Choose your font:
(The fonts must be already installed on your system in order for your browser to use them.)
Chosen font: Palatino Linotype
Browser type: CCBot/2.0 (https://commoncrawl.org/faq/)
Feedjit Live Blog Stats
Learn accentuation in ten simple lessons
Table of Contents
Μάθημα 2: Οἱ μονοσύλλαβες λέξεις
Ἴσως τὸ πιὸ ἀσυνήθιστο γιὰ ὅσους ἔμαθαν ἑλληνικὰ στερούμενοι τοὺς τόνους καὶ τὰ πνεύματα εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι σχεδὸν ὅλες οἱ λέξεις τονίζονται , ἀκόμα καὶ οἱ μονοσύλλαβες.
Οἱ μονοσύλλαβες λέξεις ποὺ δὲν τονίζονται εἶναι οἱ ἑξῆς 14:
τὰ ἄρθρα: ὁ , ἡ , οἱ ·
οἱ κτητικὲς ἀντωνυμίες (ποὺ ἀκολουθοῦν τὸ οὐσιαστικό): μου , σου , του , της , μας , σας , τους . Προσοχή: ὅταν εἶναι προσωπικὲς ἀντωνυμίες (καὶ μπαίνουν πρὶν τὸ ρῆμα) τονίζονται: «ὁ πατέρας μου μοῦ εἶπε», «οἱ δάσκαλοί τους τοὺς μάθαιναν», «μᾶς ἀκοῦνε τὰ παιδιά μας;»·
οἱ προθέσεις ἐκ , ἐν , εἰς , ἐξ . Προσοχή: τὰ ὁμόηχα ἀριθμητικὰ ἓν (= ἕνα), εἷς (= ἕνας) καὶ ἓξ (= ἕξι) τονίζονται·
ἡ σύμπτυξη κι τοῦ «καὶ»·
ἡ πρόθεση ὡς (= σὰν). Προσοχή: ὁ σύνδεσμος ὣς (= ἕως, μέχρι) τονίζεται.
Ὅλες οἱ ὑπόλοιπες μονοσύλλαβες λέξεις τονίζονται.
Ἰδιαίτερη προσοχὴ θέλουν οἱ ἑξῆς πολὺ συχνὲς μονοσύλλαβες λέξεις:
Ἐκτὸς αὐτῶν ἔχουμε τὶς ἑξῆς μονοσύλλαβες τονιζόμενες λέξεις:
λέξεις τῆς δημοτικῆς:
ἄν , ἄς , βγῶ , βιά , βιός , γειά , γῆ , γῆς , γιά , γιός , γκρί , δά , δέ , δέν , δή , δίς , δρῶ , δυό , δῶ , ζῶ , θά , θειά , θειός , καί , κἄν , λά , λύγξ , μά , μέ , μέν , μές , μὴ , μὴν , μί , μιά , μπὰς καί , μπέζ , μπλέ , μπρός , μπῶ , μῦς , μώβ , νά , ναί , νί , νιά , νιός , νοῦς , ντέ , ντίπ , ντό , ξί , ὄν , πά , πᾶν , πί , πιά , πιό , πλὴν , πλιά , πλιό , πλοῦς , ποιός , πρίν , πρό , πρὸ-πό , πρός , πῦρ , ρό , ρόζ , ροῦς , ρώ , σά , σάν , σβῶ , σέ , σὴς , σί , σιόρ , σόλ , στιά , σύ , σῦν , ταῦ , τί , τρεῖς , τρίς , φά , φί , φῶς , χθές , χί , χτές , ψές , ψί , κ.λπ.
Ὅπως βλέπουμε οἱ πιὸ πολλὲς λέξεις παίρνουν ὀξεία. Στὴν λίστα αὐτὴ περισπωμένη παίρνουν κυρίως τὰ ρήματα βγῶ, δρῶ, δῶ, ζῶ, μπῶ, κ.λπ., (θὰ δοῦμε τὰ ρήματα στὸ Μάθημα 7). Ἐπίσης παίρνουν περισπωμένη κάποιες λέξεις τῆς ἀρχαίας: γῆ, γῆς, μῦς, νοῦς, πᾶν, πλοῦς, πῦρ, ροῦς, σῦν, ταῦ, τρεῖς, φῶς·
ξένες λέξεις ποὺ μπῆκαν στὴν γλώσσα μας ἀπὸ τὰ ἀγγλικὰ ἢ τὰ γαλλικά:
ἄλτ , βάλς , βάμπ , βάτ , βίπς , βόλτ , γιέν , γιότ , γκάγκ , γκέλ , γκὲστ στάρ , γκί , γκόλ , γκόλφ , γκρά , γκρὰν πρί , γκράς , γκρίλ , γκρό , γκρὸ πλάν , γκρός , γκρούμ , γκρούπ , δόν , ζέν , ζὶγκ-ζάγκ , ζούμ , κάλτ , κάρστ , κάστ , κάτς , κίλτ , κίτς , κλάμπ , κλίπ , κλόμπ , κλός , κλού , κόκ , κοὺβρ λί , κούλ , κοὺνγκ φού , κούπ , κοὺς κούς , κράκ , κράχ , κρέμ , κρέπ , κρὶς κράφτ , λάκ , λάξ , λούκ , λούξ , λούτρ , μαῖτρ , μάρς , μάτ , μάτς , μὰτς μούτς , μὶξτ γκρίλ , μίς , μόν , μόρς , μούς , μπάκ , μπάρ , μπὰς κλάς , μπέκ , μπίζ , μπίς , μπλόκ , μπλού , μπλοὺ τζίν , μπλούζ , μπόλ , μπόξ , μπόρ , μπρὰ ντὲ φέρ , μπρίκ , μπρίτζ , ντάμπλ , ντόκ , ντού , ντοὺμπλ φάς , ντούς , ντράμς , ὂπ ἂρτ , ὃρ τέξτ , πάζλ , πάλ , πάμπ , πάνκ , πάντς , πάτ , πὲ χά , πὶκ ἂπ , πὶνγκ πόνγκ , πλάζ , πλάξ , πόντς , πόπ , πὸπ ἂρτ , πούφ , πρὲς ρούμ , πρίμ , ράξ , ράπ , ρίνγκ , ρίς , ρόκ , ρὸκ ἒντ ρόλ , ρὸμπ ντὲ σάμπρ , ρούζ , σάξ , σέξ , σέρ , σέρζ , σέτ , σέφ , σίκ , σκέτς , σκί , σκόρ , σκράμπλ , σκράπ , σλίπ , σνάκ , σνὰκ μπάρ , σνάπς , σνόμπ , σόκ , σόρτ , σός , σού , σούτ , σπόρ , σπότ , σπρίντ , στάντ , στάρ , στίκ , στίλ , στόκ , στόπ , στόρ , στράς , στρές , στρέτς , στύλ , τάκτ , τάλκ , τὰμ τάμ , τὰμπλ ντότ , τάνκ , τές , τέστ , τζάζ , τζὰζ μπάντ , τζέτ , τζὲτ σέτ , τζίν , τζίπ , τζοὺκ μπόξ , τίκ , τός , τόστ , τράκ , τράμ , τράνς , τράστ , τρὲντς κότ , τρίκ , τρύκ , τσὲ τσέ , τσέκ , τσίπ , τσίφ , φάν , φάξ , φὰστ φούντ , φίλμ , φίξ , φίς , φλάς , φλὰς μπάκ , φλέρτ , φλίτ , φλός , φλού , φὸξ τρότ , φούλ , φροὺ φρού , χέρτς , χόλ , ψίτ , κ.λπ.
Ὅλες αὐτὲς οἱ λέξεις παίρνουν ὀξεία·
ἐπιφωνήματα:
ἄχ! βάχ! βούρ! βρέ! ἔ! ἔμ! κίχ! κλάκ! μπά! μπάμ! μπούμ! μπρέ! οὔστ! οὔφ! ὄχ! ρέ! σούτ! τὶκ τάκ τσάκ! φτού! χά! ὤχ! , κ.λπ.
καὶ κάποιες ἀρχαῖες λέξεις ποὺ χρησιμοποιοῦμε ἀκόμα σὲ διάφορες ἐκφράσεις:
αἲξ (ἡ γίδα), βοῦς (τὸ βόδι), γὰρ (ἐπειδή), γρῦ (ἡ κραυγὴ τοῦ χοίρου: «δὲν ξέρει γρῦ»), δεῖ (πρέπει), δρῦς (βαλανιδιά), ἓν (ἕνα), ἓξ (ἕξι), εὖ (καλό), ζῆν (τὸ νὰ ζεῖ κανεὶς), θοῦ (βάλε, ἀπὸ τὴν ἔκφραση «θοῦ Κύριε φυλακὴν τῷ στόματί μου»), θρὶξ (τρίχα), θρὸς (θρόϊσμα), θροῦς (θρόϊσμα), κλεὶς (κλειδί), μνᾶ (μέτρο βάρους), ναῦς (πλοῖο), νῦν (τώρα), νὺξ (ἡ νύχτα), ὃς (ὁ ὁποῖος), οὖς (τὸ αὐτί), παῖς (τὸ παιδί), πᾶς (κάθε), ποῦς (τὸ πόδι), προῖξ (ἡ προίκα), πὺξ λὰξ (μὲ γροθιὲς καὶ κλωτσιές), σὰρξ (ἡ σάρκα), σκὼψ (ὁ γκιόνης), σῦς (ὁ χοῖρος), τὰν (ἀπὸ τὴν ἔκφραση «ἢ τὰν ἢ ἐπὶ τάς»), τίς (ποιός), φεῦ (ἀλοίμονο), φθεὶρ (ἡ ψείρα), φλὲψ (ἡ φλέβα), φλὸξ (ἡ φλόγα), φρὴν (τὸ μυαλό), χεὶρ (τὸ χέρι), χθῶν (ἡ γῆ), χοῦς (τὸ χῶμα), χρῶς (τὸ χρῶμα), κ.λπ.
Ὁ τονισμὸς αὐτῶν τῶν λέξεων εἶναι ποικίλος, γιὰ ἱστορικοὺς λόγους.
Ἀσκήσεις
Ἄσκηση 1
Διαλέξτε τὶς σωστὰ τονισμένες λέξεις. Ὅταν τελειώσετε κάντε κλὶκ στὸ κουμπὶ «Τελείωσα!». Ἂν θέλετε νὰ μάθετε ποιές λέξεις διαλέξατε λάθος, κάντε κλὶκ στὸ κουμπὶ «Δεῖξε λάθη!» καὶ οἱ λανθασμένες λέξεις θὰ ἐμφανισθοῦν σὲ κόκκινο χρῶμα (δὲν λειτουργεῖ σὲ ὅλους τοὺς ἱστοπλοηγούς). Γιὰ νὰ ξαναγίνουν μαῦρες ὅλες οἱ λέξεις κάντε κλὶκ στὸ «Κρύψε λάθη!».
[Τὸ κείμενο εἶναι τοῦ Καρκαβίτσα, ἀπὸ τὰ Λόγια τῆς πλώρης .]
Τον Τὸν μπάρμπα-Καληώρα τὸν τον ὑποναύκληρο, συχνὰ θέλουν να νᾶ νὰ τον τὸν πειράζουν οἷ οἱ όἵ οἰ σύντροφοί τοῦ του τού . Καῖ Καὶ Και γιὰ για γιᾶ νὰ να νᾶ τον τὸν πειράξουν δε δὲ χρειάζονται παρὰ νὰ να νᾶ τοῦ εἰποῦν τὸ το συνηθισμένο λόγο τους τούς τοῦς :
— Ἔλα, πές πες μᾶς μας μάς , Μπάρμπα-Καληώρα, πόσες φορὲς ναυάγησες;
Στο Στὸ ἄκακο το τὸ ρώτημα ὁ ὅ ὀ γεροναυτικὸς ἀνάβει σᾶν σὰν σαν δαδί. Τὸ Το σκεβρωμένο ἀπὸ τα τᾶ τὰ χρόνια κορμί τοῦ του τού ὀρθώνεται ἀλύγιστο· το τὸ γελαστὸ καὶ και καῖ ἄδολο πρόσωπό τοῦ του τού συγνεφιάζει σαν σᾶν σὰν μαρτιάτικος οὐρανός· τὰ τα τᾶ μάτια τού τοῦ του σπιθοβολοῦν ἀπὸ θυμοὺς καῖ καὶ και φοβερίσματα καὶ και καῖ μὲ με την τῆν τὴν ἀρβανίτικη προφορά τού τοῦ του , κομματιαστὴ και καῖ καὶ βαριὰ και καῖ καὶ συρμένη, γυρίζει καῖ καὶ και τους τοῦς τοὺς λέει:
— Μωρὲ ἄιντε πόρρρ πορρρ ! ... Ἐσεῖς νὰ να νᾶ πᾶτε να νᾶ νὰ βυζάχτε γάλα κι κί κῖ ὕστερα νᾶ νὰ να ᾿ρθεῖτε νᾶ νὰ να μιλῆστε μεταμένα. Ἀμή! ... τὸν τον καιρὸ ποὺ που ποῦ γὼ γω γῶ ἀρμένιζα τὰ τα τᾶ πέλαγα, ἐσεῖς δεν δὲν ἤσαστε μουδὲ σπόρος στ᾿ ἀχαμνὰ τοῦ πατέρα σας σάς σᾶς ! ...
Τὸ Το τσούρμα τότε γελᾶ, σκαστὰ καὶ και καῖ τρανταχτὰ γέλια, και καῖ καὶ γελᾶ μαζί τοῦ του τού ὁ Μπάρμπα-Καληώρας ὅ ὀ ὁ ὑποναύκληρος. Ἔτσι κι κί κῖ ἕνα μεσημέρι, που ποῦ ποὺ ἥ ἠ ἧ ἡ πρώτη βάρδια ἔραφτε κάποιο πανὶ στῆν στὴν στην πλώρη καὶ και καῖ ἧ ἡ ἥ ἠ δεύτερη γιομάτιζε μὲ με σκύλινη ὄρεξη, θέλησαν πάλι να νᾶ νὰ τὸν τον πειράξουν.
Ἄσκηση 2
[Ἡ συνέχεια τοῦ κειμένου τοῦ Καρκαβίτσα.]
Τώρα ὅμως δε δὲ θύμωσε. Ἔμεινε ἥσυχος ἐκεῖ που ποῦ ποὺ καθόταν καὶ και καῖ μόνο τὴ τη τῆ σακοράφα παραίτησε μισοπερασμένη στὸ στο πανὶ καὶ και καῖ στύλωσε τᾶ τὰ τα μάτια στη στῆ στὴ θάλασσα, μὲ με κάποιο χαμόγελο στᾶ στὰ στα χείλη. Ἔβλεπε τάχα το τὸ κύμα, ἠ ἦ ἧ ἢ ἣ τὸν τον ἴσκιο τοῦ πλοίου ποὺ που ποῦ μὲ με τὴν την τῆν σκάφη ψηλή, τ᾿ ἀγέρωχα κατάρτια, τῆν τὴν την κοντραγέφυρα και καῖ καὶ τον τὸν ψηλὸ καπνοδόχο γλιστροῦσε ἀπάνω στᾶ στὰ στα νερά; Ποιός ξέρει! Μᾶ Μὰ Μα ἀφοῦ γιὰ για γιᾶ κάμποση ὥρα ἔμειν᾿ ἔτσι, γύρισε ἀργὰ τα τᾶ τὰ μάτια περίγυρα καὶ και καῖ βλέποντας κοντὰ τὸν τον ναύκληρο, που ποῦ ποὺ ἔστριφε τᾶ τὰ τα ἔμπολα μιάς μιᾶς μιας γούμενας, εἶπε με μὲ τόνο προφητικό:
— Νὰ ξέρεις καλά, Μπαρμπαγιώργη, ποῦ ποὺ που ἥ ἠ ἧ ἡ θάλασσα ἔχει την τῆν τὴν κρίση της τῆς ὅπως κῖ κι κί ἧ ἡ ἥ ἠ στεριά. Και Καῖ Καὶ τῆν τὴν την ἔχει καλύτερη ἀπὸ τῆ τὴ τη στεριά. Ἐδῶ δὲν δεν ἔχει λόγια· ἔκαμες-ἔλαβες· σοῦ το τὸ τίναξε ἀπάνω σὰν σαν σᾶν ἀστραπόβολο! ... Μα Μᾶ Μὰ το τὸ κακὸ ποὺ που ποῦ εἶδα σὲ σε κεῖνο τὸ το καταραμένο καράβι! Δεν Δὲν πολυκαίρισε οὔτε μήνα. Τι Τῖ Τί λέω οὔτε μήνα; Οὔτε δεκαπέντε μέρες· μωρ᾿ οὔτε δέκα! Μονοβδόμαδα ἔκαμ᾿-ἔλαβε. Καὶ Και Καῖ να νᾶ νὰ σοῦ εἰπῶ, ἔτσι εἶναι σωστό. Γιατὶ ὁ ὅ ὄ ,τι γίνει στὴν θάλασσα γρήγορα λησμονιέται. Ἔγινε-πέρασε· πάει με μὲ τ᾿ ἀγέρι, με μὲ το τὸ κύμα, με μὲ τὸν τον ἀφρό, μὲ με τοῦ καιροῦ τὰ τα τᾶ διάβατα. Γιᾶ Γιὰ Για τοῦτο πρέπει κεῖνο που ποῦ ποὺ θὰ θα θᾶ ἔρθει, να νᾶ νὰ ἔρθει σύγκαιρα.
Ἤμουνα, θυμοῦμαι, ἄνεργος στην στῆν στὴν Πόλη. Δὲν Δεν ξέρω πῶς πως πώς μοῦ ἦρθε κί κῖ κι ἀποφάσισα νὰ να νᾶ κατεβῶ στην στῆν στὴν Ὕδρα, νὰ να νᾶ στεφανωθῶ. Μα Μᾶ Μὰ μέρα μὲ με την τῆν τὴν μέρα να νᾶ νὰ βρῶ καράβι γνώριμο, ἔφαγα τὰ τα τᾶ λεφτὰ ποὺ που ποῦ εἶχα γιὰ για γιᾶ τὸν τον γάμο. Ἀπὸ τον τὸν Σιφνέικο καφενὲ στην στῆν στὴν Σαντορινιὰ ταβέρνα· ἀπὸ την τῆν τὴν Σαντορινιὰ ταβέρνα στὸ στο Κεμὲρ-Ἀλτί. Χαρτιά, κρασί, γυναῖκες νυχτόημερα! Σὲ Σε δεκαπέντε μέρες ἔβαλα καῖ καὶ και χρέος τρία τάλληρα στον στὸν καφενὲ καὶ και καῖ δεκατρία φράγκα στῆν στὴν στην ταβέρνα. Ὅσο γιὰ για γιᾶ τὸ το Κεμὲρ-Ἀλτὶ μη μῆ μὴ ρωτᾶς· λίγο ἔλειψε να νᾶ νὰ μοῦ φορέσουν το τὸ φεσάκι καῖ καὶ και να νᾶ νὰ μὲ με βάλουν να νᾶ νὰ παίζω τὴν την τῆν λατέρνα στην στῆν στὴν πόρτα.
Ἄσκηση 3
[Τὸ κείμενο αὐτό, σὲ ἁπλὴ καθαρεύουσα, εἶναι τοῦ Καλιτσουνάκη.]
→ Go forth to lesson 3