Ἡ ἀντιδικία τῶν τόνων βʹ[Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ἡ ἀντιδικία τῶν τόνων, ἐκ τῶν συνεδριῶν τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν», ἐκδόσεις Τζάκα-Δελαγραμμάτικα 1944: Ὁμιλία τοῦ κ. καθηγητῆ Καλιτσουνάκη.] Ἀπόσπασμα τῆς ὁμιλίας Ἰωάννου Καλιτσουνάκη, τακτικοῦ καθηγητοῦ τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Φιλολογίας, Ἀκαδημαϊκοῦ, σελ. 472-491 καὶ 533-539.Τὸ τονικὸν ζήτημαΤὸ τονικὸν ζήτημα ἐν τῇ ἡμετέρᾳ γλώσσῃ δὲν εἶναι σημερινὸν ἢ καὶ τοῦ πλησιεστέρου παρελθόντος, ἀλλὰ ὑπάρχει, δύναταί τις νὰ εἴπῃ, ἀπὸ αὐτῶν τῶν ἀρχαίων χρόνων. Τὴν πρώτην ἀρχὴν τῶν τονικῶν σημείων εὑρίσκομεν εἰς τὸ ἀρχαῖον ἀττικὸν ἀλφάβητον, καὶ δὴ εἰς τὸ στοιχεῖον, ἧτα, Η, διὰ τοῦ ὁποίου ἐδηλοῦτο ὁ δασὺς φθόγγος μέχρι τοῦ 403 πρ. Χρ. (Ηεκατόν, ἐν ἐπιγραφ. τοῦ 408 πρ. Χρ.). Μετὰ ταῦτα δὲ ἐπὶ Εὐκλείδου ἄρχοντος, μετὰ τὴν γενομένην καθιέρωσιν ἐν Ἀθήναις τοῦ Ἰωνικοῦ (Μιλησίου) ἀλφαβήτου, τὸ Η παρελήφθη πρὸς δήλωσιν τοῦ μακροῦ ε καὶ ἐξεφωνεῖτο ἁπλῶς ὡς ἦτα (ἀντὶ ἧτα)1. Τὸ Η τοῦτο τότε ἐδιχοτομήθη καὶ τὸ μὲν πρὸς τὰ ἔξω τμῆμα () ἐδήλωνε τὴν ψιλὴν τὸ δὲ πρὸς τὰ ἔσω () τὴν δασεῖαν τ.ἔ. τὸ δασὺ πνεῦμα (ἰδ. Meisterhans3 σελ. 85 (§33) ἑξ. Blass, Ausspr. σ. 25 ἑξ. καὶ Paläogr. σ. 301 ἑξ.)2. Τὸ φαινόμενον τοῦτο ἠμπορεῖ νὰ χαρακτηρισθῇ ὡς ἡ ἀρχαιοτάτη καὶ στοιχειώδης ἀρχὴ τοῦ συστήματος τῶν πνευμάτων καὶ τόνων ἐν τῆ ἡμετέρᾳ γλώσσῃ. Μερικοὶ ἠθέλησαν νὰ ἀναγάγωσιν τὴν ἀρχὴν τοῦ τονισμιοῦ εἰς τοὺς χρόνους τοῦ Ἀριστοτέλους, ἀλλὰ τὰ «παράσημα» τὰ ὁποῖα ὁ φιλόσοφος μνημονεύει ἐν τοῖς Σοφιστικοῖς ἐλέγχοις (177β 6) «Κἀκεῖ (τ.ἐ. ἐν τοῖς γεγραμμένοις) δ᾿ ἤδη παράσημα ποιοῦνται» σημαίνουσι σημεῖα τιθέμενα πρὸς χωρισμὸν τῶν λέξεων ἀπ᾿ ἀλλήλων ἢ ἴσως καὶ σημεῖα ἐν τῇ ᾤᾳ διὰ νὰ ἐφιστᾶται ἡ προσοχὴ τοῦ ἀναγνώστου εἰς δύσκολα χωρία (Ph.W. 1930, 231). Γνωρίζομεν ἀσφαλῶς ὅτι οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα ἀνεγράφησαν ἐπὶ τῶν λέξεων κατὰ τοὺς χρόνους τῶν Ἀλεξανδρινῶν γραμματικῶν, τ.ἔ. τὸν τρίτον πρ. Χρ. αἰῶνα, ἀλλὰ δὲν ἠδυνήθημεν ἀκόμη νὰ ἐξακριβώσωμεν ἂν Ἀριστοφάνης ὁ Βυζάντιος ἢ αὐτὸς οὗτος ὁ ᾽Αρίσταρχος ὁ Σαμόθρᾳξ (Lehrs σελ. 257-316) ἦσαν οἱ ἐπινοηταὶ ἢ οἱ εἰσηγηταὶ τῶν σημείων τούτων. Πρέπει νὰ διαστέλλωνται οἱ τόνοι τῶν πνευμάτων, (δηλ. κυρίως τῆς δασείας) τὰ ὁποῖα, ὡς εἴδομεν, εἶναι πολὺ ἀρχαιότερα (Kirchhoff σελ. 169). Σήμερον ὡς πιθανώτερον θεωρεῖται ὅτι ὁ ἐπινοητὴς τῶν σημείων τούτων εἰναι Ἀριστοφάνης ὁ Βυζάντιος ὡς ἀπέδειξεν ὁ Lamm (ἰδ. Schwyzer 374). Πρὸς γενικὴν εἰσαγωγὴν θὰ ὑπῆρχον βέβαια τότε, ἀφορμαί τινες τ.ἔ, θὰ εἶχον ἤδη ταῦτα πολλαχοῦ εἰσαχθῆ εἰς τὴν γραφήν, ἀλλὰ δὲν θὰ εἶχον καθολικωτέραν ἐφαρμογὴν ἢ χρῆσιν οἵα ἐδίδετο διὰ τῆς τοιαύτης ᾀποφάσεως τῶν μεγάλων Ἀλεξανδρινῶν γραμματικῶν. Σήμερον ὑπάοχει καὶ ἡ γνώμη ὅτι ἡ διάδοσις τῆς ῾Ελληνικῆς γλώσσης μετὰ τὸν Μ.᾽Αλέξανδρον ἀνὰ τὴν ᾽Ανατολὴν συνετέλεσεν εἰς τὸ νὰ προσλάβῃ ἡ γλῶσσα τοὺς τόνους καὶ τὰ πνεύματα, διότι γλῶσσα καὶ προφορὰ αὐτῆς ἐκινδύνευον ὡς πρὸς τὴν ὀρθότητα αὐτῶν3 (Gardthausen σελ. 382). Ἐφ᾿ ὅσον, ἰσχυρίζονται, ἡ ῾Ελληνικὴ ὡμιλεῖτο ὑπὸ Ἑλλήνων οἱ τόνοι ἐπερίττευον, καθὼς περιττεύουν σήμερον παραδ. χάρ. εἰς τὴν Γερμανικήν. ῾Ο ῎Αγγλος Kenyon (πρβλ. Gardthausen σελ. 383) φρονεῖ ὅτι ὁ τονισμὸς εἰσήχθη κυρίως δι᾿ ἔργα τὰ ὁποῖα ἦσαν προωρισμένα διὰ νὰ πωλῶνται ἢ διὰ νὰ μένουν ἐν Βιβλιοθήκαις. ᾽Αρχικῶς ἐγράφοντο καὶ αἱ βαρεῖαι εἰς τὰς μὴ τονουμένας συλλαβάς. ῎Εχομεν παραδ. χάρ. εἰς ἕνα παλαιὸν αἰγυπτιακὸν πάπυρον τῆς᾽Ιλιάδος τὴν γραφὴν ἐπὲσεύοντο, εὐρίσκομεν λέξεις γεγραμμένας Θὲόσδὸτὸς κτλ. ἀλλὰ σὺν τῷ χρόνῳ ἐγκατελείφθη ὁ τρόπος οὗτος τῆς γραφῆς (ἰδοὺ λοιπὸν καὶ μία ἄλλη τονικὴ μεταρρύθμισις) «ἵνα μὴ καταχαράσσωνται τὰ βιβλία». ῾Ο τρόπος οὗτος τῆς γραφῆς διετηρήθη εἰς τὰς δύο προκλιτικὰς προθέσεις ἀπὸ καὶ ἐπὶ αἵτινες ἀρχικῶς ἐτονίζοντο ὡς αὐτοτελεῖς λέξεις ἐπὶ τῆς παραληγούσης. Πάντως ἡ βαθμιαία ἀπώλεια ἐν τῇ γλώσσῃ τοῦ μουσικοῦ τόνου (μέχρι τῶν χρόνων τῆς γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ ὁ τόνος τῆς γλώσσης παρέμεινε μουσικὸς)4 καὶ ἡ παρακολουθοῦσα τὴν ἀπώλειαν ταύτην κατίσχυσις τοῦ δυναμικοῦ συνετέλεσεν εἰς τὸ νὰ γίνῃ ἀρχὴ τῆς γραφῆς τῶν τόνων5. Τὸ τονικὸν σύστημα τῶν Βυζαντινῶν (τὸ ὁποῖον εἶναι τὸ αὐτὸ περίπου μὲ τὸ σημερινὸν ἰδικόν μας) κατηρτίσθη ὑπὸ τοῦ ἐξ Ἀντιοχείας γραμματικοῦ Θεοδοσίου περὶ τὸ 400 μ. Χρ., ὅτε εἶχεν ἤδη ἐπέλθει ἰσοχρονισμὸς ὅλων τῶν φωνηέντων. Ἀπὸ δὲ τοῦ 9ου αἰῶνος καὶ ἑξῆς οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα εἶναι ὑποχρεωτικὰ πλέον καὶ ἔχουν καθολικὴν ἐφαρμογήν. Λόγιοι ῞Ελληνες ἔκαμνον μέχρι τοῦ 15ου αἰῶνος στίχους κατὰ τὴν ποσοτικὴν ἀρχὴν τοῦ μακροῦ καὶ βραχέος, ἀλλ᾿ ἡ ἀνάγνωσις τῶν στίχων ἤδη ἀπὸ τοῦ 4ου-5ου μ. Χρ. αἰῶνος ἐγίνετο μόνον κατὰ τὴν δυναμικὴν ἀρχὴν τοῦ τονουμένου καὶ ἀτόνου φωνήεντος. Δύναταί τις ὅμως νὰ εἴπῃ ἐκτὸς τῶν ἀνωτέρω λεχθέντων ὅτι οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα ἐχρησιμοποιήθησαν ἀρχικῶς καὶ ὡς μέσον κυρίως διακρίσεως τῶν λέξεων. Οἱ παλαιότεροι πάπυροι δὲν ἔχουσι γενικῶς εἰπεῖν τὰ σημεῖα ταῦτα. Τὸν 1ον μ. Χρ. αἰῶνα φαίνονται εἰς χρῆσιν ἥτις προϋποθέτει τὴν εἰσάγωγήν των ἀπὸ παλαιοτέρους χρόνους (Σιγάλας σελ. 307). Τὰ ἐκ περγαμηνῆς χειρόγραφα τῶν πρώτων αἰώνων τῆς βυζαντινῆς ἐποχῆς δὲν ἔχουν οὔτε τόνους οὔτε πνεύματα (εἰς τὸν Βατικανὸν καὶ Ἀλεξανδρινὸν κώδικα τῆς Ἁγίας Γραφῆς πρόκειται περὶ προσθήκης μεταγενεστέρας χειρὸς) (πρβλ. καὶ P. Maas, Pal. §18). Βλέπομεν λοιπὸν πόσον παλαιὰ εἶναι ἡ παράδοσις τῆς γραφῆς τοῦ τονικοῦ συστήματος καὶ πόσον τοῦτο συνδέει τὴν γραφὴν τῆς σημερινῆς γλώσσης πρὸς τὴν Βυζαντιακὴν καὶ διὰ ταύτης καὶ πρὸς τὴν παλαιοτέραν ῾Ελληνικήν. Οἱ ἐπιζητοῦντες σήμερον τὴν μεταρρύθμισιν καὶ τὴν λεγομένην ἁπλοποίησιν τόνων καὶ πνευμάτων προβάλλουσι δύο κυρίως ἐπιχειρήματα. Πρῶτον ὅτι ἡ ἀρχαία γλῶσσα δὲν εἰχε.τόνους καὶ πνεύματα, εἶναι περιττὰ ἄρα, λέγουν, καὶ εἰς τὴν νέαν, καὶ δεύτερον ὅτι ἡ σημερινὴ γραφὴ μετὰ τόνων καὶ πνευμάτων παρέχει δυσκολίας πολλὰς εἰς τοὺς μαθητὰς κατὰ τὴν διδασκαλίαν τῆς ἡμετέρας γλώσσης, εἰς μαθητὰς κυρίως τῶν κατωτέρων τάξεων τῶν σχολείων, γίνεται ἐκ τούτου ἀφορμὴ εἰς καταλογισμὸν πολλῶν ὀρθογραφικῶν σφαλμάτων6, ἐλάττωσιν λοιπὸν τῆς θετικῆς ἀξίας τῶν ἱκανοτήτων τῶν μαθητῶν, καὶ τὰ τοιαῦτα. ῍Ας ἐξετάσωμεν συντόμως καὶ τὰ δύο ταῦτα ἐπιχειρήματα ἀφοῦ προτάξω πρῶτον βραχυτάτην ἔκθεσιν τοῦ ἱστορικοῦ τοῦ ζητήματος τῆς ἀτόνου καὶ ἀπνευματίστου γραφῆς. Τὸ ζήτημα τοῦτο χρονολογεῖται κυρίως ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τοῦ ἐξ Ἰωαννίνων ἰατροῦ καὶ ποιητοῦ Ἰωάννου Βηλαρᾶ (1771-1823) ὁ ὁποῖος φύσει ἐπαναστάτης (τῷ 1797 συνελήφθη ἐν Βενετίᾳ καὶ εἰσήχθη εἰς δίκην) διαπεποτισμένος δὲ καὶ μὲ τὰς ἀντιλήψεις τῆς Γαλλικῆς ἐπαναστάσεως ἡθέλησε καὶ ὡς πρὸς τὴν γλῶσσαν νὰ ἐπαναστατήσῃ, ἐπενόησε λοιπὸν ἴδιον ὀρθογραφικὸν σύστημα, κατέλυσε τὰ πλεῖστα φωνήεντα καὶ τοὺς τόνους καὶ τὰ πνεύματα, καὶ ἐδημοσίευσε «μικρή ορμήνηα γιά τά γράματα καί ορθογραφήα τής ρομέικης γλόσας» (!). Πᾶσαι αὗται αἱ καινοτομίαι τοῦ παραδοξολόγου (διὰ νὰ μὴ εἴπω ἄλλο τι) ἰατροφιλοσόφου (ὁ ὁποῖος προσληφθεὶς ὡς ἰατρὸς τοῦ τυράννου ᾽Αλῆ πασσᾶ ἔκαμεν καὶ μεγάλην ἀβαρίαν εἰς τὰ πατριωτικά του αἰσθήματα) ἐλησμονήθησαν σήμερον καὶ ἀναφέρονται μόνον χάριν θυμηδίας καὶ ὑπ᾿ αὐτῶν τῶν ἄκρων δημοτικιστῶν. «Τὸ ὀρθογραφικὸν ἢ μᾶλλον γραφικὸν σύστημα τοῦ ᾽Ιωαννίτου λογίου οὗ ἐποιεῖτο χρῆσιν καὶ ἐν τοῖς ποιήμασιν αὐτοῦ εἶναι σύστημα νεκροφανὲς ὅσον καὶ τὰ νεώτερα συστήματα τοῦ ᾽Ι. ᾽Ισιδωρίδου Σκυλίτση καὶ τοῦ Νικολάου Φαρδῦ (Σπ. Λάμπρος)7. Συντηρικώτερος εἰναι ὁ μνημονευθεὶς ἐκ Σμύρνης λόγιος καὶ ποιητὴς ᾽Ιωάννης ᾽Ισιδωρίδης Σκυλίτσης (1819-1890) ὅστις τῷ 1886 ἀνέγνωσε ἐν τῷ Συλλόγῳ Παρνασσῷ μελέτην του «περὶ ἄρσεως ματαιοπονίας ἐν τῷ γράφειν τυπογραφεῖν καὶ στοιχειοχυτεῖν». Μετ᾿ αὐτὸν ἔρχεται ὁ ἐκ Σαμοθρᾴκης Νικόλαος Φαρδὺς (1855-1901), ἰατρὸς καὶ αὐτὸς σπουδάσας ἐν Μασσαλίᾳ ὅπου καὶ ἔγραψε διατριβὴν (1884) «περι ατονου και απνευματιστου γραφης της Ελληνικης γλωσσης, μαρτυριαι και αποδειξεις». Αἱ γνῶμαι αὐτῶν, τῶν δύο ἰατροφιλοσόφων ἀνηρέθησαν καὶ σχεδὸν ἐλησμονήθησαν8. Τὸ τονικὸν σύστημα καὶ ἡ ὀρθογραφία τὴν ὁποίαν ἐζήτησε νὰ ἐφαρμόσῃ σήμερον ὁ συνάδελφος καθηγητὴς εἶναι τὸ αὐτὸ κατὰ τὸ μέγιστον μέρος μὲ ἐκεῖον τὸ ὁποῖον διεκήρυξαν καὶ ἐφήρμοσαν καὶ ἄλλοι καὶ ἰδίᾳ ὁ Πέτρος Βλαστὸς εἰς τὴν Γραμματικὴν τῆς Δημοτικῆς (᾽Αθ. 1914). ῾Η Γραμματικὴ αὐτὴ δὲν στερεῖται κάποιας ἀξίας διὰ τὸν σκοπὸν τὸν ὁποῖον ἐπιδιώκει, ἔχει ὅμως παραπολὺ ὑπερηφάνως καὶ ἀξιωματικῶς εἰς τὸν πρόλογον τὰ ἑξῆς: «φανερό στέκει (!) πώς είναι μεγάλη ανάγκη νά γράφουμε τή δημοτική κανονικά (!) δηλαδή σύφωνα μέ τούς κανόνες της καθώς μάς τούς ξεκαθάρ ισαν (sic!) κιόλας οι ειδικοί. Η φιλοδοξία τής γραμματικής τούτης είναι νά βοηθήσει τό στέριωμα (!) τής γλωσσικής πειθαρχίας καί νά δώσει στά παιδιά μιά σύντομη καί σωστή (!) γραμματική τής γλώσσας τους.» (!). Λησμονῶν δὲ τὴν ὑπόσχεσίν του ὅτι θέλει νὰ δώσῃ δημοτικὴν σύμφωνα μὲ τοὺς «ξεκαθαρισμένους» κανόνας της ὁμολογεῖ ὅτι «είταν ανάγκη νά διαλέξω τύπους καί κανόνες, τούς πιό χρήσιμους καί πιό κοινούς. Κάποτε σημειώνω καί μερικούς άλλους παράλληλους, μά πιό συχνά βάζω αξιωματικά» (!) Εἶναι μὲν λοιπὸν ἀληθές, διὰ νὰ ἐξετάσωμεν τώρα τὸ πρῶτον ἐπιχείρημα, ὅτι οἱ ἀρχαῖοι δὲν ἔγραφον τόνους καὶ γενικῶς εἰπεῖν πνεύματα, ἀλλὰ πρῶτόν αὐτοὶ ὡς ἐκ τῆς διαφόρου προφορᾶς των δὲν εἶχον ἀνάγκην τῶν σημείων τούτων, ἔπειτα δὲ γραφὴ καὶ ἀνάγνωσις δὲν ἦτο τὸ αὐτὸ πρᾶγμα τότε καὶ σήμερον. ῾Η προφορὰ λοιπὸν ἦτο διάφορος, δὲν ὑπῆρχεν ὁ δυναμικὸς τόνος ἀλλ᾿ ὁ μουσικὸς κτλ. Ἂν θὰ διετείνετό τις ὅτι πρέπει νὰ μὴ θέτωμεν τόνους καὶ πνεύματα διὰ νὰ γράφωμεν ὡς οἱ ἀρχαῖοι, οἱ προαλεξαδρινοί, τότε φυσικὰ πρέπει κανεὶς νὰ ἀξιώσῃ ἀπὸ αὐτὸν νὰ γράφῃ καὶ ὅλα κεφαλαῖα καὶ συνεχόμενα. Ὡς πρὸς τὸ δεύτερον ἐπιχείρημα ὅτι ἡ ἐκμάθησις τῆς τονουμένης καὶ πνευματουμένης γλώσσης εἶναι εἰς ἄκρον δυσχερής, ἡμεῖς δὲ οἱ νεώτεροι ῞Ελληνες θέλομεν τὰ πάντα νὰ ἔχωμεν εὔκολα καὶ ἄκοπα καὶ ἐπὶ πινακίου πρόχειρα, θὰ ἐπαναλάβω ὅ,τι ἄλλοτε ἔγραψα (᾽Αθηνᾶ τόμ. 45 σελ. 6) ὅτι οἱ ὁμιλοῦντες περὶ ἰδιαιτέρων δυσκολιῶν πρὸς ἐκμάθησιν τῆς νεωτέρας ῾Ελληνικῆς γλώσσης δὲν ἔχουν ἰδέαν τί γίνεται εἰς ἄλλας γλώσσας καὶ πόσας δυσκολίας παρέχουν εἰς τοὺς μαθητάς των αἱ μητοικαί των γλῶσσαι. Γνωρίζομεν ὅλοι τὰς δυσκολίας τῆς Γαλλικῆς προφορᾶς (τῆς καλῆς προφορᾶς), τῆς Γαλλικῆς συντάξεως, τῆς ᾽Αγγλικῆς προφορᾶς καὶ ὀρθογραφίας, τῆς ὀρθογραφίας αὐτῆς ταύτης τῆς Γερμανικῆς γλώσσης (διὰ νὰ μὴ ἀναφέρω τὴν Γερμανικὴν γραμματικὴν καὶ σύνταξιν) ἵνα μόνον περιορισθῶ εἰς τὰς τρεῖς αὐτὰς γλώσσας. Ἀλλὰ ἐπειδὴ καὶ ἄλλος ἐρευνητὴς ἐπεκαλέσθη καὶ λαὸν ἐκτὸς τῆς Εὐρώπης κατοικοῦντα φορέα ὅμως παλαιοῦ πολιτισμοῦ, ἔστω καὶ ἂν σήμερον δὲν δύναται νὰ θεωρηθῇ λαὸς τόσον πεπολιτισμένος ὅσον οἱ πλεῖστοι τῶν εὐρωπαϊκῶν καὶ ἀμερικανικῶν λαῶν, ἐννοῶ τοὺς Κινέζους9, ἂς ἴδωμεν τί δυσκολίας ἔχει ὁ λαὸς οὗτος εἰς ἐκμάθησιν τῆς γλώσσης του. ῾Ομιλεῖ τὴν μεγίστην ἐν τῷ κόσμῳ γλῶσσαν ὑπὸ ἔποψιν ἀριθμοῦ ἀνθρώπων. Ἀκούσατε τί ἔτυχε πρὸ ἡμερῶν νὰ ἀναγνώσω εἰς σύντομόν τι βιβλίον περὶ Κίνας γραφὲν ὑπὸ ἄλλοτε συναδέλφου μου ἐν Βερολίνῳ, τοῦ καθηγητοῦ Gerh. Pernitzsch (China, 1940 ἐν σελ. 30) : «ὡς πρὸς τὸν ἀριθμὸν τῶν ὁμιλούντων τὴν Κινεζικὴν γλῶσσαν παρατηρητέον ὅτι ἡ γλῶσσα αὕτη εἶναι ἡ μάλιστα πασῶν τῶν ἄλλων γλωσσῶν διαδεδομένη γλῶσσα. Ἀνήκει εἰς τὰς μονοφθόγγους γλώσσας, ἑκάστη λὲξις ἀποτελεῖται ἐκ μιᾶς μόνον συλλαβῆς, ἀλλὰ ἐνίοτε γίνονται καὶ συνθέσεις. Διὰ διαφόρων διακυμάνσεων ἢ τόνων τῆς φωνῆς λαμβάνει ἑκάστη συλλαβὴ (τ. ἔ. λέξις) τὴν ἰδιαιτέοαν σημασίαν της. Γραμματικὴ δὲν ὑπάρχει, διὰ τὸν σχηματισμὸν τῶν προτάσεων βοηθεῖ προπαντὸς ἡ θέσις τῶν λέξεων καὶ βοηθητικαί τινες λέξεις. Ἡ ὁμιλουμένη γλῶσσα δὲν εἶναι ἑνιαία, ἀλλὰ ὑποδιαιρεῖται εἰς πλῆθος διαλέκτων διαφερουσῶν ἀλλήλων ἐνίοτε τόσον πολὺ ὅσον διαφέρει ἡ Γερμανικὴ γλῶσσα ἀπὸ τὴν Ἀγγλικήν. Τοὐναντίον ὅμως ἑνιαία εἶναι ἡ ἀπὸ τὴν ὁμιλουμένην σχεδὸν ἐντελῶς ἀνεξάρτητος γραφομένη γλῶσσα. Αὕτη δὲν ἔχει ἀλφάβητον, ἀλλὰ δι᾿ ἑκάστην λέξιν ἔχει ἓν ἰδιαίτερον σημεῖον (Zeichen), τὸ ὁποῖον δηλοῖ τὴν προφοράν του τόσον ὀλίγον ὅσον τὰ ἡμέτερα ἀριθμητικὰ ψηφία δηλοῦν προφοράν. Ἀκριβῶς δὲ διότι ἡ γραφὴ αὕτη εἶναι ὅλως ἀνεξάρτητος ἀπὸ τὴν ὁμιλουμένην γλῶσσαν, ἀποτελεῖ πνευματικὸν δεσμὸν εἰς ὅλην τὴν Κίναν, καὶ δύο μορφωμένοι Κινέζοι εἶναι ἐνδεχόμενον νὰ μὴ εἶναι δυνατὸν νὰ συνεννοηθοῦν μὲ ζῶσαν φωνήν, ἀλλὰ διὰ τῆς γραφομένης των γλώσσης δύνανται κάλλιστα νὰ συνεννοηθοῦν. ῾Η Κινεζικὴ γραφὴ καὶ γλῶσσα εἶναι ἐκ τῶν δυσκολωτάτων γλωσσῶν, ὄχι μόνον ἕνεκα τοῦ περιπλόκου τῆς γραφῆς της ἀλλὰ καὶ ἕνεκα τῆς γραμματικῆς ἰδιορρυθμίας καὶ τῆς ἰδιορρυθμίας τῶν περιόδων». (Πρβλ. καὶ Χατζιδάκι Γλ. Μελ. 456 ἑξ.). Τόσον πολλαὶ καὶ τόσον μεγάλαι δυσκολίαι ὑπάρχουν διὰ τὴν ἐκμάθησιν τῆς μητρικῆς των γλώσσης εἰς τοὺς μαθητὰς ἄλλων λαῶν, καὶ ἔπειτα ἔρχονται οἱ ἡμέτεροι καὶ κλαυθμυρίζουν περὶ ἰδιαιτέρων δυσκολιῶν τῆς νεωτέρας ῾Ελληνικῆς καὶ ὁμιλοῦν περὶ ἁπλοποιήσεων, μεταβολῶν, εὐκολιῶν καὶ ἀνατροπῶν πραγμάτων, τὰ ὁποῖα καλῶς παρεδόθησαν, ἀφοῦ παρεδόθησαν εἰς ἡμᾶς ἱστορικῶς καὶ ἐν ἀλληλουχίᾳ. Διότι ὑποθέσατε πρὸς στιμὴν τὸ ἀδύνατον πρᾶγμα, ὅτι καταργοῦνται οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα καὶ ἐκβάλλονται γενικῶς ἀπὸ τὴν νεοελληνικὴν γλῶσσαν Τί θὰ συμβῇ; Πᾶς τις θὰ ὁμολογήσῃ, καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ τὸ ἀρνηθῇ ὅτι τοῦτο θὰ εἶναι μία διακοπὴ καὶ διάσπασις μιᾶς παραδόσεως εἴκοσι καὶ πλέον αἰώνων, ἐνῷ αἱ λέξεις τῆς γλώσσης καὶ ὁ ρυθμὸς καὶ ἡ προφορὰ αὐτῆς (ἡ προφορὰ τουλάχιστον ἀπὸ 1500 ἐτῶν) δὲν ἤλλαξαν οὐσιωδῶς καὶ εἰς βαθμὸν ἐπιτρέποντα τοιαύτας ριζικὰς ἀλλοιώσεις. Τὰ χειρόγραφα εἰς τὰ ὁποῖα παρεδόθησαν εἰς ἡμᾶς οἱ ἀρχαῖοι ἡμῶν συγγραφεῖς φέρουσι τόνους, οἱ Βυζαντινοὶ ἡμῶν προπάτορες (διὰ τῶν ὁποίων καὶ μόνον δυνάμεθα νὰ συνδέσωμεν ἑαυτοὺς μὲ τοὺς ἀρχαίους ῞Ελληνας) ἔγραφον τόνους, τὰ κείμενα τῶν ἀρχαίων συγγραφέων τυπώνονται σήμερον, καὶ θὰ τυπώνωνται πάντοτε μὲ τόνους, ἀφοῦ τὰ χειρόγραφα δι᾿ οὗ παρεδόθησαν εἰς ἡμᾶς ἔχουσι τόνους. ῾Ο τονισμὸς μάλιστα καὶ ἡ στίξις δύναταί τις νὰ εἴπη ὅτι διὰ τοῦ Immanuel Bekker ἔγινε ἰδιαιτέρα φιλολογικὴ δεξιότης τὴν ὁποίαν πρέπει ὁ φιλόλογος νὰ διδάσκεται10. Εἰς τὸ ἐσχάτως ἐκδοθὲν Wörterbuch der Antike (βʹ ἔκδ. ἐν Λειψίᾳ 1933) ὁ μακαρίτης Hans Lamer τονίζει ὅτι εἶναι ἀναγκαία ἡ διατήρησις τῶν σημείων τοῦ τονισμοῦ ἐν τῇ ῾Ελληνικῇ, (φυσικὰ δὲν ὁμιλεῖ περὶ διατηρήσεως ἑνὸς τόνου κ.λ. πράγματα τὰ ὁποῖα βεβαίως ἐγνώριζεν). Γράφει λοιπὸν (σελ. 16): «Οἱ ῞Ελληνες τῆς κλασσικῆς ἀρχαιότητος δὲν ἔγραφον τόνους. Εἰς χρῆσιν τόνων παρωρμήθη τις κατ᾿ ἀρχὰς προκειμένου νὰ γίνῃ διάκρισις ὁμοίων ἀλλὰ διαφόρως τονουμένων λέξεων ὅπως π.χ. Γλαῦκος καὶ γλαυκός. Τὸ ἑλληνικὸν τονικὸν σύστημα ἐπεξειργάσθη ὁ Ἀλεξανδρινὸς Γραμματικὸς Ἀριστοφάνης ὁ Βυζάντιος. Φαίνεται ὅτι θὰ εἶχε γενικευθῆ καθ᾿ οὓς χρόνους ἤρχισαν οἱ Ρωμαῖοι νὰ μανθάνωσιν ἐν εὐρείᾳ κλίμακι Ἑλληνικά. Διευκολύνει παραπολὺ τὸν διδασκόμενον εἰς τὴν ἐκμάθησιν τοῦ ὀρθοῦ τονισμοῦ τῶν λέξεων. Οἱ τόνοι ἐγράφοντο γενικῶς μόνον ἀπὸ τοῦ 7ου αἰῶνος μετὰ Χριστόν. Σήμερον ὑπάρχει ἐν ῾Ελλάδι κίνησις ἀποσκοποῦσα τὴν κατάργησιν τῶν τόνων, ἀλλὰ κατὰ τὰ φαινόμενα δὲν θὰ κατισχύσῃ (doch scheint diese Bewegung nicht durchzudringen). ῾Η κατάργησις τῶν τόνων ἐν Γερμανίᾳ ὡς τοῦτο πολλαχῶς ὑποστηρίζεται, θὰ καθίστα ἀσυνήθως εἰς ἡμᾶς δύσκολον τὴν ἐκμάθησιν τοῦ τονισμοῦ: ῾Εν. ὀνομ. μάχαιρα, γεν. μαχαίρας, γεν. πληθ. μαχαιρῶν!». Αἱ μεγάλαι νεώτεραι συλλογαὶ τῶν Ἑλλήνων συγγραφέων ἐτυπώθησαν καὶ τυπώνονται ὅλαι μὲ τόνους, ἡ μεγάλη Γαλλικὴ συλλογὴ τοῦ Didot, ἡ Γερμανικὴ Bibliotheca Teubneriana, ἡ ᾽Αγγλικὴ Bibliotheca Oxoniensis, ἡ νέα Γαλλικὴ Collection Budé, ἡ ᾽Αγγλικὴ Βιβλιοθήκη Loeb, τὸ Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae, ἡ πρὸ ὀλίγων ἐτῶν ἀρξαμένη μεγαλοπρεπὴς ᾽Ιταλικὴ σειρὰ ῾Ελλήνων καὶ Λατίνων συγγραφέων ἡ ἐκδοθεῖσα iussus Mussolini κτλ. Τοῦτ᾿ αὐτὸ γίνεται καὶ μὲ τὴν μνημειώδη ἔκδοσιν τῶν «῾Ελλήνων Πατέρων τῆς ᾽Εκκλησίας τῶν τριῶν πρώτων χριστιανικῶν αἰώνων» τῆς ὁποίας ἐπιμελεῖται ἡ ἐν Βερολίνῳ Πρωσσικὴ ᾽Ακαδημία. ῾Η σειρὰ αὕτη ἀριθμεῖ ἤδη περὶ τοὺς πεντήκοντα μεγάλους τόμους. Ποῖος δὲ θὰ ἠδύνατο νὰ διϊσχυρισθῇ ὅτι καὶ τὰ κείμενα αὐτῶν τῶν Πατέρων τῆς ᾽Εκκλησίας μας πρέπει νὰ τυπώνωνται ἄτονα; Οἱ περισσότεροι ἐξ αὐτῶν ἔγραφον ἤδη τόνους. Ἢ πῶς θὰ ἐκδοθοῦν π.χ. τὰ ἔργα τοῦ Εὐσταθίου Θεσσαλονίκης, αἱ παρεκβολαὶ εἰς ῞Ομηρον καὶ τὰ ἄλλα; Διεσώθη ἐν τῇ Μαρκιανῇ Βιβλιοθήκῃ τὸ ἴδιον τὸ αὐτόγραφον τῶν Παρεκβολῶν καὶ φέρει φυσικὰ τόνους καὶ πνεύματα. Θὰ τὰς ἐξεδίδομεν χωρὶς τόνους και πνεύματα ἢ μόνον μὲ ἕνα τόνον καὶ μόνον μὲ δασεῖαν, ἀφοῦ ὁ ἴδιος ὁ συγγραφεὺς ἔθετε τόνους καὶ πνεύματα; Οὕτω τὸ ὅλον ζήτημα φέρεται ad absurdum. Οἱ θιασῶται τῆς ἀπαλείψεως τῶν τόνων καὶ πνευμάτων διατείνονται ὅτι δύο μεγάλοι ἐρευνηταὶ ὁ Γερμανὸς Βιλαμόβιτς καὶ ὁ ἀοίδιμος Χατζιδάκις ἐξεφράσθησαν ὑπὲρ τῆς ἄνευ τόνων καὶ πνευμάτων τυπώσεως τῶν ἑλληνικῶν κειμένων. Ἂς ἴδωμεν πῶς ἔχουσι τὰ πράγματα. Φαίνεται ὅτι εἴς τινα διάλεξίν του11 ὁ περικλεὴς φιλόλογος εἶπε τὰ ἑξῆς (ὡς βλέπω παρὰ Τριανταφυλλίδῃ, Η ὀρθογραφ. σελ. 175) «ἓν μέσον μὲ τὸ ὁποῖον δυνάμεθα νὰ ἐπιτύχωμεν σπουδαίαν ἀνακούφισίν12 εἰς τὴν Γραμματικὴν εἰναι ἡ κατάργησις τῆς διδασκαλίας καὶ γραφῆς τῶν τόνων ὑπὸ τῶν μαθητῶν. Δὲν θὰ ἔπρεπε οὔτε νὰ κάμνῃ κανεὶς λόγον δι᾿ αὐτό, ὅτι οἱ μαθηταὶ δὲν πρέπει νὰ σημειώνουν ὅ,τι κανεὶς ῞Ελλην δὲν ἐσημείωσέ ποτε. ᾽Ημποροῦν λοιπὸν νὰ χρησιμοποιοῦν εἰς τὰ βιβλία τὰ ὁποῖα ἀναγινώσκουν αὐτὰ τὰ «βολικὰ βοηθητικὰ σημαδάκια» καὶ ἐπ᾿ αὐτῶν νὰ κανονίζουν καθὼς καὶ οἱ διδάσκαλοι τὴν ἀνάγνωσιν, ἀλλὰ πρέπει νὰ ἐξαφανισθοῦν ἀπὸ τὴν διδασκαλίαν τοῦ σχολείου τὰ ἀπόκρυφα τῶν περισπωμένων καὶ παροξυτόνων, ἡ ἔγκλισις καὶ τὰ ἄτονα». Ἀλλὰ ὡς καὶ ὁ ἴδιος νὰ μὴ ἦτο εὐχαριστημένος μὲ τὰς προτάσεις του αὐτὰς ἐπιφέρει «ἀλλὰ εἰς τὴν τελευταίαν τάξιν τοῦ Γυμνασίου ἠμποροῦν νὰ διδαχθοῦν αὐτὸ τὸ σύστημα, τὰ γενικὰ γλωσσολογικὰ διδάγματα, καθὼς γίνεται καὶ διὰ τὰ Λατινικὰ καὶ τὰ Γερμανικά. Ἀλλὰ ὁ μαθητὴς δὲν πρέπει ποτὲ νὰ σημειώνῃ, οὔτε ἕνα τόνον, οὔτε ἓν πνεῦμα. Θὰ ἐπιβαρυνθοῦν βέβαια οἱ καθηγηταὶ τῆς φιλολογίας εἰς τὰ Πανεπιστήμια μὲ ἓν ἀκόμη βάσανον, διότι θὰ εἶναι ἠναγκασμένοι νὰ διδάξουν τοὺς φοιτητὰς τοὺς τόνους καὶ τὰ πνεύματα, πράγματα τὰ ὁποῖα πρέπει νὰ κατέχῃ ὁ φιλόλογος, ἀλλὰ ἀσφαλῶς εἶναι βαρύτερον τὸ βάρος τὸ ὁποῖον ἀφαιροῦμεν ἀπὸ τὴν ράχιν τῶν μαθητῶν». Ὅσοι εἶχον τὸ εὐτύχημα νὰ γνωρίσουν τὸν μέγαν φιλόλογον, νὰ συνομιλήσουν ἐπὶ θεμάτων φιλολογικῶν ἢ ἄλλων μαζί του καὶ νὰ ἀκούσουν γνώμας καὶ κρίσεις του, γνωρίζουν ὅτι ἡ μεγαλοφυία του συχνάκις πρὸ ἐμποδίων μετέβαλλεν ἀμέσως πορείαν καὶ γνώμην καὶ συχνὰ εἶτα κατέληγεν εἰς ἀκριβῶς ἀντίθετον ἀποτέλεσμα ἀφ᾿ ὅ,τι τις ἐφαντάζετο. Καὶ ἐπὶ τοῦ προκειμένου αὐτὸ θὰ ἦτο ἔμπνευσις τῆς στιγμῆς μᾶλλον ἢ ἀπόφασις ληφθεῖσα ἐκ μακροῦ χρόνου μετὰ ὥριμον σκέψιν· διότι οὐδέποτε ἔκαμεν σοβαρὸν περὶ τούτων λόγον εἴς τινα πανεπιστημιακήν του παράδοσιν ἢ εἰς τὴν Ἀκαδημίαν ἢ εἰς Συνέδριον φιλολόγων κλ. Τὰ ἀρχαῖα ῾Ελληνικὰ κείμενα ἔγραφε καὶ ἐτύπωνε κατὰ τὴν παραδεδομένην συνήθειαν13 καὶ διὰ τὸ Corpus τῶν ῾Ελληνικῶν ᾽Επιγραφῶν τὸ ὁποῖον ἐκδίδει ἡ ἐν Βερολίνῳ Πρωσσικὴ Ἀκαδημία καὶ εἰς τὴν διεύθυνσιν τοῦ ὀποίου αὐτὸς ἦτο ὁ κύριος καὶ ἐπιβλητικώτατος ὁδηγὸς ἐκρατήθησαν οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα καὶ διὰ ἀναγραφὴν τῶν ἀρχαίων ἐπιγραφῶν. Κατεσκευάσθησαν μάλιστα πρὸς τοῦτο μικρὰ κεφαλαῖα γράμματα καὶ ἐπενοήθη ἓν κατάλληλον πρὸς τὸν σκοπὸν τοῦτον σχῆμα πνευμάτων καὶ τόνων!14 Καὶ οἱ περίφημοι διὰ τὴν ἀκρίβειάν των Indices τοῦ Corpus τῶν ᾽Επιγραφῶν, τοὺς ὁποίους συνέτασσεν εἷς Hiller von Gärtringen, εἷς Johannes Kirchner καὶ ἄλλοι ἐπιφανέστατοι λόγιοι, ἐτυπώθησαν κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον, μὲ μικρὰ κεφαλαῖα μετὰ τονισμοῦ καὶ πνευμάτων. Εἰς δὲ τὰ Πρακτικὰ τῶν Συνεδριῶν τῆς Πρωσσικῆς Ἀκαδημίας ἐφαρμόζεται πάντοτε προκειμένου περὶ ῾Ελληνικῶν κειμένων ἡ μικρογράμματος γραφὴ μετὰ τῶν κανονικῶν τόνων καὶ πνευμάτων15. ᾽Εσχάτως μάλιστα, ἀπὸ δεκαετίας περίπου, κατεσκευάσθησαν ἑλληνικὰ στοιχεῖα μικρογραμμάτου γραφῆς ἀπομιμούμενα τὸ σχῆμα τῆς γραφῆς τῶν παλαιοτέρων ἑλληνικῶν χειρογράφων. Καὶ τῶν στοιχείων τούτων ἐγένετο χρῆσις καὶ κατὰ τὴν πρὸ δύο ἐτῶν ἐκτύπωσιν τοῦ σπουδαίου ἔργου τοῦ M. Vasmer περὶ τῶν Σλαύων ἐν ῾Ελλάδι16. Ταῦτα ὡς πρὸς τὸν Βιλαμόβιτς. ῾Ο ἀοίδιμος Γεώργιος Χατζιδάκις ἔγραψεν τῷ 1911 ὀλίγα τινὰ περὶ τοῦ τονικοῦ ζητήμάτος ἐν τῇ Ἐπιστημονικῇ ᾽Επετηρίδι τοῦ Πανεπιστημίου (τομ. 6 «Ἀκαδημεικὰ ἀναγνώσματα περὶ τοῦ γραπτοῦ ἡμῶν λόγου» σελ. 25-89).᾽Εκεῖ (ἐν σελ. 85) λέγει ὅτι ἀποβλέπων εἰς τὴν εὐκολωτέραν τῆς γλώσσης ἡμῶν διδασκαλίαν «τολμᾷ νὰ εἴπῃ» ὅτι ἐπειδὴ τὰς μεγίστας δυσκολίας εὑρίσκουσιν οἱ μικροὶ μαθηταὶ εὐθὺς ἐν ἀρχῇ τῆς γραμματικῆς τ.ἔ. ἐν τοῖς διδάγμασι περὶ πνευμάτων καὶ τόνων μεθ᾿ ὧν συνάπτονται τὰ περὶ μακρῶν καὶ βραχέων φωνηέντων, τὰ περὶ ἐγκλίσεως κττ. διὰ τοῦτο εὐχῆς ἔργον θὰ ἦτο ἂν «τὸ διδακτικὸν βιβλίον τὸ προωρισμένον διὰ τὰ δημοτικὰ σχολεῖα ἐξετυποῦτο ἄνευ τῶν σημείων τούτων, ἁπλῶς δὲ δι᾿ ἑνὸς σημείου, οἷον σταυροῦ, ἀστερίσκου ἢ ἄλλου τινὸς ὁπωσδήποτε διακριτικοῦ, ἄνωθεν τῆς τονουμένης συλλαβῆς κειμένου, ἐδηλοῦτο ἡ θέσις τοῦ τόνου. Οὕτω θὰ ἀπηλλάσσοντο οἱ τοῦ δημοτικοῦ σχολείου μαθηταὶ τῶν πλείστων κανόνων περὶ ψιλῆς καὶ δασείας, περὶ ὀξείας, βαρείας καὶ περισπωμένης, περὶ μακρῶν καὶ βραχέων φωνηέντων, περὶ ἐγκλίσεως, τόνου κλπ. περὶ ὧν, ἐπειδὴ ἐν τῷ προφορικῷ ἡμῶν λόγῳ οὐδέν τούτων ἔχομεν, οὐδὲν αἰσθάνονται οἱ διδασκόμενει, ἀναγκάζονται δὲ ν᾿ ἀποστηθίζωσι μηχανικῶς πάντα. Οὕτως ἡ διδασκαλία τῆς γραμματικῆς ἐν τῷ δημοτικῷ σχολείῳ θὰ ἤρχιζεν ἀπὸ τῆς κλίσεως τῶν ὀνομάτων, ἤτοι ἀπὸ γλωσσικῶν στοιχείων γνωστῶν καὶ αἰσθητῶν τοῖς μαθηταῖς καὶ θὰ ἀπέβαινε κατὰ πολλὰ εὐκολωτέρα καὶ ὠφελιμωτέρα. Καὶ σημειωτέον ὅτι διὰ τῆς ἁπλοποιήσεως ταύτης οὐδὲν ἄλλο θὰ ἐγίνετο ἢ θὰ ἀπεβάλλοντο μὲν τὰ ὑπὸ μεταγενεστέρων, καὶ μεσαιωνικῶν λογίων ἐπινοηθέντα ὀρθογραφικὰ ταῦτα σημεῖα, θὰ ἐλάμβανε δὲ ἡ γραφὴ ὃν κατὰ τοὺς ἀρχαίους χρόνους εἶχε τύπον. Ἐν τοῖς σχολείοις τῆς μέσης ἐκπαιδεύσεως θὰ ἐδιδάσκοντο κατόπιν τὴν χρῆσιν τῶν σημείων τούτων ὅσοι ἐκ τῶν πολλῶν μαθητῶν τῶν δημοτικῶν σχολείων ἤθελον φοιτήσει εἰς αὐτά». Εἰς ἀνακοίνωσίν του ἐν τῇ Ἀκαδημίᾳ κατὰ τὸ 1929 εἶπεν καὶ πάλιν (ἐν παρόδῳ) ὅτι καλὸν θὰ ἦτο διὰ τὰ κατώτερα σχολεῖα να ἐφηρμόζετο εἷς καὶ μόνον τόνος, ἡ ὀξεῖα δι᾿ εὐκολίαν τῶν μαθητῶν. Δὲν γνωρίζω ἂν εἰπέ τι καὶ διὰ τὰ πνεύματα διότι δὲν ἐδημοσίευσε ταύτην τὴν ἀνακοίνωσίν του τῆς ὁποίας περίληψιν ἔδωσεν ὁ μακαρίτης Παῦλος Νιρβάνας εἰς χρονογράφημα (Ἑστία 24 Φεβρ. 1929). Δὲν ἠθέλησεν ἴσως νὰ ἀναλάβῃ τοιαύτην εὐθύνην, ἐδέχετο δὲ προθύμως καὶ ἤκουε, μετὰ προσοχῆς καὶ τὰς προβαλλομένας ἀντιρρήσεις καὶ τοὺς ἐκφραζομένους φόβους διὰ τὸ τοιοῦτο ἐγχείρημα. Πρὸς τὴν γνώμην ταύτην τοῦ ἀοιδίμου διδασκάλου παρατηρῶ τὰ ἑξῆς: Ὅτι πρῶτον μὲν τὸ ζήτημα τοῦτο, τῶν τόνων καὶ πνευμάτων, δὲν εἶναι κυρίως γλωσσολογικόν, ἀλλὰ μᾶλλον παιδαγωγικὸν καὶ πολιτικὸν καὶ ἱστορικόν. Ἡ γνώμη του λοιπὸν περὶ τούτου δὲν δύναται νὰ ἔχῃ τὸ μέγα κῦρος τὸ ὁποῖον εἶχεν εἰς τὰ καθαυτὸ γλωσσολογικὰ καὶ ἐπιστημονικὰ ζητήματα, ἑρμηνείαν λοιπὸν γλωσσικῶν φαινομένων ἔν τε τῇ γραμματικῇ καὶ συντάξει, ἐτυμολογίαν λέξεων κτλ. Αὐτὸς ἄλλως τε ὁ ἴδιος ἐτόνιζε πάντοτε ὅτι καὶ τὸ λεγόμενον γλωσσικὸν ζήτημά μας δὲν εἶναι γλωσσολογικὸν ἀλλὰ ἱστορικὸν καὶ πολιτικὸν καὶ πολιτιστικόν, ὅτι αὐτὸς ὡς ἐπιστήμων παρακολουθεῖ καὶ βλέπει τὰ τῆς ἐξελισσομένης γλώσσης καὶ διαπιστώνει καὶ ἑρμηνεύει μόνον τὰ γινόμενα κττ. ῎Επειτα δὲν πρέπει νὰ μείνῃ ἀπαρατήρητον ὅτι τὴν ἐγκατάλειψιν τῶν τόνων καὶ πνευμάτων συνιστᾷ μόνον διὰ τὰ κατώτερα σχολεῖα, ὄχι διὰ τὰ ἀνώτερα, εἰς τὰ ὁποῖα ζητεῖ νὰ διδάσκωνται κατόπιν τὰ σημεῖα ταῦτα εἰς τοὺς μαθητὰς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἐκ τῶν δημοτικῶν σχολείων θὰ προσέλθουν εἰς αὐτά. Παρέβλεπεν ὅμως ὁ σοφὸς ἀνὴρ τὴν σύγχυσιν καὶ τὸν κυκεῶνα ὁ ὁποῖος θὰ ἐγεννᾶτο ἔπειτα ἐν τῇ κοινωνίᾳ, ὅπου ἄλλοι μὲν θὰ ἔγραφον μὲ μίαν μόνον ὀξεῖαν, ἀπόφοιτοι ὄντες μόνον τῶν κατωτέρων σχολείων, ἄλλοι δέ, διδαχθέντες εἰς ἀνώτερα Σχολεῖα, θὰ ἔγραφον μὲ τόνους καὶ πνεύματα κατὰ τὴν πατροπαράδοτον συνήθειαν. Αὐτὸς ἄλλως τε ὁ ἴδιος εἶχε ἀντιταχθῆ ἄλλοτε (ἴδε κατ.) εἰς τὴν πρότασιν τοῦ Σκυλίτση περὶ καταργήσεως τῶν τόνων προβάλλων πολλὰ ἐπιχειρήματα (ἰδ. Τριανταφ., ᾽Ορθ. σελ. 139), τὰ ὁποῖα οὔτε ἀνῃρέθησαν οὔτε καὶ ἀναιροῦνται εὐκόλως, παρ᾽ ὅλας τὰς ἀοριστολογίας τὰς ὁποίας ἀκούει τις (Δίκη 187) ὅτι «τὸ στάδιο τῆς μελέτης, γιὰ ὅσους παρακολουθοῦν τὰ ζητήματα, τὸ ξεπεράσαμε ἀπὸ καιρό, καὶ τὸ ζήτημα ἔχει ὡριμάσει» ζητεῖ ὅμως τὴν ἐφαρμογὴν ἀπὸ τὴν πρωτοβουλίαν τοῦ Κράτους, ἢ ἀπὸ τοὺς συγγραφεῖς, τοὺς ἐκδοτικοὺς οἴκους ἢ ἄλλους ἰδιώτας. Θὰ ἤθελα ἐγὼ νὰ ἔβλεπα ἐκείνην τὴν ῾Ελληνικὴν Κυβέρνησιν, ὑπεύθυνον καὶ ἐλευθέραν εἰς τὰς πράξεις της ἡ ὁποία θὰ ἀπεφάσιζε τοιοῦτό τι, τὸ ὁποῖον δὲν θὰ καθίστα ἁπλουστέραν τὴν ἐκμάθησιν τῆς ῾Ελληνικῆς γλώσσης εἰς τὰ διαφόρου βαθμοῦ σχολεῖα, ἀλλὰ κατὰ πολὺ δυσχερεστέραν μὲ ποικιλίαν κανόνων καὶ διατάξεων ὅτι: ἐδῶ πρόκειται περὶ τῆς νέας γλώσσης λοιπὸν πρέπει νὰ γράψῃς κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπον, ἀλλὰ τὸ αὐτὸ πρᾶγμα, τὴν αὐτὴν λέξιν, εἰς τὸ ἀντίστοιχον θέμα, π.χ. τὸ μεταφραζόμενον ἐκ τῆς ἀρχαίας, πρέπει νὰ τὃ γράψῃς διαφόρως. Εἶναι ταῦτα συντελεστικὰ διὰ τὴν διαμόρφωσιν τῆς νεολαίας μας, διὰ τὴν ἐπιζητουμένην περιπόθητον εὐκολίαν εἰς ὅλα ἡμῶν τῶν νεωτέρων ῾Ελλήνων, ἢ εἶναι σύγχυσις καὶ κυκεὼν παρ᾿ ἀνευθύνων προσώπων ἡσύχως ἐκ τῶν γραφείων αὐτῶν νομοθετούντων; Νομοθετούντων περὶ τῆς ῾Ελληνικῆς γλώσσης διδάγματα ἀσύστατα καὶ ἐθνικῶς ὀλέθρια, διότι ἔτσι μόνον θέλουν αὐτοὶ νὰ τὰ πιστεύουν; Διατί ἄλλως τε νὰ γεννηθῇ τόσον μέγας ἐνθουσιασμὸς ὑπὲρ τῆς γνώμης ταύτης τοῦ ἀοιδίμου Χατζιδάκι, κυρίως κατὰ τὸ 1929, καὶ νὰ μὴ ληφθῇ ὑπ᾿ ὄψιν ἡ γνώμη τοῦ αὐτοῦ ἀνδρὸς δρῶντος καὶ ἀκμάζοντος καὶ διδάσκοντος ἐν τῷ Πανεπιστημίῳ καὶ συγγράφοντος κατὰ τὸ 1901 (ὅτε εἶχεν ἡλικίαν 55 ἐτῶν) καθ᾿ ἣν γνώμην ἔλεγεν ὅτι συχνάκις ἀκούομεν διαφόρων εἰσηγουμένων καινὰ περὶ τὴν ὀρθογραφίαν δαιμόνια, οἶον τὴν κατάργησιν τῆς δασείας, τῆς περισπωμένης, τῆς βαρείας κλπ, κλπ. Ἀγνοοῦσι δ᾿ ὡς φαίνεται οὗτοι ὅτι, ἀφοῦ τὰ ἀρχαῖα τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης μνημεῖα δὲν δύνανται νὰ τυπῶνται καὶ ἀναγινώσκωνται ἄλλως ἢ ὅπως νῦν γίνεται, εἶναι ἄντικρυς ἐθνοφθόρος πᾶσα πρότασις περὶ διαφόρου ὀρθογραφίας τῆς νέας ἡμῶν γλώσσης περὶ τοὺς τόνους, τὰ πνεύματα, τὰς διφθόγγους κτλ. κτλ. Διότι διαφόρου οὕτω γινομένου καὶ τοῦ ἐξωτερικοῦ τύπου τῆς νέας ἡμῶν γλώσσης ἀπὸ τοῦ τῆς ἀρχαίας, οἱ νέοι θ᾿ ἀναγκάζωνται νὰ μανθάνωσιν ἐν τοῖς ῾Ελληνικοῖς σχολείοις, καὶ τὴν τῆς ἀρχαίας γλώσσης ὀρθογραφίαν· οὕτω δὲ οὐ μόνον μεγάλως θὰ κοπιῶσιν ἀλλὰ καὶ, εἰς πλημμελήματα περὶ ταύτην θὰ περιπίπτωσι, καὶ τὸ μέγιστον τῆς νέας γλώσσης καταστάσης οὕτω διαφόρου τῆς ἀρχαίας θέλει μεγάλως παρακωλύεσθαι ἡ διὰ τῶν ἀρχαίων βιβλίων ποικίλη μόρφωσις τῶν ἑπερχομένων γενεῶν» (Γλωσσ. Μελ. σελ. 525 σημ.). Πολὺ αὐστηρότερος ἦτο παλαιότερον ἐναντίον τοῦ Σκυλίτση ὁ Χατζιδάκις (᾽Εφημερίς, 14, 1887, ἀρ. 28 ἰδὲ Τριαντ.᾽Ορθ. σελ. 140) παρατηρήσας ὅτι τὸ ζήτημα δὲν εἶναι οὕτω ὡς ἐτέθη περὶ εὐκολίας ἢ δυσκολίας ἐν τῇ ἐκμαθήσει τῆς γλώσσης ἀλλὰ «περὶ ἑνότητος ἢ διασπασμοῦ τῆς γλώσσης». Καὶ τοῦτο εἶναι ὀρθὸν καὶ θὰ παραμείνη οὕτως ἔχον πάντοτε. Ὁ ἴδιος ὁ Χατζιδάκις κρίνων τὸ σύστημα τοῦ παραδόξου Φαρδὺ (Ἐφημερὶς 14 ἀρ. 29) «ὁμολογεῖ» ὅτι ἀπέναντι τῶν ἄλλων ὀρθογραφικῶν δυσκολιῶν τῆς γλώσσης μας «δὲν διακρίνει πλέον τὴν σταγόνα τῆς εὐκολίας τῆς ἐκ τῆς ἀποβολῆς τῆς ψιλῆς καὶ βαρείας προερχομένης»17. Κατὰ ταύτης τῆς ἀπλοποιήσεως τῆς προταθείσης τῷ 1911 ὑπὸ τοῦ Χατζιδάκι κατεξανέστη ὁ Ἀνδρ. Σκιᾶς (᾽Επιστ.᾽Επετ. Πανεπ. 1912-1913 «περὶ τῆς προταθ. ἁπλοπ. κτλ.» σελ. 301) παρατηρῶν ἐν πρώτοις ὅτι «δὲν εἶναι ἀληθὲς ὅτι τὰς μεγίστας δυσκολίας εὑρίσκουσιν οἱ μαθηταὶ ἐν τοῖς περὶ πνευμάτων, τόνων καὶ χρόνων φωνηέντων διδάγμασι, διότι πολὺ δυσκολωτέρα τούτων εἶναι ἡ ἐκμάθησις τῆς ποικίλης διὰ διαφόρων φωνηέντων καὶ διφθόγγων γραφῆς τῶν συλλαβῶν, ὧν ἡ προφορὰ ἐν τῇ νεωτέρᾳ εἶναι ἁπλῆ. Ἡ ὀρθογραφικὴ δὲ αὕτη δυσκολία ὄχι μόνον δὲν αἴρεται διὰ τῆς προτεινομένης μεταρρυθμίσεως, ἀλλὰ καὶ ἐπαυξάνεται, διότι παραλειπομένης πάσης περὶ χρόνου τῶν φωνηέντων διδασκαλίας ταῦτα θὰ φαίνωνται ὅλως ἀκατανόητα, παράλογα καὶ ἀκανόνιστα, ἑπομένως δὲ καὶ δυσμαθητότερα ἢ σήμερον». Τὰ ἐπιχειρήματα ταῦτα τοῦ μακαρίτου Σκιᾶ εἶναι πολὺ εὔλογα καὶ βάσιμα ὅσον καὶ ἂν θέλει ὁ Μ. Τριανταφυλλίδης (᾽Ορθογρ. 178-182) νὰ ὑποτιμήσῃ ἢ νὰ κατακρίνῃ αὐτὰ ὡς ἀσύστατα, καὶ προερχόμενα πάντοτε ἀπὸ γνώμᾳς τῶν ἄλλων, τῶν συντηρητικῶν, λογίων τοῦ ἔθνους, ὡς ἐὰν οὗτοι δὲν εἶχον λόγον ὑπάρξεως, καὶ οἱ ὁποῖοι δῆθεν λέγουν «καλέ, τί κάνετε; γιατί τόσοι κόποι γιὰ τόσο ἀσήμαντο πρᾶγμα; Αὐτὸ ποὺ θέλετε καὶ καλὰ ν᾿ ἁπλοποιήσετε δὲν ἔχει τὶς δυσκολίες ποὺ φαντάζεστε καὶ ποὺ νομίζετε πὼς νιώθετε· ἀλλοῦ εἶναι αὐτές· δὲν τὶς βλέπετε; νά τις»18. Τὰ ζητήματα τοῦ τόνου φαίνεται ὅτι ἔγιναν ἀντικείμενον συζητήσεων μεταξὺ τῆς πρὸ ὀλίγου (1941) ἐκδοθείσης Νεοελληνικῆς Γραμματικῆς (τῆς Δημοτικῆς) καὶ τῆς Κυβερνήσεως, ἀλλ᾿ ἡ Κυβέρνησις ἠρνήθη νὰ εἰσαχθῇ τοιοῦτος νεωτερισμός. Καὶ οὕτω ἀναγινώσκομεν ἐν σελ. ιθʹ τῶν προλεγομένων: «οἱ μεγαλύτερες ἄλλωστε δυσκολίες καὶ ἀντιφάσεις γεννιοῦνται μὲ τὸ ἀναχρονιστικὸ τονικό μας σύστημα μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, ποὺ μπορεῖ καὶ πρέπει ν᾿ ἀντικατασταθοῦν μὲ ἕνα τονικὸ σημάδι, πράμα ποὺ ἔχει γίνει ἀπὸ καιρὸ ἀξίωση τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ κόσμου. Αὐτὸ ζήτησε καὶ ἡ Ἐπιτροπὴ νὰ ἐφαρμοστῇ μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς Γραμματικῆς τῆς κοινῆς νεοελληνικῆς, δυστυχῶς ὅμως δὲν ἔγινε ἀποδεχτό». Ἀλλὰ διατί αὐτοὶ οἱ νομιζόμενοι κύριοι Ἐκπαιδευτικοὶ δὲν ὁμολογοῦν ὅτι τὸ ζήτημα τῆς ὀρθῆς ὀρθογραφίας τῆς νεωτέρας γλώσσης εἶναι ζήτημα σχολείου καὶ μάλιστα δημοτικοῦ σχολείου, εἶναι ζήτημα καλῶν διδασκάλων; Διατί δὲν θέλουν αὐτοὶ νὰ ἀναλάβουν τὰς εὐθύνας αὐτάς, νὰ ὁμολογήσουν ὅτι αὐτοὶ εἶναι ἀνίκανοι νὰ διδάξωσι μεθοδικῶς τοὺς μαθητάς των ὡρισμένους στοιχειώδεις κανόνας τῆς γραμματικῆς διὰ τῶν ὁποίων μέγα μέρος τῆς ὀρθογραφίας δύναται νὰ διδαχθῇ; Ἄλλωστε ἀνορθογραφίαι γίνονται εἰς ὅλας τὰς γλώσσας τοῦ κόσμου ὑπὸ τῶν γραφόντων αὐτάς, ὅταν μάλιστα δὲν εἶναι ἄνθρωποι πολὺ μορφωμένοι, θὰ γίνωνται δὲ καὶ εἰς τὴν ἰδικήν μας μὲ ὅσας καταστροφὰς καὶ βεβηλώσεις καὶ ἂν θελήσῃ τις,νὰ ἐπιφέρῃ εἰς αὐτήν διὰ νὰ ἀποφύγῃ, τὰς ἀνορθογραφίας. ῾Ο καθηγ. Μαν. Τριανταφυλλίδης περιπίπτει εἰς ἀντίφασιν πρὸς ἑαυτὸν ἐὰν ἐν μὲν ὀρθ. 77, λέγει (τῷ 1913) ὅτι «μόνο ἕνα γιατρικό, κι᾿ αὐτὸ ριζικὸ ὑπάρχει: νὰ καταργηθοῦν ὅλοι οἱ τόνοι, ἢ νὰ διατηρηθῇ μὀνο ἡ ὀξεῖα» καὶ ἐν τῆ Δίκῃ (σελ. 131, εἰς τὴν ἄλλως ἀξιανάγνωστον κατάθεσίν του τὴν περιεχομένην εἰς τὰς σελ. 124-145) δὲν κηρύσσεται μὲν ἀντίθετος πρὸς τονικὴν ἁπλοποίησιν, ἀλλὰ ἐτόνισεν «εἰς διαφόρους περιστάσεις τὴν ἀνάγκη νὰ μὴν ἀπομακρυνθοῦμε χωρὶς λόγο ἀπὸ τὴν ἀρχαία ὀρθογραφία19 καὶ συνηγόρησα μόνον γιὰ ἁπλοποιήσεις ἀπαραίτητες, ποὺ δὲ βγαίνουν χωρὶς λόγο ἀπὸ τὸ πλαίσιο τῆς ἀρχαίας ὀρθογραφίας», καὶ προσθέτει «ὁ δεσμὸς ποὺ διατηροῦμε μὲ τὴν ἀρχαιότερη παράδοση ἐπιβάλλει, καθὼς καὶ σὲ ἄλλους λαοὺς, μὲ ἱστορία, μερικὲς ὑποχρεώσεις καὶ στὴν ὀρθογραφία». Εἰς ταῦτα θὰ μὲ εὕρῃ συμφωνότατον, ἀλλὰ ὁ ἴδιος δὲν θὰ εὕρῃ τὸν ἑαυτόν του πάντοτε σύμφωνον πρὸς τὰς παλαιοτέρας γνώμας του, οὐδὲ καὶ εἰς αὐτὴν τὴν ὑπὸ τὴν προεδρίαν του συνταχθεῖσαν Γραμματικήν. Ἂς ἴδωμεν ἔπειτα συντόμως τί συμβαίνει καὶ μὲ τὸν Paul Maas τὸν ὁποῖον ἐπικαλοῦνται πολλοὶ διὰ τὰς ἰδίας γνώμας. Κρίνων οὗτος τὸ βιβλίον τοῦ Victor Scholderer «Greek Printing 1465-1628» ἐν τῷ περιοδικῷ Gnomon, τόμ. Εʹ, 1929, σελ. 110 παρατηρεῖ ἐν ἄλλοις τὰ ἑξῆς: «Θεωρῶ ἄσκοπον νὰ κάμω κριτικὴν τῶν νεωτέρων ἑλληνικῶν τυπογραφικῶν στοιχείων. Τὸ πρόβλημα τὸ ὁποῖον πρέπει νὰ λυθῇ πρῶτον, εἶναι τὸ τῶν ἀναγνωστικῶν σημείων. Ἐὰν ἐξακολουθήσωμεν νὰ μεταχειριζώμεθα τὰ σημεῖα τῶν μεταγενεστέρων βυζαντινῶν χρόνων, τότε γράμματα τῶν προβυζαντινῶν χρόνων κάμνουν ἐντύπωσιν ἀντιτεχνικὴν (stilwidrig), καὶ θὰ ἠδυνάμεθα περαιτέρω νὰ ἐξομοιώνωμεν τὰ τυπογραφικὰ στοιχεῖα πρὸς τὴν ἀνάμεικτον μικρογράμματον γραφὴν τῶν περὶ τὸ 1100 μ. Χρ. χρόνων. Ἐὰν δὲ θὰ ἤθελε κανεὶς νὰ παραιτηθῇ τῶν τόνων (τῆς ψιλῆς, τοῦ τελικοῦ κτλ.), πρᾶγμα τὸ ὁποῖον μὲ τὸν χωρισμὸν τῶν λέξεων θὰ ἦτο δυνατὸν νὰ γίνῃ χωρὶς βλάβην, εἰς διαλεκτικὰ μάλιστα κείμενα ὀφείλει τις καὶ νὰ κάμνῃ ἐὰν δὲν θελῃ νὰ παραπλανᾷ τότε θὰ ἠδυνάμεθα νὰ ἐγκαταλείψωμεν καὶ τὰ βυζαντινὰ γράμματα καὶ νὰ εἰσαγάγωμεν τυπογραφικὰ στοιχεῖα ἀνάλογα πρὸς τὴν γραφὴν τῶν βιβλίων τοῦ 2ου μετὰ Χριστὸν αἰῶνος. Τότε κατ᾿ ἀνάγκην τὸ ἄφωνον ι πρέπει νὰ προσγράφεται καὶ νὰ γράφῃ τις ᾶι πρὸς διάκρισιν ἀπὸ τὴν βραχεῖαν δίφθογγον αι, τόνους δὲ νὰ θέτῃ μόνον ἐκεῖ ὅπου χρειάζονται πρὸς διακριτικὴν σημασίαν. Αὐτὸ ὅμως θὰ ἐσήμαινε διάσπασιν ἀπὸ τῆς νεοελληνικῆς πὰραδόσεως καὶ συνηθείας (Praxis) πρᾶγμα τὸ ὁποῖον δὲν θὰ συνίστων ἐπὶ τοῦ παρόντος διὰ γενικὴν χρῆσιν20. Εἰς ταῦτα τοῦ P. Maas ἀναφερόμενος (ἐν τῷ αὐτῷ τόμῳ τοῦ περιοδικοῦ Gnomon σελ. 287) ὁ συνάδελφος ᾽Ιω. Κακριδῆς παρατηρεῖ ὅτι ὅ,τι ὁ Maas ἐξέθηκε προέτεινεν ἤδη ὁ Χατζιδάκις (τοῦτο ὅμως δὲν εἶναι κατὰ πάντα ἀκριβὲς) καὶ προσθέτει ὅτι ἐλπὶς ὑπάρχει ἡ Ἑλληνικὴ ᾽Ακαδημία (ἥτις κατ᾿ ἐκεῖνον τὸν χρόνον δι᾿ ἐπιτροπείας εὐρυτέρας ἠσχολεῖτο μὲ κάποιον διακανονισμὸν τῆς νεοελληνικῆς ὀρθογραφίας) νὰ υἱοθετήσῃ τὴν πρότασιν ταύτην. Ἐπιλέγει δὲ ὡς πρὸς τὴν τονικὴν μεταρρύθμισιν «ὁ χωρισμὸς ἀπὸ τὰ παραδεδομένα δὲν θὰ εἶναι εὔκολος διὰ τὴν παροῦσαν γενεάν, ἀλλὰ τὸ κέρδος εἶναι ἀσυγκρίτως ἀνώτερον τῆς δυσχερείας τῆς μεταβατικῆς περιόδου». Τὰ πράγματα ἔχουσιν ἀκριβῶς ὡς ἑξῆς21: ῾Η ῾Ελληνικὴ Κυβέρνησις εἶχε ζητήσει κατὰ Μάϊον καὶ Δεκέμβριον τοῦ 1931 τὴν γνώμην τῆς ᾽Ακαδημίας περὶ τῆς νεοελληνικῆς ὀρθογραφίας κυρίως τῆς δημώδους γλώσσης ἀλλ᾿ ἐν πολλοῖς καὶ τῆς καθαρευούσης (ἀμφότερα ἄλλως τε τὰ ἰδιώματα συμπίπτουν εἰς ἀναριθμήτους λέξεις καὶ γραμματικοὺς τύπους καὶ κανόνας συντακτικοὺς) «διὰ τὴν καθοδήγησιν τῶν συγγραφέων τών διαφόρων βιβλίων τῆς δημοτικῆς, πρὸς τερματισμὸν τῆς γλωσσικῆς ἀναρχίας, ἥτις ἐπικρατεῖ εἰς τὰ εἰς χεῖρας τῶν μαθητῶν παρεχόμενα βιβλία. ῾Η Ἀκαδημία ὥρισεν ἐπιτροπὴν ὑπὸ τὴν προεδρίαν τοῦ τότε Γενικοῦ Γραμματέως τῆς ᾽Ακαδημίας Δημητρίου Αἰγινήτου (ὅστις πάντοτε ἐδείκνυε μέγα ἐνδιαφέρον διὰ τὰ γλωσσικὰ ἡμῶν πράγματα) καὶ δύο ᾽Ακαδημαϊκῶν (Κ. Ἀμάντου καὶ ἐμοῦ), τοῦ Καθηγητοῦ τῆς Γλωσσολογίας ἐν τῷ Πανεπιστημίῳ Γ. Ἀναγνωστοπούλου καὶ τοῦ ᾽Αχ. Τζαρτζάνου, ἀνδρὸς ἀσχοληθέντος περὶ τὰ τῆς ῾Ελληνικῆς καθόλου γλώσσης. Τὸ διάγραμμα τὸ ὁποῖον συνέταξεν ἡ ἐπιτροπὴ νομίζω ὅτι δὲν ὑπεβλήθη εἰς τὴν ῾Ελληνικὴν Κυβέρνησιν, περιῆλθεν ὅμως εἰς τὴν δημοσιότητα κυρίως διὰ τοῦ περὶ Ἑλληνικῆς ὀρθογραφίας ἄρθρου τοῦ ᾽Αναγνωστοπούλου ἐν τῆ Μεγ. ῾Ελλην. ᾽Εγκυκλοπαιδείᾳ (τομ. 10, σελ. 716-717). Εἰς τὸ τονικὸν ζήτημα, (ἀλλὰ καὶ εἴς τινα ἄλλα) δὲν συνεφώνησα ἐγὼ μὲ τοὺς τρεῖς φιλολόγους συναδέλφους, εἰσηγουμένου δηλαδὴ τοῦ μακαρίτου ᾽Αναγνωστοπούλου προετάθη ἡ ἁπλοποίησις τοῦ τονισμοῦ διὰ τῆς γνωστῆς προτάσεως τοῦ ἀοιδίμου Χατζιδάκι. ῞Οτι ἐγὼ δὲν ἀποδέχθην τοῦτο τὸ ἀναφέρει ρητῶς ὁ ᾽Αναγνωστόπουλος εἰς τὸ ἄρθρον του. ᾽Αλλὰ περὶ τούτων δὲν εἰναι τοῦ παρόντος. Εἶναι διὰ τοῦτο ἄδικος καὶ πειρακτικὴ ἡ μομφὴ ὅτι συναπεφάσισα μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα μέλη τῆς ᾽Επιτροπείας νεωτερισμοὺς τοὺς ὁποίους κατόπιν ἠρνήθην (Τριανταφυλίδη, ῾Η ᾽Ακαδ. καὶ τὸ γλωσσ. ζήτ. σελ. 47), ὡς ἐὰν ἔπρεπε πᾶσα διαφωνία ἐν τῇ ᾽Επιτροπῇ νὰ διακωδωνισθῇ διὰ νὰ τὴν μάθῃ ὅλος ὁ κόσμος. Φαντάζομαι ὅμως ὅτι μὲ τὴν πεῖραν τὴν ὁποίαν θὰ ἀπέκτησεν ὁ καθ. Τριανταφυλλίδης τώρα μὲ τὴν σύνταξιν τῆς λεγομένης ρυθμιστικῆς Γραμματικῆς θὰ ἤλλαξε εἰς πολλὰ γνώμην. ᾽Ολίγον ἀνωτέρω ἀνέφερα γνώμην τοῦ P. Maas διὰ τὸ τονικόν μας σύστημα. Παρ᾿ αὐτῷ ἐμαθήτευσε καὶ ὁ νῦν συνάδελφος ᾽Ιω. Κακριδῆς καθώς νομίζω μάλιστα συγχρόνως, καὶ ὁ μακαρίτης ᾽Ιω. Συκουτρῆς. Θεωρῶ ἐπίκαιρον νὰ κάμω ἐδῶ μικρὰν παρέκβασιν σχετικῶς μὲ τοὺς δύο τούτους φιλολόγους. Τὸν νῦν συνάδελφον ᾽Ιω. Κακριδῆν ἐγνώρισα πρὸ πολλῶν ἐτῶν, νομίζω τὸ 1928 ἢ 1929, ἐν Βερολίνῳ. Εἶχε σταλῆ εἰς Γερμανίαν ὑπότροφος τοῦ Πανεπιστημίου μας πρὸς εὐρυτέρας φιλολογικὰς σπουδάς. Ἦτο φιλομαθὴς καὶ ἐπιμελής, ἐμαθήτευε δὲ ἐκεῖ καὶ παρ᾿ ἄλλοις τῶν ἐπιφανῶν καθηγητῶν, τῆς μακαριστῆς ἐκείνης ἐποχῆς καὶ παρὰ τῷ γνωστῷ εἰς ὅλους μας μετρικῷ καὶ βυζαντινολόγῳ Paul Maas, ὁ ὁποῖος ἦτο τότε ἔκτακτος καθηγητής. ῎Ισως ἡ παρὰ τῷ Maas μαθητεία του νὰ συνετέλεσεν εἰς τὸ νὰ ἀσχοληθῇ ἰδιαιτέρως μὲ τὴν μετρικήν. ῾Η παρὰ τῷ αὐτῷ διδασκάλῳ μαθητεία τοῦ ᾽Ιω. Συκουτρῆ παρέμεινεν ὡς πρὸς τοῦτο ἀτελεσφόρητος, διότι ὁ Συκουτρῆς δὲν ἐδείκνυε ἰδιαιτέραν κλίσιν πρὸς μελέτην τῶν ποιητῶν, ἠσχολεῖτο δὲ κυρίως μὲ τοὺς πεζούς, μὲ τοὺς ᾽Αττικοὺς ρήτορας διὰ τοὺς ὁποίους βεβαίως καὶ ἡ μετρικὴ εἶναι ἐνίοτε χρήσιμος (ὡς διὰ τὸν Δημοσθένη κ.λπ.). Δὲν παρασιωπῶ σήμερον γνώμην· τὴν ὁποίαν ἀπὸ πολλῶν ἐτῶν ἔχω σχηματίσει. Φοβοῦμαι δηλαδὴ ὅτι ἡ παρὰ τῷ Maas μαθητεία ἔβλαψεν ἀμφοτέρους τοὺς νεαροὺς ῞Ελληνας φιλολόγους ὑπὸ ἔποψιν φιλολογικῆς ἀνεκτικότητος καὶ πρακτικῆς εὐστροφίας. Οἱ γνωρίσαντες τὸν δύσκολον καὶ στρυφνὸν φιλολογικὸν χαρᾳκτῆρα τοῦ εὐφυοῦς μὲν καὶ πολυμαθοῦς ἀλλὰ μικρολόγου καὶ ἰσχυρογνώμονος διδασκάλου, τοῦ περὶ πᾶν μεμψιμοίρου καὶ ἀπαισιοδόξου, πᾶν δὲ σχεδὸν ἐκδιδόμενον βιβλίον ὡς περιττὸν κρίνοντος καὶ καταδικάζοντος, θὰ ὁμολογήσωσιν ὅτι ἦτο ἥκιστα πρόσφορος πρὸς ἐπιστημονικὴν διαπαιδαγώγησιν ξένων κυρίως ἐπιστημόνων. ῾Ο ἀνὴρ ἴσως ἐπεδίωκε νὰ σχηματίσῃ περὶ ἑαυτὸν «Σχολὴν» (ἀλλὰ δὲν τὸ κατώρθωσε)22, διὰ τοῦτο ξένους νεαροὺς φιλολόγους, εὑρισκομένους ἐν ξένῳ περιβάλλοντι καὶ ἐν νεαρᾷ ἀφελείᾳ ἀπέναντι δὲ Γερμανῶν καθηγητῶν οἱ ὁποῖοι εἰς τὰς μεγάλας πόλεις δὲν εἶναι εὐπρόσιτοι καὶ ἐκ τῶν πολλῶν ἀσχολιῶν των καὶ ἐξ ἄλλων λόγων, ἐσαγήνευε δι᾿ ἐπιδείξεων ἰδιαιτέρου ἐνδιαφέροντος διὰ τὴν φιλολογικήν των πρόοδον καὶ τὸν ἐπιστημονικὸν καταρτισμὸν αὐτῶν. Οἱ ἀκροαταί του ποτὲ δὲν ἦσαν πολλοί, διότι ἦτο δύσληπτος ἕνεκα φυσικοῦ ἐλαττώματος εἰς τὴν προφοράν. Δι᾿ ὅλων τούτων δὲν θέλω νὰ εἴπω ὅτι ἡ γενομένη ἐπίδρασις εἶναι τόσον μεγάλη καὶ βαθεῖα ὥστε νὰ εἶναι διαρκὴς καὶ ἀνεξίτηλος, ἀφοῦ μάλιστα ὁ μαθητὴς ἔγινεν ἤδη φιλολογικῶς αὐτοτελὴς ἐν τῇ ἐπιστημονικῇ ἱεραρχίᾳ καὶ ἰσόβαθμος πρὸς τὸν σκληρῶς δοκιμασθέντα ἄλλοτε διδάσκαλόν του23. ᾽Οφείλει τις ἄλλως τε νὰ μὴ ἀρνηθῇ ὅτι ἔχει ἤδη ἀποκτήσει κάποιον ὄνομα ἐν τῇ ἐπιστήμῇ διὰ τῶν ἐργασιῶν τὰς ὁποίας ἐδημοσίευσε, καὶ αἱ ἀπόψεις του περί τινων ζητημάτων (παραδ. χάριν τῶν ῾Ομηρικῶν), ἐξετάζονται καὶ συζητοῦνται ὑπὸ σπουδαίων Γερμανῶν φιλολόγων, ἔστω καὶ ἂν δὲν γίνονται ἀποδεκταί24. Διὰ τῆς συνεργασίας του δὲ εἰς ξένα περιοδικὰ (Gnomon κτλ.) εἰς ζητήματα γενικωτέρας φιλολογικῆς σημασίας (῾Ομηρικά, μετρικὰ κτλ.) ἀποδεικνύεται ὅτι τυγχάνει ἀποδοχῆς ἐν Γερμανίᾳ ἡ φιλολογική του ἀξία καὶ κρίσις. Ἀλλὰ διατί νὰ στρεφώμεθα μόνον ἐναντίον τοῦ σημερινοῦ συναδέλφου καὶ νὰ λησμονῶμεν ὅτι ἐπὶ δεκαπέντε ἔτη κωφοὶ καὶ ἄλαλοι ἠνέχθημεν ἄλλον ἐκλιπόντα συνάδελφον τοῦ αὐτοῦ ἀκριβῶς μαθήματος, φιλόλογον πολὺ κατωτέρας ἀξίας, τὸν Π. Λορεντζᾶτον, ὅστις καὶ κατὰ τὴν πανεπιστημιακήν του διδασκαλίαν καὶ κατὰ τὰς ἐξετάσεις, τμηματικὰς καὶ πτυχιακάς, ὠργίαζεν ὡς πρὸς τὴν χρῆσιν καὶ κατάχρησιν τοῦ δημώδους ἐκείνου ἰδιώματος τὸ ὁποῖον ὁ ἴδιος εἶχε δι᾿ ἰδίαν χρῆσιν ἑπινοήσει: Μὴ δὲν ἐτύπωσε καὶ αὐτὸς βιβλία «ἐπιστημονικὰ» εἰς τὴν δημώδη καὶ δὲν ἐζήτησε νὰ ἐμπήξῃ τὸ ἐγχειρίδιόν του καὶ εἰς αὐτὴν τὴν σύνταξιν τῆς ἀρχαίας γλώσσης, μεταφράζων σχεδὸν κατὰ λέξιν ξένον σύντομον βιβλίον περὶ τῆς συντάξεως τῆς ἀρχαίας ῾Ελληνικῆς; Διηγοῦνται περὶ αὐτοῦ ὅτι κατά τινα παράδοσίν του ἐκ παραδρομῆς μετεχειρίσθη, μεταφράζων, τὴν γενικὴν βασιλέως ἀντὶ βασιλιᾶ καὶ ἐκτύπα τὸ κεφάλι του δι᾿ αὐτὸ ἐνώπιον τῶν φοιτητῶν καὶ ἐπήγαινε καὶ ἤρχετο ἐπὶ τῆς ἕδρας ζητῶν συγγνώμην διὰ τὸ ἔγκλημα τὸ ὁποῖον εἶχε κάμει! Πρὸ τοῦ διορισμοῦ του εἰς τὸ Πανεπιστήμιον δὲν ἤθελε, —καθ᾿ ὅσον γνωρίζω,— νὰ θεωρῆται δημοτικιστής. ῎Επειτα ἐξεκολάφθη. Θὰ ἤμην πάντως ἐγὼ ὁ τελευταῖος ὁ ὁποῖος θὰ προέτρεπόν τινα νὰ ἐκδώσῃ βιβλίον μὲ τονικὸν σύστημα διάφορον τοῦ παραδεδομένου25. Φαντάζομαι ὅτι καὶ ὁ συνάδελφος Ἰω. Κακριδῆς δὲν θὰ ἀνελογίσθη, ὅτι θὰ γεννηθῇ ἐκ τῆς τοιαύτης ἐκδόσεως τόσον μεγάλη ταραχὴ καὶ τόσος θόρυβος σήμερον μάλιστα ὅτε ἔχομεν ἀνάγκην ἡσυχίας ὡς ἐκ τῶν συνθηκῶν ὑφ᾿ ἃς διατελοῦμεν. Διότι καὶ ὁ ἴδιος θὰ ᾐσθάνθη συγκινήσεις καὶ στενοχωρίας ἐκ τοῦ ζητήματος τούτου μὲ ἀντίκτυπον μάλιστα ὑλικῶν ζημιῶν καὶ πρὸ πάντων ἠθικῶν ἐνοχλήσεων καὶ παρεξηγήσεων. Ἂν ἐτύπωνε τὸ βιβλίον του ὅπως συνήθως τοῦτο δὲν θὰ παρῆγε κανένα θόρυβον. ῞Οπως βέβαια, ὀφείλει τις νὰ ὁμολογήσῃ, δὲν θὰ ἠγείρετο θόρυβος ἐὰν τυχὸν ἐγράφετο μὲν εἰς καθαρεύουσαν ἀλλὰ μὲ σύστημα ἄνευ τόνων καὶ ψιλῆς26. Ὁ μνημονευθεὶς ἀνωτέρω μακαρίτης ᾽Ιωάννης Συκουτρῆς (1901-1937) ὑπῆρξε πολὺ συντηρητικώτερος τοῦ συναδέλφου ᾽Ιω. Κακριδῆ εἰς τὸ ζήτημα τῆς γραφομένης γλώσσης καὶ εἰς τὸ τονικὸν ζήτημα. ᾽Εκ τῶν πολλῶν τὰ ὁποῖα ἐδημοσίευσε κατὰ τὸ ὀλίγον διάστημα τῆς δράσεως τὸ ὁποῖον ἡ Μοῖρα καὶ οἱ ἄνθρωποι τὸν ἄφησαν νὰ ζήσῃ, καταφαίνεται ὅτι καὶ εἰς τὸ γλωσσικὸν ζήτημα ἐπρέσβευε μετριοπαθεῖς ἀρχὰς χειριζόμενος δεξιῶς καὶ κατὰ φυσικὸν τρόπον τὴν ἁπλῆν καθαρεύουσαν27. Οὐδέποτε ἀνεφάνη παρ᾿ αὐτῷ ζήτημα τονικὸν οὐδὲ ἔδωκε, καθ᾿ ὅσον γνωρίζω, νύξιν εἰς τοιαύτην τινὰ συζήτησιν ἀνατρεπτικὴν τῶν καθεστώτων. Εἴμεθα εὐγνώμονες εἰς τὸν συνάδελφον ᾽Ιω. Κακριδῆν διότι ἔγραψε μίαν ὡραίαν καὶ λεπτομερῆ νεκρολογίαν τοῦ ἐκλιπόντος εἰς τὰ Jahresberichte τοῦ Bursian. ᾽Εγὼ εἶπόν τινα ἐν τῆ συνεδρίᾳ τῆς ᾽Ακαδημίας τῆ 21τῃ ᾽Οκτωβρίου 1987 (Λόγοι τόμ. 12ος 1937 σελ. 69-73) ἕνα μῆνα ἀκριβῶς μετὰ τὸν θάνατόν του. Τὸ ὑπ᾿ αὐτοῦ φιλοπονηθὲν τεῦχος τῆς ἐκδόσεως τοῦ Δημοσθένους καὶ πρὸ παντὸς ἡ ἔκδοσις τοῦ Πλατωνικοῦ Συμποσίου θὰ περιποιοῦν πάντοτε τιμὴν εἰς τὸ ὄνομά του καὶ εἰς τὴν ῾Ελληνικὴν φιλολογικὴν Ἐπιστήμην28. Τοῦτο πρέπει τέλος πάντων τώρα μετὰ τὸν θάνατόν του νὰ ἀναγνωρισθῇ καὶ παρ᾿ ἡμῖν ὅπου δὲν εἶναι εὔκολον εἰς κάθε φιλόλογον νὰ παρασκευάσῃ τοιαύτην ἔκδοσιν, ἀπαιτοῦσαν μεγάλην φιλολογικὴν καὶ φιλοσοφικὴν προπαιδείαν. Μεταξὺ τῶν λεγομένων ὅτι ἐπιδοκιμάζουσι τὴν κατάργησιν τῶν τόνων καὶ τῶν πνευμάτων φέρεται καὶ «ὁ γνωστότατος ἀρχαιολόγος Χρ. Τσούντας. Τῳόντι ἐν Δελτ. ᾽Εκπ. ῾Ομ. 3,326 ἀναδημοσιεύεται ἐπιστολή του εἰς τὴν ὁποίαν μεταξὺ ἄλλων λέγει μὲν ὅτι δέχεται «ἀδιστάκτως τὴν κατάργησιν τῶν τόνων καὶ τῶν πνευμάτων» ἐπιφέρει ὅμως «ἂν καὶ τὰ σημεῖα αὐτὰ καθιέρωσεν ἡ χρῆσις τόσων αἰώνων, ἡ κατάργησίς των δὲ δυνατὸν νὰ ἔχῃ καί τινα ἐνοχλητικὰ ἐπακόλουθα». Προχωρῶν μάλιστα κατωτέρω λέγει ὅτι «ἡ Πολιτεία ὀφείλει νὰ μελετήσῃ σοβαρῶς τὰς γνώμας τοῦ Γ. Παπασωτηρίου (ἴδε Δίκην τῶν τόνων, σελ. 80· 132. 249 κτλ.), τοῦ Γ. Χατζιδάκι καὶ τῶν δημοδιδασκάλων, οἵτινες ἀπαιτοῦσι τὴν ἀπαλλαγὴν τῶν βιβλίων, τοῦ δημοτικοῦ σχολείου τοὐλάχιστον, ἀπὸ τῶν τόνων καὶ τῶν πνευμάτων». ᾽Εννοεῖται ὅτι ὁ Τσούντας εἰς τὸ ὡραῖον καὶ ὠφέλιμον βιβλίον τὸ ὁποῖον ἀπερχόμενος μᾶς ἐχάρισε περὶ τῆς «῾Ιστορίας τῆς ἀρχαίας ῾Ελληνικῆς Τέχνης», οὐδεμίαν, οὐδὲ τὴν ἐλαχίστην, τονικὴν ἢ ἄλλην μεταρρύθμισιν ἐζήτησε νὰ ἐφαρμόσῃ, τοὐναντίον φαίνεται ἐν αὐτῷ ὡς πρὸς τὰ τονικὰ ζητήματα περιδεῶς φυλάττων τὰ παραδεδόμενα29 γράφει δὲ καὶ μίαν ἁπλῆν καὶ ρέουσαν καθαρεύουσαν ἀντικατοπτρίζουσαν τὸ ἤρεμον καὶ πρᾷον ἦθος του. Ὁ συνάδελφος ᾽Ιω. Κακριδῆς διατείνεται (Δίκη σελ. 3) ὅτι «μία ἁπλοποίησις τονικὴ θὰ ἐνίσχυε καὶ τοὺς ἐθνικοὺς δεσμοὺς τῶν ῾Ελλήνων, διότι θὰ ἔπαυε τὸ χάος τῆς σημερινῆς ὀρθογραφίας». Τοιοῦτόν τι, ἐγὼ δὲν δύναμαι νὰ ἐννοήσω, ὅτι δηλαδὴ τὸ «χάος τῆς ἀνορθογραφίας» θὰ ἔπαυε διὰ τῆς καταργήσεως τῶν τόνων, ἀφοῦ θα ἔμενον τὰ φωνήεντα καὶ τὰ σύμφωνα καὶ ἡ ὀρθογραφία των εἰς τὰς λέξεις. ῾Υποθέσατε ὅμως πρὸς στιγμὴν ὅτι καταργοῦνται οἱ τόνοι εἰς τὰ Δημοτικὰ σχολεῖα. Οἱ πλεῖστοι τῶν ἀποφοίτων τῶν σχολείων τούτων δὲν προχωροῦσι καὶ εἰς τὰ ἀνώτερα σχολεῖα, ὅπου κατ᾿ ἀνάγκην πρέπει νὰ διδάσκωνται τὰ τονικὰ σημεῖα καὶ τὰ πνεύματα, ἐξέρχονται λοιπὸν εἰς τὸν πρακτικὸν βίον καὶ γράφουσιν ὡς ἔμαθον ἄνευ τόνων ἢ μὲ ἕνα μόνον τόνον. Θὰ εἶναι ὅμως τότε συχνὰ ὑποχρεωμένοι ὄχι μόνον βιβλία ἀλλὰ καὶ ἔγγραφα μὲ τόνους νὰ ἀναγινώσκουν, καὶ νὰ ἀντιγράφουν, θὰ μεταφέρουν δὲ τότε συχνάκις τὰ τονικὰ σημεῖα των καὶ εἰς τὴν ἰδίαν των γραφήν. Εἰναι εὔκολον νὰ φαντασθῇ κανεὶς τί «χάος» καὶ τί ἀκαταστασία θὰ δημιουργηθῇ εἰς τὸ γράψιμον καὶ εἰς τὰς κεφαλάς των. Τὰς δυσκολίας ταύτας θὰ σκέπτωνται καὶ οἱ θιασῶται τῆς τονικῆς ἁπλοποιήσεως καὶ διὰ τοῦτο, καὶ ὡς ἀνωτέρω παρετηρήθη, κηρύττουσιν (Τριανταφ. ᾽Ορθογρ. 77) ὅτι ἓν εἶναι τὸ ριζικὸν ἰατρικὸν ἡ τελεία κατάργησις τῶν πνευμάτων ἢ νὰ διατηρηθῇ μόνον ἡ ὀξεῖα διστάζουν ὅμως οἱ ἴδιοι πρὸ τῆς ἐφαρμογῆς του «φοβοῦμαι μήπως δὲν εἶναι σκόπιμο νὰ ἐπιδιώξῃ ὁ δημοτικισμὸς τὴ μεταρρύθμιση αὐτή»· —«διὰ νὰ μὴ δυσφημιστῇ». Οἱ ἴδιοι γνωρίζουν ὅτι καὶ ἄλλοι λαοὶ ἔχουν δυσκολίας εἰς τὴν ὀρθογραφίαν τῆς γλώσσης των, καὶ δὲν ζητοῦν οἱ λαοὶ οὗτοι τὴν ἀναστάτωσιν τῶν ἱστορικῶς παραδέδομένων διὰ νὰ εὐκολύνουν τὰ πάντα. Οἱ Γερμανοὶ ἔχουν ἢ εἶχον σύλλογον διὰ τὴν ἁπλοποίησιν τῆς ὀρθογραφίας των (Verein für vereinfachte Rechtschreibung· πρβλ. Τριαντ. ᾽Ορθ. σελ. 115). «Ἐπιδιώκομεν» λέγεται ἐν τῇ σχετικῇ προκηρύξει του «σύστημα γραφῆς τὸ ὁποῖον νὰ ἠμπορῇ εὐκόλως καὶ καλῶς νὰ μανθάνῃ ὄχι μόνον ὁ λόγιος ἀλλὰ καὶ ὁ κοινὸς ἄνθρωπος τοῦ λαοῦ ἐπειδὴ ἡ καθιερωμένη ὀρθογραφία εἶναι τοιαύτη ὥστε νὰ μὴ ἠμπορῇ νὰ τὴν μάθῃ κανεὶς ἀπὸ ἐκείνους ὅσοι δὲν εἶναι εἰς θέσιν νὰ περάσουν ὅλην τὴν νεότητά των εἰς τὰ θρανία τοῦ σχολείου, καὶ ἐδῶ ἀνήκει ἡ μεγάλη πλειοψηφία τῶν συμπολιτῶν μας ἀπὸ τὸν λαόν». ᾽Εκ τῶν ἀνωτέρω συνάγεται πόσον ἄτοπα καὶ ἐθνικῶς ἐπιβλαβῆ ἀποτελέσματα, μὲ γενικωτέραν μάλιστα ἐπίδρασιν, δύναται νὰ ἔχῃ μία τοιαύτη ἐκβολὴ ἢ μεταρρύθμισις τῶν μικρῶν αὐτῶν τονικῶν σημείων, τὰ ὁποῖα τὸ ἡμέτερον ἔθνος γράφει τόσους ἤδη αἰῶνας καὶ ἔγραφεν ἀδιαταράκτως καὶ ὑπὸ δυσμενεῖς συνθήκας, χωρίς ποτε νὰ ἀκουσθῶσι τόσα ὅσα ἐπὶ τῶν «εὐτυχῶν» ἡμῶν ἡμερῶν καὶ εἰς τοιαύτας περιστάσεις ἀκούονται καὶ λέγονται ὡς πρὸς τὸ ζήτημα τοῦτο. 1. Πρβλ. Θεοδοσ. σελ 7. Τὸ Ἧτα δέ, τὸ ὄνομα τοῦ στοιχείου, δασύνεται, ὅτι παρὰ ἀρχαίοις ὁ τύπος τοῦ Η ἐν τύπῳ δασείας ἔκειτο, ὥσπερ καὶ νῦν τοῖς παλαιοῖς Ρωμαίοις. 2. Κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Ἡρωδιανοῦ (ἀκμάσαντος ἐπὶ Μάρκου Αὐρηλίου κατὰ τὰ τέλη λοιπὸν τοῦ βʹ μ. Χρ. αἰῶνος) τὸ δασὺ πνεῦμα δὲν ἐξεφωνεῖτο πλέον ὑπὸ τοῦ λαοῦ (Gardthausen σελ. 383, 385). 3. Ὁ Göttling παρατηρεῖ (Allg. σ. 9-10) : ῾Ο τονισμὸς (Accent) εἶναι τόσον ἀρχαῖος ὅσον καὶ ἡ γλῶσσα. Τὰ σημεῖα ἐφεῦρεν ὁ Ἀριστοφάνης ὁ Βυζάντιος διὰ νὰ προφυλάξῃ τὴν γλῶσσαν ἐν Αἰγύπτῳ ἔνθα εἶχε μετενεχθῆ καὶ ἐκαλλιεργεῖτο ἡ γλῶσσα καὶ ἡ φιλολογία ὑπὸ τῶν Πτολεμαίων. Ἐκεῖ ἐν μέσῳ ἀλλοφύλων προσελάμβανε βαρβαρικόν τινα τόνον κατὰ τὴν προφοράν. Δύναταί τις νὰ εἴπῃ ὅτι κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ ἀνωτέρω Γραμματικοῦ ἡ ᾽Ελληνικὴ γλῶσσα ἦτο ἐν Αἰγύπτῳ ἡ ἐπίσημος γλῶσσα (τοῦτο ἤδη ὁ Boeckh εἶπε, Erklärung einer ägyptischen Urkunde σελ. 3)». Τὴν ὕπαρξιν παραδόσεως περὶ τονισμοῦ τῶν Ὁμηρ. ἐπῶν μανθάνομεν πολλαχόθεν, Ἡρωδιαν. Β, 292 «ἀπὸ ἧς ἀλόχοιο· τινὲς ἀνέγνωσαν ἄπο ἧς ἀλόχοιο ἵνα σημαίνηται τὸ ἄπωθεν, ἄμεινον δἓ πείθεσθαι τῇ «κατειθισμένῃ ἀναγνώσει», κτλ. 4. «Μουσική τις ἦν καὶ ἡ τῶν πολιτικῶν λόγων ἐπιστήμη, τῷ ποσῷ διαλλάττουσα τῆς ἐν ᾠδαῖς καὶ ὀργάνοις οὐχὶ τῷ ποιῷ» (Διονύσ. Ἁλικαρν. σελ. 126). 5. Τὸν δυναμικὸν τόνον τῆς νεωτέρας γλώσσης δὲν εἶχον γενικῶς εἰπεῖν οἱ ἀρχαῖοι, ἴχνη ὅμως τούτου ἀποδεικνύει ἡ μετρικὴ εἰς τὸ παρ᾿ Ἀθηναίῳ (ΙΓʹ 571) σῳζόμενον ἀπόσπασμα τῆς «Παρακαταθήκης» τοῦ Μενάνδρου. Εἰς τὸ ἀπόσπασμα τοῦτο ἦτο διάφορος ὁ τόνος τῆς λέξεως ἑταίρων ἀπὸ τὸν τόνον τῆς γεν. τοῦ θηλ. ἑταιρῶν (ἴσως καὶ ἡ προφορὰ τοῦ ω τοῦ ἀρσενικοῦ ἧτο διάφορος τῆς προφορᾶς τοῦ ῶ τοῦ θηλυκοῦ· πρβλ. Schwyzer σελ. 184). Λέγεται εἰς τὸ ἀπόσπασμα τοῦτο: 6. Ἀνορθογραφίαι ἦσαν συχναὶ ἐν τῇ ῾Ελληνικῇ γλώσσῃ, καὶ εἰς ἐπιγραφὰς ἀκόμη. ᾽Εν Πομπηΐᾳ ἀνευρέθη ἡ ἑξῆς ῾Ελληνικὴ ἐπιγραφὴ ἐπὶ τοίχου: «῾Ο τοῦ Διὸς παῖς καλλίνεικος ῾Ηρακλῆς//ἐνθάδαι κατοικεῖ· μηδὲν εἰσειαίτω κακόμ». Ἄλλη: «Ἐμνήσθη Θεόφιλος Βερόης ἐπ᾿ ἀγαθῶ παρὰ τῆ Κυρία» (ἐννοεῖ τὴν Θεὰν ῏Ισιν). (E; Diehl, Pompeianische Wandinschriften, Bonn 1910.—Kleine Texte hg. von H. Lietzmann—σελ. 3, πρβλ. ἀρ. 824, κτλ.). 7. Πρβλ. τὴν περὶ Βηλαρᾶ διάλεξιν τοῦ συμπολίτου του Σπ. Λάμπρου (Διαλεξ. περὶ ῾Ελλήν. Ποιητῶν τοῦ ΙΘʹ αἰῶνος, ἀρ. 2, Ἀθ. 1916) ἐν σελ. 20. «Βλέπομεν αὐτὸν ὡς τὸν ῾Ρήγαν τυχὸν ὁμολογοῦντα τὴν στοργήν του πρὸς τὴν ἰδέαν τῆς ἀπελευθὲρώσεως; οὐχί».—Τὸ ποίημά του «πουλάκι ξένο | ξενιτεμένο | πουλὶ χαμένο | ποῦ νὰ σταθῶ» κτλ. εἰς τὸ ὁποῖον παραπονεῖται ὅτι εἶναι «δίχως ταίρι», «τὸ ταίρι κράζω», ὅτι εἶναι «μοναχὸς» ἐνῷ «κάθε κλαράκι βαστάει πουλάκι ζευγαρωτὸ» κτλ. ἐποιήθη πιθανῶς ἐν Παταυΐῳ μὲ τὴν ἀνάμνησιν τῆς ὡραίας κόρης τοῦ ἐν Βενετίᾳ Γεροπάνου, ᾽Ηπειρώτου καὶ αὐτοῦ, τὴν ὁποίαν ὁ 27ετὴς Βηλαρᾶς φαίνετοιι ὅτι εἶχεν ἐρωτευθῆ. Περὶ τοῦ ποιητοῦ διέλαβεν ἐσχάτως ἐν μονογραφίᾳ ὁ Νικόλ. Τωμαδάκης (Ἀθ. 1943). 8. Πρβλ. Τριανταφυλλίδη, ῾Η ᾽Ορθογραφία μας σελ. 133 διὰ τὸν Σκυλίτσην (σημ. 16α) καὶ 132 διὰ τὸν Φαρδὺν (σημ. 16). ῾Η διατριβὴ τοῦ Σκυλίτση ἐτυπώθη εἰς τὸ Περιοδικὸν Παρνασσὸν τόμ. 10 σελ, 105-117, «τὴ γνώμη τοῦ Σκυλίτση δὲ δέχτηκε κανεὶς» (Τριαντ.), ὁ δὲ Χατζιδάκις ἀντέκρουσε αὐτὸν ἐν Ἑβδομάδι 3 (1886) σ. 522-23, 548. ᾽Εκ τῆς σημειώσεως ταύτης τοῦ Τριανταφ. μανθάνω ὅτι πρότασιν περὶ παραλείψεως τῆς ψιλῆς ἀπὸ τὰ ἀρχαῖα κείμενα καὶ ἀντικαταστάσεως τῆς βαρείας δι᾿ ὀξείας εἶχε κάμει ὁ A. Meingrast (Über das Wesen des griechischen Accentes. Klagenfurt 1880) μὴ ἀξιωθεῖσαν ὅμως προσοχῆς. Περὶ τῆς τύχης τῆς προτάσεως τοῦ συστἠματος τοῦ Φαρδῦ ἰδὲ τὴν ἀνωτέρω σημείωσιν τοῦ Τριανταφυλλίδη. ᾽Εκεῖ βλέπει ὁ ἀναγνώστης τί ἐδοκίμασεν ὁ ἄτυχος ὁ Φαρδὺς μὲ τὰς ἀνατρεπτικὰς παραδοξολογίας του. 9. Πρβλ. Τριανταφυλλίδην, ᾽Ορθογραφ. σελ. 89-90. 10. ᾽Ιδὲ ὅσα σχετικὰ περὶ τοῦ Bekker ἔγραψα ἐν τῷ ῾Ημερολογίῳ τῆς Μεγάλης ῾Ελλάδος τοῦ Γεωργίου Δροσίνη τοῦ ἔτους 1928 σελ. 376 ἑξῆς («Ἡ πρώτη ἐπιστημονικὴ ἔκδοσις τοῦ ᾽Αριστοτέλους»). 11. Der griechische Unterricht auf dem Gymnasium (als Manuskript gedruckt). 2. Auflage, Die Lesezeichen der griechischen Schrift σελ. 7, 14. 12. Φαντάζομαι ὅτι θὰ μετεχειρίσθη τὴν λέξιν Erleichterung διότι δὲν κατώρθωσα νὰ ἴδω τὸ φυλλάδιον τοῦτο, τὸ ὁποῖον ὡς ἐλέχθη, ἐτυπώθη «ἀντὶ χειρογράφου» δὲν ἦτο λοιπὸν προωρισμένον διὰ εὐρεῖαν διάδοσιν. 13. Εἶναι χαρακτηριστικὸν ὅτι τὸ Ἑλληνικὸν Lesebuch τὸ ὁποῖον εἰς 4 τεύχη ἐξέδωκεν, ὄχι μόνον διὰ φοιτητὰς ἀλλὰ καὶ διὰ μαθητὰς Γυμνασίων, ἐξεδόθη μὲ πνεύματα καὶ τόνους κατὰ τὰ παραδεδομένα, οὐδεμία δὲ ἐν αὐτῷ νύξις ἢ μνεία γίνεται περὶ ἀτόνου καὶ ἀπνευματίστου γραφῆς. 14. ᾽Ιδὲ τὰ ᾽Απομνημονεύματά του (Errninerungen 1848-1914, ἐν Λειψίᾳ 1928) σελ. 306. Σχετικῶς μὲ τὸ περὶ τονισμοῦ ζήτημα κατὰ τὸν Wilamowitz ἰδὲ καὶ Laum, Über unsere Homerbetonung σελ. 42 καὶ Wackernagel ἐν I.F. 48, Anz. 51. 15. ῾Ο T.W. Allen ἐδημοσίευσεν ἐν Journal of Hellenic Studies (40, 1920, σελ. 1-12) πραγματείαν περὶ τῆς ἑλληνικῆς μικρογραμμάτου γραφῆς (The origin of the Greek minuscule hand) εἰς τὴν ὁποίαν ζητεῖ νὰ ἐξακριβώσῃ τὴν ἀρχὴν τῆς μικρογραμμάτου γραφῆς. Τὸ παλαιότατον χειρόγραφον μὲ μικρογράμματον γραφὴν εἶναι τὸ λεγόμενον Uspenski - Evangeliar τοῦ ἔτους 835, τὸ ὁποῖον ὡς φαίνεται ἐγράφη ἐν Κωνσταντινουπόλει ἐν τῆ Μονῇ τοῦ Στουδίου, ἥτις ὡς γνωστὸν περιελάμβανε καὶ σχολὴν ἀντιγραφέων, τὰ χειρόγραφα τῶν ὁποίων ἐξετιμῶντο πολύ. 16. Καὶ αὐτὸ τὸ τελικὸν ς ἀποφεύγουσι πολλοὶ γράφουν δὲ τὸ ἄλλο. Τοῦτο ὄχι μόνον ὁ Konst. von Tischendorf εἰς τὴν τετάρτην ἔκδοσιν τῆς Νέας Διαθήκης (1876) ἔκαμε, ἀλλὰ βλέπω γενόμενον καὶ ἐν νεωτέρᾳ (1938) ἐκδόσει τοῦ δράματος Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας τοῦ Αἰσχύλου ὑπὸ τοῦ ἐν Groningen τῆς ῾Ολλανδίας καθηγητοῦ Groeneboom. Οὖτος παραγράφει καὶ τὸ ι (π. χ. στίχ. 2 «ὅστισ φυλάσσει πρᾶγοσ ἐν πρύμνηι πόλεωσ»). 17. ῾Ο Χατζιδάκις παλαιότερον (Ἐφημερίς, 14, 1887, ἀρ. 28, σελ. 3, στ. 2) ὑπεστήριξεν ὅτι ἂν λείψουν οἱ τόνοι οἱ παῖδες θὰ κάμνουν ἄπειρα λάθη διὰ τὸ πλῆθος τῶν «ποικίλως τονιζομένων καὶ ἀγνώστων αὐτοῖς λέξεων τῆς γραφομένης» (᾽Εκ τοῦ Τριανταφ. ᾽Ορθ. σελ. 138 σημ. 23). 18. Ἄλλα τινὰ ἐπιχειρήματα τοῦ μακαρ. Σκιᾶ βλέπε παρ᾿ αὐτῷ ἔ.ἀν. σελ. 301-304 ἤ παρἃ Τριανταφυλλίδῃ ἔ.ἀν. μὲ συζήτησιν περὶ αὐτῶν. Ἰδίως ἐξαίρω τὰς ὑπ᾿ ἀριθμ. 3, 5, 7, 10 καὶ 11 θέσεις τοῦ Σκιᾶ (ὅπως τὰς διετύπωσε ὁ Τριανταφ.). 19. Καὶ οἱ τόνοι, δὲν θὰ τὸ ἀρνηθῇ, ἀνήκουν εἰς τὴν ἀρχαίαν ὀρθογραφίαν. 20. Ὡς ἐκ τούτων βλέπει ὁ ἀναγνώστης ὁ P. Maas δὲν συνέστησε τὴν κατάργησιν τῶν τόνων κτλ. (Δίκη σελ. 249) καὶ δὲν «ἐκδίδει καὶ τὰ ἀρχαῖα καὶ. τὰ μεσαιωνικὰ κείμενα χωρὶς τόνους καὶ πνεύματα». Ἔχω δῶρον τοῦ ἰδίου τοὺς «Ἐπιδαυρίους ῞Υμνους» του (Epidaurische Hymnen, 1933, Schriften der Königsberger Gelehrten Gesellschaft), ὁ τονισμὸς ἐν αὐτοῖς εἶναι κανονικός: «Πᾶνα τὸν νυμφαγέταν | Ναΐδων μέλημ᾿ ἀείδω, | Χρυσέων χορῶν ἄγαλμα, | Κωτίλας ἄνακτα μοίσας» κτλ. Εἰς τὸ τευχίδιον Frühbyzantinische Kirchenpoesie, Bonn 1910, ἠκολούθησεν ἄλλον τρόπον τονισμοῦ ἕνεκα μετρικῶν καὶ μελικῶν λόγων (πρβλ. B.Z. 17, 612) διατηρεῖ ὅμως τὰ πνεύματα: (Του δείπνου σου του μυστικού σήμερον ὑϊὲ θεοὺ κοινωνόν με παράλαβε· οὐ μη γαρ τοις ἐχθροίς σου το μυστήριον εἴπω, κτλ). 21. Λεπτομερέστερον βλέπει τις τὰ καθέκαστα ἐν τῇ πραγματείᾳ μου «Συμβολὴ πρὸς ἐπιστημονικὸν κανονισμὸν τῆς νεοελληνικῆς ὀρθογροφίας» ΠΑΑ 14, 1939, σελ. 15-34). 22. Θεωρῶ ἀστεῖον νὰ ὁμιλῇ ὁ συνάδελφος ἐν σελ. 2 τῆς Δίκης τῶν τόνων περὶ «Σχολῆς» τοῦ P. Maas «ἡ ὁποία ἀπὸ πολλοῦ ἔχει καταργήσει τοὺς τόνους». 23. Καθὼς μοῦ ἔλεγε τὸ παρελθὸν ἔτος ἐν Βερολίνῳ ὁ Vogliano, καθηγητὴς τοῦ ἐν Μιλάνῳ Πανεπιστημίου, ὁ P. Maas ἐργάζεται ἐν ᾽Οξφόρδῃ, ὅπου κατέφυγεν, εἰς Συμπλήρωμα τοῦ ἐκδιδομένου ἢ περατωθέντος ἤδη ῾Ελληνοαγγλικοῦ Λεξικοῦ τοῦ Liddell-Scott-Jones. Διὰ τοιοῦτον ἔργον εἶναι βεβαίως καταλληλότατος ἕνεκα τῆς γνωστῆς ἀκριβείας μὲ τὴν ὁποίαν ἐργάζεται καὶ ἥτις διὰ Λεξικὸν εἶναι μέγιστον προτέρημα (ἰδὲ Gnomon, τόμ. Αʹ, 1925, σελ. 169-175 καὶ τόμ. Γʹ, 1928 σελ. 288-290). Μὲ τὸν P. Maas καί τινας ἄλλους εἶχον καὶ ἐγὼ προσκληθῆ εἰς συνεργασίαν καὶ συνειργαζόμην εἰς τὴν σχεδιασθεῖσαν ὑπὸ τοῦ πρὸ ὀλίγου ἀποθανόντος Wil. Crönert νέαν ἔκδοσιν τοῦ μεγάλου ῾Ελληνικοῦ Λεξικοῦ τοῦ Passow, τοῦ ὁποίου ἀτυχῶς μόνον τρία τεύχη (α - ἄλφιτον) ἐξεδόθησαν. Δι᾿ αὐτὴν πλὴν ἄλλων ἀφορώντων εἰς τὴν ἀρχαίαν γλῶσσαν εἶχον ἀναλάβει καὶ ἄλλα δύο : α) τὴν συσχέτισιν τῆς δημώδους ἡμῶν γλώσσης καὶ τῆς πρὸ αὐτῆς βυζαντιακῆς μὲ τὴν ἀρχαίαν, ἐφ᾿ ὅσον ἦτο δυνατὸν ἐν τοῖς ὁρίοις τοῦ Λεξικοῦ καὶ β) νὰ καταστήσω ἐν τῷ Λεξικῷ μεθ᾿ ὅλης τῆς δυνατῆς καὶ ἐπιβαλλομένης ἄλλως τε συντομίας γνωστὸν τὸ ἔργον τοῦ Κοραῆ ὡς πρὸς τὴν ἔκδοσιν καὶ ἑρμηνείαν τῶν ὑπ᾿ αὐτοῦ ἐκδοθέντων ἀρχαίων ῾Ελλήνων συγγραφέων.—Πλησιάζουν πλέον 110 ἔτη ἀπὸ τοῦ θανάτου του καὶ τὸ ὄνομά του ὡς ἑλληνιστοῦ καὶ πρώτου σοβαροῦ ρυθμιστοῦ τῆς νεωτέρας ῾Ελληνικῆς γλώσσης περιβάλλεται ἀδιαλείπτως διὰ μεγαλυτέρας αἴγλης καὶ τιμῆς. ῾Ο τελευταῖος ἐκδότης τῶν Βίων τοῦ Πλουτάρχου Ziegler μοὶ ἐξέφραζεν ἄλλοτε ἐν Βερολίνῳ τὸν θαυμασμόν του διὰ τὴν ἑλληνομάθειαν τοῦ ἀνδρὸς καὶ τὰς ὑπηρεσίας τὰς ὁποίας προσήνεγκεν εἰς τὴν ᾽Επιστήμην διὰ τῆς ἐκδόσεως τῶν βίων τοῦ Πλουτάρχου. 24. Πρβλ. Wolfg. Schadenwaldt, Iliasstudien σελ. 189 ἑξ. κτλ. Marg? Noé, Phoenix, Ilias und Homer, Untersuchungen zum neunten Gesang der Ilias, Leipzig 1940 σελ. 56, 57, 65, 66 κτλ. 25. Ἄλλοτε, πρὸ ἓξ ἐτῶν, ἕνεκα ὑποιινήματος τοῦ κ. Πέτρου Φωτεινοῦ πρὸς τὴν Ἀκαδημίαν Ἀθηνῶν περὶ τόνων καὶ πνευμάτων εἶχα ἐντολὴν αὐτῆς νὰ μελετήσω τὸ ζήτημα καὶ νὰ δώσωμεν ἀπάντησίν τινα εἰς τὸν κ. Φωτεινόν. ᾽Απήντησα τότε ὡς ἑξῆς: 26. Ἔχω ἔκδοσιν τοῦ Φιλοκτήτου τοῦ Σοφοκλέους ἐκδοθεῖσαν ὑπὸ Gedike καὶ τυπωθεῖσαν τῷ 1781 ἐν Βερολίνῳ μὲ ἄτονον γραφὴν καὶ παράλειψιν τῆς ψιλῆς. Ἀλλὰ οὐδεὶς ἠθέλησε νὰ μιμηθῇ αὐτά. Εἰς τοὺς νεωτέρους χρόνους ὁ γνωστὸς μετρικὸς καὶ ἐκδότης τοῦ Πινδάρου Otto Schroeder, ὁ ἄλλοτε ἐπὶ πολλὰ ἔτη διατελέσας πρόεδρος τοῦ ἐν Βερολίνῳ Philologischer Verein ἐξέδωκε (μὲ νέαν ἐπεξεργασίαν) τοὺς Ὄρνιθας τοῦ Ἀριστοφάνους τοῦ Th. Kock ἐφαρμόσας σύστημα βραχυγραφιῶν κουραστικὸν διὰ τὴν ἀνάγνωσιν (π.χ. στίχ. 512: ἐξέλθοι aus d tuer d Palastes. ἐν τοῖσι τραγῳδοῖς wie auch wir b d Tragg.). Οὐδεμιᾶς προσοχῆς ἔτυχε τὸ βραχυγραφικόν του σύστημα τὸ ὁποῖον καὶ εἰς ἄλλα ἔργα του ἐφήρμοσε. 27. Ἡ Ἀκαδημία εἰσηγουμένου αὐτοῦ πλὴν ἄλλων καὶ τὸν ᾽Εσωτερικὸν Κανονισμὸν τῶν ἐκδόσεων τῆς «῾Ελληνικῆς Βιβλιοθήκης» ἐνέκρινε τὰ ἄρθρα 11 καί 12 τοῦ Κανονισμοῦ τούτου ἔχοντα ὡς ἑξῆς: 28. Ἀλλὰ δὲν εἶναι μόνον ταῦτα ἀλλὰ καὶ αἱ ἐργασίαι του περὶ τοῦ «Εὐαγόρου» τοῦ ᾽Ισοκράτους (Hermes 62, 24-53), ἡ μετὰ τοῦ E. Bickermann ἐκδοθεῖσα ἐπιστολὴ τοῦ «Σπευσίππου» «Speusipps Brief an König Philipp» (Lpzq. 1928, Πρακτ. Σαξον. Ἀκαδ. Ἐπιστ. ἐν Λειψίᾳ. Philol.-hist. Klasse τόμ. 30 1928, τεῦχος 3ον), ἡ διατριβή του Φιλολογία καὶ Ζωὴ (Ἀρχ. Φιλοσ. καὶ Θεωρ.᾽Επιστ. 2, 394-444, ἡ ὁποία μετεφράσθη Γαλλιστὶ ὑπὸ τοῦ Jules Moravcsik, 6ον τεῦχος τῶν Οὑγγροελληνικῶν μελετῶν τοῦ 1938, μετ᾿ εἰκόνος τοῦ ἀποθανόντος «du grand disparu» καὶ ἀναγραφῆς ἐν σελ. 7 τῶν μέχρι τότε νεκρολογιῶν του), τὸ περὶ ᾽Επιστολογραφίας θεμελιῶδες ἄρθρον του ἐν τῇ RE τοῦ Pauly-Wissowa-Kroll, Suppl. V, 185-220, ἡ περὶ τοῦ ᾽Επιταφίου τοῦ Δημοσθένους πραγματεία τοὑ (γερμανιστὶ Hermes 1928), τὸ βιβλίον του Die Briefe des Sokrates und der Sokratiker, ἡ ἔκδοσις τῆς Ποιητικῆς τοῦ Ἀριστοτέλους κατὰ μετάφρασιν Σίμου Μενάρδου καὶ μὲ ἐπεξεργασίαν τοῦ κειμένου καὶ ἑρμηνείαν τοῦ ᾽Ιω. Συκουτρῆ (1937) κτλ., ἀποτελοῦσι πάντα ταῦτα λαμπρὸν μνημεῖον τῆς φιλολογικῆς δόξης τοῦ Συκουτρῆ. ῾Η Φιλοσοφικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου, τῆς ὁποίας ἀπὸ τοῦ 1931 ὑπῆρξε μόνον ὑφηγητής, δὲν ἐξετίμησεν ἐν τῇ πλειονότητι αὐτῆς τὴν ἁδρὰν φιλολογικήν του μόρφωσιν, ἥτις ἐν τῇ Δυτικῆ Εὐρώπῃ τόσον ἀνεγνωρίζετο ὥστε νὰ τεθῇ εἰς τὸν κατάλογον τῶν τριῶν ὑποψηφίων διὰ τὴν πλήρωσιν τακτικῆς φιλολογικῆς ἕδρας τοῦ ἐν Πράγᾳ Γερμανικοῦ Πανεπιστημίου. Ἂν δὲν ἐξελέχθη αἰτία εἶναι μόνον καὶ μόνον διότι ἦτο ξένος. Ἂν ἐνωρὶς κατενοεῖτο καὶ εἰς τὸν τόπον μας ἡ ἀξία του, ὅπου τόσοι καὶ τόσοι ἄλλοι ἀναρριχῶνται ὑποβασταζόμενοι εἰς ἀνώτατα ἀξιώματα, δὲν θὰ ἐπήρχετο ἡ περίσπασίς του περὶ πολλὰ καὶ διάφορα φιλοσοφικά, πολιτιστικά, κοινωνιολογικὰ κττ. διαφέροντα, ἀλλὰ θὰ προεθυμεῖτο νὰ συνέχῃ ἑαυτὸν εἴς τὰ αὐστηρῶς ἐννοούμενα πανεπιστημιακὰ καθήκοντα. Ἀτυχῶς βραδύτερον ὅτε ἀνεκινήθησαν ὑπὸ τῆς δικτατωρικῆς Κυβερνήσεως καὶ τὰ πανεπιστημιακὰ ζητήματα καὶ ἡ ἐκλογή του ὡς τακτικοῦ καθηγητοῦ θὰ ἠδύνατο νὰ θεωρηθῇ διὰ πολλοὺς λόγους βεβαία, δὲν ὑπῆρχε πλέον ἐν τῇ ζωῆ. Ἂς σημειωθῆ ὅτι ὡμολόγει ἑαυτὸν φίλον τῶν δικτατωρικῶν πολιτευμάτων. 29. Παραθέτω ἐνταῦθα ἓν δεῖγμα τῆς γλώσσης τοῦ βιβλίου τούτου (σελ. 387). «Τῆς ὡρίμου τέχνης τοῦ Πραξιτέλους καὶ ἔργον τῶν ἰδίων χειρῶν του βεβαίως εἶναι τὸ εἰς τὴν ᾽Ολυμπίαν ἀνακαλυφθὲν μαρμάρινον ἄγαλμα τοῦ Ἑρμοῦ φέροντος τὸν νεογέννητον Διόνυσον εἰς τὰς Νύμφας αἱ ὁποῖαι ἔμελλον νὰ τὸν ἀναθρέψουν· καθ᾿ ὁδὸν ὁ Θεὸς ἐσταμάτησε διὰ ν᾿ ἀναπαυθῇ καὶ ἀκούμβησεν εἰς κορμὸν δένδρου, παίζων δ᾿ ἐπεδείκνυε σταφυλὴν πιθανώτατα, πρὸς τὴν ὁποίαν τείνει ὁ Διόνυσος τὰς χεῖρας. Ἡ αὔξησις τοῦ θείου βρέφους δὲν εἶναι βραδεῖα ὅπως ἡ τῶν τέκνων τῶν θνητῶν. Ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους συγγραφεῖς μόνος ὁ Παυσανίας ἀναφέρει τὸ σύμπλεγμα τοῦτο, καὶ αὐτὸς μὲ ὀλίγας ξηρὰς λέξεις, διότι προφανῶς δὲν ἦτο ἀπὸ τὰ διασημότερα δημιουργήματα τοῦ καλλιτέχνου. ῾Ημεῖς ὅμως δὲν ἔχομεν ἴσως κανὲν ἄλλο ἔργον, τὸ ὁποῖον ν᾿ ἀναπαριστάνῃ τόσον ἐναργῶς τὴν μορφικὴν ἀγλαΐαν τῶν ᾽Ολυμπίων θεῶν, ὅπως θὰ τὴν ἔβλεπον εἰς τὰ ὁράματά των οἱ μεγάλοι πλάσται καὶ ζωγράφοι τῆς ἀρχαιότητος. Τὸ σῶμα τοῦ ῾Ερμοῦ εἶναι εὔρωστον ἀλλὰ συνάμα καὶ ἀνθηρὸν καὶ ἁβρὸν καὶ λεπταὶ μεταβάσεις συνάπτουν τὴν μίαν ἐπιφάνειαν μὲ τὴν ἄλλην· εἶναι ἁβρὸν διότι τὴν εὐρωστίαν του χρεωστεῖ ὁ ῾Ερμῆς ὄχι εἰς ἐπιπόνους ἀσκήσεις, ἀλλ᾿ εἴς τὴν θείαν του φύσιν, τὸ περικαλλὲς δὲ πρόσωπον μὲ τὸ ἀρρενωπὸν μέτωπον ἀπαυγάζει ὅλην τὴν εὐμενῆ καὶ φαιδρὰν διάθεσιν αὐτοῦ. Ἀλλ᾿ αἱ σκέψεις τοῦ νεανικοῦ θεοῦ δὲν δύνανται νὰ περιορισθοῦν εἰς τὸ παιδίον—καὶ τὸ βλέμμια του πλανᾶται μακρὰν εἰς ἀορίστους ρεμβασμούς. Γραφικὴν δ᾿ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν λειότητα τῆς ἐπιδερμίδος τοῦ σώιιατος ἀποτελοῦν ἡ κόμη καὶ ἡ χλαμὺς τοῦ θεοῦ· ἡ ἐργασία τῆς κόμης φαίνεται ἀμελὴς καὶ συνοπτική, ἀκριβῶς ὅμως διὰ τοῦτο ἀποδίδει καλύτερα τὴν ἐντύπωσιν οὔλων χαλαρῶν μαλλίων, ἀξιοθαύμαστος δὲ εἶναι ἡ φυσικότης τῆς χλαμύδος μὲ τὴν τραχεῖαν ἐπιφάνειάν της καὶ μὲ τὰ μακρὰ ζαρώματα μεταξὺ τῶν μεγάλων πτυχῶν. Τὴν γραφικότητα τοῦ ἔργου ἐνίσχυον καὶ οἱ χρωματισμοί, εἰς τοὺς ὁποίους ὁ Πραξιτέλης ἀπέδιδε μεγάλην σημασίαν.» | |
Ἄνοιγμα καὶ τῶν δύο πλευρῶν |