδίκηση τῶν τόνων

[Πρόλογος καὶ Εἰσαγωγὴ τοῦ βιβλίου «Ἡ ἐκδίκηση τῶν τόνων, ἡ ἐπίδραση τῶν «ἀρχαίων ἑλληνικῶν» καὶ τοῦ «μονοτονικοῦ» στὴν ψυχοεκπαιδευτικὴ ἐξέλιξη τοῦ παιδιοῦ», τῶν Ἰωάννη Κ. Τσέγκου, Θαλῆ Ν. Παπαδάκη καὶ Δήμητρας Βεκιάρη, Ἐναλλακτικὲς Ἐκδόσεις, 2005.]

Πρόλογος

«Διὰ μαλακίαν καὶ ῥαθυμίαν ἐγκαταλείπειν τὰ τῶν προγόνων ἔργα»
Ξενοφῶν
«῎Εχει καὶ ἡ Δημοτικὴ τοὺς Καθαρευουσιάνους της»
Κ. Παλαμᾶς
«῞Ολοι ἀριστεροὶ εἴμαστε· στὴν τσίπα διαφέρουμε»
Στάθης, Σ., τῆς Ἐλευθεροτυπίας

Ἡ ἰδέα, ὁ σχεδιασμὸς καὶ ἡ διεξαγωγὴ τῆς ἔρευνας, γιὰ τὶς συνέπειες τῆς ἐπιβολῆς τοῦ μονοτονικοῦ, εἶναι προϊὸν παρατηρήσεων καὶ προβληματισμῶν ποὺ ἔγιναν σὲ χῶρο ὄχι τῆς ἐκπαίδευσης, ἀλλὰ τῆς ὑγείας!

Κατὰ τὰ τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ ᾿80-ἀρχὲς τοῦ ᾿90, παρατηρώντας τὴν προσέλευση στὸ Παιδοψυχιατρικὸ Τμῆμα τοῦ Ἀνοικτοῦ Ψυχοθεραπευτικοῦ Κέντρου, τὴν εἴδαμε νὰ αὐξάνεται σημαντικά, ἀλλὰ καὶ περίεργα, ἀφοῦ ὁ συντριπτικὸς ἀριθμὸς τῶν προσερχομένων χαρακτηριζόταν, κυρίως, ἀπὸ μαθησιακὲς δυσκολίες. Τὸ ἴδιο πληροφορηθήκαμε ὅτι συνέβαινε καὶ σὲ ἄλλους θεραπευτικοὺς χώρους, ὅπου καὶ ἐκεῖ ἡ «δυσλεξία», κυρίως, κατέστη κάτι σὰν μόδα ἢ ἐπιδημία!

Μετὰ τὴν ἄγονη ἔρευνα στὴ σχετικὴ βιβλιογραφία, οἱ σχολικοὶ ψυχολόγοι τοῦ Τμήματος εἰσηγοῦνταν ἀναδιοργάνωση τοῦ Τμήματος, αὔξηση τῶν ὡρῶν καὶ τῶν εἰδικῶν κ.ἄ. Τὸ πρόβλημα ἀπασχόλησε ἔντονα τὸ Κέντρο· οἱ ἡλικιακῶς πρεσβύτεροι, ὅπως ὁ γράφων, ἂν καὶ ἀνίδεοι περὶ τὰ παιδοψυχιατρικά, ὑποψιαστήκαμε καὶ τὴν προηγηθεῖσα γλωσσικὴ καὶ ἐκπαιδευτικὴ μεταβολὴ τοῦ 1982. ῎Αλλωστε, ἐκτὸς τῶν προσελεύσεων στὸ Παιδοψυχιατρικό, μᾶς ἐπροβλημάτιζε τὸ γλωσσικὸ καὶ ὀρθογραφικὸ ἐπίπεδο τῶν ὑποψηφίων γιὰ τὰ Ἰνστιτοῦτα τοῦ Κέντρου —παρ᾿ ὅτι πολλοὶ ἐξ αὐτῶν ἦταν ἀπόφοιτοι καὶ τῶν «τριτοδεσμικῶν» σχολῶν τῶν Πανεπιστημίων μας— καί, βέβαια, οἱ καθημερινές... γλωσσοπατινάδες τῶν ΜΜΕ ἐνίσχυαν περαιτέρω τὶς ὑποψίες γιὰ τὴν αἰτιοπαθογένεια τοῦ φαινομένου.

Ἀποφασίσαμε ἔτσι νὰ ἀναζητήσουμε μελέτες ἢ δημοσιεύματα ἀξιολογητικὰ τῶν ἀποτελεσμάτων ἢ συνεπειῶν τῆς γλωσσικῆς μεταβολῆς, βέβαιοι ὄντες ὅτι κάποια μελέτη θὰ εἶχε ἐκπονηθεῖ, ὥστε νὰ μᾶς δώσει κάποιες ἰδέες καὶ κατευθύνσεις ἀναφορικὰ μὲ τὰ φαινόμενα ποὺ μᾶς ἀπασχολοῦσαν.

Οἱ ἀναζητήσεις μας ἀποδείχθηκαν ἄκαρπες! Βρέθηκαν, βέβαια, πολλὰ ἐνδιαφέροντα ἄρθρα καὶ βιβλία ὑποστηρικτικὰ ἀμφοτέρων τῶν ἀπόψεων καὶ πλευρῶν· δὲν βρέθηκε, ἐν τούτοις, οὔτε μία ἐρευνητικὴ μελέτη γιὰ τὶς ἐπιπτώσεις τῆς γλωσσικῆς-ἐκπαιδευτικῆς ἀλλαγῆς, τόσον ἀπὸ τὴ μεριὰ τῶν θιασωτῶν τῆς «ἁπλοποίησης», ὅσον καὶ ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῶν ὑποστηρικτῶν τῆς ἱστορικῆς ὀρθογραφίας. Προέκυψαν, ὡστόσο, ἄλλα στοιχεῖα ἀρκετὰ διαφωτιστικά· τὸ πιὸ σημαντικὸ ὅτι ὑπῆρξαν κάποιες ἐρευνητικὲς ἀπόπειρες, οἱ ὁποῖες τελικὰ δὲν μπόρεσαν νὰ δοῦν τὸ φῶς τῆς δημοσιότητας, ἐπειδὴ οἱ ἐρευνητὲς αὐτοὶ ἀποθαρρύνθηκαν ἤ, ἀκριβέστερα, «προειδοποιήθηκαν» ἁρμοδίως καὶ ἱεραρχικῶς, ὅπως ἐμπιστευτικῶς καὶ χαμηλοφώνως μᾶς εἶπαν! Αὐτὰ τὰ ἀπίστευτα ἐπιβεβαιώθηκαν, ὅταν πληροφορηθήκαμε ὅτι τὸ ῾Υπουργεῖο Παιδείας οὔτε κἂν ἐνέκρινε ἀγορὲς βιβλίων ποὺ εἶχαν ἐκδοθεῖ μὲ τὴν ἱστορικὴ ὀρθογραφία, ἀνεξαρτήτως τῆς ποιότητας καὶ τῆς χρησιμότητάς τους!

Παρήγορη, πάντως, καὶ ἐξαιρετικὰ ἐνθαρρυντικὴ ἦταν ἡ διαπίστωση ὅτι οἱ περισσότεροι κορυφαῖοι τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς, ἐπιστήμονες, λογοτέχνες, ποιητές, ἐξακολουθοῦσαν νὰ χρησιμοποιοῦν τὴν ἱστορικὴ ὀρθογραφία, ἀποδεικνύοντας ἔτσι ὅτι ἡ προπαγανδιστικὴ «βεβαιότητα», «τὸ μονοτονικὸ τὸ χώνεψε ὁ ἑλληνικὸς λαός» (κατὰ τὸν ψυχαριστὴ πρεσβύτη τῆς Θεσσαλονίκης κ. Κριαρᾶ), δὲν ἦταν καὶ τόσο καθολική.

Ἀνίδεοι ἀλλὰ καὶ ἀθεραπεύτως περίεργοι ἐγκύψαμε καὶ στὴν ἱστορία τοῦ γλωσσικοῦ ζητήματος, γιὰ νὰ διαπιστώσουμε ὅτι παρόμοιοι σκυλοκαβγάδες συνέβαιναν ἀνέκαθεν καὶ ἦταν «γιὰ τὸ πάπλωμα», ὅπως λέει ὁ Κ. Γεωργουσόπουλος. Αὐτὸ δὲ τὸ «πάπλωμα» βαφόταν πότε μὲ μπλέ, πότε μὲ κόκκινα καὶ πότε μὲ πράσινα ἰδεολογικὰ χρώματα...

Τὴν ἀνυπαρξία, πάντως, συγκριτικῶν μελετῶν ἀναπλήρωνε ἡ δημοσίευση ἄρθρων καὶ βιβλίων (Γιάννης Καλιόρης, Σαράντος Καργάκος, Τάσος Λιγνάδης, Χάρης Λαμπίδης, Νίκος Φωκᾶς κ.ἄ.), καθὼς καὶ ἕνας πολὺ σημαντικὸς «Δημόσιος Διάλογος γιὰ τὴν Γλῶσσα», ὁ ὁποῖος ἔγινε τὸ 1985 στὸ κλειστὸ γήπεδο τοῦ Μίλωνα Νέας Σμύρνης, ὀργανωμένος ἀπὸ τό, τότε, ΚΚΕ ἐσωτερικοῦ, καὶ τὰ πρακτικά του ἐκδόθηκαν τὸ 1988 ἀπὸ τὸν «Δόμο». Ἐκεῖ, ἀκόμη καὶ οἱ περὶ τὰ γλωσσικὰ ἀδαεῖς διαπιστώσαμε ὅτι αὐτὴ ἡ διχόνοια κρατάει χρόνια καὶ ὅτι συντηρεῖται ἀπὸ συνομαδώσεις μοχθηροκομπλεξικῶν, κυρίως φιλολόγων καὶ φιλολογούντων, ποὺ ἀποδύονται σὲ διαμάχες παρατάξεων· Δημοτικιστῶν καὶ Καθαρευουσιάνων, Μαλλιαρῶν καὶ Γλωσσαμυντόρων, «Βορείων» καὶ «Νοτίων» ἢ «Προοδευτικῶν» καὶ «Ἀντιδραστικῶν», οἱ ὁποῖοι χρησιμοποιοῦν καὶ τὴ γλῶσσα ὡς γήπεδο γιὰ παίγνια ἐπιβολῆς καὶ ἀπολαβῶν, ἐνῶ οἱ γνήσιες καὶ ἀνιδιοτελεῖς φωνὲς ἀσθενέστερες, ὡς συνήθως, τῶν κραυγῶν τῶν καιροσκόπων δὲν εἰσακούονται.

Ἀπὸ τὴν ἱστορία τοῦ γλωσσικοῦ ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὰ πρακτικὰ τοῦ «Διαλόγου», ὁ ἀδογμάτιστος πολίτης θὰ πεισθεῖ καὶ γιὰ τὶς ἀκρότητες τῶν δημοτικιστῶν ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴ σημαντικὴ συνεισφορὰ τῆς λεγομένης «καθαρεύουσας»· καὶ αὐτὸ ἀπὸ στόματος ἀνθρώπων «προοδευτικῶν», ἀφοῦ σ᾿ αὐτὸ τὸν διάλογο ἁπαξάπαντες οἱ διαλεγόμενοι φιλόλογοι, συγγραφεῖς καὶ λογοτέχνες ἦταν «προοδευτικοί»· ἀντιδραστικοὶ γλωσσαμύντορες δὲν ὑπῆρξαν, ἐπειδὴ δὲν ἐκλήθησαν ἢ ἐπειδὴ δὲν ὑφίστανται πλέον. ῾Υπῆρξε, ὅμως, ἐκεῖ καὶ μιὰ φωνὴ ὄχι φιλολόγου ἀλλὰ τραγουδοποιοῦ, ποὺ μίλησε καὶ γιὰ τὴ μουσικὴ διάσταση τῆς γλώσσας, ἡ ὁποία διασώζεται χάρη στὴν ἱστορικὴ ὀρθογραφία. Μάλιστα, ὁ Δ. Σαββόπουλος —αὐτὸς ἦταν— ἐχρησιμοποίησε καὶ διαγράμματα ἀπὸ στούντιο ἠχογραφήσεων, γιὰ νὰ ὑποστηρίξει τὰ λεγόμενά του. ῏Ηταν ὁ μόνος! Λοιδωρήθηκε, ὅμως, ἀγρίως μὲ ἄσχετα, ἐκνευριστικὰ καὶ ἀφ᾿ ὑψηλοῦ ἐπιχειρήματα ἐνίων «ἐπωνύμων» φιλολόγων. ῞Οταν, ὅμως, τὰ βουβάλια τσακώνονται στὸν βάλτο, τὴ συμπλοκὴ τὴν πληρώνουν τὰ βατράχια... Κι ἐμᾶς, αὐτὰ μᾶς ἐνδιέφεραν.

Ὅλα αὐτά, βέβαια, μπορεῖ νὰ ἔπειθαν καὶ τὸν πλέον δύσπιστο γιὰ τὸ ἑνιαῖο τῆς γλώσσας ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἰδιοτέλεια τῆς τεχνητῆς παραταξιολογίας· ἄφηναν, ὅμως, ἄλυτο τὸ πρόβλημά μας, ποὺ ἦταν νὰ ἀποδείξουμε μὲ συγκριτικὸ ἀντιπαραθετικὸ τρόπο, στατιστικῶς ἀποδεδειγμένο, καὶ μὲ καθιερωμένα εἰδικὰ ἐργαλεῖα (tests) τὶς ὅποιες συνέπειες τῆς γλωσσικῆς μεταβολῆς. Τὰ ἐργαλεῖα τὰ εἴχαμε, τοὺς ἔμπειρους ἀξιολογητὲς ἐπίσης· μᾶς ἔλειπε μόνον ἕνας ἀριθμὸς παιδιῶν ποὺ νὰ διδάσκονται μὲ τὸ παλιὸ σύστημα, ὥστε νὰ συγκριθοῦν μὲ ἰσάριθμα συνομήλικα παιδιὰ ποὺ διδάσκονται μὲ τὸ νέο. ῾Η ἀδυναμία, ὅμως, ἀνεύρεσης παιδιῶν τῆς πρώτης κατηγορίας καθιστοῦσε τὰ πράγματα σχεδὸν ἀπελπιστικά, ἕως ὅτου πληροφορηθήκαμε γιὰ τὴν ὕπαρξη καὶ τὶς δραστηριότητες τῆς «῾Ελληνικῆς Ἀγωγῆς». ῎Ετσι, συναντήσαμε τὶς κυρίες ῎Αννα Τζιροπούλου-Εὐσταθίου καὶ Εἰρήνη Μαυροπούλου, μὲ τὶς ὁποῖες συνεννοηθήκαμε ἀμέσως, χωρὶς νὰ χρειασθεῖ νὰ ἀνταλλάξουμε ἰδεολογικοπολιτικὰ ἐπισκεπτήρια! Τὰ γράφω αὐτὰ γιὰ ν᾿ ἀπαντήσω, καὶ ἀπὸ δῶ, σὲ κάποιους παλιοὺς καὶ κατὰ τὰ ἄλλα ἀγαπητοὺς φίλους, ποὺ θεωροῦν καθῆκον τους νὰ προφυλάξουν τοὺς «ὁμοϊδεάτες» (τί φρικώδης ὅρος!) φίλους τους ἀπὸ ἐνδεχόμενη ἰδεολογικοπολιτική... μίανση. Ἀπάντησα, λοιπόν, τότε ὅτι, ἐπειδὴ ἡ δικτατορία ἀνασκολόπησε τὴν καθαρεύουσα, ἐμένα αὐτὸ δὲν μ᾿ ἐμποδίζει νὰ βλέπω καὶ νὰ λέω ὅτι καὶ ἡ μεταπολίτευση ξεκατίνιασε τὴ δημοτική! ῎Ετσι δὲν ἐνδιαφέρθηκα, ὣς τώρα, νὰ μάθω σὲ τί «Θεὸ» πιστεύουν οἱ δύο, φίλες μου πλέον, κυρίες. Μπορῶ, ὅμως, νὰ βεβαιώσω... εὐόρκως ὅτι πρόκειται γιὰ ἐξαίρετες φιλολόγους καὶ χαρισματικὲς συγγραφεῖς, τὶς ὁποῖες ἀγαπῶ καὶ θαυμάζω ἀπεριορίστως!...

῾Η ἀνακοίνωση τῆς ἔρευνας στὸ 18ο Πανελλήνιο Ψυχιατρικὸ Συνέδριο, στὶς 17 Μαΐου 2004, στὴν Κῶ, προκάλεσε ἀρκετὰ δημοσιεύματα στὸν τύπο, τὸ ραδιόφωνο καὶ τὴν τηλεόραση. ῎Εγιναν καὶ παρουσιάσεις ἀπὸ τοὺς συγγραφεῖς τοῦ βιβλίου σὲ διάφορες πόλεις, τὰ δὲ σχόλια, στὴν πλειονότητά τους, ἦταν ἐνθουσιαστικά, ἂν καὶ ὑπῆρξε μιὰ ἀξιομνημόνευτη ἐξαίρεση· τὸν Αὔγουστο τοῦ ἴδιου χρόνου, μάθαμε ὅτι ὀργανώνεται ἕνα συνέδριο στὴ Θεσσαλονίκη, ἀφιερωμένο στὴ Δυσλεξία· στείλαμε τὴν συνηθιζόμενη περίληψη. Ἐνῶ περιμέναμε τὸ πρόγραμμα τοῦ συνεδρίου, ἀπὸ τὴ γραμματεία καὶ μὲ ἀρκετὴ καθυστέρηση μᾶς ἐπληροφόρησαν ὅτι ἤθελαν πρῶτα νὰ δοῦν ἂν ἡ ἀνακοίνωση στέκει ἐπιστημονικά! Παρ᾿ ὅτι μιὰ τέτοια ἀπαίτηση ἦταν προσβλητικὴ καὶ πρωτοφανὴς γιὰ τὰ συνέδρια, ὅπου οἱ ἀνακοινώσεις τίθενται στὴν κρίση τῶν συνέδρων καὶ ὄχι τῶν ὀργανωτῶν, ἐν τούτοις, καλοπίστως, ἐστείλαμε ὅλο τὸ ὑλικὸ τῆς ἔρευνας (ὅπως περιγράφεται στὸ βιβλίο) ἐλπίζοντας ὅτι θ᾿ ἀποκομίζαμε, ἐνδεχομένως, κάποιο χρήσιμο σχόλιο. Δυστυχῶς, εἴχαμε μιὰ ἀκόμη παρατεταμένη σιωπή· τότε, ἀναζητήσαμε ἐπιμόνως στὸ τηλέφωνο τὸν ἴδιο τὸν ὀργανωτή, ἀπὸ τὸν ὁποῖο πήραμε τὴν ἀπροσδόκητη ἀπάντηση ὅτι ἡ ἀνακοίνωσή μας «δὲν ἔγινε ἀποδεκτή, ἐπειδὴ δὲν στέκει ἐπιστημονικά»! Ἐπειδὴ μὲ τὸν ἐν λόγῳ ἐπιστήμονα δὲν εἴχαμε καμμία σχέση ἢ γνωριμία, ζητήσαμε περισσότερες πληροφορίες ἀπὸ Θεσσαλονικεῖς συναδέλφους· καὶ ἀπ᾿ ὅσα μᾶς εἶπαν, θ᾿ ἀναφέρουμε μόνον ὅτι ὁ ἐν λόγῳ κύριος ἐπιτηδεύεται στὴ θεραπεία τῆς δυσλεξίας!... ᾿Απὸ καιρὸ γνωρίζαμε γιὰ φυγόπονους διορθωτές («κάτω τὰ αἱματοβαμμένα γραπτά»), τώρα ἔχουμε, φαίνεται, καὶ πελατοθῆρες θεραπευτές...

Δημοσιεύουμε τὴν ἔρευνα, ἐπειδή, ἐκτὸς τῆς ἐπιστημονικῆς δεοντολογίας ποὺ ἐπιβάλλει τὴ γνωστοποίηση ὁποιουδήποτε καινούργιου στοιχείου, ἐλπίζουμε ὅτι αὐτὴ θὰ τεθεῖ στὴ βάσανο τῆς κριτικῆς καὶ ἄλλων ἐρευνητῶν, οἱ ὁποῖοι, ἐπαναλαμβάνοντάς την μὲ παρόμοιους ἢ ἄλλους τρόπους, θὰ ἐπαληθεύσουν ἢ θὰ διαψεύσουν τὰ εὑρήματά μας. Κυρίως, ὅμως, εὐχόμαστε νὰ ἐπαναληφθεῖ μὲ μεγαλύτερο πληθυσμὸ μαθητῶν καὶ σὲ ἡλικιακῶς διαφορετικὲς κατηγορίες. ῎Ηδη, ἡ ἔρευνά μας ἐπροχώρησε, ὅπως εἶχε σχεδιασθεῖ, στὸ δεύτερο στάδιο· στὴν ἐπαναξιολόγηση τῶν παιδιῶν ποὺ κατὰ τὴν πρώτη ἀξιολόγηση παρακολουθοῦσαν τὴν Τρίτη τάξη τοῦ Δημοτικοῦ καὶ τώρα βρίσκονται στὴν ῞Εκτη. Τοῦ χρόνου καὶ τοῦ παραχρόνου θὰ ἀξιολογηθοῦν καὶ τὰ παιδιὰ ποὺ ἀξιολογήθηκαν ἀρχικὰ στὴ Δευτέρα καὶ τὴν Πρώτη τάξη.

῾Η ἐνσωμάτωση στὸ παρὸν καὶ τῆς συνέντευξης ὡς εἰσαγωγῆς, ἡ ὁποία δημοσιεύθηκε στὸ περιοδικὸ «῎Αρδην» καὶ ἀναδημοσιεύεται ἐδῶ ἐμπλουτισμένη καὶ ξανακοιταγμένη, ἀποσκοπεῖ στὴ βελτίωση τῆς ἐπιλησμοσύνης τῶν παλαιῶν ἀλλὰ καὶ τῆς ἄγνοιας τῶν νεωτέρων, ἐπειδὴ ἀναφέρεται ἐκτενῶς στὴν προϊστορία τοῦ γλωσσικοῦ καθὼς καὶ στὰ διαδραματισθέντα κατὰ τὴν πρόσφατη γλωσσοεκπαιδευτικὴ ἀλλαγή. Φρονοῦμε ὅτι αὐτὰ εἶναι ἀπαραίτητα, γιὰ νὰ κατανοηθεῖ τὸ ἕως ποῦ μποροῦν νὰ φθάσουν οἱ καιροσκόποι, ψηφοθῆρες πολιτικοί, συνεπικουρούμενοι ἀπὸ τὶς μειονεξίες κρατικοδίαιτων «εἰδικῶν», ἐρήμην πάντοτε τῶν «ἀνιδέων» φορολογουμένων πολιτῶν. ᾿Αλλά, οἱ τελευταῖοι ὡς γονεῖς, ποὺ ξοδεύουν τόσα γιὰ τὴ γλωσσομάθεια τῶν παιδιῶν τους, ἂς προσθέσουν στὸν οἰκογενειακὸ προϋπολογισμὸ καὶ τὰ ἔξοδα μιᾶς ἀκόμη γλώσσας, τῆς ἑλληνικῆς, πρὶν γίνει καὶ αὐτὴ μιὰ «ξένη» γλῶσσα· θὰ γλιτώσουν, σίγουρα, χρήματα γιὰ παιδοψυχιάτρους, παιδοψυχολόγους, ἀλλὰ καί... «βεβαιωσιολόγους» γιὰ «μαθησιακὲς δυσκολίες», «δυσλεξίες» κ.ἄ.

᾿Αθήνα, 5 ᾿Ιουνίου 2005
᾿Ιωάννης Κ. Τσέγκος
Ψυχίατρος

Εἰσαγωγὴ (ὑπὸ μορφὴν συνεντεύξεως)96

Μιὰ ἔρευνα τοῦ ᾿Ανοικτοῦ Ψυχοθεραπευτικοῦ Κέντρου, ἡ ὁποία ἀνακοινώθηκε στὸ Ψυχιατρικὸ Συνέδριο τὸν Μάιο τοῦ 2004, προκάλεσε ἀρκετὲς δημοσιεύσεις στὸν τύπο καθὼς καὶ κάποιες συζητήσεις. Τὸ περιοδικὸ ῎Αρδην ἐδημοσίευσε, κι αὐτό, τὴν περίληψη τῆς ἔρευνας καὶ ἐσυζήτησε μὲ τὸν ψυχίατρο κ. ᾿Ιωάννη Κ. Τσέγκο, διευθυντὴ τοῦ ᾿Εκπαιδευτικοῦ-᾿Ερευνητικοῦ Τομέως ποὺ πραγματοποίησε τὴν ἔρευνα, τόσο τὰ εὑρήματα καὶ τὴ μέθοδο τῆς ἔρευνας, ὅσο καὶ τὴν προϊστορία τοῦ γλωσσικοῦ.

᾿Ερ.: Εἴδαμε στὸ τεῦχος 47 τοῦ ῎Αρδην τὴν περίληψη μιᾶς ἔρευνας, ποὺ κάνατε στὸ ᾿Ανοικτὸ Ψυχοθεραπευτικὸ Κέντρο, γιὰ τὸ πολυτονικό· θὰ θέλατε νὰ μᾶς ξαναθυμίσετε τὰ βασικὰ χαρακτηριστικά της;

1. ῾Η ἔρευνα συνοπτικῶς.

᾿Απ.: ῾Η ἔρευνα διεξήχθη μὲ 50 παιδιά, φυσιολογικά, ἡλικίας 6 ἕως 9 ἐτῶν, τὰ ὁποῖα ἀπετέλεσαν δύο ὁμάδες, 25 ἀτόμων ἑκάστη, ἀμφοτέρων τῶν φύλων· οἱ δύο ὁμάδες ἦταν συμβατὲς μεταξύ τους ὡς πρὸς ὅλες τὶς μεταβλητές, ἐκτὸς μόνον τῆς ἐκμάθησης («ἀρχαῖοι» ἢ «μονοτονικοὶ») τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν. Τὰ παιδιὰ ἀμφοτέρων τῶν ὁμάδων φοιτοῦν σὲ δημόσια σχολεῖα τῆς ᾿Αττικῆς, ἀλλὰ ἡ ὁμάδα τῶν «ἀρχαίων» παρακολουθοῦσε ἐπὶ πλέον, γιὰ ἕνα δίωρο τὴν ἑβδομάδα, καὶ μαθήματα ἀρχαίων ἑλληνικῶν στὴν «῾Ελληνικὴ ᾿Αγωγή».

῾Η ἀξιολόγηση κάθε παιδιοῦ ἔγινε πρὶν ἀπὸ τὴν ἔναρξη τοῦ σχολικοῦ ἔτους καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν ἔναρξη τῆς ἐκμάθησης τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν, καὶ ἐπαναλήφθηκε μετὰ τὸ τέλος τῆς σχολικῆς χρονιᾶς.

᾿Ερ.: Ποῦ βρήκατε τοὺς «ἀρχαιομαθεῖς» ἢ «πολυτονικοὺς» μαθητές;

᾿Απ.: ῎Α, ἐδῶ εἴμαστε τυχεροί! ᾿Ενῶ, ἐπὶ μεγάλο χρονικὸ διάστημα, ψάχναμε γιὰ μεθόδους καὶ τρόπους μὲ τοὺς ὁποίους θὰ διερευνούσαμε τὸ φαινόμενο τῆς ἀγραμματοσύνης τῶν σπουδαστῶν καί, κυρίως, τὴν αὐξανόμενη προσέλευση παιδιῶν μὲ μαθησιακὲς δυσκολίες, δυσλεξίες ἢ “δυσλεξίες” κ.ἄ., τότε ἀκούσαμε ὅτι ὑπῆρχε ἕνας σύλλογος ἢ ἑταιρεία μὲ τὴν ἐπωνυμία «῾Ελληνικὴ ᾿Αγωγή», ποὺ διδάσκει ἀρχαῖα ἑλληνικὰ σὲ παιδιὰ ἀλλὰ καὶ σὲ μεγάλους.

῎Ετσι, συναντηθήκαμε μὲ τὴν κ. ῎Αννα Τζιροπούλου-Εὐσταθίου καὶ τὴν κ. Εἰρήνη Μαυροπούλου, φιλολόγους καὶ συγγραφεῖς τῶν διδακτικῶν βιβλίων ποὺ χρησιμοποιοῦν· μάλιστα, ἡ κ. Τζιροπούλου-Εὐσταθίου εἶναι καὶ ἡ συγγραφέας ἑνὸς ἐξαιρετικοῦ καὶ πολυσέλιδου πονήματος «῞Ελλην Λόγος. Πῶς ἡ ῾Ελληνικὴ Γονιμοποίησε τὸν Παγκόσμιο Λόγο».

᾿Ερ.: Πῶς ἀξιολογήσατε τὰ παιδιά;

᾿Απ.:Χρησιμοποιήθηκαν ἡ Νοητικὴ Δοκιμασία (W.I.S.C.-ΙΙΙ) καὶ ἡ Ψυχοεκπαιδευτικὴ Δοκιμασία («ΑΘΗΝΑ» τέστ). ᾿Αμφότερες οἱ Δοκιμασίες ἔχουν ἀξιολογηθεῖ ὡς ἔγκυρες καὶ ἔχουν σταθμισθεῖ γιὰ τὸν ἑλληνικὸ πληθυσμὸ ἀπὸ τὸ Πανεπιστήμιο ᾿Αθηνῶν· τὸ W.I.S.C.-ΙΙΙ εἶναι ἡ πλέον σύγχρονη διεθνὴς νοητικὴ δοκιμασία, ἡ ὁποία σταθμίστηκε στὴ χώρα μας ὑπὸ τὴν ἐποπτεία τοῦ καθηγητοῦ Ψυχολογίας Δ. Γεώργα· τὸ «ΑΘΗΝΑ» τὲστ δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸν καθηγητὴ Ψυχολογίας τοῦ Τμήματος Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικῆς καὶ Ψυχολογίας (Φ.Π.Ψ.), ᾿Ι. Παρασκευόπουλο. Τὰ δεδομένα τῶν ἐπιδόσεων τῶν παιδιῶν, ἀμφοτέρων τῶν ὁμάδων καὶ τῶν δοκιμασιῶν, μελετήθηκαν μὲ τὴ χρήση καθιερωμένων στατιστικῶν μεθόδων (Τ-test, Paired Τ-test καθὼς καὶ Μὴ Παραμετρικῶν tests).

᾿Ερ.: Καὶ τ᾿ ἀποτελέσματα;

᾿Απ.: Τὰ ἀποτελέσματα ἔδειξαν ὅτι ἡ ὁμάδα τῶν «ἀρχαίων», ἐν συγκρίσει πρὸς τοὺς «μονοτονικούς», ἐμφανίζει στὴ Δοκιμασία «ΑΘΗΝΑ» ἀνοδικὲς διαφορές, στατιστικῶς σημαντικές, στὶς ὑποδοκιμασίες: ᾿Αντιγραφὴ Σχημάτων, Διάκριση Γραφημάτων, Μνήμη Σχημάτων καὶ Μνήμη Εἰκόνων. ᾿Επίσης, στὴν ὁμάδα τῶν «ἀρχαίων» ἀνοδικὴ καὶ στατιστικῶς σημαντικὴ εἶναι ἡ διαφορὰ καὶ στὴν ὑποδοκιμασία Συναρμολόγηση ᾿Αντικειμένων τοῦ W.I.S.C.-ΙΙΙ. Τὰ ἕως τώρα εὑρήματα τῆς ἔρευνας παρέχουν ἰσχυρὲς ἐνδείξεις ὅτι ἡ ἐκμάθηση τῆς ἱστορικῆς ὀρθογραφίας καὶ τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν βελτιώνει τὴν ψυχοεκπαιδευτικὴ ἀνάπτυξη τοῦ παιδιοῦ σὲ ὁρισμένους καίριους τομεῖς, ὅπως εἶναι οἱ ὀπτικοαντιληπτικὲς ἱκανότητες καὶ λειτουργίες· δηλαδὴ τόσο τὶς ὀπτικὲς ἱκανότητες (ὀφθαλμικὲς κινήσεις, διοφθαλμικὸς ἔλεγχος), ὅσο καὶ τὶς γνωστικὲς λειτουργίες, ὅπως εἶναι ἡ ᾿Αντίληψη (διακριτικὴ ἱκανότητα) καὶ ἡ Μνήμη (μνημονικὴ συγκράτηση).

᾿Αντιθέτως, στὴν ὁμάδα τῶν «μονοτονικῶν» δὲν παρατηρήσαμε καμμία ἀλλαγὴ μετὰ τὸ ἐννεάμηνο διάστημα.῾Η μόνη, στατιστικῶς σημαντική, διαφορὰ παρουσιάζεται στὴ Μνήμη Εἰκόνων, ἀλλὰ αὐτὴ εἶναι πτωτικοῦ χαρακτήρα!!!

᾿Ερ.: Καὶ ἡ ἄλλη δοκιμασία, ἡ Νοητική, τί ἔδειξε;

᾿Απ.: Καμμία διαφορὰ δὲν εἴχαμε σ᾿ αὐτὴ τὴ δοκιμασία σὲ ἀμφότερες τὶς ὁμάδες. ῾Ως γνωστόν, ἡ νόηση δὲν ἀλλάζει. ᾿Εμεῖς χρησιμοποιήσαμε τὸ W.I.S.C.-ΙΙΙ, γιὰ νὰ ἔχουμε καὶ στὶς δύο ὁμάδες παιδιὰ τοῦ αὐτοῦ διανοητικοῦ ἐπιπέδου· ἐν τούτοις, στὴν ὁμάδα τῶν «ἀρχαίων» βρήκαμε νὰ εἶναι σημαντικὰ ἀνοδικὴ ἡ διαφορὰ στὴ Συναρμολόγηση ᾿Αντικειμένων, ποὺ ἐνέχει καὶ αὐτὴ κυρίως ὀπτικοαντιληπτικὲς ἱκανότητες καὶ λειτουργίες.

2. ῎Ανευ ἐπιδοτήσεων.

᾿Ερ.: Ποιός χρηματοδότησε τὴν ἔρευνα;

᾿Απ.: Κανένας! ῎Αλλωστε, θὰ πρέπει νὰ σᾶς πῶ ὅτι τὸ ᾿Ανοικτὸ Ψυχοθεραπευτικὸ Κέντρο, γιὰ λόγους ἀρχῆς, δὲν ἐπιδιώκει ἐπιδοτήσεις οὔτε ἀπὸ τὸ κράτος οὔτε ἀπὸ τὴν ΕΟΚ.97 ῎Ετσι καὶ αὐτὴ ἡ ἔρευνα ἔγινε μὲ τὴν ἐθελοντικὴ συνεισφορὰ ἀποφοίτων τοῦ ᾿Ινστιτούτου Διαγνωστικῆς Ψυχολογίας, ποὺ διέθεσαν, συνολικά, ἄνω τῶν 900 ὡρῶν γιὰ τὶς συνεντεύξεις κτλ. ῎Ισως, εἶναι σημαντικὸ νὰ πῶ ὅτι ἀπὸ τοὺς 21 ψυχολόγους, ποὺ ἔκαναν τὶς ἀξιολογήσεις, μόνο 3 ἦταν ἄνω τῶν 30 ἐτῶν· οἱ ὑπόλοιποι ἦταν ἄτομα ποὺ δὲν εἶχαν διδαχθεῖ τὸ πολυτονικό.

3. ῾Η εὐδοκίμηση τῆς δυσλεξίας...

᾿Ερ.: Καὶ πῶς συνδέονται τὰ εὑρήματά σας μὲ τὴ δυσλεξία;

᾿Απ.: Δὲν εἴχαμε κατὰ νοῦν μόνο τὴ δυσλεξία, ὅταν ἀποφασίσαμε τὴν ἔρευνα· ὑποψίες, βέβαια, μπορεῖ νὰ εἴχαμε, ἀλλά, κυρίως, εἴχαμε περιέργεια νὰ δοῦμε ἂν συμβαίνει κάτι, καὶ τί ἀκριβῶς, στὰ παιδιὰ μὲ τὴν κατάργηση τῆς ἱστορικῆς ὀρθογραφίας, καὶ μὲ τὴν πληθώρα ἐπιζήτησης πιστοποιητικῶν. Γιατὶ μὲ τοὺς ἐνήλικες διαπιστώνουμε τὸ χάλι τῆς γλώσσας κάθε μέρα, ἀλλὰ δὲν μποροῦμε νὰ τὸ αἰτιολογήσουμε τεκμηριωμένα. Οἱ ἱκανότητες καὶ λειτουργίες, οἱ ὁποῖες εἶναι ἀποφασιστικὲς γιὰ τὴν περαιτέρω ψυχοεκπαιδευτικὴ ἀνάπτυξη τῶν νεαρῶν ἀτόμων (γραφὴ καὶ ἀνάγνωση), συνδέονται ἄμεσα καὶ μὲ τὴν ἐμφάνιση ὁρισμένων μορφῶν δυσλεξίας. ῾Η «δυσλεξία», ἄλλωστε, κατέστη πλέον ἕνα εἶδος πανεθνικοῦ ἄλλοθι γιὰ τὰ παιδιὰ καὶ τοὺς γονεῖς, δυστυχῶς, οἱ ὁποῖοι εἶναι γενικὰ κατὰ τῆς... καταπίεσης! Καὶ ἡ πολιτεία, ἀντὶ νὰ «καταπιέσει» καὶ τὰ παιδιὰ ἀλλά, κυρίως, τοὺς διδάσκοντες, ὥστε ἀμφότεροι νὰ κάνουν σωστὰ τὴ δουλειά τους, ἱδρύει Κέντρα γιὰ μαθησιακὲς δυσκολίες. Τὰ σχετικὰ πιστοποιητικὰ ἔχουν καταντήσει ἕνα εἶδος φέιγ βολὰν σὲ ὅλες τὶς βαθμίδες τῆς ἐκπαίδευσης.

῾Η ἔρευνά μας πάντως συνεχίζεται, τὰ δὲ ἄτομα τῶν δύο ὁμάδων θὰ ἐπαναξιολογηθοῦν κατὰ τὸ τέλος τῆς πρωτοβάθμιας ἐκπαίδευσής τους (στὴν 6η τάξη), ὥστε νὰ μελετηθοῦν ἐκτενέστερα οἱ ἐπιπτώσεις στὶς ἀκουστικολεκτικὲς ἱκανότητες καὶ λειτουργίες.

᾿Ερ.: Διαπιστώθηκε βελτίωση τοῦ λεξιλογίου τῶν παιδιῶν ποὺ κάνουν ἀρχαῖα;

᾿Απ.: Στὴν ἔρευνα, καὶ στὶς δύο ὁμάδες, δὲν φαίνεται νὰ αὐξάνεται τὸ λεξιλόγιο.῾Η εὔλογη ἐξήγηση εἶναι ὅτι τὸ διάστημα ἀπὸ τὴν ἔναρξη ὣς τὴν ἐπανεξέταση ἦταν πολὺ βραχύ (9 μῆνες), καὶ ἴσως νὰ ὀφείλεται καὶ στὸ νεαρὸ τῆς ἡλικίας τους (6-9 ἐτῶν). ῎Αλλωστε, στὸ δεύτερο μέρος τῆς ἔρευνας, ὅταν τὰ ἴδια παιδιὰ θὰ ἔχουν μεγαλώσει κατὰ 3-4 χρόνια —τότε ἀναπτύσσονται αὐτὲς οἱ λειτουργίες—, θὰ τὸ δοῦμε αὐτὸ πιὸ συγκεκριμένα. Μιὰ ἄλλη ἐξήγηση, περισσότερο τεχνική, εἶναι ὅτι ἡ κλίμακα ἀξιολόγησης τοῦ Λεξιλογίου τῶν ἐν λόγῳ δοκιμασιῶν εἶναι φτιαγμένη μὲ τέτοιον τρόπο ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ συλλάβει ὅλο τὸν γλωσσικὸ πλοῦτο, τὸν ὁποῖο μπορεῖ νὰ ἔχει κατακτήσει ἕνα παιδί. ᾿Ιδιαίτερα ἀναφέρομαι στὶς σχέσεις ἀνάμεσα στὶς ἔννοιες τῶν λέξεων, ὅπως εἶναι ἡ συνωνυμία, ἡ ἀντίθεση καὶ ἡ ἀμοιβαιότητα. Τὶς γλωσσικὲς αὐτὲς διαστάσεις ἕνα παιδὶ ποὺ κάνει ἀρχαῖα ἑλληνικὰ μπορεῖ νὰ τὶς ἀναπτύξει περισσότερο, διότι μαθαίνει νὰ συνδέει στὴν ἴδια ἔννοια δύο διαφορετικὲς μορφὲς λέξεων —τῆς νεοελληνικῆς καὶ τῆς ἀρχαίας—, ὅπως μαθαίνει μιὰ ξένη γλῶσσα στὴν ἀρχή, ποὺ μὲ τὸν χρόνο καὶ τὴν ἐξοικείωση μπορεῖ νὰ κατανοεῖ τὶς λέξεις καὶ πιθανῶς νὰ τὶς χρησιμοποιεῖ καὶ στὸν καθημερινό του λόγο. ῎Ετσι, ἐμπλουτίζει τὸ λεξιλόγιό του. ᾿Επὶ τοῦ παρόντος, θὰ πρέπει νὰ ἀρκεστοῦμε στὸ αὐτονόητο ὅτι καὶ τὰ ἀκούσματα ὅλων τῶν παιδιῶν, στὸ σχολεῖο, τὴν τηλεόραση, τὸ ραδιόφωνο, εἶναι ἀρκετὰ φτωχὰ πλέον.

4. ...καὶ ἡ ἀρωγὴ τῆς πολιτείας διὰ τῶν πιστοποιήσεων (39 οἱ ἁρμόδιες ὑπηρεσίες!).

᾿Ερ.: Δὲν νομίζετε ὅμως, κ. Τσέγκο, ὅτι τὸ ζήτημα τοῦ «πολυτονικοῦ», καλῶς ἢ κακῶς, ἔχει λήξει;

᾿Απ.: Κατ᾿ ἀρχάς, «κακῶς»!, κάκιστα μάλιστα· καὶ δεύτερον, ὄχι μόνον δὲν ἔχει λήξει, ἀλλὰ δὲν ἔχει κἂν ἀρχίσει, μιὰ καὶ ἡ ἔρευνα αὐτὴ εἶναι, δυστυχῶς, ἡ πρώτη καὶ ἡ μόνη ἡ ὁποία ἔχει γίνει κατὰ τὰ 23 χρόνια ποὺ πέρασαν. ᾿Επὶ πλέον, θὰ ἔχετε παρατηρήσει ὅτι ὅλο καὶ περισσότερα βιβλία ἐκτυπώνονται μὲ τὴν ἱστορικὴ ὀρθογραφία, ἐνῶ κανένας σχεδὸν ποιητὴς ἢ σοβαρὸς διανοητὴς δὲν ἐκδίδει στὸ μονοτονικό. Θὰ γνωρίζετε ἀκόμη ὅτι κυκλοφοροῦν γιὰ τοὺς ὑπολογιστὲς καὶ γραμματοσειρὲς μὲ τὴν ἱστορικὴ ὀρθογραφία, ποὺ ἔχουν μάλιστα καὶ βαρεῖες. Τὸ κυριώτερο, βέβαια, εἶναι ὅτι ὅλοι πλέον διαπιστώνουν τὴν ἔκπτωση τῆς ποιότητας καὶ τὴ συρρίκνωση τοῦ λεξιλογίου —προφορικοῦ καὶ γραπτοῦ— ἰδιαίτερα στὰ νέα ἄτομα, ὅπως ἐπίσης καὶ τὸν ὑποβιβασμὸ τῶν βάσεων κάθε χρονιὰ γιὰ τὴν εἰσαγωγὴ στὰ πανεπιστήμια...

᾿Ερ.: Καὶ αὐτὸ παρατηρεῖται καὶ στὶς λεγόμενες «θετικὲς» σχολές.

᾿Απ.: Μὰ ἀσφαλῶς! Γιατὶ ἡ ἐκμάθηση τῶν ἀρτιμελῶν ἑλληνικῶν δὲν ἀποσκοπεῖ στὸ νὰ προετοιμάσει τὰ παιδιὰ νὰ γίνουν φιλόλογοι· ἡ σωστὴ ἐκμάθηση τῆς γλώσσας καλλιεργεῖ καὶ ἐκπτύσσει τὸ «μυαλό», ὅλες τὶς δυνατότητές του δηλαδή, καὶ καθιστᾶ τὸ παιδὶ ἱκανὸ ν᾿ ἀκολουθήσει τὴν ὅποια κλίση του, ἰδιαιτέρως ἂν αὐτὴ ἡ κλίση στρέφεται πρὸς τὶς «θετικὲς» ἐπιστῆμες.98Οἱ κομπιουτεροκατασκευαστὲς βέβαια, παρ᾿ ὅτι ἀλλόγλωσσοι, αὐτὸ τὸ ἀντελήφθησαν ἐγκαίρως. ῎Αλλωστε, μὴν ξεχνᾶμε ὅτι καὶ οἱ ὑπολογιστὲς ὑπακούουν σὲ μία γλῶσσα ποὺ ἔχει αὐστηρὴ δομὴ καὶ ἀπαιτεῖ πειθαρχία καὶ ὀρθολογισμὸ στὴ χρήση της. Αὐτὰ τὰ χαρακτηριστικά, ὡς γνωστόν, τὰ διαθέτει καὶ μὲ τὸ παραπάνω ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ γλῶσσα.

᾿Ερ.: Τί ἐννοεῖτε μὲ αὐτό;

᾿Απ.: ᾿Εννοῶ τὴν ΙΒΜ: ὅταν χρειάζεται κατασκευαστὲς πολύπλοκων προγραμμάτων γιὰ τοὺς ὑπολογιστές της, ἀναζητεῖ γνῶστες τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς. ᾿Επὶ πλέον, νὰ προσθέσω καὶ κάτι —τὸ μάθαμε μετὰ τὴν ἔρευνα— ὅτι σὲ διάφορα θεραπευτικὰ κέντρα τῶν ΗΠΑ συστήνουν, γιὰ τὴ θεραπεία τῆς δυσλεξίας κ.ἄ., τὴν ἐκμάθηση μιᾶς παραδοσιακῆς γλώσσας, ὅπως ᾿Αρχαῖα ῾Ελληνικὰ ἢ Κινέζικα!

5. ᾿Ετσιθελισμοὶ καὶ εὐτελισμοὶ τῆς μεταπολίτευσης.

᾿Ερ.: Εἴπατε, προηγουμένως, ὅτι αὐτὴ ἡ κατάργηση ἔγινε πρὶν ἀπὸ 20 περίπου χρόνια. Θὰ θέλατε νὰ μᾶς θυμίσετε πῶς ἀποφασίσθηκε αὐτὴ ἡ ἀλλαγή;

᾿Απ.: Γιὰ τὴν ἀκρίβεια, πρὶν ἀπὸ 23 χρόνια. Παρ᾿ ὅτι ὅμως καὶ αὐτὴ ἡ «ἀλλαγὴ» θἄπρεπε νὰ εἶναι πασίγνωστη —μιὰ καὶ ἀπὸ ἀρκετοὺς θεωρεῖται «ἱστορική»—, ἐν τούτοις, ἀκόμη καὶ οἱ τοτινοὶ θιασῶτες της ἀποφεύγουν, ἀπὸ ντροπὴ προφανῶς, νὰ τὴν διαφημίζουν. Λοιπόν, ἡ ἱστορικὴ ὀρθογραφία, ἡ ὁποία ἴσχυσε ἐπὶ δύο χιλιάδες καὶ πλέον χρόνια, καταργήθηκε στὶς 11 ᾿Ιανουαρίου τοῦ 1982 στὴ Βουλὴ τῶν ῾Ελλήνων, μετὰ τὰ μεσάνυχτα, μὲ μιὰ τροπολογία (ναί, τροπολογία) ποὺ κόλλησε σ᾿ ἕναν ἄσχετο νόμο ἕνας κάποιος Βερυβάκης, ὡς ὑπουργὸς τῆς Παιδείας... ᾿Αλλὰ γιὰ νὰ εἴμαστε ἀκριβέστεροι καὶ δικαιότεροι, ἡ κατεδάφιση τῆς γλώσσας ἄρχισε τὸ ᾿76 μετὰ τὴν πτώση τῆς δικτατορίας ἤ, μᾶλλον, μετὰ τὴν ἀπόλυση τῶν συνταγματαρχαίων.

᾿Ερ.: «᾿Απόλυση»; ᾿Απὸ ποιούς;

᾿Απ.: Μὰ ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ τοὺς εἶχαν διορίσει, δηλαδὴ τοὺς ὑπερατλαντικοὺς «συμμάχους» μας. ῞Οταν ἔφεραν εἰς πέρας τὸ job ποὺ τοὺς εἶχαν ἀναθέσει, δηλαδὴ τὴ διχοτόμηση τῆς Κύπρου, δὲν ὑπῆρχε πλέον λόγος περαιτέρω παραμονῆς των. ᾿Εν συνεχείᾳ, τὰ ἑλληνικὰ κόμματα —παλιὰ καὶ νεόδμητα— ἀποδύθηκαν σὲ ἀγώνα ἀναζήτησης ἀντιστασιακῶν δαφνῶν καὶ ἐπίδειξης προοδευτικῶν ἰδεῶν.

῾Η ἀριστερά, οὐσιαστικῶς ἡ μόνη ποὺ ἀντιστάθηκε καὶ ὑπέστη πολλὰ ἀπὸ τὴ δικτατορία, νομιμοποιεῖται μὲν ἀπὸ τὴ μεταδικτατορικὴ κυβέρνηση ᾿Εθνικῆς ῾Ενότητας —πρὶν καλὰ καλὰ προλάβει νὰ τὸ ἀπαιτήσει ἡ ἴδια—, ἀλλὰ δὲν συμπεριλαμβάνεται στὸ κυβερνητικὸ σχῆμα· διαπιστώνει, ὅμως, μέσα σ᾿ ὅλη τὴ θολούρα τῆς μεταπολίτευσης, νὰ «καταργεῖται», καὶ μάλιστα ἀπὸ τὸν Καραμανλῆ καὶ τὸν Ράλλη, ἡ καθαρεύουσα — λὲς καὶ δὲν εἶχε ἀπὸ χρόνια καταργηθεῖ ἐκ τῶν πραγμάτων. ῎Επρεπε, βλέπεις, καὶ ἡ δεξιὰ νὰ ἐπιδείξει —καὶ αὐτή—, μεταδικτατορικὰ ἔστω, «ἀντιστασιακὲς» καὶ «προοδευτικὲς» περγαμηνές! Τὴν καθαρεύουσα, βέβαια, οἱ φωστῆρες τὴν μπερδεύουν, σκόπιμα ἢ ἀπὸ ἄγνοια μᾶλλον, μὲ τὴν ἀρχαία ἑλληνική.

῏Ηταν ἐνδεικτικὴ ἡ ἀντίδραση ὅλων τῶν βουλευτῶν, ὅλης τῆς Βουλῆς, ὅταν στὶς 5 ᾿Απριλίου 1976 ὁ ἐκπρόσωπος τῆς Νέας Δημοκρατίας ἔκανε τὴν εἰσήγηση γιὰ τὴν καθιέρωση τῆς δημοτικῆς. Μεῖναν ἄφωνοι! Δὲν χειροκρότησε κανείς, οὔτε ἀπὸ τὸ ΠΑΣΟΚ, τὴ Ν.Δ. ἢ τὴν Ε.Κ., τίποτε! Μόνο τὸ ΚΚΕ ψέλλισε κάτι ἄσχετο, καὶ ὄχι τόσο πρωτότυπο, λέγοντας ὅτι «τὸ νομοσχέδιο εἶναι ταξικοῦ χαρακτήρα»!, παρ᾿ ὅτι τὸ νομοσχέδιο αὐτὸ εἰσηγεῖτο τὴν ἐπισημοποίηση τῆς δημοτικῆς — ποὺ τὴν ὑποστήριζε,99 ἄλλωστε, ἀπὸ παλιὰ τὸ κόμμα!...

6. Οἱ ἀρχαῖοι... ἀπνευμάτιστοι καί... μονοτονικοί!

᾿Ερ.: ῞Ομως, ἀπ᾿ ὅσο ξέρουμε, οἱ ἀρχαῖοι δὲν χρησιμοποιοῦσαν πνεύματα καὶ τόνους.

᾿Απ.: Ξέρω, γνωστὸ τὸ τροπάριο τῶν ἀνίδεων ἢ στρεψόδικων φανατικῶν. Πράγματι, οἱ ἀρχαῖοι δὲν εἶχαν τόνους, ἐπειδὴ δὲν τοὺς χρειάζονταν. Οἱ τόνοι ἐπινοήθηκαν γιὰ τοὺς λαοὺς ποὺ ἤθελαν νὰ μάθουν, μετὰ τὴν ἐκστρατεία τοῦ ᾿Αλεξάνδρου, σωστὰ τὰ ἑλληνικά· ὄχι μόνο νὰ τὰ γράφουν —αὐτὸ ἦταν εὐκολώτερο—, ἀλλὰ κυρίως νὰ τὰ μιλοῦν. Οἱ ῞Ελληνες, ὅταν μιλοῦσαν, τὰ τόνιζαν σωστὰ καὶ ἡ προσωδία ἦταν ζωντανή. Μὴν ξεχνᾶμε ὅτι οἱ ᾿Αθηναῖοι τοῦ Χρυσοῦ Αἰώνα, στὸ μεγαλύτερο ποσοστό τους, ἦταν ἀγράμματοι, ἀλλὰ τὰ ῾Ομηρικὰ ῎Επη καὶ τὰ δραματικὰ ἔργα τὰ γνώριζαν ἀπ᾿ ἔξω κι ἀνακατωτά. Οἱ νεοκατακτηθέντες, ὅμως, λαοὶ ἀπὸ ποῦ θὰ μάθαιναν πῶς νὰ μιλοῦν; Μαγνητόφωνα καὶ λινγκουαφὸν δὲν ὑπῆρχαν! ῏Ηταν ἕνα εἶδος «φωνέτικς» τῆς ἐποχῆς. Χάρη σ᾿ αὐτὰ τὰ σημαδάκια διατηρήθηκε ἡ μουσικότητα, δηλαδὴ ἡ ζωντάνια τῆς ἑλληνικῆς, καὶ χάρη σ᾿ αὐτὰ ἐπιβίωσε ἡ γλῶσσα μας ὣς τὰ σήμερα.

7. ᾿Απὸ τὸν Διονύσιο Σολωμὸ στὸν... Γιάννη Κουτσοχέρα.

᾿Ερ.: Εἴπατε, προηγουμένως, ὅτι ἡ κατάργηση τῶν τόνων, οὐσιαστικά, ἄρχισε τὸ 1976. Τί νομίζετε ὅτι συνετέλεσε ὥστε νὰ φτάσουμε στὴν ἐπιβολὴ τοῦ μονοτονικοῦ;

᾿Απ.: Ναί, τὸ ραγδαῖο ξήλωμα τῆς γλώσσας ἀρχίζει πράγματι τὸ 1976· τὸ ἀργόσυρτο, ὅμως, ξήλωμα εἶχε ἀρχίσει νὰ ἐπιδιώκεται πρὶν ἀπὸ τὸ 1821. Κι ἐνῶ σ᾿ ἐκείνη τὴν ἐπιδίωξη ὑπῆρξε ἄμεση καὶ ἀποστομωτικὴ ἀντίδραση ἀπὸ τὸν ἐθνικό μας ποιητή, μὲ τὸν «Διάλογό» του γιὰ τὴ γλῶσσα, ποὺ οὐσιαστικὰ δὲν ἀφορᾶ μόνον σ᾿ αὐτή· ἐμπεριέχει καὶ στοιχεῖα ἀναφορικὰ μὲ τὸ πρὸς ποιά κατεύθυνση θὰ πορευόταν τὸ ἱδρυθησόμενο κρατίδιο· ἂν θὰ συνέχιζε τὴ μακραίωνη ἑλληνορωμαίικη παράδοση ἢ θὰ ἐνστερνιζόταν τὰ ἰδεολογήματα τοῦ Διαφωτισμοῦ μέσῳ ἑνὸς εὐρέως διαδιδόμενου ἐκπροτεσταντισμοῦ. Μὴν ξεχνᾶμε ὅτι οἱ ᾿Αμερικανοὶ (ναί, ᾿Αμερικανοί!) προτεστάντες ὀργώνουν τὴ Μεσόγειο ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ 18ου αἰώνα. Δυστυχῶς, ἀκολουθήθηκε τὸ δεύτερο πολιτιστικὸ ὑπόδειγμα, κι ὄχι μόνο στὴ γλῶσσα· «...καὶ λευτερωθήκαμεν ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ σκλαβωθήκαμεν εἰς ἀνθρώπους κακορίζικους ὁποὺ ἦταν ἡ ἀκαθαρσία τῆς Εὐρώπης» ἐπισημαίνει, ἀπὸ τότε, ὁ Μακρυγιάννης στὰ «᾿Απομνημονεύματα». Τώρα, ἂν τὸ γλωσσικὸ πῆρε διάφορες μορφὲς καὶ ὀνομασίες σ᾿ αὐτοὺς τοὺς δύο αἰῶνες ἀπὸ τότε, αὐτὲς οἱ μεταμφιέσεις εἶναι συνηθισμένες σ᾿ ὅλες τὶς σφοδρὲς πολιτιστικὲς συγκρούσεις.

᾿Ερ.: Δηλαδή;

᾿Απ.: ῾Η συμπαράταξη μὲ τὴ μιὰ ἢ τὴν ἄλλη μεριὰ προσδίδει στοὺς φανατικοὺς ἢ καὶ συμφεροντολόγους πρωταγωνιστὲς εὔσημα ἐκσυγχρονιστοῦ, ἢ καὶ ἀνταλλάγματα ἀπὸ τὴν ἔνταξή τους στὸ κυριαρχοῦν ἰδεολόγημα τοῦ ἐξευρωπαϊσμοῦ καὶ τῆς λεγόμενης «Νεωτερικότητας», τὴν ὁποία ἐγκολπώθηκε ἡ «σχολὴ» τοῦ Παρισιοῦ — ἡ «Νεωτερικότητα», μὲ τὴ Γαλλικὴ ᾿Επανάσταση, ἀναθέρμανε καὶ τὶς ἐλπίδες γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τοῦ σκλαβωμένου Γένους. Εὔλογα, λοιπόν, ἀνέκυψε ἡ ἀναγκαιότητα νὰ ἀναζητηθοῦν τρόποι ἐπιτάχυνσης τῶν ἀπελευθερωτικῶν ἐξελίξεων, ἀλλὰ καὶ ἐπινόησης σθεναροποιητικῶν πολιτιστικῶν παραγόντων γιὰ τὸ ἱδρυθησόμενο ἢ νεοϊδρυθὲν κράτος.

Οἱ προθέσεις, ἀναντιρρήτως, εἶναι πατριωτικές, ἀλλὰ ἡ προσέγγιση τῶν διανοουμένων, ὡς συνήθως, εἶναι ἐξ ἀποστάσεως καὶ ἐξωπραγματική, ἀφοῦ θεωροῦν ὅτι ἡ ὁμιλουμένη ἀλλὰ καὶ ἡ γραφομένη γλῶσσα εἶναι ἀκατάλληλη!... ῎Ετσι, ἀποδύονται σὲ ἀγωνιώδη προσπάθεια γιὰ τὴ δημιουργία μιᾶς νέας, «κατάλληλης» γλώσσας, παρ᾿ ὅτι τέτοια γλῶσσα ὑπῆρχε,100 καὶ μάλιστα ζωντανὴ καὶ σφύζουσα, ὅπως τὰ τραγούδια τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, τὰ δημοτικά, ἡ γλῶσσα τῆς ᾿Εκκλησίας, τὰ ᾿Ακριτικὰ ῎Επη, ἡ Κρητικὴ λογοτεχνία κ.ἄ. Αὐτά, ὅμως, δὲν ὑπῆρχαν στὰ Παρίσια. ῾Ο Σολωμός, βέβαια, παρ᾿ ὅτι ἰταλόφωνος καὶ δυτικοσπουδαγμένος, μόλις ἐπιστρέφει στὴν ῾Ελλάδα, μᾶς δίνει τὴν ἀξεπέραστη ποίησή του, καθὼς καὶ τὸν περίφημο «Διάλογο». ῾Η μειονεξία, ὅμως, τῶν φωτιστῶν —ἀριστερῶν τε καὶ δεξιῶν— δὲν ἐπέτρεπε τέτοια «ἅλματα». Καὶ φθάσαμε ἔτσι στὸ κατάντημα τοῦ 1976 καὶ τοῦ 1982, ὅπου στὸ κοινοβούλιο πρωτοστατεῖ ὁ Κουτσοχέρας ὡς λογοτέχνης καὶ ποιητὴς ἀλλὰ καὶ ὡς βουλευτής, ἐνῶ δὲν λαμβάνονται ὑπ᾿ ὄψιν οἱ ἀντιδράσεις τοῦ ᾿Οδυσσέα ᾿Ελύτη — προφανῶς, ἐπειδὴ αὐτὸς δὲν ἐκπροσωποῦσε τὸν «λαὸ» στὸ κοινοβούλιο, ὅπως ὁ Κουτσοχέρας!...

8. ῾Η μεγάλη τῶν Παριζιάνων διαφωτιστῶν «σχολή».

Διαφωνίες γιὰ τὴ γλῶσσα ὑπῆρχαν ἀνέκαθεν καὶ ἐκδηλώνονταν, πάντοτε ἐκ τῶν ἄνω, σὲ διάφορα κέντρα τοῦ ἑλληνισμοῦ κατὰ τὴν τουρκοκρατία· παλιά, ἦταν οἱ Φαναριῶτες καὶ οἱ Κοτσαμπάσηδες ἐναντίον τῶν «ἀγράμματων» ὑποδούλων, οἱ ὁποῖοι, γιὰ νὰ ἐλευθερωθοῦν, θὰ ἔπρεπε πρῶτα νὰ μορφωθοῦν, ὅπως ὑποστήριζαν οἱ «σπουδαγμένοι». ᾿Αργότερα, ὅμως, τὸ γλωσσικὸ φουντώνει καὶ γίνεται ἰδεολογία ἀπὸ τούς, ξενομανιακοῦ ἰδίως ἐπιπέδου, «Διαφωτιστές», κυρίως τοὺς ἐκ Παρισίων, μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Κοραῆ, ποὺ προτείνει νὰ λέμε τὸ ὁσπίτιον, τὸ ὀψάριον, τὸ κρασίον, τὸ μουστάκιον, τὸ φρύδιον κ.ἄ., ποὺ τοῦ φαίνονταν πιὸ ἑλληνοφανῆ. ῾Ο Κοραῆς —ἔζησε ὅλη σχεδὸν τὴ ζωή του στὸ Παρίσι— πιστεύει, ὅπως καὶ οἱ περισσότεροι ἐκδυτικισμένοι λόγιοι, ὅτι, γιὰ νὰ ἐλευθερωθεῖ καὶ ἀργότερα, μετὰ τὸ ᾿21, γιὰ νὰ ὀρθοποδήσει ὁ τόπος, πρέπει νὰ ἀποκαθαρθεῖ ἡ γλῶσσα ἀπὸ τὶς τούρκικες, βενετσιάνικες καὶ ἄλλες λεκτικὲς προσμίξεις, ἀντικαθιστώντας τες μὲ λέξεις γνήσιες ἑλληνικές.

Αὐτὴ ἡ «ἑλληνοτροπία» τῶν καθαρευουσιάνων, ποὺ ἔστρεφε τὸ βλέμμα ἀποκλειστικὰ πρὸς τὴν ἀρχαία ἑλληνική, ἐναρμονιζόταν μὲ τὸ πνεῦμα τῶν εὐρωπαίων διαφωτιστῶν καὶ τὴν ἀπαξιωτική τους στάση γιὰ τὸ Βυζάντιο καὶ ὑποτιμοῦσε συνακόλουθα τὴν καθομιλουμένη, τὴν ὁποία ἀπέρριπτε ὡς ὑποπροϊὸν τῆς Τουρκοκρατίας.

῾Ωστόσο, αὐτὴ ἡ τάση —ποὺ οὔτε τὴν ἀρχαία γλῶσσα ἀνέστησε οὔτε καὶ τὴν καθομιλουμένη ἀποκάθαρε— προσέφερε, ἐν τούτοις, σημαντικὸ ἔργο μὲ τὴ δημιουργία νέων καὶ ὡραίων λέξεων. Δὲν ὑπῆρχαν, βέβαια, στὴν ἀρχαία, ἀλλὰ τὶς συνέθεσαν οἱ γλωσσαμύντορες μὲ ὑλικὸ ἀπὸ αὐτήν, ὅταν χρειάστηκε νὰ ἐκφρασθοῦν νέες ἔννοιες καὶ πράγματα, ὅπως π.χ. τὸ ποδήλατο, ἡ ὑφαλοκρηπίδα, ἡ ἐφημερίδα, τὸ τηλέφωνο, τὸ συλλαλητήριο κ.ἄ., μὲ μιὰ ἐργώδη ὀνοματουργία, ὅπως τὴν χαρακτηρίζει ὁ Καλιόρης (1996), ἡ ὁποία ἔδωσε τὰ 3/4 τοῦ συγχρόνου λεξιλογίου.101

Κάπως ἔτσι, διαμορφώνεται αὐτὸ ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ὀνομασθεῖ καὶ Σχολὴ τῶν Παριζιάνων Διαφωτιστῶν, ἡ ὁποία ἐκφράζεται μὲ δύο κύριες κομματικοποιημένες ἀποχρώσεις· αὐτὴν τῆς ᾿Επιστροφῆς (στὰ ἀρχαῖα) καὶ τὴν ἄλλη τῆς ᾿Αναμόρφωσης (τοῦ λαοῦ). ᾿Αλλὰ καὶ τὰ δύο «κόμματα» εἶναι, κατ᾿ οὐσίαν, «καθαρευουσιάνοι»!, ἐπειδὴ ἀμφότερα πρεσβεύουν ὅτι ἡ γλῶσσα χρειάζεται... καθάρσιο! ῍Αν διαφέρουν, εἶναι ὡς πρὸς τὸ εἶδος τοῦ σκευάσματος· οἱ μὲν συνιστοῦν ὡς κατάλληλο τὴν ἀρχαία ἑλληνική, οἱ δὲ προκρίνουν τὴ χρήση ἑνὸς «λαϊκοῦ» ἰδιώματος, τὸ ὁποῖο οὐδαμοῦ καὶ οὐδέποτε ὑπῆρξε — γι᾿ αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ κατασκευασθεῖ ἐξ ἀρχῆς ἀπὸ τοὺς φωτισμένους· τὸ ἰδίωμα, μάλιστα, θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι ὅσο τὸ δυνατὸν πιὸ ἁπλὸ καὶ εὔληπτο, ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ τὸ κατανοήσει («νὰ τὸ χωνέψει», κατὰ τὴ διατύπωση τοῦ κ. Κριαρᾶ) κι ὁ... συφοριασμένος ὁ λαός!

9. ῾Ο Ψυχάρης.

᾿Αλλὰ ἐκ Παρισίων προέρχονται καὶ οἱ φανατικοὶ δημοτικιστές, ὅπως ὁ ματαιόδοξος κομματάρχης Γιάννης Ψυχάρης, ὁ ὁποῖος στρέφεται ἐναντίον τῶν ἐδῶ γλωσσαμυντόρων πανεπιστημιακῶν. Αὐτοί, μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν ἀνοικονόμητο καθηγητὴ Μιστριώτη κ.ἄ., θὰ προκαλέσουν τὰ Εὐαγγελικά, τὰ ᾿Ορεστειακὰ καί, ἀργότερα, τὰ ᾿Αθεϊκὰ τοῦ Βόλου, τὰ Μαρασλειακὰ κ.ἄ. Γιὰ τὸ γλωσσικὸ χύθηκε μάλιστα καὶ αἷμα· ὑπῆρξαν ἀκόμη καὶ νεκροί. ῾Ο Ψυχάρης, καθηγητὴς τῶν ᾿Ανατολικῶν Γλωσσῶν —στὸ Παρίσι κι αὐτός—, τάσσεται μὲ τὸν «λαό», παρ᾿ ὅτι κατὰ τὰ ἄλλα ἦταν ἀντιδραστικός, ἀντιδραστικότατος καὶ δὲν ἔζησε στὴν ῾Ελλάδα, ὅπως ἄλλωστε καὶ ὁ Κοραῆς. Οἱ «ψυχαρικοὶ» δὲν ἀνέχονται λέξεις, ὅπως π.χ. «ὑποτείνουσα» (τοῦ τριγώνου) καὶ προτείνουν γι᾿ αὐτὴ τό... κατοτεντόστρα, τοὺς συγγραφεῖς τοὺς λένε «συγραφιάδες», τὴ σπονδυλικὴ στήλη «ραχόσκοινο», τὴν ἐπιφάνεια «ἀπανωσιά», τοῦ δράματος «τοῦ δραματιοῦ» κ.ἄ.

Οἱ φανατικοὶ δημοτικιστές, ἀντὶ νὰ στηριχθοῦν στὴν ἀδιαλείπτως, ἐπὶ αἰῶνες, ἐξελισσόμενη γλῶσσα ἡ ὁποία θὰ ὁδηγοῦσε, ὅπως καὶ ὁδήγησε, στὸν ἐμπλουτισμὸ καὶ στὴν ἐνδυνάμωση τῆς καθομιλουμένης «δημοτικῆς», ἐπιδίδονται σὲ γλωσσικὲς κατασκευές, ἐπινοώντας μιὰ «γλῶσσα γιὰ τὸν λαό», ἀλλὰ ἐρήμην τοῦ λαοῦ. ῎Ετσι, τὸ στόμα ἐπιβάλλεται νὰ λέγεται «γλωσσόσπιτο», τὰ ρουθούνια «μυτότρυπες», τὸ διαζύγιο «χωρισοχάρτι», τὸ ἄθροισμα τῶν δύο πλευρῶν τοῦ τριγώνου «τὰ δύο ἀντάμα πλευρὰ τοῦ τρίγωνου», ἡ ἐξέλιξη «ξετυλιξιά», ἡ φυσικὴ ἐπιλογὴ «φυσικὴ ξεχωρισιά», ἡ συναίρεση «κατάπιωμα», τὸ γεγονὸς «γεγονότο», τὸ πρόβλημα «προβλήματο», τὸ πλῆρες «πλήρι», ὁ ὕπνος «κοιμήση», καὶ ἄλλα παρόμοια κατασκευάσματα μιᾶς ὀργιώδους φαντασίας, γιὰ νὰ ἐκτοπίσουν τὴ λόγια ὀνοματολογία, ἡ ὁποία, ὅπως εἴπαμε, προσέδωσε τὰ 3/4 τοῦ συγχρόνου λεξιλογίου. ῞Ολα αὐτὰ τὰ αὐθαίρετα κατασκευάσματα τοῦ γραφείου ἀποσκοποῦν στὸ νὰ δημιουργήσουν ἕνα ἑνιαῖο καλούπι, χωρὶς 3η κλίση, χωρὶς τὶς αὐξήσεις τῶν ρημάτων κ.ἄ., οὕτως ὥστε ὁ «ἀγράμματος», ὁ «ἀμαθὴς λαὸς» νὰ μπορέσει νὰ ἀνοίξει τὰ μάτια του, γιὰ ν᾿ ἀντικρύσει τὰ δυτικὰ φῶτα, καὶ νὰ προκόψει.

10. Συντηρητικοὶ-προοδευτικοί.

῾Η γλωσσικὴ διαμάχη θὰ ἐπιταθεῖ ἀργότερα ἀπὸ νέους αὐτόκλητους κηδεμόνες τοῦ λαοῦ, τοὺς ἐξ ἀνατολῶν... δυτικόφρονες διαφωτιστές — τοὺς αὐτοονομαζόμενους μαρξιστές. Αὐτοί, μὲ πιὸ ἀπροκάλυπτη ἀπαξιωτικὴ θεώρηση καὶ μεταχείριση τοῦ λαοῦ καὶ τῆς γλώσσας του, ἀποφαίνονται ὅτι, γιὰ νὰ ἐπαναστατήσει ὁ λαός, ἐπιβάλλεται νὰ μάθει τά... διεθνιστικά!...

῎Ετσι, μὲ τὴν ἐμφάνιση, στὶς ἀρχὲς τοῦ αἰώνα, τῶν γερμανοθρεμμένων προοδευτικῶν, ὅπως ὁ Γληνὸς κ.ἄ., ἀναζωπυρώνεται ἡ ἀντιπαράθεση μὲ ἐπίκεντρο τὴν ἐκδίωξη τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν ἀπ᾿ τὰ σχολεῖα. Τώρα, ἡ ἀντιπαράθεση γιὰ τὸ γλωσσικὸ παίρνει τὴ μορφὴ προοδευτικοὶ-συντηρητικοί, καὶ συνεχίζεται ὣς τὶς μέρες μας.

῾Ωστόσο, οἱ πολιτικοί, ἢ ὁρισμένοι τουλάχιστον ἀπ᾿ αὐτούς, εἶναι πιὸ νουνεχεῖς καὶ ἤπιοι, ὅπως π.χ. ὁ Βενιζέλος, καθώς ἀργότερα καὶ ὁ Μεταξᾶς, ὁ δικτάτορας, ὁ ὁποῖος θὰ συγκροτήσει ἐπιτροπὴ γιὰ τὴ συγγραφὴ γραμματικῆς τῆς Δημοτικῆς — τὴν λεγομένη ἔκτοτε «τοῦ Τριανταφυλλίδη» (ἦταν ὁ Πρόεδρος τῆς ἐπιτροπῆς).

῎Ηπιοι καὶ ἀφανάτιστοι εἶναι, ἐπίσης, καὶ ὅλοι οἱ ἄξιοι λογοτέχνες μας, ἀπ᾿ τὸν Σολωμὸ ὣς τὸν Παπαδιαμάντη, τὸν Ροΐδη, τὸν Παλαμᾶ, τὸν Σικελιανό, τὸν Σεφέρη, τὸν ᾿Ελύτη,102 τὸν Ρίτσο, τὸν Καστοριάδη, τὸν Π. Κονδύλη κ.ἄ.

᾿Ενδεικτικὴ τῆς ἀπαξιωτικῆς γιὰ τὸν λαὸ νοοτροπίας εἶναι ἡ ἀποστροφὴ τοῦ κορυφαίου ἀριστεροῦ διανοουμένου καὶ φανατικοῦ ψυχαριστῆ Δ. Γληνοῦ (1925), ὁ ὁποῖος γιὰ τὰ ἀρχαῖα γράφει· «Θέλει ἆρά γε (ἡ κοινωνία) νὰ μανθάνουν περισσότερα ἀρχαῖα οἱ φοιτῶντες εἰς τὸ ῾Ελληνικὸν σχολεῖον τοῦ Μεσενικόλα ἢ τῶν Σοφάδων λόγου χάριν, καὶ δι᾿ αὐτὸ δυσφορεῖ ἡ ῾Ελληνικὴ κοινωνία; ῍Αν συμβαίνῃ τοῦτο, τότε ὑπ᾿ αὐτὸ τὸ πνεῦμα πρέπει νὰ γίνῃ ἡ μεταρρύθμισις καὶ πρέπει νὰ κάμωμεν τὸ ῾Ελληνικὸν σχολεῖον τοῦ Μεσενικόλα ἢ τῶν Σοφάδων πεντατάξιον μὲ δέκα ὥρας ἀρχαῖα ῾Ελληνικὰ τὴν ἑβδομάδα εἰς ἑκάστην τάξιν διὰ νὰ γίνουν ἱκανοὶ οἱ κάτοικοι, ἐξακολουθοῦντες νὰ μεταχειρίζωνται εἰς αἰῶνα τὸν ἅπαντα τὸ ῾Ησιόδειον ἄροτρον διὰ τὰ χωράφια των, νὰ προσφωνοῦν τοὐλάχιστον καὶ τὰ βόδια των εἰς ῾Ησιόδειον γλῶσσαν»!!!

Κατὰ τὸν Γληνὸ πάλι, ὁ λαὸς πρέπει νὰ λέει τὴν ἀπεργία γκρέβα (ἀπὸ τὸ γαλλικὸ grève), τὸν ποιητικὸ οἶστρο βέρβα (γαλ. verve)103 κ.ἄ., ὥστε «νὰ ἐξεβρωπαϊσθεῖ» (sic)... ᾿Εκ παραλλήλου, ὁ λαὸς θὰ πρέπει νὰ μάθει ὁπωσδήποτε καὶ τὴν τότε παγκοσμιοποιητικὴ ὁρολογία τῆς Μόσχας καὶ νὰ λέει ὁ ἰστρούχτορας, ὁ σεχταριστής, ἡ φράξια, τὸ ἀχτίφ, καὶ ἀργότερα, στὸ ἀντάρτικο, ἡ μπριγάδα καὶ ὄχι ἡ ταξιαρχία!...

Εἶναι ἀξιοσημείωτο ἐδῶ ὅτι οἱ ἀριστεροὶ δημοτικιστές, ὡς Διαφωτιστὲς κι αὐτοί, συντάχθηκαν μεταγενέστερα μὲ τοὺς Κοραϊστὲς Διαφωτιστές. ῎Αλλωστε, ὁ Κοραῆς, μεταξὺ ἄλλων, πρότεινε καὶ τὴ συνένωση Γάλλων καὶ Γραικῶν, ὅπως προτιμᾶ νὰ ὀνομάζονται οἱ ῞Ελληνες, καὶ ὀνομάζει τὸ δημιουργηθησόμενο ἔθνος «Γραικογάλλοι»!... ῍Αν ζοῦσε σήμερα, ἴσως νὰ πρότεινε, ὁμοφώνως μὲ μερικοὺς σύγχρονους δυτικόφρονες, τὸ «Γραικο-ἀμερικάνοι»!... ᾿Εξ ἄλλου, ὁ Λένιν δὲν εἶπε ὅτι, γιὰ νὰ ἐξαφανίσεις ἕνα λαό, ἐξαφάνισε τὴ γλῶσσα του; ῾Ο κ. Κίσσιγκερ (1997), σὺν τοῖς ἄλλοις, συγκεκριμενοποίησε αὐτὴ τὴν τακτική· «῾Ο ἑλληνικὸς λαὸς εἶναι ἀτίθασος καὶ γι᾿ αὐτὸ πρέπει νὰ τὸν πλήξουμε βαθιὰ στὶς πολιτιστικές του ρίζες. Τότε ἴσως συνετισθεῖ. ᾿Εννοῶ δηλαδὴ νὰ πλήξουμε τὴ γλῶσσα, τὴ θρησκεία, τὰ πνευματικὰ καὶ ἱστορικά του ἀποθέματα, ὥστε νὰ ἐξουδετερώσουμε κάθε δυνατότητά του νὰ ἀναπτυχθεῖ, νὰ διακριθεῖ, νὰ ἐπικρατήσει, γιὰ νὰ μὴ μᾶς παρενοχλεῖ στὰ Βαλκάνια, νὰ μὴ μᾶς παρενοχλεῖ στὴν ἀνατολικὴ Μεσόγειο, στὴ Μέση ᾿Ανατολή, σὲ ὅλη αὐτὴ τὴ νευραλγικὴ περιοχή, μεγάλης στρατηγικῆς σημασίας γιὰ μᾶς, γιὰ τὴν πολιτικὴ τῶν ΗΠΑ».104

11. ῾Η ἀπροσδόκητη ἀλλὰ μοιραία ἀνατροπή.

᾿Ερ.: Τί ἔγινε μετά;

᾿Απ.: Κι ἐρχόμαστε τώρα στὸν πιὸ πρόσφατο «παριζιάνο»· τὸν Κωνσταντῖνο Καραμανλῆ, τὸν πολιτικὸ τοῦ «ἀνήκομεν εἰς τὴν Δύσιν», ὁ ὁποῖος, γυρίζοντας τὸ ᾿74 ἀπ᾿ τὸ Παρίσι —κι αὐτός— καὶ θέλοντας, προφανῶς, νὰ δρέψει προοδευτικὲς δάφνες καὶ ψήφους ἀντιστασιακές, καταργεῖ τὴν —ἤδη ἀτονήσασα— καθαρεύουσα, καθὼς καὶ τὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ ἀπ᾿ τὸ σχολεῖο, μὲ ὑπουργὸ Παιδείας τὸν Γ. Ράλλη. Μάλιστα, ὅταν ὁ Θεοδωρακόπουλος, ὁ Ζακυθινὸς κ.ἄ. ἀντιδροῦν, ὁ Καραμανλῆς δίνει τὴν —ἀποσιωπούμενη ἔκτοτε— ἀπάντηση· «᾿Εγὼ θὰ σᾶς πῶ τοῦτο· ὅ,τι ξέρω ἀπὸ τοὺς κλασικούς, τὸ ἔμαθα διαβάζοντας ξένα βιβλία»105 (ὑποθέτουμε κυρίως γαλλικά!). ῾Η στιγμὴ ἦταν κατάλληλη. Τὸ Κέντρο —ποὺ εἶχε εἰς βάρος του τὴ διεκπεραίωση τοῦ αἱματηρότατου ἐμφυλίου— καὶ ἡ Δεξιὰ —τὴ μετεμφυλιακὴ περίοδο— ἀναζητοῦσαν τρόπους ἐξιλέωσης γιὰ τὰ παλιά, ἀλλὰ καὶ διαφοροποίησης ἀπὸ τὴ Δικτατορία καὶ τὰ σπαστικὰ κορακίστικα τοῦ Παπαδόπουλου.

῎Ετσι, τὸ 1976 γιὰ τὸ γλωσσικὸ ὑπῆρξε «ὁμοφωνία», μιὰ καὶ ἡ Δεξιά, ἡ παραδοσιακὴ προστάτις τῆς καθαρεύσουσας, τώρα τοὺς «ἔβγαινε ἀπὸ ἀριστερά», ὅπως λέμε. Μάλιστα, οἱ περὶ τὸν Καραμανλῆ φωστῆρες (Ράλλης κ.ἄ.) διαβεβαίωναν καθησυχαστικὰ τοὺς ἀδιάλλακτους «προοδευτικοὺς» ὅτι σιγὰ-σιγὰ θὰ πᾶμε καὶ στὴν κατάργηση τῶν τόνων. Κυριάρχησαν, καὶ πάλι, οἱ κρυψιβουλίες κάποιων πολιτικῶν καὶ οἱ μειονεξίες κάποιων πανεπιστημιακῶν —μερικῶν ὄχι ὅλων— ἀπὸ τὴ Φιλοσοφικὴ Θεσσαλονίκης, φίλων καὶ μαθητῶν τοῦ ᾿Ι. Κακριδῆ, ἀφοῦ ἐκεῖ κατέφυγε, ὅταν τὸν ἀπέλυσαν ὁριστικῶς,τὸ 1946, οἱ γλωσσαμύντορες τῶν ᾿Αθηνῶν!...

Φάνηκε, ὡστόσο, ὅτι καὶ μὲ τὴ στροφὴ αὐτὴ τοῦ ᾿76 ἡ Ν.Δ. δὲν ἔπειθε πλέον τὰ μεταπολιτευτικὰ πλήθη, ἐνῶ ὁ ᾿Ανδρέας, ἔχοντας σὲ τέτοια καὶ πεῖρα... οἰκογενειακή, «ξανατσουβάλιαζε»106 τὴν ἀριστερὰ μὲ τὰ «προοδευτικά» του· ὁ «Γιούνης», ὁ «Γιούλης» κ.ἄ. «᾿Αφουγκραζόταν», ἄλλωστε, καὶ τοὺς ἀλαλαγμοὺς «κάτω τὰ ματωβαμμένα γραφτά» (δηλ. οἱ διορθώσεις!), ποὺ ἔβγαζαν τὰ συνδικαλισμένα «μετερίζια» τῶν... φιλοπόνων ἐκπαιδευτικῶν· ὁπότε, μὲ μόνη σχεδὸν107 τὴ συνηγορία, ἐκ τῶν λογοτεχνῶν, αὐτὴ τοῦ Γιάννη Κουτσοχέρα, κατήργησε, νύκτωρ, καὶ τοὺς τόνους, μὲ τὴν τροπολογία τοῦ Βερυβάκη.

῾Η Ν.Δ., στὴν ἀντιπολίτευση πλέον, θὰ πρέπει νὰ μετάνοιωσε πικρά, ποὺ δὲν εἶχε τολμήσει, κατὰ τὸ ᾿76, νὰ προλάβει νὰ τοὺς καταργήσει αὐτή!...

12. ῾Ιερωμένοι, γιατροὶ καὶ δάσκαλοι.

᾿Ερ.: Βλέπω ὅτι εἶστε ἐνημερωμένος, παρ᾿ ὅτι γιατρός!

᾿Απ.: ῾Η δική μου ἐνημέρωση εἶναι ἐρασιτεχνικὴ καί, κατ᾿ ἀκρίβειαν, συμπτωματική, μὲ ἀφορμὴ τὴν ἔρευνά μας. ῎Αλλωστε, ἀπὸ παλιά, σ᾿ ὅλη αὐτὴ τὴν ἱστορία δὲν κυριαρχοῦν οἱ ἱερωμένοι, οἱ γιατροὶ καὶ οἱ δάσκαλοι —κατ᾿ ἐξοχὴν οἱ πανεπιστημιακοί—, τὰ τρία ἐξουσιαστικὰ ἐπαγγέλματα, οἱ «ξερόλες»; Κυρίως, ὅμως, οἱ δυτικοσπουδασμένοι, οἱ δυτικόφρονες. Γιατρὸς ἦταν καὶ ὁ Βηλαρᾶς (προσωπικὸς γιατρὸς τοῦ ᾿Αλῆ Πασᾶ καὶ ἔμμετρος ὑμνητής του!), ποὺ δημοσιεύει, πρὶν ἀπὸ τὸ ᾿21, τὴ «Ρομέηκη γλόσα», ἀλλὰ κι ὁ Κοραῆς κ.ἄ. Φαίνεται ὅτι οἱ γιατροί, λόγῳ ἐπαγγέλματος, νομίζουμε ὅτι πρέπει νὰ ἔχουμε γνώμη γιὰ ὅλα τὰ πράγματα, ὅπως καὶ οἱ δάσκαλοι· ἴσως ἀπ᾿ αὐτὸ νὰ βγῆκε καὶ τὸ «οὐδὲν μωρότερον τῶν ἰατρῶν, ἂν δὲν ὑπῆρχαν οἱ διδάσκαλοι»!!!

῾Η ἐνασχόληση, τόσο ἡ δική μου, ὅσο καὶ αὐτὴ τῶν συνεργατῶν μου, προέκυψε ἀπὸ τὸν χῶρο τῆς ὑγείας· μὴν τὸ ξεχνᾶμε αὐτό. ᾿Αλλὰ νὰ μὴν ξεχνᾶμε καὶ τὸ ὅτι ἐπὶ τόσα χρόνια οἱ ἐκπαιδευτικοί, τῆς μιᾶς ἢ τῆς ἄλλης πλευρᾶς, δὲν ἐπεχείρησαν, οὔτε κἂν σκέφτηκαν, νὰ ὑποστηρίξουν τὶς ἀπόψεις τους μὲ μία, ἔστω, ἐπιστημονικὴ ἔρευνα. ᾿Αρκέστηκαν μόνο στὶς ἰδεολογικοπολιτικές τους βεβαιότητες...

᾿Εγώ, πάντως, ποὺ οὔτε φιλόλογος οὔτε γλωσσολόγος εἶμαι καὶ τὰ ἑλληνικὰ ἐξακολουθῶ νὰ τὰ μαθαίνω, διαβάζοντας καὶ ἀκούγοντας κάθε μέρα —καὶ δὲν τὰ χορταίνω—, πιστεύω ὅτι τὸ τελευταῖο σακάτεμα τῆς γλώσσας εἶναι κατόρθωμα τῶν καιροσκόπων (ἢ ὀπορτουνιστῶν!) πολιτικῶν, τόσον τῆς Δεξιᾶς, ὅσον καὶ τῆς ᾿Αριστερᾶς.

῾Η ὅποια δική μου ἐνασχόληση μὲ τὴν προϊστορία τοῦ «γλωσσικοῦ» ὀφείλεται, μᾶλλον, στὸν παιδιόθεν «προοδευτικό» μου προσανατολισμό, ποὺ θεωροῦσε αὐτονόητη τὴ συμπαράταξη μὲ τοὺς δημοτικιστές. Ποτέ, ὅμως, δὲν μὲ συγκίνησαν οἱ ἀκρότητες τῶν καθαρευουσιάνων οὔτε καὶ αὐτὲς τῶν δημοτικιστῶν, οἱ ὁποῖοι, πρέπει νὰ ὁμολογήσουμε, ἔφτασαν σὲ μεγαλύτερες καὶ γελοιοδέστερες ὑπερβολὲς ἀπ᾿ ὅ,τι οἱ καθαρευουσιάνοι, μὲ τὶς μεταγλωττιστικὲς ὅσο καί, κυρίως, μὲ τὶς ἐξευρωπαϊστικὲς προτάσεις τους, ὅπως τὸ λατινικὸ ἀλφάβητο κ.ἄ. Τελικῶς, χάρη στὶς «ἀνατροπὲς» τῆς Δεξιᾶς καὶ σὲ ὅσα οἱ «ἀνατροπὲς» καὶ οἱ «ἀλλαγὲς» συνεπέφεραν στὴ γλῶσσα, στὴν Παιδεία κτλ., πρέπει νὰ ἔγινε ξεκάθαρο σ᾿ ὅσους δὲν φανατίζονται πλέον καὶ μὲ τὸ ἰδεολόγημα τοῦ γλωσσικοῦ ὅτι ἡ γλῶσσα εἶναι ἕνας ζωντανὸς ὀργανισμός, ποὺ συνεχῶς ἐνσωματώνει, ἀλλὰ καὶ ἀπορρίπτει. ῾Η ζωντάνια, ὅμως, ἑνὸς ὀργανισμοῦ δὲν συντηρεῖται, ὅταν τὸν ἀναπηροποιοῦμε μὲ ἀκρωτηριασμούς, ὅπως ἡ κατάργηση τῆς ἱστορικῆς ὀρθογραφίας. Αὐτοὶ οἱ ἀκρωτηριασμοί, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, θὰ ὁδηγήσουν καὶ στὴν ἀντικατάσταση τῆς ἑλληνικῆς ἀπὸ ἄλλες ζωντανὲς γλῶσσες, πιθανώτατα τὴν ἀγγλική, τὴν ὁποία ὅμως οἱ ᾿Εγγλέζοι δὲν σκέφτονται νὰ τὴν ἁπλοποιήσουν, ὅπως ἐμεῖς...108

᾿Ερ.: Τελικῶς, προσέφερε κάτι αὐτὴ ἡ «φαγωμάρα» καθαρευουσιάνων-δημοτικιστῶν;

᾿Απ.: Δὲν νομίζω. Πιστεύω ὅτι, μᾶλλον, καθυστέρησε τὴν ἐξέλιξη καὶ τῆς γλώσσας καὶ τῆς παιδείας γενικώτερα. ᾿Ενῶ ἡ λογοτεχνία, ποὺ σὲ γενικὲς γραμμὲς ἔμεινε ἔξω ἀπ᾿ τὸν καβγά, ἀναπτύχθηκε. Οἱ δύο παρατάξεις διαφέρουν κατὰ τοῦτο, ποὺ νομίζω ὅτι εἶναι σημαντικό· ἡ «καθαρεύουσα» ἢ «λόγια» ἢ καὶ γραπτὴ γλῶσσα στηρίζεται σὲ κάτι ὑπαρκτό, ἢ ὑπάρξαν, δηλαδὴ στὴν ἀρχαία ἑλληνική, ἀφοῦ ἀπ᾿ αὐτὴ πῆραν οἱ λόγιοι ἕνα μεγάλο ἀριθμὸ ἐτύμων καὶ δημιούργησαν νέες λέξεις, οἱ περισσότερες τῶν ὁποίων ἔχουν παραμείνει καὶ χρησιμοποιοῦνται ἀπὸ ὅλους μας καθημερινά, ὅπως κεφαλαιοκρατία, ὑποτροφία, προϋπόθεση, συνέντευξη, φωνογράφος κ.ἄ., καθὼς κι ἕναν ἀπέραντο ἀριθμὸ λέξεων ὁρολογίας γιὰ διάφορες ἐπιστῆμες, ὅπως τὴν ᾿Ιατρική, τὴ Νομική, τὶς ᾿Ανθρωπιστικὲς καὶ Τεχνολογικὲς ἐπιστῆμες. Βασικὸ χαρακτηριστικὸ αὐτῆς τῆς παραγωγῆς ἀναγκαίων λέξεων εἶναι, κυρίως, μιὰ δημιουργικὴ γλωσσοπλαστική, γι᾿ αὐτὸ καὶ ἔγιναν εὔκολα ἀποδεκτὲς ἀπὸ τὴν εὐρύχωρη, ἀδογμάτιστη, καθομιλουμένη δημοτική.

᾿Αντιθέτως, οἱ φανατικοὶ δημοτικιστὲς κατασκεύαζαν στὸ γραφεῖο λέξεις δῆθεν λαϊκές, ποὺ οὐδέποτε λαλήθηκαν ἀπ᾿ τὸν λαὸ ἢ ὅποιον ἄλλον· ἄλλο γνώρισμα τῶν φανατικῶν δημοτικιστῶν εἶναι ἡ προτίμησή τους στὶς ξένες λέξεις καὶ ἡ διὰ τῆς βίας εἰσαγωγή τους. ῍Αν προσέφεραν κάτι, αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ τὸ ἀναζητήσουμε στὴν Παιδεία, ὅπου ὅμως τὰ πράγματα εἶναι ἀπογοητευτικά. Γι᾿ αὐτό, ἄλλωστε, ἔχουμε τὶς ἀλλεπάλληλες μεταρρυθμίσεις109 τοῦ ῾Υπουργείου Παιδείας! ῞Ομως, εἶναι ἄλλο πρᾶγμα οἱ ἄνθρωποι τῆς Παιδείας καὶ ἄλλο οἱ τοῦ ῾Υπουργείου Παιδείας. Παρόμοιες ἁπλοποιήσεις ἐπεχειρήθηκαν καὶ στὴ Γαλλία καὶ στὴν ῾Ισπανία ἀπὸ ἀντίστοιχους «ἐκσυγχρονιστές», ἀλλὰ αὐτοὶ τὶς πῆραν γρήγορα πίσω...

᾿Ερ.:Εἶναι πολὺ ἐνδιαφέρουσα αὐτὴ ἡ ἀναδρομή, ἀλλὰ ἀναφερθήκατε κυρίως στὴν ἀντιπαράθεση Καθαρεύουσας-Δημοτικῆς. ᾿Ελάχιστα, ὅμως, εἴπαμε γιὰ τὸ μονοτονικὸ καὶ τὴ λατινοποίηση.

᾿Απ.: ῎Εχετε δίκιο· προσπάθησα νὰ δείξω τὰ αἴτια τῆς διαμάχης, πού, κατὰ τὴ γνώμη μου, ὀφείλονται στὴ συμπαράταξη τῶν ῾Ελλήνων πρωταγωνιστῶν στὸ ἰδεολόγημα τοῦ Διαφωτισμοῦ καὶ τοῦ ἐκδυτικισμοῦ, τὸ ὁποῖο μᾶς κατατρύχει ἕως καὶ σήμερα μὲ τὴν ἐπωνυμία τοῦ «ἐκσυγχρονισμοῦ».

῾Η ἀπαίτηση γιὰ τὴν κατάργηση τῶν τόνων ἢ γιὰ τὴν «ἁπλοποίηση» τῆς γραφῆς εἶναι —κι αὐτή— πολὺ παλιά, ἀκόμη καὶ πρὶν ἀπὸ τὸ ᾿21. Κι ἐπανέρχεται στὸ προσκήνιο, ἂν καὶ δειλά, κάμποσες φορές.

῾Η κατάργηση τῶν τόνων, πάντως, ἀναζωπυρώνεται κατὰ τὴν κατοχή, ὅσο καὶ ἂν αὐτὸ εἶναι ἀπίστευτο, ὅταν ἡ Φιλοσοφικὴ ᾿Αθηνῶν ἐγκαλεῖ τὸν ᾿Ι. Κακριδῆ, νεαρὸ Καθηγητὴ τῶν ᾿Αρχαίων ῾Ελληνικῶν, ἐπειδὴ κυκλοφόρησε βιβλίο του στὸ μονοτονικό· κι ἐπειδὴ αὐτό, προφανῶς, δὲν ἐπαρκοῦσε, τὸν κατηγοροῦν ὅτι ἐξεβίαζε τοὺς φοιτητὲς ν᾿ ἀγοράζουν τὰ βιβλία του! ᾿Επὶ πλέον, οἱ γλωσσαμύντορες δὲν διστάζουν, μεσούσης τῆς κατοχῆς, νὰ τὸν κατηγορήσουν καὶ ὡς ἀριστερό!110, νὰ τὸν περάσουν καὶ ἀπ᾿ τὸ πειθαρχικό, ποὺ τὸν τιμωρεῖ μὲ προσωρινὴ δίμηνη ἀπόλυση ἀπ᾿ τὸ Πανεπιστήμιο! Αὐτὰ συνέβαιναν σὲ ἐποχὴ ποὺ ὅλα τἄσκιαζε ἡ φοβέρα καὶ τὰ πλάκωνε ἡ σκλαβιά· καὶ οἱ γλωσσαμύντορες πανεπιστημιακοὶ θεωροῦσαν ὅτι τὸ ἔθνος κινδύνευε ἀπὸ ἕνα βιβλίο τυπωμένο μονοτονικά!

Τὴν ἴδια αὐτὴ περίοδο, ποὺ ὁ «ἀγράμματος» λαὸς ἔγραφε στὰ βουνὰ τὸ ἔπος τῆς ἀντίστασης, οἱ κομματικοὶ ἰνστρούχτορες ἀπ᾿ τὴν ᾿Αθήνα ἐπρέσβευαν ὅτι ὁ ἀγώνας ἔπρεπε ν᾿ ἀρχίσει ἀπὸ τὶς πόλεις, μιὰ καὶ αὐτὲς μόνο διέθεταν... προλεταριάτο! ῾Ο ἀθηναϊκοκεντρικὸς Διαφωτισμὸς δὲν ἐκδηλώνεται μόνο στὸ γλωσσικό... ᾿Απ᾿ αὐτὸ τὸν ἀξιοθρήνητο καβγὰ τῶν σοφῶν στὴν ᾿Αθήνα ἔχουμε τὴν ἔκδοση δύο βιβλίων, τὴ «Δίκη τῶν Τόνων» (1943) καί, ἐν συνεχείᾳ, τὴν «᾿Αντιδικία τῶν Τόνων» (1944), ἀπὸ τὶς ἀντίστοιχες παρατάξεις. Τώρα, ὅμως, μὲ τὴν ἔρευνά μας φαίνεται ὅτι, αἰσίως καὶ «νομοτελειακῶς» πλέον, φθάσαμε καὶ στὴν ᾿Εκδίκηση τῶν Τόνων!...

13. Γιὰ τὴ λατινοποίηση.

᾿Ερ.: Δὲν εἴπαμε, ὅμως, τίποτε γιὰ τὴ λατινοποίηση τῆς γλώσσας.

᾿Απ.: ῏Ηταν ἀρχικὰ ἡ ἄποψη ὁρισμένων προοδευτικῶν· ὅτι καὶ ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα πρέπει νὰ γράφεται, ὅπως καὶ οἱ ἄλλες οἱ εὐρωπαϊκὲς γλῶσσες, μὲ λατινικοὺς χαρακτῆρες. Εἶναι τὸ κομπλεξικὸ σαράκι τοῦ «ἐκσυγχρονισμοῦ», ποὺ κατατρώει ἀπὸ παλιὰ ἀρκετοὺς ἀριστεροὺς καὶ ἀριστερίζοντες. Καὶ αὐτὸ εἶναι παλιό· καὶ εἶναι, δυστυχῶς, ἀπαίτηση τῆς ᾿Αριστερᾶς καί, ἀκόμη χειρότερα, τοῦ Δ. Γληνοῦ, ὁ ὁποῖος καὶ ἀρχαῖα ἐγνώριζε καὶ μόρφωση ἀσυνήθιστη εἶχε· ἀλλ᾿ ἀκολουθοῦσε, κατὰ γράμμα, τὶς ἀνισορροπίες τοῦ Ψυχάρη τοῦ βασιλόφρονος· μιλοῦσε γιὰ «πνεματικὰ ρέματα» καὶ πρότεινε, ἀργότερα, καὶ τὸ λατινικὸ ἀλφάβητο, γιατὶ αὐτό, ὅπως ἔλεγε, «λύνει μὲ μιᾶς τὸ ὀρθογραφικό μας πρόβλημα καὶ μᾶς εἰσάγει μορφικὰ στὴν οἰκογένεια τῶν ἑβρωπαϊκῶν λαῶν» (Γληνός, Δ. 1929). Αὐτὲς οἱ κομπλεξικὲς διατυπώσεις —ποὺ γράφονται τὸ 1929— μοιάζουν σὰν νὰ ἐπηρεάστηκαν ἀπ᾿ τὸ παράδειγμα τοῦ ἀναμορφωτῆ τῆς γείτονος, Κεμὰλ ᾿Ατατούρκ, ὁ ὁποῖος σὲ μιὰ νύχτα (κι αὐτός!) κατήργησε τὴν ἀραβοπερσικὴ γραφή, ἀντικαθιστώντας την μὲ τὴ λατινική — καταστρέφοντας ἔτσι, ὅπως λένε οἱ ἐπαΐοντες, τὴν τουρκικὴ λογοτεχνία.

᾿Ερ.: ῾Η λατινοποίηση, ὅμως, ἐγκαταλείφθηκε, δὲν νομίζετε;

᾿Απ.: ᾿Εμένα μοῦ φαίνεται ὅτι, μᾶλλον, «ἐγκαταλείπεται» ἡ ἑλληνική, ἐνῶ ἡ λατινοποίηση ἤδη καλπάζει. Δὲν ἔχουμε παρὰ νὰ κοιτάξουμε γύρω μας ἢ νὰ βάλουμε αὐτὶ ν᾿ ἀκούσουμε τὸ ραδιόφωνο ἢ τὴν τηλεόραση ἢ νὰ διαβάσουμε τὶς ἐφημερίδες. ῾Η ζωὴ ἢ ἡ φύση, ὅπως λένε, ἀπεχθάνεται τὸ κενό. Καὶ τὸ κενὸ τὸ δημιούργησε τὸ κουτσούρεμα τῆς γλώσσας. Μιὰ γλῶσσα ἀνάπηρη πῶς ν᾿ ἀντισταθεῖ στὴ λαίλαπα τῆς ἀμερικανοποίησης; Ρίξτε μιὰ ματιὰ στὰ βιβλία τοῦ Γιάννη Καλιόρη· ἰδιαίτερα, γι᾿ αὐτὸ τὸ θέμα στὸν «Γλωσσικὸ ᾿Αφελληνισμό». ῾Ο ἀκραῖος καὶ φανατικὸς ἐκδημοτικισμὸς θὰ ἐξαφανίσει τὴν εἰρωνεία, τὸ ὑπονοούμενο, τὸν ὑπαινικτικὸ λόγο — γιὰ νὰ ποῦμε μόνο λίγα γιὰ τὴ χρησιμότητα καὶ τῆς λεγομένης καθαρεύουσας. ᾿Επὶ πλέον, μὲ τὴν ὑπεραπλοποίηση ἤ, μᾶλλον, μὲ τὸ κουτσούρεμα τῆς ἑλληνικῆς, ἀνοίγει ὁ δρόμος γιὰ τὴν πλήρη κυριαρχία τῆς ἀγγλικῆς, ὅπως λέει κι ὁ φίλος μου ὁ Φρῖξος ᾿Εξάλλου, ὁ ὁποῖος τελευταῖα τὄχει ρίξει στὰ στιχάκια·

«Σὰν κόβει ὁ ἕνας τὴν ψιλή,
κι ὁ ἄλλος τὴ δασεία,
θά... περισπᾶται ἀγγλιστί,
τοῦ Γένους ἡ παιδεία»

14. Περὶ μουσικῆς καὶ ποιήσεως.

᾿Ερ.: ᾿Απ᾿ ὅ,τι βλέπουμε πάντως, καὶ τὸ εἴπατε κι ἐσεῖς, σχεδὸν ὅλοι τώρα παραδέχονται ὅτι ὑπάρχει πρόβλημα μὲ τὴ γλῶσσα, ἀφοῦ πολλοὶ καὶ σοβαροὶ συγγραφεῖς δείχνουν μιὰ ἐμμονὴ στὴν ἱστορικὴ ὀρθογραφία· νομίζετε ὅτι τελικῶς θὰ ἐπιληφθεῖ ἡ Πολιτεία;

᾿Απ.: Μακάρι! ῍Αν καὶ φοβᾶμαι ὅτι «οὐ δύναται σωθῆναι τὰ πράγματα δι᾿ ὧν διεφθάρησαν».

᾿Ερ.: Μὰ ἤδη, ἡ ὑπουργὸς Παιδείας αὐξάνει τὶς ὧρες τῶν ᾿Αρχαίων ῾Ελληνικῶν στὰ σχολεῖα.

᾿Απ.: Πράγματι, καὶ χαίρομαι διπλὰ γι᾿ αὐτό· γιατὶ ἡ κ. Γιαννάκου εἶναι κι αὐτὴ γιατρὸς καὶ μάλιστα ψυχίατρος! Εὔχομαι μόνον ὁλόψυχα οἱ προσπάθειές της νὰ μὴν ἔχουν τὴν τύχη τοῦ μακαρίτη ᾿Αντώνη Τρίτση. Φοβᾶμαι, ὅμως, ὅτι ἡ ζημιὰ ἔχει γίνει καὶ εἶναι μεγάλη. Σκεφθεῖτε πόσοι φιλόλογοι ἀπεφοίτησαν μὲ ἀνάπηρα ἑλληνικὰ στὰ 23 χρόνια ποὺ πέρασαν.111 Προτιμώτερο, ἐμένα τουλάχιστον, μοῦ φαίνεται ὅτι τὸ ὑπουργεῖο πρέπει νὰ ἀρχίσει ἀπ᾿ τὸ Δημοτικὸ μὲ τὴν ἐπαναφορὰ τοῦ λεγομένου πολυτονικοῦ, ποὺ ἐγὼ θὰ τὸ ὀνόμαζα «εὐφωνικὸ» ἐνῶ τὸ ἄλλο «μονότονο», γιατὶ ἡ γλῶσσα δὲν εἶναι σκέτες οἱ λέξεις μέ, ἢ χωρίς, τοὺς τόνους· εἶναι, κυρίως, ἡ σχέση μεταξύ τους. Καὶ τὴ σχέση αὐτὴ τὴν καθορίζουν οἱ τόνοι, ἡ μουσικὴ τῆς γλώσσας, ὅπως ὡραῖα τὸ εἶπε καὶ τὸ ἔδειξε ὁ Δ. Σαββόπουλος.112. Οἱ γονεῖς, λοιπόν, ποὺ ξοδεύουν τόσα γιὰ τὴ γλωσσομάθεια τῶν παιδιῶν τους, ἂς προσθέσουν στὸν οἰκογενειακὸ προϋπολογισμὸ τὰ ἀπαιτούμενα καὶ γιὰ μία ἀκόμη γλῶσσα, τὴν ἑλληνική, πρὶν γίνει κι αὐτὴ μία «ξένη» γλῶσσα... Θὰ γλιτώσουν, ἄλλωστε, τὰ ἔξοδα γιὰ παιδοψυχολόγους, παιδοψυχιάτρους ἢ καί... «βεβαιωσιολόγους» γιὰ «δυσλεξία».

᾿Ερ.: Μιὰ τελευταία ἐρώτηση: Τί γνώμη ἔχετε γιὰ τὴν πρόσφατη εἰσαγωγὴ τῆς δημοτικῆς στὴ Θ. Λειτουργία;

᾿Απ.: Τὴν χειρότερη! Δὲν εἴπαμε ὅτι ἀπὸ τοὺς γλωσσικοὺς καβγάδες δὲν λείπουν οἱ πανεπιστημιακοί, οἱ γιατροὶ καὶ οἱ παππάδες; ῏Ηταν καιρὸς νὰ κάνει —καὶ γι᾿ αὐτὸ τὸ ζήτημα— τὴν ἐμφάνισή του ὁ Μακαριώτατος... Μὲ ἐξέπληξε πάντως, ἐπειδὴ ὁ κ. Χριστόδουλος ψάλλει πολὺ ὡραῖα καὶ θὰ ἔπρεπε νὰ εἶχε ἀντιληφθεῖ ὅτι, ἂν ἐπέζησε ὣς τὰ σήμερα ἡ Λειτουργία, αὐτὸ ὀφείλεται, κυρίως, στὴν ποίησή113 της, στὴ μουσική της καὶ ὄχι στὰ νοήματα. Φαίνεται, ὅμως, ὅτι ὁ ᾿Αρχιεπίσκοπός μας περιτριγυρίζεται κι αὐτὸς ἀπὸ διαφωτιστές, ποὺ τὸν παροτρύνουν νὰ βρίσκεται, κάθε λίγο καὶ λιγάκι, στὸ προσκήνιο... Εἶναι κρῖμα· μοῦ θυμίζει ἕνα προεκλογικὸ σύνθημα· «῾Ο Συνασπισμὸς στὸ κέντρο τῶν ἐξελίξεων»! ...

Παραπομπὲς - Βιβλιογραφία

  • Γεωργουσόπουλος, Κ., 1988. «Σχόλιο γιὰ τὴ Γλωσσικὴ Σχιζοφρένεια», στὸ Δημόσιος Διάλογος γιὰ τὴν Γλῶσσα. ᾿Αθήνα· ᾿Εκδόσεις Δόμος.
  • Γιανναρᾶς, Χρ., 1989. Νεοελληνικὴ Ταυτότητα. Γʹ ῎Εκδοση. ᾿Αθήνα· ᾿Εκδόσεις Γρηγόρης.
  • Γληνός, Δ., 1925. ῞Ενας ῎Αταφος Νεκρός. ᾿Εκδ. ῾Εταιρεία «ΑΘΗΝΑ».
  • —, 1929. «῾Η Θεραπεία τῆς ᾿Αγραμματοσύνης», στὸ Φιλήντας, Μ. κ.ἄ. 1980, Φωνητικὴ Γραφή. ᾿Αθήνα· Κάλβος.
  • Δημόσιος Διάλογος γιὰ τὴν Γλῶσσα. 1988. ᾿Αθήνα· ᾿Εκδόσεις Δόμος.
  • ᾿Ελύτης, ᾿Ο., 1990. Τὰ Δημόσια καὶ τὰ ᾿Ιδιωτικά. ᾿Αθήνα· ᾿Εκδόσεις ῎Ικαρος.
  • —, 2000. Αὐτοπροσωπογραφία σὲ Λόγο Προφορικό. ᾿Αθήνα· ᾿Εκδόσεις· «῞Υψιλον/Βιβλία».
  • «Εὐθύνη», Περιοδικό, 1991. Τὸ Σκάνδαλο τοῦ Μονοτονικοῦ, Φύλλα μάχης / 1, σ. γʹ-ιδʹ. ᾿Αθήνα, Σεπτέμβριος 1991.
  • ῾Η Δίκη τῶν Τόνων. 1943. Βιβλιοπωλεῖον τῆς «῾Εστίας».
  • ῾Η ᾿Αντιδικία τῶν Τόνων. 1944. ᾿Εκδ. Οἶκος Τζάκα-Δελαγραμμάτικα. ᾿Εν ᾿Αθήναις.
  • Καλιόρης, Γ. Μ., 1981. «Διδάγματα τοῦ ᾿Αδιέξοδου» στὸ Παρεμβάσεις. ᾿Αθήνα· Κέδρος.
  • —, 1986. Παρεμβάσεις ΙΙ – Γλωσσικά. ᾿Αθήνα· ῾Εξάντας.
  • —, 1988. «Γιὰ μιὰ Εὐρύχωρη Δημοτική», στὸ Δημόσιος Διάλογος γιὰ τὴν Γλῶσσα. ᾿Αθήνα· ᾿Εκδόσεις Δόμος.
  • —, 1991. ῾Η Ξύλινη Γλῶσσα. ᾿Αθήνα· ῾Αρμός.
  • —, ῾Ο Γλωσσικὸς ᾿Αφελληνισμός. ᾿Αθήνα· Κέδρος. Αʹ ἔκδοση 1984, Πολύτυπο. Γʹ ἔκδοση. ᾿Αθήνα· ᾿Εκδόσεις ῾Αρμὸς 1993.
  • —, 1996. ᾿Εξ ᾿Επαφῆς. ᾿Αθήνα· ᾿Εκδόσεις ῾Αρμός.
  • Καργάκος, Σ., 1985. ᾿Αλαλία. ᾿Αθήνα· ᾿Εκδόσεις Gutenberg.
  • —, 1991. ᾿Αλεξία. ᾿Αθήνα· ᾿Εκδόσεις Gutenberg.
  • Καστοριάδης, Κ., 1991, στὸ Εὐθύνη, Περιοδικό.
  • Κίσσινγκερ, Χ., 1997. «Οἰκονομικὸς Ταχυδρόμος», 14.8.1997.
  • Κονδύλης, Π., 1991. «῾Η Καχεξία τοῦ ᾿Αστικοῦ Στοιχείου στὴν Νεοελληνικὴ Κοινωνία καὶ ᾿Ιδεολογία». Στὸ ῾Η Παρακμὴ τοῦ ᾿Αστικοῦ Πολιτισμοῦ. ᾿Αθήνα· Θεμέλιο.
  • Κορδᾶτος, Γ., 1973. ῾Ιστορία τοῦ Γλωσσικοῦ μας Ζητήματος. Βʹ ἔκδοση. ᾿Αθήνα· Μπουκουμάνης.
  • Λαμπίδης, Χ., 1986. ᾿Αντιεπιθέσεις γιὰ τὴ Γλῶσσα, γιὰ τὸν ῾Ελληνισμό. Κείμενα κριτικῆς. «᾿Αντίφωνον».
  • —, 1990. Παιδεία καὶ Τρομοκράτες. Κείμενα κριτικῆς. «᾿Αντίφωνον».
  • Λαμψίδης, Γ. Ν., 1993. «Οἱ Περιπέτειες τῆς Δημοτικῆς». Πρακτικὰ τῆς Βουλῆς τοῦ 1911, 1976 καὶ τοῦ 1982. ᾿Αθήνα.
  • Λιγνάδης, Τ., 1988. «῾Η Γλῶσσα στὴν ᾿Εκπαίδευση». Στὸ Δημόσιος Διάλογος γιὰ τὴν Γλῶσσα. ᾿Αθήνα· ᾿Εκδόσεις Δόμος.
  • —, 1989. Καταρρέω. ᾿Αθήνα· ᾿Εκδόσεις· «᾿Ακρίτας».
  • Μακρυγιάννης, ᾿Απομνημονεύματα. Εἰσαγωγὴ Γιάννη Βλαχογιάννη. ᾿Εκδόσεις· Γαλαξίας, ᾿Αθήνα, 1964.
  • Πολύζος, Ν. καὶ συνεργάτες, 2004. Τὸ Κόστος τῆς Ψυχοθεραπείας (Οἰκονομικὴ καὶ Λειτουργικὴ ᾿Αξιολόγηση μιᾶς ῾Ημερήσιας Ψυχοθεραπευτικῆς Μονάδας). ᾿Αθήνα· ᾿Εναλλακτικὲς ᾿Εκδόσεις.
  • Σαββόπουλος, Δ., 1988. «Τὰ ῾Ελληνικὰ ὡς Τραγούδι» στὸ Δημόσιος Διάλογος γιὰ τὴν Γλῶσσα. ᾿Αθήνα· ᾿Εκδόσεις Δόμος.
  • Τζιροπούλου-Εὐσταθίου, ῎Α., 2002. ῞Ελλην Λόγος. Πῶς ἡ ῾Ελληνικὴ Γονιμοποίησε τὸν Παγκόσμιο Λόγο. ᾿Αθήνα· ᾿Εκδόσεις Γεωργιάδης «Βιβλιοθήκη τῶν ῾Ελλήνων».
  • Τσοπανάκης, ᾿Α. Γ., 1994. Νεοελληνικὴ Γραμματική. Θεσσαλονίκη· ᾿Εκδοτικὸς Οἶκος ᾿Αδελφῶν Κυριακίδη.
  • Φιλήντας, Μ., Γληνός, Δ., Σιδέρης, Γ., Γιοφύλλης, Φ., Χατζηδάκης, Ν., Προύσης, Κ., Καρθαῖος, Κ., Μπενέκος, Γ.Μ., 1980. Φωνητικὴ Γραφή. ᾿Αθήνα· Κάλβος.
  • Φωκᾶς, Ν., 1991. Τὸ Γλωσσικό μας Πρόβλημα εἶναι ᾿Εξωγλωσσικό. ᾿Αθήνα· ᾿Εκδόσεις «῾Ερμείας».
  • Ψυχάρης, Γ., 1929. Μεγάλη Ρωμαίϊκη ᾿Επιστημονικὴ Γραμματικὴ τῆς Δημοτικῆς. Τόμος Αʹ. ᾿Εν ᾿Αθήναις· ᾿Εκδοτικὸς Οἶκος «᾿Ελευθερουδάκης».
  • ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
    Η ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ
    ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
    ΙΩΑΝΝΟΥ ΓΕΝΝΑΔΙΟΥ 14 (115 21)
    ΕΙΔΙΚΗ ΣΥΝΟΔΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΟΣ

    Συμπεράσματα - Προτάσεις

    τῆς πραγματοποιηθείσης Ἡμερίδος ἐν Ἀθήναις τὴν 22αν μηνὸς Μαΐου 2006, ἀφιερωμένης εἰς τὸ θέμα τῆς νεοελληνικῆς γλώσσης καὶ εἰδικώτερον εἰς τὸν τονισμὸν αὐτῆς, μὲ κεντρικὸν θέμα: «Μονοτονικό: ἐμπειρία 24 ἐτῶν».

    Ἡ Ἡμερὶς ἔλαβε χώραν εἰς τὴν Αἴθουσαν Λόγου τῆς Στοᾶς τοῦ Βιβλίου καὶ συμμετεῖχαν περὶ τοὺς 300 Συνέδρους, Ἐκπρόσωποι τοῦ Ὑπουργείου Ἐθνικῆς Παιδείας καὶ Θρησκευμάτων, Ἀκαδημαϊκοί, Καθηγηταὶ ἐκ τῶν Φιλοσοφικῶν Σχολῶν, Ἐκπαιδευτικοὶ ὅλων τῶν βαθμίδων, καθὼς καὶ Ἐκπρόσωποι ἐκ τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν καὶ τῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων τοῦ Λεκανοπεδίου Ἀττικῆς.

    Τὴν Ἡμερίδα ἐτίμησε μὲ τὴν οὐσιαστικὴν παρουσίαν Του ὁ Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καὶ Πάσης Ἑλλάδος κ.κ. Χριστόδουλος, ὅστις καὶ ἀπηύθυνε ἐμπνευσμένην εἰσαγωγικὴν ὁμιλίαν.

    Διεπιστώθη, ὅτι αἱ ἐπὶ μέρους εἰσηγήσεις ἀνεπτύχθησαν ὑπὸ τῶν Εἰσηγητῶν εἰς ὑψηλὸν ἐπίπεδον, ὅπως καὶ αἱ ὑποβληθεῖσαι ἐρωτήσεις. Ὁ δὲ διεξαχθεὶς διάλογος διηύρυνε τὸν προβληματισμὸν καὶ τὴν εὐθύνην ὅλων ἡμῶν, ὅσον ἀφορᾶ εἰς τοὺς τρόπους καὶ τὰς λύσεις διὰ τὴν οὐσιαστικὴν ἀντιμετώπισιν τοῦ γλωσσικοῦ προβλήματος.

    Ἐκ τοῦ διεξαχθέντος διαλόγου μεταξὺ τῶν συμμετασχόντων καὶ τῶν Εἰσηγητῶν ἐξήχθησαν τὰ ὡς κάτωθι συμπεράσματα καὶ προτάσεις:

    1. Συμπεράσματα

    1. Ἡ ἀπόφασις διὰ τὴν κατάργησιν τοῦ πολυτονικοῦ καὶ καθιέρωσιν τοῦ μονοτονικοῦ, ἐλήφθη εἰς τὴν Βουλὴν τῶν Ἑλλήνων, αἰφνιδιαστικῶς, ὑπὸ μορφὴν τροπολογίας μὲ ἕνα ἄρθρον σὲ ἄσχετον Νόμον, τὸν Νόμον 1228 «περὶ ἐγγραφῆς μαθητῶν στὰ Λύκεια τῆς Γενικῆς καὶ Τεχνικῆς Ἐπαγγελματικῆς Ἐκπαιδεύσεως» ὁ ὁποῖος ἐψηφίσθη Νόμος μετὰ τὰ μεσάνυκτα τῆς 11.1.1982 ἀπὸ 30 ἢ κατ᾿ ἄλλους 20 Βουλευτάς, μόλις δηλαδὴ τὸ 10% τοῦ σώματος τῶν Βουλευτῶν, ἀναρμοδίων φυσικά, διότι οἱ μόνοι ἁρμόδιοι εἶναι προφανῶς ἡ Ἀκαδημία Ἀθηνῶν καὶ οἱ Καθηγηταὶ τῶν Φιλοσοφικῶν Σχολῶν τῶν Πανεπιστημίων τῆς Χώρας.
    2. Ἀπὸ τὴν ὡς ἄνω καθιέρωσιν τοῦ μονοτικοῦ, ὑπῆρξαν ἐλάχιστοι κανόνες. Ἡ ἐμπειρία τῶν ἐτῶν ἐκ τῆς χρήσεως τοῦ μονοτονικοῦ ἀπέδειξεν ὅτι:
      1. Τὰ λάθη τοῦ τονισμοῦ, ὄχι μόνον μεταξὺ τοῦ μαθητικοῦ πληθυσμοῦ, ἀλλὰ εἰς τὸν τύπον καὶ εἰς αὐτὰ ἀκόμη τὰ σχολικὰ βιβλία εἶναι περισσότερα ἀπ᾿ ὅ,τι μὲ τοὺς «ἀνελέητους» Κανόνες τονισμοῦ πρὶν 24 χρόνια.
      2. Μελέτη τοῦ Κέντρου Ἐκπαιδευτικῆς ἔρευνας σχετικῶς μὲ τὶς γλωσσικὲς ἐπιδόσεις τῶν μαθητῶν τῆς Α΄ Λυκείου κατέληξε μεταξὺ ἄλλων καὶ εἰς τὸ συμπέρασμα ὅτι εἰς τὰ γραπτὰ τῶν μαθητῶν ὑπάρχουν λάθη τονισμοῦ σὲ ποσοστὸ 71,69%.
    3. Αἱ Ἐκπαιδευτικαὶ ἀλλαγαὶ ποὺ ἐπεβλήθησαν κατὰ τὶς τελευταῖες τρεῖς δεκαετίες, κυρίως ἀπὸ τὸ 1976, ὑποβάθμισαν σημαντικὰ τὴν γνῶσιν τῆς συνέχειας τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης. Τοιουτοτρόπως αὐταὶ αἱ ἀλλαγαὶ καὶ κυρίως ἡ καθιέρωσις τοῦ μονοτονικοῦ, ἀπεμάκρυναν τὸν Νεοέλληνα ἀπὸ τὴν Ἱστορίαν καὶ διαχρονίαν τῆς γλώσσης του, ἀπὸ τὴν ἐτυμολογίαν τῶν λεκτικῶν τύπων καὶ δὲν μπορεῖ πλέον νὰ ἐξηγηθεῖ ὁ σχηματισμὸς λέξεων ποὺ ἔπαιρναν δασεία, ὅπως π.χ. καθημερινός, ὑφαρπαγή, ἐφοπλιστὴς κ.ἄ.
    4. Ἡ χαρακτηριστικὴ συνέπεια τῆς ἀδιαφορίας καὶ τῆς κακῆς χρήσεως τῆς Ἑλληνικῆς εἶναι ἡ ἀνεξέλεγκτη εἰσβολή, σὲ καθημερινὴ βάση, ξένων ὅρων εἰς ὅλους τοὺς χώρους ὅπως π.χ. ντιζάϊν ἀντὶ σχέδιον, ζουμάρω ἀντὶ μεγεθύνω, σόου ἀντὶ θέαμα, φουλάρω ἀντὶ γεμίζω, λάιφ στάιλ ἀντὶ τρόπος ζωῆς, γκλάμουρ ἀντὶ αἴγλη, ντημπέϊτ ἀντὶ συζήτηση καὶ πλῆθος ἄλλα παραδείγματα. Ὅλη αὐτὴ ἡ ξενομανία ἀποβαίνει ε᾿ς τὴν γλωσσικὴν ὑποδούλωσιν τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης, μάλιστα τῆς γλώσσης ἐκείνης ἡ ὁποία ὑπῆρξε θεμέλιον τῶν περισσοτέρων εὐρωπαϊκῶν γλωσσῶν. (Σύμφωνα μὲ ἔρευνα 30 χρόνων τοῦ συγγραφέως Ἀριστείδη Κωνσταντινίδη, ἡ ἀγγλικὴ περιέχει περισσότερες ἀπὸ 150.000 ἑλληνικὲς λέξεις, συμπεριλαμβανομένων καὶ τῶν τεχνικῶν ὅρων).
    5. Εἶναι δυσάρεστη ἡ εἰκόνα ποὺ παρουσιάζουν φιλόλογοι, θεολόγοι καὶ διδάσκαλοι, ὅταν χρειασθῆ ν᾿ ἀναγνώσουν μεγαλοφώνως ὄχι μόνο ἕνα ἀρχαῖον κείμενον Ὅμηρο, ἢ Θουκυδίδη, ἀλλὰ μία ἁπλῆν περικοπὴν ἀπὸ τὸν Ἀπόστολον ἢ τὸ Εὐάγγελιον. Τὸ ἴδιο δυστυχῶς συμβαίνει καὶ μὲ πολλοὺς ἀπὸ τοὺς νέους Κληρικούς μας, οἱ ὁποῖοι δὲν ἔχουν διδαχθῆ τὸ πολυτονικὸ σύστημα γραφῆς.
    6. Ἡ καθιέρωσις τοῦ Μονοτονικοῦ «ἐπέτυχε» νὰ προβάλῃ ὡς παιδαγωγικὸν ἰδεῶδες τὴν ἥσσονα προσπάθειαν. Καὶ μέσα εἰς τὸ πνεῦμα τῆς ἥσσονος προσπαθείας καταργεῖται κάθε ἄλλη προσπάθεια διὰ τὴν ἀντιμετώπισιν τῆς γενικώτερης παρακμῆς τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης.
    7. Μέσα εἰς αὐτὸ τὸ ἀρνητικὸν κλῖμα, ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἐκράτησε, κρατεῖ καὶ θὰ κρατῇ τὸ πολυτονικὸν εἰς τὰ ἔγγραφα, εἰς τὴν ἀλληλογραφίαν καὶ εἰς τὰς ἐκκλησιαστικὰς ἐκδόσεις. Ἡ δὲ πανταχόθεν ἐξαπλουμένη παγκοσμιοποίησις ἐξυπερετεῖται ἄριστα μὲ μίαν γλῶσσαν φτωχὴν καὶ ξύλινην.

    2. Προτάσεις.

    Ὑπάρχουν περιθώρια (ἐλάχιστα ἀκόμη) καὶ προοπτικὲς διὰ τὴν ἀναβάθμισιν καὶ οὐσιαστικὴν ἐνίσχυσιν τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, ἀρκεῖ ὅλοι νὰ συνειδητοποιήσουμε αὐτὴν τὴν ἀνάγκην καὶ νὰ ἐπιδιώξωμε διὰ συγκεκριμένων προτάσεων τὴν προώθησιν αὐτοῦ τοῦ Ἱεροῦ σκοποῦ.

    1. Ἐξορθολογισμὸς τοῦ Ἐκπαιδευτικοῦ προγράμματος μὲ τὴν ἰσόρροπον καὶ ἰσότιμον κατανομὴν τῶν ὡρῶν διδασκαλίας θετικῶν καὶ θεωρητικῶν μαθημάτων. Κρίνεται ὡς θετικὸν μέτρον ἡ ἀπόφασις τοῦ ΥΠ.Ε.Π.Θ. ν᾿ αὐξηθοῦν ἀπὸ τὸ Σχολικὸν ἔτος 2005-2006 οἱ ὧρες διδασκαλίας τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν ἀπὸ τὸ πρωτότυπον εἰς τὸ Γυμνάσιον καὶ τὸ Λύκειον.
    2. Εἰς τὰ τμήματα Παιδαγωγικῆς καὶ Ψυχολογίας, τὰ ἀρχαῖα ἐλληνικὰ διδάσκονται ἀπὸ ἐλάχιστα ἕως καθόλου μὲ ἀποτέλεσμα οἱ πτυχιοῦχοι τῶν τμημάτων αὐτῶν ν᾿ ἀντιμετωπίζουν πρόβλημα, ὅταν διορισθοῦν εἰς τὴν δευτεροβάθμιον ἐκπαίδευσιν, διότι ἀδυνατοῦν νὰ διδάξουν τὶς παλαιότερες μορφὲς τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης καὶ μὴ γνωρίζοντες ἐπαρκῶς ἀρχαῖα, διδάσκουν ἐλλειπῶς καὶ τὰ νέα ἑλληνικά. Πρέπει ἑπομένως καὶ εἰς τὴν τριτοβάθμιον ἐκπαίδευσιν (τμήματα παιδαγωγικῆς) νὰ διδάσκεται ἐπαρκῶς ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα εἰς ὅλην τὴν διαχρονίαν της.
    3. Ἀναγκαία ἡ ποιοτικὴ ἀναβάθμισις τῆς γλωσσικῆς μας παιδείας. Δὲν ἀρκεῖ μόνον ἡ ποσοτικὴ ἐνίσχυσις αὐτῆς. Προαπαιτούμενα διὰ τὴν ποιοτικὴν ἀναβάθμισιν διὰ τὸ μάθημα τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης εἶναι ἡ ἑλκυστικὴ καὶ ἀποδοτικὴ διδασκαλία καὶ τὰ κατάλληλα διδακτικὰ βιβλία.
    4. Ἐπανίδρυσις εἰς τὴν Μέσην Ἐκπαίδευσιν κλασσικῶν τάξεων, διὰ τὴν ἀρτιωτέραν γνῶσιν τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης δι᾿ ὅσους μαθητὰς ἐπιλέξουν τὴν θεωρητικὴν κατεύθυνσιν. Θὰ συντελέσῃ ἐπίσης εἰς τὴν τροφοδότησιν τῶν Φιλοσοφικῶν, Θεολογικῶν καὶ Νομικῶν Σχολῶν μὲ φοιτητὰς γλωσσικῶς κατηρτισμένους.
    5. Συστηματικὴ καὶ διὰ βίου ἐπιμόρφωσις τῶν ἐκπαιδευτικῶν λειτουργῶν (φιλολόγων καὶ διδασκάλων) καὶ
    6. Ἵδρυσις ἀτύπων φροντιστηρίων ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (Ἱερὰν Ἀρχιεπισκοπὴν καὶ Ἱερὰς Μητροπόλεις) διὰ τοὺς ὑποψηφίους πρὸς χειροτονίαν Κληρικούς, καθὼς καὶ διὰ τοὺς νέους Κληρικοὺς οἱ ὁποῖοι ἀγνοοῦν τὸ πολυτονικόν, ὡς διδαχθέντες τὸ μονοτονικὸν εἰς τὴν Πρωτοβάθμιον καὶ Δευτεροβάθμιον ἐκπαίδευσιν.
    7. Νὰ ἐκδοθοῦν τὰ Πρακτικὰ τῆς Ἡμερίδος, ὑπὸ τῆς «Ἀποστολικῆς Διακονίας» τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, πρὸς πληρεστέραν ἐνημέρωσιν τῶν ἐνδιαφερομένων.

    Εἰσαγωγικὴ ὁμιλία τοῦ μακαριωτάτου ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν κ.κ. Χριστοδούλου

    [διαθέσιμη στὸ Διαδίκτυο (προσθέσαμε τὶς βαρεῖες ποὺ ἔλειπαν).]

    Σεβασμιώτατοι ἅγιοι Ἀδελφοί,
    Ἐντιμότατοι ἐπίσημοι προσκεκλημένοι
    Ἀγαπητοὶ ἀδελφοὶ καὶ ἀδελφές,

    Τὶς μεσονύκτιες ὧρες τῆς 11ης Ἰανουαρίου 1982 στὴ Βουλὴ τῶν Ἑλλήνων, παρουσία τριάντα περίπου μόνον βουλευτῶν, κατακόπων ἤδη, συνετελέσθη ἀνερυθριάστως μία ὠμὴ βιαιοπραγία εἰς βάρος τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης. Ὁ τότε Ὑπουργὸς Παιδείας, εἰσήγαγε ἀπροειδοποίητα πρὸς ἐπείγουσα ψήφισι, ὑπὸ μορφὴν τροπολογίας, ἕνα ἄρθρο, κυριολεκτικῶς, τῆς προσκολλήσεως, σὲ ἄσχετο Νόμο, τὸν Νόμο 1228 «Περὶ ἐγγραφῆς μαθητῶν στὰ Λύκεια τῆς Γενικῆς καὶ Τεχνικῆς - Ἐπαγγελματικῆς Ἐκπαιδεύσεως», μὲ τὸ ὁποῖο ἐπεβάλλετο αἰφνιδίως στοὺς Ἕλληνες τὸ λεγόμενο Μονοτονικὸ σύστημα γραφῆς. Ἡ Ἀντιπολίτευσι, καταληφθεῖσα ἐξ ἀπήνης, ἀντέδρασε, ἐζήτησε ἀναβολή, ὥστε νὰ ὑπάρξη ἡ δυνατότητα νηφαλίου μελέτης καὶ ἐπεξεργασίας ἑνὸς τόσο σοβαροῦ θέματος ἀπὸ τὴν Ἐθνικὴ Ἀντιπροσωπεία, πλὴν ματαίως, ὁπότε ἐγκατέλειψε διαμαρτυρομένη τὴν αἴθουσα. Τὸ Μονοτονικό, περιβεβλημένο διάτρητο κοινοβουλευτικὸ μανδύα, ἔγινε Νόμος τοῦ Κράτους καὶ ἀπὸ τὴν ἑπομένη ἐπεβλήθη στὴν ἐκπαίδευσι καὶ στὶς δημόσιες ὑπηρεσίες καὶ ὀργανισμοὺς μὲ ἀσυνήθη ζῆλο, ἤ, γιὰ νὰ εἴμεθα εἰλικρινέστεροι, μὲ ἀνείπωτη σκοταδιστικὴ μανία καὶ καταθλιπτικὴ βία. Οἱ ὑπάλληλοι τοῦ δημοσίου καὶ τῶν δημοσίων ὀργανισμῶν, καὶ πιὸ πολὺ οἱ ἐκπαιδευτικοὶ τῆς στοιχειώδους καὶ μέσης ἐκπαιδεύσεως, τρομοκρατήθηκαν ἀπὸ τὴν Ἐξουσία μὴ τυχὸν καὶ ἀντιδράσουν καὶ δὲν τὸ ἐφαρμόσουν. Ἀμέτρητα σχολικὰ καὶ ἄλλα ἐκπαιδευτικὰ βιβλία καὶ ἐγχειρίδια καταστράφηκαν, ξαναστοιχειοθετήθηκαν στὸ μονοτονικὸ καὶ ἐπανεκδόθηκαν, μὲ ἀνυπολόγιστο οἰκονομικὸ κόστος, πού, βεβαίως, πληρώθηκε ἀπὸ τὸ βαλάντιο τῶν φορολογουμένων. Ἀκόμη καὶ οἱ γραφομηχανὲς τῶν δημοσίων ὑπηρεσιῶν καὶ τῶν σχολείων συγκεντρώθηκαν ἐσπευσμένως καὶ ὑπέστησαν πάραυτα τονικὸ καὶ πνευματικὸ ἀκρωτηριασμό. Ἡ δασεῖα, ἡ ψιλή, ἡ περισπωμένη, ἡ βαρεία καὶ ἡ ὑπογεγραμμένη ἀπεσκυβαλίσθησαν μὲ πρωτοφανῆ λύσσα, ὡς μιάσματα «τῆς στείρας συντήρησης». Ὁ «προοδευτικός» φωταδισμὸς διέγραψε διὰ μονοκονδυλιᾶς μία γλωσσικὴ καὶ γραμματική, δηλαδὴ πολιτισμική, ἱστορία εἰκοσι δύο αἰώνων, μὲ πρόφασι τὴν ἀπαλλαγὴ τῶν μαθητῶν ἀπὸ περιττοὺς κόπους ποὺ ἀπαιτοῦσε ἡ ἐκμάθησις τῶν δασυνομένων λέξεων καὶ τῶν τεσσάρων-πέντε κανόνων τονισμοῦ. Οἰκονομία κόπου καὶ χρόνου!... Εἰς τὸ ἑξῆς, χωρὶς τὰ ἐπαχθῆ «μακρὸν πρὸ μακροῦ ὀξύνεται» καὶ «μακρὸν πρὸ βραχέος περισπᾶται», οἱ Ἕλληνες, ἐλεύθεροι ἀπὸ περιττὰ βάρη καὶ μὲ περισσότερο χρόνο στὴν διάθεσὶ τους, θὰ μποροῦσαν ν’ ἀνοίξουν -ἐπὶ τέλους!- τὰ φτερὰ τοῦ πνεύματός τους καὶ νὰ πετάξουν στὰ ὕψη τῆς γνώσεως καὶ τῆς σοφίας.

    Οὔτε ἡ Ἀκαδημία Ἀθηνῶν ἐρωτήθηκε ποτὲ γιὰ τὴ μεταβολή, οὔτε οἱ Πανεπιστημιακὲς Φιλοσοφικὲς Σχολές, οὔτε οἱ ἄνθρωποι τῶν Γραμμάτων, οὔτε ὁ ἐκτὸς συνόρων Ἑλληνισμός. Τὸ Γένος καὶ ποιητὲς εἶχε καὶ συγγραφεῖς – λογοτέχνες, μὲ ἄριστη ἑλληνομάθεια εἶχε, καὶ φιλολόγους, πανεπιστημιακοὺς καὶ μή, σπουδαίους. Οὐδεὶς ἐξ ἀυτῶν πλὴν ἐλαχίστων ἐζήτησε ποτὲ καθιέρωσι μονοτονικοῦ, ἀλλὰ καὶ οὐδεὶς ἐρωτήθηκε! Κάποτε, βεβαίως, ἀρκετὰ πρὶν τὴν μονοτονικὴ «μεταρρύθμιση», στὴν ἐφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ εἶχε δημοσιευθῆ ἕνα κύριο ἄρθρο, πρωτοσέλιδο, «ποὺ ἐξηγοῦσε πόσα χρήματα θὰ κέρδιζε ἡ ἐθνικὴ οἰκονομία ἄν οἱ γραφομηχανὲς καὶ τὰ τυπογραφεῖα δούλευαν χωρὶς τόνους καὶ πνεύματα». Ἐπρόκειτο, προφανῶς, γιὰ δοκιμαστικὴ βολή. Δὲν ἀποτελεῖ δὲ μυστικό, διότι ὅλα κάποτε σ’ αὐτὸν τὸν τόπο μαθαίνονται, ὅτι «ἡ μοναδικὴ μελέτη στὴν ὁποία στηρίχθηκε ἡ Βουλὴ τῶν Ἑλλήνων γιὰ νὰ ἐπιβάλει ὁμόφωνα τὸ μονοτονικὸ ἦταν μιὰ ἔκθεση τῆς ἑταιρείας Ὀλιβέττι. Τὸ μονοτονικὸ στὴν Ἑλλάδα μᾶς τὸ σερβίρησαν γιὰ νὰ «τὸ χωνέψουμε» οἱ πολυεθνικές. Ὄχι βεβαίως ἀπο ψυχοπόνεσι γιὰ τὰ παιδιά μας καὶ γιὰ τὴν διευκόλυνσι τῶν σπουδῶν τους!.... Νὰ σημειώσουμε ὅτι δὲν εἶχε καλὰ-καλὰ προλάβει νὰ ψηφισθῆ ἡ κατάργησι τοῦ πολυτονικοῦ, ὅπως ἐψηφίσθη, καὶ ἡ ἀγορὰ βρέθηκε ἀμέσως γεμάτη ἀπὸ γραφομηχανὲς στὸ μονοτονικό, ἐνῶ δὲν εὕρισκες οὔτε γιὰ δεῖγμα πολυτονικές! Τί νὰ πρωτοθαυμάση κανείς; Τὴν ἐσπευσμένη καταναλωτικὴ ἑτοιμότητα ἤ τὸ ἐπιτελικὸ σχέδιο καὶ τὸ ἐμπορικὸ δαιμόνιο τῆς καταναλωτικῆς προετοιμασίας, ποὺ μὲ τὶς εὐλογίες τοῦ Κράτους ὁδηγεῖ τὸν ἐνδιαφερόμενο σὲ ὑποχρεωτικὸ ἐκβιασμὸ ἀγορᾶς;

    Ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος, οἱ ἄνθρωποι τῶν γραμμάτων ἀντέδρασαν. Ὁ Καθηγητὴς καὶ Γεν. Γραμματεὺς τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν Ἰ.Ν. Θεοδωρακόπουλος ἀμφισβήτησε ζωηρὰ στοὺς νομοθέτες, δηλαδὴ στὴν ἐξουσία, τὸ δικαίωμα δυναμικῆς ἐπεμβάσεως στὴ γραφὴ τοῦ λόγου, ὑποστηρίζοντας εὔστοχα ὅτι «τὴν γλῶσσα τὴν ἀναπτύσσουν μόνον ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἔχουν νὰ εἰποῦν κάτι, δηλαδὴ οἱ πνευματικοὶ ἄνθρωποι, καὶ ὄχι οἱ ἀπνευμάτιστοι γλωσσοπλάστες καὶ νομοθέτες... Οἱ γλωσσικοὶ νομοθέτες, δὲν ἔχουν καμμία ἁρμοδιότητα καὶ ἀνακόπτουν ἁπλῶς τὴν ἐξέλιξη τοῦ γλωσσικοῦ μας πολιτισμοῦ».

    Διαπρεπεῖς, πνευματικοὶ ἄνθρωποι τῆς περιωπῆς τοῦ Νικηφόρου Βρεττάκου, τοῦ Νίκου-Γαβριὴλ Πεντζίκη, τοῦ Τάκη Βαρβιτσιώτη, τοῦ Ἀντρέα Καραντώνη, τῆς Μελισσάνθης, τοῦ Χρήστου Μαλεβίτση, τοῦ Δημήτρη Μυράτ, τῆς Λιλῆς Ζωγράφου, τοῦ Εὐαγγέλου Μόσχου, τοῦ Παντελῆ Πάσχου, τῆς Ἰωάννας Τσάτσου, τοῦ Κώστα Τσιροπούλου, τῆς Τατιάνας Σταύρου, τοῦ Νίκου Ἀθανασιάδη, τοῦ Τάσου Ἀθανασιάδη, τῆς Γεωργίας Ταρσούλη, τοῦ Ἀλέξη Σολομοῦ κ.ἄ. ἐδημοσίευσαν μία αὐστηρὴ διακήρυξι, μὲ τὸν τίτλο: Διακήρυξη Ἑλλήνων Συγγραφέων. Μ’ αὐτὴν διαμαρτύρονταν ἐντονώτατα γιὰ τὴν ἀναρμόδια καὶ δυναστικὴ κρατικὴ ἐπέμβασι στὴν γραφὴ τῆς γλώσσης καὶ διεκήρυσσαν: «Δὲν δεχόμαστε ὁποιαδήποτε ἀλλαγὴ στὴ γραφὴ τῶν λέξεων τῆς γλώσσας μας καὶ θὰ συνεχίσουμε νὰ γράφουμε καὶ νὰ τυπώνουμε τὰ βιβλία μας μὲ σέβας πρὸς τὴν ζωντανὴ γλωσσικὴ παράδοση καὶ τὴν πλήρη μορφὴ τῶν λέξεων, ὅπως μᾶς δίδαξαν οἱ πατέρες τοῦ δημοτικισμοῦ καὶ οἱ μεγάλοι Νεοέλληνες συγγραφεῖς».

    Παραλλήλως ὁ μεγάλος μας Ἐλύτης, ποὺ πίστευε πὼς «.... ἡ πολυαιώνια παρουσία τοῦ Ἑλληνισμοῦ πάνω στὰ δῶθε ἤ ἐκεῖθε τοῦ Αἰγαίου χώματα ἔφτασε νὰ καθιερώσει μιὰν ὀρθογραφία, ὅπου τὸ κάθε ὠμέγα, τὸ κάθε ὕψιλον, ἡ κάθε ὀξεία, ἡ κάθε ὑπογεγραμμένη, δὲν εἶναι παρὰ ἕνας κολπίσκος, μιὰ κατωφέρεια, μιὰ κάθετη βράχου πάνω σὲ μιὰ καμπύλη πρύμνας, πλεούμενου, κυματιστοὶ ἀμπελῶνες, ὑπέρθυρα ἐκκλησιῶν, ἀσπράκια ἤ κοκκινάκια, ἐδῶ ἤ ἐκεῖ, ἀπὸ περιστεριῶνες καὶ γλάστρες μὲ γεράνια», ἐδήλωνε καὶ αὐτὸς ἀπερίφραστα: «Ἐγὼ εἶμαι ὑπὲρ τοῦ παλαιοῦ συστήματος, ἐναντίον τοῦ μονοτονικοῦ καὶ ὑπὲρ τῆς διδασκαλίας τῶν Ἀρχαίων Ἑλληνικῶν. Εἶναι ἡ βάση γιὰ νὰ ξέρεις τὴν ἐτυμολογία τῶν λέξεων. Ἡ σημερινὴ κακοποίηση τῆς γλώσσας μὲ ἐνοχλεῖ καὶ αἰσθητικά».

    Ὁ Κορνήλιος Καστοριάδης ἐφώναζε: «Ἄν δὲν θέλετε, κύριοι τοῦ Ὑπουργείου, νὰ κάνετε φωνητικὴ ὀρθογραφία, τότε πρέπει ν’ ἀφήσετε τοὺς τόνους καὶ τὰ πνεύματα, γιατὶ αὐτοὶ ποὺ τοὺς βάλανε ξέρανε τί κάνανε. Δὲν ὑπῆρχαν στὰ ἀρχαῖα ἑλληνικά, γιατί, ἁπλούστατα, ὑπῆρχαν μέσα στὶς ἴδιες τὶς λέξεις».

    Ὁ Τάσος Λιγνάδης ἐξέφρασε χειρότερους φόβους: «Ἡ γλῶσσα μας... εἶναι μιὰ εἰκόνα, ποὺ καθὼς τὴν γράφουμε ἤ τὴν διαβάζουμε προάγουμε μιὰ σημασία σὲ ἦχο. Εἶναι, μεταφορικά, ἡ ἰδεογραφία μιᾶς μουσικῆς... Ἡ ἰσοπεδωτικὴ μονοσημία τῆς εἰκόνας εἶναι καὶ διάλυση (προοδευτικὴ κατάργηση τῆς ὀρθογραφίας) καὶ σύγχυση νοηματικὴ καὶ ἀτροφία φωνητική... ἡ μεταπροσωδιακὴ σήμανση τῆς ἑλληνικῆς γραφῆς ἔχει τὴν ἱστορία τοῦ πολιτισμοῦ της. Ἀκριβῶς γι’ αὐτοὺς τοὺς λόγους διαφωνῶ μὲ τὸ μονοτονικό, ποὺ τὸ μόνο ἐπιχείρημά του εἶναι ἡ ἁπλούστευση μιᾶς πρακτικῆς χρήσης. Ὡστόσο ὁ φόβος μου δὲν προέρχεται μόνο ἀπὸ αὐτά, .... ἀλλὰ ἀπὸ κάτι ἄλλο: τὴν ἐνδεχόμενη συνάρτηση τοῦ μονοτονικοῦ μὲ μιὰ ἀσυλλόγιστη λαϊκιστικὴ προοδευτικότητα. Τὸ μονοτονικὸ εἶναι ὁ μοχλὸς μιᾶς «ἐξελίξεως».... ποὺ θὰ ὁδηγήσει βαθμιαῖα στὴν φωνητικὴ ὀρθογραφία καὶ στὸ λατινικὸ ἀλφάβητο. Καὶ τότε θἄρθει μιὰ Βουλὴ τῶν Ἑλλήνων νὰ βάλει καμαρώνοντας τὴν ταφόπετρα στὴν ἑλληνικὴ γραφὴ καὶ μιὰ ἄλλη πιὸ ρηξικέλευθη –γιατί ὄχι- νὰ βάλει τὴν ταφόπετρα στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα». Κι εὐχόταν: «Εὔχομαι νὰ ἔχω ἀποδημήσει εἰς Κύριον πρὶν τὰ μάτια μου δοῦν μιὰ τέτοια «πρόοδο» τῆς Πολιτείας!».

    Ὁ μεγάλος ποιητὴς τῆς Κύπρου Κώστας Μόντης, παρατηρώντας τὶς περὶ τὴν γλώσσα μας καινοτομίες εἶπε: «δὲν κατανοήσαμε πόσο εὔθραυστα εἶναι [τὰ Ἑλληνικὰ] καὶ τσαλαβουτᾶμε ἀνεύθυνα» κι ἔμεινε πιστὸς στὸ πολυτονικὸ ὡς τὸν θάνατό του.

    Ὁ Νικηφόρος Βρεττάκος ὑπεστήριξε: «Ὑπερτιμήθηκε ἡ ἄποψη ὅτι διευκολύνει τοὺς μαθητές, κάτι πού, ἴσως, εἶναι ἀντιπαιδαγωγικό. Ὑπάρχει, ἄλλωστε καὶ μιὰ παράδοση, ποὺ ἐκφράζει τὴν ἄποψη μεγάλων παιδαγωγῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπιμένουν ὅτι τὸ παιδὶ πρέπει νὰ κοπιάζει γιὰ νὰ γίνει ἄνθρωπος ἱκανός, ὥστε στὴ ζωή του ν’ ἀντιμετωπίσει ὅλες τὶς ἀντιξοότητες».

    Στὴν πραγματικότητα τὸ νέο σύστημα διευκόλυνε ἁπλῶς τοὺς θιασῶτες τῆς ἥσσονος προσπαθείας μαθητὲς καὶ μερικοὺς ἐκδότες ἐφημερίδων καὶ τυπογράφους. Καί, γιὰ νὰ μὴν τὸ λησμονοῦμε, τὴν πολυεθνικὴν Olivetti ποὺ εἰσώρμησε ἀμέσως ἕτοιμη στὴν ἀγορὰ μὲ μονοτονικὲς γραφομηχανὲς καὶ ὅποιους ἄλλους, ἐκρύπτοντο ὀπίσω της. Θέλετε νὰ τὸ ποῦμε καὶ πιὸ καθαρά; Κάποια «μεγάλα κεφάλαια καὶ τοὺς ἀλληθωρίζοντες πρὸς μίαν κεκαλυμμένη πνευματικὴ παγκοσμιοποίησι», ὅπως ἔγραψε ὁ Κυριάκος Πλήσης. Ἔτσι, τριάντα ἄνθρωποι, στὰ μαῦρα μεσάνυχτα, μὲ μιὰ γενναία καὶ ὁπωσδήποτε ἱστορικὴ ἀπόφασι, «ἀπελευθέρωσαν» τὸ ταλαίπωρο Γένος ἀπὸ τὸν «σκοταδισμό» τοῦ Ἀριστοφάνους τοῦ Βυζαντίου καὶ τῶν Ἀλεξανδρινῶν φιλολόγων καὶ ἀπὸ τὰ δεσμὰ ὅλων ἐκείνων τῶν περιττῶν καὶ παράξενων σημαδιῶν, ποὺ ἔκαναν δύσκολη τὴν ζωὴ τῶν παιδιῶν καὶ τῶν ἐκδοτῶν καὶ τυπογράφων μας.

    Ἀλλὰ ἄς ἔλθωμε, ἀγαπητοί, στὸ ἐρώτημα: -Ἐπέτυχε ἤ Ἀπέτυχε τὸ Μονοτονικό;

    1. Στὰ 25 χρόνια ἀπὸ τὴν βάναυσι ἐπιβολή του δὲν ἐπιτεύχθηκε πλήρης ὑποταγὴ στὸ θλιβερὸ νομοθέτημα. Οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι τοῦ πνεύματος συνέχισαν ἀνυποχώρητα τὴν ἀντίστασί τους. Μεταξύ τους ὁ Τάσος Λιγνάδης, ὁ Χρῆστος Γιανναρᾶς, ὁ Γιάννης Τσαρούχης, ὁ Σαράντης Καργάκος, ὁ Φρέντυ Γερμανός, ὁ Γιάννης Χατζηφώτης, ὁ Τάκης Σωτῆρχος καὶ πολλοὶ ἄλλοι ἔγκριτοι καὶ καταξιωμένοι συγγραφεῖς ἔγραψαν ἤ γράφουν καὶ τυπώνουν τὰ βιβλία τους στὸ πολυτονικό. Ἀκόμα καὶ στὴν Διασπορά, ὅπως ὁ διακεκριμένος ποιητὴς τῆς Αὐστραλίας Δημ. Τσαλουμᾶς. Ὁπωσδήποτε καὶ ἀρκετοὶ ἐκ τῶν ἐμφανισθέντων μετὰ τὴν ἀσυλλόγιστη μεταρρύθμισι, ὅπως ἡ Ρέα Γαλανάκη. Ὑπάρχουν ἀκόμη ἐφημερίδες καὶ περιοδικὰ ποὺ ἐπίσης χρησιμοποιοῦν πολυτονικό. Ἐκδότες ποὺ στὴν ἀρχὴ ὑπῆρξαν ἀνένδοτοι μονοτονιστές, ἐκ τῶν πραγμάτων ὑπεχρεώθησαν νὰ ὑποχωρήσουν καὶ νὰ ἐκδίδουν ἐκ παραλλήλου καὶ μὲ τὸ πολυτονικό, κατὰ τὴν ἐπιθυμία τῶν συγγραφέων. Διαπρεπεῖς ἄνθρωποι τοῦ πνεύματος, ὅπως ὁ Στέλιος Ράμφος, ὁ Κώστας Τσιρόπουλος καὶ οἱ ἐκλεκτοὶ συνεργάται τῆς Εὐθύνης, (θυμίζω τὴν ἔκδοσι του φυλλαδίου: ΤΟ ΣΚΑΝΔΑΛΟ ΤΟΥ ΜΟΝΟΤΟΝΙΚΟΥ [1991] καὶ τὸ ἀφιέρωμα τῆς Εὐθύνης πρὸ τετραετίας) καὶ φιλόλογοι τῆς περιωπῆς τοῦ Σαράντου Καργάκου, κρατοῦν δυναμικὰ τὴν σημαία τῆς ἀντιστάσεως. Ὁ τελευταῖος τονίζει ὅτι «τὸ πολυτονικὸ εἶναι ἄσκηση νοός. Πἐρ’ ἀπὸ αὐτό, εἶναι στοιχεῖο παραδοσιακό, αἰσθητικό. Τὰ πνεύματα καὶ οἱ τόνοι εἶναι ὅ,τι ὁ γλυπτικὸς διάκοσμος σὲ ἀρχαῖο ἀρχιτεκτόνημα». Θὰ προσέθετα ὅτι οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα κάνουν τὸ γραπτό μας λόγο ἀληθινὸ πίνακα ζωγραφικῆς. Γράφεις λ.χ. κῦμα καὶ τὸ βλέπεις νὰ σκάη μέσα στὸν κόλπο τοῦ ὕψιλον ὡς περισπωμένη! Γράφεις γλῶσσα καὶ τὴν βλέπεις νὰ ἐμφανίζεται μέσα ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ ὠμέγα, μὲ τὴν μορφὴ καὶ πάλι τῆς περισπωμένης. Γράφεις ὕπνος καὶ βλέπεις τὴν δασεία, βλέφαρο νὰ κλείνη!.. Καὶ πάλι θὰ μνημονεύσω τὸν Βρετάκο. Εἶπε: «Ἄν ἤθελα νὰ ζωγραφίσω μιὰ ἀνάπηρη Ἑλλάδα, θὰ τὴν ἔγραφα μ’ ἕνα λάμδα καὶ χωρὶς δασεῖα». Ἀπὸ κοντὰ καὶ ὁ Καργάκος θὰ πῆ πολὺ εὔστοχα: «Οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα εἶναι γιὰ τὴν ἐλληνικὴ γραφὴ ὅ,τι οἱ Κυκλάδες, οἱ Β. καὶ Ν. Σποράδες γιὰ τὸν ἑλληνικὸ κορμό. Ἡ Κρήτη εἶναι ἡ περισπωμένη τῆς γλώσσας μας» καὶ ἡ Εὔβοια ἡ βαρεία, θὰ μποροῦσε νὰ προσθέση κανείς. Ἀλλὰ βεβαίως δὲν πρόκειται γιὰ θέμα μόνον αἰσθητικῆς, ὅπως καὶ τὰ νησιὰ μας, δὲν εἶναι διακοσμητικὰ στοιχεῖα τῆς Ἑλληνικῆς Πατρίδος, παρὰ τὴν ἀπίστευτη ὀμορφιὰ ποὺ τῆς προσδίδουν!...
    2. Τὸ μονοτονικὸ «ἐστέρησε τὴν γλῶσσα μας ἀπὸ τὸν γενετικὸ κώδικα τῶν λέξεών της», παρετήρησε πολὺ εὔστοχα ὁ Τσιρόπουλος. Παραλλήλως ἐστένεψε τὸ γνωστικὸ πεδίο τῶν μονότονα καὶ ἀπνευμάτιστα ἐκπαιδευθέντων ἐπικινδύνως. Ἡ σαφήνια καὶ ἡ ἀμεσότητα τοῦ λόγου ἐχάθηκε. Τὰ μέρη τοῦ λόγου μπερδεύονται εὔκολα μεταξύ τους. Ἡ ἐτυμολογία τῶν λέξεων ἀποτελεῖ ἄλυτο γιὰ τοὺς μονοτονικὰ σπουδαγμένους. Μιλοῦν γιὰ ἀφαίρεσι, γιὰ ἀφαίμαξι γιὰ αὐθαιρεσία, γιὰ ἀφύπνησι, γιὰ ἐφάπαξ, γιὰ ἐφαρμογή, γιὰ καθήλωσι, γιὰ κάθοδο, γιὰ μεθόδευσι γιὰ καθυστέρησι, γιὰ μεθόριο, γιὰ ἀφελληνισμό, γιὰ πενθήμερο, γιὰ ἀνθυπολοχαγό, γιὰ πρωθυπουργό, γιὰ ὑφιστάμενο, γιὰ ὑφήλιο, γιὰ ἕνα πλῆθος σύνθετα καὶ στέκουν κεχηνότες μπροστὰ στὰ Θ καὶ στὰ φ, ποὺ δὲν βγαίνουν –κατὰ τὸ δὴ λεγόμενον- ἀπὸ ὅσα γνωρίζουν. Βλέπουν τοὺς Ἄγγλους νὰ γράφουν Hellas καὶ ψάχνουν νὰ βροῦν ποῦ βρέθηκε αὐτὸ τὸ h μπροστὰ στὸ ὄνομα τῆς Ἑλλάδος. Τὸ ἴδιο καὶ μὲ τὸ History, τὸ Haides, τὸ harmony, τὸ homily, τὸ hilarious, τὸ hypnotic, τὸ hypothesis κι ἕνα πλῆθος ἄλλα. Ποιός νὰ τοὺς ἐξηγήση γιὰ τὴν ἔρημη τὴν δασεία μας, ποὺ οἱ «χασομέρηδες» Ἄγγλοι ἀκόμη τὴν ὑπολογίζουν καὶ τὴν γράφουν; Ἀλλὰ μποροῦν, μὲ τέτοιο ἐξοπλισμό, νὰ ἀφυπνισθοῦν καὶ νὰ καταλάβουν καὶ νοιώσουν τί ἀφαίμαξι πνευματικὴ τοὺς γίνεται, τί καθήλωσι πολιτιστικὴ ὑφίσταται, τί κίνδυνοι ἐλλοχεύουν στὴν ἑλληνοτουρκικὴ μεθόριο καὶ στὶς παραμεθόριες περιοχὲς μας γενικῶς, τί μεθοδεύσεις γίνονται γιὰ νὰ τοὺς ὑποκλέψουν ἤ μειώσουν τὸ ἐφάπαξ, τί αὐθαιρεσίες γίνονται κάθε τόσο εἰς βάρους τους, σὲ τί καθυστέρησι ταλανίζονται, σὲ τί ἀφελληνισμό, στὸ τέλος, ὁδηγοῦνται ὑποδουλούμενοι στὴν προπαγάνδα τῶν ποικιλωνύμων πολυεθνικῶν κολοσσῶν καὶ πόσο hilarious γίνονται ἀνὰ τὴν ὑφήλιο μὲ τὸ νὰ μὴν ἀντιλαμβάνονται τὴν προϊοῦσα πνευματικὴ χρεωκοπία; Αὐτὰ συμβαίνουν ὅταν ἡ ἐκπαίδευσί μας ἔβαλε ὡς ἰδεῶδες τὴν ἥσσονα προσπάθεια, τὴν κατηφορά, ἡ λογικὴ τῆς ὁποίας «εἶναι ὁ πάτος», ὅπως ἔλεγε καὶ ὁ Λένιν. Σιγὰ-σιγὰ θὰ διολισθήση σὲ hypnopedia καὶ μακάριοι οἱ γρηγοροῦντες μέσα στὴν ζοφερὴ καὶ ἀσέληνη νύχτα, ὅπου μᾶς ὡδήγησε ἡ νύχτα τῆς ἁμαρτίας τῆς 11 Ἰανουαρίου 1982.
    3. Οἱ μαθηταὶ ποὺ στὸ Δημοτικὸ καὶ στὸ Γυμνάσιο-Λύκειο δὲν διδάχθηκαν πολυτονικό, ἔφθασαν στὸ Πανεπιστήμιο μὲ ἀσύλληπτα κενά. Ὅλοι! Βεβαίως τὸ κακὸ εἶναι πολὺ πιὸ ὁρατὸ στὶς Σχολὲς Ἀνθρωπιστικῶν Σπουδῶν. Στὶς Φιλοσοφικές, στὶς Θεολογικὲς καὶ στὶς Παιδαγωγικὲς Σχολές, ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἀποφοιτοῦν ἄνθρωποι ποὺ θὰ κληθοῦν ἐν συνεχεία νὰ διδάξουν στὴ Στοιχειώδη καὶ τὴ Μέση Ἐκπαίδευσι, στὴν Ἀνωτέρα καὶ τὴν Ἀνωτάτη, ἑλληνικὴ γλῶσσα καὶ πολιτισμό, ἀρχαῖα κλασσικὰ κείμενα, ἁγιογραφικὰ καὶ πατερικὰ κείμενα, ἱστορία, ποίησι -ἀρχαία, μεσαιωνικὴ καὶ νεώτερη, Παπαδιαμάντη, Κάλβο, Καβάφη, Βιζυηνό, Σεφέρη, Ἐλύτη, Σικελιανὸ κ.ο.κ., ἔχοντας ἐπίπεδο ἑλληνομαθείας ἀπελπιστικὰ περιωρισμένο, συνήθως σὲ μέτρα βαρειᾶς ἀναπηρίας. Πολύπειρος Καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, ποὺ ἐδίδασκε ἐπὶ πολλὰ ἔτη Βυζαντινὴ Ὑμνογραφία, Ἁγιολογία, Κριτικὴ Ἔκδοσι Ἀρχαίων Κειμένων καὶ Παλαιογραφία, ὁμολογεῖ μὲ ἀπελπισία: «τὰ μαθήματα αὐτὰ γίνονταν μὲ τέτοιες δυσκολίες, ἐπειδὴ ἔχουν τὴν ὕλη τους Ἀρχαῖα καὶ Βυζαντινὰ Ἑλληνικά, ποὺ στὸ τέλος ἀνέκραζα μὲ πικρία, πὼς κάθε πέρσι καὶ καλύτερα, κάθε νέα χρονιὰ καὶ χειρότερα! Τὰ παιδιά μας, ἀπ’ τὸ Δημοτικό, Γυμνάσιο, Λύκειο, ἴσαμε τὸ Πανεπιστήμιο φτωχαίνουν καὶ κουτσαίνουν γλωσσικὰ κι ἔχουν σὲ τέτοιο σημεῖο ἀλαλία καὶ ἀφωνία, ποὺ εἶναι ἀδύνατο νὰ οἰκοδομήσεις ἐπάνω τους κάτι ἀξιόλογο ἀπὸ τὴν ἄποψη τῶν ἀπαραίτητων εἰδικῶν γνώσεων καὶ τῆς παιδείας γενικώτερα». Καὶ ταῦτα πρὸ τριετίας. Σήμερα τὰ πράγματα ὄχι μόνον δὲν ἔχουν τὸ παράπαν βελτιωθῆ, ἀλλὰ μᾶλλον προέκοψαν ἐπὶ τὸ χεῖρον. Εἶναι ἐφιαλτικὴ ἡ εἰκόνα ποὺ παρουσιάζουν Φιλόλογοι, Θεολόγοι, Δάσκαλοι ὅταν χρειασθῆ νὰ ἀναγνώσουν μεγαλοφώνως ὄχι μόνο ἕνα ἀρχαῖο ἤ μεσαιωνικὸ κείμενο, Ὅμηρο, Θουκιδίδη, Γρηγόριο Θεολόγο, ἀλλὰ μιὰ ἁπλῆ περικοπὴ ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο ἤ τὸ Εὐαγγέλιο, ποὺ εἶναι πιὸ οἰκεῖο τὸ κείμενο ἀπὸ τὴν λειτουργική του χρῆσι, μιὰ Στάσι τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου, μιὰ σελίδα τοῦ Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου ἤ τοῦ Παπαδιαμάντη, ἕνα ποίημα τοῦ Καβάφη. Τὸ ἴδιο, δυστυχῶς, καὶ μὲ πολλοὺς ἀπὸ τοὺς νεωτέρους κληρικούς μας!
    4. Παρακολουθῶντας τοὺς ἐκφωνητὲς καὶ σχολιαστὲς της τηλοψίας καὶ τοῦ ραδιοφώνου ἤ παραστάσεις νέων ἠθοποιῶν, ἤ ὁμιλίες πολιτικῶν καὶ μάλιστα τῶν νεωτέρων καὶ τῶν θελόντων νὰ ἐμφανίζωνται περισσότερο «σύγχρονοι» καὶ «προοδευτικοί» (ὁμιλῶ γενικῶς, διότι ὑπάρχουν σὲ ὅλα τὰ κόμματα), παρακολουθώντας δημόσιους ἀγορητὲς καὶ ἄλλους κατ’ ἰδίαν συζητοῦντες, παρακολουθώντας συνομιλίες νέων, φοιτητῶν, ἐφήβων καὶ παιδιῶν, θλίβεται κανεὶς κατάκαρδα ἀπὸ τὸν βαρβαρισμὸ καὶ βατταρισμό, ποὺ βρίσκει μπροστά του. Ἡ προφορὰ τοῦ ἕλληνος λόγου ἔχει πιὰ φθαρῆ ἐπικίνδυνα. Ὅπως πολὺ σωστὰ παρατηρεῖ σχετικὰ ὁ Σαρ. Καργάκος, «Μετὰ τὴν κατάργηση τῶν τόνων καὶ τῶν πνευμάτων, ποὺ λειτουργοῦσαν ὡς ὁδικὰ σήματα ἤ ὡς μουσικὲς νότες στὴν ἀνάγνωση, ἡ προφορὰ τῶν νεοελλήνων, εἰδικὰ τῆς μονοτονικῆς γενεᾶς, δὲν ἔγινε ἁπλῶς μονότονη, ἀφοῦ ἔχασε τὴν τονικὴ παλμικότητά της καὶ τὴ ρυθμοποιΐα της, ἔγινε μιὰ τρεκλίζουσα καὶ μπατάλικη προφορά, ὑπόκωφη, σπηλαιώδης καὶ βρυχητική, γιατὶ ἁπλούστατα, τὸ παιδὶ δεν ἔχει σαφὴ αἴσθηση τοῦ τόνου, ἀφοῦ μὲ ἡλίθιους «κανόνες» τοῦ ἔχει ἐπιβληθεῖ νὰ μὴν τονίζει τὶς πιὸ ἰσχυρὰ τονούμενες λέξεις, ὅπως εἶναι οἱ ἐρωτηματικὲς ἀντωνυμίες, τί καὶ ποιός καὶ ἀκόμη τὰ ἄρθρα καὶ τὰ μονοσύλλαβα ἐπιφωνήματα, ἤ νὰ τονίζει μὴ ἰσχυρὰ προσφερόμενες συλλαβές». Ζητεῖται ἐπειγόντως ἕνας Ἄγγελος Σικελιανὸς ἤ ἕνας Δημήτρης Μυρὰτ γιὰ νὰ μᾶς θυμίση ξανὰ τὴν ὁμορφιὰ καὶ τὴν ἀκρίβεια τῆς προφορᾶς τῆς γλώσσης μας!
    5. Τὰ Ἀρχαῖα Ἑλληνικά, ποὺ ἔστω καὶ περιορισμένα διδάσκονται, εὐτυχῶς, στὴ Μέση Ἐκπαίδευσι, γράφονται μὲ τὴν ἱστορική τους ὀρθογραφία, στὸ πολυτονικό. Ἔτσι οἱ μαθηταὶ καλοῦνται νὰ ἀποκτήσουν ἐσπευσμένως καὶ τὶς βασικὲς γνώσεις τοῦ πολυτονικοῦ, προκειμένου νὰ μποροῦν νὰ παρακολουθήσουν τὸ διδασκόμενο κείμενο. Ἐδῶ ἀκριβῶς ἔρχεται ἡ σύγχυσις καὶ τὸ θαλάσσωμα. Τὴ μιὰ στιγμὴ εἶναι ὑποχρεωμένοι νὰ γράφουν λ.χ. ἁμιλλῶμαι (στὸ ἀρχαῖο κείμενο) καὶ τὴν ἄλλη αμμιλλώμαι (σὲ νεοελληνικό). Τὴ μιὰ ἀγαπῶ καὶ τὴν ἄλλη αγαπώ. Τώρα ἑταῖρος καὶ σὲ λίγο εταίρος. Τώρα ὑμνῶ καὶ κατόπιν υμνώ. Τώρα τῶν ὑγιῶν καὶ μετὰ ταῦτα των υγιών. Σωστὴ σχιζοφρένεια!. Ἔτσι ἀπογοητεύονται εὔκολα, σχετικοποιοῦν τὴν ἔννοια τῆς ὀρθογραφίας καὶ στὸ τέλος ὁ καθένας γράφει ὅπως θέλει. Ἡ ἀπόστασι μέχρι τὴν φωνητικὴ γραφὴ δὲν εἶναι μεγάλη. Ὁ Ἀννίβας δὲν βρίσκεται ἁπλῶς πρὸ τῶν πυλῶν!...
    6. Τὸ μεῖζον ὅμως ἐρώτημα εἶναι ποιὲς δυνάμεις κρύπτονται πίσω ἀπὸ τὴν ἐπιβολὴ τοῦ μέτρου. Ἐπὶ τοῦ σημείου αὐτοῦ ἔχουν γραφῇ πολλὰ καὶ ποικίλα, σχέσιν ἔχοντα μὲ τὴν πρόθεσιν ἀποκοπῆς τῶν Νεοελλήνων ἀπὸ τὶς πηγὲς τῶν κλασσικῶν γραμμάτων, μέχρις καὶ ἀντικαταστάσεως τῆς ἑλληνικῆς γραφῆς μὲ τὴν λατινικὴν καὶ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης μὲ τὴν ἀγγλικήν. Ἄραγε, εὑρισκόμεθα πρὸ τῶν ἐπιδιώξεων τῆς παγκοσμιοποιημένης πολιτικῆς ποὺ ἀποβλέπει στὴν ἀλλοτρίωσιν τῶν παραδόσεων, τῆς ταυτότητος καὶ τῆς διάρκειας τῶν λαῶν;

    Διαπιστώνουμε, λοιπόν, ὅτι ἡ ἐπιβολὴ τοῦ Μονοτονικοῦ καὶ ἡ ἐπὶ ἕνα τέταρτο αἰῶνος ἐφαρμογή του,

    Ἐπέτυχε:

    1. Νὰ διχάση τοὺς ἀνθρώπους τῶν γραμμάτων.
    2. Νὰ δυσκολέψη τὴν ἐτυμολογία τῶν λέξεων, μὲ ἀποτέλεσμα τὴν ἀπομάκρυνσι τοῦ λαοῦ ἀπὸ τὸ ἀρχικὸ νόημά τους.
    3. Νὰ ἐπιφέρη σύγχυσι στὴν ὀρθογραφία, μὲ κίνδυνο κατολισθήσεως στὴν φωνητικὴ γραφή.
    4. Νὰ στερήση τὸν γραπτό μας λόγο ἀπὸ τὴν αἰσθητική του ὀμορφιά.
    5. Νὰ καταστρέψη ἐν πολλοῖς τὴ σωστὴ καὶ ρυθμικὴ προφορὰ τοῦ λόγου, μὲ ἀφευκτη διολίσθησι στὸν βατταρισμὸ καὶ τὸν βαρβαρισμό.
    6. Νὰ δυσκολέψη ἀφάνταστα τὶς κλασσικὲς καὶ ἀνθρωπιστικὲς σπουδές, μὲ τραγικὰ γιὰ τὸ ὅλο πνευματικὸ ἐπίπεδο τῶν Νεοελλήνων καὶ τὴν συνείδησι τῆς ἐθνικῆς μας συνεχείας ἀποτελέσματα.
    7. Νὰ προβάλη ὡς παιδαγωγικὸ ἰδεῶδες τὴν ἥσσονα προσπάθεια καὶ νὰ ἐπιβραβεύση τὴν ὀκνηρία.
    8. Νὰ δώση τραγικὰ δείγματα ὀσφυοκαμψίας ἐνώπιον τῶν μεγάλων συμφερόντων πολυεθνικῶν ἑταιρειῶν, διαφημιστικῶν γραφείων, ἐκδοτικῶν οἴκων, ἐφημερίδων καὶ περιοδικῶν.

    Ὀκτὼ «ἐπιτυχίες», ὅσα καὶ τὰ «Οὐαὶ ὑμῖν» τοῦ Χριστοῦ πρὸς τοὺς Γραμματεῖς καὶ Φαρισσαίους τῆς ἐποχῆς Του...

    Τὸ Μονοτονικὸ ἀπέτυχε:

    1. Νὰ πείση γιὰ τὴν ἀθωότητα τῶν κινήτρων τῆς αἰφνιδίας καὶ δυναστικῆς ἐπιβολῆς του.
    2. Νὰ κρύψη κάτω ἀπὸ τὸν διάτρητο μανδύα τῆς «χρησιμότητος» τὸ ψηλαφητὸ σκότος τῆς βαρβαρότητος ποὺ φέρει ἐν ἑαυτῶ.
    3. Νὰ διευκολύνη τὴν μάθησι.
    4. Νὰ προαγάγη τοὺς σκοποὺς τῆς παιδείας.

    Ἡ Ἐκκλησία, ἔχουσα πάντοτε πλήρη αὐτοσυνειδησία ὅτι εἶναι ἡ Κιβωτὸς τοῦ Γένους, ἀγκαλιάζει καὶ ὅλες τὶς ἐκφάνσεις τοῦ πολιτισμοῦ του, ἐν αἷς καὶ τὴν γραπτὴ μορφὴ τῆς γλώσσης του, μὲ στοργή. Ἔτσι, φρονίμως ποιοῦντες καὶ τὸ πνευματικὸ συμφέρον τοῦ Γένους προασπίζοντες, δὲν ἐστέρξαμε, οὔτε ἐπισήμως, οὔτε ἀνεπισήμως, νὰ υἱοθετήσουμε τὸ μονοτονικό. Ἐκρατήσαμε, ὄχι μόνο στὰ ἱερὰ Γραφικὰ καὶ Λειτουργικὰ κείμενα, ἀλλὰ καὶ στὰ ἔγγραφα τὰ ὑπηρεσιακὰ καὶ στὴν ἀλληλογραφία καὶ στὶς ἐκκλησιαστικὲς ἐκδόσεις τὸ πολυτονικό. Ἄν κάποιοι ἐκ τῶν κληρικῶν οἱουδήτινος βαθμοῦ μπῆκαν στὸν πειρασμὸ νὰ χρησιμοποιήσουν μονοτονικό, πρόκειται γιὰ προσωπική τους «ἁμαρτία». Ὡς Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἐκρατήσαμε, κρατοῦμε καὶ θὰ κρατήσουμε τὸ πολυτονικό. Τὸ ἴδιο, ἔξ ὅσων γνωρίζομε, πράττει καὶ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, καθὼς καὶ τὰ Πατριαρχεῖα Ἀλεξανδρείας καὶ Ἱεροσολύμων καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Κύπρου. Πεῖσμα; Ὄχι! Στεῖρος συντηρητισμός; Ὄχι! Ἄρνησις προσαρμογῆς; Ὄχι! Φυλάσσομε μὲ πλήρη συνείδησι τὶς πνευματικὲς μας Θερμοπύλες. Ἡ γλώσσα εἶναι πατρίδα! Ἐὰν ἀφεθῆ στὰ χέρια τῶν βαρβάρων, στὸ τέλος, δὲν θὰ ὁμιλοῦμε, ἀλλὰ θὰ βαρ-βαρ-ρίζομε, καὶ ὄχι μόνον γλωσσικῶς. Ἡ πανταχόθεν ἐξαπλουμένη παγκοσμιοποίησις ἐξυπηρετεῖται ἄριστα μὲ μιὰ γλῶσσα φτωχή, ξύλινη, ἴσια-ἴσια ἀρκετὴ γιὰ νὰ διευκολύνωνται οἱ συναλλαγὲς στὶς τράπεζες, στὰ ἀνὰ τὸν κόσμο ἀεροδρόμια καὶ στὰ καταστήματα ἀφορολογήτων εἰδῶν. Εὐχαριστοῦμε, δὲν θὰ πάρουμε!... Σᾶς εὐχαριστῶ.-

    Τὸ πολυτονικὸ σύστημα τῆς Ἑλληνικῆς ἀπὸ τὴν προοπτικὴ τῶν γλωσσικῶν ἐπιστημῶν

    [Κείμενο τοῦ Χρυσόστομου Παπασπύρου, γραμμένο γιὰ τὴν Κίνηση Πολιτῶν γιὰ τὴν Ἐπαναφορὰ τοῦ Πολυτονικοῦ Συστήματος τον Νοέμβριο τοῦ 2006.]

    Εἰσαγωγὴ

    Ὅπως εἶναι εὐρέως γνωστό, τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1982 σὲ μία μεταμεσονύκτια συνεδρίασι τῆς Βουλῆς τῶν Ἑλλήνων ψηφίστηκε τροπολογία, μὲ τὴν ὁποία καταργήθηκε τὸ μέχρι τότε χρησιμοποιούμενο πολυτονικὸ σύστημα γιὰ τὴν γραπτὴ ἀναπαράστασι τῆς ἑλληνικῆς φθογγογλώσσας καὶ ἀντικαταστάθηκε μὲ τὸ μονοτονικὸ σύστημα. Ἡ ἀπόφασι ἐκείνη δὲν στηρίχθηκε σὲ κανένα ἀπολύτως ἐπιστημονικὸ πόρισμα, ἀλλὰ ἦταν φανερὰ αὐθαίρετη ἐπιβολὴ μίας συγκεκριμένης ἰδεολογικῆς καὶ πολιτικοοικονομικῆς θέσεως, ἡ ὁποία κατεδείκνυε πλήρη ἄγνοια τῶν γλωσσικῶν ἐν γένει γνωρισμάτων καὶ τῶν γλωσσικῶν λειτουργιῶν ποὺ συνδέονται μὲ τὴν γραπτὴ ἀναπαράστασι μίας φυσικῆς γλώσσας. Ὁ Νῖκος Παναγιωτάκης σὲ μία ἐξαιρετικὰ μεστὴ καὶ ἐμπεριστατωμένη ἀνακοίνωσί του ἀνακεφαλαίωσε τὸ ὅλο θέμα καὶ κατέδειξε ὅτι ὅλα τὰ προβαλλόμενα ἐπιχειρήματα ὑπὲρ τοῦ μονοτονικοῦ δὲν ἦταν τίποτα ἄλλο παρὰ ἰδεολογικὰ πυροτεχνήματα που ἀποσκοποῦσαν στὴν προώθησι κρυφῶν πολιτικῶν καὶ οἰκονομικῶν σκοπιμοτήτων [Παναγιωτάκης 1995].

    Ἔκτοτε ἔχει παρατηρηθῆ μία ἀξιόλογη κινητικότητα ὑπὲρ τῆς ἐπαναφορᾶς τοῦ πολυτονικοῦ μέσα ἀπὸ πρωτοβουλίες πολιτῶν εὐαισθητοποιημένων σὲ θὲματα γλωσσικῆς καλλιέργειας. Ἡ ἐπίγνωσι τοῦ ὀλέθριου ἐκείνου ἀτοπήματος ποὺ ἔγινε τὸ 1982 σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ ἀποκατασταθῇ ἡ γνησιότητα τῆς γραπτῆς ἀναπαραστάσεως τῆς ἑλληνικῆς φθογγογλώσσας ἀποτελεῖ τὸν κινητήριο μοχλὸ αὐτῶν τῶν πρωτοβουλιῶν. Ἡ παροῦσα μελέτη ἐμπίπτει στὸ εἶδος τέτοιων πρωτοβουλιῶν καὶ ἀποσκοπεῖ στὴν παρουσίασι τῆς ἀναγκαιότητας τοῦ πολυτονικοῦ συστήματος τῆς ἑλληνικῆς μέσῳ τεκμηριωμένων ἐπιχειρημάτων ἀπὸ τὸ διεπιστημονικὸ πεδίο τῶν γλωσσικῶν ἐπιστημῶν.

    Ἡ προοπτικὴ τῆς συστημικῆς γλωσσολογίας

    Ὅταν μία φυσικὴ φθογγόγλωσσα ἀναπαρίσταται γραπτῶς, ἐπιδιώκεται καὶ, συνήθως μετὰ ἀπὸ μακραίωνη ἱστορία δοκιμῶν καὶ βελτιώσεων, ἀποκρυσταλλώνεται μία κατὰ τὸ δυνατὸν ἔκδηλη καὶ ἀξιόπιστη παρουσίασι τῆς μορφολογικῆς φυσιογνωμίας της. Ἀπὸ τὶς 5 περίπου χιλιάδες γλῶσσες ποὺ ὑπάρχουν στὸν κόσμο, λιγότερες ἀπὸ 200 διαθέτουν σύστημα γραπτῆς ἀναπαραστάσεως, καὶ μεταξὺ αὐτῶν γιὰ ἀκόμα λιγότερες ἔχουν ἀναπτυχθῆ πλήρως κατάλληλα συστήματα γραφῆς. Κλασσικὸ ἔργο γιὰ τὴν σχέσι γλώσσας καὶ γραφῆς ἀπὸ τὴν προοπτικὴ τῆς συστημικῆς γλωσσολογίας ἀποτελεῖ τὸ σύγγραμμα τοῦ Florian Coulmas [1981]: Περὶ τῆς γραφῆς. Ὁ Coulmas ἐπισημαίνει ὅτι ὁ στιγμιαῖος χαρακτήρας μίας γλωσσικῆς ἐκφωνήσεως δὲν ἐπιτρέπει τὴν ὑπαγωγὴ ἑνὸς γλωσσικοῦ ἀντικειμένου σὲ ἐπανειλημμένη παρατήρησι, ἐνῷ στὴν γραφὴ ὄχι μόνο αἴρεται ὁ στιγμιαῖος χαρακτήρας τῆς ἐκφορᾶς, ἀλλὰ καὶ διατηρεῖται ἡ γλωσσικὴ συνείδησι, διότι διὰ τῆς γραφῆς ἀντικειμενοποιεῖται ἡ γλωσσικὴ σημασία, δηλαδὴ ἀπελευθερώνεται ἀπὸ τὴν περιστασιακὴ ἐξάρτησι τῆς ὁμιλουμένης ἐκφωνήσεως. Ἐπειδὴ τὸ γλωσσικὸ προϊὸν στὴν γραπτή του μορφὴ ἀποκτᾷ μία αὐτοδυναμία, ἡ γραπτὴ ἐκφώνησι πρέπει νὰ εἶναι μονοσήμαντη. Ἡ γραφὴ εἶναι ἀφαίρεσι [Coulmas 1981 σελ. 25-32]. Ἡ δὲ διπλῆ ἰδιότητα τῆς γραφῆς, νὰ ἀποτελῇ δηλαδὴ συγχρόνως προϋπόθεσι καὶ ἀποτέλεσμα τῆς γλωσσικῆς συνειδήσεως, ἐπιβάλλει τὴν θεώρησι τῆς γραπτῆς δομῆς ὡς ἀναποσπάστου μέρους τῆς συνολικῆς γραμματικῆς δομῆς μίας φυσικῆς γλώσσας [Coulmas 1981 σελ. 51]. Καὶ, πράγματι, ὅπως μᾶς τό ξεκαθαρίζει ἡ Στέλα Βέργη, ἡ γραφὴ εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἐνδιάμεση ἐκείνη ὀντότητα, ποὺ μετασχηματίζει τόσο ἰσχυρὰ τὴν συνείδησι, ὥστε νὰ μποροῦμε νὰ διαμορφώνουμε στὸν νοῦ μας μία ὁλωσδιόλου εἰκόνα γιὰ τὴν γλῶσσα [Βέργη 2003 σελ. 21].

    Σὲ καμμία γραφόμενη γλῶσσα δὲν ὑφίσταται ἀμφιμονοσήμαντη ἀντιστοιχία μεταξὺ γραφημάτων καὶ φθόγγων, διότι ἁπλούστατα μία τέτοια ἀντιστοιχία δὲν ἐξυπηρετεῖ τοὺς σκοποὺς τῆς γραφῆς. Ἡ πλάνη τῆς παραδοχῆς ὅτι ἕνα καθαρὰ φωνητικὸ σύστημα γραφῆς θὰ ἦταν τὸ βέλτιστο δυνατόν, φαίνεται ἀπὸ τὴν ἐξέτασι τοῦ διεθνοῦς φωνητικοῦ ἀλφαβήτου (ΙΡΑ), τὸ ὁποῖο ἐξυπηρετεῖ ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο σκοποὺς γλωσσολογικῆς καταγραφῆς. Καμμία γλῶσσα δὲν χρησιμοποιεῖ τὸ σύστημα αὐτὸ γιὰ συνήθεις σκοποὺς ἀναγνώσεως καὶ γραφῆς, διότι ἁπλούστατα τὸ διεθνὲς φωνητικὸ ἀλφάβητο δὲν προάγει καθόλου τὴν ὀπτικὴ ἀναγνώρισι τῶν μορφολογικῶν καὶ σημασιοσυντακτικῶν σχέσεων [Coulmas 1981 σελ. 46-47].

    Ἡ γραπτὴ ἀναπαράστασι μίας γλώσσας ἀκολουθεῖ ἐντελῶς διαφορετικὴ νομοτέλεια, τὴν ὁποία ἐπιβάλλει ἡ ὀπτικὴ φύσι τοῦ μέσου τῆς γραφῆς. Ἐπειδὴ στὴν γραφὴ λείπει ἡ γνῶσι τοῦ γλωσσικοῦ περικειμένου, τὸ ὁποῖο κατὰ τὴν ζωντανὴ γλωσσικὴ ἐπικοινωνία διαδραματίζει ἐξέχοντα σημασιολογικὸ ρόλο, εἶναι ἀναγκαῖος ὁ ἐμπλουτισμὸς τοῦ συστήματος γραφῆς μὲ ἐπὶ πλέον διακριτικὰ σύμβολα μὲ ἐνισχυτικὴ μορφολογικὴ καὶ συντακτικὴ λειτουργία. Κατὰ τὸν Coulmas, ἕνα σύστημα γραφῆς ὀφείλει νὰ πληροῖ τὶς ἀκόλουθες τρεῖς προϋποθέσεις, προκειμένου νὰ μπορῇ νὰ θεωρηθῇ κατάλληλο γιὰ τὴν γραπτὴ ἀναπαράστασι μίας γλώσσας:

    1. Πιστὴ ἀναπαράστασι τῶν μορφολογικῶν καὶ μορφοσυντακτικῶν σχέσεων,
    2. Ἀκριβοδίκαιη βελτιστοποίησι ἀναγνώσεως καὶ γραφῆς, καὶ
    3. Ἰσορροπία ἀνάμεσα στὴν μνημοτεχνικὴ καὶ στὴν συνδυαστικὴ ἐπιβάρυνσι τῆς μνήμης.

    Ἡ ἀλφαβητικὴ γραφὴ φαίνεται ὅτι ἀνταποκρίνεται κατὰ τὸν πλέον ἐνδεδειγμένο τρόπο στὶς προϋποθέσεις αὐτές [Coulmas 1981 σελ. 34]. Ἐξυπακούεται ὅτι γιὰ κάθε συγκεκριμένη γλῶσσα ὑπάρχει πάντα ἡ δυνατότητα ἐμπλουτισμοῦ τοῦ χρησιμοποιουμένου ἀλφαβήτου της μέσα ἀπὸ τὴν ἱστορικὴ πορεία τῆς γλώσσας αὐτῆς.

    Ἡ προοπτικὴ τῆς ψυχογλωσσολογίας καὶ τῆς ψυχολογίας τῆς γλώσσας

    Κλασσικὸ ἔργο γιὰ τὴν περιγραφὴ καὶ τὴν ἑρμηνεία τῶν χαρακτηριστικῶν καὶ τῶν λειτουργιῶν τῆς γραπτῆς ἀναπαραστάσεως τῶν φυσικῶν γλωσσῶν τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τὸ μνημειῶδες σύγγραμμα τοῦ Wygotski [1934]: Σκέψι καὶ Γλῶσσα, τὸ ὁποῖο διατηρεῖ ἀκόμα καὶ σήμερα τὴν ἐπικαιρότητά του μέσα ἀπὸ τὴν προοπτικὴ τῆς ψυχολογίας τῆς γλώσσας. Στὸ ἔργο αὐτὸ ὁ Wygotski παρουσιάζει ἐξαντλητικὰ τὶς ἰδιότητες τῆς γραπτῆς γλώσσας συγκρίνοντάς την ἀφ᾽ ἑνὸς μὲ τὴν ἐσωτερικὴ γλῶσσα καὶ ἀφ᾽ ἑτέρου μὲ τὴν ἐκφωνούμενη γλῶσσα, ἐνῷ ταυτόχρονα διαστρωματώνει αὐτὲς τὶς τρεῖς γλωσσικὲς μορφὲς σὲ τρία ἐπίπεδα γλωσσικῆς δραστηριότητας, ὅπως αὐτὰ μεθερμηνεύονται ἀνακεφαλαιωτικὰ ἀπὸ τὴν Gudula List [List 1981 σελ. 147]:

    1. Ἐκδηλότητα: Στὸ ἐπίπεδο αὐτὸ νοεῖται ἡ γλωσσικὴ δραστηριότητα ποὺ ἀποσκοπεῖ στὴν ἔκφρασι τοῦ μηνύματος. Ἐνῷ ἡ ἐσωτερικὴ γλῶσσα χαρακτηρίζεται ἀπὸ συντομία καὶ ἀποσπασματικότητα, χωρὶς νὰ ὑφίσταται ἀνάγκη γιὰ ἐξασφάλισι τῆς διαπροσωπικῆς κατανοήσεως, καθὼς ἐπίσης καὶ ἡ ἐκφωνούμενη γλῶσσα ἀναδεικνύει ποικιλία ἐκφραστικῶν ἐκδιπλώσεων ἀνάλογα μὲ τὴν περίστασι καὶ τὴν ἑκάστοτε γλωσσικὴ ἀλληλεπίδρασι, ὅπου ἡ ἐξασφάλισι τῆς κατανοήσεως ἐπιτυγχάνεται ἀκόμα καὶ μὲ παραγλωσσικὰ στοιχεῖα, ἡ γραπτὴ γλῶσσα χαρακτηρίζεται ἀπὸ πλήρη ἐκφραστικὴ ἐκδίπλωσι, κατὰ τὴν ὁποία ἡ διαπροσωπικὴ κατανόησι διασφαλίζεται ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο μέσῳ τῆς γλωσσικῆς διατυπώσεως.
    2. Ἀλληλεπίδρασι: Στὸ ἐπίπεδο αὐτὸ νοεῖται ὁ τρόπος τῆς γλωσσικῆς ἀνταλλαγῆς. Ἡ μὲν ἐσωτερικὴ γλῶσσα εἶναι μονολογική, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι ἀποτελεῖ διάλογο μὲ τὸν ἑαυτό, ἡ ἐκφωνούμενη γλῶσσα εἶναι διαλογικὴ, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι ἀπαιτεῖ τὴν παρουσία τοὐλάχιστον δύο συνδιαλεγομένων προσώπων σὲ μία χωροχρονικὰ συγκεκριμένη ἐπικοινωνιακὴ περίστασι, καὶ ἡ δὲ γραπτὴ γλῶσσα εἶναι μονολογική, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι ἀποτελεῖ διάλογο ἐξ ἀποστάσεως ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὶς ἐπικοινωνιακές περιστάσεις.
    3. Λεκτικότητα: Στὸ ἐπίπεδο αὐτὸ νοεῖται ἡ συγκεκριμένη μορφὴ τῆς γλωσσικῆς ἐκφράσεως. Ἐνῷ στὴν ἐσωτερικὴ γλῶσσα ἡ λεκτικότητα εἶναι ἄκρως ἰδιοσυγκρασιακὴ μὲ ὑποκειμενικὲς ἐννοιολογικὲς συναθροίσεις, ἡ λεκτικότητα τῆς ἐκφωνούμενης γλώσσας χαρακτηρίζεται ἀπὸ μία καθομιλούμενη ποικιλομορφία καὶ, τέλος, στὴν λεκτικότητα τῆς γραπτῆς γλώσσας ἐπικρατεῖ μία κατὰ κανόνα προτυποποιημένη καὶ πολύπλοκη γλωσσικὴ μορφή.

    Ὅπως τονίζει ἡ List, ἡ διαδικασία ἐκμαθήσεως τῆς γραπτῆς ἀναπαραστάσεως μίας φυσικῆς φθογγογλώσσας στηρίζεται στὴν νοητικὴ ἐπεξεργασία ἑνὸς συνόλου μετακωδικεύσεων ἀπὸ φθογγολογικὲς σἐ γραφολογικὲς δομές, κατὰ τὴν ὁποία ἀναδιαμορφώνεται ἡ ὅλη γλωσσικὴ συμπεριφορὰ καὶ ἡ στάσι ἀπέναντι στὴν γλῶσσα. Ἡ ἐκμάθησι τῆς ἀναγνώσεως καὶ τῆς γραφῆς ἀποτελεῖ τὸ μεγαλύτερο ἐπίτευγμα στὴν ζωὴ ἑνὸς ἀνθρώπου, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι ἀπαιτεῖται ἡ συντονισμένη ἐνεργοποίησι πάρα πολλῶν ἐπὶ μέρους νοητικῶν διεργασιῶν, οἱ ὁποῖες ὑπερβαίνουν κατὰ πολὺ τὴν ἁπλῆ ἐξοικείωσι μὲ τὴν τεχνικὴ τῆς γραφῆς [List 1981 σελ. 135-137]. Μία φυσικὴ γλῶσσα σὲ γραπτὴ μορφὴ ἀποκτᾷ ἐξελισσόμενη μία αὐτοδυναμία καὶ ἀνεξαρτησία ὡς πρὸς τὸ πρωτογενὲς ἀρχέτυπό της, ἀπὸ τὸ ὁποῖο διακρίνεται μέ βάσι τρία ποιοτικὰ κριτήρια: τὴν ἐνσυνείδητη δραστηριότητα, τὴν ἀποδέσμευσι ἀπὸ τὶς ἐπικοινωνιακὲς συνθῆκες καὶ τὴν χρονικὴ διάρκεια καὶ σταθερότητα. Ἡ ἐνσυνείδητη δραστηριότητα ἐμπεριέχει σὲ μεγάλο βαθμὸ διασκεπτικὴ ἀφαίρεσι καὶ γλωσσικὴ συνείδησι καὶ συνεπάγεται, ὅσον ἀφορᾷ στὴν γλωσσικὴ συμπεριφορά, τὴν ἐμπρόθετη καὶ ἐλεγχόμενη ἐφαρμογὴ ἀναλυτικῶν καὶ συνθετικῶν διεργασιῶν, οἱ γνωσιακοὶ μηχανισμοὶ τῶν ὁποίων διαφέρουν ριζικὰ ἀπὸ τοὺς ἀντίστοιχους μηχανισμοὺς τῆς αὐθόρμητης, πρωτογενοῦς γλωσσικῆς συμπεριφορᾶς. Ἡ ἀποδέσμευσι ἀπὸ τὶς ἐπικοινωνιακὲς συνθῆκες καθιστᾷ τὴν γραφόμενη γλῶσσα μονολογική, καὶ κατὰ συνέπεια πολύπλοκη καὶ αὐτάρκη ὡς πρὸς τὴν ἀντιστοιχία μορφῆς καὶ περιεχομένου, διότι τὸ σημασιολογικὸ περιεχόμενο συνάγεται ἀποκλειστικὰ ἀπὸ τὶς τυπικὲς σημασίες τῶν χρησιμοποιουμένων γλωσσικῶν σημείων. Ἡ σταθερότητα καὶ διάρκεια στον χρόνο προσδίδει στὴν γραφόμενη γλῶσσα μὶα παγχρονικότητα καὶ ἐπιτρέπει τὴν ἐνσυνείδητη καλλιέργειά της, προάγοντας στὸν μέγιστο δυνατὸ βαθμὸ τὴν ἐγγενῆ δημιουργικότητά της [Παπασπύρου 1998 σελ. 29-30, 2003 σελ. 171].

    Γιὰ τοὺς σκοποὺς τῆς μελέτης μας ἀρκεῖ μία τελικὴ σύντομη ματιὰ στὸ ἔργο τοῦ Egon Weigl ποὺ ἀνακεφαλαιώνει τὴν νοητικὴ διαφοροποίησι κατὰ τὸ στάδιο τῆς ἔμπειρης ἀναγνώσεως καὶ γραφῆς συγκριτικὰ μὲ τὸ στάδιο τῆς ἐκμαθήσεως. Κατὰ τὸ στάδιο τῆς αὐτοματοποιημένης ἑτοιμότητας πρὸς ἀνάγνωσι καὶ γραφὴ ὁρισμένες γλωσσικὲς λειτουργίες, οἱ ὁποῖες κατὰ τὴν φάσι τῆς ἐκμαθήσεως ἀσκοῦν ἀποφασιστικὴ ἐπίδρασι στὴν ἀπόκτησι αὐτῆς τῆς ἑτοιμότητας, δὲν μποροῦν πλέον ἢ μποροῦν μόνο σὲ ἐξαιρετικὲς περιπτώσεις νὰ διαπιστωθοῦν. Σ᾽ αὐτὲς τὶς λειτουργίες περιλαμβάνεται πρὸ πάντων ἡ σύμπραξι ὁρισμένων συστατικῶν στοιχείων τῆς φθογγογλώσσας, ὅπως εἶναι ἡ ἐνδογλωσσικὴ διεμπραγμάτωσι τῶν φθογγολογικῶν δομῶν, ἡ λανθάνουσα ἢ ἔκδηλη ἄρθρωσι κατὰ τὴν ἀντιληπτικὴ ἀνάγνωσι καὶ γραφὴ κτλ. Ἡ συμμετοχὴ αὐτῶν τῶν λειτουργιῶν στὴν διεργασία τῆς ἀντιλήψεως καὶ κατανοήσεως τῆς γραπτῆς γλώσσας, καθὼς ἐπίσης καὶ ἡ ἀναπαραγωγὴ καὶ ἡ παραγωγὴ γραφολογικῶν δομῶν, ἀποτελεῖ ἀπαραίτητη προϋπόθεσι γιὰ τὴν σταθεροποίησι καὶ τὴν βαθμιαία ὁλοκλήρωσι τῆς ἀναγνώσεως καὶ τῆς γραφῆς. Ἡ ἀπόκτησι τῶν πολυπλεύρων διεργασιῶν μετακωδικεύσεως, μὲ βάσι τὶς ὁποῖες οἱ γραφολογικὲς δομὲς μετατρέπονται στὶς ἀντίστοιχες φθογγολογικὲς δομὲς καὶ, ἀντίστροφα, οἱ ἀκουστικὰ ἀντειλημμένες λεκτικὲς πληροφορίες προβάλλονται σὲ ἀντίστοιχα γραφηματικὰ πρότυπα, ἀποτελεῖ ἕνα ἀπὸ τὰ πλέον βασικὰ βήματα στὴν διεργασία ἐκμαθήσεως τῆς γραπτῆς γλώσσας [Weigl 1974 σελ. 99].

    Ἕνα ἐξαιρετικὰ σημαντικὸ θέμα ἀποτελεῖ καὶ ἡ ἑδραίωσι εὐκολίας καὶ ἀνέσεως κατὰ τὴν ἀνάγνωσι. Ὁ κύριος στόχος τῆς ἀναγνώσεως εἶναι ἡ κατανόησι, ὁριζόμενη ὡς διεργασία, κατὰ τὴν ὁποία λαμβάνει χώρα ἀλληλεπίδρασι ἀνάμεσα στὴν ἀπόδοσι σημασίας σ᾽ ἕνα κείμενο καὶ στὴν πρόσληψι σημασίας ἀπὸ αὐτὸ τὸ κείμενο. Ἡ κατανόησι, ὅμως, προϋποθέτει τὴν ἀποκωδίκευσι τῶν γραπτῶν συμβόλων. Τὰ ἄτομα ποὺ ἀρχίζουν νὰ ἐκμαθαίνουν ἀνάγνωσι ἐπιτελοῦν τὶς λειτουργίες αυτὲς βῆμα πρὸς βῆμα, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὴν ἀποκωδίκευσι καὶ προχωρῶντας πρὸς τὴν κατανόησι. Οἱ προχωρημένοι ἀναγνῶστες μποροῦν νὰ ἐπιτελέσουν ταυτόχρονα τὶς δύο αὐτὲς λειτουργίες, διότι ἡ πεῖρα ἀπὸ τὴν ἀποκωδίκευσι τούς παρέχει ἱκανὴ γνῶσι, ὁπότε δὲν ἀπαιτεῖται πλέον μετάβασι τῆς προσοχῆς ἀπὸ τὴν μία λειτουργία στὴν ἄλλη [Samuels & Eisenberg 1981 σελ. 32-60]. Τὴν ἱκανὴ αὐτὴ γνῶσι τήν ἀποκτοῦν οἱ ἀναγνῶστες κατὰ κύριο λόγο ἀπὸ τὶς ὀπτικὲς ἰδιότητες τῶν γραπτῶν συμβόλων, ἡ σημαντικότερη ἀπὸ τὶς ὁποῖες εἶναι ἡ πληροφοριακὴ πλεονασματικότητα τῶν ὀπτικῶν τους χαρακτηριστικῶν. Μετὰ ἀπὸ μία ἐξαντλητικὴ ἀνασκόπησι τῶν βιβλιογραφικῶν πηγῶν ποὺ ἀναφέρονται στὸ θέμα αὐτό, οἱ Haber καὶ Haber κατέδειξαν τὴν ἀκραῖα ὑψηλὴ ὀπτικὴ πλεονασματικότητα τοῦ λατινικοῦ ἀλφαβήτου [Haber & Haber 1981 σελ. 170-171], ἀπὸ τὴν ὁποία συνάγεται ἄμεσα μία ἀντίστοιχη ὑψηλὴ ὀπτικὴ πλεονασματικότητα τοῦ ἑλληνικοῦ ἀλφαβήτου, ἀπὸ τὸ ὁποῖο προῆλθε τὸ λατινικό. Γενικότερα, οἱ γλῶσσες ἐκεῖνες, οἱ ὁποῖες χαρακτηρίζονται ἀπὸ μακραίωνη γραπτὴ παράδοσι, ὅπως ἡ ἑλληνική, ἔχουν κατορθώσει νὰ ἐκδηλώσουν ὑπερεξελιγμένα συστήματα γραπτῆς ἀναπαραστάσεώς τους, τὰ ὁποῖα δείχνουν νὰ ἀνταποκρίνωνται πλήρως στὶς νοητικὲς ἀπαιτήσεις ποὺ περιγράφονται καὶ ἑρμηνεύονται ἀπὸ τὴν ψυχογλωσσολογία καὶ τὴν ψυχολογία τῆς γλώσσας.

    Ἡ προοπτικὴ τῆς κοινωνιογλωσσολογίας καὶ τῆς κοινωνιολογίας τῆς γλώσσας

    Στὸ θέμα ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρει, ἡ συμβολὴ τῆς κοινωνιολογίας τῆς γλώσσας βρίσκεται στὸ πεδίο τοῦ γλωσσικοῦ σχεδιασμοῦ ἢ γλωσσικοῦ προγραμματισμοῦ. Ὁ γλωσσικὸς προγραμματισμὸς λαμβάνει ὑπ᾽ ὄψι του καὶ τὴν συμβολικὴ ἀξία καὶ τὴν ἐργαλειακὴ ἀξία τῶν γλωσσῶν [Κωστούλα-Μακράκη 2001 σελ. 151]. Ἡ συμβολικὴ ἀξία ἅπτεται τῆς ἰδιότητας τῆς γλώσσας ὡς φορέα ἱστορίας καὶ πολιτισμοῦ τῆς ἀντίστοιχης γλωσσικῆς κοινότητας, ἐνῳ ἡ ἐργαλειακὴ ἀξία εἶναι συνυφασμένη μὲ τὸ πῶς καὶ τὸ κατὰ πόσον ἡ γλῶσσα ἀνταποκρίνεται στοὺς στόχους ποὺ ἐπιβάλλονται ἀπὸ τὴν ἐπικοινωνιακὴ χρῆσι της.

    Σύμφωνα μὲ τὸ πρότυπο τοῦ Haugen [Haugen 1983], τὸ ὁποῖο ἐπέχει ἀκόμα καὶ σήμερα θέσι ἀφετηρίας γιὰ κάθε ἐγχείρημα γλωσσικοῦ προγραμματισμοῦ, ὁ γλωσσικὸς προγραμματισμὸς ἀναδεικνύει ἀφ᾽ ἑνὸς κοινωνικὲς πλευρές, ὅπως εἶναι ἡ ἐπιλογὴ καὶ ἡ ἀποδοχή, καὶ ἀφ᾽ ἑτέρου γλωσσικὲς πλευρές, ὅπως εἶναι ἡ κωδικοποίησι καὶ ἡ διεύρυνσι. Ὁ γλωσσικὸς προγραμματισμὸς μπορεῖ νὰ ἀφορᾷ εἴτε σὲ ἕνα ὁλόκληρο γλωσσικὸ σύστημα εἴτε σὲ μία πτυχὴ αὐτοῦ (π.χ. στὴν ὀρθογραφικὴ μεταρρύθμισι). Ἀπὸ αὐτὲς τὶς πλευρὲς τοῦ γλωσσικοῦ προγραμματισμοῦ, ἡ ἀποδοχὴ ἀναδεικνύει καὶ τὴν μεγαλύτερη καὶ ἀποφασιστικὴ βαρύτητα γιὰ τὴν ἐπιτυχία ἢ τὴν ἀποτυχία τοῦ ἐγχειρήματος, διότι σὲ τελευταία ἀνάλυσι τὰ μέλη τῆς γλωσσικῆς κοινότητας εἶναι οἱ ἀποδέκτες τοῦ γλωσσικοῦ προγραμματισμοῦ, ὅποιος καὶ ἂν εἶναι αὐτός [Fasold 1991].

    Κάθε ἐγχείρημα ποὺ ἐμπίπτει στὴν κατηγορὶα τοῦ γλωσσικοῦ προγραμματισμοῦ εἶναι ἀπὸ τὴν φύσι του εἴτε πολιτικὰ εἴτε ἠθικὰ φορτισμένο. Δὲν νοεῖται «οὐδέτερος» γλωσσικὸς προγραμματισμός. Γι᾽ αυτὸ εἶναι ἀπαραίτητο νὰ προηγῆται πάντοτε μία γλωσσολογικὴ ἔρευνα, ἡ οποία μπορεῖ ἀφ᾽ ἑνὸς νὰ προσδώσῃ ἐπιστημονικὴ νομιμότητα στὸν ἑκάστοτε ἐπιχειρούμενο γλωσσικὸ προγραμματισμὸ καὶ ἀφ᾽ ἑτέρου νὰ προβλέψῃ μέσα σὲ ἕνα ἀνεκτὸ περιθώριο στατιστικοῦ σφάλματος τὴν ἀποδοχὴ ἐκ μέρους τῆς γλωσσικῆς κοινότητας.

    Στὸ ἐπίπεδο τῆς κοινωνίας ἡ γλῶσσα ἐν γένει μπορεῖ νὰ παρεκτραπῇ ποικιλοτρόπως καὶ νὰ γίνῃ ὄργανο ἐξουσίας. Μὲ τὴν ἔννοια αὐτὴ κάθε αὐθαίρετα ἐπιβαλλόμενος γλωσσικὸς προγραμματισμὸς ἐνδέχεται νὰ ὑποκρύπτῃ πολιτικὲς καὶ οἰκονομικὲς σκοπιμότητες, οἱ ὁποῖες καλύπτονται μὲ ἕναν ἐπίπλαστο μανδύα ἀληθοφάνειας. Γενικότερα, οἱ κοινωνικὲς ἀνισότητες παρουσιάζονται ἀριστοτεχνικὰ ὡς γλωσσικοὶ μῦθοι γιὰ τὴν ἄσκησι γλωσσικῆς ἐξουσίας. Τοὺς προβληματικοὺς καὶ δυσεπίλυτους αὐτοὺς συσχετισμοὺς ἀναλύει καὶ ἑρμηνεύει γλαφυρότατα ἡ Ἄννα Φραγκουδάκη στὸ ἄκρως διαφωτιστικὸ σύγγραμμά της: Γλῶσσα καὶ ἰδεολογία [Φραγκουδάκη 1987].

    Ἡ προοπτικὴ τῆς ἱστοριογλωσσολογίας

    Ἐξαιρετικὸ καὶ ἐξαντλητικὸ ἔργο ἀπὸ ἱστοριογλωσσολογικὴ προοπτικὴ ἀποτελεῖ τὸ ὀγκῶδες σύγγραμμα τοῦ Harald Haarmann: Παγκόσμια ἱστορία τῆς γραφῆς [Haarmann 1990]. Μέσα ἀπὸ τὶς σελίδες αὐτοῦ τοῦ ἔργου ὁ Haarmann μᾶς ἐπιφυλάσσει ἕνα συναρπαστικὸ ταξίδι πίσω στὸν χρόνο, φτάνοντας μέχρι τὸ 5300 π.Χ. σὲ ἕναν ἀρχαῖο πολιτισμὸ τῆς Νοτιοανατολικῆς Εὐρώπης, τὸν πολιτισμὸ Vinča, ὁ ὁποῖος μᾶς κληροδότησε τὰ παλαιότερα γνωστὰ δείγματα γραφῆς στὴν παγκόσμια ἱστορία. Μέσα ἀπὸ αὐτὸ τὸ ταξίδι μᾶς ἀποκαλύπτεται μία φαντασμαγορικὴ ποικιλομορφία καὶ ποικιλοειδία συστημάτων γραφῆς, ὁρισμένα ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἐξακολουθοῦν νὰ χρησιμοποιοῦνται ὣς τὶς μέρες μας. Ἐξέχουσα θέσι σ᾽ αὐτὸ τὸ φαντασμαγορικὸ καλειδοσκόπιο κατέχουν τὰ ἀλφαβητικὰ συστήματα, τὰ ὁποῖα, ὅπως καταδεικνύει ὁ Haarmann, ἀποτελοῦν καὶ τὰ πλέον παραγωγικὰ καὶ εὐέλικτα συστήματα γραφῆς, μὲ λαμπρὸ καὶ ἀδιαμφισβήτητο τὸ ἑλληνικὸ ἀλφαβητικὸ σύστημα ὡς τυπικὸ παράδειγμα.

    Ὅλα τὰ συστήματα γραφῆς ποὺ ἔχουν ἐπινοηθῆ προέκυψαν μὲν ἀρχικὰ γιὰ πρακτικοὺς λόγους, ἀλλὰ κατὰ τὴν ἱστορική τους πορεία προσέλαβαν βαθμιαῖα καὶ μὶα ἀπαραγνώριστη διάστασι, ἐνόσῳ αὐτὰ ἀπετέλεσαν φορεῖς καὶ θεματοφύλακες τῆς ἱστορίας καὶ τοῦ πολιτισμοῦ τῶν ἀντιστοίχων γλωσσικῶν κοινοτήτων. Ὅπως μᾶς ἐξηγεῖ ὁ Haarmann, ἡ ἱστορικὴ ἐπικράτησι ὁρισμένων συστημάτων γραφῆς ἔναντι ἄλλων ὀφείλεται ὄχι τόσο σὲ πρακτικοὺς λόγους ὅσο στὴν πολιτισμικὴ αἴγλη καὶ στὸ κῦρος τῶν γλωσσῶν ποὺ τὰ συστήματα αὐτὰ ἀναπαριστοῦσαν. Κάθε σύστημα γραφῆς παρουσιάζει ἱστορικὰ μία ἐξέλιξι συνεπῆ πρὸς τὴν γλωσσικὴ καὶ πολιτισμικὴ ἐξέλιξι τῆς ἀντίστοιχης γλωσσικῆς κοινότητας.

    Εἰδικὰ γιὰ τὴν ἱστορικὴ πορεία τῆς ἑλληνικῆς φθογγογλώσσας καὶ τῆς γραφῆς της ἀντλοῦμε πολύτιμες γνώσεις ἀπὸ τὸ ἔργο τοῦ Γεωργίου Μπαμπινιώτη [1985]: Συνοπτικὴ ἱστορία τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας. Μέσα ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἔργο κατανοοῦμε τὴν ἱστορικὴ καὶ ἀδιάκοπη συνέχεια τῆς ἑλληνικῆς, παρακολουθῶντας τὴν ἀδιάπτωτη μετάβασί της στὰ διάφορα ἐξελικτικὰ στάδια (ποὺ ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο γιὰ μεθοδολογικοὺς σκοποὺς μελέτης κατηγοριοποιοῦνται σὲ ἱστορικὲς φάσεις), στὰ ὁποῖα καὶ ἡ γραφὴ αὐτὴ καθ᾽ ἑαυτὴ προσαρμοζόταν καὶ ἐμπλουτιζόταν, προκειμένου νὰ εἶναι σὲ θέσι νὰ διατηρήσῃ τὴν γλωσσικὴ ἱστορία καὶ τὸν πολιτισμὸ τῆς ἑλληνικῆς. Σχετικὰ μὲ τὸ θέμα ποὺ μᾶς ένδιαφέρει ἐδῶ, δηλαδὴ τὸ πολυτονικὸ σύστημα, βλέπουμε στὸ ἔργο τοῦ Μπαμπινιώτη ὅτι ἡ ἀρχικὴ ἐπινόησι (ἀπὸ τὶς ἀρχὲς περίπου τοῦ δευτέρου αἰῶνα π.Χ.), ἡ τροποποιητικὴ ἐξέλιξι καὶ ἡ τελικὴ καὶ ὁριστικὴ ἐπικράτησι (κατὰ τὰ τέλη τοῦ ἑνάτου πρὸς τὶς ἀρχὲς τοῦ δεκάτου αἰῶνα μ.Χ.) τοῦ πολυτονικοῦ ἔγιναν γιὰ νὰ ἐξυπηρετηθοῦν λειτουργικοὶ σκοποὶ τῆς γλώσσας, ὅπως εἶναι ἡ σαφήνεια στὴν δήλωσι μορφολογικῶν καὶ συντακτικῶν σχέσεων, καθὼς ἐπίσης καὶ ἡ εὐκολία στὴν ἀνάγνωσι, λαμβανομένου ὑπ᾽ ὄψιν ὅτι ἡ προσῳδία καὶ ἡ δάσυνσι εἶχαν στὸ μεταξὺ ἐκλείψει ἀπὸ τὸ μορφοφωνολογικὸ ἐπίπεδο τῆς ἑλληνικῆς. Ἡ κατ᾽ αὐτὸν τὸν τρόπο ἐμφάνισι καὶ μετεξέλιξι τοῦ πολυτονικοῦ αἰτιολογεῖται, λοιπόν, σαφέστατα καὶ μέσα ἀπὸ τὴν προοπτικὴ καὶ τῆς συστημικῆς γλωσσολογίας, ὅπως εἴδαμε σὲ προηγούμενο σημεῖο τῆς μελέτης αὐτῆς.

    Σύνθεσι τῶν ἀνωτέρω προοπτικῶν ὡς πρὸς τὸ πολυτονικὸ σύστημα

    Ἐξετάσαμε ὁρισμένες βασικὲς καὶ καθολικὰ ἀποδεκτὲς θέσεις γιὰ τὴν γραπτὴ ἀναπαράστασι τῶν φυσικῶν φθογγογλωσσῶν τοῦ ἀνθρώπου μέσα ἀπὸ τὴν προοπτικὴ τῆς συστημικῆς γλωσσολογίας, τῆς ψυχογλωσσολογίας καὶ τῆς ψυχολογίας τῆς γλώσσας, τῆς κοινωνιογλωσσολογίας καὶ τῆς κοινωνιολογίας τῆς γλώσσας, καθὼς ἐπίσης καὶ τῆς ἱστοριογλωσσολογίας. Τώρα μποροῦμε πολὺ εὔκολα νὰ ἐπιχειρήσουμε μία αὐτοσυνεπῆ σύνθεσι τῶν διεπιστημονικῶν αὐτῶν προοπτικῶν ὡς πρὸς τὸ πολυτονικὸ σύστημα γραπτῆς ἀναπαραστάσεως τῆς ἑλληνικῆς φθογγογλώσσας, προκειμένου νὰ καταδειχθῇ ἡ ἀναγκαιότητά του.

    1. Ἀπὸ τὴν προοπτικὴ τῆς συστημικῆς γλωσσολογίας τὸ πολυτονικὸ ἀναδεικνύει (α) σαφῆ καὶ πιστὴ ἀναπαράστασι τῶν μορφολογικῶν καὶ μορφοσυντακτικῶν σχέσεων τῆς ἑλληνικῆς [ἐνδεικτικὰ παραδείγματα: (1) ἐτυμολογικά: (ὁ) ὅρος / (τὸ) ὄρος, καχύποπτος (< κακὸ + ὕποπτος), μετοχὴ (< μετὰ + ἔχω) / μέθεξι (< μετὰ + ἕξω), (τῆς) ἐπετείου (< ἐπὶ + ἔτος) / (τοῦ) ἐφετείου (< ἐπὶ + ἵημι), καθαυτὸ (< κατὰ + αὑτὸ) / κατ᾽ αὐτὸ (< κατὰ + αὐτὸ), (2) τυπολογικὰ-μορφοσυντακτικὰ: (ἡ) βαθμιαία (ἐπίθετο θηλυκοῦ γένους) / βαθμιαῖα (ἐπίρρημα), (ὁ) λαβὼν (μετοχὴ ἀορίστου) / (τῶν) λαβῶν (γενικὴ πληθυντικοῦ), ποὺ (ἀναφορικὸ) / ποῦ (ἐρωτηματικὸ), πὼς (ἀναφορικὸ) / πῶς (ἐρωτηματικὸ), μου-σου-του-μας-σας (κτητικοὶ ἀντωνυμικοὶ τύποι) / μοῦ-σοῦ-τοῦ-μᾶς-σᾶς (ἀντωνυμικοὶ τύποι γιὰ δήλωσι τοῦ ἐμμέσου ἀντικειμένου) (πρβλ. ἡ μητέρα μου εἶπε / ἡ μητέρα μοῦ εἶπε), (ἡ) ἁρπαχτὴ / (νὰ) ἁρπαχτῇ, κτλ. κτλ.], (β) κατὰ συνέπεια σαφῆ βελτιστοποίησι τῆς ἀναγνωστικῆς λειτουργίας χωρὶς ἀξιοσημείωτη ἐπιβάρυνσι τῆς λειτουργίας τῆς γραφῆς, καὶ (γ) ἐξισορρόπησι στὴν μνημοτεχνικὴ καὶ στὴν συνδυαστικὴ ἐπιβάρυνσι τῆς μνήμης, διότι οἱ πολλαπλοῖ συνδυασμοὶ τόνων καὶ πνευμάτων μὲ γράμματα ἀποσυμφοροῦν μία ὑπερβολικὰ φορτωμένη μνημοτεχνικὴ πίεσι (ἐδῶ ὑπεισέρχεται ὣς ἕνα βαθμὸ καὶ ἡ προοπτικὴ τῆς ψυχολογίας τῆς γλώσσας).
    2. Ἀπὸ τὴν προοπτικὴ τῆς ψυχολογίας τῆς γλώσσας καὶ τῆς ψυχογλωσσολογίας τὸ πολυτονικὸ ἀναδεικνύει σαφῆ πληροφοριακὴ πλεονασματικότητα των ὀπτικῶν χαρακτηριστικῶν τῶν γραφολογικῶν μορφωμάτων τῆς ἑλληνικῆς, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἐπιταχύνεται καὶ νὰ βελτιστοποιῆται ἡ διεργασία τῆς ἀμοιβαίας μετακωδικεύσεως φθογγολογικῶν καὶ γραφολογικῶν δομῶν, ὁπότε καὶ αὐτοματοποιεῖται ταχύτερα καὶ πιστότερα ἡ διπλῆ διεργασία ἀποκωδικεύσεως καὶ κατανοήσεως κατὰ τὴν ἀνάγνωσι. Μὲ πιὸ ἁπλᾶ λόγια, τὸ πολυτονικὸ ἀναμένεται νὰ ὀξύνῃ καὶ ἐνισχύῃ σημαντικὰ τὶς ὀπτικοαντιληπτικὲς λειτουργίες τῆς νοήσεως καὶ κατὰ συνέπεια καὶ ἐκεῖνες τὶς γνωσιακὲς λειτουργίες, οἱ ὁποῖες ἅπτονται σαφῶς τῆς γραφῆς. Ἡ πρόσφατη καὶ μοναδικὴ μέχρι σήμερα στὴν Ἑλλάδα ἐμπειρικὴ ἕρευνα τῶν Ἰωάννη Τσέγκου, Θαλῆ Παπαδάκη καὶ Δήμητρας Βεκιάρη [2005]: Ἡ ἐκδίκησι τῶν τόνων κατέδειξε καὶ ἐπιβεβαίωσε μὲ ἀπαραγνώριστη σαφήνεια καὶ ἀξιοπιστία τὰ θεωρητικὰ συμπεράσματα ἀπὸ τὶς βασικὲς θέσεις τῆς ψυχολογίας τῆς γλώσσας ποὺ ἐξετάσαμε προηγουμένως. Μέσῳ συγκριτικῆς μελέτης δύο ὁμάδων παιδιῶν σχολικῆς ἠλικίας, ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἡ μία περιελάμβανε παιδιὰ ποὺ ἐκτὸς ἀπὸ τὸ μονοτονικὸ διδάσκονταν ἐπὶ πλέον καὶ τὸ πολυτονικὸ σύστημα μέσῳ τακτικῆς διδασκαλίας ἀρχαίων ἑλληνικῶν, καταδείχθηκε στατιστικῶς σημαντικὴ ἐνίσχυσι τῶν ὀπτικοαντιληπτικῶν καὶ τῶν γνωσιακῶν δεξιοτήτων διὰ τοῦ πολυτονικοῦ συστήματος. Φαίνεται ἐν τέλει ὅτι τὸ πολυτονικὸ σύστημα ἐπιτρέπει βαθύτερη προσπέλασι στοὺς γραμματικοὺς μηχανισμοὺς τῆς ἑλληνικῆς, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ καθίσταται συνεπέστερη ἡ ἐνσυνείδητη δημιουργικὴ διαχείρισι τῶν γλωσσικῶν ἐκφραστικῶν δυνατοτήτων της.
    3. Ἀπὸ τὴν προοπτικὴ τῆς κοινωνιογλωσσολογίας καὶ τῆς κοινωνιολογίας τῆς γλώσσας ἡ βεβιασμένη κατάργησι τοῦ πολυτονικοῦ ἐν μιᾷ νυκτὶ καὶ ἡ ἀντικατάστασί του μὲ τὸ μονοτονικὸ χαρακτηρίζεται ὡς (μερικὸς) γλωσσικὸς προγραμματισμός, ὁ ὁποῖος μήτε ἔγινε μετὰ ἀπὸ ἐμπεριστατωμένη γλωσσολογικὴ ἕρευνα μήτε ἀπετέλεσε ἐνέργεια γιὰ ἰκανοποίησι εὐρύτερου λαϊκοῦ αἰτήματος, ὅπως μᾶς ἀποκαλύπτει ὁ Παναγιωτάκης [1995]. Δὲν εἶναι δύσκολο νὰ μαντέψῃ κανεὶς τὰ τεχνικοοικονομικὰ κίνητρα γιὰ αὐτὴ τὴν ὁλότελα ἄστοχη ἐνέργεια, τὰ ὁποῖα καὶ ἐπισημαίνει ὁ Παναγιωτάκης [1995]. Μὲ δεδομένη τὴν τεχνολογία τῆς τότε ἐποχῆς ἡ κατάργησι τοῦ πολυτονικοῦ συνεπαγόταν μία προφανῆ καὶ ἀξιόλογη ἐξοικονόμησι ὡρῶν ἐργασίας γιὰ τὴν στοιχειοθεσία καὶ τὴν διόρθωσι κειμένων πρὸς μαζικὴ τύπωσι, μὲ ἀποτέλεσμα τὴν αὔξησι τῶν κερδῶν τῶν μεγάλων έκδοτικῶν οἴκων, ἰδιαίτερα ἐκείνων ποὺ ἐξέδιδαν ἐφημερίδες καὶ περιοδικά. Ἡ τραγικὴ εἰρωνεία τῆς ἱστορίας εἶναι, ὅμως, ὅτι στὸ μεταξὺ ἡ ἁλματώδης ἐξέλιξι τῆς τεχνολογίας τῶν ἠλεκτρονικῶν ὑπολογιστῶν ἀχρήστευσε στὴν πρᾶξι καὶ αὐτὸ τὸ κίνητρο. Ἡ ἠλεκτρονικὴ διαδικασία στὴν μαζικὴ τύπωσι κειμένων καθιστᾷ σήμερα τὴν ἐπεξεργασία πολυτονικοῦ κειμένου σχεδόν ἰσοδύναμη μὲ τὴν ἐπεξεργασία μονοτονικοῦ κειμένου ἀπὸ τὴν ἄποψι τοῦ ἀπαιτουμένου χρόνου ἐργασίας. Ἀπὸ κοινωνιογλωσσολογικὴ ἄποψι, λοιπόν, ἡ κατάργησι τοῦ πολυτονικοῦ κρίνεται ὡς μία ἄστοχη, αὐθαίρετη καὶ βεβιασμένη ἐπέμβασι στὴν γραπτὴ ἀναπαράστασι τῆς ἑλληνικῆς, ἡ ὁποία περιόρισε κατὰ πολὺ καὶ χωρὶς ἀποχρῶντα λόγο τὸν ὁρίζοντα τῆς δημιουργικῆς γλωσσικῆς ἐνασχολήσεως μὲ τὴν γραπτὴ ἑλληνική, ἰδιαίτερα μεταξὺ ἀτόμων ποὺ μεγάλωσαν ἐξ ἀρχῆς μὲ τὸ μονοτονικὸ σύστημα (καὶ εἶναι σήμερα μέχρι 30 ἐτῶν).
    4. Ἀπὸ τὴν προοπτικὴ τῆς ἱστοριογλωσσολογίας τὸ πολυτονικὸ σύστημα ἀποκαλύπτεται ὡς ἀναπόσπαστο στοιχεῖο τῆς ἱστορικότητας τῆς γραπτῆς ἀναπαραστάσεως τῆς ἑλληνικῆς, τὸ ὁποῖο ἐκδηλώνει μία συγκεκριμένη ἱστορικὴ καὶ πολιτισμικὴ διάστασι. Μὲ τὴν ἐπιφύλαξι, ὡστόσο, τῶν συμπερασμάτων γιὰ τὴν ἀναγκαιότητα τοῦ πολυτονικοῦ ἀπὸ τὴν προοπτικὴ τῆς συστημικῆς γλωσσολογίας καὶ τῆς ψυχολογίας τῆς γλώσσας, τὸ μόνο τέλος πάντων ἐπιχείρημα ἀπὸ ἱστοριογλωσσολογικὴ ἄποψι ποὺ θὰ δικαιολογοῦσε κάπως τὴν κατάργησι τοῦ πολυτονικοῦ θὰ ἦταν ἡ θέσι ὅτι ἡ σύγχρονη μορφὴ τῆς ἑλληνικῆς ἀποτελεῖ αὐτοδύναμο γλωσσικὸ σύστημα, ἀποσχισμένο ἀπὸ τὶς παλαιότερες μορφὲς τῆς ἑλληνικῆς. Ὅμως, ὅπως βλέπουμε π.χ. στὸ ἔργο τοῦ Μπαμπινιώτη [1985], ἡ συνεχὴς, μακραίωνη καὶ ἀδιάλειπτη ἱστορικὴ ἐξέλιξι τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καὶ τῆς γραφῆς της μέσα ἀπὸ τὸν μετασχηματισμὸ τῶν διαλέκτων της καθιστᾷ τὴν ἀνωτέρω θέσι ἐντελῶς ἀνυπόστατη. Ἡ ἰδιομορφία στὴν ἐξέλιξι τῆς ἑλληνικῆς ἀναδεικνύει, ἑπομένως, τὴν ἀναγκαιότητα τῆς διατηρήσεως τοῦ πολυτονικοῦ συστήματος καὶ ἀπὸ ἱστοριογλωσσολογικὴ ἄποψι.

    Συμπέρασμα καὶ συζήτησι

    Ἡ θεώρησι τοῦ πολυτονικοῦ συστήματος κατὰ τὴν γραπτὴ ἀναπαράστασι τῆς ἑλληνικῆς μέσα ἀπὸ τὴν διεπιστημονικὴ προοπτικὴ ποὺ ἐξετάσαμε μᾶς ὁδηγεῖ ἀβίαστα στὸ συμπέρασμα, ὅτι τὸ πολυτονικὸ προάγει ἀπαραγνώριστα καὶ ἀποφασιστικὰ ὅλους ἀνεξαιρέτως τοὺς παράγοντες, οἱ ὁποῖοι βελτιστοποιοῦν τὸ σύστημα γραφῆς τῆς ἑλληνικῆς φθογγογλώσσας καὶ ἑπομένως διευρύνουν τὸ φάσμα τῶν ἐνσυνειδήτων δημιουργικῶν ἐνασχολήσεων μὲ τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα καθαυτή. Ἡ διατήρησι τοῦ πολυτονικοῦ καταδεικνύεται, λοιπόν, ὅτι εἶναι ἀναγκαία. Ἡ ἐπίσημη καὶ θεσμοθετημένη ἐπαναφορά του θὰ ἀποτελοῦσε, ἑπομένως, μία πρᾶξι στοιχειώδους κοινωνικῆς καὶ πολιτισμικῆς ἠθικῆς ἀπέναντι στὸ πολυτιμότερο ἀγαθὸ τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας. Μία πρᾶξι ἀξιοπρέπειας καὶ εὐθύνης ἀπέναντι στὴν ἀνθρώπινη φύσι μας, ἀπέναντι στὶς μελλοντικὲς γενιές.

    Οἱ ἐπιστῆμες τῆς γλώσσας βρίσκονται σήμερα σὲ μία δύσκολη φάσι τῆς πορείας τους. Τὸ ἀσυνεχὲς γλωσσολογικὸ πρότυπο κατὰ τὸ τρέχον παράδειγμα τοῦ Ferdinand de Saussure [1916], τὸ ὁποῖο διακρίνει συγχρονία καὶ διαχρονία στὴν γλῶσσα ἐν γένει καὶ ὁρίζει τὸ γλωσσικὸ σημεῖο ὡς αὐθαίρετη καὶ συμβατικὴ γλωσσικὴ μονάδα, εἰσάγει τὴν ἔννοια τῆς κατατμήσεως στὴν γλῶσσα: Ἡ πρότασι κόβεται σὲ φράσεις, ἡ φράσι κόβεται σὲ λέξεις, ἡ λέξι κόβεται σὲ μορφήματα, τὸ μόρφημα κόβεται σὲ φωνήματα, τὸ φώνημα κόβεται σὲ στοιχειώδη διαφοροποιητικὰ χαρακτηριστικά. Ἡ κατάτμησι μᾶς ἔχει φέρει σὲ ἕνα ὀδυνηρὸ ἀδιέξοδο, ὅπου, γιὰ νὰ εἴμαστε συνεπεῖς, ἐξοβελίζουμε ὁτιδήποτε συνεχές ἔξω ἀπὸ τὸν ὁρίζοντα τῆς γλωσσικότητας. Ἂς μὴν ξεχνᾶμε, ὅτι ἡ εἰκόνα ποὺ ἔχουμε σήμερα γιὰ τὴν γλῶσσα (καὶ γιὰ τὴν γλωσσολογία) εἶναι ἄμεση συνέπεια τῆς ἀλφαβητικῆς γραφῆς ἐν γένει, ἡ ὁποία, παρ᾽ ὅλα τὰ ἀδιαμφισβήτητα θετικά της ἀποτελέσματα, καταργεῖ τὴν πρωτογενῆ ἔννοια τῆς γλώσσας ὡς συμβάντος [Βέργη 2003]. Ὅμως, τὰ εὑρήματα ἀπὸ πρόσφατες ἕρευνες ὑποδεικνύουν ὅτι ὑπάρχουν καὶ συνεχῆ ἐπικοινωνιακὰ φαινόμενα, τὰ ὁποῖα ὀφείλουν νὰ ἀναγνωρισθοῦν ὡς ἀδιάσπαστα στοιχεῖα τῆς γλώσσας ἐν γένει [ἐνδεικτικὰ: Lightfoot 1999, McNeill 2000]. Ἡ προσῳδία, ἡ φωνηεντικὴ ἁρμονία, ἡ σύμπραξι φωνητικῶν καὶ σωματοκινητικῶν ἐκφορῶν, τὸ ἀνεβοκατέβασμα τοῦ ρυθμοῦ τῆς ἐκφορᾶς, ὅλα αὐτὰ εἶναι μερικὰ ἀπὸ τὰ συνεχῆ, μὴ κατατμήσιμα στοιχεῖα ποὺ συμβάλλουν ἀποφασιστικὰ στὴν μεταβίβασι καὶ κατανόησι τῶν γλωσσικῶν μηνυμάτων. Οἱ γνώσεις μας εἶναι ἀκόμα ἐλλιπεῖς ὡς πρὸς τὴν προέλευσι καὶ τοὺς συσχετισμοὺς τῶν συνεχῶν στοιχείων τῆς γλώσσας μὲ τὰ ἀσυνεχῆ. Παραδείγματος χάριν, ἀγνοοῦμε παντελῶς τοὺς λόγους, γιὰ τοὺς ὁποίους ὁρισμένες γλῶσσες, ὅπως ἡ ἑλληνική, ἐμφάνισαν προσῳδία, ἐνῷ ἄλλες γλῶσσες ὄχι. Πιθανὸν ἔρχεται ὁ καιρὸς ποὺ ἡ γλωσσολογία θὰ ἀλλάξῃ παράδειγμα κάτω ἀπὸ τὸ βάρος τῶν διαρκῶς αὐξανομένων ἐμπειρικῶν εὑρημάτων.

    Τὸ πολυτονικὸ διατηρεῖ στὴν συλλογικὴ μνήμη τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας τὸ ὀπτικὸ ἀποτύπωμα τῆς προσῳδίας τοῦ γλωσσικοῦ της παρελθόντος, καὶ ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἄποψι ἀποτελεῖ ἀνεκτίμητη παρακαταθήκη, διατηρῶντας ἄρρητα τοὺς λόγους, γιὰ τοὺς ὁποίους ἡ ἑλληνικὴ ἀνέπτυξε κάποτε προσῳδία (καὶ μεταγενέστερα τήν ἀπέβαλε), ἔστω καὶ ἂν δὲν τούς γνωρίζουμε (ἀκόμα). Ἡ διατήρησι, λοιπόν, τοῦ πολυτονικοῦ, πέρα ἀπὸ πρᾶξι ἠθικῆς εὐθύνης, ἀποτελεῖ καὶ μία ἀναντίρρητη ἐνέργεια σωφροσύνης καὶ προετοιμασίας γιὰ ἕνα μέλλον ποὺ μπορεῖ νὰ διευρύνῃ ἀπροσμέτρητα τοὺς γλωσσικούς μας ὁρίζοντες.

    Βιβλιογραφία

    • Βέργη, Σ. (2003): Γλωσσολογία: ἐπιστήμη τῆς γλώσσας ἢ τῆς γραφῆς; Ἀθήνα: Κριτική.
    • Coulmas, F. (1981): Über Schrift. Φρανκφούρτη: Suhrkamp.
    • Fasold, R. (1991): The sociolinguistics of society. Ὀξφόρδη: Blackwell.
    • Haarmann, H. (1990): Universalgeschichte der Schrift. Φρανκφούρτη: Campus.
    • Haber, L.R. & Haber, R.N. (1981): Perceptual processes in reading: An analysis-by-synthesis model. Στὸ: Pirozzolo & Whittrock (ἐπιμ.): Neuropsychological and cognitive processes in reading. Νέα Ὑόρκη: Academic Press.
    • Haugen, E. (1983): The implementation of corpus planning: Theory and practice. Στὸ: Cobarrubias, J. & Fishman (ἐπιμ.): Progress in language planning: International perspectives. Βερολῖνο: Mouton.
    • Κωστούλα-Μακράκη, Ν. (2001): Γλῶσσα καὶ κοινωνία. Ἀθήνα: Μεταίχμιο.
    • Lightfoot, D. (1999): The development of language. Λονδῖνο: Blackwell.
    • List, G. (1981): Sprachpsychologie. Στουττγάρδη: Kohlhammer.
    • McNeill, D. (2000): Language and gesture. Cambridge: Cambridge University Press.
    • Μπαμπινιώτης, Γ. (1985): Συνοπτικὴ ἱστορία τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας. Ἀθήνα.
    • Παναγιωτάκης, Ν. (1995): Ἕνας σταθμὸς στὴν ἱστορία τῆς ἑλληνικῆς γραφῆς: Ἡ κατάργησι τοῦ πολυτονικοῦ. Ἀνακοίνωσι στὸ συνέδριο «Ἑλληνικὰ Γράμματα» τῆς Ἑλληνικῆς Ἑταιρείας Τυπογραφικῶν Στοιχείων, Γαλλικὸ Ἰνστιτοῦτο Ἀθηνῶν, 07-10 Ἰουνίου 1995, Ἀθήνα.
    • Παπασπύρου, Χ. (1998): Κινηματικὴ γλῶσσα καὶ καθολικὴ γλωσσικὴ θεωρία. Ἀθήνα: Ἑλληνικὰ Γράμματα.
    • Παπασπύρου, Χ. (2003): Διαδρομὲς στοὺς γλωσσικοὺς ρυθμοὺς. Ἀθήνα: Ἀτραπός.
    • Samuels, S.J. & Eisenberg, P. (1981): A framework for understanding the reading process. Στὸ: Pirozzolo & Whittrock (ἐπιμ.): Neuropsychological and cognitive processes in reading. Νέα Ὑόρκη: Academic Press.
    • Saussure, F. de (1916): Cours de linguistique générale. Γενεύη.
    • Τσέγκος, Ι., Παπαδάκης, Θ. & Βεκιάρη, Δ. (2005): Ἡ ἐκδίκησι τῶν τόνων. Ἀθήνα: Ἐναλλακτικὲς Ἐκδόσεις.
    • Weigl, E. (1974): Zur Schriftsprache und ihrem Erwerb. Neuropsychologische und psycholinguistische Betrachtungen. Στὸ: Eichler, W. & Hofer, A. (ἐπιμ.): Spracherwerb und linguistische Theorien. Texte zur Sprache des Kindes. Μόναχο.
    • Wygotzki, L.S. (1964[1934]): Denken und Sprechen. Φρανκφούρτη: Fischer (πρώτη ἔκδοσι στὰ ρωσικὰ 1934).
    • Φραγκουδάκη, Ἄ. (1987): Γλῶσσα καὶ ἰδεολογία. Ἀθήνα: Ὀδυσσέας.

    Γιατί ἐμμένω στὸ πολυτονικὸ σύστημα τονισμοῦ

    [Τοῦ Γρηγορίου Σηφάκη, ὁμότιμου καθηγ. Ἀρχ. Ἑλληνικῆς Φιλολογίας τοῦ Πανεπ. Θεσσαλονίκης & τοῦ Πανεπ. Νέας Ὑόρκης (Ἰανουάριος 2007). Μολονότι ὁ καθ. Σηφάκης δὲν εἶναι μέλος τῆς Κίνησης Πολιτῶν γιὰ τὴν Ἐπαναφορά τοῦ Πολυτονικοῦ Συστήματος, ἀνταποκρίθηκε στὴν πρόσκλησή μας νὰ ἐκθέσει σὲ κείμενό του τοὺς λόγους γιὰ τοὺς ὁποίους δὲν υἱοθέτησε ποτὲ τὸ μονοτονικὸ σύστημα, ἀλλὰ ἐξακολουθεῖ νὰ γράφει πολυτονικά (καὶ μάλιστα χωρὶς τὶς ἁπλουστεύσεις τῆς Γραμματικῆς Τριανταφυλλίδη, τὶς ὁποῖες θεωρεῖ περιττὲς μετὰ τὴν κατάργηση τῶν τόνων καὶ πνευμάτων στὴν ἐκπαίδευση). Εὐχαρίστως φιλοξενοῦμε τὸ δοκίμιο ποὺ μᾶς ἔστειλε.]

    Μιὰ σύντομη—ὅσο καὶ ἀκριβής—ἀπάντηση θὰ ἦταν: ἐπειδὴ τὰ πνεύματα καὶ οἱ τόνοι ἀποτελοῦν ὀργανικὸ μέρος τῆς ἑλληνικῆς ἱστορικῆς ὀρθογραφίας ἐδῶ καὶ 22 αἰῶνες· καὶ ἡ ἱστορικὴ ὀρθογραφία εἶναι, μὲ τὴ σειρά της, ἀναπόσπαστο μέρος τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ στὸν βαθμὸ ποὺ ὁ γραπτὸς λόγος ἦταν ἐπὶ μακρὸν στὸ παρελθόν—καὶ εἶναι—τὸ κύριο μέσο δημόσιας ἐπικοινωνίας καὶ λογοτεχνικῆς ἔκφρασης.

    Γιὰ νὰ γίνει σαφέστερη ἡ σχέση γραφῆς καὶ πολιτισμοῦ, ἀρκεῖ νὰ ἀναλογιστεῖ κανεὶς τὰ 3.000 κινεζικὰ ἰδεογράμματα (κατ᾿ ἐλάχιστον), ἢ τὸν συνδυασμὸ ἰδεογραμμάτων καὶ συλλαβογραμμάτων ποὺ χρησιμοποιοῦν οἱ Ἰάπωνες. Ἀκόμα κι ὅταν ἕνας ἀπόλυτος κυρίαρχος τῆς πολιτικῆς, ὅπως ὁ Μάο Ζεντόγκ, ἐπεχείρησε νὰ εἰσαγάγει τὸ λατινικὸ ἀλφάβητο στὴν ἀχανῆ του χώρα (μετὰ τὸν Βʹ Παγκόσμιο πόλεμο καὶ τὴν ἑδραίωση τῆς ἐξουσίας του) μὲ σκοπὸ νὰ διευκολύνει τὸν ἐκμοντερνισμό της, ἀναγκάστηκε ἀπὸ τὴν καθολικὴ ἀντίδραση ποὺ συνάντησε ἐκ μέρους ἐκπαιδευτικῶν καὶ διανοουμένων νὰ ἀποσύρει τὴν ἐπαναστατικὴ καινοτομία του. Πρᾶγμα ποὺ δὲν ἐμπόδισε φυσικὰ τὴν ἐπιστημονική, τεχνολογικὴ καὶ οἰκονομικὴ ἀνάπτυξη τῆς Κίνας, τῆς ὁποίας σήμερα εἴμαστε ὅλοι μάρτυρες. Ἐνῶ ἡ ἀντικατάσταση τοῦ ἀραβικοῦ ἀλφαβήτου ἀπὸ τὸ λατινικὸ κάθε ἄλλο παρὰ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὸν ἐξευρωπαϊσμὸ τῆς Τουρκίας, ὅπως ἐπεδίωκε τὸ 1928 ὁ Κεμὰλ Ἀτατούρκ.

    Τὰ ἱστορικὰ αὐτὰ μαθήματα διέφυγαν τῆς προσοχῆς τοῦ Ἀνδρέα Παπανδρέου καὶ τῶν συμβούλων του ὅταν, ἀφοῦ κέρδισαν τὶς ἐκλογὲς τοῦ 1981, θεώρησαν ὅτι θὰ ἔδιναν μεγάλη ὤθηση στὴν ἑλληνικὴ ἐκπαίδευση μὲ τὴν κατάργηση τῶν τόνων καὶ τῶν πνευμάτων. Τότε ὅμως εἶχε πιὰ ἐκλείψει ὁ λόγος ποὺ παλαιότερα ἔκανε τοὺς δημοτικιστὲς νὰ ζητοῦν τὴν κατάργησή τους—ὡς μέρος τῆς στρατηγικῆς τους ἐναντίον τῆς καθαρεύουσας—, ἀφοῦ τὸ Σύνταγμα του 1976 εἶχε ἀφαιρέσει ἀπὸ τὴν καθαρεύουσα τὸ ὑποστήριγμα τῆς ἐπίσημης γλώσσας τοῦ κράτους, καταδικάζοντάς την ἔτσι σὲ ἀναπόδραστο θάνατο.

    Δυστυχῶς ἔκτοτε ἡ ἑλληνομάθεια (γενικότερα, ὄχι μόνο ἡ ἀρχαιομάθεια) βρίσκεται σὲ ἐλεύθερη πτώση, ὅπως συμβαίνει καὶ μὲ τὸ ἐπίπεδο τῶν σπουδῶν σὲ μέση καὶ ἀνώτατη ἐκπαίδευση, καὶ τὸ κατὰ γενικὴ ὁμολογία χαμηλὸ ἐπίπεδο τῶν νέων φοιτητῶν ποὺ εἰσάγονται στὰ ΑΕΙ τὰ τελευταῖα χρόνια—ἂν καὶ θὰ ἦταν ἀσφαλῶς μεγάλη ὑπερβολὴ νὰ ἀποδώσει κανεὶς τὸ μεῖζον αὐτὸ κοινωνικὸ πρόβλημα στὴν κατάργηση τῶν τόνων. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, ἡ μεταρρύθμιση τοῦ τονικοῦ συστήματος τῆς ἑλληνικῆς δὲν ἔχει μικρὴ συμμετοχὴ στὴν παρακμὴ τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ μας συστήματος κατὰ τὰ τελευταῖα 25 χρόνια, καθὼς ἐνίσχυσε τὴ φυσικὴ τάση τῶν παιδιῶν γιὰ ἐλάσσονα προσπάθεια καὶ τὴ γενικὴ τάση τῶν σύγχρονων Ἑλλήνων γιὰ περιφρόνηση νόμων καὶ κανόνων, εἴτε πρόκειται γιὰ τὸν κώδικα ὁδικῆς κυκλοφορίας, εἴτε γιὰ τὸν κώδικα τῆς πολεοδομίας, τὴν καταπάτηση τῶν δασῶν, κοκ. (χωρὶς αὐτὸ νὰ σημαίνει ὅτι τὸ κράτος δὲν ἔχει τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς εὐθύνης γιὰ τὰ φαινόμενα αὐτά). Ἐπειδὴ μάλιστα τὸ ἁπλοϊκὸ καὶ ἀνεπαρκὲς μονοτονικὸ σύστημα ποὺ καθιερώθηκε στὰ σχολεῖα δὲν εἶχε λογικὴ καὶ συνέπεια (ὅπως εἶχαν τὰ συστήματα ποὺ εἶχαν προταθεῖ ἢ ἐφορμοστεῖ παλαιότερα ἀπὸ φιλολόγους τοῦ μεγέθους τῶν Ἰ. Θ. Κακριδῆ, Λίνου Πολίτη, Θρ. Σταύρου…), γρήγορα ἀγνοήθηκε ἀπὸ διδάσκοντες καὶ διδασκομένους, μὲ ἀποτέλεσμα οἱ δεύτεροι νὰ καταλήξουν νὰ γράφουν σχεδὸν χωρὶς τόνους, καὶ οἱ πρῶτοι νὰ μὴ διορθώνουν τὰ “λάθη” τῶν μαθητῶν. Ἔτσι λοιπόν, γιὰ χάρη μιᾶς πρόσκαιρης παιδαγωγικῆς διευκόλυνσης στὰ πρῶτα χρόνια τοῦ σχολείου, τὰ παιδιὰ ἄρχισαν νὰ ἐξοικειώνονται ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων μὲ τὴν ἀντιπαιδαγωγικὴ ἰδέα ὅτι περίπου ὅλα ἐπιτρέπονται καὶ τὰ λάθη σπανίως τιμωροῦνται.

    Τὸ μέγεθος τῆς ζημιᾶς ὅμως ἦταν πολὺ μεγαλύτερο: ἐπειδὴ ἡ υἱοθέτηση τοῦ μονοτονικοῦ ἔγινε λίγα χρόνια μετὰ τὴν κατάργηση τοῦ μαθήματος τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν ἀπὸ τὸ γυμνάσιο (μὲ τὴν ἐκπαιδευτικὴ μεταρρύθμιση τοῦ 1976), ἡ κατάργηση τῶν τόνων ἔσπασε ἄλλον ἕνα κρίκο ἀπὸ ἐκείνους ποὺ συνέδεαν τὴ νεοελληνικὴ ἐκπαίδευση μὲ τὸ μέγιστο παιδευτικὸ ἰδεῶδες τῆς κλασικῆς παιδείας καὶ τῆς προσέγγισής της μέσα ἀπὸ τὰ ἔργα τῶν ἀρχαίων συγγραφέων. Διαφημίστηκε, βέβαια, τότε ἡ εἰσαγωγὴ τῶν μεταφράσεων στὴ μέση ἐκπαίδευση, ἡ ὁποία καὶ καλῶς ἔγινε· ἀλλὰ οἱ μεταφράσεις ἔπρεπε νὰ πλαισιώσουν, ὄχι νὰ ἀντικαταστήσουν τὰ πρωτότυπα κείμενα, γιατὶ ἡ νεότερη γλωσσολογία μᾶς εἶχε ἐντωμεταξὺ διδάξει ὅτι σημαῖνον καὶ σημαινόμενο εἶναι σὰν τὶς δύο ὄψεις ἑνὸς χαρτιοῦ (ἂν σκίσεις τὴ μιὰ μεριὰ ἔχεις σκίσει καὶ τὴν ἄλλη) καὶ ὅτι ἡ μετάφραση δὲν εἶναι παρὰ “δεύτερη γραφή,” ὅπως ὀνόμαζε τὶς μεταφράσεις του ὁ Ὀδυσσέας Ἐλύτης· δηλαδὴ σὰν δικά του ἔργα περισσότερο παρὰ σὰν ἔργα τῆς Σαπφῶς ἢ τῶν ἄλλων ποιητῶν ποὺ εἶχε μεταφράσει. (Ἂς τὸ ποῦμε ἐδῶ χωρὶς περιστροφές: ὅσες μεταφράσεις, ἰδίως ποιητικῶν κειμένων, κι ἂν διαβάσει κανείς, ἢ ὅσες παραστάσεις, φέρ᾿ εἰπεῖν, ἀρχαίας τραγωδίας κι ἂν ἔχει δεῖ—ἐννοεῖται σὲ μετάφραση—δὲν ἰσοδυναμοῦν μὲ τὴν ἀνάγνωση καὶ ἐμβάθυνση στὸ κείμενο μιᾶς καὶ μόνο τραγωδίας στὸ πρωτότυπο. Βέβαια, κάποιες διορθωτικὲς κινήσεις σχετικὲς μὲ τὸ μάθημα τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν ἔγιναν ἀργότερα, ἀλλὰ ὄχι πρὸς τὴν κατεύθυνση τῶν τόνων.)

    Γιὰ νὰ εἴμαστε ἀκριβοδίκαιοι ἀπέναντι στὴ μνήμη τῶν μεγάλων φιλολόγων καὶ ἐκπαιδευτικῶν ποὺ κατὰ καιροὺς τάχθηκαν ὑπὲρ τοῦ μονοτονικοῦ συστήματος, πρέπει νὰ ἀναγνωρίσουμε πὼς στήριζαν τὶς ἀπόψεις τους σὲ σοβαρὰ ἐπιστημονικὰ ἐπιχειρήματα, τὰ ὁποῖα ὅμως ἴσχυαν μόνο σύμφωνα μὲ τὴ λογικὴ ὅτι ἡ γραφὴ πρέπει νὰ ἀπεικονίζει ὅσο τὸ δυνατὸν πιστότερα—ἀλλὰ καὶ ἁπλούστερα—τὸν προφορικὸ λόγο (ἑπομένως, ναὶ μὲν πολύ/πολλή/πολλοί, ἢ τύχη/τοίχοι/τείχη, γιατὶ ἁπλοποίηση τῆς ὀρθογραφίας πρὸς τὴ φωνητικὴ γραφὴ θὰ δημιουργοῦσε σύγχυση σημασιῶν, ἀλλὰ κήπος/δώρο/ένα, ἀφοῦ προφέρονται καὶ ἀκούονται ἀκριβῶς τὸ ἴδιο ὅπως τὰ κῆπος/δῶρο/ἕνα).

    Ὅμως σήμερα γνωρίζομε καλύτερα ἀπ᾿ ὅτι στὸ παρελθὸν πὼς ὁ γραπτὸς λόγος δὲν εἶναι μόνο ἀπεικόνιση τοῦ προφορικοῦ, ἀλλὰ ἐπίσης ὁ τρόπος πρόσληψης τῆς λογοτεχνίας, ὅπως ἐπίσης εἶναι ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο μεταδίδεται καὶ ἀφομοιώνεται ἡ ἐπιστημονικὴ γνώση. Καὶ μολονότι τὸ βιβλίο δὲν πρόκειται νὰ ἀντικαταστήσει ποτὲ τὸν δάσκαλο στὸ σχολεῖο, ἡ ἐκπαιδευτικὴ διαδικασία στηρίζεται ὅλο καὶ περισσότερο στὸν γραπτὸ παρὰ στὸν προφορικὸ λόγο, ὅσο οἱ μαθητὲς μεγαλώνουν καὶ ἀνεβαίνουν τὶς βαθμίδες τῆς ἐκπαίδευσης. Γι᾿ αὐτὸ ἡ ἀρχὴ καὶ ἐπιδίωξη τῆς ὅσο τὸ δυνατὸν πιστότερης—καὶ ἰδίως ἁπλούστερης—ἀπεικόνισης τοῦ προφορικοῦ λόγου ἀπὸ τὸν γραπτὸ δὲν ἔχει τὴν ἴδια σημασία ποὺ εἶχε σὲ ἐποχὲς ποὺ ἡ διάδοση καὶ πρόσληψη τῆς λογοτεχνίας στηρίζονταν στὸν προφορικὸ λόγο, ὅπως γινόταν κατὰ κανόνα σὲ ὅλη τὴν ἀρχαιότητα (ἀπαγγελίες ραψωδῶν, μουσικοί, θυμελικοὶ καὶ σκηνικοὶ ἀγῶνες καὶ πανηγύρεις, δημόσια πολιτικὴ καὶ δικανικὴ ρητορεία, μεγαλόφωνη ἀνάγνωση ἀκόμα καὶ κατ᾿ ἰδίαν, κτλ.).

    Ἡ σύγχρονη, γενικευμένη, χρήση τοῦ γραπτοῦ λόγου καὶ ὀπτικὴ ἐπαφὴ μὲ τὰ κείμενα μπορεῖ, ἀφ᾿ ἑνός, νὰ ἐπεκτείνει τὰ σύμβολα τῆς γραφῆς, ὥστε νὰ γίνει δυνατὴ ἡ καταγραφὴ νέας γνώσης (κάτι ποὺ ἀφορᾶ περισσότερο τὶς θετικὲς ἐπιστῆμες) καί, ἀφ᾿ ἑτέρου, μὲ τὴ διατήρηση τῆς ἱστορικῆς ὀρθογραφίας, νὰ συνυποδηλώνει τὴν παλαιότερη ἱστορία τῆς γλώσσας, φωτίζοντας ἔτσι καὶ ἐμπλουτίζοντας τὴν κατανόηση τῶν λογοτεχνικῶν κειμένων. Ἡ πρόσληψη, δηλαδή, τῆς λογοτεχνίας μέσῳ τοῦ γραπτοῦ λόγου προσφέρει μιὰ διαφορετικῆς τάξεως αἰσθητικὴ ἐμπειρία ἀπὸ τὴν πρόσληψη τοῦ προφορικοῦ λόγου, καθὼς ἐπιτρέπει τὴ μελέτη τοῦ κειμένου (ὑπὸ συνθῆκες ἄνεσης χρόνου) σὲ βάθος καί, ὡς ἕναν βαθμό, τὴν ἀντίληψη τῶν συνυποδηλώσεων καὶ τῆς διακειμενικότητάς του.

    Ἐδῶ, λοιπόν, ἔγκειται ἡ σημασία τῶν τόνων πού, ἐνῶ ἐπινοήθηκαν, περὶ τὸ 200 π.Χ., ὡς ὑπόμνηση τῆς παλαιότερης προσωδίας καὶ τοῦ “μουσικοῦ” τονισμοῦ τῆς γλώσσας, ποὺ εἶχαν πάψει πιὰ νὰ ἀκούονται, διατηρήθηκαν ἔκτοτε ὡς ἀναγκαῖα βοηθήματα γιὰ τὴν ἀναγνώριση καὶ κατανόηση λέξεων, κλίσεων, ἐγκλίσεων καὶ γενικότερα τῆς γραμματικῆς τῆς ἀρχαίας γλώσσας, ὅσο καὶ γιὰ τὴν ὀρθογράφησή της. Καὶ εἶναι αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ χρήση, ὄχι ἡ ἀρχική τους σχέση μὲ τὴ χαμένη προφορὰ τῆς ἀρχαίας γλώσσας, ποὺ χρησιμεύει στὸν νεοελληνικὸ γραπτὸ λόγο, καθὼς σηματοδοτοῦν τὸ ἱστορικὸ παρελθὸν τῆς γλώσσας καὶ βελτιώνουν τοὺς ὅρους πρόσληψης καὶ τῆς νεοελληνικῆς λογοτεχνίας. Ὁ Παπαδιαμάντης, φέρ᾿ εἰπεῖν, παραπέμπει τόσο συχνὰ στὴ γλῶσσα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴ βυζαντινὴ ὑμνογραφία, ποὺ ἡ κατανόηση τῆς δικῆς του γλώσσας σὲ βάθος προϋποθέτει τὴν ἀναγνώριση καὶ κατανόηση τῶν παραπομπῶν αὐτῶν.

    Καλῶς ἢ κακῶς (δὲν ἐνδιαφέρει πιά), ἡ παλαιότερη νεοελληνικὴ λογοτεχνία εἶναι ἐν μέρει γραμμένη στὴν καθαρεύουσα, καὶ ὁ Παπαδιαμάντης εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους συγγραφεῖς τῆς νεότερης Ἑλλάδας, ὅπως εἶναι ὁ Βιζυηνὸς καὶ ὁ Ροΐδης. Τὸ νὰ ἐκδώσει, λοιπόν, κανεὶς τοὺς συγγραφεῖς αὐτοὺς μονοτονικὰ δὲν θὰ ἦταν μόνο πράξη ἱεροσυλίας, ἀλλὰ καὶ θὰ ἔκανε τὰ κείμενά τους ἀπὸ δυσπρόσιτα ἕως ἀκατανόητα. (Γι᾿ αὐτὸ ἡ μετάφραση τοῦ Παπαδιαμάντη σὲ κάποια μορφὴ “ὁμιλούμενης” νεοελληνικῆς—ὅτι κι ἂν σημαίνει αὐτὸ σήμερα—εἶναι προτιμότερη, γιατὶ ἱεροσυλία μιὰ φορὰ δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ, ἐνῶ ἀναγνωρίζει εὐθαρσῶς τὴν πνευματικὴ καὶ γλωσσικὴ παρακμὴ ποὺ χαρακτηρίζει τὴν ἐποχή μας καὶ ἀνταποκρίνεται σ᾿ αὐτήν.)

    Δὲν εἶναι ὅμως μόνο οἱ συγγραφεῖς ποὺ ἔγραψαν στὴν καθαρεύουσα, ἀλλὰ καὶ πολλοὶ ἄλλοι ποὺ χρησιμοποίησαν ἢ χρησιμοποιοῦν ἀρχαίους γραμματικοὺς τύπους ἢ φράσεις· λόγου χάριν, ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ μεγάλους ποιητές μας, ὁ Καβάφης, ἐκτὸς ἀπὸ πλῆθος ἀρχαίων τύπων ἢ ἀρχαιοπρεπῶν φράσεων συχνὰ ἐνσωματώνει καὶ ἀρχαῖα χωρία στὰ ποιήματά του, τὰ ὁποῖα ὁ μονοτονισμὸς  ἐνίοτε μετατρέπει σὲ γρίφους. Ἰδοὺ τὸ πρῶτο ἀπὸ τὰ 154 “Ἀναγνωρισμένα” ποιήματά του, ὅπως παρουσιάζεται στὸν κατὰ τὰ ἄλλα πολὺ καλὰ σχεδιασμένo καὶ χρήσιμο «Επίσημο δικτυακό τόπο του Αρχείου Καβάφη» (http://www.kavafis.gr) :

    Άγε, ω βασιλεύ Λακεδαιμονίων
    Δεν καταδέχονταν η Κρατησίκλεια
    ο κόσμος να την δει να κλαίει και να θρηνεί·
    και μεγαλοπρεπής εβάδιζε και σιωπηλή.
    Τίποτε δεν απόδειχνε η ατάραχη μορφή της
    απ' τον καϋμό και τα τυράννια της.
    Μα όσο και νάναι μια στιγμή δεν βάσταξε·
    και πριν στο άθλιο πλοίο μπει να πάει στην Aλεξάνδρεια,
    πήρε τον υιό της στον ναό του Ποσειδώνος,
    και μόνοι σαν βρεθήκαν τον αγκάλιασε
    και τον ασπάζονταν, «διαλγούντα», λέγει
    ο Πλούταρχος, «και συντεταραγμένον».
    Όμως ο δυνατός της χαρακτήρ επάσχισε·
    και συνελθούσα η θαυμασία γυναίκα
    είπε στον Κλεομένη «Άγε, ω βασιλεύ
    Λακεδαιμονίων, όπως, επάν έξω
    γενώμεθα, μηδείς ίδη δακρύοντας
    ημάς μηδέ ανάξιόν τι της Σπάρτης
    ποιούντας. Τούτο γαρ εφ' ημίν μόνον·
    αι τύχαι δε, όπως αν ο δαίμων διδώ, πάρεισι.»
    Και μες στο πλοίο μπήκε, πηαίνοντας προς το «διδώ».

    Ἰδοὺ τώρα τὸ ἴδιο ποίημα μετὰ ἀπὸ ἀποκατάσταση τῶν τόνων:

    Ἄγε, ὦ βασιλεῦ Λακεδαιμονίων
    Δὲν καταδέχονταν ἡ Κρατησίκλεια
    ὁ κόσμος νὰ τὴν δεῖ νὰ κλαίει καὶ νὰ θρηνεῖ·
    καὶ μεγαλοπρεπὴς ἐβάδιζε καὶ σιωπηλή.
    Τίποτε δὲν ἀπόδειχνε ἡ ἀτάραχη μορφή της
    ἀπ' τὸν καϋμὸ καὶ τὰ τυράννια της.
    Μὰ ὅσο καὶ νά ᾿ναι μιὰ στιγμὴ δὲν βάσταξε·
    καὶ πρὶν στὸ ἄθλιο πλοῖο μπεῖ νὰ πάει στὴν Ἀλεξάνδρεια,
    πῆρε τὸν υἱό της στὸν ναὸ τοῦ Ποσειδῶνος,
    καὶ μόνοι σὰν βρεθῆκαν τὸν ἀγκάλιασε
    καὶ τὸν ἀσπάζονταν, «διαλγοῦντα», λέγει
    ὁ Πλούταρχος, «καὶ συντεταραγμένον».
    Ὅμως ὁ δυνατός της χαρακτὴρ ἐπάσχισε·
    καὶ συνελθοῦσα ἡ θαυμασία γυναίκα
    εἶπε στὸν Κλεομένη «Ἄγε, ὦ βασιλεῦ
    Λακεδαιμονίων, ὅπως, ἐπὰν ἔξω
    γενώμεθα, μηδεὶς ἴδῃ δακρύοντας
    ἡμᾶς μηδὲ ἀνάξιόν τι τῆς Σπάρτης
    ποιοῦντας. Τοῦτο γὰρ ἐφ' ἡμῖν μόνον·
    αἱ τύχαι δέ, ὅπως ἂν ὁ δαίμων διδῷ, πάρεισι.»
    Καὶ μές στὸ πλοῖο μπῆκε, πηαίνοντας πρὸς τὸ «διδῷ».

    Νομίζω, δὲν χρειάζονται σχόλια.

    Μόλις καθιερώθηκε τὸ μονοτονικὸ στὴν ἐκπαίδευση ξεκίνησε μιὰ τρεχάλα συναγωνισμοῦ ἀνάμεσα σὲ συγγραφεῖς καὶ ἐκδότες βιβλίων (ἰδίως παιδικῶν), λεξικῶν, ἐγκυκλοπαιδειῶν, περιοδικῶν, κοκ., γιὰ τὸ ποιοί θὰ μονοτόνιζαν πρῶτοι τὶς ἐκδόσεις τους καὶ θὰ προλάβαιναν ἔτσι νὰ κερδίσουν περισσότερα ἀπὸ τὴ νέα ἀγορὰ ποὺ εἶχε ἀνοίξει. Ὅμως δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι ἐκεῖνοι ποὺ ἔμειναν ἀδιάφοροι ἀπέναντι σ᾿ αὐτὸν τὸν ἀγῶνα δρόμου ἦταν οἱ ποιητές—νομίζω τότε στὸ σύνολό τους—καὶ ἀρκετὰ περιοδικὰ ποὺ ἀπευθύνονται σὲ σκεπτόμενους ἀναγνῶστες, ὅπως Ὁ Πολίτης (ἀριστερὴ ἐπιθεώρηση), ἡ Νέα Ἑστία (παραδοσιακὸ περιοδικὸ γραμμάτων καὶ τεχνῶν), λίγο ἀργότερα ἡ Ποίηση (ἀφιερωμένο κυρίως στὴ μοντέρνα ποίηση), καὶ πολλὰ ἄλλα. Ὑποθέτω πὼς ὁ λόγος γι᾿ αὐτὸ εἶναι ὅτι οἱ ποιητές, πάνω καὶ πρῶτ᾿ ἀπ᾿ ὅλους τοὺς ἄλλους, θὰ προσυπέγραφαν καὶ σήμερα τὴ “δήλωση” τοῦ Ἐλύτη: «Tὴ γλώσσα, μοῦ ἔδωσαν ἑλληνική· / τὸ σπίτι φτωχικὸ στὶς ἀμμουδιὲς τοῦ Ὁμήρου. / Μονάχη ἔγνοια ἡ γλώσσα μου στὶς ἀμμουδιὲς τοῦ Ὁμήρου» (Ἄξιον ἐστί, Βʹ).

    Κλείνοντας αὐτὴν ἐδῶ, τὴ δική μου “δήλωση,” θέλω νὰ διευκρινίσω ὅτι δὲν ἐννοῶ πὼς τὸ πολυτονικὸ σύστημα τονισμοῦ τῆς ἑλληνικῆς ἰσοδυναμεῖ μὲ ἀρχαιομάθεια, οὔτε καὶ πὼς ἡ ἀρχαιομάθεια εἶναι ἀπαραίτητη γιὰ τὴν κατανόηση τῆς νεότερης λογοτεχνίας μας. Ὅμως, ὅταν κάποιο ἐπίπεδο ἐξοικείωσης μὲ τὴν ἀρχαία γραμματικὴ εἶναι ἀναγκαῖο γιὰ νὰ προσπελάσει κανείς, ὄχι τοὺς ἀρχαίους, ἀλλὰ καὶ πολλοὺς ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους νεότερους συγγραφεῖς μας, τὸ νὰ ἀποκόπτονται, ἀντὶ νὰ ἐνισχύονται, οἱ σύνδεσμοι τῆς νεότερης γλώσσας μας μὲ τὴν ἀρχαία συνιστᾶ πολιτικὴ λαϊκισμοῦ καὶ ἐκπαιδευτικῆς ἀφροσύνης.

    Γ. Μ. Σηφάκης

    Ὁμότιμος Καθηγ. Ἀρχ. Ἑλληνικῆς Φιλολογίας
    Πανεπ. Θεσσαλονίκης & Πανεπ. Νέας Ὑόρκης

    Θεσσαλονίκη, 18 Ἰανουαρίου 2007

    © Γ. Μ. Σηφάκης, 2007

    Οἱ ἀναφορὲς τῶν μονοτονιστῶν στὸν Βιλαμόβιτς καὶ στὸν Γεώργιο Χατζιδάκι

    [Τοῦ Γιάννη Χαραλάμπους, καθηγητῆ στὴν Ἀνωτάτη Ἐθνικὴ Σχολὴ Τηλεπικοινωνιῶν τῆς Βρετάνης. Τὸ κείμενο αὐτὸ ἔχει κατατεθεῖ πρὸς δημοσίευσιν στὸ περιοδικὸ Εὐθύνη.]

    Οἱ δύο μεγαλύτεροι φιλόλογοι τοῦ 19ου αἰῶνα, ὁ Γεώργιος Χατζιδάκις (1848-1941) καὶ ὁ Enno Friedrich Wichard Ulrich von Wilamowitz-Möllendorff (1848-1931), θεωροῦνται ἀπὸ τοὺς μονοτονιστὲς ὡς ἅγιοι προστάτες τοῦ μονοτονισμοῦ ἐνῷ στὴν πραγματικότητα οἱ προτάσεις τους —τουλάχιστον ὅσες ὄντως δημοσιεύθηκαν καὶ ὄχι λόγια ποὺ μαρτυροῦνται ἀπὸ τρίτους— εἶναι καθαρὰ παιδαγωγικῆς φύσεως καὶ δὲν ἀναφέρονται ἐπ᾿ οὐδενὶ στὸ πανελλήνιο μονοτονικὸ ὅπως τὸ θέλησε ὁ Κακριδῆς τὸ 1943 καὶ ὅπως τὸ ἐπέβαλε τὸ ΠΑΣΟΚ τὸ 1982.

    Μελετῶντας τὰ κείμενά τους ἀνακαλύπτουμε ὅτι καὶ οἱ δύο ἀναφέρθηκαν στὴν διδασκαλία τῶν τόνων σὲ ἕνα συγκεκριμένο σχολικὸ πλαίσιο: ὁ μὲν Βιλαμόβιτς ἀναφέρεται στὸ γερμανικὸ Γυμνάσιο καὶ προτείνει νὰ χρησιμοποιοῦνται οἱ τόνοι ἀλλὰ νὰ μὴν διδάσκονται οἱ κανόνες τονισμοῦ· ὁ δὲ Χατζιδάκις ἀναφέρεται στὸ σχολικὸ βιβλίο τοῦ ἑλληνικοῦ Δημοτικοῦ καὶ προτείνει νὰ τονίζεται μόνον ἡ «τονουμένη συλλαβὴ κειμένου». Καὶ στὶς δύο περιπτώσεις, ἡ διδασκαλία τοῦ τονισμοῦ μετατίθεται στὴν ἐκάστοτε ἑπόμενη ἐκπαιδευτικὴ βαθμίδα: στὸ Λύκειο γιὰ τὸν Βιλαμόβιτς, στὸ Γυμνάσιο γιὰ τὸν Χατζιδάκι. Καὶ οἱ δύο μεγάλοι φιλόλογοι ἔδωσαν ἐλάχιστη σημασία στὶς προτάσεις τους αὐτὲς καὶ δὲν τὶς συμπεριέλαβαν παρὰ παρεμπιπτόντως σὲ δευτερεύουσες, σήμερα δυσεύρετες δημοσιεύσεις. Καὶ ὅλως περιέργως καὶ γιὰ τοὺς δύο ὑπάρχει ἀπὸ μία «ἀνεπίσημη» ἀναφορὰ σὲ πιὸ «ριζοσπαστικὲς» προφορικὲς δηλώσεις ποὺ φημολογεῖται ὅτι ἔκαναν ἀλλὰ ποὺ ὅμως δὲν δημοσιεύθηκαν πουθενά: στὸν Χατζιδάκι ἀναφέρεται ὁ Νιρβάνας σὲ δύο χρονογραφήματά του· στὸν Βιλαμόβιτς ὁ Ρωμαῖος, ἐνθυμούμενος συζήτηση ποὺ εἶχαν 40 χρόνια πρίν.

    Στὸ ἄρθρο αὐτό, βασιζόμενοι στὶς πηγές, θὰ δοῦμε πῶς οἱ μονοτονιστὲς χρησιμοποίησαν τὰ δύο αὐτὰ μεγάλα ὀνόματα ἀπὸ τὸ 1943 μέχρι τὸ 2003, καὶ ποιά ἦταν ἡ πραγματικότητα.

    Τὸ κείμενο «Τὰ διακριτικὰ σημεῖα τῆςἑλληνικῆς γραφῆς» τοῦ Βιλαμόβιτς (1900)

    Ὁ μεγάλος Γερμανὸς κλασσικιστὴς Enno Friedrich Wichard Ulrich von Wilamowitz-Möllendorff σπούδασε στὴν Βόννη τὴν δεκαετία τοῦ 1860 καὶ ἔγινε γνωστὸς ὅταν, πρὶν ἀκόμα περάσει τὴν διδακτορικὴ διατριβή του, ἔγραψε ἕνα ἀγριώτατο κείμενο διαμαρτυρίας πρὸς τὴν Γέννηση τῆς τραγωδίας τοῦ (συμφοιτητῆ του) Νίτσε, κείμενο στὸ ὁποῖο ἀπάντησε τὸ ἴδιο ἔντονα ὁ Ρίχαρντ Βάγκνερ… Ὁ Β. δίδαξε μεταξὺ ἄλλων στὴν Γοττίγγη καὶ στὸ Βερολῖνο ἀπὸ τὸ 1897 μέχρι τὸ 1921 ὅταν βγῆκε στὴν σύνταξη. Τὸ 1891 ἐκλέχτηκε μέλος τῆς Πρωσσικῆς Ἀκαδημίας Ἐπιστημῶν. Τὸ φυλλάδιό του Der griechische Unterricht auf dem Gymnasium (Τὸ μάθημα τῶν Ἑλληνικῶν στὸ Γυμνάσιο) [W] τοῦ 1900 ἀκολουθεῖται ἀπὸ ἕνα συμπλήρωμα μὲ τίτλο Die Lesezeichen der griechischen Schrift (Τὰ διακριτικὰ σημεῖα τῆς ἑλληνικῆς γραφῆς) ποὺ παραθέτουμε σὲ μετάφραση τοῦ συγγραφέα:

    Ἕνα ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα ἐπιτεύγματα τῶν Ἑλλήνων Γραμματικῶν ἦταν ἡ εἰσαγωγὴ τῶν σημείων ποὺ ὀνομάζουμε, κάπως ἄστοχα, τόνους καὶ πνεύματα. Οἱ δεινοὶ αὐτοὶ μελετητὲς παρετήρησαν ὅτι τὰ γράμματα δὲν ἀπέδιδαν ἀρκετὰ πιστὰ τὸν προφορικὸ λόγο καὶ εἰσήγαγαν τὰ σημεῖα αὐτὰ χάρη στὰ ὁποῖα γνωρίζουμε σήμερα τὸν τονισμὸ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καὶ διὰ μέσου αὐτῆς καὶ τῆς ἀρείας [ἰνδοευρωπαϊκῆς] πρωτογλώσσας. Σκοπὸς τῆς εἰσαγωγῆς τους δὲν ἦταν νὰ χρησιμοποιηθοῦν παντοῦ, παρὰ μόνο σὲ δύσκολα διαλεκτικὰ ποιητικὰ κείμενα, οὕτως ὥστε διὰ τῆς ἀναλογίας νὰ μπορεῖ κανεὶς νὰ ἐξακριβώσει τὴν προφορὰ ξεχασμένων λέξεων. Βέβαια μελέτησαν κυρίως τὸν τονισμὸ τῆς πρότασης στὰ πλαίσια τοῦ προφορικοῦ λόγου, ποὺ δὲν ξεχωρίζει μεμονωμένες λέξεις. Ὅταν ἔβαζαν τὰ σημεῖα αὐτά, τότε κάθε συλλαβὴ εἶχε τὸν τόνο της: εἴτε τὴν ἀποκαλούμενη βαρεία, ποὺ δήλωνε ὅτι ἡ συλλαβὴ ἔπρεπε νὰ προφέρεται χαμηλά, χωρὶς ὅμως νὰ διευκρινίζουν γιὰ ποιό σχετικὸ ὕψος ἢ βάθος ἐπρόκειτο, εἴτε τὴν ἀποκαλούμενη ὀξεία, σημεῖο τοῦ ὕψους, εἴτε τὴν ἕνωση τῶν δύο, ὅταν δηλαδὴ ἐπὶ τῆς ἰδίας συλλαβῆς ἡ φωνὴ ἀρχίζει ἀπὸ ψηλὰ καὶ κατεβαίνει. Παρετήρησαν ἐπίσης ὅτι κατὰ τὴν σύνδεση τῶν λέξεων καὶ ὑπὸ τὴν ἐπιρροὴ τῆς ἑπομένης λέξης ὁ ὑψηλὸς τόνος μετεκινεῖτο: πρόκειται γιὰ τὸ φαινόμενο ποὺ ὀνομάζουμε ἔγκλιση καὶ τὰ ἐπακόλουθά του. Αὐτὰ ἰσχύουν σὲ κάθε γλώσσα, ὅπως π.χ. στὰ Λατινικὰ σὲ μεγάλη ἔκταση· ἀλλὰ δὲν τοὺς δίνουμε σημασία σ᾿ αὐτὴ τὴν περίπτωση γιατὶ τὰ [γραπτὰ] σημεῖα λείπουν. Ἔχει διασωθεῖ ἕνα ἀρχαῖο κείμενο (τοῦ Σπαρτιάτη ποιητῆ Ἀλκμᾶνος), στὸ ὁποῖο ἔχει τεθεῖ τόνος ἐπὶ κάθε συλλαβῆς. Μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου διαπιστώθηκε ὅτι ἔφτανε νὰ σημειώνεται μόνον ἡ τονούμενη συλλαβή· τὸ σύστημά μας, δηλαδὴ τὸ νὰ βάζουμε βαρεία ἀντὶ ὀξείας στὴν συλλαβὴ ποὺ δὲν διακρίνεται ἠχητικὰ μέσα στὴν πρόταση, δὲν συναντᾶται καθόλου στὴν ἀρχαιότητα. Ὁ τόνος στὰ Ἑλληνικὰ τῆς ἀρχαιότητας ἦταν καθαρὰ μουσικῆς φύσεως καὶ πρέπει νὰ ἐννοήσουμε τὸ ὕψος καὶ τὸ βάθος μέσα σὲ αὐτὸ τὸ πλαίσιο. Ὁ τόνος ὅπως τὸν χρησιμοποιοῦν οἱ Νεοέλληνες, ἐπεκράτησε μόλις στὸν 3ο αἰώνα μ.Χ., καὶ μόνο τότε τὰ Ἑλληνικὰ ἄρχισαν νὰ λειτουργοῦν φωνητικὰ ὅπως τὰ Γερμανικὰ λειτουργοῦσαν ἀνέκαθεν. Ἐμεῖς οἱ σύγχρονοι δὲν μποροῦμε νὰ προφέρουμε τὸν μουσικὸ τόνο ἢ νὰ ξεχωρίσουμε τὴν περισπωμένη ἀπὸ τὴν ὀξεία, καὶ οὔτε οἱ Νεοέλληνες εἶναι ἱκανοὶ νὰ τὸ κάνουν. Δὲν ὑπῆρξαν ποτὲ στὴν ἀρχαιότητα τονισμένα βιβλία γενικοῦ περιεχομένου, ἀφοῦ τοὺς τόνους δὲν τοὺς χρησιμοποιοῦσαν παρὰ μόνον οἱ Γραμματικοί. Μόλις τὸν 9ο αἰώνα, μέσῳ τῆς μελέτης τῆς παλιᾶς λογοτεχνίας ἀπὸ κάποια μορφωμένα ἄτομα ἐπανέρχεται ὁ τονισμὸς μὲ ἀποτέλεσμα ὅλα τὰ κείμενα νὰ γράφονται τὸ ἴδιο ἀλλόκοτα ὅσο αὐτὸ τοῦ Ἀλκμᾶνος τοῦ 3ου αἰώνα π.Χ. Ξεκινῶντας ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς κύκλους μελετητῶν γενικεύθηκε κάτοπιν ἡ συνήθεια τοῦ τονισμοῦ ἀφοῦ, σὲ τελικὴ ἀνάλυση, καὶ οἱ συγγραφεῖς καὶ οἱ ἀντιγραφεῖς τῶν βιβλίων εἶχαν τὴν ἴδια μόρφωση. Ἔτσι ἔφτασε ἡ ἀρχαιογνωσία στὴν Δύση, ἡ ὁποία μελέτησε τὰ κείμενα ὅπως τὰ παρέλαβε. Ἂν στὸν προηγούμενο αἰώνα [= τὸν 18ο] τὰ Ἑλληνικὰ τυπώνονταν συχνὰ χωρὶς τόνους, ὅπως βλέπουμε π.χ. στὸ ἔργο τοῦ Λέσσινγκ, αὐτὸ ἦταν λόγῳ ἀπερισκεψίας καὶ ὄχι λόγῳ τεκμηριωμένης διορατικότητας. Καὶ σήμερα δὲν σπανίζει αὐτὴ ἡ ἀντιμετώπιση. Ἀλλὰ στὴν σχολή μας, ποὺ δὲν χωρίσθηκε ἀκόμα ἀπὸ τὴν φιλολογία, ἡ χρήση τῶν τόνων καὶ τῶν πνευμάτων ἔχει ἀφομοιωθεῖ σὲ τέτοιο βαθμὸ μὲ τὰ Ἑλληνικὰ γράμματα ὥστε ὁ κόσμος συχνὰ πιστεύει ὅτι οἱ ἐπιγραφὲς καὶ οἱ πάπυροι θἄπρεπε νὰ εἶναι τονισμένοι, ὅπως εἶναι τονισμένες οἱ τόσον ἐπιμελεῖς ἔντυπες ἐκδόσεις τους.

    Εἶναι προφανὲς ὅτι οἱ μαθητὲς δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ θέτουν σημάδια ποὺ κανεὶς [ἀρχαῖος] Ἕλλην δὲν ἔθεσε ποτέ· ὅτι θὰ ἔπρεπε [οἱ μαθητὲς] νὰ χρησιμοποιοῦν αὐτὰ τὰ τόσο χρήσιμα βοηθήματα μόνο στὰ βιβλία· καὶ ὅτι θὰ ἔπρεπε ναὶ μὲν ἡ ὁμιλία τῶν μαθητῶν καὶ τῶν δασκάλων νὰ καθορίζεται ἀπὸ αὐτά [τὰ βοηθήματα], ἀλλὰ τὰ μυστικὰ τῶν περισπωμένων καὶ τῶν παροξυτόνων, τῆς ἐγκλίσεως, τῶν ἀτόνων, κ.λπ., καλύτερα νὰ ἀφαιρεθοῦν ἀπὸ τὴν διδακτικὴ ὕλη τοῦ σχολείου. Στὴν Prima [= τὰ τελευταῖα δύο χρόνια πρὶν τὸ ἀπολυτήριο] μποροῦμε νὰ τοὺς διδάξουμε τὸ σύστημα αὐτὸ ἀναπτύσσοντας ταυτόχρονα τὶς γενικὲς γλωσσολογικὲς θεωρίες καὶ γιὰ τὰ Λατινικὰ καὶ τὰ Γερμανικά· ἀλλὰ ὁ μαθητὴς δὲν πρέπει ποτὲ νὰ θέσει οὔτε πνεῦμα οὔτε τόνο. Ὅσον ἀφορᾶ ὡστόσο στὰ πνεύματα, πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι προφέρουμε σήμερα τὴν δασεία σὰν [γερμανικὸ] h, διότι στὴν ἀττικὴ καὶ στὶς ἄλλες διαλέκτους προφερόταν ἔτσι τὴν ἐποχὴ ποὺ ἄρχισε ἡ χρήση τῆς ἰωνικῆς γραφῆς, στὴν ὁποία τὸ μετέπειτα περιττὸ αὐτὸ σημεῖο δήλωνε τὸ μακρὸ ἔψιλον [δηλαδὴ τὸ ἦτα]. Οὕτως ἢ ἄλλως σὲ πολλὰ κείμενα ἡ χρήση τῆς δασείας εἶναι λανθασμένη καὶ γι᾿ αὐτὸ δὲν ἀξίζει νὰ μελετηθεῖ παρὰ μόνον ἀπὸ εἰδικούς. Βάσανο ἀποτελεῖ ἐπίσης καὶ τὸ νῦ ἐφελκυστικὸ [= νῦ εὐφωνικὸ] ἀπὸ τὸ ὁποῖο πηγάζουν πολλὰ λάθη τῶν μαθητῶν, οἱ ὁποῖοι, ὅπως καὶ οἱ Ἕλληνες καθ᾿ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς ἀρχαιότητας, παραβιάζουν τοὺς κανόνες ἀφαιρῶντας το πρὶν ἀπὸ φωνῆεν καὶ θέτοντάς το πρὶν ἀπὸ σύμφωνο. Βέβαια μὲ αὐτὴν τὴν μέθοδο [ποὺ προτείνουμε] δυσχεραίνουμε τὸ ἔργο τῶν καθηγητῶν φιλολογίας [τοῦ Λυκείου] οἱ ὁποῖοι θὰ πρέπει νὰ διδάξουν αὐτοὶ πρῶτοι τοὺς κανόνες τονισμοῦ στοὺς σπουδαστές, στὸν βαθμὸ ποὺ πρέπει νὰ τοὺς γνωρίζει κάθε Φιλόλογος· ἀλλὰ τὸ φορτίο ποὺ ἀφαιροῦμε ἔτσι ἀπὸ τὰ παιδιὰ εἶναι σαφῶς βαρύτερο.

    Ἂς ἀναφερθοῦμε σύντομα καὶ στὴν προφορά, ὄχι γιὰ νὰ συζητήσουμε τὶς νεοελληνικὲς ἀνοησίες ποὺ δὲν τὸ ἀξίζουν κἂν (καὶ διορατικοὶ ἄνθρωποι δὲν λείπουν οὔτε ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα), ἀλλὰ γιατὶ μία εὐκατανόητη προφορὰ μπορεῖ νὰ διευκολύνει αἰσθητὰ τὴν ἐκμάθηση τῆς γλώσσας. Κατ᾿ ἀρχάς, τὸ θῆτα προφερόταν σὰν ἀγγλικὸ th σὲ μερικὲς περιοχὲς ἤδη ἀπὸ τοὺς χρόνους τοῦ Σόλωνος: μιὰ τέτοια προφορὰ εἶναι ἀπαραίτητη ἀφοῦ οὕτως ἢ ἄλλως δὲν ξεχωρίζουμε πλέον σήμερα τὴν διαφορὰ μεταξὺ διαρκῶν καὶ δασέων. Κατὰ δεύτερον, τὸ σῖγμα πρέπει νὰ προφέρεται ὀξὺ ὅπως στὰ Γαλλικά, τὸ ζῆτα ποτὲ ὡς γερμανικὸ z ἀλλὰ μᾶλλον ὡς ds ἢ ὅπως στὰ Γαλλικὰ τὸ μαλακὸ s. Ἡ διδασκαλία τῶν φθόγγων ἔτσι διευκολύνεται κατὰ μεγάλο βαθμό. Τὸ πιὸ σημαντικὸ ὅμως εἶναι ἡ προφορὰ τῶν διφθόγγων. Μὲ ἕνα πολὺ σύντομο κανόνα μποροῦμε νὰ ἀποφύγουμε ὅλες τὶς παρεξηγήσεις καὶ τὰ λάθη: «τόνιζε τὸν πρῶτο φθόγγο τῆς διφθόγγου». Καὶ δέκα φορὲς λανθασμένο νὰ εἶναι αὐτό, θὰ τὸ προτιμοῦσα γιὰ σιγουριά, ἀφοῦ οὕτως ἢ ἄλλως δὲν θέλουμε νὰ πειραματισθοῦμε ἀναζητῶντας δῆθεν τὴν πάσει θυσίᾳ αὐθεντικὴ προφορά. Ἀλλὰ τελικὰ αὐτὸ ἐπαληθεύεται τόσο συχνὰ πού, στὰ ἀρχαῖα βιβλία ποὺ ἐκδίδονται τελευταῖα, πραγματικὰ φαίνεται ὅτι οἱ Ἀρχαῖοι ἐτόνιζαν τὸν πρῶτο φθόγγο ἀπὸ τοὺς δύο. Καὶ τέλος, πρέπει νὰ σταματήσουμε τὴν λανθασμένη χρήση τῆς ὑπογεγραμμένης ἡ ὁποία δὲν ἐμφανίζεται παρὰ στὰ τέλη τοῦ Μεσαίωνα. Ἀντ᾿ αὐτοῦ ἂς ποῦμε στὸ παιδί: «μετὰ ἀπὸ μακρὸ α, η καὶ ω, εἶναι κουραστικὸ νὰ προφέρουμε τὸ ἰῶτα καὶ γι᾿ αὐτὸ ἂς μὴν τὸ κάνουμε, ὅπως ἄλλωστε δὲν τὸ ἔκαναν καὶ οἱ [ἀρχαῖοι] Ἕλληνες». Σ᾿ αὐτὴ τὴν περίπτωση θὰ ἦταν βέβαια συνετὸ νὰ σημειώνουμε τὸ μακρὸ ἄλφα στὰ σχολικὰ κείμενα. Ἂν τὰ σχολικὰ ἐγχειρίδια υἱοθετήσουν αὐτὴν τὴν πρακτικὴ τότε σύντομα θὰ ἐπικρατήσει γενικότερα. Μέσῳ ὅλων αὐτῶν [τῶν ρυθμιστικῶν παρεμβάσεων] ἡ γλώσσα θὰ σταματήσει νὰ ξενίζει αὐτὸν ποὺ τὴν πρωτοαγγίζει· θὰ ἦταν ἐπίσης χρήσιμο ἂν μποροῦσαν νὰ συνηθίσουν οἱ δάσκαλοι νὰ ὀνομάζουν τὸ ἑλληνικὸ ἄλφα «α» ὅπως καὶ τὸ γερμανικὸ a, κ.λπ., ἀλλὰ ὅλα αὐτά, σὲ τελικὴ ἀνάλυση, δὲν εἶναι παρὰ μπαγκατέλλες.

    Στὴν πρώτη παράγραφο ὁ Β. δίνει μία περιληπτικὴ ἱστορία τῶν τόνων καὶ πνευμάτων (τὸ κείμενο προέρχεται ἀπὸ διάλεξή του καὶ ἔτσι δικαιολογεῖται ἡ συνεχὴς ἀλλαγὴ θέματος καὶ οἱ συχνὲς παρενθέσεις). Ἀσχολεῖται μόνο μὲ τὰ κείμενα τῆς ἀρχαιότητας (τὸ ὁποῖο εἶναι φυσικό, ἀφοῦ πρόκειται γιὰ τὴν ἐπιστήμη του), καὶ παρουσιάζει τοὺς τόνους ὡς βοήθημα ποὺ ναὶ μὲν πρότεινε ὁ Σπαρτιάτης Ἀλκμὰν τὸν 3ο π.Χ. αἰῶνα ἀλλὰ ποὺ δὲν ἐπεκράτησε πραγματικὰ παρὰ 12 αἰῶνες ἀργότερα. Στὸ τέλος ὅμως τῆς παραγράφου στρέφεται κατὰ τῆς ἀτονικότητας, ὅταν αὐτὴ προέρχεται ὄχι ἀπὸ «τεκμηριωμένη διορατικότητα» (überlegene Einsicht) ἀλλὰ ἀπὸ «ἀπερισκεψία» (Unkenntnis) ὅπως στὴν περίπτωση τοῦ Λέσσινγκ. Καὶ τέλος ἀφήνει νὰ ἐννοηθεῖ ὅτι οἱ τόνοι εἶναι πλέον τόσο διαδεδομένοι ὥστε ὁ κόσμος ποὺ τοὺς ἔχει συνηθίσει στὰ βιβλία παραξενεύεται ὅταν δὲν τοὺς συναντάει στοὺς παπύρους καὶ στὶς ἐπιγραφὲς…

    Στὴν δεύτερη παράγραφο ἀναφέρεται στὴν διδακτέα ὕλη τοῦ ἑξαταξίου ἐννεαετοῦς γερμανικοῦ γυμνασίου ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ τὶς τάξεις Sixta, Quinta, Quarta, Tertia (δύο χρόνια), Secunda (δύο χρόνια) καὶ Prima (δύο χρόνια). Προτείνει τὸ ἀκόλουθο σύστημα γιὰ τὶς τάξεις Sixta μέχρι καὶ Secunda:

    1. Τὰ κείμενα στὰ σχολικὰ βιβλία νὰ εἶναι ἀμιγῶς τονισμένα.
    2. Οἱ μαθητὲς νὰ διαβάζουν τὰ ἑλληνικὰ ξέροντας μόνο ὅτι ἡ τονισμένη συλλαβὴ προφέρεται διαφορετικὰ καὶ ὅτι ἡ δασεία προφέρεται σὰν τὸ γερμανικὸ h.
    3. Νὰ μὴν διδάσκονται οἱ κανόνες τονισμοῦ, δηλαδὴ νὰ μὴ γνωρίζουν οἱ μαθητὲς βάσει ποίων μηχανισμῶν μπαίνουν οἱ τόνοι.
    4. Στὴν τάξη Prima οἱ κανόνες τονισμοῦ νὰ διδάσκονται πλέον κανονικά.

    Ἐξ αὐτῶν προκύπτει ὅτι ὁ μαθητὴς τῶν τάξεων Sixta ἕως Secunda θὰ εἶναι μὲν συνηθισμένος νὰ βλέπει τονισμένα κείμενα καὶ δὲν θὰ ἀμφισβητεῖ τὴν ἀναγκαιότητα τῶν τόνων, ἀλλὰ ταυτόχρονα δὲν θὰ γνωρίζει ἀκόμα τοὺς κανόνες τονισμοῦ καὶ ἄρα δὲν θὰ μπορεῖ νὰ συντάξει ὁ ἴδιος ἕνα κείμενο, τὸ ὁποῖο θὰ σήμαινε ὅτι πρέπει νὰ διαλέξει μόνος του τοὺς κατάλληλους τόνους.

    Ἐπ᾿ αὐτοῦ ὁ Καλιτσουνάκης γράφει [ΑΤ, σ. 480]: «ὅσοι εἶχον τὸ εὐτύχημα νὰ γνωρίσουν τὸν μέγαν φιλόλογον, νὰ συνομιλήσουν ἐπὶ θεμάτων φιλολογικῶν ἢ ἄλλων μαζί του καὶ νὰ ἀκούσουν γνώμας καὶ κρίσεις του, γνωρίζουν ὅτι ἡ μεγαλοφυΐα του συχνάκις πρὸ ἐμποδίων μετέβαλλεν ἀμέσως πορείαν καὶ γνώμην καὶ συχνὰ εἶτα κατέληγεν εἰς ἀκριβῶς ἀντίθετον ἀποτέλεσμα ἀφ᾿ ὅ,τι τις ἐφαντάζετο». Καὶ πράγματι τὸ σύστημα ποὺ προτείνει παρουσιάζει κάποιες χοντρὲς ἐλλείψεις: εἶναι δυνατὸν νὰ μαθαίνει κανεὶς Ἀρχαῖα ἐπὶ 7 (!) συναπτὰ ἔτη ἐν πλήρῃ ἀγνοίᾳ τῶν κανόνων τονισμοῦ; Εἶναι δυνατὸν σὲ αὐτὸ τὸ διάστημα νὰ μὴν ζητηθεῖ ἀπὸ τοὺς μαθητὲς νὰ συντάξουν ἕνα δικό τους κείμενο, μία μετάφραση ἀπὸ τὰ Γερμανικὰ στὰ ἀρχαῖα Ἑλληνικά; Καὶ εἶναι τέλος πάντων αὐτοὶ οἱ κανόνες τονισμοῦ —τοὺς ὁποίους πρὶν τὸ 1982 τὰ Ἑλληνόπουλα μάθαιναν ἀκόμα στὶς πρῶτες τάξεις τοῦ Δημοτικοῦ— τόσο δύσκολοι ὥστε νὰ προτιμᾶ ὁ δάσκαλος νὰ ἀποσιωπήσει τὸν μηχανισμό τους;

    Ἄσχετα μὲ τὸ ἂν στέκει ἢ ὄχι, εἶναι ξεκάθαρο (α) ὅτι ἡ πρόταση αὐτὴ εἶναι καθαρὰ παιδαγωγικῆς φύσεως καὶ ἀναφέρεται μόνο στὸ γερμανικὸ ἐκπαιδευτικὸ σύστημα τῆς ἐποχῆς, καὶ (β) ὅτι ἡ ἐκμάθηση τῶν κανόνων τονισμοῦ δὲν ἀπορρίπτεται ἀλλὰ ἁπλῶς μετατίθεται χρονικὰ στὴν τελευταία τάξη τοῦ Λυκείου. Ἡ ἑρμηνεία τῆς πρότασης αὐτῆς ὡς πρότασης εἰσαγωγῆς τοῦ μονοτονικοῦ στὸν ἑλληνικὸ χῶρο εἶναι ἀπαράδεκτη.

    Θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ παρατηρήσει ὅτι ὁ Β. στὴν συγκεκριμένη ὁμιλία ἁπλῶς δὲν ἔτυχε νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τὰ θέματα τῆς σύγχρονης Ἑλλάδας καὶ ὅτι, ἂν τὸ ἔκανε τότε πιθανὸν νὰ τασσόταν ὑπὲρ τοῦ μονοτονικοῦ. Καὶ ὅμως, στὴν ὁμιλία αὐτὴ ἀναφέρεται δύο φορὲς στὰ ἑλληνικὰ δρώμενα: «ὁ τόνος ὅπως τὸν χρησιμοποιοῦν οἱ Νεοέλληνες, ἐπεκράτησε μόλις στὸν 3ο αἰώνα μ.Χ., καὶ μόνο τότε τὰ Ἑλληνικὰ ἄρχισαν νὰ λειτουργοῦν φωνητικὰ ὅπως τὰ Γερμανικὰ» καὶ «ἂς ἀναφερθοῦμε σύντομα καὶ στὴν προφορά, ὄχι γιὰ νὰ συζητήσουμε τὶς νεοελληνικὲς ἀνοησίες, ποὺ δὲν τό ἀξίζουν κἂν (καὶ διορατικοὶ ἄνθρωποι δὲν λείπουν οὔτε ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα), ἀλλὰ γιατὶ…». Οἱ φράσεις αὐτὲς δείχνουν ὅτι (α) ἦταν γνώστης τοῦ νεοελληνικοῦ γλωσσικοῦ ζητήματος, καὶ (β) ὅπου ἔβρισκε εὐκαιρία δὲν δίσταζε νὰ ἀναφερθεῖ στὴν νεοελληνικὴ γλώσσα, κάποτε καὶ περιφρονητικὰ ἀκόμα. Ἀναφέρει μάλιστα τοὺς «διορατικοὺς ἀνθρώπους» (Einsichtige) «ποὺ δὲν λείπουν οὔτε ἀπὸ τὴν σύγχρονη Ἑλλάδα», μιὰ φράση ἐντὸς παρενθέσεων ποὺ φαίνεται ξεκάρφωτη —ἴσως στὸ ἀκροατήριο νὰ βρισκόταν κάποιος Ἕλληνας μαθητής του καὶ ἐκείνη τὴν στιγμὴ νὰ τοῦ ἔκλεινε τὸ μάτι. Ἂν πίστευε ὅτι ἡ νεοελληνικὴ γλώσσα εἶχε κάτι νὰ κερδίσει ἀπὸ τὴν κατάργηση τῶν τόνων, εἶχε ἀρκετὲς εὐκαιρίες μέσα σ᾿ αὐτὸ τὸ κείμενο νὰ τὸ διαλαλήσει ἢ ἔστω νὰ τὸ ὑπονοήσει.

    Ἡ τελευταία παράγραφος δείχνει ξεκάθαρα τὴν πρόθεσή του. Ὅταν μιλάει γιὰ «εὐκατανόητη προφορὰ» (verständige Aussprache), ὅταν προτείνει μία ἁπλοποίηση τῆς προφορᾶς παραδεχόμενος ταυτόχρονα ὅτι αὐτὸ μπορεῖ νὰ εἶναι «δέκα φορὲς λανθασμένο» ἀλλὰ ὅτι τὸ προτείνει παρ᾿ ὅλα αὐτά, ὅταν ζητάει τὸ ἄλφα νὰ ὀνομάζεται «α» (τὸ ὁποῖο ὄντως εἶναι «μπαγκατέλλα»), εἶναι ἐμφανὲς ὅτι προσπαθεῖ μὲ κάθε τρόπο νὰ διευκολύνει, ὅπου αὐτὸ γίνεται, τὴν πρώτη ἐπαφὴ τοῦ μαθητῆ μὲ τὰ Ἀρχαῖα. Ἡ λέξη μάλιστα ποὺ χρησιμοποιεῖ ὅταν ἀναφέρεται στὸ «παιδὶ» (Knaben) δηλώνει τὴν πιὸ τρυφερὴ ἡλικία. Ἑπομένως τὸ σύστημα ποὺ προτείνει εἶναι μία ἁπλοποίηση τῆς προφορᾶς καὶ τῆς γραφῆς γιὰ καθαρὰ παιδαγωγικοὺς σκοπούς, ποὺ δὲν ἀφορᾶ παρὰ τὶς πρῶτες τάξεις τοῦ γερμανικοῦ Γυμνασίου. Σὲ καμία περίπτωση δὲν ἀναφέρεται σὲ γενικὴ μεταρρύθμιση τῆς γραφῆς καὶ προφορᾶς τῶν ἀρχαίων ἢ τῶν νέων ἑλληνικῶν. Ἄλλωστε, ὅπως γράφει ὁ Καλιτσουνάκης: «καὶ ἐπὶ τοῦ προκειμένου αὐτὸ θὰ ἦτο ἔμπνευσις τῆς στιγμῆς μᾶλλον ἢ ἀπόφασις ληφθεῖσα ἐκ μακροῦ χρόνου μετὰ ὥριμον σκέψιν· διότι οὐδέποτε ἔκαμεν σοβαρὸν περὶ τούτων λόγον εἴς τινα πανεπιστημιακήν του παράδοσιν ἢ εἰς τὴν Ἀκαδημίαν ἢ εἰς Συνέδριον φιλολόγων κλ. Τὰ ἀρχαῖα ῾Ελληνικὰ κείμενα ἔγραφε καὶ ἐτύπωνε κατὰ τὴν παραδεδομένην συνήθειαν καὶ διὰ τὸ Corpus τῶν ῾Ελληνικῶν ᾽Επιγραφῶν τὸ ὁποῖον ἐκδίδει ἡ ἐν Βερολίνῳ Πρωσσικὴ Ἀκαδημία καὶ εἰς τὴν διεύθυνσιν τοῦ ὁποίου αὐτὸς ἦτο ὁ κύριος καὶ ἐπιβλητικώτατος ὁδηγὸς ἐκρατήθησαν οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα καὶ διὰ ἀναγραφὴν τῶν ἀρχαίων ἐπιγραφῶν». Καὶ σὲ ὑποσημείωση προσθέτει: «εἶναι χαρακτηριστικὸν ὅτι τὸ Ἑλληνικὸν Lesebuch [= ἀναγνωστικὸ] τὸ ὁποῖον εἰς 4 τεύχη ἐξέδωκεν, ὄχι μόνον διὰ φοιτητὰς ἀλλὰ καὶ διὰ μαθητὰς Γυμνασίων, ἐξεδόθη μὲ πνεύματα καὶ τόνους κατὰ τὰ παραδεδομένα, οὐδεμία δὲ ἐν αὐτῷ νύξις ἢ μνεία γίνεται περὶ ἀτόνου καὶ ἀπνευματίστου γραφῆς».

    Τὸ «Περὶ τοῦ δέοντος γενέσθαι» τοῦ Χατζιδάκι (1920)

    Στὴν Ἐπιστημονικὴ Ἐπετηρίδα τοῦ Ἐθνικοῦ Πανεπιστημίου, 1909-1910, τόμος Ϛʹ, στὸ ἄρθρο «Ἀκαδημεικὰ ἀναγνώσματα περὶ τοῦ γραπτοῦ ἡμῶν λόγου» (σελ. 25-89) [Χ1] καὶ συγκεκριμένα στὸ ἕκτο κεφάλαιο μὲ τίτλο «Περὶ τοῦ δέοντος γενέσθαι», ὁ Χατζιδάκις ἀναφέρεται στὴν διαφορὰ μεταξὺ γραπτοῦ καὶ προφορικοῦ λόγου (ἐννοεῖ τὴν καθαρεύουσα καὶ τὴν δημοτικὴ) καὶ λέει ὅτι «εὐχῆς ἔργον εἶναι ἡ διαφορὰ αὕτη ὄχι μόνον νὰ μὴ ἐκτείνηται πέραν τοῦ ἀπολύτως ἀναγκαίου, ἀλλὰ καὶ νὰ βαίνῃ κατὰ μικρὸν ἐλαττουμένη καὶ τοῦτο ἀκριβῶς χάριν τοῦ ἐθνικοῦ καὶ ἐκπολιτιστικοῦ σκοποῦ τῆς γλώσσης». Εὔχεται δηλαδὴ νὰ συγκλίνουν ἡ δημοτικὴ καὶ ἡ καθαρεύουσα γιὰ τὸ καλὸ τῆς γλώσσας. Συνεχίζει δὲ ὡς ἑξῆς:

    Ὅταν ταῦτα γίνωνται κατὰ τὸν εἰρημένον τρόπον, τότε πράγματι θὰ εὑρίσκωνται λανθάνοντα ἐν τῇ συνειδήσει τῶν ἑλληνοφώνων μαθητῶν ἥ τε γραμματικὴ καὶ τὸ συντακτικὸν τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, καὶ ὁ διδάσκαλος θὰ δύναται τότε διὰ καταλλήλου διδασκαλίας νὰ καθιστᾷ αὐτὰ συνειδητὰ τοῖς διδασκομένοις· τότε ὄντως θὰ παύσῃ ὁ δογματικὸς τρόπος τῆς διδασκαλίας γραμματικῶν καὶ συντακτικῶν κανόνων καὶ ἡ μηχανικὴ ἀπομνημόνευσις αὐτῶν, θὰ ἐπικρατήσῃ δὲ ἀντ᾿ αὐτῶν ἡ εὑρετική, ἡ μαιευτικὴ ὡς εἰπεῖν μέθοδος πρὸς γνῶσιν τῆς γλώσσης. Κατὰ τὸν τρόπον τοῦτον ἡ διδασκαλία θέλει καταστῆ ἀπείρῳ ἁπλουστέρα καὶ δὴ εὐκολωτέρα καὶ καρποφορωτέρα. Ἀκριβῶς δὲ εἰς τὴν εὐκολωτέραν τῆς γλώσσης ἡμῶν διδασκαλίαν ἀποβλέπων τολμῶ νὰ εἴπω ὅτι, ἐπειδή, ὡς γνωστόν, τὰς μεγίστας δυσκολίας εὑρίσκουσιν οἱ μικροὶ μαθηταὶ εὐθὺς ἐν ἀρχῇ τῆς γραμματικῆς, τ.ἔ. ἐν τοῖς διδάγμασι περὶ πνευμάτων καὶ τόνων μεθ᾿ ὧν συνάπτονται τὰ περὶ μακρῶν καὶ βραχέων φωνηέντων, τὰ περὶ ἐγκλίσεως κττ., διὰ τοῦτο εὐχῆς ἔργον θὰ ἦτο ἂν τὸ διδακτικὸν βιβλίον τὸ προωρισμένον διὰ τὰ δημοτικὰ σχολεῖα ἐξετυποῦτο ἄνευ τῶν σημείων τούτων, ἁπλῶς δὲ δι᾿ ἑνὸς σημείου, οἷον σταυροῦ, ἀστερίσκου ἢ ἄλλου τινὸς ὁπωσδήποτε διακριτικοῦ, ἄνωθεν τῆς τονουμένης συλλαβῆς κειμένου, ἐδηλοῦτο ἡ θέσις τοῦ τόνου. Οὕτω θὰ ἀπηλλάσσοντο οἱ τοῦ δημοτικοῦ σχολείου μαθηταὶ τῶν πλείστων κανόνων περὶ ψιλῆς καὶ δασείας, περὶ ὀξείας, βαρείας καὶ περισπωμένης, περὶ μακρῶν καὶ βραχέων φωνηέντων, περὶ ἐγκλίσεως, τόνου κλπ., περὶ ὧν, ἐπειδὴ ἐν τῷ προφορικῷ ἡμῶν λόγῳ οὐδὲν τούτων ἔχομεν, οὐδὲν αἰσθάνονται οἱ διδασκόμενοι, ἀναγκάζονται δὲ ν᾿ ἀποστηθίζωσι μηχανικῶς πάντα. Οὕτως ἡ διδασκαλία τῆς γραμματικῆς ἐν τῷ δημοτικῷ σχολείῳ θὰ ἤρχιζεν ἀπὸ τῆς κλίσεως τῶν ὀνομάτων, ἤτοι ἀπὸ γλωσσικῶν στοιχείων γνωστῶν καὶ αἰσθητῶν τοῖς μαθηταῖς καὶ θὰ ἀπέβαινε κατὰ πολλὰ εὐκολωτέρα καὶ ὠφελιμωτέρα. Καὶ σημειωτέον ὅτι διὰ τῆς ἁπλοποιήσεως ταύτης οὐδὲν ἄλλο θὰ ἐγίνετο ἢ θὰ ἀπεβάλλοντο μὲν τὰ ὑπὸ μεταγενεστέρων καὶ μεσαιωνικῶν λογίων ἐπινοηθέντα ὀρθογραφικὰ ταῦτα σημεῖα, θὰ ἐλάμβανε δὲ ἡ γραφὴ ὃν κατὰ τοὺς ἀρχαίους χρόνους εἶχε τύπον. Ἐν τοῖς σχολείοις τῆς μέσης ἐκπαιδεύσεως θὰ ἐδιδάσκοντο κατόπιν τὴν χρῆσιν τῶν σημείων τούτων ὅσοι ἐκ τῶν πολλῶν μαθητῶν τῶν δημοτικῶν σχολείων ἤθελον φοιτήσει εἰς αὐτά.

    Ἡ παράγραφος αὐτὴ χρησιμοποιήθηκε ἐπανειλλημένα —ὅπως θὰ δοῦμε παρακάτω— ἀπὸ τοὺς μονοτονιστές, ἐνῷ εἶναι ξεκάθαρο ἀπὸ τὶς φράσεις «ἂν τὸ διδακτικὸν βιβλίον τὸ προωρισμένον διὰ τὰ δημοτικὰ σχολεῖα ἐξετυποῦτο ἄνευ τῶν σημείων τούτων» καὶ «ἐν τοῖς σχολείοις τῆς μέσης ἐκπαιδεύσεως θὰ ἐδιδάσκοντο κατόπιν τὴν χρῆσιν τῶν σημείων τούτων» ὅτι ἀναφέρεται μόνο στὸ δημοτικὸ σχολεῖο, καὶ ὅτι ἡ διδασκαλία τῶν τόνων καὶ πνευμάτων θὰ γίνεται πλέον κανονικὰ στὸ γυμνάσιο. Ἐκτὸς αὐτοῦ προτείνει συγκεκριμένα νὰ χρησιμοποιηθεῖ τονικὸ σημεῖο «ἄνωθεν τῆς τονουμένης συλλαβῆς κειμένου» δηλαδὴ ὄχι τὴν μηχανικὴ ἀποκοπὴ τοῦ τόνου ἀπὸ τὶς μονοσύλλαβες λέξεις (δηλ. τὸ σύγχρονο μονοτονικὸ) ἀλλὰ τὴν χρήση τοῦ τονικοῦ σημείου στὶς συλλαβὲς τοῦ κειμένου ποὺ ὄντως τονίζονται, τὸ ὁποῖον ἑρμηνεύουμε ὡς «αὐτὲς ποὺ παίρνουν ὀξεία ἢ περισπωμένη ἀλλὰ ὄχι βαρεία». Ἕνα (ὑποθετικὸ) παράδειγμα: «πές μου αν θές, τί να δώ» (Χατζιδάκις) ἔναντι τοῦ τελείως ἐπίπεδου «πες μου αν θες, τι να δω» (ΠΑΣΟΚ).

    Ἐνδιάφερον παρουσιάζει καὶ ἡ συνέχεια τοῦ κειμένου, τὴν ὀποίαν συστηματικὰ ἀποσιωποῦν οἱ μονοτονιστές. Λέγει λοιπὸν ὁ Χατζιδάκις:

    Ἀλλὰ πιθανὸν τινὲς παρανοοῦντες τοὺς λόγους μου τούτους νὰ ὑπολάβωσιν ὅτι συμφωνῶ πρὸς τοὺς καινοτόμους, ἀφοῦ καὶ ἐγὼ ἐγκρίνω τοιαύτην τοῦ γραπτοῦ λόγου ἁπλοποίησιν. Ἀλλ᾿ ἡ δοξασία αὕτη δὲν εἶναι ἀληθής. Διότι οὗτοι μὲν ἀποκηρύττουσι καθ᾿ ὁλοκληρίαν τὸν καθεστηκότα παρ᾿ ἡμῖν γραπτὸν λόγον, διδάσκοντες ὅτι «ὡς βάσις ἀνάγκη νὰ ληφθῇ οὐχὶ ἡ καθαρεύουσα, ὅτι γλῶσσα τοῦ μέλλοντος πρέπει νὰ μὴ γίνῃ ἡ καθαρεύουσα ἡπλοποιημένη, ἀλλὰ ἡ δημοτικὴ…» […] Ἐγὼ δὲ τἀναντία τούτων ἐφαρμόζων τὴν μεθοδολογικὴν ἀρχὴν «πάντοτε ἀπὸ τῶν γνωστῶν ἐπὶ τὰ ἄγνωστα, ἀπὸ τῶν ἐγγὺς ἐπὶ τὰ ἀπωτέρω» βλέπων δὲ ὅτι δι᾿ ἡμᾶς σήμερον γνωστὴ καὶ ἐγγὺς εἶναι αὕτη ἡ καθαρεύουσα, ταύτην μεταχειρίζομαι διδάσκων καὶ γράφων, καὶ ταύτην θέλω βάσιν τῆς γλώσσης τοῦ μέλλοντος, ἁπλοποιουμένην, ὡς εἰκός, καὶ συμπληρουμένην κατὰ τὰς ἑκάστοτε ἀνάγκας ἐν ἄλλαις λέξεσιν ἐγὼ ἐπιδιώκω ὡς πρὸς πάντα τὰ στοιχεῖα τῆς γλώσσης, λέξεις, τύπους, σημασίας, συντάξεις κλπ. ἀκριβῶς ἐκεῖνο, ὅπερ εἴδομεν ἀνωτ. σ. 27 σημ. ὅτι κατὰ τὴν μαρτυρίαν τοῦ κ. Clément συνιστᾷ ὁ κ. Ψυχάρις ὡς πρὸς μόνην τὴν ὀρθογραφίαν, ἤτοι «προσοχὴν προκειμένου περὶ καινοτομιῶν ἐν τῷ γλωσσικῷ καθεστῶτι, ἁπλοποιήσεις μεθοδικὰς καὶ ἐφαρμοστὰς ἐπὶ πάσας τὰς ἀναλόγους περιπτώσεις, ὅτι μεγάλην ἔχει σπουδαιότητα τὸ νὰ μὴ προσκρούῃ τις καὶ μάλιστα ἀποτόμως πρὸς ἕξεις βαθέως ἐρριζωμένας, ὅτι ἀνάγκη ἐξοικονομήσεως ἐργασίας συνεχοῦς ἀλλὰ βαθμιαίας» κλπ. Κατὰ ταῦτα δὲν δύναται νὰ λεχθῇ περὶ ἐμοῦ ὅτι συμφωνῶ πρὸς τοὺς καινοτόμους· διότι, ὡς ἕκαστος βλέπει, ἐγὼ δὲν καινοτομῶ, ἀλλὰ ἀσπάζομαι μὲν τὸ ὑπὸ τῆς ἱστορίας ἐπιβαλλόμενον ἡμῖν μετὰ μεγίστης ἀνάγκης γλωσσικὸν καθεστώς, παρατηρῶ δὲ ὡς ἱστορικὸς τὴν πορείαν ἣν χωροῦσιν οἱ γράφοντες, ἀναγράφω καὶ πιστῶ αὐτήν.

    Μὲ ἄλλα λόγια, προτείνει ξεκάθαρα τὴν ἁπλὴ καθαρεύουσα ὡς «βάσιν τῆς γλώσσης τοῦ μέλλοντος», ἀφοῦ «ἀσπάζεται τὸ ὑπὸ τῆς ἱστορίας ἐπιβαλλόμενον ἡμῖν μετὰ μεγίστης ἀνάγκης γλωσσικὸν καθεστώς». Εἶναι δυνατὸν νὰ ὁραματιζόταν μία μονοτονικὴ καθαρεύουσα ὡς γλώσσα τοῦ μέλλοντος; Ἢ μήπως θέλησε νὰ προτείνει μία παιδαγωγικὴ μέθοδο ποὺ νὰ ξεκινᾶ ἀπὸ τὰ ἁπλᾶ (δημοτικὴ χωρὶς τόνους) καὶ «ἀπὸ τῶν ἐγγὺς ἐπὶ τὰ ἀπωτέρω» νὰ περνᾶ στὰ πιὸ δύσκολα (δημοτικὴ μὲ τόνους, καὶ μετὰ ἁπλὴ καθαρεύουσα μὲ τόνους), ἔτσι ὥστε τὸ μικρὸ παιδὶ νὰ μὴν τρομάξει, νὰ μὴν νοιώσει ἐκτὸς τόπου καὶ χρόνου, ἀλλὰ σιγὰ-σιγὰ νὰ γνωρίσει τὸν πλοῦτο τῆς γλώσσας του;

    Ὁ Καλιτσουνάκης ἀναφερόμενος σ᾿ αὐτὸ τὸ κείμενο ἔγραφε: «παρέβλεπεν ὅμως ὁ σοφὸς ἀνὴρ τὴν σύγχυσιν καὶ τὸν κυκεῶνα ὁ ὁποῖος θὰ ἐγεννᾶτο ἔπειτα ἐν τῇ κοινωνίᾳ, ὅπου ἄλλοι μὲν θὰ ἔγραφον μὲ μίαν μόνον ὀξεῖαν, ἀπόφοιτοι ὄντες μόνον τῶν κατωτέρων σχολείων, ἄλλοι δέ, διδαχθέντες εἰς ἀνώτερα Σχολεῖα, θὰ ἔγραφον μὲ τόνους καὶ πνεύματα κατὰ τὴν πατροπαράδοτον συνήθειαν» [ΑΤ, 481-483]. Μποροῦμε καὶ ἐμεῖς νὰ κάνουμε κάποια κριτικὴ στὴν πρόταση τοῦ Χατζιδάκι σημειώνοντας ὅτι, ἀντίθετα μὲ τὴν παρόμοια πρόταση τοῦ Βιλαμόβιτς —ποὺ σὲ τελικὴ ἀνάλυση ἀναφέρεται σὲ Γερμανοὺς μαθητές, ἡ σχέση τῶν ὁποίων μὲ τὴν ἀρχαία Ἑλληνικὴ γλώσσα δὲν μπορεῖ νὰ συγκριθεῖ μὲ τὴν σχέση τῶν Ἑλλήνων μαθητῶν μὲ τὴν γλώσσα τους— ἡ ἐφαρμογή της θὰ κατέληγε σὲ χάος ἀφοῦ τὰ ἄτομα μὲ μορφωτικὸ ἐπίπεδο Δημοτικοῦ θὰ ἔγραφαν χωρὶς τόνους καὶ τὰ κάπως πιὸ μορφωμένα μὲ τόνους.

    Αὐτὸ πάντως ποὺ ἔχει σημασία σήμερα δὲν εἶναι ἡ παιδαγωγικὰ ἴσως ἀμφισβητήσιμη πρόταση τοῦ Χατζιδάκι, ἀλλὰ τὸ γεγονὸς ὅτι βασιζόμενοι στὴν παιδαγωγικὴ αὐτὴ πρόταση ποὺ ἀφοροῦσε μόνο τοὺς μαθητὲς Δημοτικοῦ, οἱ μονοτονιστὲς παρουσίασαν τὸν Χατζιδάκι ὡς πρωτοπόρο τοῦ μονοτονισμοῦ ὄχι ὡς παιδαγωγικῆς μεθόδου ἀλλὰ ὡς πανελλήνιας γλωσσικῆς μεταρρύθμισης…

    Ἡ ἀδημοσίευτη ἀνακοίνωση τοῦ Χατζιδάκι στὴν Ἀκαδημία (1929) μέσα ἀπὸ τὰ χρονογραφήματα τοῦ Παύλου Νιρβάνα

    Ἡ ἐφημερίδα Ἑστία —σήμερα προπύργιο τοῦ πολυτονισμοῦ— δημοσίευσε τὸ 1929 δύο χρονογραφήματα τοῦ Παύλου Νιρβάνα, στὰ ὁποῖα δὲν ἔπαψαν ἔκτοτε —ὅπως θὰ δοῦμε παρακάτω— νὰ ἀναφέρονται οἱ μονοτονιστές. Ἀφοροῦν ἀνακοίνωση τοῦ ὑπερογδονταετοῦς Χατζιδάκι στὴν Ἀκαδημία Ἀθηνῶν. Παραθέτουμε καὶ σχολιάζουμε παρακάτω τὰ χρονογραφήματα αὐτά:

    Πρῶτο χρονογράφημα: Ἡ ὀρθογραφία μας [Ν1]

    Τὸ νὰ ὁμιλῇ κανείς, ἐπαφροδίτως, περὶ πραγμάτων ἀνιαρῶν, εἶνε μέγα χάρισμα. Καὶ τὸ χάρισμα αὐτὸ τὸ ἔχει, χωρὶς ἄλλο, ὁ κ. Χατζιδάκης. Ἕνας γλωσσολόγος τῆς περιωπῆς του καὶ τῆς φήμης του γνωρίζει νὰ ὁμιλῇ περὶ τῶν ξηροτέρων ζητημάτων τῆς ἐπιστήμης του, μ᾿ ἕνα τρόπον χαριτωμένον, μὲ μίαν διαλεκτικὴν ἀξιέραστον καί, πρὸ πάντων, εἰς ἕνα τόνον οἰκειότητος, ποὺ γοητεύει. Αἱ ὁμιλίαι του καὶ αἱ ἀνακοινώσεις του εἰς τὴν Ἀκαδημίαν Ἀθηνῶν, ἀκούονται, μὲ τὴν πλέον ἀφωσιωμένην προσοχὴν καὶ ἀπὸ τοὺς πλέον ξένους πρὸς τὴν ἐπιστήμην του συναδέλφους του, ὅπως ἀκούονται καὶ ἀπὸ τὸ ἑτερόκλητον ἀκροατήριον τοῦ ἀκαδημαϊκοῦ ἀμφιθεάτρου. Δὲν ἠμποροῦσε νὰ συμβαίνῃ διαφορετικά. Ἁπλούστατα, αἱ λέξεις εἶνε οἱ ἔρωτες τοῦ κ. Χατζηδάκη.

    Στὴν πρώτη αὐτὴ παράγραφο ὁ Νιρβάνας ἤδη μᾶς προετοιμάζει γιὰ τὴν ἔκπληξη ποὺ θὰ ἀκολουθήσει: τὴν ἀνακάλυψη «μιᾶς ἄλλης πλευρᾶς» τοῦ αὐστηροῦ καὶ καθαρεύοντος Χατζιδάκι. Σκοπὸς τῆς βαθμιαῖα ὅλο καὶ πιὸ λανθασμένης γραφῆς τοῦ ὀνόματός του («Χατζιδάκης» ἰῶτα/ἦτα στὴν ἀρχὴ τῆς παραγράφου καὶ… «Χατζηδάκης» ἦτα/ἦτα στὸ τέλος της), τοῦ χαρακτηρισμοῦ του ὡς «χαριτωμένου», τῆς ἀναφορᾶς στὴν «οἰκειότητα», στὴν «γοητεία» καὶ στοὺς «ἔρωτές» του, εἶναι νὰ μᾶς ὁδηγήσουν σὲ μία ἀναθεώρηση τῆς εἰκόνας ποὺ εἴχαμε γι᾽ αὐτόν, ἔτσι ὥστε νὰ δεχθοῦμε εὐκολότερα τὴν ρηξικέλευθη πρόταση ποὺ μᾶς ἐπιφυλάσσει.

    Ὁ κ. Χατζιδάκης, ὁμιλῶν περὶ τῶν ἐρώτων του εἰς τὴν προχθεσινὴν συνεδρίασιν τῆς Ἀκαδημίας, ὡμίλησε περὶ τῆς νέας μας ὀρθογραφίας. Κυρίως, δηλαδὴ ἐζήτησεν ἀπὸ τὴν Ἀκαδημίαν, ὡς τὸ ἁρμοδιώτερον ἐπὶ τοῦ προκειμένου σῶμα, νὰ ἐπιληφθῇ τῆς ρυθμίσεως τοῦ ὀρθογραφικοῦ μας ζητήματος, προκαλοῦσα τὴν σχετικὴν ἐπίσημον ἐξουσιοδότησιν. Ὁ κ. Χατζιδάκης εἶνε, ὡς γνωστόν, κεκηρυγμένος, θεωρητικῶς, ὑπὲρ τῆς ὀρθογραφικῆς ἁπλοποιήσεως. Καί, ἂν ἐνθυμοῦμαι καλά, πρὸ ἐτῶν ἔγραφεν, ὅτι, πρὸ πάσης ἄλλης γλωσσικῆς φροντίδος, οἱ Ἕλληνες θὰ ἔπρεπε νὰ εἴχαμεν φροντίσει νὰ ἁπλοποιήσωμεν τὴν γραφὴν τῆς γλώσσας μας. Ἀλλὰ τὸ κύριον θέμα τῆς ἀνακοινώσεώς του δὲν ἦτο αὐτό. Τὴν ἁπλοποίησιν τὴν ἔθιξεν, ἁπλῶς, ἐν ἐπιλόγῳ, περιορίσας αὐτὴν εἰς τὸ ζήτημα τοῦ τονισμοῦ. Ἐκεῖνο, ποὺ ἐζήτησεν ἀπὸ τὴν Ἀκαδημίαν, ἦτο κἄτι μᾶλλον ἐπεῖγον: Ἡ κατάλυσις τῆς ὀρθογραφικῆς ἀναρχίας, εἰς τὴν ὁποίαν παραδέρνομεν κατὰ τὰ τελευταῖα ἔτη.

    Ἐν ὀλίγοις, σύμφωνα μὲ τὸν Νιρβάνα, τὸ κύριο θέμα τῆς ὁμιλίας τοῦ Χ. ἦταν ἡ «κατάλυση τῆς ὀρθογραφικῆς ἀναρχίας», κάτι μὲ τὸ ὁποῖο δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ συμφωνήσει ὁ κάθε ἀναγνώστης, ἀνεξαρτήτως πεποιθήσεων. Ἐκτὸς αὐτοῦ δηλώνει ὅτι ὁ Χ. ἦταν ἀνέκαθεν ὑπὲρ τῆς ἁπλοποιήσεως τῆς ὀρθογραφίας —προφανῶς ἀναφέρεται στὸ «Περὶ τοῦ δέοντος γενέσθαι»— τὴν ὁποία ὅμως αὐτὴ τὴν φορὰ «ἁπλῶς ἔθιξε, περιοριζόμενος στὸν τονισμό». Προσπαθεῖ δηλαδὴ ὁ Ν. νὰ ἐλαχιστοποιήσει ὅσο γίνεται τὸ θέμα τοῦ τονισμοῦ παρουσιάζοντάς το σὰν μικρὸ μέρος μιᾶς γενικότερης «ἁπλοποίησης» τὴν ὁποία ἐπικαλεῖται μὲ σκοπὸ τὴν «κατάλυση τῆς ὀρθογραφικῆς ἀναρχίας», ἕνα ζήτημα οἰκουμενικῆς φύσεως ποὺ τίθεται ὑπεράνω δημοτικῆς καὶ καθαρεύουσας:

    Δὲν πρόκειται πλέον περὶ δημοτικῆς καὶ καθαρευούσης. Τὸ ζήτημα ἐνδιαφέρει δημοτικιστὰς καὶ καθαρευουσιάνους, ἐξ ἴσου. Ἀδιακρίτως τοῦ ποίαν γλῶσσαν προτιμᾷ καὶ γράφει ὁ καθένας, ἡ ὀρθογραφία τῆς γραφομένης γλώσσας, πρέπει, διὰ λόγους στοιχειώδους συνεννοήσεως, νὰ εἶνε μία. Δὲν μπορεῖ καθένας νὰ γράφῃ, ὅπως τοῦ καπνίσῃ. Διότι αὐτὸ ἀκριβῶς συμβαίνει. Ἡ γραφὴ μιᾶς γλώσσης πρέπει, ἀπαραιτήτως, νὰ ἔχῃ ἕνα ἐπίσημον κανόνα. Σήμερον κατηντήσαμε νὰ μὴν ἔχωμεν κανένα κανόνα. Ἢ μᾶλλον κάθε συγγραφεὺς ἔχει τὸν δικόν του κανόνα. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ὅμως, δὲν εἶνε οὔτε γλωσσολόγοι οὔτε συγγραφεῖς. Ἔχουν ἀνάγκην ἑνὸς ἐπισήμου κανόνος πρὸς τὸν ὁποῖον νὰ συμμορφωθοῦν. Καί, μὴ ὑπάρχοντος ἐπισήμου κανόνος, καθένας ἀκολουθεῖ πότε τὸν ἕνα, πότε τὸν ἄλλον, πότε ὅλους μαζί. Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα εἶνε νὰ μὴν ὑπάρχῃ ὀρθὴ γραφὴ καὶ μὴ ὀρθὴ γραφή. Κάθε γραφὴ εἶνε ὀρθὴ καὶ ταὐτοχρόνως ἐσφαλμένη. Ὅπως τὴν πάρωμεν.

    — Ἐγὼ ἔτσι τὸ γράφω, κύριε.

    Ὑπάρχει ἄραγε ἀνάγκη παραδειγμάτων; Ἐσεῖς γράφετε κοιτάζω μὲ ὀμικρὸν γιῶτα. Ἔχετε δίκηο. Τὸ παράγετε ἀπὸ τὸ κοίτη. Ἐγὼ τὸ γράφω κυττάζω, μὲ ὑψηλὸν καὶ δύο ταῦ. Ἔχω κ᾿ ἐγὼ δίκηο. Τὸ παράγω ἀπὸ τὸ κυπτάζω. Ἐσεῖς γράφετε εἶνε μὲ ἐψιλόν. Δίκηο ἔχετε. Δημιουργεῖτε νέαν ρηματικὴν κατάληξιν. Ἐγὼ γράφω εἶναι, μὲ ἄλφα ἰῶτα. Δίκηο ἔχω κ᾿ ἐγώ. Σχηματίζω τὸ εἶμαι, εἶσαι, εἶναι, κατ᾿ ἀναλογίαν τοῦ κεῖμαι, κεῖσαι, κεῖται. Ἐσεῖς γράφετε ἡ χάρι, μὲ γιῶτα. Ἔχετε δίκηο. Ἀποκόπτετε ἁπλῶς τὸ τελικὸν σίγμα. Ἐγὼ γράφω χάρη, μὲ ἦτα. Ἔχω δίκηο κ᾿ ἐγώ. Παραδέχομαι, δηλαδή, ὅτι τὸ τριτόκλιτον χάρις ἔγινε πρωτόκλιτον χάρη, ὅπως ἡ βρύσις ἔγινε βρύση. Ἡ χάρη τῆς χάρης, ἡ βρύση τῆς βρύσης. Καὶ οὕτω καθεξῆς. Ὅλοι, δηλαδή, ἔχομεν δίκηο καὶ μόνον ἡ δυστυχισμένη ὀρθογραφία ἔχει ἄδικον.

    Θέλετε καὶ τὸ ἀποτέλεσμα ὅλης αὐτῆς τῆς ἀναρχίας; Καθρεφτισθῆτε στὴν παροιμιώδη ἀνορθογραφίαν τῆς τελευταίας μαθητικῆς γενεᾶς. Τί νὰ κάμουν καὶ τὰ καϋμένα τὰ παιδιά; Ἡ ὀρθογραφία τῶν σχολικῶν των βιβλίων ἀλλάζει —ὅπως ὑπέμνησεν ἐκτὸς τοῦ κ. Χατζιδάκη καὶ ὁ κ. Μενάρδος— μὲ κάθε ἀλλαγὴν ὑπουργείου. Διαφορετικὰ βλέπουν γραμμένην μίαν λέξιν εἰς τὰ ἀναγνωστικά των βιβλία, διαφορετικὰ εἰς τὴν ἐφημερίδα, διαφορετικὰ εἰς τὸ βιβλίον τοῦ ἑνὸς συγγραφέως, διαφορετικὰ εἰς τοῦ ἄλλου καὶ διαφορετικὰ κἄποτε εἰς δύο σελίδας ἑνὸς καὶ τοῦ αὐτοῦ βιβλίου. Ἀδύνατον νὰ σχηματίσουν μίαν ὀπτικὴν εἰκόνα τῶν λέξεων. Καὶ γράφουν, καὶ αὐτά, ὅπως τοὺς καπνίσῃ. Καὶ τὸ ἀπώτερον ἀποτέλεσμα. Τὴν ἀναρχίαν καὶ τὴν ἔλλειψιν μεθόδου καὶ τάξεως εἰς τὴν γραφὴν τῶν συμβόλων τῶν πραγμάτων, ποὺ εἶνε αἱ λέξεις, παρακολουθεῖ ἡ ἀναρχία καὶ τὸ χάος εἰς τὴν σκέψιν. Καὶ τὸ συμπέρασμα. Καθαρευουσιάνοι ἢ δημοτικισταὶ ἢ μαλλιαροὶ —ἀδιάφορον— πρέπει ν᾿ ἀποκτήσωμεν ἕνα κανόνα γραφῆς. Καὶ εἶνε προτιμότερος ἕνας, ἔστω καὶ ἐσφαλμένος κανών, ἀπὸ τὴν ἔλλειψιν κανόνος. Ἐπὶ τέλους, δὲν ἐχάθηκε ὁ κόσμος ἀπὸ ἕνα ἔψιλον ἢ ἕνα ἄλφα ἰῶτα. Ἀλλὰ ἢ ὅλοι θὰ γράφωμεν παίρνω ἢ ὅλοι πέρνω. Αὐτὸ εἶνε τὸ οὐσιῶδες: Ὁ κανών. Καὶ τὸν κανόνα αὐτὸν εἶνε καιρὸς νὰ μᾶς τὸν δώσῃ, μὲ τὸ κῦρός της καὶ τὴν ἐπιβολήν της, ἡ Ἀκαδημία.

    Θὰ ἤθελα νὰ προσθέσω λίγα λόγια, διὰ τὴν ἁπλοποίησιν τοῦ τονισμοῦ —τὴν μόνην ἴσως δυνατήν, σήμερον, ἁπλοποίησιν— ποὺ ὑπέβαλεν εἰς τὴν κρίσιν τῆς Ἀκαδημίας ὁ κ. Χατζιδάκης. Ἀλλὰ καὶ αὔριον —ὅπως ἔλεγεν ἕνας παλαιός μου δάσκαλος, ποὺ δὲν ἀγαποῦσε νὰ κουράζῃ πολὺ τοὺς μαθητάς του— ἡμέρα τοῦ Θεοῦ εἶνε.

    Μόνο στὴν τελευταία παράγραφο ἀναφέρεται ὁ Ν. πραγματικὰ στὸν τονισμό, παρουσιάζοντας τὸ μονοτονικὸ σὰν «μόνη ἴσως δυνατὴ σήμερα ἁπλοποίηση», μιὰ φράση ξεκάρφωτη ὅπου ὁ ἀναγνώστης δὲν ξέρει ἂν πρόκειται γιὰ ἄποψη τοῦ Χατζιδάκι ἢ τοῦ Νιρβάνα, γιὰ συμπέρασμα τῶν λεχθέντων ἢ γιὰ περίληψη τοῦ ἑπόμενου χρονογραφήματος. Ἡ τακτικὴ τοῦ Ν. εἶναι νὰ ἀπομακρύνει τὸν ἀναγνώστη ἀπὸ τὴν ἔννοια τοῦ γλωσσικοῦ πλούτου ποὺ μεταφέρει ἡ ἱστορικὴ ὀρθογραφία καὶ νὰ παρουσιάσει τὴν ἁπλοποίηση σὰν ἀναγκαία ἀπαλλαγὴ ἀπὸ ἕνα περιττὸ καὶ βλαβερὸ φορτίο —βλαβερὸ ἀφοῦ εὐθύνεται δῆθεν γιὰ τὴν «ὀρθογραφικὴ ἀναρχία», ἀντιστρέφοντας τοὺς ὅρους: σύμφωνα μὲ αὐτὴ τὴν λογική, ἂν ὑπάρχει ὀρθογραφικὴ ἀναρχία εἶναι λόγῳ τοῦ ὑπερβολικοῦ πλούτου τῆς γλώσσας καὶ ὄχι λόγῳ ἀμάθειας ἢ ἀγραμματοσύνης. Ὑμνεῖ τοὺς «κανόνες» ποὺ χρειάζεται ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα ἀφήνοντας νὰ ἐννοηθεῖ ὅτι ἡ κατάργηση τῶν τόνων μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ἁπλῶς σὰν ἕνας παραπάνω ὀρθογραφικὸς κανόνας τῆς Ἀκαδημίας, χωρὶς περαιτέρω συνέπειες —ἂς μὴ ξεχνᾶμε ὅτι βρισκόμαστε στὸ 1929 μόλις ἕνα χρόνο μετὰ τὴν ὀρθογραφικὴ μεταρρύθμιση τοῦ Kemal Atatürk ποὺ πέρασε ἀπὸ τὸ ἀραβικὸ ἀλφάβητο στὸ λατινικὸ μέσα σὲ τρεῖς μῆνες: τί βάρος μποροῦν νὰ ἔχουν οἱ δύσμοιροι τόνοι ὅταν στὴν διπλανὴ χώρα γίνονται τόσο ριζικὲς καὶ ἀπότομες ἀλλαγὲς στὸ σύστημα γραφῆς; Τὴν τακτικὴ αὐτὴ τῆς ὑποτίμησης τοῦ γλωσσικοῦ πλούτου —καὶ εἰδικότερα τοῦ τονισμοῦ— ὁμόφωνα ἀκολούθησαν οἱ μετέπειτα μονοτονιστὲς καὶ εἶχε σὰν ἐπακόλουθο τὴν καταστροφικὴ ἰσοπέδωση τῆς γλώσσας ἀπὸ τὸ ΠΑΣΟΚ τὴν δεκαετία τοῦ 80.

    Καταλήγει δὲ ὁ Ν. μὲ μιὰ χιουμοριστικὴ αἰχμή:

    ΥΓ. Καὶ ἐπειδὴ ὁ λόγος περὶ ὀρθογραφίας, ἡ στιγμὴ εἶνε κατάλληλη νὰ δηλώσω, ὅτι ἡ ὀρθογραφία τῆς στήλης μου δὲν εἶνε πάντοτε ἡ δική μου. Εἶνε καὶ τοῦ διορθωτοῦ τῆς ἐφημερίδος καὶ τοῦ στοιχειοθέτου. Τί εἴπαμεν; Καθένας εἰς τὴν Ἑλλάδα ἔχει τὴν ὀρθογραφίαν του. Δικαίωμα ἀναφαίρετον.

    Δεύτερο χρονογράφημα: Ἡ ἁπλοποίησις τοῦ τονισμοῦ [Ν2]

    Ἐλέγαμεν, χθές, διὰ τὴν πρότασιν τοῦ κ. Χατζιδάκη, ἐνώπιον τῆς Ἀκαδημίας τῶν Ἀθηνῶν, περὶ ἁπλοποιήσεως τοῦ τονισμοῦ. Τὸ ζήτημα δὲν εἶνε νέον. Ἔχουν προταθῆ, ὣς τώρα, πολλὰ σχετικὰ συστήματα, ἀπὸ τῆς ἁπλοποιήσεως μέχρι τῆς ἐντελοῦς καταργήσεως τοῦ τονισμοῦ. Πολλοὶ δὲ ἀπὸ τοὺς μεταρρυθμιστὰς ἔφθασαν καὶ μέχρι πρακτικῆς ἐφαρμογῆς τοῦ συστήματός των. Ἀλλὰ τώρα, τὸ πρᾶγμα διαφέρει. Τὸ ζήτημα ἀνακινεῖται ἀπὸ ἕνα συντηρητικὸν σοφὸν καὶ ἀπασχολεῖ ἐπισήμως τὴν Ἀκαδημίαν, σῶμα ἐκ φύσεως συντηρητικὸν καὶ αὐτό. Καὶ ὑποχρεοῦνται νὰ τὸ προσέξουν καὶ ὅσοι ἀκόμη εἰς τὰς σχετικὰς ἀποπείρας, ποὺ ἔγιναν, μέχρι σήμερον, ἤθελαν νὰ διαβλέπουν ἀνατρεπτικὰ διαβήματα, ἀκρότητας ἀνευθύνων μεταρρυθμιστῶν ἐπιφόβους αἱρέσεις ἢ «μαλλιαριστικοὺς ἐξωφρενισμούς». Ὁμιλεῖ, ἐπὶ τέλους, ὁ κ. Χατζιδάκης, ὁ περισσότερον πολεμηθεὶς ἀπὸ τοὺς ὀρθοδόξους δημοτικιστὰς καὶ ὁ δριμύτερον πολεμήσας τὸν ἀνατρεπτικὸν ἀγῶνα.

    Ἂν κατὰ τὰ λεγόμενα τοῦ Ν. «τὸ ζήτημα ἀπασχολεῖ ἐπισήμως τὴν Ἀκαδημίαν» τότε δὲν μποροῦμε παρὰ νὰ ἀναρωτηθοῦμε: πῶς γίνεται αὐτὴ ἡ «ἐπίσημη» ἀσχολία νὰ μὴν ἐμφανίζεται καθόλου στὰ Πρακτικά της;

    Ἐπίσης ἐκμεταλλεύεται ὁ Ν. στὴν παράγραφο αὐτὴ τὴν σύγχυση μεταξὺ τονικοῦ καὶ γλωσσικοῦ ζητήματος, παρουσιάζοντας τὸ μονοτονικὸ σὰν ἀναπόσπαστο μέρος τῆς δημοτικῆς γλώσσας τὴν ὁποία θεωρεῖ ὄχι ὡς ἀποτέλεσμα αἰώνων ἐξελικτικῆς πορείας τῆς γλώσσας ἀλλὰ μᾶλλον ὡς… μέτωπο λαϊκῶν ἀγώνων κατὰ τῆς συντήρησης. Ἡ μαχητικὴ αὐτὴ θεώρηση τῆς δημοτικῆς εἶχε σὰν ἀποτέλεσμα νὰ περάσει σὲ δεύτερο ἐπίπεδο καὶ τελικὰ νὰ ἀγνοηθεῖ ἡ ἀνάγκη τῆς ἱστορικῆς συνέχειας. Ἀκριβῶς αὐτὴ τὴν ἀδυναμία ἐκμεταλλεύθηκαν καὶ οἱ μονοτονιστὲς βασιζόμενοι σὲ γλωσσολογικὲς θεωρίες ὅπως ἡ σωσσυριανὴ ποὺ παρουσιάζει τὸν γραπτὸ λόγο σὰν ἁπλὴ ἀναπαράσταση τοῦ προφορικοῦ καὶ ἄρα ἀντιτάσσεται στὴν ἱστορικὴ ὀρθογραφία καὶ στὸν τονισμό. Ἂν θεωρήσουμε ὅτι ἡ δημοτικὴ δὲν εἶναι παρὰ ἡ σημερινὴ μορφὴ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, τότε ἡ ἱστορικὴ ὀρθογραφία —τῆς ὁποίας ἀναπόσπαστο μέρος εἶναι οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα— εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς συνδετικοὺς κρίκους ποὺ ἐξασφαλίζουν τὴν διαχρονικὴ συνοχή της. Ὅπως πολὺ ὡραῖα ἔγραψε ὁ Κωνσταντῖνος Τσάτσος ἤδη τὸ 1981 [ΚΤ, σελ. 85], «[καταργώντας τοὺς τόνους] κάνωμε τὴ γλώσσα μας ἀπὸ στερεομετρία ἐπιπεδομετρία», καὶ ἀναφέρεται φυσικὰ στὴν δημοτική!

    Ἀλλὰ ἂς γυρίσουμε στὸ κείμενο τοῦ Ν.:

    Μὲ τὸν σοφόν, ὅμως, αὐτὸν —τοῦ ὁποίου κανεὶς δὲν ἔφθασε νὰ ἀμφισβητήσῃ τὴν ἐπιστημονικὴν αὐθεντίαν— συμβαίνει τὸ ἑξῆς παράδοξον. Ὅταν τὸν ἀκούει κανεὶς ν᾿ ἀναπτύσσῃ θεωρητικῶς ἕνα ζήτημα τοῦ κλάδου του, μπορεῖ νὰ ὁρκισθῇ, ὅτι ἔχει ἐνώπιόν του ἕνα ἀκραῖον δημοτικιστήν. Εἶνε ἀπὸ τοὺς πρώτους, ἄλλως τε, ποὺ ἐμύησεν ἐμᾶς τοὺς νεωτέρους, εἰς τὴν γλωσσικὴν πραγματικότητα, ἀποδείξας, ἐπιστημονικῶς, ὅτι ἡ σημερινὴ κοινὴ γλῶσσα τῶν Ἑλλήνων, δὲν εἶνε παραφθορὰ τῆς ἀρχαίας καὶ ἐξοβελιστέον γέννημα τῆς δουλείας, ἀλλὰ προϊὸν φυσικῆς ἐξελίξεως ἐκείνης, κατ᾿ ἀπαραβάτους γλωσσικοὺς νόμους, καὶ ἑπομένως γνήσιον τέκνον τῆς ἀρχαίας. Εἶνε δὲ γνωστὴ καὶ ἡ πολυειδὴς συμβολή του εἰς τὸ ζήτημα τῆς συναγωγῆς καὶ τῆς μελέτης τοῦ γλωσσικοῦ ὑλικοῦ, διὰ τὴν μεθοδικὴν σπουδὴν τῆς ἱστορίας τῶν λέξεων. Ὅ,τι χωρίζει τὸν κ. Χατζιδάκην ἀπὸ τοὺς κυρίως δημοτικιστὰς εἶνε ὅ,τι χωρίζει τὴν θεωρίαν ἀπὸ τὴν πρᾶξιν. Ὁ κ. Χατζιδάκης εἶνε δημοτικιστὴς θεωρητικός. Εἰς τὴν ἐφαρμογὴν ἔχει τὰς γνωστὰς ἀντιλήψεις του. Δὲν πρόκειται νὰ τὰς συζητήσωμεν.

    Καὶ πάλιν ὁ Νιρβάνας τονίζει τὸ κῦρος τοῦ Χ. γιὰ νὰ μᾶς προετοιμάσει γιὰ τὴν ἔκπληξη ποὺ θὰ μᾶς προκαλέσει ἡ ἐπικείμενη πρὸς τὸ λαϊκώτερον μεταμόρφωση τοῦ σοφοῦ αὐτοῦ.

    Τὸ γεγονὸς εἶνε, ὅτι ὁ κ. Χατζηδάκης ἐζήτησεν, ἐνώπιον τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν, τὴν ἁπλοποίησιν τοῦ τονισμοῦ, τοῦ μεγάλου καὶ περιττοῦ αὐτοῦ βασάνου τῆς νεοελληνικῆς γραφῆς. Καὶ πόσον χαριτωμένα τὴν ἐζήτησεν. Οἱ θεωροῦντες τὰς ψιλὰς καὶ τὰς δασείας καὶ τὰς ὀξείας καὶ τὰς βαρείας καὶ τὰς περισπωμένας ὡς γλωσσικὸν σακροσάντο, ἐὰν δὲν ἦτο ὁ κ. Χατζηδάκης, ποὺ ὡμιλοῦσε, θὰ ἔσπευδον νὰ κρούσουν τὸν κώδωνα τοῦ κινδύνου καὶ νὰ καλέσουν τὴν φρουρὰν τῶν γλωσσαμυντόρων εἰς τὰ ὅπλα, διὰ τὴν διάσωσιν τῆς κινδυνευούσης θείας γλώσσης τῶν προγόνων μας. Ἀλλὰ ὁ κ. Χατζηδάκης διηγήθη γεγονότα. Καὶ θὰ προσπαθήσω ν᾿ ἀποδώσω ὅσον πιστὰ μοῦ ἐπιτρέπει ἡ μνήμη μου τοὺς λόγους του.

    Ἰδιαιτέρως ὕποπτη εἶναι ἡ τελευταία φράση: «Καὶ θὰ προσπαθήσω ν᾿ ἀποδώσω ὅσον πιστὰ μοῦ ἐπιτρέπει ἡ μνήμη μου τοὺς λόγους του». Ἡ μελοδραματικότητα αὐτῆς τῆς φράσης τοῦ Νιρβάνα εἶναι ἀνάρμοστη σὲ λόγια ποὺ εἰπώθηκαν μόλις 3 μέρες νωρίτερα καὶ ἐπιβεβαιώνει τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ «ἀνακοίνωση» τοῦ Χατζιδάκι ἦταν ἀνεπίσημη: ἂν ὁ γραμματέας τῆς Ἀκαδημίας εἶχε καταγράψει τὰ λεχθέντα δὲν θὰ χρειαζόταν ὁ Ν. νὰ βασισθεῖ στὴν μνήμη του.

    Ἐπίσης γραφικότατη εἶναι ἡ ἀντιπαράθεση ἀνάμεσα στὴν «φρουρὰ τῶν γλωσσαμυντόρων ποὺ κρούουν τὸν κώδωνα τοῦ κινδύνου διὰ τὴν διάσωσιν τῆς κινδυνευούσης θείας γλώσσης τῶν προγόνων» ἀπ᾿ τὴν μία πλευρὰ καὶ τὰ «γεγονότα» ἀπ᾿ τὴν ἄλλη. Ἐξισώνει δηλαδὴ χωρὶς καμία ἐπιχειρηματολογία τοὺς τόνους μ᾿ ἕνα εἶδος τυφλοῦ προγονολατρισμοῦ καὶ τὸ μονοτονικὸ μὲ τὸν πρακτικὸ ρεαλισμὸ τῆς δημοσιογραφίας ποὺ «διηγεῖται γεγονότα». Ἂς δοῦμε λοιπὸν ποιά εἶναι τὰ «γεγονότα» αὐτά:

    — Μὴ νομίζετε, κύριοι —εἶπε μὲ λόγια ἁπλᾶ καὶ καθαρὰ— ὅτι οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα εἶναι ἀρχαία κληρονομία μας. Οἱ ἀρχαῖοι δὲν μετεχειρίζοντο οὔτε τόνους, οὔτε πνεύματα. Αὐτοὶ εἶχαν τὴν αἴσθησιν τῶν δασέων, τῶν μακρῶν καὶ τῶν βραχέων, εἶχαν ἔμφυτον τὴν μουσικὴν προφορὰν τῆς γλώσσης των καὶ δὲν εἶχον ἀνάγκην τόνων καὶ πνευμάτων, γιὰ νὰ κανονίσουν τὴν ὀρθὴν ἐκφώνησιν τῶν λέξεων. Ἄλλως τε, στὸ τονιζόμενον φωνῆεν δὲν ἔπεφτε γι᾿ αὐτοὺς τὸ βάρος τοῦ τονισμοῦ, ὅπως σήμερον, ἀλλὰ ἡ μουσική του ἐκφώνησις. Ὁ δυναμικὸς τονισμὸς ἦλθε πολὺ ἀργότερα. Τὰ πνεύματα καὶ οἱ τόνοι ἐπενοήθησαν, ὅταν ἐχάθη τὸ αἴσθημα τῶν μακρῶν καὶ βραχέων καὶ οἱ ἄνθρωποι ἔπρεπε νὰ τὰ ἀντιληφθοῦν μὲ ὁρατὰ σημεῖα. Σήμερον, ἑπομένως, ἐγὼ ποὺ δὲν ἔχω τὴν αἴσθησιν αὐτήν, δὲν ἐνδιαφέρομαι νὰ μάθω ἂν ἕνα φωνῆεν εἶνε μακρόν, ἐπειδὴ φέρει περισπωμένην, ὅταν εὑρίσκεται πρὸ βραχέος φωνήεντος.

    Δυσκολευόμαστε νὰ πιστέψουμε ὅτι ὁ Χατζιδάκις μπορεῖ νὰ εἶπε αὐτὰ τὰ «ἁπλᾶ καὶ καθαρὰ» λόγια. Πρῶτον, στὴν φράση «οἱ ἀρχαῖοι […] δὲν εἶχον ἀνάγκην τόνων καὶ πνευμάτων, γιὰ νὰ κανονίσουν τὴν ὀρθὴν ἐκφώνησιν τῶν λέξεων» ἀντιστρέφει τὸ αἴτιο καὶ τὸ αἰτιατό: ἡ προφορὰ τῶν λέξεων προϋπῆρχε καὶ οἱ τόνοι, ὡς σημεῖα τῆς γραφῆς, τὴν ἀναπαριστοῦν, δὲν τὴν «κανονίζουν». Δεύτερον, ἡ φράση «τὰ πνεύματα καὶ οἱ τόνοι ἐπενοήθησαν ὅταν ἐχάθη τὸ αἴσθημα τῶν μακρῶν καὶ βραχέων καὶ οἱ ἄνθρωποι ἔπρεπε νὰ τὰ ἀντιληφθοῦν μὲ ὁρατὰ σημεῖα» εἶναι ἀνακριβής: οἱ τόνοι δηλώνουν μουσικὸ ὕψος καὶ ὄχι διάρκεια· ἄλλα εἶναι τὰ σημεῖα ποὺ ἐπινοήθηκαν γιὰ νὰ δηλώσουν διάρκεια καὶ δὴ τὰ γράμματα ἦτα καὶ ὠμέγα, ποὺ ἀναπαριστοῦν τὰ μακρὰ ἔψιλον καὶ ὄμικρον —καὶ αὐτὰ τὰ γράμματα, εὐτυχῶς, τὰ ἔχουμε διατηρήσει μέχρι σήμερα, τουλάχιστον μέχρι τὴν ἑπόμενη «ἁπλοποίηση». Σίγουρα, ὅσον ἀφορᾶ τὰ δίχρονα φωνήεντα ἄλφα, ἰῶτα καὶ ὕψιλον, ἐξετάζοντας τοὺς τόνους μποροῦμε σὲ κάποιες εἰδικὲς περιπτώσεις νὰ ἀποφανθοῦμε ἂν εἶναι μακρὰ ἢ βραχέα (π.χ. δίχρονο φωνῆεν στὴ παραλήγουσα ὅταν ἡ λήγουσα εἶναι βραχεία)· ἀλλὰ δὲν ἦταν ποτὲ αὐτὸς ὁ πρωταρχικὸς ρόλος τῶν τόνων. Τρίτον, ἡ φράση «δὲν ἐνδιαφέρομαι νὰ μάθω ἂν ἕνα φωνῆεν εἶνε μακρόν, ἐπειδὴ φέρει περισπωμένην, ὅταν εὑρίσκεται πρὸ βραχέος φωνήεντος» δείχνει μᾶλλον κάποιον ποὺ ἀγνοεῖ τοὺς κανόνες τονισμοῦ, ἀφοῦ ὁποιοδήποτε περισπώμενο φωνῆεν εἶναι ἀναγκαστικὰ μακρό, σὲ ὅποια θέση καὶ ἂν βρίσκεται. Συνεχίζει ὁ (κατὰ Νιρβάνα) Χατζιδάκις:

    Ὅλα αὐτὰ μοῦ εἶναι περιττά. Τὸ μόνον, ποὺ μοῦ χρειάζεται, γιὰ ν᾿ ἀποφύγω μερικὰς συγχύσεις τονισμοῦ, ἐκ πρώτης ὄψεως, εἶνε νὰ γνωρίζω ποῖον εἶνε τὸ τονιζόμενον γράμμα. Ἕνας τόνος ἑπομένως ἢ ἕνα στῖγμα ἐπὶ τοῦ τονιζομένου γράμματος μοῦ ἀρκεῖ. Καὶ τὸ πολὺ-πολὺ καὶ ἡ δασεῖα, γιὰ τὰ ὀλίγα δασυνόμενα φωνήεντα, ὄχι πάλιν, διότι θὰ τὰ προφέρω δασύτερα, ἀλλὰ γιὰ νὰ γνωρίζω τὰς μετατροπὰς ποὺ γίνονται εἰς τὰ σύνθετα πρὸ δασέος (αἵρεσις-καθαίρεσις). Ὅλα τὰ ἄλλα, τόνοι καὶ πνεύματα, εἶνε περιττὴ καὶ ἄσκοπος πολυτέλεια. Καὶ ἀρκεῖ νὰ λάβετε ὑπ᾿ ὄψει σας, ὅτι ἔχομεν σήμερον δεκαεννέα εἴδη ἄλφα, γιὰ νὰ ἐννοήσετε ποῖον κέρδος γιὰ γράφοντας καὶ τυπογράφους θὰ εἶνε ὁ περιορισμὸς τοῦ τονισμοῦ εἰς ἕνα μόνον τόνον καὶ μίαν δασεῖαν.

    Στὴ πραγματικότητα ἔχουμε 12 —καὶ ὄχι 19— εἴδη ἄλφα (α ά ὰ ᾶ ἀ ἄ ἂ ἆ ἁ ἅ ἃ ἇ) καὶ 24 ἂν λάβουμε ὑπ᾿ ὄψη μας καὶ τὴν ὑπογεγραμμένη, στὴν ὁποίαν περιέργως δὲν ἀναφέρεται ὁ Χ. Ὄντως τὴν ἐποχὴ τῆς κάσας οἱ τυπογράφοι δαπανοῦσαν χρόνο καὶ ἐνέργεια γιὰ νὰ βροῦνε τὰ σωστὰ τυπογραφικὰ στοιχεῖα μέσα στὴν ἀρκετὰ πολύπλοκη κάσα — γεγονὸς τὸ ὁποῖο ὅμως ἔπαψε νὰ ἰσχύει μὲ τὴν χρήση τῶν κλαβιὲ τῆς μονοτυπίας καὶ τῆς λινοτυπίας. Μέχρι πρόσφατα ἀκόμα ἐξαίρετοι μάστορες τῆς τυπογραφικῆς τέχνης ὅπως οἱ ἀδελφοὶ Παληβογιάννη προσέφεραν στὴν χώρα μας ἀριστουργήματα τυπογραφικῆς τέχνης, χωρὶς νὰ παραπονεθοῦν ποτὲ γιὰ τὴν πληθώρα διακριτικῶν στοιχείων. Ὅσο γιὰ τοὺς «γράφοντας» δηλαδὴ γιὰ ὅσους γράφουν μὲ τὸ χέρι, δὲν εἶναι ξεκάθαρο ποιό «κέρδος» ἐννοεῖ ὁ Χ. ἀφοῦ ὁ κόπος τοῦ νὰ γράψει κανεὶς περισπωμένη ἀντὶ τονικοῦ σημείου ἢ τοῦ νὰ τονίσει τὶς μονοσύλλαβες λέξεις ἢ τοῦ νὰ βάλει ψιλὴ στὰ ἀρχικὰ φωνήεντα ποὺ δὲν παίρνουν δασεία εἶναι ἀμελητέος.

    Καὶ κατέληξεν οὐμοριστικώτατα:

    — Ἐπὶ τέλους, σκεφθῆτε, ὅτι ἐκεῖνοι, ποὺ ἐπενόησαν τοὺς τόνους καὶ τὰ πνεύματα, εἶχαν καὶ ἀρκετὸν καιρὸν εἰς τὴν διάθεσίν των, γιὰ νὰ στολίζουν τὰ γράμματα μὲ ὅλα αὐτὰ τὰ μπιχλιμπίδια. Σήμερον, δυστυχῶς, στὴν ἐποχὴν τοῦ τηλεγράφου, τοῦ αὐτοκινήτου καὶ τοῦ ἀεροπλάνου, ὁ καιρός μας εἶνε τόσον ὀλίγος, ὥστε νὰ μὴ μᾶς περισσεύῃ καὶ γιὰ παρόμοια μπιχλιμπίδια.

    Ἡ φράση αὐτὴ τοῦ Ν. παρουσιάζει τὸν Χ. ὡς γέροντα ξεπερασμένο ἀπὸ τὰ τεχνολογικὰ ἐπιτεύγματα τῆς ἀρχῆς τοῦ 20οῦ αἰώνα. Φυσικὰ τὸ 1929 οὔτε ὁ Χ. οὔτε ὁ Ν. δὲν μποροῦσαν νὰ φαντασθοῦν ὅτι 80 χρόνια ἀργότερα ἡ τεχνολογία —ποὺ θεωροῦσαν χρονοβόρα καὶ ἄρα ἐχθρὸ τοῦ «στολισμοῦ» τῶν γραμμάτων— θὰ διευκόλυνε τὸν τονισμό, τὴν ἐκμάθησή του, τὴν διόρθωση τῶν κειμένων, κ.λπ. Ἐνδιαφέρουσα εἶναι ἡ χρήση τοῦ γνωστοῦ παραδόξου σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο ἐνῷ ὁ τηλέγραφος, τὸ αὐτοκίνητο καὶ τὸ ἀεροπλάνο σκοπὸ ἔχουν ἀκριβῶς νὰ ἐπιταχύνουν τὶς τηλεπικοινωνίες καὶ τὶς μεταφορές, ὁ χρόνος ποὺ ἔχουμε στὴν διάθεσή μας εἶναι (φαινομενικὰ τουλάχιστον) λιγότερος. Ξεχνάει ὅμως ὁ Χ. ὅτι ὅπως τὸ αὐτοκίνητο ἐπιτάχυνε σημαντικὰ τὶς μεταφορὲς ἔτσι καὶ οἱ στοιχειοθετικὲς μηχανὲς (μονοτυπία, λινοτυπία, κ.λπ., ποὺ ἄρχισαν νὰ χρησιμοποιοῦνται ἤδη ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ 19ου αἰῶνα) ἐπιτάχυναν ἐξίσου τὴν στοιχειοθεσία, μειώνοντας ταυτόχρονα σημαντικὰ τὴν διαφορὰ ἀποδόσεων μεταξὺ πολυτονικῆς καὶ μονοτονικῆς στοιχειοθεσίας, τουλάχιστον ὅταν ὁ χειριστὴς ἔχει ἐπαγγελματικὴ ἐμπειρία.

    Τάδε λέγει Χατζιδάκης.

    Νά λοιπὸν ποὺ ὁ «Χατζηδάκης» (ἦτα/ἦτα) ξαναγίνεται «Χατζιδάκης» (ἰῶτα/ἦτα, δηλαδὴ ὅπως τὸν ἔγραφε ὁ Νιρβάνας στὴν ἀρχή). Τὰ εἶπε ὅμως πραγματικά; Καὶ ὑπὸ ποιές συνθῆκες;

    Τόσον ἡ προηγούμενη χρονικὰ ἀνακοίνωση τοῦ Χατζιδάκι, δύο μῆνες πρωτύτερα [Χ2], ὅσο καὶ ἡ ἑπόμενη, δύο μῆνες ἀργότερα [Χ3], ἦσαν καθαρὰ ἐπιστημονικοῦ περιεχομένου.

    Στὴν πρώτη τελειώνει γράφοντας:

    ἀλλ᾿ ὅταν τις ἀναλογισθῇ ὅτι αἱ ψυχολογικαὶ δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου κατὰ πάντας τοὺς αἰῶνας ἦσαν ὁποῖαι καὶ σήμερον, καὶ δὴ ὅπως τώρα, οὕτω πάντοτε ὁ ἄνθρωπος ᾐσθάνετο, συνῆπτε καὶ συνεπλήρου κατ᾿ ἀναλογίαν καὶ οὕτως ἔπλαττε, μετέπλαττε, καὶ ἐπλούτιζε τὴν γλῶσσαν αὐτοῦ, ὅτι ἄρα ἀνάλογα πρὸς τὰ νῦν γινόμενα ἐν τῇ γλώσσῃ πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν ἡμῶν, ὡς εἰπεῖν, θὰ ἦσαν καὶ τὰ παλαιὰ καὶ τὰ παλαιότατα, ὅταν τὶς ταῦτα ἀναλογισθῇ δύναται νὰ σχηματίσῃ ἰδέαν τινὰ περὶ τοῦ πῶς οἱ παλαιοὶ καὶ αὐτοὶ οἱ παλαιότατοι ἄνθρωποι ὁρμώμενοι ἀπὸ ὀλίγων καὶ τούτων ἀκατεργάστων φωνῶν (τῶν συνήθως λεγομένων ριζῶν) ἔπλασαν κατὰ μικρὸν τὸ μέγα καὶ περίλαμπρον οἰκοδόμημα τῆς γλώσσης […] ἐν ἄλλοις λόγοις δύναται νὰ σχηματίσῃ ἔννοιάν τινα πῶς ὁ ἄγλωσσος ἄνθρωπος, τὸ ζῷον, ἀνυψώθη καὶ κατέστη σὺν τῷ χρόνῳ ὁ ἱστορικός, ὁ σημερινός, ὁ ἄνθρωπος ἤ, ἵνα καθ᾿ Ὅμηρον εἴπω, ὁ ἰδόθεος φῶς.

    Καὶ στὴν δεύτερη ἀναφέρεται στὴν λιγοστὴ χρήση τῆς παθητικῆς φωνῆς ἀπὸ τοὺς Νεοέλληνες καὶ τελειώνει ὡς ἑξῆς:

    παρατηρεῖται ὅτι ἡ τοιαύτη παθητικὴ χρῆσις τῶν ρημάτων ἐπιτυγχάνεται μόνον ὑπὸ λαῶν ἀνεπτυγμένων καὶ κατὰ ταῦτα φυσικὸν φαίνεται νὰ γίνεται μὲν τοῦτο ἐν χρόνοις ἐλευθερίας, πολιτικῆς, οἰκονομικῆς, φιλολογικῆς, ἐπιστημονικῆς κ.λ. ἀκμῆς, ἐν μιᾷ λέξει ἀκμῆς τοῦ πολιτισμοῦ, νὰ παραμελῆται δὲ ἐν χρόνοις δουλείας, πενίας, ἀμαθείας, κοινωνικῆς καὶ ἠθικῆς καταπτώσεως, ὅπως συνέβαινε παρ᾿ ἡμῖν μετὰ τὴν δούλωσιν τῆς Ἑλλάδος ὑπὸ τῶν Ρωμαίων, ὅτε καὶ ἄλλας ἀρετὰς καὶ λεπτότητας τῆς Ἑλλην. γλώσσης καὶ αὐτὴν τὴν περὶ ἧς ὁ λόγος τῶν παθητικῶν ρημάτων χρῆσιν μετὰ τῆς ὑπὸ σὺν γενικῇ παρημελήσαμεν καὶ ἀπεβάλομεν. Ὅπως ἕκαστος βλέπει, ἡ αἰτία τῆς ἀπωλείας τῆς τοιαύτης τῶν ρημάτων συντάξεως δὲν κεῖται ἐν τῇ γλώσσῃ, ἀλλ᾿ ἐν τῇ ψυχολογικῇ, τῇ πολιτικῇ καταστάσει τοῦ ἔθνους.

    Τὸ ὕφος καὶ τὸ ἦθος τῶν φράσεων αὐτῶν ποὺ γράφτηκαν τὴν ἴδια ἐποχὴ ἀπὸ τὸν Χατζιδάκι διαφέρουν αἰσθητὰ ἀπὸ αὐτὰ τῶν κατὰ Νιρβάνα λεχθέντων.

    Ἀκόμα καὶ ἂν δεχθοῦμε ὅτι τὸν Χατζιδάκι ἐξαίφνης περιήστραψεν [μονοτονικὸν] φῶς ἐκ τοῦ οὐρανοῦ σὰν τὸν Σαῦλο ποὺ ἀπὸ διώκτης τῶν Χριστιανῶν ἔγινε Ἀπόστολος Παῦλος, ἂν αὐτὴ ἡ ἐμφώτισή του ἦταν τόσο ἰσχυρὴ ὥστε νὰ ἀλλάξει ριζικὰ τὶς ἀπόψεις του καὶ νὰ ἐκλαϊκίσει ἀκόμα καὶ τὸ ὕφος του σὲ σημεῖο ποὺ νὰ μιλάει γιὰ «μπιχλιμπίδια» μπροστὰ στοὺς Ἀθανάτους τῆς Ἀκαδημίας, τότε γιατί νὰ μὴν ἀπαθανατίσει αὐτήν του τὴν ἐμφώτιση γράφοντας μιὰ ἀνακοινωσούλα στὰ Πρακτικά; Διαπιστώνουμε ξεφυλλίζοντας τὰ Πρακτικὰ τῆς Ἀκαδημίας ὅτι μερικὲς ἀνακοινώσεις δὲν ὑπερβαίνουν τὶς δέκα ἀράδες — ὁ κόπος θὰ ἦταν ἀσήμαντος. Καὶ γιατί νὰ μὴν ἀναφερθεῖ σὲ αὐτές του τὶς ἀπόψεις σὲ καμία μεταγενέστερη δημοσίευση; Μέχρι καὶ τὸν Νοέμβρη τοῦ 1933 (σὲ ἡλικία 85 ἐτῶν) στὴν ἐννεασέλιδη «Συμβολὴ εἰς τὴν ἱστορίαν Ἑλληνικῶν τινων ἐπιθημάτων» δὲν ἀφήνει νὰ φανεῖ καμία τάση πρὸς τὸ μονοτονισμό.

    Ὁ ἐπίσης ἀκαδημαϊκός, κορυφαῖος ποιητὴς Κωστῆς Παλαμᾶς, στὸν λόγο του γιὰ τὰ ὀγδόντα χρόνια τοῦ Χατζιδάκι, στὰ Πρακτικὰ τῆς Ἀκαδημίας [ΚΠ], λέγει:

    ἀλησμόνητοι παραμένουν εἰς τὴν σκέψιν ἀνακοινώσεις σου […] καθὼς καὶ ἡ πρὸ ὀλίγου ἀκόμη ὑπόδειξίς σου περὶ τοῦ ἀναγκαίου τῆς ἁπλοποιήσεως τῆς ὀρθογραφίας, ἀλλὰ καὶ τῆς ἑνοποιήσεως αὐτῆς, διὰ νὰ καταπολεμηθῇ ἡ ἐπικρατοῦσα σήμερον ὀρθογραφικὴ ἀναρχία. Εἰς ἀμφοτέρας τὰς παραστάσεις σου ταύτας, καθὼς τὰς ἀνέπτυξες, ὑποφαίνεται ὁ κύριος χαρακτήρ σου ὁ τείνων πρὸς στερέωσιν τῶν ὁπωσδήποτε ἀσταθμήτων· θὰ τὸν ἔλεγα δίψυχον. Τὸν ἀποτελοῦν ἡ ἀναγνώρισις τῆς ἀνάγκης τῆς συντηρούσης τὴν ἱστορικὴν παράδοσιν καὶ ὁμοῦ ἡ ἀναγνώρισις νέου τινὸς ζωπύρου διαβλεπομένου εἰς τὸ βάθος τῆς παραδόσεως.

    Ἂν ὄντως ἀναφέρθηκε στὸ μονοτονικὸ ὁ Χ., τότε ὡς τί ἀπὸ τὰ δύο τὸ ἐπρότεινε; Ὡς μέρος τῆς «ἀνάγκης τῆς συντηρούσης τὴν ἱστορικὴν παράδοσιν» ἢ ὡς μέρος τοῦ «νέου τινὸς ζωπύρου διαβλεπομένου εἰς τὸ βάθος τῆς παραδόσεως»;

    Βλέπουμε ὅτι, ἀντίθετα μὲ τὸν χρονογράφο Νιρβάνα, ὁ ποιητὴς τοῦ Δωδεκάλογου τοῦ γύφτου ἐνῷ σχολιάζει τὴν ἴδια ἀκριβῶς παρέμβαση τοῦ Χατζιδάκι ἀναφέρεται μὲν στὴν ἁπλοποίηση τῆς ὀρθογραφίας ἀλλὰ ὄχι σὲ ἐνδεχόμενες περὶ τονισμοῦ δηλώσεις του.

    Εὐλόγως λοιπὸν δικαιοῦται νὰ ἐρωτήσει κανείς: Γιατί ἀλλοιῶς μεταφέρουν τὰ λεχθέντα ὑπὸ τοῦ Χ. ὁ Παλαμᾶς καὶ ὁ Νιρβάνας; Μήπως τὰ φερόμενα ὡς λόγια τοῦ Χ. περὶ τονισμοῦ, δὲν εἰπώθηκαν ποτέ; Μήπως εἰπώθηκαν μέσα σὲ ἄλλο πλαίσιο ἢ ἀκόμη ἐν εἴδει παρωδίας, ὥστε ἀκόμη καὶ ὁ δημοτικιστὴς Παλαμᾶς νὰ μὴν τὰ ἀποδεχθεῖ ὡς πρόταση μονοτονισμοῦ; Περιμένουμε κάποιος (μὴ μονοτονιστὴς) βιογράφος τοῦ Χατζιδάκι κάποια μέρα νὰ λύσει αὐτὸ τὸ αἴνιγμα.

    Πάντως, ἂν ὁ Χατζιδάκις δὲν ἔδωσε ποτὲ τὴν ἀπαιτούμενη σημασία σ᾿ αὐτὲς τὶς ὑποτιθέμενες δηλώσεις του γιὰ νὰ τὶς δημοσιεύσει, οἱ μονοτονιστές, ὅπως θὰ δοῦμε, δὲν ἔπαψαν ἐπὶ 60 χρόνια νὰ τὶς παρουσιάζουν σὰν τὸ ἀνυπέρβλητο γκράαλ τῶν ἐπιχειρημάτων τοῦ μονοτονισμοῦ.

    Ἡ «Δίκη τῶν τόνων» καὶ οἱ ἀναφορὲς στὸν Βιλαμόβιτς καὶ στὸν Χατζιδάκι

    Ὅταν ἀναφερόμαστε στὴν «Δίκη τῶν τόνων» συχνὰ συγχέουμε δύο πράγματα: τὸ ἱστορικὸ γεγονὸς τῆς δίκης ποὺ ἔλαβε χώρα τὸ 1943, καὶ τὸ βιβλίο «Ἡ Δίκη τῶν τόνων» [ΔΤ], ποὺ ἐξεδόθη λίγους μῆνες ἀργότερα ἀπὸ τὸ βιβλιοπωλεῖο τῆς Ἑστίας. Ἡ ἐπιλογὴ τῶν κειμένων ποὺ περιέχει τὸ βιβλίο (κατηγορητήριο, καταθέσεις συνηγόρων, ἀπολογία Κακριδῆ) δείχνει καθαρὰ τὴν μονόπλευρη ἀντιμετώπιση τοῦ γεγονότος ἀπὸ τὸν ἐκδοτικὸ αὐτὸν οἶκο, ἀντιμετώπιση τῆς ὁποίας τὴν σκυτάλη παρέλαβαν οἱ ἀλλεπάλληλες γενεὲς μονοτονιστῶν, μέχρι καὶ τὸ 1982 στὴν Βουλὴ τῶν Ἑλλήνων.

    Τὸ 1944, δηλαδὴ μόλις ἕναν χρόνο μετά, ἐξεδόθη ἀπὸ τὸν (λιγότερο γνωστὸ) ἐκδοτικὸ οἶκο Τζάκα-Δελαγραμμάτικα ἕνα ἄλλο βιβλίο: ἡ «Ἀντιδικία τῶν τόνων» [ΑΤ], ὅπου οἱ καθηγητὲς τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς ἀπαντοῦν στὶς περιεχόμενες στὸ [ΔΤ] ἐναντίον τους κατηγορίες. Δὲν εἶναι καθόλου περίεργο τὸ γεγονὸς ὅτι ἐνῷ τὸ [ΔΤ] ἐπανεκδίδεται συνέχεια, τὸ [ΑΤ] δὲν ἐπανεξεδόθη ποτὲ καὶ εἶναι πολὺ δυσεύρετο.

    Τὸ [ΔΤ] ἀναφέρεται ἐλάχιστα στοὺς τόνους: τὸ βασικὸ «ἀδίκημα» τοῦ Κακριδῆ εἶναι ἡ χρήση τῆς δημοτικῆς στὰ βιβλία του καὶ οἱ κάπως τολμηρὲς ἀπόψεις του πάνω στὴν σχέση τοῦ Νεοέλληνα μὲ τὸν ἀρχαῖο ἑλληνικὸ πολιτισμό. Τὸ [ΑΤ] ἀναφέρεται κάπως περισσότερο στοὺς τόνους, καὶ ἰδιαίτερα ἡ ὁμιλία τοῦ ἀκαδημαϊκοῦ Καλιτσουνάκη.

    Πῶς ἀναφέρεται λοιπὸν ὁ Κακριδῆς καὶ οἱ συνήγοροί του στὸν Χατζιδάκι καὶ στὸν Βιλαμόβιτς μέσα ἀπὸ τὶς καταθέσεις τῆς «Δίκης τῶν τόνων»;

    Ὁ Σωκράτης Κουγέας, καθηγητὴς πανεπιστημίου καὶ ἀκαδημαϊκὸς [ΔΤ, σ. 79] λέει ὅτι «ἡ δὲ ὑπὸ τοῦ κ. Κακριδῆ ἐφαρμοζομένη κατάργησις ἢ ἁπλοποίησις τῶν τόνων εἶχε προταθῆ καὶ συστηθῆ παλαιότερα ὄχι μόνο ἀπὸ ξένους, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἰδικούς μας ἐπιφανεῖς ἐπιστήμονας καὶ ἀκαδημαϊκοὺς διδασκάλους, ὡς οἱ ἀείμνηστοι Γ. Χατζιδάκις, … οἵτινες κάθε ἄλλο παρὰ ἀντεθνικὰ πράγματα ἐδίδαξαν καὶ ἐκήρυξαν».

    Ὁ Νίκος Βέης, καθηγητὴς πανεπιστημίου καὶ ἀκαδημαϊκὸς [ΔΤ, σ. 83] λέει ὅτι «καὶ αὐτὸς ὁ μακαρίτης διδάσκαλος τοῦ Ἔθνους Γ. Ν. Χατζιδάκις εἰς τὴν Ἀκαδημίαν προέτεινε τὴν ἁπλοποίησιν τῆς ὀρθογραφίας ἡμῶν.»

    Ὁ Δημήτριος Μπαλάνος, καθηγητὴς πανεπιστημίου καὶ ἀκαδημαϊκὸς [ΔΤ, σ. 86] λέει στὴν κατάθεσή του ὅτι ἡ «δευτέρα κατηγορία εἰς τὸ ἀρχικὸν κατηγορητήριον τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς εἶναι ἡ ἀφορῶσα εἰς τὴν ἁπλοποίησιν τῶν τόνων καὶ τὴν κατάργησιν τῶν πνευμάτων, τὴν ὁποίαν ἐπρότειναν διαπρεπέστατοι ἐπιστήμονες, ὡς … καὶ ἐκ τῶν ξένων ἐπιστημόνων ὁ διαπρεπέστατος ἑλληνιστὴς Wilamowitz … Καὶ εἰς ἐπισήμους δὲ συνεδρίας τῆς Ἀκαδημίας ὑπεστήριξαν τὴν ἁπλοποίησιν ταύτην ἀκαδημαϊκοί, ὡς ὁ Γ. Χατζιδάκις, … καὶ ἐγώ.»

    Ὁ Γεώργιος Σωτηρίου, καθηγητὴς πανεπιστημίου καὶ ἀκαδημαϊκὸς [ΔΤ, σ. 90] λέει ὅτι «τὸ ζήτημα τέλος τῆς καταργήσεως τῶν τόνων καὶ τῶν πνευμάτων ἀνεκινήθη καὶ πάλιν ἐσχάτως καὶ ἀνεγνωρίσθη κατ᾿ ἀρχὴν ὡς σκόπιμος ἡ κατάργησίς των ὑπ᾿ αὐτοῦ τοῦ ἀειμνήστου Γ. Χατζιδάκι».

    Ὁ Νικόλαος Λοῦρος, καθηγητὴς πανεπιστημίου [ΔΤ, σ. 106] λέει ὅτι «δὲν εἶμαι μὲν ἁρμόδιος νὰ ἐκφέρω γνώμην, ἀλλὰ νομίζω ὅτι, ἂν δὲν μὲ ἀπατᾷ ἡ μνήμη, καὶ ἄλλοι ἐπιφανεῖς γλωσσολόγοι, φιλόλογοι καὶ θεολόγοι, ὡς ὁ Γ. Χατζιδάκις, ὁ Wilamowitz … ὑπεστήριξαν τὴν μονοτονίαν».

    Ὁ Πέτρος Κόκκαλης, καθηγητὴς πανεπιστημίου [ΔΤ, σ. 107] λέει ὅτι «αὐτὸς ὁ Γεώργιος Χατζιδάκις ἔχει ἀνακινήσει τὸ ζήτημα τοῦτο, ὅσον ἀφορᾷ εἰς τὸ τονικὸν σύστημα μετὰ κατευθύνσεων παρομοίων πρὸς τὰς ἐθνικὰς καὶ ἐπιστημονικὰς ἀντιλήψεις τοῦ κ. Κακριδῆ».

    Ἡ Σοφία Ἀντωνιάδου, καθηγήτρια τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Leiden (Ὁλλανδίας) [ΔΤ, σ. 117] λέει ὅτι «οἱ ἐλάχιστοι νεωτερισμοί, τοὺς ὁποίους ἐφαρμόζει ὁ κ. Κακριδῆς —οἱ ὁποῖοι ἄλλωστε οὔτε νεωτερισμοὶ κἂν εἶναι, ἐφ᾿ ὅσον ὁ Χατζιδάκις ἤδη συνεβούλευσε νὰ ἐφαρμοσθοῦν— εἶναι ἡ ἀντικατάστασις τῶν 3 τόνων ἀπὸ μόνην τὴν ὀξεῖαν καὶ ἡ ἔλλειψις πνευμάτων».

    Ὁ Ἀλέξανδρος Δελμοῦζος, τ. καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης [ΔΤ, σ. 119] λέει ὅτι «τὴν ἀλλαγὴ τοῦ τονικοῦ συστήματος δὲν τὴν εἶχαν ζητήσει μόνον οἱ ἐκπαιδευτικοὶ σὲ διάφορες γενικὲς συνελεύσεις τῆς Δημοδιδασκαλικῆς Ὁμοσπονδίας, ἀλλὰ καὶ ἐπιστήμονες συντηρητικοὶ σὰν τὸν Γ. Χατζιδάκι.»

    Ὁ Μανόλης Τριανταφυλλίδης, τ. καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης [ΔΤ, σ. 132] λέει ὅτι «εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι τὸ ἴδιο» (δηλ. τὴν τονικὴ μεταρρύθμιση) «ζήτησαν ὅλοι οἱ Ἕλληνες γλωσσολόγοι: Ὁ Χατζιδάκις τὸ πρότεινε ἤδη στὰ 1911 σὲ μελέτη του καταχωρισμένη στὴν ἴδια τὴν Ἐπετηρίδα τοῦ Ἐθνικοῦ Πανεπιστημίου: ἐπειδὴ «τὰς μεγίστας δυσκολίας εὑρίσκουσιν οἱ μικροὶ μαθηταὶ εὐθὺς ἐν ἀρχῇ τῆς γραμματικῆς, τ.ἔ. ἐν τοῖς διδάγμασι περὶ πνευμάτων καὶ τόνων μεθ᾿ ὧν συνάπτονται τὰ περὶ μακρῶν καὶ βραχέων φωνηέντων, τὰ περὶ ἐγκλίσεως κττ.», καὶ ξαναγύρισε ὁ Χατζιδάκις στὴν ἴδια αὐτὴ πρόταση, συμπληρωμένη, ὡς ἀκαδημαϊκὸς πιά, στὴν Ἀκαδημία, τὸν Φεβρουάριο τοῦ 1929.»Ὅπως μπορεῖ νὰ διαπιστώσει ὁ ἀναγνώστης συμβουλευόμενος τὸ πρωτότυπο κείμενο, ὁ Τριανταφυλλίδης σταματάει ἐκεῖ τὸ ἀπόσπασμα τοῦ Χ. γιὰ νὰ μὴ φανεῖ ὅτι ἀναφέρεται ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο στὸ διδακτικὸ βιβλίο τοῦ δημοτικοῦ.

    Ὁ Νικόλαος Κριτικός, καθηγητὴς τοῦ Πολυτεχνείου Ἀθηνῶν [ΔΤ, σ. 147] λέει ὅτι ὁ Κακριδῆς ἐφαρμόζει« μίαν σκοπιμωτάτην μεταρρύθμισιν τῆς γραφῆς μας, ὑποστηριχθεῖσαν ὡς γνωστὸν καὶ ἀπὸ συντηρητικοὺς γλωσσολόγους, ὅπως ὁ Γ. Χατζιδάκις».

    Ὁ Γεώργιος Καφαντάρης, τ. πρωθυπουργὸς [ΔΤ, σ. 152] λέει ὅτι «τελείως ἀπαράδεκτος παραμένει ἡ προσπάθεια τῆς καταπνίξεως διὰ μεσαιωνικῶν διωγμῶν μιᾶς ὑποδείξεως» [ἐννοεῖ τὸ μονοτονικὸ] «καθαρῶς ἑλληνικῆς ἐμπνεύσεως, ὑποδείξεως εἰς τὴν ὁποίαν ἄλλωστε πρὸ τοῦ κ. Κακριδῆ προέβησαν πραγματικαὶ κορυφαί, ἐγχώριαι καὶ ξέναι, τῆς ἀρχαίας φιλολογίας καὶ τῆς γλωσσολογικῆς ἐπιστήμης, ὁ Χατζιδάκις, ὁ Wilamowitz, …» Ἔχει βεβαίως δίκηο ὅτι ἡ πειθαρχικὴ δίωξη αὐτὴ ἦταν μία πολὺ σκοτεινὴ ὑπόθεση ἐν μέσῳ μίας ἐξ ἴσου σκοτεινῆς περιόδου τῆς ἱστορίας μας, ἀλλὰ τὸ ὅτι ἡ δίωξη ἦταν σκευωρία δὲν συνεπάγεται καὶ δικαίωση τῆς «ὑποδείξεως» τοῦ Κακριδῆ. Τὸ ὅτι ὁ Κακριδῆς κατηγορήθηκε ἄδικα δὲν σημαίνει κιόλας ὅτι ἡ πρότασή του περὶ τονισμοῦ ἦταν σωστή.

    Ὁ Ἀλέξανδρος Μυλωνᾶς, τ. ὑπουργὸς [ΔΤ, σ. 161] λέει ὅτι «πολλοὶ κορυφαῖοι νεοέλληνες ἐπιστήμονες ἐκφράστηκαν γιὰ μιὰ τέτοια μεταβολή: Ἕνας Γεώργιος Χατζιδάκις,» …

    Ὁ Φίλιππος Δραγούμης, τ. ὑπουργὸς [ΔΤ, σ. 164] λέει ὅτι «γιὰ τὴν τονικὴ μεταρρύθμιση, ποὺ καταπιάνεται (ὁ Κακριδῆς) ὕστερα ἀπὸ παλιότερους κι᾿ ἁρμοδιώτερούς του, ὅπως π.χ. τὸν ἀείμνηστο καὶ μεγάλο γλωσσολόγο Γ. Χατζιδάκι, συμφωνῶ μαζί του».

    Ὁ Ἀλέξανδρος Μαζαράκης Αἰνιάν, ἀντιστράτηγος [ΔΤ, σ. 168] λέει ὅτι «διὰ τὴν κατάργησιν πνευμάτων καὶ τόνων τὸ κῦρος καὶ ὁ πανελλήνιος σεβασμὸς πρὸς τὴν μνήμην τοῦ ἀειμνήστου σοφοῦ ἐπιστήμονος καὶ θερμοῦ πατριώτου Γεωργίου Χατζιδάκι, τοῦ εἰσηγηθέντος πρό τινων ἐτῶν εἰς τὴν Ἀκαδημίαν Ἀθηνῶν παρομοίαν μεταρρύθμισιν, θὰ ἔπρεπε νὰ σταματήσῃ κάπως τοὺς κατηγόρους ταύτης…»

    Ὁ Κλέανδρος Λάκων-Καρθαῖος, ἀντιστράτηγος [ΔΤ, σ. 173] λέει ὅτι «ἡ κατάργηση τῶν πολλῶν τόνων, ποὺ τὴν εἶχε ἤδη ζητήσει καὶ ὁ Γεώργιος Χατζιδάκις, εἶναι ἀπὸ τὶς πιὸ πραχτικὲς [sic] μεταρρυθμίσεις»…

    Ὁ Νικόλαος Σμπαρούνης-Τρίκορφος, χειροῦργος [ΔΤ, σ. 180] λέει ὅτι «εἰς τὴν σύγχρονον ἐποχὴν ὁ μέγας γλωσσολόγος μας Γεώργιος Χατζιδάκις —ὁ ὁποῖος δὲν ἦτο ἄλλωστε δημοτικιστὴς— ὑπέβαλε σχετικὴν πρότασιν εἰς τὴν Ἀκαδημίαν τῷ 1929».

    Ὁ Κωνσταντῖνος Δημαρᾶς, λόγιος [ΔΤ, σ. 185] λέει ὅτι «ἡ κατάργησίς των [δηλαδὴ τῶν τόνων καὶ πνευμάτων], προταθεῖσα πρὸ πολλοῦ ὑπὸ Ἑλλήνων καὶ ξένων σοφῶν, οἷοι ὁ Γεώργιος Χατζιδάκις, ὁ Wilamowitz, …»

    Ὁ Γεώργιος Θεοτοκᾶς, λογοτέχνης [ΔΤ, σ. 188] λέει ὅτι «γνωστὸν εἶναι ὅτι καὶ ὁ Γεώργιος Χατζιδάκις εἶχε ταχθῆ ὑπὲρ τῆς τοιαύτης ἁπλουστεύσεως».

    Ὁ Βασίλειος Τατάκης, γυμνασιάρχης [ΔΤ, σ. 197] λέει ὅτι «ὁ Κακριδῆς … καινοτομεῖ δὲ μόνον εἰς τὸ ζήτημα τῶν πνευμάτων, τὰ ὁποῖα καταργεῖ, καὶ τῶν τόνων, τοὺς ὁποίους περιορίζει εἰς ἕνα, ἀκολουθῶν εἰς τοῦτο τὰ διδάγματα τοῦ ἀειμνήστου Γ. Χατζιδάκι».

    Ὁ Σταῦρος Τζουμελέας, γενικὸς ἐπιθεωρητὴς [ΔΤ, σ. 287] λέει ὅτι «ὁ ἀείμνηστος Γεώργιος Χατζιδάκις, ὁ ὑπὲρ πάντα ἄλλον ἁρμόδιος εἰς τὸ ζήτημα τοῦτο προέτεινε τόσον εἰς τὸ συνέδριον τῶν ἐπιθεωρητῶν τῶν δημοτικῶν σχολείων τῷ 1919, ὅσον καὶ εἰς τὴν Ἀκαδημίαν τῷ 1929 τὴν χρησιμοποίησιν ἑνὸς μόνου σημείου εἰς τὴν τονιζομένην συλλαβὴν ἑκάστης λέξεως καὶ τὴν κατάργησιν τῶν πνευμάτων καὶ τῶν ἄλλων περιττῶν στολιδιῶν τῶν λέξεων.»

    Σὲ ἕνα ἄλλο κείμενό του (ποὺ περιέργως πως συμπεριλαμβάνεται στὸ βιβλίο [ΔΤ, σ. 211-212] ἐνῷ δὲν ἔχει σχέση μὲ τὴν δίκη) ὁ Δημήτριος Μπαλάνος ἀναφέρεται πρῶτα στὸν Χατζιδάκι, γράφοντας: «Οὔτε ὑποθέτω ὅτι ἂν ἦτο ἀντεθνικὴ ἡ περὶ τοὺς τόνους καὶ τὰ πνεύματα καινοτομία θὰ συνιστᾶτο αὕτη ὡς ἐνδεδειγμένη ὑπὸ τοῦ πρυτάνεως τῶν παρ᾿ ἡμῖν γλωσσολόγων, ἀκαδημαϊκοῦ καὶ καθηγητοῦ τοῦ πανεπιστημίου, ἀειμνήστου Γεωργίου Χατζιδάκι». Καὶ σὲ ὑποσημείωση: «Ὁ Γ. Χατζιδάκις, ἀναγνωρίζων κατ᾿ ἀρχὴν ὡς σκόπιμον τὴν κατάργησιν τόνων καὶ πνευμάτων, ἐθεώρει ἀπαραίτητον νὰ προηγηθῇ ταύτης ἡ ὑπὸ τῶν ἐκδοτῶν τῶν κλασσικῶν κειμένων Teubner κλ. ἀποδοχὴ καὶ ἐφαρμογὴ τῆς καινοτομίας. Βραδύτερον ὅμως σαφῶς ἐξέφερε τὴν γνώμην ὅτι ῾῾εὐχῆς ἔργον θὰ ἦτο, ἂν τὸ διδακτικὸν βιβλίον τὸ προωρισμένον διὰ τὰ δημοτικὰ σχολεῖα ἐξετυποῦτο ἄνευ τῶν σημείων τούτων᾿᾿». Ὑποσημείωση ποὺ φανερώνει τὸν παραλογισμὸ τῶν ἐπιχειρημάτων του: Ἂν ὁ Χ. ἦταν τόσο φανατικὸς μονοτονιστὴς ὥστε νὰ θέλει μέχρι καὶ οἱ ἐρευνητικὲς ἐκδόσεις ἀρχαίων κειμένων τῆς Ἑσπερίας νὰ μονοτονίζονται, τότε γιατί στὸν ἑλληνικὸ χῶρο νὰ περιορίζεται στὸ δημοτικὸ σχολεῖο; Κι ἄν, ἀντίστροφα, ἡ πρόταση ποὺ «σαφῶς ἐξέφερε» περιοριζόταν μόνο στὰ ἐγχειρίδια τοῦ δημοτικοῦ σχολείου, ἀπὸ ποῦ κι ὣς ποῦ θὰ ἔπρεπε νὰ προηγηθεῖ ὁ μονοτονισμὸς τῶν κλασσικῶν ἐκδόσεων ἀρχαίων κειμένων Teubner;

    Πιὸ κάτω ἀναφέρεται καὶ στὸν Βιλαμόβιτς: «Ὑπὲρ αὐτῆς τῆς ἀπόψεως [δηλ. τοῦ μονοτονικοῦ] … ἐτάχθη μεταξὺ ἄλλων καὶ ὁ διάσημος ἑλληνιστὴς Wilamowitz-Möllendorff …» Καὶ σὲ ὑποσημείωση: «Ὁ Wilamowitz χαρακτηριστικῶς λέγει: «Δὲν πρέπει οἱ μαθηταὶ νὰ μεταχειρίζωνται σημεῖα ὁποῖα κανεὶς Ἕλλην δὲν ἐσημείωσέ ποτε … Πρέπει νὰ ἐξαφανισθοῦν ἀπὸ τὴν διδασκαλίαν τοῦ σχολείου τὰ ἀπόκρυφα τῶν περισπωμένων καὶ παροξυτόνων, τῶν ἐγκλιτικῶν καὶ ἀτόνων». (Πρβλ. Μ. Τριανταφυλλίδη, Ἡ ὀρθογραφία μας, εἰς τὸ Δελτίο τοῦ Ἐκπαιδ. Ὁμίλου 1913, σελ. 175)». Βασίζεται δηλαδὴ σὲ παράθεμα τοῦ Βιλαμόβιτς σὲ κείμενο τοῦ Τριανταφυλλίδη, ἀποσιωπῶντας ἄλλη μιὰ φορὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Β. ἀναφερόταν μόνο στὶς ἐκθέσεις τῶν Γερμανῶν μαθητῶν γυμνασίου.

    Ὁ Ἀλέξανδρος Σβῶλος, καθηγητὴς πανεπιστημίου [ΔΤ, σ. 216] λέει ὅτι «καὶ ἀπὸ ξένους ἑλληνιστὰς καὶ ἀπὸ ἰδικούς μας ἐπιστήμονας μεγάλου κύρους —ἀρκεῖ νὰ μνημονεύσῃ κανεὶς τὸν Γ. Χατζιδάκιν— ἔχει ἀνακινηθῇ πρὸ καιροῦ ἡ ἀνάγκη τῆς ἁπλοποιήσεως αὐτοῦ» (δηλ. τοῦ τονικοῦ συστήματος).

    Καὶ τέλος, ὁ Γρηγόριος Ξενόπουλος, ἀκαδημαϊκὸς [ΔΤ, σ. 222-223] ἀναρωτιέται: «Αὐτὸς ὁ μεγάλος γλωσσολόγος κι᾿ ὑπέρμαχος τῆς καθαρεύουσας, ὁ Γεώργιος Χατζιδάκις, δὲν εἰσηγήθηκε στὴν Ἀκαδημία τὴν κατάργησι τῶν τόνων καὶ τῶν πνευμάτων;»

    Ὁ ἴδιος ὁ Κακριδῆς στὴν ἀπολογία του ἀντὶ νὰ ἀναφέρει ἁπλᾶ, ὅπως τὸ ἔκαναν οἱ πολυποίκιλοι συνήγοροί του, ὅτι ὁ Βιλαμόβιτς ἦταν ὑπὲρ τοῦ μονοτονικοῦ, γράφει: «Ἐπίσης ὁ κ. Ρωμαῖος ἀναφέρει ὅτι συμπαθεῖ τὴν ἰδέαν τῆς ἁπλοποιήσεως καὶ τὴν γνώμην αὐτὴν ἔχει ἀπὸ πολλῶν ἐτῶν κατόπιν συνομιλίας μετὰ τοῦ Wilamowitz, ὅστις τῷ 1903 τοῦ ἀνέπτυξεν, ὅτι τὰ πνεύματα καὶ οἱ τόνοι μπορεῖ νὰ ἦσαν χρήσιμα ἄλλοτε, ὅπως π.χ. ἐπὶ Φωτίου, ἀλλὰ εἰς τὸν ἑλληνικὸν λαὸν εἶναι πράγματα ἄχρηστα καὶ ἐπιζήμια (Πρακτ. Φιλοσοφ. Σχολ. Θεσσαλονίκης 17.12.1932).»

    Χρησιμοποιεῖ δηλαδὴ γιὰ νὰ κάνει ἀξιόπιστο τὸ ἐπιχείρημά του μία παραπομπὴ τῶν πολλὰ σεβαστῶν Πρακτικῶν τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς Θεσσαλονίκης, ἀλλὰ οὐσιαστικὰ ἀναφέρεται σὲ μία προσωπικὴ συζήτηση ποὺ εἶχε πρὸ πολλῶν ἐτῶν ὁ καθηγητὴς Κωνσταντῖνος Ρωμαῖος μὲ τὸν Βιλαμόβιτς. Στηριζόμαστε δηλαδὴ στὴν ἀνάμνηση μιᾶς συζήτησης ποὺ ἔγινε 40 χρόνια πρὶν… Πιὸ κάτω ὁ Κακριδῆς συνεχίζει: «Ἀναφέρω μόνον, ὅτι πλὴν τοῦ Wilamowitz, τοῦ μεγαλυτέρου φιλολόγου τῆς Γερμανίας, ὁ ὁποῖος, ὡς ἀναφέρει ἀνωτέρω ὁ καθηγητὴς Ρωμαῖος καὶ εἶναι καὶ ἄλλως γνωστόν, ὑπεστήριξε πάντοτε τὴν κατάργηση τῆς πολυτονίας…» Πόθεν «εἶναι καὶ ἄλλως γνωστόν»; Ὁ Κακριδῆς δὲν μᾶς λέγει.

    Μετέπειτα ἀναφορὲς στὸν Βιλαμόβιτς καὶ στὸν Χατζιδάκι

    Στὶς 11 Ἰανουαρίου 1982, τὴν νύχτα ἐν μέσῳ τῆς ὁποίας ψηφίσθηκε τὸ μονοτονικό, ὁ Ἐλευθέριος Βερυβάκης, Ὑπουργὸς Παιδείας καὶ Θρησκευμάτων, στὸν προλογισμὸ τοῦ νόμου ἐδήλωσε τὰ ἑξῆς:

    Γιὰ τὴ σημασία τοῦ μονοτονικοῦ στὴν ἐκπαιδευτικὴ πραγματικότητα, ἰδιαίτερη βαρύτητα ἔχει σχετικὰ ἡ γνώμη τοῦ μεγάλου γλωσσολόγου Γ. Μ. Χατζηδάκι [μὲ ἦτα/ἰῶτα!] ποὺ ἀπὸ τὸ 1911 ἀκόμα παρατηροῦσε τὰ ἑξῆς: «Ἐπειδὴ ὡς γνωστὸν τὰς μεγίστας δυσκολίας εὑρίσκουν οἱ μικροὶ μαθηταὶ εὐθὺς ἐν ἀρχῇ τῆς γραμματικῆς, ἐν ταῖς διδάγμασι περὶ πνευμάτων καὶ τόνων, […] διὰ τοῦτο εὐχῆς ἔργον θὰ ἦτο ἂν τὸ διδακτικὸν βιβλίον τὸ προωρισμένον διὰ τὰ δημοτικὰ ἐξετυποῦτο ἄνευ τῶν σημείων τούτων […] θὰ ἐλάμβανε δὲ ἡ γραφὴ ὃν τύπον εἶχεν κατὰ τοὺς ἀρχαίους». [ΠΒ, συνεδρίαση κʹ, 11 Ἰανουαρίου 1982, σελ. 467β]

    Τὸ ἀπόσπασμα εἶναι αὐθεντικό, ἀλλὰ ὁ Βερυβάκης ἀποσιωπᾶ τὸ δεύτερο σκέλος τῆς πρότασης Χατζιδάκι γιὰ τὴν χρήση πολυτονικοῦ στὸ Γυμνάσιο: «Ἐν τοῖς σχολείοις τῆς μέσης ἐκπαιδεύσεως θὰ ἐδιδάσκοντο κατόπιν τὴν χρῆσιν τῶν σημείων τούτων ὅσοι ἐκ τῶν πολλῶν μαθητῶν τῶν δημοτικῶν σχολείων ἤθελον φοιτήσει εἰς αὐτά», συμπληρώνει ὁ Χατζιδάκις. Μὲ ἄλλα λόγια: ὅσοι μετὰ τὸ Δημοτικὸ συνεχίζουν τὴν μόρφωσή τους περνῶντας στὴν Μέση Ἐκπαίδευση θὰ μάθουν ὁπωσδήποτε τοὺς τόνους καὶ τὰ πνεύματα τῆς νεοελληνικῆς. Σύμφωνα μὲ τὸν Χ. τοῦ ὁποίου τὴν γνώμη δείχνει τόσο νὰ σέβεται ὁ Βερυβάκης, τὸ ΠΑΣΟΚ μὲ τὸ νὰ ἐπιβάλει τὸ μονοτονικὸ στὸ Πανελλήνιο… κατέβασε ὅλη τὴν Ἑλλάδα στὸ μορφωτικὸ ἐπίπεδο τοῦ Δημοτικοῦ Σχολείου τοῦ 1911.

    Τὸ 2003, ὁ Πέτρος Εὐθυμίου, ἐπίσης Ὑπουργὸς Παιδείας καὶ Θρησκευμάτων, ἀπαντᾶ σὲ ἐπερώτηση τοῦ βουλευτῆ Καρατζαφέρη στὴν Βουλή λέγοντας:

    «Πρῶτος ὁ Βιλαμόβιτς ἔθεσε τὸ ἀναντίρρητο γεγονὸς ὅτι ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα δὲν διέθετε τόνους καὶ πνεύματα διότι στηριζόταν στὴν προσωδία. Ἅρα, κύριε Καρατζαφέρη, τὸ θέμα τῶν τόνων δὲν εἶναι θέμα ἀρχῆς, δὲν εἶναι θέμα οὐσίας, δὲν εἶναι θέμα περιεχομένου τῆς γλώσσας. Δὲν ὑπῆρξε μεγάλος Ἕλληνας γλωσσολόγος, ἀπὸ τὸν Μανώλη καὶ τὸν Γιῶργο Χατζηδάκη [μὲ δύο ἦτα!], τὸν Ἐμμανουὴλ Κριαρᾶ, τὸν Κωνσταντίνο Ἅμαντο, τὸν Γιάννη Κακριδῆ, δὲν ὑπῆρξε μεγάλος Ἕλληνας φιλόλογος ἢ μεγάλος ξένος φιλόλογος ποὺ νὰ συνέδεσε ποτὲ τὰ περιεχόμενα, τὴν ἱστορικότητα, τὴν ἀξία τῆς γλώσσας μὲ τὸ τονικὸ σύστημα, τὸ ὁποῖο ἦταν ἕνα πρόσκτημα, ἐπαναλαμβάνω, μία ἀναγκαστικὴ ἐπιλογὴ τῶν Ἀλεξανδρινῶν, ὥστε νὰ ὑπάρξει ἡ ἐπισήμανση μιᾶς πλευρᾶς τῆς ἱστορικότητάς της ποὺ ἦταν ἡ προσωδία.

    Καὶ πάλιν ὁ Χατζιδάκις ἐμφανίζεται ὑπέρμαχος τῶν ἀπόψεων τῶν μονοτονιστῶν, ἐνῷ ἀποσιωπᾶται πλήρως τὸ ὅτι «προσκτήματα» τῶν ὑστερότερων χρόνων εἶναι ἐπίσης ἡ μικρογράμματη γραφὴ καὶ ἡ στίξη! Στὴν δήλωση αὐτὴ διακρίνουμε ἐπίσης μία περιφρονητικὴ στάση ὡς πρὸς τὴν ἑλληνικὴ ἱστορία τῶν τελευταίων 17 αἰώνων: κατὰ Εὐθυμίου, ἡ ἐξέλιξη τῆς γλώσσας κατὰ τὴν ἀρχαιότητα ἦταν ἀξιόλογη καὶ ἀποτελεῖ τὴν γλωσσική μας κληρονομιά — δὲν δέχεται ὅμως τὴν μετέπειτα ἐξέλιξή της καὶ θεωρεῖ τὸν τονισμὸ σὰν «πρόσκτημα», δηλαδὴ σὰν κάτι τὸ περιττὸ καὶ βλαβερό.

    Ὁ Εὐθυμίου φυσικὰ δὲν πρωτοτυπεῖ! Ἤδη στὴν «Δίκη τῶν τόνων» δύο συνήγοροι τοῦ Κακριδῆ εἶχαν χρησιμοποιήσει παρόμοια ἐπιχειρηματολογία: ὁ Καφαντάρης [ΔΤ, σ. 152] λέει ὅτι «κοινὴ εἶναι ἡ ἀναγνώρισις, ὅτι οὔτε τόνοι οὔτε πνεύματα ὑπῆρχον τὴν περίοδο τῆς ἀνθήσεως τοῦ ἀρχαίου πνεύματος, καὶ ἦλθον στὸ φῶς μόνον κατὰ τοὺς χρόνους τῆς παρακμῆς» καὶ ὁ Δημαρᾶς [ΔΤ, σ. 185] ρωτάει: «῾῾Ἑλληνικὴν γλῶσσαν” νοεῖ τὸ κατηγορητήριον ἐκείνην, ἡ ὁποία διεμορφώθη σὺν τῇ παρόδῳ τοῦ χρόνου εἰς ἐποχὰς παρακμῆς καὶ δουλείας, ἢ τὴν ἀνόθευτον ἀρχαίαν; Ἂν τὴν πρώτην νοῇ, τότε καλῶς ψέγει τὸν καθηγητὴν καταργοῦντα τὴν πληθὺν τῶν τόνων καὶ τῶν πνευμάτων, τὰ ὁποῖα, ὡς γνωστόν, εἰσήχθησαν εἰς τὴν γλῶσσαν μας κατὰ τοὺς χρόνους τῆς παρακμῆς». Καὶ στὶς δύο περιπτώσεις ἡ ἱστορικὴ περίοδος ποὺ ἐκτείνεται ἀπὸ τοὺς Ἀλεξανδρινοὺς μέχρι σήμερα ἀποκαλεῖται περίοδος «παρακμῆς», ἀντίληψη ποὺ συμμερίζονται στὶς μέρες μας κύκλοι δωδεκαθεϊστῶν, προγονολατρῶν καὶ ἄλλων ἀντιπάλων τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας. Καὶ προπαντός, ἀντίληψη ποὺ συμμεριζόταν τὶς μαῦρες μέρες τῆς «Δίκης τῶν τόνων» καὶ ἡ δεσπόζουσα χιτλερικὴ θεώρηση τοῦ ὅτι «τὴν χρυσὴ ἑλληνικὴ ἀρχαιότητα ἀκολούθησε παρακμὴ λόγῳ προσμίξεως μὲ μικρασιατικὲς φυλές» (ὅρα π.χ. [RO]).

    Τέλος, γιὰ νὰ γυρίσουμε στὸ 2003, ἕνα lapsus στὴν ἐπιχειρηματολογία τοῦ Εὐθυμίου: πρῶτα δηλώνει μὲ στόμφο ὅτι «κανένας μεγάλος γλωσσολόγος δὲν συνέδεσε ποτὲ τὴν ἱστορικότητα τῆς γλώσσας μὲ τὸ τονικὸ σύστημα», καὶ ἔπειτα τελειώνει τὴν ἴδια πρόταση λέγοντας ὅτι «οἱ τόνοι ἦταν ἀναγκαστικὴ ἐπιλογὴ τῶν Ἀλεξανδρινῶν γιὰ νὰ ὑπάρχει ἐπισήμανση μίας πλευρᾶς τῆς ἱστορικότητας τῆς γλώσσας». Μά ἂν οἱ τόνοι ἐπισημαίνουν (καὶ ἄρα διατηροῦν) ἕνα μέρος τῆς ἱστορικότητας, αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι συνδέονται ἄμεσα μὲ αὐτήν;

    Καὶ ἐκτὸς αὐτοῦ μποροῦμε νὰ ἀναρωτηθοῦμε: ἂν οἱ τόνοι ἦταν ἀναγκαστικὴ ἐπιλογὴ γιὰ τοὺς Ἀλεξανδρινοὺς (καὶ ἄρα καὶ αὐτοὺς ποὺ ἀκολούθησαν) μὲ ποιά λογικὴ ἄραγε ἡ ἐπιλογὴ αὐτὴ τῆς ἱστορικότητας ἔπαψε νὰ εἶναι ἀναγκαστικὴ γιὰ τοὺς τωρινοὺς Ἕλληνες;

    Δυστυχῶς ἡ ἀπάντηση εἶναι γνωστή: γιατὶ κάποιοι ἀνάξιοι ἐκπρόσωποι τῶν τωρινῶν Ἑλλήνων καὶ κάποιοι ἀδίστακτοι γλωσσολόγοι, μεθυσμένοι ἀπὸ τὴν αἴσθηση ἐξουσίας ποὺ προκαλοῦν οἱ μεταρρυθμίσεις, θέλησαν νὰ τοὺς πείσουν ὅτι ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα τοῦ 21ου αἰώνα πρέπει νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὴν ἱστορικότητά της· ὅτι ἡ τεχνολογικὴ πρόοδος περνάει ἀναγκαστικὰ ἀπὸ τὴν πτώχυνση τῆς γλώσσας· ὅτι ἡ γλώσσα-ἐργαλεῖο στὴν ὑπηρεσία τῆς τεχνολογίας πρέπει νὰ παραμένει σὲ χαμηλὰ ἐπίπεδα πληροφορίας γιὰ νὰ μένει χῶρος στὸν ἐγκέφαλό μας γιὰ ἄλλα «πιὸ χρήσιμα» πράγματα· ὅτι κάτι ποὺ ἡ ἐξουσία χαρακτηρίζει ὡς ἄχρηστο εἶναι ὄντως ἄχρηστο καὶ ἄρα πρέπει νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπ᾿ αὐτό· ὅτι μὲ τὸ νὰ ξεφορτωνόμαστε τὸν πλοῦτο τῆς γλώσσας μας, μᾶς φεύγει ἕνα βάρος ἀπὸ πάνω μας.

    Συμπέρασμα

    Ἀπὸ τὰ χρόνια τοῦ Νιρβάνα μέχρι σήμερα οἱ διαδοχικὲς γενεὲς μονοτονιστῶν δὲν ἔχασαν εὐκαιρία νὰ οἰκειοποιηθοῦν τὸν Βιλαμόβιτς καὶ τὸν Χατζιδάκι σὰν πρωτοπόρους τοῦ κινήματός τους. Μέσα ἀπὸ τὰ κείμενα ποὺ παραθέσαμε καὶ σχολιάσαμε, ὁ ἀναγνώστης μπορεῖ πλέον νὰ κρίνει κατὰ πόσον οἱ ἀναφορὲς τῶν μονοτονιστῶν στοὺς δύο αὐτοὺς μεγάλους ἐπιστήμονες εἶναι ἀξιόπιστες καὶ τεκμηριωμένες. Εὐχόμαστε τὸ δοκίμιό μας αὐτὸ νὰ συνεισφέρει στὴν ἀποκατάσταση τῶν ἀπόψεων τῶν Βιλαμόβιτς καὶ Χατζιδάκι στὴν πραγματική τους βάση, ὥστε νὰ ἐπανέλθει στὶς περὶ τόνων καὶ πνευμάτων συζητήσεις καὶ ἀποφάσεις ἡ σοβαρότης καὶ ἡ ἐπιστημονικὴ μέθοδος ποὺ τόσον ἀπουσίασαν κατὰ τὴν «τονικὴ μεταρρύθμιση» τοῦ 1982.

    Ἂς σημειωθεῖ ὅτι πανομοιότυπα ἀρχεῖα PDF τῶν ντοκουμέντων τῶν Βιλαμόβιτς, Χατζιδάκι, Παλαμᾶ καὶ Νιρβάνα στὰ ὁποῖα ἀναφερθήκαμε, καθὼς καὶ τὰ Πρακτικὰ τῆς Βουλῆς τῆς 11ης Ἰανουαρίου 1982, παρατίθενται στὸν ἱστοχῶρο τῆς Κίνησης Πολιτῶν γιὰ τὴν Ἐπαναφορὰ τοῦ Πολυτονικοῦ Συστήματος στὴν διεύθυνση:

    http://www.polytoniko.gr

    καὶ συγκεκριμένα στὶς ἱστοσελίδες «Κείμενα ὑπὲρ τοῦ πολυτονικοῦ» καὶ «Ἱστορικὸ τῆς καταστροφῆς».

    Εὐχαριστίες

    Θερμὰ εὐχαριστοῦμε τὶς κυρίες Ἰφιγένεια Μποτουροπούλου καὶ Μαρία Γιουρούκου, καὶ τοὺς κυρίους Ἰωάννη Τσέγκο καὶ Χρυσόστομο Παπασπύρου γιὰ τὴν βοήθεια ποὺ μᾶς προσέφεραν.

    Βιβλιογραφία

    Γιάννης Χαραλάμπους


    1. Ὁμολογῶ ὅτι δὲν γνωρίζω ἂν εἶπε καὶ δὲν γνωρίζω ποῦ ἔγραψε ταῦτα ὁ Βιλαμόβιτς. ῾Η τελευταία φορὰ κατὰ τὴν ὁποίαν θίγει τὸ ζήτημα εἶναι, ἐφόσον γνωρίζω, κατὰ τὸ 1928. ᾽Επ᾿ εὐκαιρίᾳ παλαιοτέρας ἀποπείρας, ὅπως ἡ Πρωσσικὴ Ἀκαδημία εἰσαγάγῃ νέον τυπογραφικὸν ἀλφάβητον μὲ Ἑλληνοπρεπέστερα γράμματα (κεφαλαῖα ἢ κεφαλαιοειδῆ) ἀντὶ τῆς συνήθους μικρογραμμάτου γραφῆς τῶν Βυζαντινῶν, παρατηρεῖται ὅτι οἱ τόνοι προσέπιπτον ἄσχημα ἐπὶ τῶν γραμμάτων ἐκείνων. Ρίπτεται ἀκολούθως ἡ ἰδέα, μήπως τὰ σημεῖα θὰ ἦτο δυνατὸν νὰ περιορισθοῦν, πρᾶγμα τὸ ὁποῖον καὶ τοὺς μαθητὰς θὰ διηυκόλυνε καὶ τὰ τυπογραφικὰ ἔξοδα θὰ ἐμείωνε. (Τὸ τελευταῖν τοῦτο ὑπεστήριξε πρὸ ὀλίγων ἐτῶν παρ᾿ ἡμῖν καὶ ὁ κ. Δημητρᾶκος). ῾Ως ἐπιβλαβὲς ὅμως ἀναφέρεται ρητῶς μόνον τὸ σημεῖον τῆς ψιλῆς τὸ ὁποῖον ἀρχικῶς μόνον προκειμένου περὶ ὁμοίων λέξεων ἐχρησιμοποιεῖτο (ὄρος καὶ ὅρος κλπ.) ῾Ομολογεῖται περαιτέρω, ὅτι κατὰ τὴν ἔκδοσιν διαλεκτικῶν ἐπιγράφῶν, αἱ ὁποῖαι ἀγνοοῦμεν πῶς ἐτονίζοντο, προσπίπτει σήμερον δυσαρέστως εἰς τὸν ἐκδότην νὰ θέτῃ τοὺς τόνους κατὰ τοὺς κοινοὺς σχολικοὺς κανόνας. Βλέπει τις, ὅτι πρόκειται περὶ στενῶς φιλολογικῶν ζητημάτων καὶ περὶ τῶν ἐκδόσεων τῆς Πρωσσικῆς Ἀκαδημίας, ἧς ἄλλως ἡ ἀπόπειρα μεταβολῆς τῶν γραμμάτων δὲν ἐτελεσφόρησεν. Δὲν ἀναφέρεται ὅμως ὅτι θὰ ἔπρεπε νὰ καταργηθοῦν ἀπὸ πάσης χρήσεως τὰ τονικὰ σημεῖα, Τοὐναντίον ἀλλαχοῦ, ὅπου ὁ Βιλαμόβιτς ὁμιλεῖ περὶ ἀποτυχούσης ἀποπείρας του νὰ ἐλευθερώσῃ τοὺς μαθητὰς ἀπὸ τῶν τονικῶν κανόνων διαμαρτύρεται διότι τοῦ ἀπεδόθη ἡ πρόθεσις νὰ ἀφαιρέσῃ τοὺς τόνους ἀπὸ τὰ κείμενα: «Τοιαύτη σκέψις ἦτο μακρὰν ἀπ᾿ ἐμοῦ, διότι ἀφοῦ οἱ τόνοι εἶναι ἀναγκαῖοι διὰ τοὺς ὡρίμους, οὐδεὶς δύναται νὰ τοὺς καταργήσῃ ἀπὸ τοὺς μαθητάς. ᾽Αναφέρων πάλιν ὁ Βιλαμόβιτς, ὅτι κἄποτε ὁ Diels, ἐκνευρισμένος ἀπὸ τὸ βάσανον τῶν τυπογραφικῶν διορθώσεων ἐπέταξε τὴν ἰδέαν νὰ καταργηθοῦν ὁλοσχερῶς τὰ πράγματα αὐτὰ (τὰ τονικὰ σημεῖα), ἐπάγεται διὰ λογαριασμόν του: «Τόσον μακρὰν ἐν τούτοις ἐγὼ δὲν θέλω νὰ φθάσω. Ἀναφέρει τέλος, ὅτι πιθανόν, δοθείσης εὐκαιρίας, νὰ ἐπανήρχετο ἐπὶ τοῦ ζητήματος. Ἂν τὸ ἔπραξε κατὰ τὰ τρία ἀκόμη ἔτη ποὺ ἐπέζησεν, ὁμολογῶ ὅτι δὲν γνωρίζω.

    2. Τὴν χρῆσιν τοῦ λατινικοῦ ἀλφαβήτου ἀντὶ τοῦ ἑλληνικοῦ ἐγνώρισε δυστυχῶς ἡ Πατρίς μας κατὰ τὰς θλιβερὰς ἡμέρας τῆς τουρκοκρατίας, ὅταν ἡ μελέτη τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων κατέστη δυσχερής, ἡ δὲ ξένη προπαγάνδα ἐπωφελήθη τῆς εὐκαιρίας, ἐπιδιώκουσα νὰ ἐπιτύχῃ τὴν διάσπασίν τῆς θρησκευτικῆς καὶ τῆς ἐθνικῆς μας παραδόσεως. Παραλείποντες τὰ παρ᾿ ἄλλων γραφέντα, περιοριζόμεθα εἰς τὰ ἑξῆς ὀλίγα, ἅτινα ἐπὶ τοῦ θέματος ἔγραψε προσφάτως ὁ Γ. Μέγας: «Οὐχὶ ὀρθῶς ἡ συνήθεια αὕτη ἀπεδόθη ὑπό τινων εἴς τὴν ἐπίδρασιν τοῦ ἰταλικοῦ πολιτισμοῦ ἐπὶ τὴν Κρήτην, θεωρηθεῖσα ὡς δεῖγμα τοῦ πόσον στενὰ συνεμείχθησαν ἐν Κρήτῃ ὁ ἰθαγενὴς ἑλληνικὸς καὶ ὁ ἐπείσακτος ἰταλικὸς πολιτισμός. Τὸ γεγονὸς ὅμως, ὅτι τὸ σύστημα τοῦτο τῆς γραφῆς ἐκτὸς τῆς Κρήτης, ἐπεκράτησεν ἰδίᾳ εἰς τὴν ᾽Ιταλίαν, καὶ μάλιστα παρὰ τοῖς ἑλληνοφώνοις πληθυσμοῖς τῆς Καλαβρίας καὶ Απουλίας καὶ παρὰ τοῖς μοναχοῖς τῆς Grotta-Ferrata, ὡς καὶ εἰς τὰς νήσους καὶ πόλεις τῆς Ἀνατολῆς, κατοικουμένας ὑπὸ Ἑλλήνων καθολικῶν, εἶναι ἀπόδειξις ὅτι εἰς τὴν ἐπικράτησιν τῆς, συνηθείας ταύτης δὲν εἶναι ἀμέτοχος ἡ Καθολικὴ ᾽Εκκλησία. — Ὣς γνωστόν, τὰ θρησκευτικὰ βιβλία, τὰ προωρισμένα διὰ τὴν χρῆσιν τῶν ἑλληνογλώσσων ὀπαδῶν τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἐγράφοντο μὲν ἐν ἑλληνικῇ γλώσσῃ ἀλλὰ μὲ γράμματα λατινικά. Ἄλλως τε καὶ ἡ ὅλη μόρφωσις τῶν ἑλληνογλώσσων καθολικῶν ἐβασίζετο μέχρις ἐσχάτων ὄχι ἐπὶ τῆς ἑλληνικῆς ἀλλἀ ἐπὶ τῆς φραγκικῆς παραδόσεως. ῾Ο Legrand παρέχει τὴν ἐπιγραφὴν τοιούτου βιβλίου, ἐκδοθέντος «μὲ ὁρισμὸν τοῦ Δεσπότη μας Κλεμέντη ὄγδοου». Ἓν τῶν ἀποτελεσμάτων τῆς συνηθείας ταύτης εἶναι ὅτι οἱ ῞Ελληνες τῆς Καλαβρίας, ὡς ὁ Comparetti λέγει, δὲν ἠξεύρουν ν᾿ ἀναγινώσκουν καὶ γράφουν «μὲ τὰ γράμματα γρικά», οὕτω δ᾿ ἀπεξενώθησαν τελείως τῆς ἑλληνικῆς γραπτῆς παραδόσεως. Ὅθεν καὶ ἐν Κρήτῃ ὅπου ἡ θρησκευτικὴ πίεσις ἦτο μεγάλη, ὁ δὲ ὀρθόδοξος λαὸς διὰ τῆς ἀπομακρύνσεως τῶν ὀρθοδόξων ἐπισκόπων ἐστερεῖτο ἀπὸ πολλοῦ «τῆς μᾶλλον ἐνεργοῦ καὶ πνευματώδους δυνάμεως, ἡ εἰσαγωγὴ τοῦ συστήματος τούτου ἀπέβλεπεν ὁμοίως εἰς τὸ νὰ καταστήσῃ δυσχερῆ τὴν ἀνάγνωσιν ἑλληνικῶν βιβλίων καὶ ν᾿ ἀπομακρύνῃ ὀλίγον κατ' ὀλίγον τοὺς κατοίκους αὐτῆς ἀπὸ τῆς ἑλληνικῆς παιδείας καὶ τῆς ὀρθοδοξίας» (῾Η Θυσία τοῦ ᾽Αβραάμ, κριτικὴ ἔκδοσις Γ. Μέγα, ᾽Αθῆναι, 1943, σελ. 24-25).

    3. Ὁ Χατζιδάκις μόνον περὶ τὴν δύσιν τοῦ βίου του, ὅτε εἶχε πλέον ἀποσυρθῆ τῆς παινεπιστημιακῆς διδασκαλίας, καταληφθεὶς ὑπὸ τοῦ ὁρίου τῆς ἡλικίας, ἐτάχθη θεωρητικῶς ὑπὲρ τῆς καταργήσεως τοῦ ἱστορικοῦ τονικοῦ συστήματος, ἐν τῇ ἀκμῇ ὅμως τῆς ἐπιστημονικῆς αὐτοῦ δράσεως κατέκρινε καὶ σφόδρα κατεδίκασε τὴν τονικὴν καὶ πᾶσαν ἄλλην ὀρθογραφικὴν καινοτομίαν, ὡς ἐπιζήμιον καὶ αὐτόχρημα «ἐθνοφθόρον» (πρβ. κατωτέρω).

    4. Τοῦτο ὑπεστήριξεν ἄλλοτε ὁ σοφὸς καὶ βαθὺς ἐπιστήμων γλωσσολόγος Γ. Χατζιδάκις, γράφων τὰ ἑξῆς: «Καὶ ἡ προφανὴς αὕτη ἀλήθεια παραγνωρίζεται παρ᾿ ἡμῖν πολλάκις, διὸ συχνάκις ἀκούομεν διαφόρων εἰσηγουμένων καινὰ περὶ τὴν ὀρθογραφίαν δαιμόνια, οἷον τὴν κατάργησιν τῆς δασείας, τῆς περισπωμένης, τῆς βαρείας κτλ. Ἀγνοοῦσι δ᾿ ὡς φαίνεται, οὗτοι ὅτι, ἀφοῦ τὰ ἀρχαῖα τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης μνημεῖα δὲν δύνανται νὰ τυπῶνται καὶ ἀναγινώσκωνται ἄλλως ἢ ὅπως νῦν γίνεται, εἶναι ἄντικρυς ἐθνοφθόρος πᾶσα πρότασις περὶ διαφόρου ὀῥθογραφίας τῆς νέας ἡμῶν γλώσσης περὶ τοὺς τόνους, τὰ πνεύματα, τὰς διφθόγγους κτλ. Διότι διαφόρου οὕτω γενομένου καὶ τοῦ ἐξωτερικοῦ τύπου τῆς νέας ἡμῶν γλώσσης, ἀπὸ τῆς ἀρχαίας, οἱ νέοι θ᾿ ἀναγκάζωνται νὰ μανθάνωσιν ἐν τοῖς ἑλληνικοῖς σχολείοις καὶ τὴν τῆς ἀρχαίας γλώσσης ὀρθογραφίαν· οὕτω δὲ οὐ μόνον μεγάλως θὰ κοπιῶσιν ἀλλὰ καὶ εἰς πλημμελήματα περὶ ταύτην θὰ περιπίπτωσι, καὶ τὸ μέγιστον τῆς νέας γλῴσσης καταστάσης οὕτω διαφόρου τῆς ἀρχαίας, θέλει μεγάλως παρακωλύεσθαι ἡ διὰ τῶν ἀρχαίων βιβλίων ποικίλη μόρφωσις τῶν ἐπερχομένων γενεῶν» (Πρβ. Γλωσσολογικαὶ μελέται, σελ. 525).

    5. [Σημείωσις τυπογρ. δοκιμίων] Εἰς ἀπόδειξιν τῆς μεταξὺ τῶν ὀπαδῶν τῆς τονικῆς μεταρρυθμίσεως ὑπαρχούσης ἀσυμφωνίας καὶ διαστάσεως, θεωρῶ σκόπιμον νὰ προσθέσω ἐνταῦθα περικοπάς τινας ἀπὸ τὸ ἄρθρον «Ὁ μονοτονισμὸς τῆς ὀξείας» τοῦ κ. Μ. Καραγάτση, κηρυχθέντος ἐπίσης ὑπὲρ τῆς μεταρρυθμίσεως τοῦ τονικοῦ μας συστήματος καὶ τῆς ἀντικαταστάσεως τῶν τόνων διὰ κοκκίδος. Ὁ συγγραφεὺς κατακρίνει αὐστηρότατα τὸ ὑπὸ τοῦ Γιαννίδη καθιερωθὲν μονοτονικὸν σύστημα τῆς ὀξείας, τὸ ὁποῖον ἀκολουθεῖ καὶ ὁ κ. Κακριδῆς, καὶ παρατηρεῖ ὅτι τὸ νέον σύστημα δεικνύει ἔλλειψιν πρακτικοῦ πνεύματος καὶ διδασκαλικὴν νοοτροπίαν. Γράφει ὁ κ. Καραγάτσης ὅτι ὁ Γιαννίδης (καὶ ὁ ὀπαδός του κ. Κακριδῆς) προτείνει τὴν κατάργηση τῆς βαρείας καὶ περισπωμένης καὶ τὴν διατήρηση μόνο τῆς ὀξείας. Μὴ νομίσετε ὅμως πὼς τὸ σύστημα τοῦ μακαρίτη Γιαννίδη ἦταν καὶ τόσο ἁπλό, δηλ. νὰ βάζουμε πάντοτε ὀξεῖα ἐκεῖ ποὺ ἄλλοτε ἔμπαινε ἢ ὀξεῖα, ἢ βαρεῖα ἢ περισπωμένη. Μιὰ τέτοια φυσιολογικὴ καὶ λογικὴ ἁπλοποίηση ἀντιστρατευόταν στὴν πολύπλοκη φιλολογοδασκαλικὴν ἰδιοσυγκρασία τοῦ ἱδρυτῆ καὶ τῶν ὀπαδῶν αὐτῆς τῆς θεωρίας. Θὰ ἦταν πολὺ εὔκολο ν᾿ ἀντικαταστήσῃς ἕνα πολύπλοκο τονικὸ σύστημα μ᾿ ἕνα ἄλλο ἁπλό ἔστω καὶ ἂν τὸ ἁπλὁ ἔκανε θαυμάσια τὴ δουλειά του; ῎Οχι! Τὸ πολύπλοκο θ᾿ ἀντικατασταθῇ μὲ πολύπλοκο! Κ᾿ ἔπεσαν σ᾿ αὐτὸ τὸ σφάλμα λογικῶς, γιατὶ τὸ κριτικό τους πνεῦμα δὲν ξεκινάει ἀπὸ ρασιοναλιστικὰ ἀλλὰ ἀπὸ μεταφυσικὰ δεδομένα, ξεχνώντας ὅτι τὰ ζωτικὰ ζητήματα ποὺ ἀφοροῦν ἕνα ὁλόκληρο λαό, δὲν λύνονται μὲ ἀφηρημένους ἐγκεφαλισμοὺς ἀλλὰ μὲ θετικὴ καὶ πρακτικὴ ἀντίληψη τῶν δεδομένων»... Περαιτέρω ὁ ἀρθρογράφος ὑπογραμμίζει τὰ διάφορα μειονεκτήματα τοῦ μονοτονικοῦ συστήματος τῆς ὀξείας καὶ ἰδιαιτέρως τῆς καταργήσεως τοῦ τόνου τῶν μονοσυλλάβων. ᾽Επειδὴ—γράφει—ἡ κατάργηση αὐτὴ εἶναι ἀδύνατη πρακτικά, ὁ Γιαννίδης ἀντικατάστησε τὸ ἁπλὸ σύστημα τῶν Ἀλεξανδρινῶν μὲ ἄλλο σύστημα δικό του, ποὺ φυσικὰ ἦταν πολυπλοκώτερο καὶ δύσχρηστο. Καθιέρωσε τὴν «παῦλα» γιὰ τὸ χωρισμὸ τῶν προσωπικῶν ἀπὸ τὶς κτητικὲς ἀντωνυμίες. ῾Η κτητικὴ δηλαδὴ ἀντωνυμία συνδέεται μὲ τὴν προηγούμενή της λέξη μὲ μιὰ παῦλα, ἐνῷ ἡ προσωπικὴ μένει ἀσύνδετη... Ἀρκεῖ μιὰ ματιὰ γιὰ νὰ γίνουν φανερώτατα τὰ μειονεκτήματα τοῦ συστήματος Γιαννίδη». Καὶ καταλήγει: «Ἀπὸ ὅσα ἐξηγήσαμε παραπάνω βγαίνει τὸ συμπέρασμα πὼς ὁ Γιαννίδης καὶ οἱ ὀπαδοί του ξεκινώντας γιὰ τὴν τονικὴ ἁπλοποίηση τῆς ἑλληνικῆς γραφῆς, κατάφεραν στὴν πραγματικότητα νὰ δημιιουργήσουν ἕνα καινούργιο τονικὸ σύστημα, ποὺ ὄχι μόνον δὲν ἔχει τὴν ἀπαιτούμενη καὶ ἀπολύτως κατορθωτὴν ἁπλότητα, ἀλλὰ ἀντιθέτως παρουσιάζει μεγάλες δυσκολίες καὶ περιπλοκές. Καὶ τοῦτο γιατὶ τὸ σύστημα αὐτὸ δὲν ἐβγῆκε σὰν μιὰ λογικὴ καὶ συνεπὴς ἁπλοποιητικὴ ἐξέλιξη τοῦ καθιερωμένου συστήματος, ἀλλὰ σὰν μιὰ τονικὴ ἐπανάσταση, ὅπου τὸ αὐθαίρετο ὑποκειμενικὸ καὶ ἐγκεφαλικὸ στοιχεῖο κατάπνιξε κάθε ξεκάθαρη, πρακτικὴ κι᾿ ἀντικειμενικὴ ἀντίληψη τοῦ ζητήματος.».
    Δηλαδή, μὲ ἄλλα λόγια, τὸ τονικὸ σύστημα τοῦ κ. συναδέλφου, ἐκτὸς τοῦ ὅτι διασπᾶ τὴν παράδοσιν, δὲν ἔχει κἂν τὸ πλεονέκτημα τῆς ἁπλουστεύσεως. Ὀπαδὸς τῆς τονικῆς μεταρρυθμίσεως ἀποδεικνύει ὅτι τὸ νέον σύστημα παρουσιάζει μεγάλας δυσκολίας καὶ περιπλοκάς. Ἀλλὰ τότε ποία ἡ ἀνάγκη τῆς εἰσαγωγῆς του; Ἁπλούστατα διὰ νὰ δημιουργηθῇ θόρυβος καὶ παρασυρΘοῦν μερικοὶ ἀνίδεοι.

    6. Ὀλίγα τινὰ χαρακτηριστικὰ σχόλια διὰ τὰ ὀλέθρια ἀποτελέσματα, τὰ ὁποῖα ἐδημιούργησεν ἡ γλωσσικὴ ἀτασθαλία δύναταί τις νὰ εὕρῃ διεξερχόμενος ὅσα πρό τινων μηνῶν ἐγράφησαν εἰς τὸν ἡμερήσιον καὶ περιοδικὸν τύπον, ἐπ᾽ εὐκαιρίᾳ τῆς τότε ἐγερθείσης συζητήσεως ἐπὶ τοῦ θέματος τῆς σαφηνείας καὶ τῆς ἀσαφείας εἰς τὴν Τέχνην (βλ. περίληψιν εἰς Νέαν ῾Εστίαν, τῆς 1 Νοεμβρίου 1942, σελ. 1311 ἑπ.). Οἱ περισσότεροι—ἂς τονισθῇ δὲ ὅτι ὅλοι εἶναι δημοτικισταὶ—ὑπογραμμίζουν ὅτι ἡ γλωσσικὴ ἀσυδοσία εἶναι ἡ πρώτη αἰτία τῆς ἀσαφείας τοῦ ὕφους καὶ τῆς συγχύσεως ἰδεῶν, ἥτις παρατηρεῖται εἰς τοὺς πλείστους τῶν νεωτέρων συγγραφέων καὶ καταδικάζουν αὐστηρότατα τὴν γλωσσικὴν ἀναρχίαν: Ὁ εἷς λέγει ὅτι ὑπάρχουν «δέκα εἰδῶν γλῶσσες, δέκα εἰδῶν διαφορετικοὶ τύποι, ὀρθογραφίες καὶ συντάξεις», ἄλλος ὅτι ἡ «γλῶσσα εἶναι βέβαια κάτι γενικώτερο, ἀντικειμενικώτερο, κοινωνικώτερο, κι᾿ ἐκεῖνοι ποὺ διαμαρτυρήθηκαν τόσο ζωηρὰ γιὰ τ᾿ ἀκατάληπτα ἰδιωματικά, τὶς ἀκαλαισθησίες καὶ τοὺς γλωσσικοὺς ἐξωφρενισμοὺς μερικῶν νεωτέρων—ποὺ ὡστόσο ἀπὸ παλιοὺς πῆραν τὸ κακὸ παράδειγμα—ἔχουν κάμποσο δίκιο», ἄλλος ὅτι ταλαιπωρούμεθα ἀπὸ ἓν εἶδος ὑπερδημοτικιστικοῦ σνομπισμοῦ, ἄλλος ὅτι ἀπὸ τὴν «λεξιμαγεία τῆς καθαρεύουσας ἐπέσαμε στοὺς νεφελώδεις ὀμφαλοσκοπικοὺς ἀκροβατισμοὺς τῆς δημοτικῆς, ἄλλος ὅτι τὸ γεγονὸς πὼς μέσα σὲ μισὸ αἰῶνα, ὕστερ᾿ ἀπὸ τόσους ἀγῶνες καὶ τόσα κινήματα καὶ τόση μελάνη, ἡ γλῶσσα μας παρουσιάζει τόσην ἀκαταστασία καὶ ἀσυδοσία, παρουσιάζει τόσες ἰδιομορφίες καὶ τύπους, κυμαίνεται ἀνάμεσα σὲ τόσες μορφὲς λαλουμένης καὶ γραφομένης γλώσσας, εἶναι, νομίζω, ἱκανὸ νὰ μᾶς πείσῃ πὼς ἡ ὁριστικὴ διαμιόρφωση τῆς νεοελληνικῆς γλώσσας δὲν πρόκειται νὰ εἶναι καρπὸς τῶν χρόνων τῶν δικῶν μας».

    7. Ἐν τῇ ἐκδόσει ἑρμηνευτικῶν σχολίων «στὸν ἐπιτάφιο τοῦ Θουκυδίδη» (σελ. ξʹ) κηρύσσονται τὰ ἑξῆς· «Οτι αργά ή γρήγορα η γραφτή μας γλώσσα πρέπει να λυτρωθεί από έναν όλως διόλου περιττό φόρτο, είναι κάτι που το πιστεύουν όλοι όσοι βρίσκονται κατατοπισμένοι πάνω στο ζήτημα και θέλουν να βοηθήσουν τον ελληνικό λαό να μαθαίνει σχετικά εύκολα να γράφει τη γλώσσα του».

    8. Ὁ εἰσηγητὴς ἢ μᾶλλον ἁπλῶς συνήγορος (διότι παρατηρεῖ ὀρθῶς ὅτι ἄλλοι προηγήθησαν ἐν τῇ ἐφαρμογῇ) τοῦ νέου ὀρθογραφικοῦ συστήματος φαντάζεται βεβαίως ὅτι ἀπ᾿ αὐτοῦ ἄρχεται νέα χρονολογικὴ περίοδος ἢ κάλλιον εἰπεῖν νέα κοσμογονία καὶ ὅτι τὰ παλαιότερα πάντα ὡς ὑπὸ κατακλυσμοῦ ἐξηφανίσθησαν. Διότι ἐν ἐναντίᾳ περιπτώσει θὰ ἐσκέπτετο πλὴν ἄλλων ὅτι ὁ παῖς ἀναγινώσκων τὰς λέξεις «ψυχής», «ψυχών», «λαών», «αγώνα», «λαού», «κλασσικού», «ζωής», «σημερινής», «κλασσικής», «στοιχεία», «ψυχικού», «δουλικής», «είναι» κτλ. (λαμβάνω ὀλίγας προχείρους λέξεις ἐκ τοῦ περιφήμου φυλλαδίου), θὰ περιήρχετο εἰς σύγχυσιν ἀναγινώσκων ἐν παλαιοτέροις βιβλίοις τὰς αὐτὰς λέξεις μετὰ τόνου περισπωμένου.

    9. Ἀλλ᾿ ἀφοῦ ἐπικαλεῖται τὴν γνώμην τοῦ μακαρίτου Γεω. Χατζιδάκι, διατί δὲν ἀσπάζεται καὶ τὰς ἄλλας περὶ γλώσσης διδασκαλίας ἐκείνου, ὅστις δι᾽ ὅλου τοῦ βίου κατεπολέμησεν ἀμειλίκτως καὶ ἀπέδειξε παραπαίοντας καὶ ἀνοηταίνοντας τοὺς γλωσσικοὺς αἱρεσιάρχας; ῞Ινα δ᾿ εὐκολύνω τὸ ἔργον τοῦ κ. Κακριδῆ δεικνύων ἅμα πόσον ὀλίγον αὐτός τε καὶ οἱ συνήγοροι δικαιοῦνται νὰ ἐπικαλῶνται τὸν ἐκλιπόντα ἐπιφανῆ γλωσσολόγον, θὰ παραθέσω ἐν παραρτήματι τὰς περὶ γλώσσης θεμελιώδεις τοῦ ἀοιδίμου ἐκείνου ἀνδρὸς γνώμας.

    10. Γλωσσολ. μελέτ. σ. 525. Ἐνταῦθα ἐλέχθησαν περὶ τοῦ πράγματος κάλλιστα καὶ ὀρθότατα. Ἀλλὰ πῶς ὕστερον ἐλησμονήθησαν; Πάντως πρέπει νὰ ἔχωμεν πρὸ ὀφθαλμῶν ὅτι ταῦτα μὲν εἶπεν ὁ ἀνὴρ ἄλλοτε ἀκμάζων, τὰ δὲ ἄλλα ὕστερον, ὅτε εἶχεν ἀρχίσει τὸ «λυγρὸν» γῆρας.

    11. Τὰ κατὰ τοὺς τόνους ἐν τῇ ἑλληνικῇ γλώσσῃ διεκρίβωσαν δι᾿ ἐκτενῶν μελετῶν οἱ ἀρχαῖοι γραμματικοί, ῾Ηρῳδιανός, Ζηνόδοτος, Ἀριστοφάνης ὁ Βυζάντιος καὶ ἄλλοι πολλοί, ὧν προέχει μάλιστα ὁ Ἀρίσταρχος.

    12. Πλεῖστοι ἀρχαῖοι γραμματικοὶ διέλαβον περὶ τοῦ τονισμοῦ παρ᾿ Ὁμήρῳ.

    13. Διακωμῴδησιν ἐποιήσατο ὁ ᾽Αριστοφάνης ἐν τοῖς Βατράχοις, στίχ. 308.

    14. Τοιαύτας διακρίσεις εὑρίσκομεν παρὰ Πλάτωνι, ὅστις ἐν τῷ Κρατύλῳ (399 Α.) λέγει «πολλάκις ἐπεμβάλλομεν γράμματα, τὰ δ᾿ ἐξαιροῦμεν ... καὶ τὰς ὀξύτητας μεταβάλλομεν. Οἷον Διῒ φίλος τοῦτο ἵνα ἀντὶ ῥήματος ὄνομα ἡμῖν γένηται, τό τε ἕτερον ἰῶτα ἐξαλείφομεν καὶ ἀντὶ ὀξείας τῆς μέσης συλλαβῆς βαρεῖαν ἐφθεγξάμεθα...» Αὐτ. 416 Β «Τοῦτο (τὸ καλὸν) χαλεπώτερον κατανοῆσαι καίτοι λέγουσί γε αὐτὸ ἁρμονίᾳ μόνον καὶ μήκει τοῦ ου παρῆκται... Οὐκοῦν τὸ καλέσαν τὰ πράγματα καὶ τὸ καλὸν ταὐτόν ἐστι τοῦτο, διάνοια». Ὅθεν μανθάνομεν ὅτι τὸ «καλὸν» διέφερε τοῦ «καλοῦν» (ὅπερ ἐγράφετο ὁμοίως ΚΑΛΟΝ) μόνον ἁρμονίᾳ καὶ μήκει, ἤτοι κατὰ τὸν τόνον καὶ τὴν ἔκτασιν τοῦ Ο.

    15. Σοφιστ. ἐλεγχ. 177 β 2 ἑξ. «οὐ γὰρ ὁ αὐτὸς λόγος γίνεται διαιρούμενος, εἴπερ μὴ καὶ τὸ ὄρος καὶ ὅρος (κατ᾿ ἄλλην ἐκδοχὴν ὄρος καὶ ὀρὸς) τῇ προσῳδίᾳ λεχθὲν σημαίνει ἕτερον. Ἀλλ᾿ ἐν μὲν τοῖς γεγραμμένοις ταὐτὸν ὄνομα, ὅταν ἐκ τῶν αὐτῶν στοιχείων γεγραμμένον ᾖ καὶ ὡσαύτως, κἀκεῖ δ᾿ ἤδη παράσημα ποιοῦνται, τὰ δὲ φθεγγόιιενα οὐ ταὐτά».

    16. [Σημείωσις τυπογρ. δοκιμιων]: Περὶ τοῦ τονικοῦ συστήματος τῶν ἀρχαίων καὶ περὶ τῶν εἰρημένων ἑλληνικῶν ἐπιγραφῶν τῆς ῾Ρώμης θὰ διαλάβω προσεχῶς ἐν τῷ περιοδικῷ Πνεῦμα.

    17. Ἀντὶ τῆς λέξεως ἅμα, ἐν πολλοῖς χειρογράφοις φέρεται ὁ σύνδεσμος ἀλλὰ (ΑΜΑ-ΑΛΛΑ). Τοῦτο δὲν θὰ συνέβαινεν—καὶ ἂν τὸ Μ εἶχε πάθει φθορὰν ὥστε νὰ δύναται νὰ ἀναγνωσθῇ ΛΛ — ἐὰν ἡ λέξις ἅμα εἶχε πνεῦμα καὶ τόνον (ἍΜΑ).

    18. Ὁ Ὅμηρος, ὡς πιστεύεται κοινῶς, δὲν ἐχρησιμοποίει τὰ σημεῖα τῆς στίξεως· πρέπει καὶ ἡμεῖς διὰ τοῦτο νὰ καταργήσωμεν αὐτά;

    19. Πρβλ. Θεοδοσ. σελ 7. Τὸ Ἧτα δέ, τὸ ὄνομα τοῦ στοιχείου, δασύνεται, ὅτι παρὰ ἀρχαίοις ὁ τύπος τοῦ Η ἐν τύπῳ δασείας ἔκειτο, ὥσπερ καὶ νῦν τοῖς παλαιοῖς Ρωμαίοις.

    20. Κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Ἡρωδιανοῦ (ἀκμάσαντος ἐπὶ Μάρκου Αὐρηλίου κατὰ τὰ τέλη λοιπὸν τοῦ βʹ μ. Χρ. αἰῶνος) τὸ δασὺ πνεῦμα δὲν ἐξεφωνεῖτο πλέον ὑπὸ τοῦ λαοῦ (Gardthausen σελ. 383, 385).

    21. Ὁ Göttling παρατηρεῖ (Allg. σ. 9-10) : ῾Ο τονισμὸς (Accent) εἶναι τόσον ἀρχαῖος ὅσον καὶ ἡ γλῶσσα. Τὰ σημεῖα ἐφεῦρεν ὁ Ἀριστοφάνης ὁ Βυζάντιος διὰ νὰ προφυλάξῃ τὴν γλῶσσαν ἐν Αἰγύπτῳ ἔνθα εἶχε μετενεχθῆ καὶ ἐκαλλιεργεῖτο ἡ γλῶσσα καὶ ἡ φιλολογία ὑπὸ τῶν Πτολεμαίων. Ἐκεῖ ἐν μέσῳ ἀλλοφύλων προσελάμβανε βαρβαρικόν τινα τόνον κατὰ τὴν προφοράν. Δύναταί τις νὰ εἴπῃ ὅτι κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ ἀνωτέρω Γραμματικοῦ ἡ ᾽Ελληνικὴ γλῶσσα ἦτο ἐν Αἰγύπτῳ ἡ ἐπίσημος γλῶσσα (τοῦτο ἤδη ὁ Boeckh εἶπε, Erklärung einer ägyptischen Urkunde σελ. 3)». Τὴν ὕπαρξιν παραδόσεως περὶ τονισμοῦ τῶν Ὁμηρ. ἐπῶν μανθάνομεν πολλαχόθεν, Ἡρωδιαν. Β, 292 «ἀπὸ ἧς ἀλόχοιο· τινὲς ἀνέγνωσαν ἄπο ἧς ἀλόχοιο ἵνα σημαίνηται τὸ ἄπωθεν, ἄμεινον δἓ πείθεσθαι τῇ «κατειθισμένῃ ἀναγνώσει», κτλ.

    22. «Μουσική τις ἦν καὶ ἡ τῶν πολιτικῶν λόγων ἐπιστήμη, τῷ ποσῷ διαλλάττουσα τῆς ἐν ᾠδαῖς καὶ ὀργάνοις οὐχὶ τῷ ποιῷ» (Διονύσ. Ἁλικαρν. σελ. 126).

    23. Τὸν δυναμικὸν τόνον τῆς νεωτέρας γλώσσης δὲν εἶχον γενικῶς εἰπεῖν οἱ ἀρχαῖοι, ἴχνη ὅμως τούτου ἀποδεικνύει ἡ μετρικὴ εἰς τὸ παρ᾿ Ἀθηναίῳ (ΙΓʹ 571) σῳζόμενον ἀπόσπασμα τῆς «Παρακαταθήκης» τοῦ Μενάνδρου. Εἰς τὸ ἀπόσπασμα τοῦτο ἦτο διάφορος ὁ τόνος τῆς λέξεως ἑταίρων ἀπὸ τὸν τόνον τῆς γεν. τοῦ θηλ. ἑταιρῶν (ἴσως καὶ ἡ προφορὰ τοῦ ω τοῦ ἀρσενικοῦ ἧτο διάφορος τῆς προφορᾶς τοῦ τοῦ θηλυκοῦ· πρβλ. Schwyzer σελ. 184). Λέγεται εἰς τὸ ἀπόσπασμα τοῦτο:
    πεποιήκατ᾿ ἔργον οὐχ ἑταίρων γὰρ
    <… ἀλλ᾿ ἑταιρῶν>· ταὐτὰ δ᾿ ὄντα γράμματα
    τὴν προσαγόρευσιν οὐ σφόδρ᾿ εὔσχημον ποιεῖ (ἰδ. καὶ Schweighäuser τόμ. 5 σελ. 64 καὶ τόμ. 12 σελ. 92 ἑξ.).

    24. Ἀνορθογραφίαι ἦσαν συχναὶ ἐν τῇ ῾Ελληνικῇ γλώσσῃ, καὶ εἰς ἐπιγραφὰς ἀκόμη. ᾽Εν Πομπηΐᾳ ἀνευρέθη ἡ ἑξῆς ῾Ελληνικὴ ἐπιγραφὴ ἐπὶ τοίχου: «῾Ο τοῦ Διὸς παῖς καλλίνεικος ῾Ηρακλῆς//ἐνθάδαι κατοικεῖ· μηδὲν εἰσειαίτω κακόμ». Ἄλλη: «Ἐμνήσθη Θεόφιλος Βερόης ἐπ᾿ ἀγαθῶ παρὰ τῆ Κυρία» (ἐννοεῖ τὴν Θεὰν ῏Ισιν). (E; Diehl, Pompeianische Wandinschriften, Bonn 1910.—Kleine Texte hg. von H. Lietzmann—σελ. 3, πρβλ. ἀρ. 824, κτλ.).

    25. Πρβλ. τὴν περὶ Βηλαρᾶ διάλεξιν τοῦ συμπολίτου του Σπ. Λάμπρου (Διαλεξ. περὶ ῾Ελλήν. Ποιητῶν τοῦ ΙΘʹ αἰῶνος, ἀρ. 2, Ἀθ. 1916) ἐν σελ. 20. «Βλέπομεν αὐτὸν ὡς τὸν ῾Ρήγαν τυχὸν ὁμολογοῦντα τὴν στοργήν του πρὸς τὴν ἰδέαν τῆς ἀπελευθὲρώσεως; οὐχί».—Τὸ ποίημά του «πουλάκι ξένο | ξενιτεμένο | πουλὶ χαμένο | ποῦ νὰ σταθῶ» κτλ. εἰς τὸ ὁποῖον παραπονεῖται ὅτι εἶναι «δίχως ταίρι», «τὸ ταίρι κράζω», ὅτι εἶναι «μοναχὸς» ἐνῷ «κάθε κλαράκι βαστάει πουλάκι ζευγαρωτὸ» κτλ. ἐποιήθη πιθανῶς ἐν Παταυΐῳ μὲ τὴν ἀνάμνησιν τῆς ὡραίας κόρης τοῦ ἐν Βενετίᾳ Γεροπάνου, ᾽Ηπειρώτου καὶ αὐτοῦ, τὴν ὁποίαν ὁ 27ετὴς Βηλαρᾶς φαίνετοιι ὅτι εἶχεν ἐρωτευθῆ. Περὶ τοῦ ποιητοῦ διέλαβεν ἐσχάτως ἐν μονογραφίᾳ ὁ Νικόλ. Τωμαδάκης (Ἀθ. 1943).

    26. Πρβλ. Τριανταφυλλίδη, ῾Η ᾽Ορθογραφία μας σελ. 133 διὰ τὸν Σκυλίτσην (σημ. 16α) καὶ 132 διὰ τὸν Φαρδὺν (σημ. 16). ῾Η διατριβὴ τοῦ Σκυλίτση ἐτυπώθη εἰς τὸ Περιοδικὸν Παρνασσὸν τόμ. 10 σελ, 105-117, «τὴ γνώμη τοῦ Σκυλίτση δὲ δέχτηκε κανεὶς» (Τριαντ.), ὁ δὲ Χατζιδάκις ἀντέκρουσε αὐτὸν ἐν Ἑβδομάδι 3 (1886) σ. 522-23, 548. ᾽Εκ τῆς σημειώσεως ταύτης τοῦ Τριανταφ. μανθάνω ὅτι πρότασιν περὶ παραλείψεως τῆς ψιλῆς ἀπὸ τὰ ἀρχαῖα κείμενα καὶ ἀντικαταστάσεως τῆς βαρείας δι᾿ ὀξείας εἶχε κάμει ὁ A. Meingrast (Über das Wesen des griechischen Accentes. Klagenfurt 1880) μὴ ἀξιωθεῖσαν ὅμως προσοχῆς. Περὶ τῆς τύχης τῆς προτάσεως τοῦ συστἠματος τοῦ Φαρδῦ ἰδὲ τὴν ἀνωτέρω σημείωσιν τοῦ Τριανταφυλλίδη. ᾽Εκεῖ βλέπει ὁ ἀναγνώστης τί ἐδοκίμασεν ὁ ἄτυχος ὁ Φαρδὺς μὲ τὰς ἀνατρεπτικὰς παραδοξολογίας του.

    27. Πρβλ. Τριανταφυλλίδην, ᾽Ορθογραφ. σελ. 89-90.

    28. ᾽Ιδὲ ὅσα σχετικὰ περὶ τοῦ Bekker ἔγραψα ἐν τῷ ῾Ημερολογίῳ τῆς Μεγάλης ῾Ελλάδος τοῦ Γεωργίου Δροσίνη τοῦ ἔτους 1928 σελ. 376 ἑξῆς («Ἡ πρώτη ἐπιστημονικὴ ἔκδοσις τοῦ ᾽Αριστοτέλους»).
    Μαθητεύων εἰς τὴν ἀνωτάτην τάξιν τοῦ ἐν Χανίοις Γυμνασίου εἶχον Γυμνασιάρχην τὸν μακαρίτην Νικόλαον Παλιεράκην.῾Ο πατριωτικώτατος οὗτος ἀνὴρ (ὑπῆρξε Γυμνασιάρχης καὶ ἐν Βιτωλίοις εἶχε δὲ συλληφθῆ ἐκεῖ καὶ φυλακισθῆ ὑπὸ τῶν Τούρκων ἕνεκα τῶν πατριωτικῶν του φρονημάτων καὶ πράξεων, ἠλευθερώθη δὲ τῇ ἐπεμβάσει τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου μας), συνίστα καὶ ἀπήτει καὶ ἀπὸ ἡμᾶς τοὺς μαθητάς του ὄχι μόνον νὰ στίζωμεν, καὶ ὀρθῶς νὰ τονίζωμεν, ἀλλὰ νὰ θέτωμεν καὶ αὐτὴν τὴν βαρεῖαν ἐκεῖ ὅπου ἔπρεπε/ Καὶ ὁ ἴδιος οὕτω πάντοτε ἔγραφε.

    29. Der griechische Unterricht auf dem Gymnasium (als Manuskript gedruckt). 2. Auflage, Die Lesezeichen der griechischen Schrift σελ. 7, 14.

    30. Φαντάζομαι ὅτι θὰ μετεχειρίσθη τὴν λέξιν Erleichterung διότι δὲν κατώρθωσα νὰ ἴδω τὸ φυλλάδιον τοῦτο, τὸ ὁποῖον ὡς ἐλέχθη, ἐτυπώθη «ἀντὶ χειρογράφου» δὲν ἦτο λοιπὸν προωρισμένον διὰ εὐρεῖαν διάδοσιν.

    31. Εἶναι χαρακτηριστικὸν ὅτι τὸ Ἑλληνικὸν Lesebuch τὸ ὁποῖον εἰς 4 τεύχη ἐξέδωκεν, ὄχι μόνον διὰ φοιτητὰς ἀλλὰ καὶ διὰ μαθητὰς Γυμνασίων, ἐξεδόθη μὲ πνεύματα καὶ τόνους κατὰ τὰ παραδεδομένα, οὐδεμία δὲ ἐν αὐτῷ νύξις ἢ μνεία γίνεται περὶ ἀτόνου καὶ ἀπνευματίστου γραφῆς.

    32. ᾽Ιδὲ τὰ ᾽Απομνημονεύματά του (Errninerungen 1848-1914, ἐν Λειψίᾳ 1928) σελ. 306. Σχετικῶς μὲ τὸ περὶ τονισμοῦ ζήτημα κατὰ τὸν Wilamowitz ἰδὲ καὶ Laum, Über unsere Homerbetonung σελ. 42 καὶ Wackernagel ἐν I.F. 48, Anz. 51.

    33. ῾Ο T.W. Allen ἐδημοσίευσεν ἐν Journal of Hellenic Studies (40, 1920, σελ. 1-12) πραγματείαν περὶ τῆς ἑλληνικῆς μικρογραμμάτου γραφῆς (The origin of the Greek minuscule hand) εἰς τὴν ὁποίαν ζητεῖ νὰ ἐξακριβώσῃ τὴν ἀρχὴν τῆς μικρογραμμάτου γραφῆς. Τὸ παλαιότατον χειρόγραφον μὲ μικρογράμματον γραφὴν εἶναι τὸ λεγόμενον Uspenski - Evangeliar τοῦ ἔτους 835, τὸ ὁποῖον ὡς φαίνεται ἐγράφη ἐν Κωνσταντινουπόλει ἐν τῆ Μονῇ τοῦ Στουδίου, ἥτις ὡς γνωστὸν περιελάμβανε καὶ σχολὴν ἀντιγραφέων, τὰ χειρόγραφα τῶν ὁποίων ἐξετιμῶντο πολύ.

    34. Καὶ αὐτὸ τὸ τελικὸν ς ἀποφεύγουσι πολλοὶ γράφουν δὲ τὸ ἄλλο. Τοῦτο ὄχι μόνον ὁ Konst. von Tischendorf εἰς τὴν τετάρτην ἔκδοσιν τῆς Νέας Διαθήκης (1876) ἔκαμε, ἀλλὰ βλέπω γενόμενον καὶ ἐν νεωτέρᾳ (1938) ἐκδόσει τοῦ δράματος Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας τοῦ Αἰσχύλου ὑπὸ τοῦ ἐν Groningen τῆς ῾Ολλανδίας καθηγητοῦ Groeneboom. Οὖτος παραγράφει καὶ τὸ ι (π. χ. στίχ. 2 «ὅστισ φυλάσσει πρᾶγοσ ἐν πρύμνηι πόλεωσ»).

    35. ῾Ο Χατζιδάκις παλαιότερον (Ἐφημερίς, 14, 1887, ἀρ. 28, σελ. 3, στ. 2) ὑπεστήριξεν ὅτι ἂν λείψουν οἱ τόνοι οἱ παῖδες θὰ κάμνουν ἄπειρα λάθη διὰ τὸ πλῆθος τῶν «ποικίλως τονιζομένων καὶ ἀγνώστων αὐτοῖς λέξεων τῆς γραφομένης» (᾽Εκ τοῦ Τριανταφ. ᾽Ορθ. σελ. 138 σημ. 23).

    36. Ἄλλα τινὰ ἐπιχειρήματα τοῦ μακαρ. Σκιᾶ βλέπε παρ᾿ αὐτῷ ἔ.ἀν. σελ. 301-304 ἤ παρἃ Τριανταφυλλίδῃ ἔ.ἀν. μὲ συζήτησιν περὶ αὐτῶν. Ἰδίως ἐξαίρω τὰς ὑπ᾿ ἀριθμ. 3, 5, 7, 10 καὶ 11 θέσεις τοῦ Σκιᾶ (ὅπως τὰς διετύπωσε ὁ Τριανταφ.).

    37. Καὶ οἱ τόνοι, δὲν θὰ τὸ ἀρνηθῇ, ἀνήκουν εἰς τὴν ἀρχαίαν ὀρθογραφίαν.

    38. Ὡς ἐκ τούτων βλέπει ὁ ἀναγνώστης ὁ P. Maas δὲν συνέστησε τὴν κατάργησιν τῶν τόνων κτλ. (Δίκη σελ. 249) καὶ δὲν «ἐκδίδει καὶ τὰ ἀρχαῖα καὶ. τὰ μεσαιωνικὰ κείμενα χωρὶς τόνους καὶ πνεύματα». Ἔχω δῶρον τοῦ ἰδίου τοὺς «Ἐπιδαυρίους ῞Υμνους» του (Epidaurische Hymnen, 1933, Schriften der Königsberger Gelehrten Gesellschaft), ὁ τονισμὸς ἐν αὐτοῖς εἶναι κανονικός: «Πᾶνα τὸν νυμφαγέταν | Ναΐδων μέλημ᾿ ἀείδω, | Χρυσέων χορῶν ἄγαλμα, | Κωτίλας ἄνακτα μοίσας» κτλ. Εἰς τὸ τευχίδιον Frühbyzantinische Kirchenpoesie, Bonn 1910, ἠκολούθησεν ἄλλον τρόπον τονισμοῦ ἕνεκα μετρικῶν καὶ μελικῶν λόγων (πρβλ. B.Z. 17, 612) διατηρεῖ ὅμως τὰ πνεύματα: (Του δείπνου σου του μυστικού σήμερον ὑϊὲ θεοὺ κοινωνόν με παράλαβε· οὐ μη γαρ τοις ἐχθροίς σου το μυστήριον εἴπω, κτλ).

    39. Λεπτομερέστερον βλέπει τις τὰ καθέκαστα ἐν τῇ πραγματείᾳ μου «Συμβολὴ πρὸς ἐπιστημονικὸν κανονισμὸν τῆς νεοελληνικῆς ὀρθογροφίας» ΠΑΑ 14, 1939, σελ. 15-34).

    40. Θεωρῶ ἀστεῖον νὰ ὁμιλῇ ὁ συνάδελφος ἐν σελ. 2 τῆς Δίκης τῶν τόνων περὶ «Σχολῆς» τοῦ P. Maas «ἡ ὁποία ἀπὸ πολλοῦ ἔχει καταργήσει τοὺς τόνους».

    41. Καθὼς μοῦ ἔλεγε τὸ παρελθὸν ἔτος ἐν Βερολίνῳ ὁ Vogliano, καθηγητὴς τοῦ ἐν Μιλάνῳ Πανεπιστημίου, ὁ P. Maas ἐργάζεται ἐν ᾽Οξφόρδῃ, ὅπου κατέφυγεν, εἰς Συμπλήρωμα τοῦ ἐκδιδομένου ἢ περατωθέντος ἤδη ῾Ελληνοαγγλικοῦ Λεξικοῦ τοῦ Liddell-Scott-Jones. Διὰ τοιοῦτον ἔργον εἶναι βεβαίως καταλληλότατος ἕνεκα τῆς γνωστῆς ἀκριβείας μὲ τὴν ὁποίαν ἐργάζεται καὶ ἥτις διὰ Λεξικὸν εἶναι μέγιστον προτέρημα (ἰδὲ Gnomon, τόμ. Αʹ, 1925, σελ. 169-175 καὶ τόμ. Γʹ, 1928 σελ. 288-290). Μὲ τὸν P. Maas καί τινας ἄλλους εἶχον καὶ ἐγὼ προσκληθῆ εἰς συνεργασίαν καὶ συνειργαζόμην εἰς τὴν σχεδιασθεῖσαν ὑπὸ τοῦ πρὸ ὀλίγου ἀποθανόντος Wil. Crönert νέαν ἔκδοσιν τοῦ μεγάλου ῾Ελληνικοῦ Λεξικοῦ τοῦ Passow, τοῦ ὁποίου ἀτυχῶς μόνον τρία τεύχη (α - ἄλφιτον) ἐξεδόθησαν. Δι᾿ αὐτὴν πλὴν ἄλλων ἀφορώντων εἰς τὴν ἀρχαίαν γλῶσσαν εἶχον ἀναλάβει καὶ ἄλλα δύο : α) τὴν συσχέτισιν τῆς δημώδους ἡμῶν γλώσσης καὶ τῆς πρὸ αὐτῆς βυζαντιακῆς μὲ τὴν ἀρχαίαν, ἐφ᾿ ὅσον ἦτο δυνατὸν ἐν τοῖς ὁρίοις τοῦ Λεξικοῦ καὶ β) νὰ καταστήσω ἐν τῷ Λεξικῷ μεθ᾿ ὅλης τῆς δυνατῆς καὶ ἐπιβαλλομένης ἄλλως τε συντομίας γνωστὸν τὸ ἔργον τοῦ Κοραῆ ὡς πρὸς τὴν ἔκδοσιν καὶ ἑρμηνείαν τῶν ὑπ᾿ αὐτοῦ ἐκδοθέντων ἀρχαίων ῾Ελλήνων συγγραφέων.—Πλησιάζουν πλέον 110 ἔτη ἀπὸ τοῦ θανάτου του καὶ τὸ ὄνομά του ὡς ἑλληνιστοῦ καὶ πρώτου σοβαροῦ ρυθμιστοῦ τῆς νεωτέρας ῾Ελληνικῆς γλώσσης περιβάλλεται ἀδιαλείπτως διὰ μεγαλυτέρας αἴγλης καὶ τιμῆς. ῾Ο τελευταῖος ἐκδότης τῶν Βίων τοῦ Πλουτάρχου Ziegler μοὶ ἐξέφραζεν ἄλλοτε ἐν Βερολίνῳ τὸν θαυμασμόν του διὰ τὴν ἑλληνομάθειαν τοῦ ἀνδρὸς καὶ τὰς ὑπηρεσίας τὰς ὁποίας προσήνεγκεν εἰς τὴν ᾽Επιστήμην διὰ τῆς ἐκδόσεως τῶν βίων τοῦ Πλουτάρχου.
    Ὡς πρὸς τὸν διορισμὸν τοῦ καθηγητοῦ ᾽Ιω. Κακριδῆ εἰς τὸ Πανεπιστήμιον Ἀθηνῶν ἐγὼ δὲν ἐξηναγκάσθην ὑπὸ τῆς τότε δικτατωρικῆς Κυβερνήσεως νὰ τὸν ψηφίσω. Ὁ συνάδελφος εἶχεν ἀποταθῆ εἰς ἐμὲ (τῇ 4ῃ Φεβρ. 1939), ἐν Βερολίνῳ ἀκόμη εὑρισκόμενον. Μεταξὺ ἄλλων ἔγραφε καὶ τὰ ἑξῆς: «σεῖς σὰν εἰδικὸς ῾Ελληνιστής, ἀλλὰ καὶ γιατὶ ζῆτε στὴ Γερμανία εἶμαι βέβαιος, πὼς μπορεῖτε περισσότερο ἀπὸ ἄλλους νὰ κρίνετε τὴν ἀξία τῆς συμβολῆς μου στὴ διεθνῆ ἐπιστήμη, τὴν ὥρα ποὺ οἱ μισὲς ἀπὸ τὶς πραγματεῖες μου καὶ τὶς κριτικές μου ἔχουν δημοσιευθῆ στὰ πιὸ ἔγκριτα γερμανικὰ εἰδικὰ περιοδικὰ καὶ δὲν ἔχουν περάσει ἀπαρατήρητες, ὅπως δείχνουν οἱ κρίσεις καὶ οἱ παραπομπὲς σ᾿ αὐτές. Δι᾿ αὐτὸ νομίζω, ὅτι θὰ μποροῦσα νὰ ἐλπίζω στὴν ὑποστήριξί Σας, μέσα στὴ Σχολή, χωρὶς νὰ πρόκειται νὰ ἀδικηθῆ κανένας ἀξιότερος τυχὸν ὑποψήφιος καὶ χωρὶς νὰ βιασθῆ καθόλου ἡ ἐπιστημονική Σας συνείδησις».

    42. Πρβλ. Wolfg. Schadenwaldt, Iliasstudien σελ. 189 ἑξ. κτλ. Marg? Noé, Phoenix, Ilias und Homer, Untersuchungen zum neunten Gesang der Ilias, Leipzig 1940 σελ. 56, 57, 65, 66 κτλ.

    43. Ἄλλοτε, πρὸ ἓξ ἐτῶν, ἕνεκα ὑποιινήματος τοῦ κ. Πέτρου Φωτεινοῦ πρὸς τὴν Ἀκαδημίαν Ἀθηνῶν περὶ τόνων καὶ πνευμάτων εἶχα ἐντολὴν αὐτῆς νὰ μελετήσω τὸ ζήτημα καὶ νὰ δώσωμεν ἀπάντησίν τινα εἰς τὸν κ. Φωτεινόν. ᾽Απήντησα τότε ὡς ἑξῆς:
    «Ἐν Ἀθήναις τῇ 27ῃ Ὀκτωβρίου 1937
    Πρὸς τὸν κ. Πρόεδρο τῆς Βʹ Τάξεως τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν
    Κύριε Πρόεδρε,
    Ἐντολῇ τῆς ἡμετέρας Τάξεως ἐμελέτησα τὸ ὑπόμνημα τοῦ κ. Πέτρου Φωτεινοῦ περὶ ἁπλοποιήσεως τοῦ τονισμοῦ τῶν λέξεων ἐν τῇ ἡμετέρᾳ νεοελληνικῇ γλώσσῃ. Τὰ προτεινόμενα ἔχουσι κατὰ μέγα μέρος ἤδη ὑπὸ ἄλλων προταθῆ, ὡς ἐκ τῆς φύσεως δὲ τοῦ ζητήματος, ἀνακινοῦν τὸ ζήτημα τῆς ὀρθογραφίας ἢ καὶ μόνον τῆς γραφῆς τῆς νεωτέρας ἡμῶν γλώσσης (ἔγκλισιν τόνου, γενικὸν τονισμόν), περὶ τοῦ ὁποίου ὑπάρχουν τόσον ἀντιμαχόμεναι γνῶμαι, ὥστε δὲν φαίνεται εὔκολον ἐπὶ τοῦ παρόντος νὰ κατισχύσῃ μία τις τούτων. Ἄλλως τε ἡ ἡμετέρα Ἀκαδημία ἀπεδέχθη ἄλλοτε τὴν διατήρησιν τῆς παραδεδομένης ἱστορικῆς ὀρθογραφίας, τῆς ὁποίας εἶναι ἀδύνατος ἡ μετακίνησις, καὶ μόνον εἴς τὴν ἔγκλισιν τόνου καὶ εἰς τὰ πνεύματα, χωρὶς νὰ ἀνακινηθῇ τὸ ὅλον γλωσσικὸν ζήτημα. Τὴν τυχὸν λύσιν τοῦ τονικοῦ ζητήματος εἶναι καλύτερον νὰ ἀφήσωμεν εἰς τοὺς μεθ᾿ ἡμᾶς, δὲν παρέχει ἄλλως τε τοιαύτας δυσκολίας ἐν τῇ ἐκμαθήσει τῆς γλώσσης αἱ ὁποῖαι εἴτε ἀνυπέρβλητοι εἶναι, εἴτε δὲν συναντῶνται, παρόμοιαι βεβαίως, καὶ εἰς ἄλλας πολλὰς γλώσσας.
    Οὐχ᾿ ἦττον συνιστῶ τὴν διατήρησιν ἢ ἀντιγραφὴν τοῦ ὑπομνήματος τοῦ κ. Π. Φωτεινοῦ διὰ τὸν σχετικὸν φάκελον τῆς Ἀκαδημίας.
    Μετὰ πάσης τιμῆς ᾽Ι. Κ.»

    44. Ἔχω ἔκδοσιν τοῦ Φιλοκτήτου τοῦ Σοφοκλέους ἐκδοθεῖσαν ὑπὸ Gedike καὶ τυπωθεῖσαν τῷ 1781 ἐν Βερολίνῳ μὲ ἄτονον γραφὴν καὶ παράλειψιν τῆς ψιλῆς. Ἀλλὰ οὐδεὶς ἠθέλησε νὰ μιμηθῇ αὐτά. Εἰς τοὺς νεωτέρους χρόνους ὁ γνωστὸς μετρικὸς καὶ ἐκδότης τοῦ Πινδάρου Otto Schroeder, ὁ ἄλλοτε ἐπὶ πολλὰ ἔτη διατελέσας πρόεδρος τοῦ ἐν Βερολίνῳ Philologischer Verein ἐξέδωκε (μὲ νέαν ἐπεξεργασίαν) τοὺς Ὄρνιθας τοῦ Ἀριστοφάνους τοῦ Th. Kock ἐφαρμόσας σύστημα βραχυγραφιῶν κουραστικὸν διὰ τὴν ἀνάγνωσιν (π.χ. στίχ. 512: ἐξέλθοι aus d tuer d Palastes. ἐν τοῖσι τραγῳδοῖς wie auch wir b d Tragg.). Οὐδεμιᾶς προσοχῆς ἔτυχε τὸ βραχυγραφικόν του σύστημα τὸ ὁποῖον καὶ εἰς ἄλλα ἔργα του ἐφήρμοσε.

    45. Ἡ Ἀκαδημία εἰσηγουμένου αὐτοῦ πλὴν ἄλλων καὶ τὸν ᾽Εσωτερικὸν Κανονισμὸν τῶν ἐκδόσεων τῆς «῾Ελληνικῆς Βιβλιοθήκης» ἐνέκρινε τὰ ἄρθρα 11 καί 12 τοῦ Κανονισμοῦ τούτου ἔχοντα ὡς ἑξῆς:
    ῎Αρθρ. 11. ῾Η γλῶσσα τῶν μεταφράσεων θὰ εἶναι ἡ ἁπλῆ καθαρεύουσα, χωρὶς ἰδιωματισμοὺς ἢ ἀρχαϊσμούς.῾Ως πρὸς τὰ ἐπὶ μέρους, ἂν μὲν ἔχῃ ἐκδοθῆ ἡ ἐπίσημος Γραμματικὴ τῆς Ἀκαδημίας, ὁ μεταφραστὴς ὀφείλει νὰ κινῆται ἐντὸς τῶν ὑπ᾿ ἐκείνης διαγραφομένων ὁρίων. Ἐφ᾿ ὅσον ὅμως δὲν ἔχει ἐκδοθῆ, θὰ πρέπῃ γνώμονα αὐτοῦ νὰ ἔχῃ τὴν κρατοῦσαν εἰς τὰς μορφωμένας τάξεις τῆς κοινωνίας καὶ εἰς τὰ πλεῖστα δημοσιεύματα γλωσσικὴν χρῆσιν, ἀποφεύγων κατὰ τὸ δυνατόν, πᾶν ὅ,τι ἡ γλωσσικὴ καλαισθησία θεωρεῖ γενικῶς ὡς ἀπηρχαιωμένον π.χ. τὴν δοτικήν, τὴν συχνὴν χρῆσιν μετοχικῶν συντάξεων καὶ γενικῶν ἀπολύτων, τὴν ἀπὸ μετὰ γενικῆς (πλὴν εἰς χρῆσιν χρονικήν), συντάξεις ρημάτων μετὰ δοτικῆς, ὅπως σοι λέγω ἀντὶ σου λέγω, μέσους ἀορίστους, οἷον ἀπώλετο ἀντὶ τοῦ ἀπωλέσθηἐχάθη, τὴν συχνὴν χρῆσιν τῆς ἐπαναληπτικῆς ἀντωνυμίας αὐτοῦ οἶον ὁ πατὴρ αὐτοῦ ἀντὶ ὁ πατήρ του, ἐπότισεν αὐτό, ἀντὶ τὸ ἐπότισεν κ.λπ., τὰ εἴς -μι ρήματα, τὰ εἰς -ῶ τῆς τρίτης συζυγίας ἀντὶ τῶν εἰς -ώνω, ὅπως ἐλευθερώνω ὄχι ἐλευθερῶ>, τὴν χρῆσιν τοῦ η καὶ ω εἰς τὴν ὑποτακτικὴν ἀντὶ τοῦ ε καὶ ο π.χ. νὰ ζητῶμεν ἀντὶ νὰ ζητοῦμεν, νὰ τιμήσητε ἀντὶ νὰ τιμήσετε, τὴν ἄνευ ἐξαιρέσεως εἰσαγωγὴν τῆς ἀναδιπλώσεως τοῦ παρακειμένου, οἷον πεπολιτισμένος, μεμορφωμένος, βεβασανισμένος, ἀλλὰ διακεκριμένος, συντετριμμένος κλπ., ἀλλὰ καὶ πᾶν ὅ,τι δὲν προσαρμόζεται πρὸς τὸ τυπικὸν τῆς καθαρευούσης καὶ πᾶσαν ξένην λέξιν ἢ ξενίζουσαν φράσιν, μὴ καθιερωθεῖσαν ὁριστικῶς διὰ τῆς χρήσεως, ὁποίας εὑρίσκει κανεὶς συχνὰ εἰς τὰς ἐφημερίδας.
    2. Γενικῶς πρέπει ὁ μεταφραστὴς μεταξὺ δύο ἰσοδυνάμων λέξεων ἢ τύπων, ἐξ ἴσου καθαρευόντων, νὰ ἐκλέγῃ ἐκεῖνον, ὅστις προσαρμόζεται περισσότερον πρὸς τὸν ἀναλυτικὸν τύπον τῆς γλώσσης καὶ τὴν μορφὴν τῆς ὁμιλουμένης· π.χ. ὅπου ὄχι ἔνθα, πάντοτε ὄχι ἀεί, φυλάκισις ὄχι κάθειρξις, κατὰ τοῦ ὁποίου ὄχι καθ᾿ οὗ, ἔτρεξα ὄχι ἔδραμον, θὰ σᾶς ἀποδείξω ὄχι θὰ ἀποδείξω πρὸς ὑμᾶς κλπ.
    3. ᾽Ενίοτε θὰ χρησιμοποιῇ καὶ λέξεις τελείως δημώδεις ἢ καὶ ξένας, ἐφ᾿ ὅσον ἔχουν πλέον τόσον ἐπικρατήσει, ὥστε νὰ μὴ εἶναι εἰς ἕνα μορφωμένον σύγχρονον ῞Ελληνα εὐθὺς ἀμέσως νοηταὶ αἱ ἀντίστοιχοι τῆς ῾Ελληνικῆς· π.χ. θὰ γράψῃ μαρούλλι ὄχι θρίδαξ, ὄχι ἔτνος ἀλλὰ φάβα, σόλα ὄχι κάττυμα, καϊμάκι ὄχι πῖαρ, πανταλόνια ὄχι ἀναξυρίδας κλπ.
    4. Εἰς ἀπόδοσιν κειμένων ποιητικῶν ἢ καὶ ἄλλων, εἰς ὅσα μέρη ἡ δημώδης γλῶσσα ὑπὸ τῶν πραγμάτων καὶ τῆς λογοτεχνίκῆς τοῦ ἔθνους παραδόσεως ἐνδείκνυται (π.χ. εἰς διαλόγους τινὰς τοῦ Λουκιανοῦ), δύναται, τῇ ἐγκρίσει τῆς ᾽Επιτροπῆς, νὰ γίνῃ χρῆσις καὶ τῆς δημώδους γλώσσης, χωρὶς ν᾿ ἀπομακρύνεται αὕτη πολὺ ἀπὸ τὴν ὁμιλουμένην ὑπὸ τῶν μορφωμένων τάξεων τοῦ ἔθνους, μηδὲ νὰ ἐκτρέπεται εἰς ἰδιωματισμοὺς καὶ ἐξεζητημένους τύπους.
    5. ᾽Επίσης δύναται διὰ χρήσεως δημωδεστέρων τύπων καὶ ἀνειμένης συντάξεως, νὰ ὑποδηλώνῃ ὁ μεταφραστὴς παραστατικώτερον τὸ ἦθος ἑνὸς προσώπου ἢ καὶ τὴν διαφορὰν εἰς τὸ ὕφος τοῦ πρωτοτύπου, ἐφ᾿ ὅσον τοιαύτη ἦτο καὶ ἡ πρόθεσις τοῦ συγγραφέως.
    Ἄρθρ. 12. 1. ῾Η ὀρθογραφικὴ μορφὴ τῆς μεταφράσεως ὀφείλει νὰ εἷναι σύμφωνος πρὸς τὴν ὑπὸ τῆς ᾽Ακαδημιίας ἀνεγνωρισμένην ἱστορικὴν ὀρθογραφίαν.

    46. Ἀλλὰ δὲν εἶναι μόνον ταῦτα ἀλλὰ καὶ αἱ ἐργασίαι του περὶ τοῦ «Εὐαγόρου» τοῦ ᾽Ισοκράτους (Hermes 62, 24-53), ἡ μετὰ τοῦ E. Bickermann ἐκδοθεῖσα ἐπιστολὴ τοῦ «Σπευσίππου» «Speusipps Brief an König Philipp» (Lpzq. 1928, Πρακτ. Σαξον. Ἀκαδ. Ἐπιστ. ἐν Λειψίᾳ. Philol.-hist. Klasse τόμ. 30 1928, τεῦχος 3ον), ἡ διατριβή του Φιλολογία καὶ Ζωὴ (Ἀρχ. Φιλοσ. καὶ Θεωρ.᾽Επιστ. 2, 394-444, ἡ ὁποία μετεφράσθη Γαλλιστὶ ὑπὸ τοῦ Jules Moravcsik, 6ον τεῦχος τῶν Οὑγγροελληνικῶν μελετῶν τοῦ 1938, μετ᾿ εἰκόνος τοῦ ἀποθανόντος «du grand disparu» καὶ ἀναγραφῆς ἐν σελ. 7 τῶν μέχρι τότε νεκρολογιῶν του), τὸ περὶ ᾽Επιστολογραφίας θεμελιῶδες ἄρθρον του ἐν τῇ RE τοῦ Pauly-Wissowa-Kroll, Suppl. V, 185-220, ἡ περὶ τοῦ ᾽Επιταφίου τοῦ Δημοσθένους πραγματεία τοὑ (γερμανιστὶ Hermes 1928), τὸ βιβλίον του Die Briefe des Sokrates und der Sokratiker, ἡ ἔκδοσις τῆς Ποιητικῆς τοῦ Ἀριστοτέλους κατὰ μετάφρασιν Σίμου Μενάρδου καὶ μὲ ἐπεξεργασίαν τοῦ κειμένου καὶ ἑρμηνείαν τοῦ ᾽Ιω. Συκουτρῆ (1937) κτλ., ἀποτελοῦσι πάντα ταῦτα λαμπρὸν μνημεῖον τῆς φιλολογικῆς δόξης τοῦ Συκουτρῆ. ῾Η Φιλοσοφικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου, τῆς ὁποίας ἀπὸ τοῦ 1931 ὑπῆρξε μόνον ὑφηγητής, δὲν ἐξετίμησεν ἐν τῇ πλειονότητι αὐτῆς τὴν ἁδρὰν φιλολογικήν του μόρφωσιν, ἥτις ἐν τῇ Δυτικῆ Εὐρώπῃ τόσον ἀνεγνωρίζετο ὥστε νὰ τεθῇ εἰς τὸν κατάλογον τῶν τριῶν ὑποψηφίων διὰ τὴν πλήρωσιν τακτικῆς φιλολογικῆς ἕδρας τοῦ ἐν Πράγᾳ Γερμανικοῦ Πανεπιστημίου. Ἂν δὲν ἐξελέχθη αἰτία εἶναι μόνον καὶ μόνον διότι ἦτο ξένος. Ἂν ἐνωρὶς κατενοεῖτο καὶ εἰς τὸν τόπον μας ἡ ἀξία του, ὅπου τόσοι καὶ τόσοι ἄλλοι ἀναρριχῶνται ὑποβασταζόμενοι εἰς ἀνώτατα ἀξιώματα, δὲν θὰ ἐπήρχετο ἡ περίσπασίς του περὶ πολλὰ καὶ διάφορα φιλοσοφικά, πολιτιστικά, κοινωνιολογικὰ κττ. διαφέροντα, ἀλλὰ θὰ προεθυμεῖτο νὰ συνέχῃ ἑαυτὸν εἴς τὰ αὐστηρῶς ἐννοούμενα πανεπιστημιακὰ καθήκοντα. Ἀτυχῶς βραδύτερον ὅτε ἀνεκινήθησαν ὑπὸ τῆς δικτατωρικῆς Κυβερνήσεως καὶ τὰ πανεπιστημιακὰ ζητήματα καὶ ἡ ἐκλογή του ὡς τακτικοῦ καθηγητοῦ θὰ ἠδύνατο νὰ θεωρηθῇ διὰ πολλοὺς λόγους βεβαία, δὲν ὑπῆρχε πλέον ἐν τῇ ζωῆ. Ἂς σημειωθῆ ὅτι ὡμολόγει ἑαυτὸν φίλον τῶν δικτατωρικῶν πολιτευμάτων.

    47. Παραθέτω ἐνταῦθα ἓν δεῖγμα τῆς γλώσσης τοῦ βιβλίου τούτου (σελ. 387). «Τῆς ὡρίμου τέχνης τοῦ Πραξιτέλους καὶ ἔργον τῶν ἰδίων χειρῶν του βεβαίως εἶναι τὸ εἰς τὴν ᾽Ολυμπίαν ἀνακαλυφθὲν μαρμάρινον ἄγαλμα τοῦ Ἑρμοῦ φέροντος τὸν νεογέννητον Διόνυσον εἰς τὰς Νύμφας αἱ ὁποῖαι ἔμελλον νὰ τὸν ἀναθρέψουν· καθ᾿ ὁδὸν ὁ Θεὸς ἐσταμάτησε διὰ ν᾿ ἀναπαυθῇ καὶ ἀκούμβησεν εἰς κορμὸν δένδρου, παίζων δ᾿ ἐπεδείκνυε σταφυλὴν πιθανώτατα, πρὸς τὴν ὁποίαν τείνει ὁ Διόνυσος τὰς χεῖρας. Ἡ αὔξησις τοῦ θείου βρέφους δὲν εἶναι βραδεῖα ὅπως ἡ τῶν τέκνων τῶν θνητῶν. Ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους συγγραφεῖς μόνος ὁ Παυσανίας ἀναφέρει τὸ σύμπλεγμα τοῦτο, καὶ αὐτὸς μὲ ὀλίγας ξηρὰς λέξεις, διότι προφανῶς δὲν ἦτο ἀπὸ τὰ διασημότερα δημιουργήματα τοῦ καλλιτέχνου. ῾Ημεῖς ὅμως δὲν ἔχομεν ἴσως κανὲν ἄλλο ἔργον, τὸ ὁποῖον ν᾿ ἀναπαριστάνῃ τόσον ἐναργῶς τὴν μορφικὴν ἀγλαΐαν τῶν ᾽Ολυμπίων θεῶν, ὅπως θὰ τὴν ἔβλεπον εἰς τὰ ὁράματά των οἱ μεγάλοι πλάσται καὶ ζωγράφοι τῆς ἀρχαιότητος. Τὸ σῶμα τοῦ ῾Ερμοῦ εἶναι εὔρωστον ἀλλὰ συνάμα καὶ ἀνθηρὸν καὶ ἁβρὸν καὶ λεπταὶ μεταβάσεις συνάπτουν τὴν μίαν ἐπιφάνειαν μὲ τὴν ἄλλην· εἶναι ἁβρὸν διότι τὴν εὐρωστίαν του χρεωστεῖ ὁ ῾Ερμῆς ὄχι εἰς ἐπιπόνους ἀσκήσεις, ἀλλ᾿ εἴς τὴν θείαν του φύσιν, τὸ περικαλλὲς δὲ πρόσωπον μὲ τὸ ἀρρενωπὸν μέτωπον ἀπαυγάζει ὅλην τὴν εὐμενῆ καὶ φαιδρὰν διάθεσιν αὐτοῦ. Ἀλλ᾿ αἱ σκέψεις τοῦ νεανικοῦ θεοῦ δὲν δύνανται νὰ περιορισθοῦν εἰς τὸ παιδίον—καὶ τὸ βλέμμια του πλανᾶται μακρὰν εἰς ἀορίστους ρεμβασμούς. Γραφικὴν δ᾿ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν λειότητα τῆς ἐπιδερμίδος τοῦ σώιιατος ἀποτελοῦν ἡ κόμη καὶ ἡ χλαμὺς τοῦ θεοῦ· ἡ ἐργασία τῆς κόμης φαίνεται ἀμελὴς καὶ συνοπτική, ἀκριβῶς ὅμως διὰ τοῦτο ἀποδίδει καλύτερα τὴν ἐντύπωσιν οὔλων χαλαρῶν μαλλίων, ἀξιοθαύμαστος δὲ εἶναι ἡ φυσικότης τῆς χλαμύδος μὲ τὴν τραχεῖαν ἐπιφάνειάν της καὶ μὲ τὰ μακρὰ ζαρώματα μεταξὺ τῶν μεγάλων πτυχῶν. Τὴν γραφικότητα τοῦ ἔργου ἐνίσχυον καὶ οἱ χρωματισμοί, εἰς τοὺς ὁποίους ὁ Πραξιτέλης ἀπέδιδε μεγάλην σημασίαν.»

    48. Ὑπενθυμίζουμε γιὰ τὴν ἱστορία τοῦ θέματος ὅτι ὑπὲρ τῆς τονικῆς ἁπλοποίησης τοῦ τονικοῦ συστήματος ἢ τὴν ἐφαρμογὴ τοῦ μονοτονικοῦ ἕχουν κατὰ καιροὺς ἑκφραστεῖ ὁ Ν. Φαρδύς, ᾽Ι. Σκυλίτσης, Ἀλεξ. Πάλλης-Βλαστός, Μ. Τριανταφυλλίδης, Γ. Χατζηδάκης, Ε. Γιαννίδης, Δ. Γληνός, Ι. Κακριδῆς κ.ἄ, ἀπὸ τοὺς παλαιοὺς καὶ πολλοὶ σύγχρονοι ἅνθρωποι τῶν γραμμάτων καὶ τῆς ἐπιστήμης.

    49. ᾽Ενδεικτικὰ ἀναφέρουμε: Τὸ Βῆμα, Τὰ Νέα, Ἐλευθεροτυπία, Θεσσαλονίκη, Ταχυδρόμος καὶ ἄλλα ἕντυπα μικρότερης κυκλοφορίας ὅπως Ἦχος, Ἑνότητα, Μουσική, Ζιζάνιο κ.λπ. Στὴν πραγματικότητα τὸ μονοτονικὸ σύστημα ποὺ ἐφαρμόζουν οἱ ἐφημερίδες δὲν ἔχει καμιὰ σχέση μὲ τοὺς κανόνες τοῦ μονοτονικοῦ ποὺ δημοσίευσε τὸ Ἴδρυμα Τριανταφυλλίδη. Καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ ὁ καθένας ἀκολούθησε τὴ βολή του.

    50. Θὰ σημειώσουμε ὑποχρεωτικὰ ἐδῶ ὅτι ἡ Κοινὴ δὲν εἶναι ὅπως παραπλανητικὰ πιστεύεται κανένας γραμματικὸς ἢ γεωγραφικὸς ὅρος, ἀλλὰ δηλώνει καθαρὰ τὴν κένωση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας (ποὺ σημαίνει τὴν καθολικότητα καὶ τὴν οἰκουμενικότητά της μές στὴ δοσμένη ἱστορικὴ περίοδο), ἡ ὁποία καὶ ἐπέτρεψε τὴν κοινωνία μὲ τοὺς πρώην «βαρβάρους» τῆς Ἀνατολῆς, τοὺς ὡστόσο πνευματικὰ ὑπερισχύοντας, ὅπως διαπιστώνει ὁ Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεὺς στοὺς Στρωματεῖς του. Ἀπὸ ἐδῶ καὶ τὸ χάσμα τὸ ὁποῖο μεταμορφώνει κατὰ τρόπο διαρκῆ τὴ γλώσσα ἀπὸ οἰκεία σὲ οἰκεία-ξένη ταυτόχρονα. Ἡ ἀλλοίωση αὐτὴ — ποὺ τὸ νόημά της ἤτανε βέβαια καθαρὰ θεολογικό, ὅπως ἀποδείχτηκε, καὶ ἀκατανόητο ἔξω ἀπὸ τὴ θεολογία — ἑπόμενο ἦταν ν᾿ ἀφήσει δευτερογενῶς τὰ σημάδια της καὶ στὴ γραμματική.

    51. Ἐνδιαφέρον ὅτι οἱ ὀρθολογικῶς κινούμενοι θιασῶτες ψοῦ μονοτονικοῦ-ἀτονικοῦ-φωνητικοῦ συστήματος περιπίπτουν σὲ καθαρὰ λογικὲς ἀντιφάσεις. Ὁλόκληρη ἡ φασαρία τῆς μεταρρύθμισης γίνεται φυσικὰ γιὰ μιὰν οἰκονομία στὴν ἀνάγνωση καὶ στὴ γραφή. Ἀφενός. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ παρατηροῦμε μιὰν ἐπίμονη ἐπίκληση καὶ καταφυγὴ στὴν ἔννοια, ἴσον ἐπινόηση, τῶν συμφραζομένων, τὰ ὁποῖα μᾶς λένε, ὡς διὰ μαγείας θὰ λύνουν κάθε παρεξήγηση καὶ κάθε σκόνταμα σὲ ἀνάγνωση καὶ σὲ γραφή. Ἡ λέξη μπορεῖ θαυμάσια νὰ εἶναι καὶ ἀσυντρόφευτη, ἐπαναλαμβάνω. Οἱ νεωτεριστὲς γενικῶς δὲν κάνουν ἄλλο παρὰ νὰ περιπλέκουν τὸ ἔργο τῆς ἀνάγνωσης δίχως νὰ ἔχουν πάλι ἁπλοποιήσει καὶ τόσο δραστικὰ τὴ γραφή. — Ἢ μήπως πρόκειται καὶ ἐδῶ γιὰ τοὺς γνωστούς μας πρωθύστερους ἀναγνῶστες, αὐτοὺς ποὺ ξέρουν τὰ περιεχόμενα τοῦ βιβλίου ἐκ τῶν προτέρων (συμφραζόμενα) καὶ διαβάζουνε γιὰ μιὰν ἁπλὴ ἐπιβεβαίωση· ἀναγνῶστες οἱ ὁποῖοι περιέργως δὲν σκέφτηκαν ἀκόμα πὼς γιὰ τὴν ὁλοκληρωτικὴ οἰκονομία κι ἴσως ἐπίσης καὶ γιὰ τὸ καλὸ τῆς ποίησης κάποτε θά ᾿πρεπε νὰ προβοῦν στὴν ἔσχατη συνέπεια παύοντας νὰ διαβάζουν ἐντελῶς.

    52. Καὶ πάλι σὲ δεύτερη σκέψη δὲν μοῦ φαίνεται καὶ πολὺ ρεαλιστικὴ ἡ σειρὰ τῆς ἐξέλιξης ποὺ ὑποθέτω ἐδῶ. Τὸ πιὸ πιθανὸ εἶναι πὼς ἡ φωνητικὴ ὀρθογραφία θὰ εἶναι τὸ κατευθείαν ἑπόμενο βῆμα, ὁπότε οἱ τόνοι ἀχρηστεύονται αὐτόματα.

    53. Σημειώνω, ἔτσι μόνο γιὰ τὴν ἱστορία, ἕνα ἄρθρο δικό μου στὸ τευχ. 25 (Μάρτιος 1979) τοῦ Πολίτη «Οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα τοῦ κακοῦ» ποὺ ὅμως ἕλαβε ἀκαριαῖα (ἢ ἀκαριαία) ἀπάντηση ἀπὸ τὴν Ἀλόη Σίδερη τῆς ΟΙΕΛΕ στο τεῦχος 26 τοῦ Πολίτη, («Χωρὶς ἐμπάθεια»), ἀπὸ τὴν Φούλα Χατζηδάκη («Δὲν πρέπει νὰ γίνονται ἐπιμέρους βελτιώσεις;») καὶ τὸν Α. Κανταρτζῆ («Γιὰ τοὺς τόνους καὶ τὰ πνευματα τοῦ κακοῦ, τοῦ Α. Ἐλεφάντη»).
    Σημειώνω ἐπίσης ἕνα ἄρθρο τῆς Σοφίας Σκοπετέα στὸ περιοδικὸ ᾽Εποπτεία (Μάρτιος 1981, τεῦχ. 55, «Τὰ ἰῶτα καὶ ἡ κεραία») ποὺ κάτι ἀράδιαζε γιὰ τὴ σύγχυση μεταξὺ τοῦ ἐπιρρήματος καὶ τοῦ κατηγορηματικοῦ προσδιορισμοῦ θηλυκοῦ γένους, γιὰ τὴν ἐκφραστικὴ καὶ τὴν ποιητικὴ διάσταση τῆς γλώσσας ποὺ μὲ τὸ μονοτονικὸ κινδυνεύει. Πρόσθετε ἀκόμη ὁτι ἡ εἰσαγωγὴ τοῦ μονοτονικοῦ εἶναι τὸ πρῶτο σκαλοπάτι γιὰ τὴν καθιέρωση τοῦ ἀτονικοῦ συστήματος, τὴν κατάργηση τῆς ἱστορικῆς ὀρθογραφίας, καὶ ἑπομένως πλῆγμα σοβαρὸ στὴν ἴδια τὴν γλώσσα.
    Καὶ γιὰ νὰ ὁλοκληρωθεῖ ὁ φτωχὸς κατάλογος δὲν θὰ ᾿πρεπε νὰ παραλείψει κανεὶς μερικὰ σχόλια καὶ ἄρθρα τῆς Μεσημβρινῆς.
    Ἴσως μοῦ διαφεύγουν ὁρισμένες τοποθετήσεις, ἀλλὰ κι ἅν προστεθοῦν πάλι ὁ κατάλογος τῶν δημόσιων ἀντιρρήσεων στὸ μονοτονικὸ θὰ παραμείνει φτωχός. Βέβαια ὑπάρχουν καὶ οἱ ἰδιωτικές. Ἀλλὰ αὐτὲς ποιός τὶς ρωτάει;

    54. Ἀντιπαρέρχομαι τὸ οἰκονομικὸ ἐπιχείρημα παρόλο ποὺ εἶναι τὸ μόνο ποὺ ἔχει πραγματικὴ βάση, κι ἂς προτείνεται ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ κάθε ἅλλο παρὰ ἀποδέχονται θεωρητικὰ τὸν προσδιορισμὸ τῆς ἱστορικῆς κίνησης ἀπὸ τὸν οἰκονομικὸ παράγοντα. Καὶ τὸ ἀντιπαρέρχομαι διότι οὕτε οἱ ἴδιοι οὕτε ἡ εἰσηγητικὴ ἕκθεση τοῦ νόμου, οὕτε οἱ εἰσηγητικὲς προτάσεις τῶν εἰδικῶν πῆραν τὸν κόπο νὰ μᾶς ποῦν μερικὰ ἁπλὰ πράγματα. Πρῶτο πόσο θὰ στοιχίσει σὲ χρῆμα ἡ ἐφαρμογὴ τοῦ μονοτονικοῦ; ἐκπαίδευση δασκάλων, ἐκτύπωση νέων διδακτικῶν βιβλίων, ξόδεμα ὡρῶν τῆς παρούσης γενεᾶς νὰ ξεμάθει τὴν ὀρθογραφία ποὺ ξέρει καὶ νὰ μάθει μιὰν ἄλλη, ξόδεμα γιὰ ἀνατύπωση βιβλίων — ποὺ ὣς τώρα ἔχουν ἐκδοθεῖ μὲ πολυτονικὸ σύστημα. Δεύτερο, πόσο ἀκριβῶς ἣ περίπου κερδίζει ἡ ἐθνικὴ οἰκονομία. Τρίτο τίνος οἰκονομία θὰ κερδίσει, τοῦ καταναλωτῆ γραπτῶν κειμένων ἢ τῶν παραγωγῶν (ἐκδοτῶν); Καὶ τέλος ἂν τὸ κέρδος αὐτὸ θὰ συνεπάγεται ἀνάλογη μείωση τῆς τιμῆς τῶν ἐφημερίδων, βιβλίων κ.λπ. Ἐπειδὴ ὅμως τέτοιου εἴδους ἀνοιχτοὺς λογαριασμοὺς δὲν ἔκαναν, οὔτε οἱ ἐφημερίδες-ἐκδότες οὔτε οἱ εἰσηγητὲς οὔτε τὸ Ὑπουργεῖο, ἡ φράση περὶ κέρδους τῆς ἐθνικῆς οἰκονομίας δὲν ἀφορᾶ τὴ γραφὴ τῆς γλώσσας ἀλλὰ τὰ λογιστήριά τους. Σύμφωνοι, λοιπόν, νὰ μὴν εἴμαστε χυδαῖοι ὑλιστές, ἀλλὰ νὰ μὴν εἴμαστε ὅλοι.

    55. Σοφία Σκοπετέα «Τὰ ἰῶτα καὶ ἡ κεραία», Ἐποπτεία, τεῦχ. 55, Μάρτιος 1981.

    56. Πολλοὶ ὡστόσο θεωροῦν τὴν κατάργηση τῆς ἱστορικῆς ὀρθογραφίας καὶ τὴν καθιέρωση «φωνητικῆς» γραφῆς ἀναγκαία, ἂν καὶ λόγοι σκοπιμότητας τοὺς ἐπιβάλλουν προσεκτικὴ πορεία. Ἀντιγράφω: «Στὴ συγκέντρωση (πρόκειται γιὰ συγκέντρωση τῶν τριῶν ἐκπαιδευτικῶν ὀργανώσεων ΟΙΕΛΕ, ΔΟΕ καὶ ΟΛΜΕ στὶς 2.4.79, τὸ ψήφισμα τῆς ὁποίας ὑπὲρ τοῦ μονοτονικοῦ ἐσχολίαζα στὸν Πολίτη) τὸ θέμα (τῆς κατάργησης τῆς ἱστορικῆς ὀρθογραφίας) συζητήθηκε καὶ μάλιστα δὲ βοέθηκε οὔτε ἕνας ποὺ νὰ ὑποστηρίξει πὼς πρέπει νὰ διατηρηθοῦν τὰ η, ω, αι, κ.λπ. μόνο ποὺ θεωρήθηκε πὼς πρέπει νὰ ἐπιδιώξουμε τὴ φορὰ αὐτὴ κάτι ποὺ μπορεῖ νὰ ἐφαρμοστεῖ χωρὶς πολλὲς δυσκολίες, ἐπειδὴ φαίνεται πὼς γι᾿ αὐτὸ οἱ καιροὶ ἔχουν ὡριμάσει». Ἀλόη Σιδέρη, «Χωρὶς ἐμπάθεια», Πολίτης τεῦχος 26.

    57. Γ. Μπαμπινιώτη, «Δασειδαιμονίες ἢ προτοῦ διώξουμε τὰ κακὰ πνεύματα», Καθημερινή, 24-25 Ἰανουαρίου 1982.

    58. Ὅπως γράψαμε καὶ πιὸ πάνω, ὁ ᾽Ιω. Βηλαρᾶς (1771-1823) ἔγινε ὁ εἰσηγητὴς τῆς φωνητικῆς γραφῆς μὲ τὸ ἔργο του «Ρομέηκη γλόσα», ποὺ τὴν ἀφιερώνει πρὸς τὸ «σοφολογηότατο κηρ ᾽Αθανάσηον Ψαλήδαν».

    59. Τὴν ἄποψη γιὰ τὴν εἰσαγωγὴ τοῦ λατινικοῦ ἀλφαβήτου, ποὺ θὰ ἁπλούστευε τὴν ὀρθογραφία μας, ὑποστήριξαν πολλοὶ κατὰ καιρούς, ὅπως ὁ λόγιος μαθηματικὸς ᾽Ελισαῖος Γιαννίδης. Τὸ θέμα ἐπανέρχεται στὶς μέρες μας ἐκ νέου. Οἱ ὑποστηρικτὲς τῆς ἄποψης διατείνονται ὅτι: α) Πέρ᾿ ἀπὸ τὴν ἐπίλυση ὀρθογραφικῶν προβλημάτων, ἡ λατινικὴ λόγω τῆς εἰσβολῆς τῆς ξένης γραφῆς, εἶναι μιὰ ζῶσα πραγματικότητα. β) Τὸ Ἑλληνόπουλο θὰ μποροῦσε νὰ ἐκμανθάνει ἀνετότερα ξένες γλῶσσες. γ) Τὸ λατινικὸ ἀλφάβητο στὴν πραγματικότητα εἶναι ἑλληνικό, χαλκιδαϊκό, ποὺ μεταδόθηκε μέσω τῆς Ἰταλικῆς Κύμης στοὺς Ρωμαίους. Φοβᾶμαι ὅμως ὅτι κάποιοι στὸν τόπο αὐτὸ ξεχνοῦν μερικὰ πράγματα. Οἱ Ρωμαῖοι ἔπαιρναν στοιχεῖα πολιτισμοῦ ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες, γιατὶ δὲν εἶχαν. Ὅταν κάποτε κάποιοι «Ἕλληνες» μιμοῦνταν τοὺς Ρωμαίους, οἱ ἰδιοι οἱ Ρωμαῖοι τοὺς περιφρονοῦσαν καὶ τοὺς ἀποκαλοῦσαν «γραικύλους».

    60. Βαττολογία: περιττολογία, μωρολογία. Κατὰ τὸν Ἡσύχιο: ἀργολογία, ἀκαιρολογία.

    61. Λαπαλισμός: Παιδαριώδης ἀλήθεια. Ὁ ὅρος προέρχεται ἀπὸ τ᾿ ὄνομα τοῦ στρατάρχη ᾽Ιάκωβου ντὲ Λὰ Παλίς, ποὺ σκοτώθηκε στὴ μάχη τῆς Παβίας (1525). Ὁ ἡρωικός του θάνατος ὑμνήθηκε ἀπὸ ἕνα λαϊκὸ στιχούργημα ποὺ ἀναφέρει καὶ τὸ ἀκόλουθο: «Ὁ κ. Ντὲ Λὰ Παλὶς σκοτώθηκε μπρὸς στὴν Παβία. Ἕνα τέταρτο πρὶν σκοτωθεῖ βρισκόταν ἀκόμη στὴ ζωή». Ἔκτοτε τὶς ἀφελεῖς ἐκφράσεις ὀνομάζουμε λαπαλισμοὺς ἢ ἀλήθειες τοῦ κ. Ντὲ Λὰ Παλίς.

    62. Βλ. Δημ. Καταρτζῆ: Τὰ εὑρισκόμενα, ἐκδ. Κ. Δημαρᾶ, σ. 15.

    63. Βλ. παραπάνω σσ. 149-250. Προσθέτουμε ἀκόμη ὅτι ὁ Καταρτζῆς, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς τόνους, τὰ πνεύματα, τὰ διαλυτικὰ καὶ τὸν ἀπόστροφο (ἔτσι τὸ λέει ὁ ἰδιος) πρόσθετε κι ἕνα ἄλλο σημάδι, τὴν καμπύλη ὑφὲν (υ). «Ἡ καμπύλη ὑφέν, γράφει (σ. 248), ἑνώνει δυὸ φωνήεντα, καὶ τὰ κάμνει δίφθογγο: ἥλιος εἰδὲ ὅταν εἶν᾿ ὁ τόνος ἀπάνου στὴ δίψθογγο, ὃ ἔστι ὅταν περισπᾶται, μποροῦμε νὰ παραβλέψουμε τὴν καμπύλη ὑφέν: φυγιο̃».

    64. Σημ. (Γ.Χ.) Σημειώνουμε μιὰ μικρὴ ἀνακρίβεια ἐδῶ· στὴ πραγματικότητα ὁ Λένιν κατήργησε 4 γράμματα ἀπὸ τὸ κυριλλικὸ ἀλφάβητο (ѣ ѳ ѵ і), ἐκ τῶν ὁποίως τὸ ѳ ποὺ προήρχετο ἀπὸ τὸ ἑλληνικὸ θ ἀλλὰ προφερόταν πλέον φ.

    65. Σημ. (Γ.Χ.) Σημειώνουμε μιὰ μικρὴ ἀνακρίβεια ἐδῶ· στὴ πραγματικότητα ὁ Λένιν κατήργησε 4 γράμματα ἀπὸ τὸ κυριλλικὸ ἀλφάβητο (ѣ, ѳ, ѵ, і), ἐκ τῶν ὁποίων τὸ ѳ προήρχετο ἀπὸ τὸ ἑλληνικὸ θ ἀλλὰ προφερόταν πλέον φ.

    66. Σημ. (Γ.Χ.) Ὁ Ἀχμὲτ Λαχντὰρ πρότεινε μία ἁπλοποιημένη ἀραβικὴ γραφή, ποὺ χρησιμοποιεῖται στὶς ὁδικὲς πινακίδες τοῦ Μαρόκκου.

    67. [Σημείωση Γ.Χ.] Στὶς Παρεμβάσεις, ὁρισμένοι σύνεδροι, πιστοὶ στὴν ἰδεολογία τους, χρησιμοποίησαν τὸ μονοτονικὸ σύστημα. Παρ᾿ ὅλη τὴν ὀπτικὴ μόλυνση ποὺ προκαλεῖται ἔτσι στὸν ἱστοχῶρο μας, διαλέξαμε νὰ κρατήσουμε αὐτούσια τὰ κείμενα, ὄχι βεβαίως ἀπὸ σεβασμὸ γιὰ τὴν ἐπιλογὴ τῶν ἀτόμων αὐτῶν —γιατί νὰ τοὺς σεβαστοῦμε ἀφοῦ οἱ ἴδιοι οἱ μονοτονιστὲς δὲν σέβονται τὴν τονικὴ ἐπιλογὴ κανενός;— ἀλλὰ γιατὶ θεωροῦμε ὅτι αὐτὸ θὰ βοηθήσει τὸν ἀναγνώστη στὴν ὀρθότερη ἑρμηνεία, κατανόηση καὶ ἀξιολόγηση τῶν λεγομένων τους. Κατὰ MacLuhan: The medium is the message, καὶ ἐδῶ τὸ medium εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἀκρωτηριασμένη ἑλληνικὴ γραφή. 

    68. Ὁ ὑπαινιγμὸς δὲν ἀφορᾶ βέβαια στὴν κ. Γ. Παπαβραμίου, ποὺ ἔχει τὴν διορθωτικὴ ἐπιμέλεια τοῦ παρόντος βιβλίου. Ἡ κ. Παπαβραμίου ἔχει μία ὀρθογραφικὴ εὐαισθησία, ὥστε νὰ σέβεται ἀκόμη καὶ τὴ βαρεία καὶ τὴ δασεία ἐπὶ τοῦ ῥό. Γι᾿ αὐτὰ —καὶ γιὰ πολλὰ ἄλλα— τὴν εὐχαριστῶ. Ὁμοίως καὶ τὸν ἐπιμελητὴ τῆς ἐκδόσεως κ. Χρ. Σταυρόπουλο, ποὺ πασχίζει τὴν παλιὰ καλὴ παράδοση τῆς ὑπευθυνότητας.

    69. Ἀντιγράφουμε ἀπὸ τὸ μικρὸ βιβλίο τοῦ Ἐλύτη «Τὰ δημόσια καὶ τὰ ἰδιωτικά», ποὺ κυκλοφόρησε πέρσι ἀπὸ τὸν ἐκδοτικὸ οἶκο «Ἴκαρος»: «... Ἡ πολυαιώνια παρουσία τοῦ ἑλληνισμοῦ πάνω στὰ δῶθε ἢ ἐκεῖθε τοῦ Αἰγαίου χώματα ἔφτασε νὰ καθιερώσει μιὰν ὀρθογραφία ὅπου τὸ κάθε ὠμέγα, τὸ κάθε ὕψιλον, ἡ κάθε ὀξεῖα, ἡ κάθε ὑπογεγραμμένη δὲν εἶναι παρὰ ἕνας κολπίσκος, μιὰ κατωφέρεια, μιὰ κάθετη βράχου πάνω σὲ μιὰ καμπύλη πρύμνας πλεούμενου, κυματιστοὶ ἀμπελῶνες, ὑπέρθυρα ἐκκλησιῶν, ἀσπράκια ἢ κοκκινάκια, ἐδῶ ἢ ἐκεῖ, ἀπὸ περιστεριῶνες καὶ γλάστρες μὲ γεράνια.»

    70. Ἡ πολύχρονη ἀπουσία μου ἐκτὸς Ἑλλάδος μοῦ ἔχει στερήσει τὴν δυνατότητα ἀμεσότερης πρόσβασης στὴν τρέχουσα νεοελληνικὴ βιβλιογραφία. Χρησιμοποιήσα γιὰ τὴν ἀνακοίνωσή μου τὰ ἑξῆς βοηθήματα: Ἡ δίκη τῶν τόνων (ἡ πειθαρχικὴ δίωξις τοῦ καθηγ. Ἰ. Θ. Κακριδῆ), Βιβλιοπωλεῖον τῆς ῾Εστίας, Ἀθήνα χ.χ., τὰ Πρακτικὰ τῆς Βουλῆς (ὁλομέλεια) τῆς συνεδρίας τῆς 11ης ᾽Ιανουαρίου 1982·, σελ. 456-470 (= ΠΒ), τὸ ἄρθρο τοῦ ῎Εμμανουὴλ Κριαρᾶ, «Τὸ καθιερωμένο μονοτονικό», γραμμένο τὸν Σεπτέμβρη τοῦ 1983 (Ἐ. Κριαρᾶς, Λόγιοι καὶ δημοτικισμός, Ἀθήνα 1987, σελ. 119-139), κείμενο ἑνὸς ἀπὸ τοὺς πρωτεργἀτες τῆς καινοτομίας τοῦ μονοτονικοῦ, γραμμένο μὲ μετριοπάθεια καὶ ἡπιότητα), σώματα τῶν περιοδικῶν ᾽Αντὶ καὶ Ὁ Πολίτης, καὶ λιγοστὰ ἄλλα δημοσιεύματα ὅπως: Στέλιος Ράμφος, Γλωσσοδιορθωτὲς καὶ τονοφάγοι, Ἀθήνα 1983, καὶ Β. Κωνσταντῖνος, «Ἡ διαδικασία ἐπιβολῆς τοῦ μονοτονικοῦ». Πολιορκία 1/47, 1992, σελ. 51-58. Ἀναζητώντας τὴν τελευταία βιβλιογραφία σὲ ἀθηναϊκὰ βιβλιοπωλεῖα βρῆκα ἐπίσης τὸ βιβλίο: Χαρὰ Τσικοπούλου, Ἡ μονοτονικὴ γραφή, ὁ σύγχρονος δούρειος ἵππος, βʹ ἔκδοση ἐπαυξημένη, Αθήνα 1905, βιβλίο ἀπαράδεκτο στὰ συμπεράσματά του, ἀλλὰ χρήσιμο γιὰ τὶς πληροφορίες του, ποὺ ὅμως δὲν μπορῶ νὰ γνωρίζω ἅν εἶναι πάντοτε ἀκριβεῖς, καὶ γιἀ τὴν βιβλιογραφία του. Σύμφωνα μὲ τὸ βιβλίο αὐτὸ ἡ καθιέρωση τοῦ μονοτονικοῦ ὀφειλεται σὲ σκοτεινὲς δυνάμεις τῆς ἀλλοδαπῆς, ποὺ «μεθοδεύουν τὸν ἀφελληνισμὸ τοῦ λαοῦ μας καὶ τὸν ὁλοσχερῆ ἐθνικὸ ἀφανισμό μας» — οἱ δυνάμεις αὺτές, ὄπως ἐξηγεῖται παρακάτω, εἰναι τὸ Βατικανό, ὁ Σιωνισμὸς καὶ τὸ πολυεθνικὸ κεφάλαιο (!).

    71. Γιὰ τὰ φρονήματά μου αὐτὰ ἔχω ἤδη ἐπισύρει μιὰν ἐπίπληξη —βλ. Ἑλληνικά, 44 (1994), σελ. 514 καὶ 532. Εἰδικότερα κατηγοροῦμαι ὅτι δὲν δέχθηκα νὰ ἀναμειχθοῦν πολυτονικὰ καὶ μονοτονικὰ ἑλληνικὰ κείμενα στὴν ἔκδοση τῶν Πρακτικῶν διεθνοῦς συνεδρίου ποὺ ἐπιμελήθηκα —«στὸ πλαίσιο μιᾶς ἀνεξήγητης συντηρητικότητας»— κι ὅτι τὸ σύστημα τῆς ἱστορικῆς ὀρθογραφίας ποὺ ἔχω ἐπιλέξει εἶναι «ἀσύμφορο, κάποτε» καὶ «ὑπερσυντηρητικό». Παραθέτω ἐδῶ ὁρισμένες παλαιότερες ἀπόψεις: «Ὀρθογραφικὰ θέματα σὲ παλιότερα νεοελληνικἀ κείμενα», στὸν τόμο: Ἐμμανουὴλ Κριαρᾶς, Μεσαιωνικὰ μελετήματα - Γραμματεία καὶ γλῶσσα, τόμ. Βʹ, Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 510-511: «Κατὰ τὴν ἔκδοση κειμένων ποὺ καθόλου δὲ δημοτικίζουν θὰ τηρήσουμε τὴν παραδοσιακὴ ὀρθογραφία τῆς ἀρχαΐζουσας γλώσσας... Προκειμένου ὅμως γιὰ κείμενα παλιότερων ἐποχῶν, ἔστω καὶ ἂν αὐτὰ εἶναι γραμμένα στὴ νεοελληνικὴ γλῶσσα, δὲν ὑπάρχει κανεὶς πρακτικὸς λόγος νὰ ὁδηγηθοῦμε στὴν ἁπλούστευση». Ἀλλὰ «τώρα ποὺ ἐφαρμόζουμε τὸ ἁπλοποιημένο τονικὰ σύστημα στὴ χρήση τῆς σύγχρονης γλώσσας μας, εἶναι κανονικὸ νὰ τὸ ἐφαρμόζομε καὶ ὅταν ἐκδίδομε μεσαιωνικὰ δημώδη κείμενα» (σελ. 520). Ὁ Μανόλης Γιαλουρἀκης (Αὐριανὴ τῆς 4.10.1983) ζήτησε τὴν ἀπαγόρευση τῆς ἐκτύπωοης πολυτονικῶν κειμένων, μὲ νόμο: «Τὸ πνεῦμα τῆς Ἀλλαγῆς δὲν φτάνει ἀπὸ μόνο του. Χρειάζεται κάποτε καὶ τὸ τσεκούρι τοῦ Κολοκοτρώνη!».

    72. ΠΒ, σελ. 465.

    73. Ἡ μόνη περίπτωση ποὺ γνωρίζω εἶναι ἡ θαυμάσια κατὰ τὰ ἄλλα ἔκδοση τῶν Αἰσώπου μύθων τοῦ Ανδρονίκου Νουκίου καὶ τοῦ Γεωργίου Αἰτωλοῦ, μὲ φιλολογικὴ ἐπιμ. τοῦ Γ.Μ. Παράσογλου, Νέα Ἑλληνικὴ Βιβλιοθήκη, Ἑρμῆς, Ἀθήνα 1993.

    74. Ἐ. Κριαρᾶς. «Τὸ καθιερωμένο», σελ. 136-137: «Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὁρισμένοι κλασικοὶ φιλόλογοι τοῦ ἑξωτερικοῦ εἶναι σκεπτικοὶ ἢ ἀρνητικοὶ μπροστὰ στὸ νέο σύστημα. Τοὺς ἀνατρέπει συνήθειες μιᾶς ὁλόκληρης ζωῆς ἢ καὶ αἰώνων... Καὶ ἐνδιαφέρονται γιὰ τὸ θέμα μας... γιατὶ πλῆθος νεοελληνικὲς λέξεις συμπίπτουν ἀπόλυτα ἥ ἑνμέρει μὲ λέξεις τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς. Ἀκόμη συνδέουν τὸ θέμα μὲ τὸ ζήτημα πῶς θὰ τυπώνονται τὰ μεσαιωνικὰ καὶ τὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ κείμενα. Τὸ ζήτημα σχετικὰ μὲ τὰ ἀρχαῖα κείμενα ἐνδιαφέρει κι ἐμᾶς καὶ ὑφίσταται πάντοτε. Ἔχω πάντως τὴ γνώμη ὅτι ἀργὰ ἢ γρήγορα θὰ ἕπρεπε νὰ καθιερωθεῖ καὶ γιὰ τὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ τοῦ λυκείου τὸ μονοτονικό».

    75. Ἄγγελος Ἐλεφάντης, «Οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα τοῦ κακοῦ», Ὁ Πολίτης, τεῦχος 25, Μάρτιος-Ἀπρίλιος 1979, σελ. 13.

    76. ΠΒ, σελ. 457, 459, 460, 462 καὶ 466.

    77. Βλ. π.χ. T.C. Skeat, «The use of dictation in ancient book production», Proceedings of the British Academy, τόμ. XLII (1958), σελ. 179-208. Γιὰ τὸν λειτουργικὸ ἐνίοτε ρόλο τῶν τὀνων πέρα ἀπὸ τὴν καθιερωμένη χρήση τους βλ. N. Noret, «Notes de ponctuation et d'accentuation byzantines», Byzantion, τόμ. IXV (1995), σελ. 79-88.

    78. ΠΒ, σελ. 457, 459, 464 καὶ 466. Γιὰ τὴν σημασία τοῦ αἰώνα αὐτοῦ καὶ γιὰ τὴν εἰσαγωγὴ τῆς μικρογράμματης γραφῆς βλ. P. Lemerle, Le premier humanisme byzantin, Παρίσι 1971, σελ. 112 κ.ἑ. καθὼς καὶ σελ. 118 κ.ἑ.

    79. Βλ. τὸ σύντομο μελέτημά μου «Οἱ περιπέτειες τῆς ἐθνικῆς μας ταυτότητας», Παλίμψηστον, τεῦχος 4 (1987), σελ. 205-212.

    80. Ὁ Ἐ. Κριαρᾶς (Ἀντί, τεῦχος 336, 2 Ἰανουαρίου 1987, σελ. 44-45) κατατάσσει τοὺς ἀντιπάλους τοῦ μονοτονικοῦ σὲ τρεῖς κατηγορίες ποὺ θυμίζουν λίγο τοὺς κύκλους τῆς Κόλασης τοῦ Dante: «Τὴν πρώτη κατηγορία ἀποτελοῦν ὁρισμένοι «φύσει» συντηρητικοί, ποὺ κάθε νεοτερισμὸς τοὺς ἀναστατώνει... Μιὰ δεύτερη κατηγορία συγκροτοῦν ὁρισμένοι φιλόλογοι-ἐρευνητὲς... ποὺ ἔχουν τὴν ἐντύπωση ὅτι κλονίζεται τὸ γόητρό τους ἂν δεχτοῦν κάτι ποὺ αὐτοὶ δὲν τὸ εἰσηγήθηκαν. Στὴν τρίτη κατηγορία ἀνήκουν οἱ νωχελεῖς». Βλ. καὶ Ἀντί, τεῦχος 343, 10/16 Ἀπριλίου 1987, σελ. 49. Στὸν Πολίτη, τεῦχος 26, Μάιος 1979, σελ. 56-58, ἀντικρούεται τὸ ἀρχαιοελληνικὸ ἄλλοθι ἀπὸ τὴν Ἀλόη Σιδέρη, ποὺ ὄμως καταλήγει στὰ ἵδια: «Ὅπως οἱ ἀρχαῖοι Ἔλληνες, λοιπόν, ἔτσι κι ἐμεῖς δὲ χρειαζόμαστε τὸ ἀλεξανδρινὸ τονικὸ σύστημα». Οἱ μεσαιωνικοὶ Ἕλληνες, ποὺ ἐπίσης δὲν τὸ χρειάζονταν, ἀλλὰ τὸ χρησιμοποιοῦσαν, ἐξαφανίζονται.

    81. ΠΒ, σελ. 450.

    82. ΠΒ, σελ. 462, 467.

    83. Ἐ. Κριαρᾶς. «Τὸ καθιερωμένο», σελ. 137-138.

    84. Ὁ Πολίτης, τεῦχος 25, Μάρτιος-Ἀπρίλιος 1979, σελ. 13-16.

    85. Ὁ Πολίτης, τεῦχος 25, Μάρτιος-Ἀπρίλιος 1979, σελ. 13 καὶ ΠΒ, σελ. 461 καὶ 464: «ἀπαλλαγὴ τῆς ἑλληνικῆς γραφῆς ἀπὸ τὶς ἀλυσίδες της, ποὺ τὴν κρατοῦν δέσμια κατατυραννώντας τὴ μάθηση».

    86. ΠΒ, σελ. 463-464.

    87. Ὅπ.π., σελ. 458-459, 468.

    88. Ὅπ.π., σελ. 459, 465, 468.

    89. Ὅπ.π., σελ. 15.

    90. Βλ. τὸ ἅρθρο τοῦ Λίνου Πολίτη στὴν Καθημερινή, 7-8 Φεβρουαρίου 1982 —«πρώτη μιὰ ἐφημερἱδα τῆς Θεσσαλονίκης (ἡ Μακεδονία) γιὰ λόγους καθαρὰ πρακτικοὺς»— καὶ Ἐ. Κριαρᾶς, «Τὸ καθιερωμένο», σελ. 133. Βλ. ἀκόμη ΠΒ, σελ. 458, 459 καὶ 468.

    91. ΠΒ, σελ. 458 καὶ 468.

    92. ΠΒ, σελ. 458 καὶ 468. Σωφρόνης Χατζησαββίδης, «Ἰδεολογικὲς ἀναζητήσεις στὸ χῶρο τῶν τονικῶν συστημάτων», ᾽Αντί, τεῦχος 322, 18 Ἰουλίου 1986, σελ. 47-48.

    93. ΠΒ, σελ. 458 καὶ 468. Ἀντί, τεῦχος 322, 18 Ἰουλίου 1986, σελ. 47-48. Βλ. καὶ τὴν διακήρυξη 48 κορυφαίων Νεοελλήνων λογοτεχνῶν (14 Νοεμβρίου 1985), ποὺ τὴν γνωρίζω ἀπὸ τὰ Ἀντί, τεῦχος 314, 11 Ἀπριλίου 1986, σελ. 48-51.

    94. Χαρὰ Τσικοπούλου, ὅπ.π., σελ. 75-77 καὶ 88.

    95. Δελτίο τοῦ Κέντρου Λογοτεχνικῆς Μετάφρασης. Γαλλικὸ Ἰνστιτοῦτο Ἀθηνῶν, τεῦχος 19ο, Ἰούνιος 1994.

    96. Συνέντευξη στὸ περιοδικὸ «Ἄρδην». Ἢ συζήτηση ἔγινε μὲ τὸν δημοσιογράφο κ. Γιῶργο Ρακκᾶ καὶ δημοσιεύθηκε σὲ δυὸ συνέχειες: στὸ τ. 52 μὲ τίτλο «Ἡ ἐκδίκηση τῶν τόνων» καὶ στὸ τ. 53 μὲ τίτλο «Ἡ μεγάλη τῶν Παριζιάνων διαφωτιστῶν σχολή». Εἶχε προηγηθεῖ μία βραχύτεοη συνέντευξη, τὴν 1/9/2004, στὸν «Ἀντιφωνητη» (Δεκαπενθήμερο πανθρακικὸ ἔντυπο γνώμης), ποὺ βγαίνει στὴν Κομοτηνὴ ἀπὸ τὸν Κώστα Καραΐσκο. Ὁ «Ἄντιφωνητὴς» εἶναι ἕνα ὑποδειγματικὸ ἔντυπο, τὸ ὁποῖο τυπώνεται μὲ τὴν ἱστορικὴ ὀρθογραφία.

    97. Περισσότερα, γι᾿ αὐτὴ τὴν ἰδιοτροπία τοῦ Α.Ψ.Κ., βλ. Πολύζος, Ν. καὶ συν., 2004. Τὸ Κόστος τῆς Ψυχοθεραπείας (Οἰκονομικὴ καὶ Λειτουργικὴ Ἀξιολόγηση μιᾶς Ἡμερήσιας Ψυχοθεραπευτικῆς Μονάδας). Ἀθήνα, Ἐναλλακτικὲς Ἐκδόσεις.

    98. «Σὲ μιὰ τέτοια περίπτωση ἡ γλωσσικὴ διδασκαλία θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι ὀργανικὰ συναρτημένη μὲ τὸ βασικὸ κλειδὶ τῆς ἀρχαίας γραμματικῆς. Καὶ τὸ βασικὸ αὐτὸ κλειδὶ δὲν εἶναι θεωρητικολογία ἀλλὰ πρακτικότατο ὄργανο. Σ᾿ ἕνα μακρὸ παρελθὸν ποὺ ἔφτασε ὣς τὶς μέρες μας, μὲ αὐτὸ τὸ κλειδὶ ἄνοιγαν ὅλες οἱ θύρες τῆς ἔκφρασης. Ἔγραφαν καλὴ «δημοτικὴ» αὐτοὶ ποὺ ἤξεραν καλὰ τὰ ἀρχαῖα καὶ συνεπῶς τὴν καθαρεύουσα» (Τάσος Λιγνάδης, 1989, σ. 327).

    99. Πρβλ. ἐδῶ τὴν ἀποκαλυπτικὴ δυσφορία τοῦ κ. Δ. Μαρωνίτη γιὰ τοὺς κινδύνους ποὺ ἀπειλοῦν τὴ μονολιθικότητα καὶ τὸ... μονοπώλιο τῆς ἀριστερᾶς: «...ἡ περίεργη γλωσσικὴ συναίνεση Ν.Δ. καὶ ΠΑΣΟΚ ἐπέφερε, ἀναμφισβήτητα, πολιτικοῦ καὶ ἰδεολογικοῦ τύπου σύγχυση...», «...ἡ πλήρης οἰκειοποίηση τῆς δημοτικῆς γλώσσας ἀπὸ τὸ ΠΑΣΟΚ, ἀφαίρεσε ἀπὸ τὴν κομμουνιστικὴ ἀριστερὰ τὸ καταρτημένο προνόμιό της νὰ εἶναι ὁ μόνος κομματικὸς σχηματισμὸς ποὺ ἐκφραζόταν ἀποκλειστικὰ ἐδῶ καὶ πενήντα χρόνια στὴ λαϊκὴ γλώσσα, κρατώντας, μόνος αὐτός, σὲ πολιτικὸ ἐπίπεδο ἄμεση γλωσσικὴ ἐπαφὴ μὲ τὰ λαϊκὰ στρώματα»! (στὸ Δημόσιος Διάλογος γιὰ τὴν Γλῶσσα, σ. 191).

    100. «Δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε ὅτι ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα ἐξελίχθηκε ἀπὸ τὴ λεγόμενη «κοινὴ» ὣς τοὺς θρήνους τῆς Ἅλωσης, σὲ μιὰ διάρκεια αἰώνων, ὅταν ἀναγνωσματάριο τῶν παιδιῶν ἦταν ὁ Ὅμηρος. Καὶ πρόβλημα τεχνητῆς καὶ «πεποιημένης» γλώσσας δὲν ἐμφανίσθηκε: ἡ «λόγια» γλώσσα τῶν βυζαντινῶν Πατέρων σώζει ὅλη τὴ ζωντάνια τῆς ἐκφραστικῆς ἀμεσότητας, δίχως νὰ ἔχει οὔτε ἴχνος ἀπὸ τὴν πλαστότητα τῆς κοραϊκῆς «καθαρεύουσας» — τὸ ἴδιο καὶ ἡ ποίηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὑμνολογίας. Ἡ γλώσσα εἶναι θέμα ἤθους, μόνο ὅταν ψευτίζει ἡ ζωή, ψευτίζει καὶ ἡ γλώσσα. Ἡ γλώσσα ἐκφράζει τὸ ἦθος τοῦ λαοῦ, τὴν πιστότητα στὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του, τὴν πνευματική του ταυτότητα καὶ αὐτοσυνειδησία. Κι ὅταν αὐτὴ ἡ αὐτοσυνειδησία ἔχει διχαστεῖ, διχάζεται ἀναπόφευκτα καὶ ἡ γλώσσα. Ἡ «δημοτικὴ» καὶ ἡ «καθαρεύουσα» δὲν εἶναι παρὰ ἡ ἐξωτερικὴ φανέρωση τῆς βαθύτερης πνευματικῆς σχιζοφρένειας ποὺ ταλαιπωρεῖ τὸν νέο Ἑλληνισμὸ διακόσια χρόνια τώρα, εἶναι τὸ τραύλισμα ἑνὸς λαοῦ μὲ διχασμένη πολιτιστικὴ συνείδηση» (Γιανναρᾶς, Χρ., 1989, σ. 162-163).

    101. Ἀξίζει νὰ παραθέσουμε ἐδῶ ἕνα μέρος ἀπὸ τὴν εἰσήγηση ἑνὸς δημοτικιστῆ, γιὰ τὴν συνεισφορὰ τῆς λόγιας γλώσσας: «Ἡ λόγια γλῶσσα, ἀπὸ τὴ μεριά της, ἐπλούτισε πρῶτα πρῶτα τὸ λεξιλόγιο. Ἐξελλήνισε χιλιάδες λέξεις καὶ ἔπλασε καινούργιες γιὰ νὰ ἐκφράσει τὶς νέες ἀνάγκες καὶ θεσμοὺς ποὺ ἀπέκτησε ἡ ἀπελευθερωμένη Ἑλλάδα. Ἔτσι, ἡ γαζέτα ἔγινε ἐφημερίδα, τὸ σπιτάλι νοσοκομεῖο, τὸ καπιτάλι κεφάλαιο, ἡ μπούρσα χρηματιστήριο, τὸ κοντρεμπάντο λαθρεμπόριο, ὁ γκενεράλης στρατηγός, ἡ ντουάνα τελωνεῖο, ἡ συχνάτσα χαρτονόμισμα, ἡ πόστα ταχυδρομεῖο, ὁ ἀβοκάτος δικηγόρος, ὁ μινίστρος ὑπουργός, τὰ ὀφίκια ἀξιώματα κτλ. Ἀρχαῖες λέξεις ποὺ εἶχαν περιπέσει σὲ ἀχρησία ἀνεβίωσαν χάρη στοὺς λογίους, συχνὰ μὲ σημασίες μετατοπισμένες, ὅπως ἀνακωχή, δραστικός, καθηγητής, κατάστημα, μητρικός, ξενοδοχεῖο, συμβόλαιο, εἰσιτήριο κτλ., ἐνῶ χιλιάδες ἄλλες πλάστηκαν ἐξ ὑπαρχῆς, ὡς νεόπλαστες, μὲ βάση τὶς ἀρχαῖες ρίζες, γιὰ νὰ σημάνουν μὲ ἑλληνολεκτικὰ ἰσοδύναμα νέες ἔννοιες καὶ θεσμοὺς (αἰσιοδοξία, ἀνυπολόγιστος, ἀστεροσκοπεῖο, βαθμολογῶ, βασίζω, γραμματολογία, δημοσιογράφος, ὑποβρύχιο, ἔνεση, ποδήλατο, δρομολόγιο, ἐκλαϊκεύω, ἐλαττωματικός, εὑρετήριο, οἰκογένεια, οὐσιαστικό, προσγειώνομαι, προσωρινός, πυροσβέστης, συγκέντρωση, χωροφυλακή, πολιτισμός) (Κοραῆς), καὶ φυσικὰ ὅλο σχεδὸν τὸ θεσμικὸ λεξιλόγιο (πρόεδρος, βουλευτής, εἰσαγγελεύς, κοινοβούλιο κτλ.), ἡ διοικητικὴ καὶ στρατιωτικὴ ὁρολογία (δεκανεύς, λοχίας, λοχαγὸς κτλ.) καὶ βέβαια ἡ ἐπιστημονικὴ ὁρολογία (φυσική, χημεία, μαθηματικά, ἰατρική, βιολογία, νομική). Ὅλες αὐτὲς οἱ λέξεις, ποὺ σήμερα μᾶς φαίνονται αὐτονόητη περιουσία τῆς σύγχρονης γλώσσας, ὑπῆρξαν ἐσκεμμένο ἔργο τῶν λογίων καὶ τῆς καθαρεύουσας — ἔργο ὀνοματουργίας βαρύμοχθο, μεγάλο καὶ ποιητικό. Ἀκόμα, ἡ λογία γλώσσα συνεισέφερε τρόπους συντακτικούς (π.χ. ἐπανέφερε τὴ γενική, καλύπτοντας ἔτσι ἐν μέρει τὸ μεγάλο κενὸ τοῦ ἀπαρεμφάτου), ποὺ δένουν τὴ φράση, τῆς δίνουν πυκνότητα καὶ τὴν κάνουν κατάλληλη γιὰ τὸν ἀφηρημένο λόγο. Τέλος διέσωσε μιὰ φωνητικὴ ὑφὴ ποὺ διαφυλάσσει τὴν ἐτυμολογικὴ διαφάνεια τῶν λέξεων» (Καλιόρης, Γ.Μ., στὸ Δημόσιος Διάλογος γιὰ τὴν Γλῶσσα, σ. 50-51.

    102. «Ἐγὼ εἶμαι ὑπὲρ τοῦ παλαιοῦ συστήματος, ἐναντίον τοῦ μονοτονικοῦ καὶ ὑπὲρ τῆς διδασκαλίας τῶν Ἀρχαίων Ἑλληνικῶν. Εἶναι ἡ βάση γιὰ νὰ ξέρεις τὴν ἐτυμολογία τῶν λέξεων. Ἡ σημερινὴ κακοποίηση τῆς γλώσσας μὲ ἐνοχλεῖ καὶ αἰσθητικά. Θέλω νὰ δῶ γραμμένο τὸ «καφενεῖον» κι ἂς μὴν προφέρουμε τό «ν». Τώρα, ὅλες οἱ λέξεις ἔχουν μιὰ τρύπα» (Ὀδυσσέας Ἐλύτης, 1991, σ. 1).
    «...ὅπου τὸ κάθε ὠμέγα, τὸ κάθε ὕψιλον, ἡ κάθε ὀξεία, ἡ κάθε ὑπογεγραμμένη, δὲν εἶναι παρὰ ἕνας κολπίσκος, μιὰ κατωφέρεια, μιὰ κάθετη βράχου πάνω σὲ μιὰ καμπύλη πρύμνας πλεούμενου, κυματιστοὶ ἀμπελῶνες, ὑπέρθυρα ἐκκλησιῶν, ἀσπράκια ἢ κοκκινάκια, ἐδῶ ἢ ἐκεῖ, ἀπὸ περιστεριῶνες καὶ γλάστρες μὲ γεράνια» (Ὀδυσσέας Ἐλύτης, 1990, σ. 9).

    103. Ἐν τούτοις, καὶ χωρὶς νὰ τὸ ἀπαιτήσει ὁ Γληνός, ὁ μπιντὲς (bidet) ἐπεκράτησε καὶ ἔτσι δὲν υἱοθετήθηκε ὁ «πυγονιπτήρ», ποὺ εἰσηγήθηκαν οἱ καθαρευουσιάνοι!...

    104. Ἐπειδὴ τὰ τοῦ Κίσσιγκερ ἀμφισβητοῦνται, συνήθως, ἀπὸ τοὺς ἐπιχώριους ΗΠΑνθρώπους (κατὰ τὸν προσφυέστατο ὅρο τοῦ «Ἀντιφωνητῆ»), αὐτοὶ ἂς περιορισθοῦν σ᾿ αὐτὰ πού, τὸ 1866, ἔλεγε ὁ λόρδος Λοντόνερυ, ὑπουργὸς στὴν κυβέρνηση Πάλμερστον: «Οἱ Ἕλληνες πρέπει νὰ γίνουν λαὸς μικρόψυχος, ὅπως οἱ λαοὶ τοῦ Ἰνδοστάν, γιὰ νὰ εἶναι λιγότερο ἐπικίνδυνοι» (στὸ Καργάκος, 1985, σ. 128).

    105. Βλ., γι᾿ αὐτὸ καὶ γιὰ ἄλλα αὐτῆς τῆς περιόδου ἀπὸ ἐπίσημα πρακτικά, στὸν Γ.Μ. Λαμψίδη, 1993.

    106. Σύμφωνα μὲ τὴ διατύπωση τοῦ Ν. Ζαχαριάδη: «...μπήκαμε μπουνταλάδικα στὸ τσουβάλι τοῦ (Γ.) Παπαντρέου».

    107. Λέμε «σχεδόν», ἐπειδή, κατὰ τὴ μοιραία ἐκείνη νύχτα τοῦ 1982, ὑπῆρχε καὶ ἕτερος λογοτέχνης στὴ Βουλή, ὁ τότε Πρόεδρος τῆς Ν.Δ. Εὐάγγελος Ἀβέρωφ, ὁ ὁποῖος ἐπῆρε τὸν λόγο γιὰ νὰ πεῖ τὰ ἀπίστευτα: «Ἐπὶ τοῦ μονοτονικοῦ, κύριε Πρόεδρε (τῆς Βουλῆς), θὰ ἤθελα νὰ λάβω θέση. Δὲν ἀντιτιθέμεθα κατ᾿ ἀρχὴν (sic!) ἀλλὰ δὲν νομίζουμε ὅτι τέτοιες μεταρρυθμίσεις μποροῦν νὰ γίνουν χωρὶς μιὰ εἰδικὴ μελέτη. Ὅτι χρειάζεται μιὰ εἰδικὴ μελέτη γιὰ τὸ μονοτονικὸ εἶναι προφανές, διότι ναὶ μὲν εἶναι μιὰ ἁπλούστευση ἡ ὁποία θὰ εἶναι χρήσιμη γιὰ τὴν ἁπλούστευση(!) τῶν νέων γενεῶν...», στὸ Λαμπίδης, 1986, σ. 226 κ.ἑ., ἐκπρόσωπο τῆς Ν.Δ. Κ. Μητσοτάκη. Ἄλλος ἐκ τῆς Ν.Δ. δὲν ἔλαβε τὸν λόγον, οὔτε καὶ ὁ Μ. Ἔβερτ, ὁ ὁποῖος ἀργότερα δήλωνε ὅτι «ἕνα ἀπὸ τὰ θετικὰ ἐπιτεύγματα τοῦ ΠΑΣΟΚ ἦταν καὶ ἡ εἰσαγωγὴ τοῦ μονοτονικοῦ». Προφανῶς, ὁ κ. Ἔβερτ συγκατένευε καὶ γιὰ λόγους προσωπικῆς γλωσσικῆς ὑστεροβουλίας! Ἀπουσίαζαν πάντως οἱ δύο κύριοι ἐπινοητὲς τοῦ δράματος: ὁ «συγγραφέας» ἀπολάμβανε, ἐπιτέλους, τὸν θῶκο τῆς προεδρίας, ἐνῶ ὁ σκηνοθετήσας πρωθυπουργός, γριπιῶν, οἰκουροῦσε...

    108. «Τὸ κενὸ τῆς γλωσσικῆς διδασκαλίας δεν θὰ ἦταν τόσο ὀλέθριο, ἂν ἔμενε στὴν πράξη αὐτὸ ποὺ εἶναι. Δηλαδὴ ἕνα κενό. Ὅμως δὲν μένει κενό. Ἔρχεται φυσιολογικὰ νὰ τὸ πληρώσει ἡ διδασκαλία τῆς ξένης γλώσσας. Δὲν διστάζω νὰ πῶ ὅτι τὸ ἑλληνόπουλου στὴν ἐξοπλιστική του ἡλικία πλάθει καὶ ἀσκεῖ τὸ ἐκφραστικό του ὄργανο στὴν ξένη γλῶσσα. Κι ὄχι μόνο σ᾿ αὐτὴ τὴν ἡλικία. Ἀρχίζει τὴν ἀποξένωσή του ἀπὸ τὸ Δημοτικό, ἂν ὄχι ἀπὸ τὸ Νηπιαγωγεῖο»... «Ἡ στοιχειώδης ἔστω γνώση τῶν Ἀρχαίων Ἑλληνικῶν καθιστᾶ εὐχερῆ τῆν διακίνηση ὅποιου ἀβοήθητος μαθητεύει στοὺς μηχανισμοὺς τῆς σύγχρονης γλώσσας. Χωρὶς αὐτὴ τὴν γνώση δὲν μπορεῖ νὰ λειτουργήσει ἐκ θεμελίου τὸ γλωσσικὸ ὄργανο. Δὲν μπορεῖ νὰ μάθει σωστὰ τὴν γλῶσσα του ὅποιος δὲν ξέρει ἀρχαῖα. Μὲ ἄλλα λόγια ἡ κατάργηση τῶν Ἀρχαίων Ἑλληνικῶν δὲν ἀποτελεῖ μόνο ἀποκοπὴ τῆς δυνατότητας γιὰ μιὰ ἄμεση συναναστροφὴ μὲ τὰ ἀρχαῖα κείμενα, ἀλλὰ εἶναι ἀποκοπὴ τῆς δυνατότητας γιὰ μιὰ ἐπαφὴ δυνητικὴ μὲ τὴν πλειονότητα τῶν κειμένων τοῦ ἑλληνικοῦ λόγου ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα ἕως τὶς μέρες μας» (Τάσος Λιγνάδης, στὸ Δημόσιος Διάλογος γιὰ τὴν Γλῶσσα, 1988, σ. 145, 146).

    109. «Θέλω ἁπλῶς νὰ εἰδοποιήσω ὅτι ὁ καβγὰς γιὰ τὴν γλώσσα εἶναι καβγὰς γιὰ τὸ πάπλωμα καὶ πάπλωμα κάθε φορὰ εἶναι ἡ χειραγώγηση τῆς παιδείας ἀπὸ τὰ ἑκάστοτε ἐπίσημα κέντρα ἐκπαιδευτικῆς πολιτικῆς. Οἱ περιπέτειες τῆς ἐκπαιδευτικῆς γλώσσας δὲν ἔχουν καμιὰ σχέση οὔτε μὲ τὴν ἐπιστήμη τῆς γλώσσας οὔτε μὲ τὴν ἐπιστήμη τῆς μαθήσεως» (Γεωργουσόπουλος, κ. 1988, σ. 134).

    110. Παρ᾿ ὅτι, κατὰ τὸν Κορδάτο (1973, σ. 244), «ἤξεραν πὼς ὁ Κακριδῆς στάθηκε πνευματικὸς σύμβουλος τοῦ καθεστῶτος τῆς 4ης Αὐγούστου».

    111. «Ἂν δὲν θέλετε, κύριοι τοῦ ὑπουργείου, νὰ κάνετε φωνητικὴ ὀρθογραφία, τότε πρέπει ν’ ἀφήσετε τοὺς τόνους καὶ τὰ πνεύματα, γιατὶ αὐτοὶ ποὺ τοὺς βάλανε ξέρανε τὶ κάνανε. Δὲν ὑπῆρχαν στὰ ἀρχαῖα ἑλληνικά, γιατὶ ἁπλούστατα ὑπῆρχαν μέσα στὶς ἴδιες τὶς λέξεις. Αὐτοί, οἱ Κριαρᾶς καὶ οἱ ἄλλοι, τὰ κτήνη τὰ τετράποδα ποὺ ἔκαναν αὐτὲς τὶς μεταρρυθμίσεις —αὐτὸ παρακαλῶ νὰ γραφεῖ στὶς ἐφημερίδες— δὲν ξέρουν τὶ εἶναι γλώσσα. Δὲν ξέρουν αὐτὸ ποὺ γνώριζε ἡ κόρη μου στὰ τρία της χρόνια. Μάθαινε μία λέξη καὶ μετὰ ἔψαχνε γιὰ τὶς συγγενεῖς της. Αὐτὸ εἶναι μιὰ γλώσσα. Ἕνα μάγμα, ἕνα πλέγμα, ὅπου οἱ λέξεις παράγονται οἱ μὲν ἀπὸ τὶς δέ, ὅπου οἱ σημασίες γλιστρᾶνε ἀπὸ τὴ μία στὴν ἄλλη, εἶναι μιὰ ὀργανικὴ ἑνότητα ἀπὸ τὴν ὁποία δὲν μπορεῖς νὰ βγάλεις καὶ νὰ κολλήσεις πράγματα, δυνάμει μιᾶς ψευτοκυβέρνησης, καθισμένος σ’ ἕνα γραφεῖο στὸ ὑπουργεῖο Παιδείας. Ἡ κατάργηση τῶν τόνων καὶ τῶν πνευμάτων εἶναι ἡ κατάργηση τῆς ὀρθογραφίας, ποὺ εἶναι τελικὰ ἡ κατάργηση τῆς συνέχειας. Ἤδη, τὰ παιδιὰ δὲν μποροῦν νὰ καταλάβουν Καβάφη, Σεφέρη, Ἐλύτη, γιατὶ αὐτοὶ εἶναι γεμάτοι ἀπὸ τὸν πλοῦτο τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν. Δηλαδή, πᾶμε νὰ καταστρέψουμε ὅ,τι κτίσαμε. Αὐτὴ εἶναι ἡ δραματικὴ μοίρα τοῦ σύγχρονου ἑλληνισμοῦ» (Καστοριάδης, Κ. 1991, σ. ιβʹ).

    112. «Τὰ ἑλληνικὰ εἶναι τραγούδι, ὄχι ἁπλῶς καὶ μόνον ἐπειδὴ ἡ ἐκφορά τους διαθέτει πλούσιο κυματισμό· κι ἄλλες γλῶσσες ἠχοῦν ὄμορφα. Τὰ ἰταλικὰ π.χ. δὲν ὑστεροῦν ἀπ᾿ αὐτῆς τῆς ἀπόψεως. Κάθε γλῶσσα ἔχει τὸν ἦχο της. ῞Ομως μόνον ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα εἶναι τραγούδι, ἐπειδὴ μόνον ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα ἔχει συνείδηση τοῦ ἑαυτοῦ της ὡς τραγουδιοῦ. Τὸ ἀποτύπωμα αὐτῆς τῆς συνείδησης εἶναι οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα τῶν Ἀλεξανδρινῶν», «...Ἡ μουσικὴ δὲν εἶναι στὴν λέξη, ἡ μουσικὴ εἶναι στὴ λέξη σὲ σχέση μὲ τὸ «ἄλλο» της, σὲ σχέση μὲ τί προηγεῖται καὶ τί ἕπεται» (Διονύσης Σαββόπουλος, 1988, σ. 195, 242).

    113. «Ἡ ἐκποίηση τοῦ ἔθνους μὲ τὴν ὑλικὴ ἔννοια θὰ συνοδευθεῖ καὶ ἀπὸ τὴν πλήρη πνευματική του στειρότητα, ἂν ἡ μεταμοντέρνα σύμφυρση μεταξὺ τῶν κακοχωνεμένων δάνειων στοιχείων καὶ ἂν ἡ φθορὰ τῶν ἑλληνικῶν, ἢ ἐν πάσῃ περιπτώσει ἐξελληνισμένων, ἰδεολογημάτων καταλήξει σὺν τοῖς ἄλλοις σὲ συρρίκνωση ἢ ἐργαλειοποίηση τῆς γλώσσας τέτοια, ὥστε νὰ μὴ μπορεῖ πιὰ νὰ παραχθεῖ στὸν νεοελληνικὸ χῶρο τὸ μόνο προϊὸν ποὺ —ἀκριβῶς χάρη στὴ μοναδικὴ δυναμικὴ μιᾶς πολυστρώματης καὶ παμπάλαιας γλώσσας— ἔχει παραχθεῖ ὣς τώρα σὲ ὑψηλὴ ποιότητα: ποίηση» (Κονδύλης, Π., 1991, σ. 47).

KIPEPOS Banner
Ἄνοιγμα δεξιᾶς πλευρᾶς μόνο γιὰ ἐκτύπωση