Choose your font:
(The fonts must be already installed on your system in order for your browser to use them.)
Chosen font: Palatino Linotype
Browser type: CCBot/2.0 (https://commoncrawl.org/faq/)
Feedjit Live Blog Stats
Learn accentuation in ten simple lessons
Table of Contents
Μάθημα 7: Ἡ λήγουσα τῶν ρημάτων
Στὰ ἑπόμενα μαθήματα θὰ ἀσχοληθοῦμε λοιπὸν μὲ τὸ μῆκος τῶν διχρόνων φωνηέντων σὲ λήγουσα παραλήγουσα καὶ μὲ τὸν τόνο ποὺ παίρνει ἡ μακρὰ λήγουσα. Ἡ πρώτη περίπτωση ποὺ θὰ ἐξετάσουμε εἶναι ἡ λήγουσα τῶν ρημάτων.
Ὁ γενικὸς κανόνας εἶναι: ὅταν ἕνα ρῆμα τονίζεται στὴ λήγουσα παίρνει περισπωμένη:
ἀγαπῶ
ἀγαπᾶς
ἀγαπᾶ
ἀγαπᾶμε (στὸ ἑπόμενο μάθημα)
ἀγαπᾶτε (στὸ ἑπόμενο μάθημα)
ἀγαποῦν
ποθῶ
ποθεῖς
ποθεῖ
ποθοῦμε (μακρὸν πρὸ βραχέος)
ποθεῖτε (μακρὸν πρὸ βραχέος)
ποθοῦν
νὰ δῶ
νὰ δεῖς
νὰ δεῖ
νὰ δοῦμε (μακρὸν πρὸ βραχέος)
νὰ δεῖτε (μακρὸν πρὸ βραχέος)
νὰ δοῦν
φοβοῦ («φοβοῦ τοὺς Δαναοὺς καὶ δῶρα φέροντας»)
θοῦ («θοῦ Κύριε φυλακὴν τῷ στόματί μου»)
εἰπεῖν («φερ᾿ εἰπεῖν»)
Ὅπως βλέπουμε οἱ περιπτώσεις ὅπου ἕνα τῆμα τονίζεται στὴ λήγουσα περιορίζονται στὰ ρήματα τῆς δεύτερης συζυγίας, στὰ τρία πρόσωπα τοῦ ἑνικοῦ καὶ στὸ τρίτο πρόσωπο τοῦ πληθυντικοῦ. Καὶ σὲ ὁρισμένες προστακτικὲς ἢ σὲ ἀπαρέμφατα τῆς ἀρχαίας ἢ τῆς καθαρεύουσας ποὺ ἔχουν παραμείνει σὲ ἐκφράσεις.
Ἀσκήσεις
Ἄσκηση 1
Διαλέξτε τὶς λέξεις μὲ τὸν σωστὸ τόνο καὶ τὸ σωστὸ πνεῦμα. Ὅταν τελειώσετε κάντε κλὶκ στὸ κουμπὶ «Τελείωσα!». Ἂν θέλετε νὰ μάθετε ποιές λέξεις διαλέξατε λάθος, κάντε κλὶκ στὸ κουμπὶ «Δεῖξε λάθη!» καὶ οἱ λανθασμένες λέξεις θὰ ἐμφανισθοῦν σὲ κόκκινο χρῶμα (δὲν λειτουργεῖ σὲ ὅλους τοὺς ἱστοπλοηγούς). Γιὰ νὰ ξαναγίνουν μαῦρες ὅλες οἱ λέξεις κάντε κλὶκ στὸ «Κρύψε λάθη!».
[Οἱ παρακάτω φράσεις εἶναι τοῦ Καρκαβίτσα, ἀπὸ τὰ Λόγια τῆς πλώρης .]
Τὸ μπάρκο εἶχε δυὸ τρόμπες· μιὰ στὴν πρύμη καὶ μιὰ στὴν πλώρη. Γιὰ νὰ κινηθοὺν κινηθοῦν κινηθούν , ἤθελαν ἀπὸ τρεῖς ἀνθρώπους καθεμιά. Στὴν ἀρχὴ δὲν ἄφηναν τὸν καπετάνιο νὰ καταπιαστεὶ καταπιαστεῖ καταπιαστεί μὲ τὶς τρόμπες. Δὲν ξέρω γιατί ἡ νύχτα ἀγριεύει τόσο τὸν ἄνθρωπο. Θηρίο γίνεται· χωρὶς νὰ θέλει ἀφρίζει· χωρὶς νὰ σκεφτεὶ σκεφτεῖ σκεφτεί δίνει σῶμα στὸν κίνδυνο. Τὸν φαντάζεται ἄνθρωπο, δράκο καὶ γυρεύει νὰ μετρηθεὶ μετρηθεῖ μετρηθεί μαζί του. Νομίζει πὼς τὸν ἔχει ἐμπρός του· πὼς τὸν ἁρπάζει ἀπὸ τὴ μέση καὶ τὸν βροντὰ βροντᾶ βροντά χάμου. Γύρω στὸ σῶμα του νιώθει νὰ φυτρώνουν τόσες δυνάμεις, ποὺ ἀπορεῖ ἁπορεῖ ἀπορεί ἀπορεὶ ἁπορεί ἁπορεὶ πῶς δὲν τὶς ἤξερε πρίν. Καὶ τὸ ἄνοιγμα κάτω ἀπὸ τὸ ὄκιο ἔχασκε πάντα νὰ καταπιεῖ καταπιεί καταπιεὶ τὰ πέλαγα.
— Δὲν μπορὼ μπορῶ μπορώ πιά.
Εἶχα ἕναν πόνο στὰ νεφρά· καθὼς ἔσκυφτα νὰ πατήσω τὴν τρόμπα, ἤθελα ἄλλον νὰ μὲ τραβᾶ τραβά τραβὰ ἀπὸ πίσω γιὰ νὰ σηκωθώ σηκωθὼ σηκωθῶ .
— Ἕνα πανί! φωνάζω χωρὶς νὰ ἱδὼ ἰδῶ ἱδῶ ἰδώ ἰδὼ ἱδώ τίποτα.
Μόλις σὰν χελιδονάκι ποὺ σιγοπετᾶ σιγοπετά σιγοπετὰ προμηνώντας τὴν ἄνοιξη, φαινόταν τὸ καράβι ἀσώματο μακριά.
— Ρὲ Καληώρα, δὲν παρατᾶς παρατάς παρατὰς πιὰ τὴν ἔρμη! γυρίζει καὶ μοῦ λέει ὁ καπετάνιος· νά το, πλάκωσε· τί παιδεύεσαι ἄδικα;
Θαρρεὶς Θαρρεῖς Θαρρείς καὶ θέλει νὰ τὴν ξαραθυμίσει. Καὶ ἄλλοι ἂν μᾶς ἀπαντήσουν, ἔλεγα, ἔτσι θὰ μᾶς φερθοῦν φερθούν φερθοὺν . Νά Νᾶ Νὰ χαθοῦν, δὲν βρίσκονται σ᾿ ὅλη τὴ γῆ! ... Ὄχι νὰ σταυρώσεις τὰ χέρια καὶ νὰ παραδοθεῖς παραδοθείς παραδοθεὶς !
— Μὰ δὲ βλέπεις ποὺ χάσκει τὸ κύμα νὰ μᾶς καταπιεὶ καταπιεῖ καταπιεί !
— Ὣς ποὺ νὰ μὲ καταπιεῖ καταπιεί καταπιεὶ κεῖνο, τὸ ρουφάω γώ! ...
Ὁ καπετὰν Μπισμάνης γύρευε νὰ μᾶς κεντήσει τὸ φιλότιμο. Ἀλλὰ ποιός μποροῦσε νὰ κινηθεί κινηθεὶ κινηθεῖ ;
Ἄσκηση 2
[Συνέχεια.]
Ἀπὸ στιγμὴ σὲ στιγμὴ ἐρχόταν τὸ κύμα καὶ μοῦ ἔδερνε τὸ πρόσωπο. Μὰ δὲν εἶχα δύναμη νὰ σηκωθὼ σηκωθῶ σηκωθώ . Ἐγὼ τὰ κοίταζα καὶ γελοῦσα σκαστὰ καὶ τρανταχτὰ γέλια, βλέποντας νὰ λαχταροῦν λαχταρούν λαχταροὺν τ᾿ ἀρρωστημένα κρέατά μου. Ὁ Μπαταριᾶς σὰν ἀρχίσω τοὺς σκοπούς μου, σπάει τὶς κόρδες τοῦ λαγούτου του κι ὁ Σουλεϊμάνης ἁπαραιτεὶ ἀπαραιτεῖ ἁπαραιτεῖ ἀπαραιτεί ἀπαραιτεὶ ἁπαραιτεί τὸ νάι του στὴ φωνή μου. Ἐγώ, ἂν σηκώσω μάτι στὰ ψηλὰ τὰ παραθύρια, ἀρνιέται κάθε γυναίκα τὸν ἄντρα της· κι ἂν σύρω τὸ χέρι στὴ μέση μου, τὸ αἷμα κατουρεὶ κατουρεῖ κατουρεί κάθε μάνας γέννα. Αὐτὰ καὶ ἄλλα ἤθελα νὰ τοὺς εἱπὼ εἰπῶ εἱπῶ εἰπώ εἰπὼ εἱπώ · ὁ καπετὰν Καρέλης μᾶς ρώτησε, ἂν ἤθελε κανεὶς νὰ βγεί βγεὶ βγεῖ στὴν Πόλη· δὲν ξέρω γιατί ἀνάτειλε στὸ νοῦ μου ἄξαφνα, πὼς ἡ τύχη ἐκεινῆς ἦταν νὰ σωθὼ σωθῶ σωθώ · πὼς ὁ Θεὸς θέλησε νὰ μὴ μαραθούν μαραθοὺν μαραθοῦν παράωρα τὰ νιάτα της, νὰ μὴ μαυρίσει ἡ καρδούλα της, πρὶν ἀνοίξει σὰν τριαντάφυλλο στοῦ γάμου τὴ δροσιά· ἔστειλα γράμμα τῆς θειᾶς της ἀπὸ τὴν Πόλη καὶ τῆς ἔλεγα νὰ τοιμασθοῦν τοιμασθούν τοιμασθοὺν γιὰ τὸ γάμο καὶ πλακώνω. Οἱ σύντροφοί μου ἄρχισαν νὰ διηγῶνται τὸν κίνδυνό μας μὲ περιφρόνηση καὶ νὰ παιζογελὰ παιζογελᾶ παιζογελά ὁ ἕνας τὸν ἄλλο γιὰ τὸ φόβο του. Ὁ καπετὰν Μπισμάνης, δὲν ἦταν ὥρα νὰ φανὼ φανῶ φανώ μπρός του καὶ νὰ μὴ μοῦ φωνάξει γελώντας. Ποιὸς λίγο ποιὸς πολύ, τὰ ἔχουν ὅλοι περάσει, ὅλοι τὰ ἔχουν αἰσθανθεί αἰσθανθεὶ αἱσθανθεί αἱσθανθεὶ αἰσθανθεῖ αἱσθανθεῖ . Καθένας φανταζότανε τὴ θεϊκὴ ὀργή, μαῦρο πουλὶ ν᾿ ἁκολουθεὶ ἀκολουθεῖ ἁκολουθεῖ ἀκολουθεί ἀκολουθεὶ ἁκολουθεί ἀπὸ ψηλὰ τὸ καράβι καὶ τέλος νὰ τοῦ ρίχνεται καὶ νὰ τὸ πετσοκόβει μὲ ἀσπλαχνιά.
→ Go forth to lesson 8