Ὁ τονισμὸς σὲ δέκα ἁπλὰ μαθήματα
Περιεχόμενα
Μάθημα 9: Ἡ λήγουσα τῶν οὐσιαστικῶν, ἐπιθέτων καὶ ἐπιρρημάτων
Στὰ δύο προηγούμενα μαθήματα ἐξετάσαμε τὸν τονισμὸ τῶν ρημάτων καὶ εἴδαμε ὅλες τὶς περιπτώσεις ποὺ μποροῦν νὰ προκύψουν. Στὸ μάθημα αὐτὸ καὶ στὸ ἑπόμενο, καὶ τελευταῖο, θὰ ἀσχοληθοῦμε μὲ τὰ ἄλλα μέρη τοῦ λόγου: τὰ οὐσιαστικά, τὰ ἐπίθετα, τὰ ἐπιρρήματα.
Ἄλλη μιὰ φορά, στὴν περίπτωση τῆς λήγουσας ὁ κανόνας εἶναι πολὺ ἁπλός: τὰ οὐσιαστικὰ καὶ τὰ ἐπίθετα, ὅταν τονίζονται στὴν λήγουσα παίρνουν ὀξεία σὲ ὅλες τὶς πτώσεις ἐκτὸς ἀπὸ τὴν γενικὴ καὶ τὴν δοτικὴ (τοῦ ἑνικοῦ καὶ τοῦ πληθυντικοῦ) ποὺ παίρνουν πάντα περισπωμένη:
Ὀνομαστικὴ | ὁ καλὸς ἰατρὸς | οἱ καλοὶ ἰατροὶ |
Γενικὴ | τοῦ καλοῦ ἰατροῦ | τῶν καλῶν ἰατρῶν |
(Δοτικὴ) | (τῷ καλῷ ἰατρῷ) | (τοῖς καλοῖς ἰατροῖς) |
Αἰτιατικὴ | τὸν καλὸ ἰατρὸ | τοὺς καλοὺς ἰατροὺς |
Κλητικὴ | ὦ καλὲ ἰατρὲ | ὦ καλοὶ ἰατροὶ |
|
Ὀνομαστικὴ | ὁ ἐπιμελὴς μαθητὴς | οἱ ἐπιμελεῖς μαθητὲς |
Γενικὴ | τοῦ ἐπιμελοῦς μαθητῆ | τῶν ἐπιμελῶν μαθητῶν |
(Δοτικὴ) | (τῷ ἐπιμελεῖ μαθητῇ) | (τοῖς ἐπιμελέσι μαθητέσι) |
Αἰτιατικὴ | τὸν ἐπιμελὴ μαθητὴ | τοὺς ἐπιμελεῖς μαθητὲς |
Κλητικὴ | ὦ ἐπιμελὴ μαθητὴ | ὦ ἐπιμελεῖς μαθητὲς |
|
Ὀνομαστικὴ | ἡ πικρὴ χαρὰ | οἱ πικρὲς χαρὲς |
Γενικὴ | τῆς πικρῆς χαρᾶς | τῶν πικρῶν χαρῶν |
(Δοτικὴ) | (τῇ πικρῇ χαρᾷ) | (ταῖς πικραῖς χαραῖς) |
Αἰτιατικὴ | τὴν πικρὴ χαρὰ | τὶς πικρὲς χαρὲς |
Κλητικὴ | ὦ πικρὴ χαρὰ | ὦ πικρὲς χαρὲς |
|
Ὀνομαστικὴ | τὸ μικρὸ παιδὶ | τὰ μικρὰ παιδιὰ |
Γενικὴ | τοῦ μικροῦ παιδιοῦ | τῶν μικρῶν παιδιῶν |
Αἰτιατικὴ | τὸ μικρὸ παιδὶ | τὰ μικρὰ παιδιὰ |
Κλητικὴ | ὦ μικρὸ παιδὶ | ὦ μικρὰ παιδιὰ |
Ἂς μὴ τρομάξει ὁ ἀναγνώστης βλέποντας δοτικὲς πτώσεις (καὶ τὶς ἀντίστοιχες ὑπογεγραμμένες) σὲ αὐτὴν τὴν ἱστοσελίδα. Προφανῶς ἡ δοτικὴ δὲν χρησιμοποιεῖται στὴν δημοτικὴ γλώσσα καὶ κανεὶς δὲν ἐπιθυμεῖ νὰ τὴν ἐπαναφέρει. Ἀλλὰ τὸ πλῆθος ἐκφράσεων ποὺ χρησιμοποιοῦμε καθημερινὰ («δόξα τῷ Θεῷ») καὶ ποὺ περιέχουν δοτικὴ πτώση δικαιολογεῖ τὴν ἀναφορά της. Ἄλλωστε ὁ κανόνας εἶναι τὸ ἴδιο ἁπλὸς ὅσο καὶ ἀπαραβίαστος: τόσο ἡ γενικὴ ὅσο καὶ ἡ δοτικὴ ὅταν τονίζονται παίρνουν περισπωμένη.
Εἶναι δηλαδὴ ἡ περισπωμένη δείκτης τῆς γενικῆς (καὶ τῆς δοτικῆς). Ἡ περισπωμένη μᾶς ἐπιτρέπει νὰ διευκρινίσουμε τὸ νόημα φράσεων ὅπως: «ἄκουσα ἕναν βοηθὸ λογιστὴ νὰ λέει»/«ἄκουσα ἕναν βοηθὸ λογιστῆ νὰ λέει», στὴν πρώτη περίπτωση πρόκειται γιὰ λογιστὴ ποὺ εἶναι βοηθός, στὴν δεύτερη περίπτωση γιὰ τὸν βοηθὸ ἑνὸς λογιστῆ.
Στὸ παράδειγμα «ὁ ἐπιμελὴς μαθητὴς» βλέπουμε ὅτι καὶ ἡ ὀνομαστικὴ καὶ ἡ αἰτιατικὴ τοῦ πληθυντικοῦ τοῦ «ἐπιμελὴς» παίρνουν περισπωμένη. Πρόκειται γιὰ ἐξαίρεση στὸν κανόνα: οἱ πτώσεις τοῦ πληθυντικοῦ ποὺ καταλήγουν σὲ -εῖς παίρνουν περισπωμένη: οἱ συγγραφεῖς, οἱ συγγενεῖς, οἱ δυστυχεῖς, οἱ ἀκριβεῖς, κ.λπ.
Ἄλλες ἐξαιρέσεις:
- λέξεις ἀπὸ τὰ ἀρχαῖα: ἡ γῆ/τῆς γῆς, τὸ φῶς/τοῦ φωτός, τὸ πᾶν/τοῦ παντός, ὁ νοῦς/τοῦ νοῦ, κ.λπ. οἱ ὁποῖες κλίνονται κατὰ τὸ ἀρχαῖο πρότυπο·
- κύρια ὀνόματα ἀπὸ τὰ ἀρχαῖα ποὺ καταλήγουν σὲ -ᾶ/-ᾶς, -ῆς, -οῦς (Ἀθηνᾶ, Ναυσικᾶ, Λουκᾶς, Παλαμᾶς, Σκουφᾶς, Ἑρμῆς, Ἡρακλῆς, Θαλῆς, Θεμιστοκλῆς, Μωυσῆς, Περικλῆς, Ἰησοῦς, κ.λπ.).
Ὅσο γιὰ τὰ ἐπιρρήματα, αὐτὰ παίρνουν ὀξεία ὅταν λήγουν σὲ -ά: παλιά, σιγά, φτηνά, καλά, ἁπλά, εἰδικά, κ.λπ., καὶ περισπωμένη ὅταν λήγουν σὲ -ῶς: ἀκριβῶς, λεπτομερῶς, ποσῶς, γενικῶς, ἀσφαλῶς, κ.λπ.
Ἀσκήσεις
Ἄσκηση 1
Διαλέξτε τὶς λέξεις μὲ τὸν σωστὸ τόνο καὶ τὸ σωστὸ πνεῦμα. Ὅταν τελειώσετε κάντε κλὶκ στὸ κουμπὶ «Τελείωσα!». Ἂν θέλετε νὰ μάθετε ποιές λέξεις διαλέξατε λάθος, κάντε κλὶκ στὸ κουμπὶ «Δεῖξε λάθη!» καὶ οἱ λανθασμένες λέξεις θὰ ἐμφανισθοῦν σὲ κόκκινο χρῶμα (δὲν λειτουργεῖ σὲ ὅλους τοὺς ἱστοπλοηγούς). Γιὰ νὰ ξαναγίνουν μαῦρες ὅλες οἱ λέξεις κάντε κλὶκ στὸ «Κρύψε λάθη!».
[Τὸ κείμενο εἶναι τοῦ Καρκαβίτσα, ἀπὸ τὰ Λόγια τῆς πλώρης.]
— Ἄ! ἄ! ἄ! ... ἔβαλαν ὅλοι χαρούμενες .
Ἀπὸ κείνους οὔτε κινήθηκε, οὔτε φώναξε . Εἶδα τὸν τιμονιέρη στὸ τιμόνι, τὸ καπετάνιο στὴν πρύμη· τὸ ναύκληρο καὶ πεντέξι ναῦτες μὲ τὶς σκότες στὰ χέρια. Ὅλοι ἔστεκαν καὶ μᾶς κοίταζαν, μὰ οὔτε τοίμαζαν οὔτε τίποτα. Μόνον ὁ σκύλος τους, ἕνας σκύλος , κατάμαυρος, μὲ κεφάλι ὁλοστρόγγυλο σὰν μπόμπα , μᾶς ἔστελνε τὸ ἄγριό του ἀλύχτημα.
— Τοὺς ἄτιμους! ψιθύρισα.
— Γιὰ λές; μὲ ρώτησε ὁ καπετάνιος.
— Γιὰ τοὺς σκύλους.
Καὶ ρίχτηκα πάλι μὲ τὰ μου στὴν τρόμπα.
— Ὄρεξη ποὺ τὴν ἔχει ὁ Καληώρας, εἶπε ὁ καπετάνιος γελώντας. Θαρρεῖς καὶ θέλει νὰ τὴν ξαραθυμίσει.
— Ὡστόσο τὸ μπάρκο ἦρθε μιὰ βόλτα κι ἔπεσε δίπλα μας, δεκαπέντε μακριά. Μὰ βλέπω ἄξαφνα τὸν καπετάνιο νὰ γυρίζει στὸν τιμονιέρη. Μιὰ τιμονιὰ καὶ τὸ παίρνει σταβέντο. Βάνουμε τὶς :
— Μωρ᾿ ἀδέρφια, πνιγόμαστε! Ποῦ μᾶς ἀφήνετε; Σωτηρία! ... Ἀδέρφια, πνιγόμαστε! ... Σωτηρία! ...
Ἀκούστηκε κάποια καὶ πάψαμε βουλώνοντας ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου τὸ στόμα. Καὶ μέσα στὸ ρέκασμα τοῦ κυμάτου καὶ τὸ ἀνεμοφύσημα, ἀκούστηκε χαρόσταλτο ἀνάμπαιγμα ἡ :
— Στὴν ἄλλη ! ... στὴν ἄλλη ! ...
Δὲν τὸ πίστευαν τ᾿ μου! Εἶπα πὼς ὁ καπετάνιος ἤθελε νὰ παίξει μὲ τὴ θέση μας καὶ ἄρχισα νὰ πεισμώνω περισσότερο γιὰ τὰ ἄνοστα παρὰ γιὰ τὴ του πράξη. Ὁ «Σωτήρας» ὅμως πάντα μάκραινε. Βάνουμε πάλι τὶς ἄγριες :
— Μωρ᾿ ἀδέρφια, πνιγόμαστε! Ποῦ μᾶς ἀφήνετε; Σωτηρία! Πνιγόμαστε, σωτηρία! ...
Βουλώσαμε πάλι τὸ στόμα· κρατήσαμε τὴν ἀνάσα μας. Καὶ ἡ ἀπὸ τὸ μπάρκο, συντροφιασμένη μὲ τὸ ρέκασμα τοῦ κυμάτου καὶ τὸ ἀνεμοβόγγημα, πιὸ καὶ ἀναμπαίχτρα, ξαναδευτέρωσε:
— Στὴν ἄλλη ! ... στὴν ἄλλη ! ...
Ἔμεινε ὅπου βρέθηκε καθένας γιὰ ὥρα. Ἄξαφνα, σκορπίσαμε , σκαλώσαμε στὰ κατάρτια καὶ μονόγνωμοι ἀρχίσαμε νὰ φασκελώνουμε καὶ νὰ φωνάζουμε:
— Τῆς μάνας σου τὸ κέρατο! ... Χάννε μοῦνε! ... χάννε μοῦνε! ...
Ὅταν ἄφησα τὸ κατάρτι, τὸ μπάρκο ἔμοιαζε μὲ νυχτερίδα. Κάπου ἄρχισαν νὰ ξανοίγουν τὰ θεμέλια τ᾿ , ὅμως, σὰν νὰ πάλευαν τους οἱ . Ἔγερνε νὰ βασιλέψει ὁ ἥλιος καὶ τὸ κύμα, καθὼς ἔσκαζε , σπιθοβολοῦσε πολύχρωμο καὶ , σὰν νὰ κυλοῦσε συντρίμια ἀπὸ λόγχες καὶ , δίκοπους μπαλντάδες καὶ μαχαίρια καὶ κράνη χάλκινα, σπρώχνοντας νὰ τὰ ρίξει πέρα στὴν , μαζὶ μὲ τὰ . Καὶ μέσα στὴν ἄχνη, ποὺ ἀνεμόφτερη ἔτρεχε κατὰ τὴ , τὸ Τόξο ἔλαμπε ὑφασμένο ἀπὸ νεράιδας χέρι ἀπάνω σὲ ἀεροκάμωτο διασίδι. Μὰ τί κατάρα ποὺ τὴν πήραμε καὶ μεῖς! Τὸ θεόσταλτο σημάδι, ποὺ προλέγει πάντα τὴν καλοσύνη τοῦ στοὺς , γράφτηκε νὰ προλέγει θαλασσοταραχὲς καὶ ἀγριοκαίρια:
Εἶδες Τόξο τὴν ;
καλοσύνη τὸ !
Εἶδες Τόξο τὸ ;
κακοσύνη τὴν ! | |
Ἄσκηση 2
[Ἡ συνέχεια τοῦ κειμένου τοῦ Καρκαβίτσα.]
Ἄρχισα νὰ πιστεύω πὼς ξεγραφτήκαμε ἀπὸ τοῦ κόσμου τὸ βιβλίο· πὼς οἱ ἄνθρωποι τράβηξαν χέρι μὴ συνεπάρει καὶ κείνους τοῦ ἡ κατάρα. Καὶ ἄλλοι ἂν μᾶς ἀπαντήσουν, ἔλεγα, ἔτσι θὰ μᾶς φερθοῦν. Ὅμως ἀπὸ τὶς πολλὲς τοῦ καπετάνιου, ποὺ δὲν ἔχανε τὸ θάρρος του, πιάσαμε πάλι τὶς τρόμπες. Τρομπάραμε καμιὰ ὥρα· ἔπειτα ἕνας-ἕνας τὶς ἀφήσαμε. Πλάκωσε ὡστόσο ἡ νύχτα. Καὶ τί νύχτα! Κόλαση . Οὔτε ἄστρο στὸν , οὔτε στὴ θάλασσα! Εἶπε μιὰ νὰ φυσήξει πονεντογάρμπι· ἀλλὰ πάλι τὸ γύρισε γρεγοτραμουντάνα. Χιόνι ἄρχισε νὰ μᾶς σκεπάζει· θυμήθηκε, βλέπεις, ὁ πὼς χρειαζόμαστε σάβανο! Νέκρα ἔπεσε στὸ καράβι καὶ νόμιζες πὼς ἦταν παντέρημο στὰ κύματα. Μόνο στὴν πλώρη ἀγουριόταν τὸ καὶ ἡ τρόμπα στὴν πρύμη ἔβγαζε καὶ τὸ της σκούξιμο, κάτω ἀπὸ τοῦ καπετάνιου τὰ χέρια.
— Μωρὲ ναῦτες ποὺ τοὺς διάλεξα! μουρμούριζε· ἕνας κι ἕνας! Νὰ χαθοῦν, δὲν βρίσκονται σ᾿ ὅλη τὴ ! ... Ἄμ᾿ δὲν πᾶτε, καημένοι μου, νὰ φορέσετε φουστάνια!
— Μὰ τί θὲς νὰ κάνουμε; τοῦ λέει ὁ Κράπας.
— Τί νὰ κάνετε; να παλέψετε, · νὰ παλέψετε! Σ᾿ ἅρπαξε ἀπὸ τὰ πόδια ὁ Χάρος; πιάσ᾿ τον ἀπὸ τὸ ... Θὰ σὲ πάρει — νὰ σὲ πάρει παλληκαρίσια. Ὄχι νὰ σταυρώσεις τὰ χέρια καὶ νὰ παραδοθεῖς!
— Μὰ δὲ βλέπεις ποὺ χάσκει τὸ κύμα νὰ μᾶς καταπιεῖ!
— Ὣς ποὺ νὰ μὲ καταπιεῖ κεῖνο, τὸ ρουφάω γώ! ...
Ὁ Μπισμάνης γύρευε νὰ μᾶς κεντήσει τὸ φιλότιμο. Ἀλλὰ μποροῦσε νὰ κινηθεῖ; Τὸ χιόνι πλάκωνε μία πήχη στὸ κατάστρωμα. Στὰ , στὰ κατάρτια, στὰ σίδερα, στὰ κουρέλια τῶν ἁπλωνόταν κι ἀσπρογάλιαζε σὰν κουλουριασμένα φίδια. Ἀπὸ σὲ ἐρχόταν τὸ κύμα καὶ μοῦ ἔδερνε τὸ πρόσωπο. Μὰ δὲν εἶχα δύναμη νὰ σηκωθῶ. Ἄρχισε νὰ μὲ πιάνει ἀποκαρωμάρα καὶ κεῖ ποὺ ἤμουν ἀκόμη νόμιζα πὼς ἤμουν κουφάρι, πὼς μὲ κυλοῦσαν τὰ κύματα. Ἔλεγα πὼς ἤμουν πρησμένος ταβούλι· πὼς τὸ κεφάλι μου ἦταν ὅμοιο μ᾿ ἕνα ρουμοβάρελο· πὼς τὰ πόδια μου ζύγιζαν καθένα ἀπὸ πεντακόσια καντάρια! Ἄξαφνα, λέει, τὰ τῆς θάλασσας, τὰ σκυλόψαρα καὶ οἱ φάλαινες, οἱ καὶ τὰ δελφίνια τριγύρισαν λαίμαργα τὸ κουφάρι μου καὶ πιάσανε μὲ τὰ ὄρνια τ᾿ γιὰ τὰ κοψίδια μου. Ἐγὼ τὰ κοίταζα καὶ γελοῦσα καὶ γέλια, βλέποντας νὰ λαχταροῦν τ᾿ ἀρρωστημένα κρέατά μου. Κι ἔπειτα, λέει, τὸ κεφάλι μου ἀργοκυλώντας, πάντα μαῦρο καὶ παρόμοιο μ᾿ ἕνα ρουμοβάρελο, βρέθηκε στο λιμάνι τῆς Ὕδρας. Ἦταν ἀνήμερα κι ἡ χώρα ἔλαμπε κάτασπρη, σὰν μαρμαρόχτιστη, καὶ μοσχοβολοῦσε σὰν . Τρομπόνια βροντοῦσαν καὶ βαροῦσαν παιγνίδια κι ἔπαιζε ρουμπίνι στὸ ποτήρι τὸ κι ἔλαμπαν στὰ χέρια κατακόκκινα τ᾿ κι ἔτρεμε τὸ « ἀνέστη» σὲ κοραλλένια χείλη. Τὸ κεφάλι μου, ἀργοκυλώντας μέσ᾿ ἀπὸ τὰ σημαιοστόλιστα πλεούμενα, ἦρθε κι ἄραξε στὴν καὶ βγῆκαν οἱ περδικοστῆθες, μὲ τὰ κίτρινα φακιόλια καὶ τὰ γκόλφια τους, ἦρθαν τὰ λεβεντόπαιδα μὲ τὰ τσόχινα καὶ τὰ ζωνάρια τους, μὲ κοίταζαν κι ἔλεγαν μ᾿ ἀπορία: Τίνος εἶναι τοῦτο τὸ κεφάλι; Ἦρθαν μαζὶ οἱ φίλοι καὶ , μ᾿ ἔβλεπαν καὶ κεῖνοι, ρωτοῦσαν κι ἔλεγαν: Τάχα τίνος εἶναι τοῦτο τὸ κεφάλι; Ἐγὼ τοὺς ἄκουα καὶ στενοχωριόμουν ποὺ δὲ μὲ γνώριζαν, κι ἤθελα νὰ τοὺς φωνάξω: — Δικό μου εἶναι, τοῦ Καληώρα, τοῦ βλάμη σας· καὶ πῶς δὲν τὸ γνωρίζετε; Ἐμένα μὲ γνωρίζουν οἱ στράτες καὶ τὰ διάβατα, μὲ τρέμουν τὰ βαγένια καὶ τὰ . Ὁ σὰν ἀρχίσω τοὺς μου, σπάει τὶς κόρδες τοῦ λαγούτου του κι ὁ Σουλεϊμάνης ἀπαραιτεῖ τὸ νάι του στὴ φωνή μου. Ἐγώ, ἂν σηκώσω μάτι στὰ τὰ παραθύρια, ἀρνιέται κάθε γυναίκα τὸν ἄντρα της· κι ἂν σύρω τὸ χέρι στὴ μέση μου, τὸ αἷμα κατουρεῖ κάθε μάνας γέννα. Ἐγὼ ψάρεψα πρῶτος τὸ μελάτι στοὺς τῆς καὶ ξερίζωσα τὸ στοιχειωμένο γιούσουρι μ᾿ ἕνα μου τίναγμα. Οἱ Καλυμνιῶτες εἶδαν τὸ βούτημά μου καὶ θάμασαν. Μ᾿ εἶδε τὸ σκυλόψαρο — μοβόρικο ψάρι! — κι ἦρθε μπρὸς στὸ τῆς περικεφαλαίας μου, θέλοντας νὰ γνωρίσει τὸ νέο ποὺ συνεμπῆκε στὰ του. Μὲ εἶδαν oἱ Ἀραπάδες τῆς Βεγγάζης καὶ μὲ τίμησαν ὡς βασιλέα· μοῦ ἄφησαν ἐλεύθερο τὸ πηγάδι ποὺ θὰ πίνω καὶ τὸ κοπάδι ποὺ θὰ τρώγω τὸ κρέας. Ἐμένα μ᾿ ἔμαθαν ἀπὸ ὅλ᾿ οἱ ἀνέμοι, ἀπὸ λεβάντε σὲ πονέντε καὶ ἀπὸ σὲ ὄστρια· καὶ συντρόφεψαν τὸ νυχτοπερπάτημά μου ὅλα τ᾿ ἀστέρια τ᾿ | |
Ἄσκηση 3
[Τὸ κείμενο αὐτό, σὲ ἁπλὴ καθαρεύουσα, εἶναι τοῦ Καλιτσουνάκη.]
→ Περνᾶμε στὸ δέκατο μάθημα
|