Learn accentuation in ten simple lessons
Table of Contents
Μάθημα 6: Μακρὸν πρὸ μακροῦ, μακρὸν πρὸ βραχέος
Φτάνουμε μὲ αὐτὸ τὸ μάθημα στοὺς πιὸ σημαντικοὺς κανόνες τονισμοῦ. Γιὰ νὰ καταλάβουμε ὅμως πῶς λειτουργοῦν πρέπει νὰ μιλήσουμε πρῶτα γιὰ τὸ μῆκος τῶν συλλαβῶν.
Ὅπως στὶς περισσότερες γλῶσσες τοῦ κόσμου ἔτσι καὶ τὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ εἶχαν δύο μήκη συλλαβῶν: τὶς μακρὲς καὶ τὶς βραχεῖες . Συγκρίνετε π.χ. στὰ ἀγγλικὰ τὶς λέξεις sheep (πρόβατο) καὶ ship (πλοῖο) ἢ στὰ γερμανικὰ τὶς λέξεις Miete (νοῖκι) καὶ Mitte (μέση), ἔτσι διέφεραν στὰ ἀρχαῖα τὸ «ὥ ρα» καὶ τὸ «ὅ ρα» (= δές).
Στὴν ἀρχὴ τὰ ἴδια γράμματα Α Ε Ι Ο Υ συμβολίζανε καὶ τὰ μακρὰ καὶ τὰ βραχέα φωνήεντα. Ἀργότερα ἄρχισαν να χρησιμοποιοῦνται δύο νέα γράμματα: τὸ Η (ποὺ πρὶν συμβόλιζε τὴν δασεία) γιὰ τὸ μακρὸ Ε καὶ τὸ Ω γιὰ τὸ μακρὸ Ο. Μὲ ἄλλα λόγια τὸ Η προφερόταν ΕΕ καὶ τὸ Ο, ΟΟ. Γι᾿ αὐτὸ καὶ σήμερα θεωροῦμε ὅτι τὰ γράμματα ε καὶ ο εἶναι πάντα βραχέα καὶ τὰ γράμματα η καὶ ω πάντα μακρά , παρ᾿ ὅλο ποὺ αὐτὸ δὲν διαφαίνεται στὴν προφορά.
Ἐπίσης οἱ δίφθογγοι εἶναι πάντα μακρές , μὲ μία ἐξαίρεση: ὅταν οἱ δίφθογγοι οι και αι βρίσκονται στὴ λήγουσα καὶ δὲν ἀκολουθεῖ σύμφωνο, τότε εἶναι βραχεῖες . Παράδειγμα: πρῶτοι ἀλλὰ ἐν πρώτοις , καλεῖται ἀλλὰ χείραις ..
Τί γίνεται ὅμως μὲ τὰ γράμματα α, ι, υ ; Ὅπως μποροῦν νὰ εἶναι καὶ μακρὰ καὶ βραχέα, τὰ λέμε δίχρονα . Ὅπως θὰ δοῦμε σὲ αὐτὸ τὸ μάθημα, ὅλη ἡ δυσκολία τοῦ τονισμοῦ ἔγκειται στὸ νὰ ξέρουμε τὸ μῆκος τῶν συλλαβῶν μιᾶς λέξης, καὶ δὴ τὸ μῆκος τῶν συλλαβῶν μὲ δίχρονα φωνήεντα.
Ἔχουμε τοὺς ἑξῆς θεμελιώδεις κανόνες:
ἡ βραχεία συλλαβὴ παίρνει μόνο ὀξεία (ἢ βαρεία): ἔλα , ὅμως , αὐτό , καλέ , αὐτοί , αἱ ποιναί (στὶς δύο τελευταῖες λέξεις οἱ λήγουσες εἶναι βραχεῖες ἐπειδὴ περιέχουν τὶς δίφθογγους οι καὶ αι καὶ δὲν ἀκολουθεῖ σύμφωνο)·
ὅταν ἡ λήγουσα εἶναι μακρὰ, ἡ παραλήγουσα παίρνει μόνο ὀξεία : πάλη , δίνω , φίλου ·
ὅταν ἡ λήγουσα εἶναι βραχεία καὶ ἡ παραλήγουσα μακρὰ τότε ἡ παραλήγουσα περισπᾶται : πρῶτος , μῆλο , φροῦτο , σῶσε , πῆγε , σοῦπες , τοῦτοι , δονεῖται .
Οἱ κανόνες αὐτοὶ εἶναι βασικότατοι καὶ πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ τοὺς ἀποστηθίσετε. Ἡ γενιά τῶν σημερινῶν 45άρηδων καὶ ἄνω, ποὺ τοὺς μάθαμε ἀκόμα στὸ σχολεῖο καὶ ποὺ δὲν εἴχαμε τὴν φοβία τῆς καθαρεύουσας ποὺ ἐπικρατεῖ σήμερα, λέγαμε τὸν ἑξῆς τυφλοσούρτη γιὰ νὰ τοὺς θυμόμαστε: μακρὸν πρὸ βραχέος περισπᾶται, μακρὸν πρὸ μακροῦ ὀξύνεται , ἐξ οὗ καὶ ὁ τίτλος αὐτοῦ τοῦ μαθήματος.
Ὑπάρχουν κάποιες ἐξαιρέσεις: οὔτε , μήτε , ὥστε , εἴτε , κ.λπ., λέξεις δηλαδὴ ποὺ παίρνουν ὀξεία ἐνῷ θὰ ἔπρεπε νὰ παίρνουν περισπωμένη (ἀφοῦ ἡ λήγουσα εἶναι βραχεία καὶ ἡ παραλήγουσα μακρά). Σὲ τί διαφέρουν τὸ ὥστε (ποὺ παίρνει ὀξεία) καὶ τὸ δῶστε (ποὺ παίρνει περισπωμένη σύμφωνα μὲ τὸν κανόνα); Ἡ διαφορὰ εἶναι ἐτυμολογικῆς φύσεως. Οἱ λέξεις οὔτε , μήτε , ὥστε , κ.λπ. προέρχονται ἀπὸ προθέσεις οὔ , μή , ὥς , εἴ , κ.λπ. στὶς ὁποῖες προστέθηκε τὸ ἐγκλιτικὸ μόριο τέ . Συμβαίνει δηλαδὴ ὅτι εἴδαμε στὸ προηγούμενο κεφάλαιο μὲ τὰ ἐγκλιτικά: σὲ πρῶτο στάδιο ὁ τόνος τοῦ τὲ μεταφέρθηκε στὴν προηγούμενη λέξη καὶ ἔγιναν: «οὔ τε », «μή τε », «ὥς τε », «εἴ τε », κ.λπ. Μετὰ ἑνώθηκαν οἱ δύο λέξεις χωρὶς βέβαια νὰ ἀλλάξει ὁ τόνος, καὶ ἔτσι παρέμεινε ἡ ὀξεία. Ἐνῷ στὴ περίπτωση τοῦ ρήματος δῶστε πρόκειται γιὰ μία καὶ ἀδιάσπαστη λέξη καὶ ἄρα ἰσχύει φυσικότατα ὁ κανόνας «μακρὸν πρὸ βραχέος περισπᾶται».
Ἕνας τελευταῖος κανόνας: ὑπάρχει μία περίπτωση ὅπου ξέρουμε μὲ σιγουριὰ ὅτι μία συλλαβὴ μὲ δίχρονο φωνῆεν εἶναι βραχεία : εἶναι ἡ περίπτωση ὅπου τὸ φωνῆεν ἀκολουθεῖται ἢ ἀπὸ δύο τουλάχιστον σύμφωνα ἢ ἀπὸ ζ, ξ, ἢ ψ (τὰ ὁποῖα μποροῦν ἐπίσης νὰ θεωρηθοῦν σὰν διπλά: ζ = δ + σ, ξ = κ + σ, ψ = π + σ). Ὅσο παράδοξο καὶ ἂν φαίνεται, λέμε τότε ὅτι ἡ συλλαβὴ εἶναι θέσει μακρά (ἐνῷ ξέρουμε ὅτι εἶναι βραχεία...). Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ποτὲ δὲν μπαίνει περισπωμένη σὲ δίχρονο φωνῆεν ποὺ ἀκολουθεῖται ἀπὸ δύο σύμφωνα ἢ ἀπὸ ζ/ξ/ψ .
Ὁ κανόνας αὐτὸς τηρεῖται καὶ στὶς ξένες γλῶσσες: π.χ. στὰ γερμανικὰ ἡ λέξη Hüte (καπέλλα) προφέρεται μὲ μακρὸ ü ἐνῷ ἡ λέξη Hütte (καλύβα) μὲ βραχὺ ü: μόνη διαφορὰ μεταξύ τους τὸ γεγονὸς ὅτι στὴν δεύτερη τὸ φωνῆεν ἀκολουθεῖται ἀπὸ διπλὸ σύμφωνο.
Ἀνακεφαλαίωση
Μποροῦμε νὰ ποῦμε συνοπτικὰ ὅτι ἔχουμε τοὺς ἑξῆς κανόνες ποὺ εἶναι ἀνεξάρτητοι τοῦ γραμματικοῦ τύπου τῆς λέξης καὶ ἐφαρμόζονται μὲ μαθηματικὴ ἀκρίβεια:
ὅσον ἀφορᾶ τὸ μῆκος τῶν συλλαβῶν:
εἶναι σίγουρα βραχεία μιὰ συλλαβὴ:
ποὺ ἔχει ὡς φωνῆεν ε ἢ ο ,
ποὺ ἔχει ὁποιοδήποτε φωνῆεν καὶ ἀκολουθεῖται ἀπὸ διπλὸ σύμφωνο ἢ ζ /ξ /ψ ,
ποὺ εἶναι λήγουσα μὲ δίφθογγο οι ἢ αι χωρὶς νὰ ἀκολουθεῖ σύμφωνο·
εἶναι σίγουρα μακρὰ μιὰ συλλαβή:
ποὺ ἔχει ὡς φωνῆεν η ἢ ω ,
ποὺ περιέχει δίφθογγο (καὶ δὲν ὑπάγεται στὴν παραπάνω περίπτωση)·
σὲ ὅλες τὶς ἄλλες περιπτώσεις, μιὰ συλλαβὴ μπορεῖ νὰ εἶναι μακρὰ ἢ βραχεία.
ὅσον ἀφορᾶ τὸν τονισμό:
ἡ προπαραλήγουσα παίρνει πάντα ὀξεία·
ἡ βραχεία παραλήγουσα παίρνει ὀξεία·
ἡ μακρὰ παραλήγουσα παίρνει:
ὀξεία ὅταν ἡ λήγουσα εἶναι μακρά,
περισπωμένη ὅταν ἡ λήγουσα εἶναι βραχεία·
ἡ βραχεία λήγουσα παίρνει ὀξεία (ἢ βαρεία, ὅρα Μάθημα 4)·
ἡ μακρὰ λήγουσα μπορεῖ νὰ πάρει ὁτιδήποτε.
Στὰ ἑπόμενα μαθήματα θὰ ἐξετάσουμε, ἀνάλογα μὲ τὸν γραμματικὸ τύπο:
πότε μία συλλαβὴ μὲ δίχρονο φωνῆεν εἶναι μακρὰ ἢ βραχεία·
τί τόνο παίρνει μία μακρὰ λήγουσα.
Ἀσκήσεις
Ἄσκηση 1
Διαλέξτε τὶς λέξεις μὲ τὸν σωστὸ τόνο καὶ τὸ σωστὸ πνεῦμα. Ὅταν τελειώσετε κάντε κλὶκ στὸ κουμπὶ «Τελείωσα!». Ἂν θέλετε νὰ μάθετε ποιές λέξεις διαλέξατε λάθος, κάντε κλὶκ στὸ κουμπὶ «Δεῖξε λάθη!» καὶ οἱ λανθασμένες λέξεις θὰ ἐμφανισθοῦν σὲ κόκκινο χρῶμα (δὲν λειτουργεῖ σὲ ὅλους τοὺς ἱστοπλοηγούς). Γιὰ νὰ ξαναγίνουν μαῦρες ὅλες οἱ λέξεις κάντε κλὶκ στὸ «Κρύψε λάθη!».
Ὀφείλουμε νὰ ἐπισημάνουμε τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ παρακάτω ἐπιλογὲς μποροῦν ὅλες νὰ γίνουν μὲ βάση τοὺς κανόνες ποὺ μάθαμε σὲ αὐτὸ τὸ μάθημα. Δὲν συμπεριλάβαμε οὔτε προπαραλήγουσες (Μάθημα 5) οὔτε μονοσύλλαβες λέξεις (Μάθημα 2). Ἔτσι, γιὰ παράδειγμα, στὴν λέξη προσεγγίζουν τὸ ι ἀκολουθεῖται ἀπὸ ζ, ἢ στὴ λέξη βάλουν τὸ ου εἶναι μακρό, κ.λπ.
[Τὸ κείμενο εἶναι τοῦ Καρκαβίτσα, ἀπὸ τὰ Λόγια τῆς πλώρης .]
Καὶ νά τος! ἀκούστηκε ὁ ἁναθεματισμένος ἀναθεματισμὲνος ἁναθεματισμὲνος ἀναθεματισμένος χτύπος κι ἔνιωσα τὸ καράβι νὰ σπαράζει σπαρὰζει σπαρᾶζει , σὰν νὰ τὸ πιάσανε σπασμοί σπασμοὶ σπασμοῖ . Πηδὰω Πηδᾶω Πηδάω στὴν πλώρη πλὼρη πλῶρη · ἕνα θεόρατο μπάρκο μὲ τὰ πανιὰ τοῦ τρὶγγου τρῖγγου τρίγγου καὶ τῆς ἀμπασογάμπιας ἦταν μάσκα μὲ μάσκα στὸ δικό μας. Ἐκεῖ ν᾿ ἀκοῦς φωνὲς φωνές καὶ κακό κακὸ ! Ὁ καπετάνιος τοῦ μπὰρκου μπᾶρκου μπάρκου ἔβριζε τὸ δικό μας καὶ τὸν ἔλεγε τσοπάνο· ὁ δικός δικὸς μας τοῦ ἀπαντοῦσε: «παπλωματᾶ»! Οἱ βάρδιες πιάστηκαν μαλλιὰ μὲ μαλλιά. Οἱ ναῦτες ἔτρεχαν ἀπὸ πρύμη πρὺμη πρῦμη σὲ πλώρη πλὼρη πλῶρη μὴ ξέροντας τί γυρεῦουν γυρεύουν γυρεὺουν , βλαστημώντας χωρὶς νὰ ξέρουν ξὲρουν γιατί. Ἄλλοι γύρευαν τὶς βάρκες νὰ ρῖξουν ρίξουν ρὶξουν στὴ θάλασσα καὶ γιὰ βάρκες ἔπιαναν τὶς κουπαστές. Ὁ Κράπας γύριζε σὰν τὸ ἄλογο στ᾿ ἁλώνι, σέρνοντας πὶσω πῖσω πίσω του μιὰ γούμενα, θαρρώντας πὼς ἦταν τὸ σεντούκι του. Ὁ Κουτροῦφης Κουτρούφης Κουτροὺφης ὁ Σιφνιός Σιφνιὸς τραβοῦσε τὰ μακριά του τὰ γένια, πιστεύοντας πὼς τραβοῦσε τὴ σκότα τοῦ παπαφίγγου παπαφὶγγου παπαφῖγγου . Ὁ Μπαρμπατρίγγας ὁ Μυκονιᾶτης Μυκονιάτης Μυκονιὰτης λούφαξε πὶσω πῖσω πίσω ἀπὸ τὸν ἁργᾶτη ἀργάτη ἁργάτη ἀργὰτη ἁργὰτη ἀργᾶτη λυσοδένοντας τὰ βρακιά του. Οὒτε Οὓτε Οὖτε Οὗτε Οὔτε Οὕτε οἱ σκύλοι δὲν ἔμειναν ἥσυχοι. Ὁ Καψάλης Καψὰλης Καψᾶλης καὶ ὁ ἄλλος τοῦ μπὰρκου μπᾶρκου μπάρκου , σκαρφαλωμένοι σκαρφαλωμὲνοι στὰ παραπέτα, ἄφριζαν δαγκώνοντας ξύλα καὶ σχοινιὰ κι ἀλυχτοῦσαν, λὲς κι ἔβριζαν ὁ ἕνας ἔνας ἓνας ἒνας «τσοπάνο» κι ὁ ἄλλος «παπλωματᾶ»! Ἔβριζαν οἱ καπετάνοι, φώναζαν οἱ ναῦτες, ἀλυχτοῦσαν τὰ σκυλιά, ἡ θάλασσα ρέκαζε, τὰ καράβια ἀνεβοκατέβαιναν καὶ τριζοκοποῦσαν, σὰν δυὸ θεριὰ ποὺ πὰσχουν πᾶσχουν πάσχουν νὰ γονατίσει τὸ ἓνα ἒνα ἕνα ἔνα τὸ ἄλλο! Καὶ ψηλὰ τὰ φανάρια τῆς γραμμῆς ἔχυναν τὸ χρωματιστὸ φῶς τους σιωπηλά.
Δὲν ξέρω ξὲρω πῶς βρέθηκα στὴν πλῶρη πλώρη πλὼρη . Σκύφτω Σκὺφτω Σκῦφτω , τί νὰ ἰδῶ; Ὅλη ἡ δεξιὰ μάσκα φαγωμένη φαγωμὲνη καὶ τὸ κύμα χυνότανε στ᾿ ἀμπάρι κι ἔνιωσα τὴν κουβέρτα κουβὲρτα νὰ φεύγει φεὺγει φεῦγει ἀπὸ τὰ πόδια μου. Δὲ χὰνω χᾶνω χάνω καιρό, πηδᾶω πηδάω πηδὰω στὸ μπάρκο.
— Παιδιά, ἐδῶ! φωνάζω φωνὰζω φωνᾶζω .
Ἄσκηση 2
[Ἡ συνέχεια τοῦ κειμένου τοῦ Καρκαβίτσα.]
Γιατί πήδησα στὸ μπάρκο; Γιατί φώναξα «παιδιά, ἐδῶ»; Καὶ γὼ δὲν ξέρω ξὲρω . Μοῦ τὸ εἶπε ὁ ἄγγελός μου. Στὴ φωνή μου πήδησαν κι οἱ ἄλλοι στὸ μπάρκο κι ὁ καπετάνιος στερνός στερνὸς . Ἀπᾶνω Ἁπᾶνω Ἀπάνω Ἁπάνω Ἀπὰνω Ἁπὰνω στὴν ὥρα· πὲντε πέντε λεπτὰ ἀργότερα ὃλοι ὂλοι ὅλοι ὄλοι θὰ πηγαίναμε στὸ φοῦντο. Γιατὶ ἀπὸ τὸ τίναγμα ἦρθε ἧρθε ἤρθε ἢρθε ἥρθε ἣρθε στιγμὴ καὶ χωρίστηκαν τὰ καράβια. Τὸ μπαρκομπέστια στέναξε βαθιά, βούτησε μὲ τὴν πλώρη πλὼρη πλῶρη , ἔγειρε στὸ δεξὶ πλευρό πλευρὸ , ἀνατινάχτηκε μιά, ὣς ποὺ ἄνοιξε ἡ θάλασσα καὶ τὸ ἔκλεισε ἀφροκοπώντας στὴν ἀγκαλιά της. Μὰ ἱδὲς ἰδές ἱδές ἰδὲς τί Θεοῦ συνέργεια! Τὸ μπαρκομπέστια κατεβαίνοντας συνεπήρε συνεπὴρε συνεπῆρε μαζὶ τὸ μπαστούνι τοῦ μπάρκου μπὰρκου μπᾶρκου μὲ ὂλα ὅλα ὄλα ὃλα τὰ σχοινιὰ καὶ τοὺς φλόκους φλὸκους καὶ τὰ σίδερα. Τὴν ἴδια στιγμὴ ἔρχεται ἕνα φύλλο δυνατὸ δυνατό καὶ ρίχνει ρὶχνει ρῖχνει κὰτω κᾶτω κάτω καὶ τὸ πλωριὸ πλωριό κατάρτι μὲ ὃλες ὂλες ὅλες ὄλες του τὶς σταύρωσες. Ἀλάφρωσε τὸ ξύλο· ἀντριεύτηκε καὶ τινάχτηκε μὲ τὴν πλώρη πλὼρη πλῶρη ὀλὸρθη ὁλόρθη ὀλόρθη ὁλὸρθη . Στὸ ξαφνικό ξαφνικὸ ὀρθοπλώρισμα κυλήσαμε ὅλοι ὄλοι ὃλοι ὂλοι στὴν πρύμη πρὺμη πρῦμη σὰν ἀσκιά.
— Ἀλά, παιδιά, στὶς τρόμπες τρὸμπες ! φωνᾶζει φωνάζει φωνὰζει ὁ καπετάνιος. Οἱ τρόμπες τρὸμπες εἲναι εἵναι εἳναι εἶναι εἷναι εἴναι ἡ σωτηρία μας!
Ξημέρωσε τέλος τὲλος ὁ Θεὸς Θεός τὴν ἡμέρα ἠμέρα ἡμὲρα ἠμὲρα . Μὰ τί μέρα μὲρα ! Οὑρανὸς Οὐρανός Οὑρανός Οὐρανὸς καὶ θάλασσα εἶχαν μιὰ θολωμάρα ποὺ ἔσφιγγε τὴν καρδιά. Πιὸ σιχαμένη σιχαμὲνη αὐγὴ δὲ θυμοῦμαι ν᾿ ἀπάντησα στὴ ζωή μου!
Ἄξαφνα, ἐκεῖ ποὺ τρομπάριζα, ἁκούω ἀκοὺω ἁκοὺω ἀκοῦω ἁκοῦω ἀκούω τὸ ναύκληρο κάτι νὰ σφυρὶζει σφυρῖζει σφυρίζει στ᾿ αὐτὶ τοῦ καπετάνιου. Αὐτιάζομαι· οἱ ναῦτες τοῦ καραβιοῦ ἔλειπαν ὃλοι ὂλοι ὅλοι ὄλοι ! Ἁκόμη Ἀκὸμη Ἁκὸμη Ἀκόμη ἔμαθα πὼς τὸ μπάρκο ἦταν Ἰταλικὸ Ἱταλικὸ Ἰταλικό Ἱταλικό . Οἱ ναῦτες πήδηξαν βέβαια στὸ καράβι μας, ὃπως ὂπως ὅπως ὄπως ἐμεῖς στὸ δικὸ δικό τους· καὶ μαζὶ τοὺς ρούφηξε ἡ θάλασσα. Ἔλειπε ὃμως ὂμως ὅμως ὄμως ἡ μεγὰλη μεγᾶλη μεγάλη βάρκα καὶ μπορεῖ σὲ κείνη κεὶνη κεῖνη νὰ ζήτησαν τὴ σωτηρία τους. Κοιτᾶζω Κοιτάζω Κοιτὰζω γὺρω γῦρω γύρω · τίποτα. Τοὺς συχώρεσα καὶ τοὺς ξέχασα. Ἣβρε Ἦβρε Ἧβρε Ἤβρε Ἢβρε Ἥβρε ὡστὸσο ὠστὸσο ὡστόσο ὠστόσο τὸν κόχυλα καὶ φύσηξε ὁ ναύκληρος δυὸ-τρεῖς φορές φορὲς . Ἀλλὰ μονάχα ἡ φωνάρα του ἀκούστηκε βαριὰ καὶ στριμμὲνη στριμμένη , σὰν ἀνάμπαιγμα ποὺ ἔστελνε τὸ ἄσπλαχνο τὸ πέλαγο.
Ἄσκηση 3
[Τὸ κείμενο αὐτό, σὲ ἁπλὴ καθαρεύουσα, εἶναι τοῦ Καλιτσουνάκη.]
→ Go forth to lesson 7