Εἶμαι ἀνήκοος. Ὅταν ἤμουν τριῶν χρονῶν περίπου, ἔχασα ὁριστικὰ τὴν ἀκοή μου. Ἔκτοτε δὲν θυμᾶμαι πλέον τί εἶναι ἡ αἴσθησι τοῦ ἤχου, τί σημαίνει αὐτὸ τὸ ἰδιαίτερο βίωμα ν᾿ ἀκοῦς, ν᾿ ἀφουγκράζεσαι, ν᾿ ἀντιλαμβάνεσαι τὸν ἦχο μὲ τὰ γνωρίσματά του. Θυμᾶμαι ὅτι μέχρι ἐκείνη τὴν περίοδο τῆς ζωῆς μου συνομιλοῦσα μὲ τοὺς γύρω μου, ἄκουγα παιδικὰ παραμύθια καὶ τραγουδάκια, ὅπως κάθε ζωηρὸ παιδὶ ποὺ ὁρμᾷ νὰ ἐξερευνήσῃ τὸν κόσμο. Ἀλλὰ δὲν θυμᾶμαι τὸ ἀκουστικὸ βίωμα. Ἡ φθογγόγλωσσα ἔπαψε πλέον νὰ ἔχῃ ἠχητικὴ ὑπόστασι γιὰ μένα.
Ἔ, καὶ λοιπόν; Χάνοντας τὴν ἠχητική της ὑπόστασι ἡ ἑλληνικὴ φθογγόγλωσσα ἀπέκτησε γιὰ μένα μίαν ἄλλη, ἀπροσμέτρητα σημαντικὴ ὑπόστασι: τὴν ὀπτική. Θυμᾶμαι πολὺ ἔντονα, σὰν νὰ εἶναι ἀκόμα ἡ πρώτη φορά, τὸ ἐνδιαφέρον καὶ τὴν συγκίνησι ποὺ μοῦ προκαλοῦσαν οἱ γραπτὲς λέξεις, καθὼς ἔδειχναν νὰ ὑφαίνουν τὸ χαρτὶ καὶ νὰ ἀποτυπώνουν τὴν πανδαισία τῶν παραστάσεων μὲ τὶς ἀριστοτεχνικὲς πινελιὲς ποὺ ἔρριχναν πάνω τους οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα.
Μεγάλωσα καὶ μεστώθηκα μὲ τὸ πολυτονικό. Ἡ ψιλή, ἡ δασεῖα, ἡ ὀξεῖα, ἡ βαρεῖα καὶ ἡ περισπωμένη ἔμοιαζαν στὰ μάτια μου μὲ ἕνα ἀπόλυτα συγχρονισμένο κουϊντέττο ποὺ τραγουδοῦσε τὴν μελῳδία τῆς ψυχῆς τῶν λέξεων ποὺ διάβαζα καὶ ἔγραφα. Οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα ἐξιστοροῦσαν μπροστὰ μου ἕνα τεράστιο μήνυμα, ἕνα μήνυμα ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ ἀποκρυπτογραφηθεῖ μόνο ἀπὸ τὶς γυμνὲς λέξεις: τὸ μήνυμα τῆς μακραίωνης μελῳδικῆς προσωδίας τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας. Τὸ παρελθὸν γινόταν ἀνὰ πᾶσα στιγμὴ παρόν, ἡ ἱστορικὴ μνήμη χιλιετηρίδων γινόταν ἀνὰ πᾶσα στιγμὴ καλειδοσκοπικὸ ὀπτικὸ βίωμα στὸ παρόν.
Δὲν μπορῶ νὰ τὸ περιγράψω καλύτερα. Καὶ δὲν προσπαθῶ νὰ κάνω γενικεύσεις. Ἀναφέρομαι μόνο σὲ μένα. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἀκοῦνε, οἱ εὐήκοοι, πιθανὸν νὰ ἔχουν διαφορετικὴ ἄποψι γιὰ τὰ βιώματά τους. Τὰ σέβομαι, ἂν καὶ μοῦ εἶναι τρομερὰ δύσκολο, γιὰ νὰ μὴν πῶ ἀδύνατο, νὰ ἀναπαραστήσω μέσα μου σὲ καθαρὰ διανοητικὴ μορφὴ τὰ ἠχητικὰ βιώματά τους, περνῶντας τα μέσα ἀπὸ τὸ κόσκινο τῆς φυσικῆς, ποὺ σπούδασα ἀργότερα. Γεγονὸς παραμένει, ὅτι τὸ πολυτονικὸ σύστημα ὄξυνε τὴν ὀπτική μου ἀντίληψι καὶ τὴν εὐαισθησία μου νὰ μπορῶ ἀνὰ πᾶσα στιγμὴ νὰ διακρίνω ἄμεσα τὴν δόμησι καὶ τὴν ἐτυμολογικὴ προέλευσι τῶν λέξεων, νὰ μπορῶ νὰ ἐπικοινωνῶ μὲ τὴν ψυχή τους.
Ὅταν κόντευα νὰ τελειώσω τὶς πανεπιστημιακὲς σπουδές μου στὴν χημεία, ἐπιβλήθηκε διὰ νόμου τὸ μονοτονικό. Ἦταν μεγάλο σὸκ γιὰ μένα. Ἔνοιωσα ὅτι κατὰ κάποιον τρόπο εἶχα ἀκρωτηριασθῆ. Οἱ λέξεις ἔμοιαζαν ἔκτοτε ταπεινωμένες, θλιμμένες. Δὲν μποροῦσαν πλέον νὰ ἀναδίδουν στὸ χαρτὶ τὸ ἀπαράμιλλο ἄρωμα τῆς ψυχῆς τους. Φαινόταν ὅτι ἡ ἱστορικὴ γλωσσικὴ μνήμη θὰ συρρικνωνόταν. Ἀποφάσισα, λοιπόν, ἀφοῦ δὲν μοῦ ἐπιτρεπόταν νὰ χρησιμοποιῶ ἐπισήμως τὸ πολυτονικό, νὰ τὸ διατηρήσω τοὐλάχιστον ζωντανὸ στὴν μνήμη μου, τοποθετῶντας το σὰν ἕνα εἶδος ἠθμοῦ ἀνάμεσα στὰ μάτια μου καὶ στὸ μονοτονικὸ ποὺ ἄρχισα νὰ χρησιμοποιῶ. Ἀποφάσισα νὰ μὴν ἐγκαταλείψω ποτὲ τὸ κουϊντέττο τῶν τριῶν τόνων καὶ τῶν δύο πνευμάτων ποὺ μὲ εἶχαν μεστώσει. Τὸ φυλάω μέσα μου σὰν θησαυρὸ μὲ τὴν ἄρρητη ὑπόσχεσι νὰ τὸ ξαναφέρω στὴν χαμένη του πατρίδα, ὅταν ἔλθῃ ἡ ὥρα.
Σήμερα εἶμαι σχεδὸν πενῆντα χρονῶν. Ἔχω πίσω μου σπουδὲς στὴν χημεία καὶ στὴν γλωσσολογία, ποὺ μοῦ ἔχουν δώσει ἀνεκτίμητες γνώσεις γιὰ νὰ μελετῶ καὶ νὰ κατανοῶ τὸν κόσμο. Ἡ κύρια ἐπαγγελματική μου δραστηριότητα στὴν δευτεροβάθμια ἐκπαίδευσι ἀνηκόων, ὅπου διδάσκω μὲ τὴν λεγόμενη δίγλωσση μέθοδο, δηλαδὴ μὲ χρῆσι τῆς ἑλληνικῆς κινηματικῆς γλώσσας (sign language, langue des signes, Gebärdensprache) καὶ τῆς γραπτῆς ἑλληνικῆς φθογγογλώσσας, καθὼς ἐπίσης καὶ ἡ ἑρευνητικὴ καὶ διδακτική μου δραστηριότητα στὴν τριτοβάθμια ἐκπαίδευσι μοῦ ἔχουν δώσει τὴν ἀπαραίτητη πεῖρα, ὥστε νὰ μπορέσω νὰ ἀποστασιοποιηθῶ ἀπὸ τὴν παράλογη διαμάχη σχετικὰ μὲ τὸ διαβόητο «γλωσσικὸ ζήτημα» καὶ νὰ προσπαθήσω νὰ δῶ τὴν ἀντιπαράθεσι μεταξὺ πολυτονικοῦ καὶ μονοτονικοῦ μέσα ἀπὸ μία κατὰ τὸ δυνατὸν ἀντικειμενικότερη προοπτική.
Οἱ φυσικὲς γλῶσσες τοῦ ἀνθρώπου διαθέτουν πάντα δύο εἰδῶν ἀξίες, καὶ συγκεκριμένα τὴν ἐργαλειακὴ (instrumental) καὶ τὴν συμβολικὴ (symbolic) ἀξία. Ἡ ἐργαλειακὴ ἀξία μίας γλώσσας προσμετρᾶται μὲ κριτήριο τὴν ἱκανότητά της νὰ ἀνταποκρίνεται ἀποτελεσματικὰ στὶς ἐπικοινωνιακὲς ἀπαιτήσεις ποὺ ἐγείρονται στὸ κοινωνικὸ περιβάλλον τῆς ἐν λόγῳ γλώσσας. Ἡ συμβολικὴ ἀξία, ἀντίθετα, προσμετρᾶται μὲ κριτήριο τὸ πολιτισμικό της περιεχόμενο, τὸ ὁποῖο ἀναδεικνύει μία ἀπαραγνώριστη ἱστορικὴ διάστασι. Κάθε γλῶσσα, πέρα ἀπὸ κατ᾿ ἐξοχὴν μέσον ἐπικοινωνίας, ἀποτελεῖ τὸν κύριο φορέα πολιτισμοῦ τῆς ἀντίστοιχης κοινότητας ἀνθρώπων, καὶ ἀκριβῶς ἡ συμβολικὴ ἀξία κάθε γλώσσας εἶναι αὐτὸ ποὺ σμιλεύει καὶ ἀνασμιλεύει τὴν συλλογικὴ ἱστορικὴ μνήμη τῆς γλωσσικῆς κοινότητας στὸ διάβα τοῦ χρόνου. Ἡ συγχρονία καὶ ἡ διαχρονία ἀποτελοῦν ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο μεθοδολογικὲς ἔννοιες στὴν ὑπηρεσία τῆς γλωσσολογίας μὲ σκοπὸ τὴν κατὰ τὸ δυνατὸν πληρέστερη ἀνάλυσι καὶ διερεύνησι τοῦ γλωσσικοῦ φαινομένου. Στὴν ἔμπρακτη, ζωντανὴ γλωσσικὴ ἀλληλεπίδρασι συγχρονία καὶ διαχρονία συνυπάρχουν ἀδιάρρηκτα συνυφασμένες ἡ μία μὲ τὴν ἄλλη. Τὸ γλωσσικὸ παρελθὸν ἀφήνει πάντα τὸ «ἀποτύπωμά» του στὸ γλωσσικὸ παρόν, περνῶντας ἐξελικτικὰ ἀπὸ στάδιο σὲ στάδιο.
Αὐτὴ ἡ ἰδιαιτερότητα ἐνισχύεται μὲ τὴν γραπτὴ ἀναπαράστασι τῶν γλωσσῶν. Ἡ ἐγγενὴς ἰδιότητα τῆς γραφῆς νὰ παγιώνει τὰ γλωσσικἀ δείγματα προσάπτει, ἑπομένως, στὶς γραπτῶς ἀναπαραστάσιμες γλῶσσες ἕνα ἀδιαμφισβήτητο πολιτισμικὸ πλεονέκτημα ἔναντι τῶν γλωσσῶν χωρὶς γραπτὴ ἀναπαράστασι. Ὅταν μία γλῶσσα διαθέτει γραπτὴ ἀναπαράστασι, εἶναι εὐνόητο ὅτι τὸ σύστημα γραφῆς τῆς γλώσσας αὐτῆς βελτιστοποιεῖται σ᾿ ἐκείνη ἀκριβῶς τὴν περίπτωσι, ὅπου λαμβάνεται ὑπ᾿ ὄψι ἡ ἰσοζυγισμένη καὶ ἁρμονικὴ συναρμογὴ καὶ τῶν δύο εἰδῶν ἀξιῶν, δηλαδὴ τῆς ἐργαλειακῆς καὶ τῆς συμβολικῆς ἀξίας. Ὅταν δίδεται ἄνιση προσοχὴ μόνο στὴν μία ἀπὸ τὶς ἀξίες αὐτές, τότε εἶναι σαφὲς ὅτι τὸ σύστημα γραφῆς ποὺ ἐπιλέγεται δὲν βελτιστοποιεῖται.
Ἡ θεσμοθετημένη εἰσαγωγὴ τοῦ μονοτονικοῦ συστήματος γιὰ τὴν γραπτὴ ἀναπαράστασι τῆς ἑλληνικῆς φθογγογλώσσας ἀπὸ τὸ 1982 καὶ μετὰ φαίνεται ὅτι ἔγινε μὲ ἄκρως μεροληπτικὴ στάσι ἀπέναντι στὶς ἀξίες αὐτές, ὑπερεκτιμῶντας τὴν ἐργαλειακὴ καὶ ὑποτιμῶντας τὴν συμβολικὴ ἀξία τῆς ἑλληνικῆς φθογγογλώσσας. Εἶναι προφανὲς ὅτι τὸ μονοτονικὸ σύστημα ἁπλουστεύει καὶ διευκολύνει τὴν γραφή, διότι ἀπὸ καθαρὰ τεχνικὴ ἐπικοινωνιακὴ προοπτικὴ οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα δὲν φαίνονται, ἐκ πρώτης ὄψεως, νὰ συμβάλλουν στὴν ἐργαλειακὴ ἀξία τῆς γραφομένης ἑλληνικῆς. Ὅμως, μετὰ ἀπὸ προσεκτικότερη παρατήρησι, αὐτὸ τὸ μᾶλλον σχετικὸ ἐργαλειακὸ πλεονέκτημα ἀποκαλύπτεται ὡς δυσανάλογα μικρὸ σὲ σύγκρισι μὲ τὴν τεράστια ἀπώλεια συμβολικῆς ἀξίας ποὺ ἐπισυμβαίνει βαθμιαῖα. Ὅταν, στὴν Ἀλεξανδρινὴ ἐποχή, εἰσήχθησαν στὴν γραπτὴ ἀναπαράστασι τῆς ἑλληνικῆς οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα, ὑπῆρχε ἕνας πολὺ σημαντικὸς λόγος: ἡ προσωδία εἶχε ἀρχίσει νὰ ἐκλείπῃ. Γιὰ νὰ μπορέσῃ, ἑπομένως, ἡ γραφὴ νὰ ἀναπαραστήσῃ τὸ ἱστορικὸ παρελθὸν τῆς ἑλληνικῆς, διατηρῶντας καὶ προάγοντας τὴν συμβολικὴ της ἀξία, ἐπινοήθηκαν οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα, στοιχεῖα ποὺ διεμόρφωσαν ἕνα εἶδος ὀπτικῆς προσῳδίας. Τὰ «περιττὰ στολίδια», ὅπως αὐτὰ χαρακτηρίζονται μερικὲς φορές, δὲν εἶναι, ὅμως, καθόλου περιττά, διότι ἀναδεικνύουν σὲ βάθος καὶ μία ἐργαλειακὴ διάστασι: ὀξύνουν τὴν ὀπτικὴ ἀντιληπτικὴ ἱκανότητα καὶ διευκολύνουν τὴν γνωσιακὴ προσπέλασι στὸν τρόπο δομήσεως τῶν λέξεων, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ χρησιμοποιῆται ἡ ἑλληνικὴ πιὸ ἀξιόπιστα καὶ δημιουργικὰ στὴν μεταβίβασι ἐπικοινωνιακῶν μηνυμάτων.
Ἴσως εἶναι πιὰ καιρὸς νὰ συνειδητοποιήσουμε τὸ τεράστιο ἀτόπημα ποὺ ἔγινε το 1982 καὶ νὰ ἐπαναφέρουμε τοὺς τόνους καὶ τὰ πνεύματα στὴν χαμένη τους πατρίδα, νὰ ἀπαλλάξουμε τὶς λέξεις ἀπὸ τὴν ταπείνωσι καὶ τὴν θλῖψι τους, νὰ τὶς «δοῦμε» πάλι νὰ τραγουδοῦν τὴν μελῳδία τῆς ψυχῆς τους...