Choose your font:
(The fonts must be already installed on your system in order for your browser to use them.)
Chosen font: Palatino Linotype
Browser type: CCBot/2.0 (https://commoncrawl.org/faq/)
Feedjit Live Blog Stats
Revision exercises
Table of Contents
Ἀσκήσεις
Ἄσκηση 1
Διαλέξτε τὶς λέξεις μὲ τὸν σωστὸ τόνο καὶ τὸ σωστὸ πνεῦμα. Ὅταν τελειώσετε κάντε κλὶκ στὸ κουμπὶ «Τελείωσα!». Ἂν θέλετε νὰ μάθετε ποιές λέξεις διαλέξατε λάθος, κάντε κλὶκ στὸ κουμπὶ «Δεῖξε λάθη!» καὶ οἱ λανθασμένες λέξεις θὰ ἐμφανισθοῦν σὲ κόκκινο χρῶμα (δὲν λειτουργεῖ σὲ ὅλους τοὺς ἱστοπλοηγούς). Γιὰ νὰ ξαναγίνουν μαῦρες ὅλες οἱ λέξεις κάντε κλὶκ στὸ «Κρύψε λάθη!».
[Τὸ κείμενο εἶναι τοῦ Καρκαβίτσα, ἀπὸ τὰ Λόγια τῆς πλώρης .]
Γύρω Γὺρω Γῦρω στὰ κᾶστρα κάστρα κὰστρα ἁνὲμιζαν ἀνέμιζαν ἁνέμιζαν ἀνὲμιζαν οἱ κόκκινες κὸκκινες σημαίες σημαὶες σημαῖες καὶ ἄστραφτε ἅστραφτε ἂστραφτε ἃστραφτε ἆστραφτε ἇστραφτε τῶν κανονιών κανονιὼν κανονιῶν τὸ ἀτσάλι ἁτσάλι ἀτσὰλι ἁτσὰλι ἀτσᾶλι ἁτσᾶλι , ἠχολογοὺσαν ἡχολογούσαν ἡχολογοὺσαν ἠχολογοῦσαν ἡχολογοῦσαν ἠχολογούσαν οἱ σάλπιγγες σὰλπιγγες σᾶλπιγγες καὶ κοκκῖνιζαν κοκκίνιζαν κοκκὶνιζαν δασοφυτρωμένες δασοφυτρωμὲνες παπαρούνες παπαροὺνες παπαροῦνες τὰ φέσια φὲσια . Ὄλα Ὃλα Ὂλα Ὅλα φαίνονταν φαὶνονταν φαῖνονταν πασίχαρα πασὶχαρα πασῖχαρα καὶ γελαστὰ γελαστᾶ γελαστά . Ἒπεσα Ἓπεσα Ἔπεσα Ἕπεσα στὰ γὸνατα γόνατα καὶ μὲ πῆραν πήραν πὴραν τὰ δάκρυα δὰκρυα δᾶκρυα . Ἇχ Ἂχ Ἃχ Ἄχ Ἅχ Ἆχ ναί, τ᾿ ἁδὲρφι ἀδέρφι ἁδέρφι ἀδὲρφι · δὲ φαῖνεται φαίνεται φαὶνεται τόσο τὸσο ὂμορφος ὃμορφος ὄμορφος ὅμορφος ὁ κὸσμος κόσμος στὸν ἅνθρωπο ἂνθρωπο ἃνθρωπο ἆνθρωπο ἇνθρωπο ἄνθρωπο παρὰ ὅταν ὄταν ὃταν ὂταν κινδυνὲψει κινδυνέψει νὰ τὸν χάσει χὰσει χᾶσει !
Ἡ γολὲτα γολέτα ἥταν ἣταν ἦταν ἧταν ἤταν ἢταν Γαλαξειδιῶτικη Γαλαξειδιώτικη Γαλαξειδιὼτικη , τοῦ καπετὰν καπετάν καπετᾶν Καρὲλη Καρέλη . Ἐρχόταν Ἑρχόταν Ἐρχὸταν Ἑρχὸταν ἀπὸ τὸν Σουλινᾶ φορτωμὲνη φορτωμένη σιτὰρι σιτᾶρι σιτάρι γιὰ τὴν Πὰτρα Πᾶτρα Πάτρα . Ἦταν ὂμως ὅμως ὄμως ὃμως χολέρα χολὲρα στὸν Ποταμό Ποταμὸ καὶ θὰ πῆγαινε πήγαινε πὴγαινε πρώτα πρὼτα πρῶτα νὰ κάνει καραντῖνα καραντίνα καραντὶνα στὶς Δῆλες Δήλες Δὴλες . Ὁ καπετὰν Καρέλης μὰς μᾶς μάς ρὼτησε ρῶτησε ρώτησε , ἄν ἅν ἆν ἇν ἂν ἃν ἦθελε ἧθελε ἤθελε ἥθελε ἢθελε ἣθελε κανεῖς κανεὶς κανείς νὰ βγεί βγεὶ βγεῖ στὴν Πόλη Πὸλη · μὰ ὅλοι μονὸγνωμοι μονόγνωμοι ζητήσαμε ζητὴσαμε ζητῆσαμε νὰ μᾶς πᾶρει πάρει πὰρει στὴν Ἑλλάδα Ἐλλάδα Ἑλλὰδα Ἐλλὰδα Ἑλλᾶδα Ἐλλᾶδα . Δὲν ξέρω γιατί γιατὶ γιατῖ , ὂταν ὅταν ὄταν ὃταν κανείς κανεῖς κανεὶς κινδυνέψει κινδυνὲψει , πιθυμὰει πιθυμᾶει πιθυμάει τόσο τὴν πατρῖδα πατρίδα πατρὶδα καὶ τοὺς συγγενείς συγγενεὶς συγγενεῖς του τού τοὺ τοῦ . Πολλές Πολλὲς φορὲς φορές μοῦ ἒτυχε ἓτυχε ἔτυχε ἕτυχε νὰ κινδυνέψω στὴ θάλασσα. Μία φορὰ πὴγα πῆγα πήγα νά νᾶ νὰ ψοφήσω ψοφὴσω ψοφῆσω ἁπὸ ἀπό ἁπό ἀπὸ πλευρῖτη πλευρίτη πλευρὶτη στὸ Γερμανικὸ νοσοκομείο νοσοκομεὶο νοσοκομεῖο τῆς Πόλης. Ἄλλη μία φορὰ στὴν καραντῖνα καραντίνα καραντὶνα τής τὴς τῆς Σινῶπης Σινώπης Σινὼπης ἕκαμα ἒκαμα ἓκαμα ἔκαμα δυὸ μήνες μὴνες μῆνες ἀπὸ χολέρα. Στὸ Ταϊγᾶνι Ταϊγάνι Ταϊγὰνι ἕνα χειμὼνα χειμῶνα χειμώνα ἔπεσα ἀπὸ τὸ κατάρτι κατὰρτι κατᾶρτι κατακὲφαλα κατακέφαλα κι ἒκαμα ἓκαμα ἔκαμα ἕκαμα ἑφτά ἐφτά ἑφτᾶ ἐφτᾶ ἑφτὰ ἐφτὰ μὴνες μῆνες μήνες στό στὸ στρώμα στρὼμα στρῶμα . Μὰ πάντα, μόλις ἕπαιρνα ἒπαιρνα ἓπαιρνα ἔπαιρνα τὴν καλὺτερη καλῦτερη καλύτερη , μονοφῦσημα μονοφύσημα μονοφὺσημα τραβοὺσα τραβοῦσα τραβούσα γιὰ τὴν πατρὶδα πατρῖδα πατρίδα . Καί, στὴ θάλασσα ποὺ ἁρμενῖζω ἀρμενίζω ἁρμενίζω ἀρμενὶζω ἁρμενὶζω ἀρμενῖζω , γλυκύτερες γλυκὺτερες γλυκῦτερες ὤρες ὢρες ὧρες ὦρες ὥρες ὣρες ἀπὸ κεὶνες κεῖνες κείνες δὲ γνὼρισε γνῶρισε γνώρισε ἁκόμα ἀκὸμα ἁκὸμα ἀκόμα ἡ ψυχὴ ψυχῆ ψυχή μοὺ μοῦ μου μού . Μὲ τὰ δὰκρυα δᾶκρυα δάκρυα στὰ μὰτια μᾶτια μάτια ἓτρεχα ἔτρεχα ἕτρεχα ἒτρεχα κι ἀγκᾶλιαζα ἁγκᾶλιαζα ἀγκάλιαζα ἁγκάλιαζα ἀγκὰλιαζα ἁγκὰλιαζα ὄχι ὅχι ὂχι ὃχι μονάχα μονὰχα μονᾶχα τοὺς συγγενεῖς μὰ καὶ κάθε συντοπὶτη συντοπῖτη συντοπίτη μου. Ὅλοι φαίνονταν ἂγγελοι ἃγγελοι ἆγγελοι ἇγγελοι ἄγγελοι ἅγγελοι στὰ μάτια μου. Καὶ οἱ πέτρες πὲτρες ἀκὸμη ἁκὸμη ἀκόμη ἁκόμη πίστευα πὶστευα πῖστευα πὼς μὲ χαιρετούσαν χαιρετοὺσαν χαιρετοῦσαν καὶ μοὺ μοῦ μού ἕλεγαν ἒλεγαν ἓλεγαν ἔλεγαν : Καλώς Καλὼς Καλῶς ὅρισες ὄρισες ὃρισες ὂρισες !
Ἄσκηση 2
[Ἡ συνέχεια τοῦ κειμένου τοῦ Καρκαβίτσα.]
Οἱ ἃλλοι ἆλλοι ἇλλοι ἄλλοι ἅλλοι ἂλλοι βέβαια βὲβαια εἶχαν περισσότερο δῖκιο δίκιο δὶκιο νὰ ζητήσουν τὴν πατρίδα. Καθὲνας Καθένας εἶχε τοὺς γονέους γονὲους , τοὺς συγγενεῖς, τούς τοῦς τοὺς φὶλους φῖλους φίλους τοὺ τοῦ του τού . Ἑγώ Ἐγῶ Ἑγῶ Ἐγὼ Ἑγὼ Ἐγώ τίποτα δὲν περίμενα. Ἀπὸ μικρὸς ὁρφᾶνεψα ὀρφάνεψα ὁρφάνεψα ὀρφὰνεψα ὁρφὰνεψα ὀρφᾶνεψα κι ἀπὸ μικρὸς μικρός ξενιτεὺθηκα ξενιτεῦθηκα ξενιτεύθηκα μὲ τὰ καράβια. Πεντὲξι Πεντέξι μήνες μὴνες μῆνες πρίν, μὲ κατὰφεραν κατᾶφεραν κατάφεραν κι ἁρρεβωνιᾶστηκα ἀρρεβωνιάστηκα ἁρρεβωνιάστηκα ἀρρεβωνιὰστηκα ἁρρεβωνιὰστηκα ἀρρεβωνιᾶστηκα μὲ μιὰ φτωχοῦλα φτωχούλα φτωχοὺλα . Δὲν τὴν συλλογιζὸμουν συλλογιζόμουν ὅμως παρὰ σὰν ἔβλεπα ἕβλεπα ἒβλεπα ἓβλεπα τὸν ἀρρεβῶνα ἁρρεβῶνα ἀρρεβώνα ἁρρεβώνα ἀρρεβὼνα ἁρρεβὼνα στὸ δὰχτυλὸ δάχτυλό μου. Μᾶ Μὰ Μά τῶρα τώρα τὼρα , ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ πού ποῦ βρὲθηκα βρέθηκα στὴ γολέτα, ἐκεὶνη ἑκεὶνη ἐκεῖνη ἑκεῖνη ἐκείνη ἑκείνη πρῶτη πρώτη πρὼτη ἒλαμψε ἓλαμψε ἔλαμψε ἕλαμψε μπρὸς μπρός μου, μὲ τὴ φτωχῆ φτωχή φτωχὴ τὴς τῆς της φορεσιᾶ φορεσιά φορεσιὰ , δακρυσμένη δακρυσμὲνη νὰ δέρνεται δὲρνεται ἁπάνω ἀπὰνω ἁπὰνω ἀπᾶνω ἁπᾶνω ἀπάνω στὸ εὖκαιρο εὗκαιρο εὔκαιρο εὕκαιρο εὒκαιρο εὓκαιρο μνήμα μνὴμα μνῆμα μου. Δέν Δὲν ξέρω ξὲρω γιατὶ γιατῖ γιατί ἁνὰτειλε ἀνᾶτειλε ἁνᾶτειλε ἀνάτειλε ἁνάτειλε ἀνὰτειλε στὸ νού νοὺ νοῦ μοῦ μου μού μοὺ ἂξαφνα ἃξαφνα ἆξαφνα ἇξαφνα ἄξαφνα ἅξαφνα , πὼς πώς πῶς ἡ τῦχη τύχη τὺχη ἑκεινῆς ἐκεινής ἐκεινὴς ἑκεινής ἑκεινὴς ἐκεινῆς ἦταν νὰ σωθώ σωθὼ σωθῶ · πὼς ὁ Θεὸς Θεός θὲλησε θέλησε νὰ μὴ μαραθοὺν μαραθοῦν μαραθούν παρᾶωρα παράωρα παρὰωρα τὰ νιὰτα νιᾶτα νιάτα της, νὰ μὴ μαυρίσει μαυρὶσει μαυρῖσει ἡ καρδοῦλα καρδούλα καρδοὺλα της, πρὶν ἀνοίξει ἁνοίξει ἀνοὶξει ἁνοὶξει ἀνοῖξει ἁνοῖξει σὰν τριαντὰφυλλο τριαντᾶφυλλο τριαντάφυλλο στοῦ γᾶμου γάμου γὰμου τὴ δροσιᾶ δροσιά δροσιὰ · νὰ μὴ γίνει χὴρα χῆρα χήρα πρὶν νύφη νὺφη νῦφη γίνει ἡ ὁρφανούλα ὀρφανοὺλα ὁρφανοὺλα ὀρφανοῦλα ὁρφανοῦλα ὀρφανούλα ! Καὶ ἡ ἁγᾶπη ἀγάπη ἁγάπη ἀγὰπη ἁγὰπη ἀγᾶπη σὲ μιὰ ὢρα ὧρα ὦρα ὥρα ὤρα ὣρα φύτρωσε φὺτρωσε φῦτρωσε μέσα μου καὶ ρὶζιασε ρῖζιασε ρίζιασε σὰν τὸν κισσὸ κισσό , ποὺ πιάνει πιὰνει πιᾶνει κὰθε κᾶθε κάθε κούφωμα κοὺφωμα κοῦφωμα καὶ κάθε χαραμᾶδα χαραμάδα χαραμὰδα , καὶ πρασινῖζει πρασινίζει πρασινὶζει καὶ ἁνθοστολὶζει ἀνθοστολῖζει ἁνθοστολῖζει ἀνθοστολίζει ἁνθοστολίζει ἀνθοστολὶζει τοὺς τοίχους τοὶχους τοῖχους τοῦ ἐρμόσπιτου ἑρμόσπιτου ἐρμὸσπιτου ἑρμὸσπιτου ! Τὴν εἶχα μπρός μπρὸς μού μοὺ μοῦ μου καὶ ὀμορφιές ὁμορφιές ὀμορφιὲς ὁμορφιὲς τῆς ἒβρισκα ἓβρισκα ἔβρισκα ἕβρισκα · γελοὺσε γελοῦσε γελούσε κι οἱ ἆγριοι ἇγριοι ἄγριοι ἅγριοι ἂγριοι ἃγριοι κᾶμποι κάμποι κὰμποι ἃνθιζαν ἆνθιζαν ἇνθιζαν ἄνθιζαν ἅνθιζαν ἂνθιζαν καὶ πεντοβολούσαν πεντοβολοὺσαν πεντοβολοῦσαν . Δὲν ἔβλεπα ἕβλεπα ἒβλεπα ἓβλεπα τὴν ὥρα νὰ φτᾶσω φτάσω φτὰσω στὴν Ἑλλᾶδα Ἐλλᾶδα Ἑλλάδα Ἐλλάδα Ἑλλὰδα Ἐλλὰδα . Ἒστειλα Ἓστειλα Ἔστειλα Ἕστειλα γράμμα τὴς τῆς τής θειᾶς θειάς θειὰς της τὴς τῆς ἀπὸ τὴν Πόλη καὶ τῆς ἔλεγα νὰ τοιμασθοῦν τοιμασθούν τοιμασθοὺν γιὰ τὸ γᾶμο γάμο γὰμο καὶ πλακῶνω πλακώνω πλακὼνω . Τὸ σπιτᾶκι σπιτάκι σπιτὰκι μου, ποὺ σφὰλησε σφᾶλησε σφάλησε ἀφότου πὲθαναν πέθαναν τὰ γονικά γονικὰ γονικᾶ μου καὶ σκούριασαν σκοὺριασαν σκοῦριασαν οἱ κλειδωνιές κλειδωνιὲς , χορτὰριασαν χορτᾶριασαν χορτάριασαν οἱ πόρτες πὸρτες κι ἕπνιξε ἒπνιξε ἓπνιξε ἔπνιξε ἡ ἁγριαγκαθιᾶ ἀγριαγκαθιὰ ἁγριαγκαθιὰ ἀγριαγκαθιά ἁγριαγκαθιά ἀγριαγκαθιᾶ καὶ τὸ μαμούδι μαμοὺδι μαμοῦδι τὴν αὑλὴ αὐλῆ αὑλῆ αὐλή αὑλή αὐλὴ τοὺ τοῦ του τού , θὰ τὸ στολὶσει στολῖσει στολίσει , ἔλεγα ἕλεγα ἒλεγα ἓλεγα , ἑκείνη ἐκεὶνη ἑκεὶνη ἐκεῖνη ἑκεῖνη ἐκείνη σὰ νεράιδα νερὰιδα νερᾶιδα · θὰ φυτέψει φυτὲψει μηλιᾶ μηλιὰ μηλιά στὴν πόρτα πὸρτα καὶ κλὴμα κλῆμα κλήμα στὴν αὐλὴ αὑλὴ αὐλῆ αὑλῆ αὐλή αὑλή · θὰ κρεμᾶσει κρεμάσει κρεμὰσει μοσχομῦριστ μοσχομύριστ μοσχομὺριστ ᾿ ἀφροκύδωνα ἁφροκύδωνα ἀφροκὺδωνα ἁφροκὺδωνα ἀφροκῦδωνα ἁφροκῦδωνα πάνω ἀπ᾿ τὸ κρεβὰτι κρεβᾶτι κρεβάτι καὶ ρὸιδα ρόιδα πολῦκλωνα πολύκλωνα πολὺκλωνα ψηλᾶ ψηλὰ ψηλά στὸ πατερό πατερὸ !
Ἄσκηση 3
[Ἡ συνέχεια τοῦ κειμένου τοῦ Καρκαβίτσα.]
Οἱ σύντροφοί σὺντροφοὶ σῦντροφοῖ μου ἃρχισαν ἆρχισαν ἇρχισαν ἄρχισαν ἅρχισαν ἂρχισαν νὰ διηγὼνται διηγῶνται διηγώνται τὸν κίνδυνό κὶνδυνὸ μὰς μᾶς μας μάς μὲ περιφρόνηση περιφρὸνηση καὶ νὰ παιζογελὰ παιζογελᾶ παιζογελά ὁ ἕνας τὸν ἄλλο γιὰ τὸν φόβο του. Ἕπλαθε Ἒπλαθε Ἓπλαθε Ἔπλαθε καθένας ὄ ὃ ὂ ὅ ,τι τοῦ κατέβαινε κατὲβαινε καὶ παρουσίαζε παρουσὶαζε παρουσῖαζε τὸν ἑαυτὸ ἐαυτὸ ἑαυτό ἐαυτό τού τοὺ τοῦ του γιὰ ἥρωα ἤρωα ἣρωα ἢρωα ἧρωα ἦρωα . Σὲ μένα μάλιστα μὰλιστα μᾶλιστα , ποὺ ἢμουν ἣμουν ἦμουν ἧμουν ἤμουν ἥμουν σὰν ἀφαιρεμὲνος ἁφαιρεμὲνος ἀφαιρεμένος ἁφαιρεμένος , ρίχτηκαν ρὶχτηκαν ρῖχτηκαν ὅλοι καὶ μὲ πεὶραζαν πεῖραζαν πείραζαν στὰ γερά. Ὁ καπετάν καπετᾶν καπετὰν Μπισμάνης Μπισμὰνης Μπισμᾶνης , δὲν ἦταν ὥρα νὰ φανῶ μπρός του καὶ καί καῖ νὰ νά νᾶ μῆ μὴ μή μού μοὺ μοῦ φωνᾶξει φωνάξει φωνὰξει γελὼντας γελῶντας γελώντας :
— Ἓ Ἔ Ἕ Ἒ , Καληὼρα Καληῶρα Καληώρα · δὲν πάς πὰς πᾶς λίγο νὰ δουλὲψεις δουλέψεις τὴν τρόμπα τρὸμπα ;
Τὲλος Τέλος κατεβῆκαμε κατεβήκαμε κατεβὴκαμε στὶς Δήλες Δὴλες Δῆλες . Ὁ Θεὸς νὰ τὸ κάμει λιμάνι! Ὄσο Ὃσο Ὂσο Ὅσο τὸν ἔχει στὸ σορόκο σορὸκο , καλὰ ἇμα ἆμα ἅμα ἄμα ἃμα ἂμα ὄμως ὃμως ὂμως ὅμως τὸν πάρει τραμουντᾶνα τραμουντάνα τραμουντὰνα καὶ κατεβάσει ὁ Τσικνιάς Τσικνιὰς Τσικνιᾶς , οὐδὲ οὑδὲ οὐδέ οὑδέ βάρκα δὲ μένει μέσα. Γυρεῦαμε Γυρεύαμε Γυρεὺαμε τόπο ν᾿ ἁρᾶξουμε ἀράξουμε ἁράξουμε ἀρὰξουμε ἁρὰξουμε ἀρᾶξουμε · ποῦ πού ποὺ ν᾿ ἀράξουμε; Ἐβδομὴντα Ἑβδομῆντα Ἐβδομῆντα Ἑβδομήντα Ἐβδομήντα Ἑβδομὴντα κομμάτια κομμὰτια κομμᾶτια καράβια καρὰβια καρᾶβια , μικρᾶ μικρὰ μικρά -μεγάλα, ἦταν ἐκεῖ· χωριστὰ πεντέξι πεντὲξι βαπόρια. Ἀπὸ τὰ κατὰρτια κατᾶρτια κατάρτια καὶ τὰ σχοινιά σχοινιᾶ σχοινιὰ πίστεψα πὼς ἕμπαινα ἒμπαινα ἓμπαινα ἔμπαινα σὲ πυκνοντυμένο πυκνοντυμὲνο δάσος δὰσος δᾶσος χειμῶνα χειμώνα χειμὼνα καιρό καιρὸ . Ὡστὸσο Ὠστὸσο Ὡστόσο Ὠστόσο ἦρθε ὁ πιλότος καὶ μᾶς ἃραξε ἆραξε ἇραξε ἄραξε ἅραξε ἂραξε κατὰ τὰ Κοκκινάδια Κοκκινὰδια Κοκκινᾶδια . Δὲν ἀράξαμε ἀκόμη καὶ βλέπω τὸν καπετὰν καπετάν καπετᾶν Μπισμάνη Μπισμὰνη Μπισμᾶνη κατακόκκινο κατακὸκκινο , ξεσκοὺφωτο ξεσκοῦφωτο ξεσκούφωτο , ἁναμαλλιασμένο ἀναμαλλιασμὲνο ἁναμαλλιασμὲνο ἀναμαλλιασμένο νὰ τρέχει στὴν πλῶρη πλώρη πλὼρη , νὰ καβαλάει καβαλὰει καβαλᾶει τὸ μπαστοὺνι μπαστοῦνι μπαστούνι , ν᾿ ἁρπὰζει ἀρπὰζει ἁρπᾶζει ἀρπᾶζει ἁρπάζει ἀρπάζει τὸν ἓξω ἔξω ἕξω ἒξω φλὸκο φλόκο καὶ χτυπώντας χτυπὼντας χτυπῶντας τὸ στὴθος στῆθος στήθος του νὰ βρίζει καὶ νὰ καταριέται καταριὲται καὶ νὰ θεορίχνει θεορὶχνει θεορῖχνει . Κοιτᾶζω Κοιτάζω Κοιτὰζω καλὰ καλᾶ καλά · τὸ καταραμένο μπὰρκο μπᾶρκο μπάρκο ἔστεκε δῖπλα δίπλα δὶπλα μας!
— Παλιοτσὸπανε Παλιοτσόπανε ! ... παπλωματά παπλωματὰ παπλωματᾶ ! καραβανᾶ καραβανά καραβανὰ ! ... ἁλυχτούσε ἁλυχτοὺσε ἀλυχτοῦσε ἁλυχτοῦσε ἀλυχτούσε ἀλυχτοὺσε ὁ καπετᾶνιος καπετάνιος καπετὰνιος μας. Δὲ φοβῆθηκες φοβήθηκες φοβὴθηκες , μωρὲ μωρέ , τὸν Θεό! Τὴ θάλασσα δὲ φοβήθηκες! Μὰ ἔχω τὶς ἐλπῖδες ἑλπῖδες ἐλπίδες ἑλπίδες ἐλπὶδες ἑλπὶδες μου! Θάλασσα, μωρέ, ἃν ἄν ἅν ἆν ἇν ἂν εἶναι, θὰ τὸ δείξει, ἁργὰ ἀργά ἁργά ἀργᾶ ἁργᾶ ἀργὰ -γλῆγορα γλήγορα γλὴγορα ! ...
Ἄσκηση 4
[Ἡ συνέχεια τοῦ κειμένου τοῦ Καρκαβίτσα.]
Εἶδα κι ἔπαθα νὰ τὸν ἡσυχάσω ἠσυχάσω ἡσυχὰσω ἠσυχὰσω ἡσυχᾶσω ἠσυχᾶσω . Τέλος πῆρε πήρε πὴρε νὰ νυχτὼνει νυχτῶνει νυχτώνει καὶ κακὰ σημὰδια σημᾶδια σημάδια ἔδειχνε ὁ καιρός. Ὁ ἤλιος ἣλιος ἢλιος ἧλιος ἦλιος ἥλιος βασίλεψε μαραμένος μαραμὲνος πίσω ἀπὸ τὴ Σίφνο Σὶφνο Σῖφνο . Τὰ οὐρανοθὲμελα οὑρανοθὲμελα οὐρανοθέμελα οὑρανοθέμελα σκούραναν σκοὺραναν σκοῦραναν κι οἱ χαμηλὲς χαμηλές στεριὲς στεριές ἄσπρισαν ἅσπρισαν ἂσπρισαν ἃσπρισαν ἆσπρισαν ἇσπρισαν γῦρω γύρω γὺρω σὰν κιμωλῖα κιμωλία κιμωλὶα . Τῆς Τής Τὴς Τῆνου Τήνου Τὴνου τὸ βουνὸ ἕβαλε ἒβαλε ἓβαλε ἔβαλε τὴ σκούφια σκοὺφια σκοῦφια του καὶ ὁ Τσικνιᾶς Τσικνιάς Τσικνιὰς σκοτείνιασε. Ἀσυνὴθιστη Ἁσυνὴθιστη Ἀσυνῆθιστη Ἁσυνῆθιστη Ἀσυνήθιστη Ἁσυνήθιστη κίνηση ἅρχισε ἂρχισε ἃρχισε ἆρχισε ἇρχισε ἄρχισε στὶς Δῆλες Δήλες Δὴλες , σὰν σὲ μερμηγκοφωλιά μερμηγκοφωλιᾶ μερμηγκοφωλιὰ τὰ πρωτοβρόχια πρωτοβρὸχια . Στὸ πόδι, μαρινὰροι μαρινᾶροι μαρινάροι ! Ἄλλοι Ἅλλοι Ἂλλοι Ἃλλοι Ἆλλοι Ἇλλοι στὰ σχοινιά, ἄλλοι στὶς ἆγκυρες ἇγκυρες ἄγκυρες ἅγκυρες ἂγκυρες ἃγκυρες , ἄλλοι στὶς βὰρκες βᾶρκες βάρκες , ἄλλοι στὰ κατὰρτια κατᾶρτια κατάρτια ! Χέρια Χὲρια , πὸδια πόδια , νῦχια νύχια νὺχια , δόντια δὸντια σὲ κίνηση. Ἕνα καρᾶβι καράβι καρὰβι ἐδῶ μὰζωνε μᾶζωνε μάζωνε τὴν ἇγκυρα ἄγκυρα ἅγκυρα ἂγκυρα ἃγκυρα ἆγκυρα · παρέκει ἄλλο ἒριχνε ἓριχνε ἔριχνε ἕριχνε καὶ τὴ σπερὰντσα σπερᾶντσα σπεράντσα · ἄλλο κατέβαζε τὶς σταύρωσες σταὺρωσες σταῦρωσες · ἐδῶ ἔπαιρναν πρυμόσχοινα πρυμὸσχοινα , κεῖ τὰ βαπὸρια βαπόρια κὰπνιζαν κᾶπνιζαν κάπνιζαν . Πλᾶκωνε Πλάκωνε Πλὰκωνε , νομίζεις, ἑπὶβουλος ἐπῖβουλος ἑπῖβουλος ἐπίβουλος ἑπίβουλος ἐπὶβουλος ἐχθρὸς καὶ καθὲνας καθένας τοιμαζὸταν τοιμαζόταν νὰ τὸν ἁντικρῦσει ἀντικρύσει ἁντικρύσει ἀντικρὺσει ἁντικρὺσει ἀντικρῦσει μὲ ὅλα ὄλα ὃλα ὂλα τού τοὺ τοῦ του τά τᾶ τὰ σύνεργα σὺνεργα σῦνεργα .
Καὶ ἁλήθεια ἀλὴθεια ἁλὴθεια ἀλῆθεια ἁλῆθεια ἀλήθεια σὲ λίγο πλᾶκωσε πλάκωσε πλὰκωσε ὁ ἑχθρός ἐχθρὸς ἑχθρὸς ἐχθρός . Μαῦρος Μαύρος Μαὺρος , θεοσκὸτεινος θεοσκότεινος , πὲταξε πέταξε ἀπὸ τὸν Τσικνιᾶ ὁ χιονιάς χιονιὰς χιονιᾶς μὲ ἄγριες ἅγριες ἂγριες ἃγριες ἆγριες ἇγριες φωνὲς φωνές καὶ φτεροκοπῆματα φτεροκοπήματα φτεροκοπὴματα κι ἔκαμε τὸ λιμᾶνι λιμάνι λιμὰνι μαλλιᾶ μαλλιὰ μαλλιά -κουβὰρια κουβᾶρια κουβάρια . Ἐκεῖ ν᾿ ἁκούσεις ἀκοὺσεις ἁκοὺσεις ἀκοῦσεις ἁκοῦσεις ἀκούσεις τὴ σαλαλοή σαλαλοῆ σαλαλοὴ καὶ τὸ θρῆνο θρήνο θρὴνο . Σῖδερα Σίδερα Σὶδερα βροντούσαν βροντοὺσαν βροντοῦσαν , ξὺλα ξῦλα ξύλα τρὶζανε τρῖζανε τρίζανε , φωνὲς ἁντηχοῦσαν ἀντηχούσαν ἀντηχοὺσαν ἁντηχούσαν ἁντηχοὺσαν ἀντηχοῦσαν κι ἀλυχτῆματα ἁλυχτῆματα ἀλυχτήματα ἁλυχτήματα ἀλυχτὴματα ἁλυχτὴματα . Ἕκανες Ἒκανες Ἓκανες Ἔκανες ἐδῶ· τοῖχος τοίχος τοὶχος γκρεμιζόταν. Ἇκουες Ἄκουες Ἅκουες Ἂκουες Ἃκουες Ἆκουες ἑκεὶ ἐκεῖ ἑκεῖ ἐκεί ἐκεὶ ἑκεί · λεύκες λεὺκες λεῦκες ἔγερναν ἕγερναν ἒγερναν ἓγερναν ξεριζωμένες ξεριζωμὲνες . Ἐδῶ τριζοβολούσαν τριζοβολοὺσαν τριζοβολοῦσαν ὀξιές ὁξιές ὀξιὲς ὁξιὲς θεὸρατες θεόρατες , ἐκεῖ βροντοὺσαν βροντοῦσαν βροντούσαν χιλιὸχρονες χιλιόχρονες βελανιὲς βελανιές · δεξιὰ χοὺγιαζαν χοῦγιαζαν χούγιαζαν πεῦκα πεύκα πεὺκα φουντωτὰ φουντωτᾶ φουντωτά , ἁριστερὰ ἀριστερά ἁριστερά ἀριστερᾶ ἁριστερᾶ ἀριστερὰ στὲναζαν στέναζαν λυγερᾶ λυγερὰ λυγερά κυπαρῖσσια κυπαρίσσια κυπαρὶσσια . Σ᾿ ἕνα Μυκονιάτικο καράβι φορτωμένο ξυλεῖα ξυλεία ξυλεὶα πετοὺσαν πετοῦσαν πετούσαν τα σανῖδια σανίδια σανὶδια σὰν πούπουλα ποὺπουλα ποῦπουλα καὶ σκέπασαν τὴ θάλασσα ὢς ὥς ὤς ὧς ὦς ὣς πέρα πὲρα στὸ νησὶ νησῖ νησί ! Ἕνα τσερνὶκι τσερνῖκι τσερνίκι Σμυρνὲικο Σμυρνέικο , κάρβουνα κὰρβουνα κᾶρβουνα φορτωμὲνο φορτωμένο , τὸ ἄδειασε τὲλεια τέλεια . Μία σφουγγαρὰδικη σφουγγαρᾶδικη σφουγγαράδικη μηχανὴ τὴν ἓγδυσε ἔγδυσε ἕγδυσε ἒγδυσε , σὰν νὰ τὴν πᾶτησαν πάτησαν πὰτησαν κουρσὰροι κουρσᾶροι κουρσάροι . Τὰ βαπόρια πῆραν τὶς ἅγκυρές ἂγκυρὲς ἃγκυρὲς ἄγκυρές τούς τοὺς τοῦς τους καὶ ἀγριοσφυρῖζοντας ἁγριοσφυρῖζοντας ἀγριοσφυρίζοντας ἁγριοσφυρίζοντας ἀγριοσφυρὶζοντας ἁγριοσφυρὶζοντας ρίχτηκαν στραβᾶ στραβὰ στραβά πάνω στὰ πλεοῦμενα πλεούμενα πλεοὺμενα . Ἐμεῖς εἴμαστε στὴν ἆκρη ἇκρη ἄκρη ἅκρη ἂκρη ἃκρη κι εὔκολα εὕκολα εὒκολα εὓκολα εὖκολα εὗκολα , ἁμολώντας ἀμολὼντας ἁμολὼντας ἀμολῶντας ἁμολῶντας ἀμολώντας τὴν ἇγκυρα ἄγκυρα ἅγκυρα ἂγκυρα ἃγκυρα ἆγκυρα , βγήκαμε πέρα, κάτω ἀπὸ τὶς Μικρὲς Δῆλες.
Ἄσκηση 5
[Συνέχεια καὶ τέλος τοῦ κειμένου τοῦ Καρκαβίτσα.]
Ὄλη Ὃλη Ὂλη Ὅλη τὴ νύχτα βὰσταξε βᾶσταξε βάσταξε ὁ θρῆνος θρήνος θρὴνος . Καὶ ὅταν ἓφεξε ἔφεξε ἕφεξε ἒφεξε ἡ ἡμὲρα ἠμὲρα ἡμέρα ἠμέρα , εἲδα εἵδα εἳδα εἶδα εἷδα εἴδα τὸ κακὸ ποὺ ἔγινε. Ἆλλα Ἇλλα Ἄλλα Ἅλλα Ἂλλα Ἃλλα καράβια ἢταν ἥταν ἣταν ἦταν ἧταν ἤταν μισοσπασμένα, ἄλλα γδυμνὰ ἀπὸ ξὰρτια ξᾶρτια ξάρτια · ἔνα ἓνα ἒνα ἕνα ἐδῶ ἑδῶ ἐδώ ἐδὼ ἑδώ ἑδὼ εἵχε εἳχε εἶχε εἷχε εἴχε εἲχε τὴ μισὴ πρὺμη πρῦμη πρύμη φαγωμένη· ἄλλο ἦταν δίχως μπαστοῦνι μπαστούνι μπαστοὺνι καὶ φλόκους φλὸκους . Τὸ Βασιλικό Βασιλικὸ ἔγερνε καὶ κρατοῦσε κρατούσε κρατοὺσε καρφωμένο καρφωμὲνο στὴν ἃγκυρὰ ἆγκυρᾶ ἇγκυρᾶ ἄγκυρά ἅγκυρά ἂγκυρὰ του ἕνα Σαμιώτικο Σαμιὼτικο Σαμιῶτικο τρεχαντῆρι τρεχαντήρι τρεχαντὴρι . Δὲν ξὲρω ξέρω πὼς πῶς πώς πὴγα πῆγα πήγα στὴν πρῦμη πρύμη πρὺμη καὶ βλέπω τὸν καπετὰν Μπισμάνη γονατιστόν γονατιστὸν πίσω στὸ τιμὸνι τιμόνι , νὰ κλαῖει κλαίει κλαὶει καὶ νὰ μῦρεται μύρεται μὺρεται σὰ γυναῖκα γυναίκα γυναὶκα .
— Τ᾿ ἒχεις ἓχεις ἔχεις ἕχεις , καπετάνιε καπετὰνιε καπετᾶνιε , τ᾿ ἔπαθες; τὸν ρωτάω.
— Ἅχ Ἂχ Ἃχ Ἆχ Ἇχ Ἄχ , μωρὲ μωρέ παιδί! λέει λὲει στενᾶζοντας στενάζοντας στενὰζοντας · μ᾿ ὁργὶστηκε ὀργῖστηκε ὁργῖστηκε ὀργίστηκε ὁργίστηκε ὀργὶστηκε ὁ Θεός! ... Ὁ κακομοίρης κακομοὶρης κακομοῖρης χάθηκε χὰθηκε χᾶθηκε , φτωχός φτωχὸς ἅνθρωπος ἂνθρωπος ἃνθρωπος ἆνθρωπος ἇνθρωπος ἄνθρωπος ! ...
Γυρίζω κατὰ τὰ Κοκκινάδια· ὁ «Σωτῆρας Σωτήρας Σωτὴρας » μαδέρια μαδὲρια βρισκότανε στὶς πὲτρες πέτρες καὶ κοντὰ οἱ ναύτες ναὺτες ναῦτες του, βρεμένοι βρεμὲνοι ὣς τὸ κὸκαλο κόκαλο , τουρτοῦριζαν τουρτούριζαν τουρτοὺριζαν γύρω στὴ φωτιᾶ φωτιά φωτιὰ . Κι ἁκὸμη ἀκόμη ἁκόμη ἀκὸμη κοντᾶ κοντὰ κοντά ὁ καπετάνιος του, ἀναμαλλιασμένος ἁναμαλλιασμένος ἀναμαλλιασμὲνος ἁναμαλλιασμὲνος καὶ ἁγριομᾶτης ἀγριομάτης ἁγριομάτης ἀγριομὰτης ἁγριομὰτης ἀγριομᾶτης , κοῖταζε κοίταζε κοὶταζε τὰ ναυᾶγια ναυάγια ναυὰγια σὰν νὰ κοῖταζε κοίταζε κοὶταζε τῶν παιδιών παιδιὼν παιδιῶν του τὰ σκέλεθρα σκὲλεθρα . Μωρέ Μωρὲ μονοβδὸμαδα μονοβδόμαδα ἓκαμ ἔκαμ ἕκαμ ἒκαμ ᾿ ἒλαβε ἓλαβε ἔλαβε ἕλαβε . Τὸ τίναξε ἀπάνω του σὰν ἀστραπὸβολο ἁστραπὸβολο ἀστραπόβολο ἁστραπόβολο ! Ἀλήθεια, λυπὴθηκα λυπῆθηκα λυπήθηκα καὶ γὼ τὸ μπὰρκο μπᾶρκο μπάρκο . Μὰ ἡ θάλασσα ἔκαμε τὴν κρῖση κρίση κρὶση της! ...
Ὁ Μπάρμπα Μπὰρμπα Μπᾶρμπα -Καληώρας σῶπασε σώπασε σὼπασε τέλος. Ἀλλὰ τὸ τσοὺρμα τσοῦρμα τσούρμα ἔμεινε ἇφωνο ἄφωνο ἅφωνο ἂφωνο ἃφωνο ἆφωνο γιὰ πολλὴ ὥρα. Δὲν συλλογιζόταν συλλογιζὸταν κανεὶς τὸν κὶνδυνο κῖνδυνο κίνδυνο τοῦ Σπετσιὼτικου Σπετσιῶτικου Σπετσιώτικου μπάρκου μπὰρκου μπᾶρκου , οὔτε τὸ φριχτὸ φριχτό δράμα δρὰμα δρᾶμα τῆς Μαύρης Μαὺρης Μαῦρης Θάλασσας, οὔτε τὶς παλληκαριὲς κι αἱσθηματολογῖες αἰσθηματολογίες αἱσθηματολογίες αἰσθηματολογὶες αἱσθηματολογὶες αἰσθηματολογῖες τοῦ γεροναυτικοῦ. Ποιὸς Ποιός λίγο ποιὸς ποιός πολύ, τὰ ἔχουν ὃλοι ὂλοι ὅλοι ὄλοι περάσει, ὅλοι τὰ ἔχουν αἱσθανθεί αἱσθανθεὶ αἰσθανθεῖ αἱσθανθεῖ αἰσθανθεί αἰσθανθεὶ . Ἐκεῖνο ποὺ τοὺς ἒκαμε ἓκαμε ἔκαμε ἕκαμε ἐντύπωση ἦταν τὸ πὰθημα πᾶθημα πάθημα τοῦ «Σωτήρα». Καθένας φανταζότανε τὴ θεϊκή θεϊκῆ θεϊκὴ ὁργή ὀργὴ ὁργὴ ὀργῆ ὁργῆ ὀργή , μαύρο μαὺρο μαῦρο πουλὶ πουλί πουλῖ ν᾿ ἀκολουθεί ἀκολουθεὶ ἁκολουθεί ἁκολουθεὶ ἀκολουθεῖ ἁκολουθεῖ ἀπὸ ψηλὰ τὸ καράβι καὶ τέλος νὰ τοῦ ρῖχνεται ρίχνεται ρὶχνεται καὶ νὰ τὸ πετσοκόβει πετσοκὸβει μὲ ἀσπλαχνιᾶ ἁσπλαχνιᾶ ἀσπλαχνιά ἁσπλαχνιά ἀσπλαχνιὰ ἁσπλαχνιὰ . Τρόμος τοῦς τοὺς τούς εἶχε κυριέψει κυριὲψει . Καὶ ὅταν ἁκοῦστηκε ἀκούστηκε ἁκούστηκε ἀκοὺστηκε ἁκοὺστηκε ἀκοῦστηκε ἡ καμπάνα καμπὰνα καμπᾶνα τῆς βάρδιας βὰρδιας βᾶρδιας , σηκώθηκε καθένας καὶ πὴγε πῆγε πήγε νὰ πιάσει τὴ δουλειᾶ δουλειά δουλειὰ του τού τοὺ τοῦ , δῖχως δίχως δὶχως χωρατᾶ χωρατὰ χωρατά καὶ πειρᾶγματα πειράγματα πειρὰγματα . Μόνον ὁ Κώστας ὁ θερμαστῆς θερμαστής θερμαστὴς , πάντα ὁ ἴδιος ἵδιος ἲδιος ἳδιος ἶδιος ἷδιος , ἡθὲλησε ἠθέλησε ἡθέλησε ἠθὲλησε πάλι νὰ κεντὴσει κεντῆσει κεντήσει τὸ γέροντα γὲροντα :
— Ἒλα Ἓλα Ἔλα Ἕλα , πὲς πές μάς μὰς μᾶς μας , Μπάρμπα-Καληώρα, πόσες πὸσες φορές φορὲς ἑναυάγησες ἐναυὰγησες ἑναυὰγησες ἐναυᾶγησες ἑναυᾶγησες ἐναυάγησες ;
Ὁ ὐποναύκληρος ὑποναὺκληρος ὐποναὺκληρος ὑποναῦκληρος ὐποναῦκληρος ὑποναύκληρος τώρα σηκώθηκε σηκὼθηκε σηκῶθηκε πάλι ἀλῦγιστος ἁλῦγιστος ἀλύγιστος ἁλύγιστος ἀλὺγιστος ἁλὺγιστος , τὰ μάτια του σπιθοβόλησαν θυμοὺς θυμούς θυμοῦς καὶ φοβερίσματα καὶ μὲ τὴν ἀρβανὶτικη ἁρβανὶτικη ἀρβανῖτικη ἁρβανῖτικη ἀρβανίτικη ἁρβανίτικη προφορά προφορὰ προφορᾶ τοὺ τοῦ του τού κομματιαστῆ κομματιαστὴ κομματιαστή καὶ βαριᾶ βαριὰ βαριά καὶ συρμένη συρμὲνη γύρισε καὶ εἶπε:
— Μωρὲ Μωρέ ἃιντε ἆιντε ἇιντε ἄιντε ἅιντε ἂιντε , πόρρρ πὸρρρ ! ... Ἑσεὶς Ἐσεῖς Ἑσεῖς Ἐσείς Ἐσεὶς Ἑσείς νὰ πάτε πὰτε πᾶτε νὰ βυζᾶχτε βυζάχτε βυζὰχτε γάλα κι ὕστερα νὰ ᾿ρθεῖτε νὰ μιλὴστε μιλῆστε μιλήστε μεταμένα. Ἀμμήηη! ... τόν τὸν καιρὸ καιρό πού ποῦ ποὺ γῶ γὼ γώ ἀρμὲνιζα ἁρμὲνιζα ἀρμένιζα ἁρμένιζα τὰ πέλαγα, ἐσείς ἐσεὶς ἑσείς ἑσεὶς ἐσεῖς ἑσεῖς δὲν εἵσαστε εἲσαστε εἳσαστε εἶσαστε εἷσαστε εἴσαστε μουδέ μουδὲ σπόρος σπὸρος στ᾿ ἁχαμνά ἀχαμνᾶ ἁχαμνᾶ ἀχαμνὰ ἁχαμνὰ ἀχαμνά τοῦ τού τοὺ πατέρα πατὲρα σας σάς σὰς σᾶς ! ...