Πρῶτα-πρῶτα θὰ πρέπει νὰ πῶ πὼς δὲν εἶμαι ἀπὸ τοὺς ὑπέρμαχους τοῦ πολυτονικοῦ, ἀλλὰ — ἴσως παραδόξως — ἐξακολουθῶ νὰ τὸ χρησιμοποιῶ. Γιατί λοιπὸν δὲν ὑποστηρίζω ἀπολύτως τὸ πολυτονικό, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ κατέχω καὶ τὸ χρησιμοποιῶ;
Κατ᾿ ἀρχάς, τὸ πολυτονικὸ ἔχει συνδεθεῖ στὴν συνείδησή μου μὲ ἡμιμαθῆ στοιχεῖα ποὺ μᾶλλον κακὸ παρὰ καλὸ ἔχουν κάνει στὴν πολιτικὴ καὶ πολιτιστικὴ ζωὴ τῆς Ἑλλάδας. Ἀκόμα καὶ σήμερα μοῦ φαίνεται ὑποκριτικὸ τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὸ πολυτονικὸ ἀφενὸς ἀπὸ ἕναν ἀποτυχημένο καὶ ἄκρως συντηρητικὸ πρώην πρόεδρο τῆς Ἑλλάδας, καὶ ἀφετέρου ἀπὸ ἕναν ὑπερφιλόδοξο καὶ δόλιο ἱεράρχη, ποὺ σὲ δύσκολους καιροὺς ἁπλῶς μελετοῦσε καὶ γι᾿ αὐτό — κατὰ τὰ λεγόμενά του — ἀγνοοῦσε τὸν γύψο στὸν ὁποῖο εἶχε μπεῖ ὅλη ἡ χώρα.
Κατὰ δεύτερο λόγο, τὸ πολυτονικὸ εἶναι ἁπλῶς ἕνα σύστημα γραφῆς, τὸ ὁποῖο μάλιστα ἀπαιτεῖ καὶ τὴν μηχανικὴ ἀπομνημόνευση πολλῶν κανόνων. Ἂν ἀκόμα ἀρκετοὶ ἐκδοτικοὶ οἶκοι ἐξακολουθοῦν νὰ ἐπιμένουν στὸ πολυτονικό, αὐτὸ δὲν σημαίνει πὼς οἱ ἑπόμενες γενεὲς δὲν θὰ δημιουργήσουν λογοτεχνικὰ ἀριστουργήματα γραμμένα στὸ μονοτονικό. Κι ἂν πολλοὶ τῆς γενιᾶς μας καὶ παλαιότεροι μίσησαν τὸ πολυτονικό, εἶναι ἐπειδὴ μίσησαν τοὺς πάμπολλους κανόνες ποὺ ἔπρεπε νὰ ἀπομνημονεύσουν μὲ τὸ στανιό.
Καὶ νὰ ὅμως πού, παρὰ τοὺς ἐνδοιασμούς μου, ἐξακολουθῶ νὰ γράφω στὸ πολυτονικό. Γιατί νὰ μὴν παραδοθῶ κι ἐγὼ στὸ μονοτονικό;
Ἴσως ἐπειδή, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν φασιστοειδὴ πολυτονικὴ ἡμιμάθεια, ὑπάρχει καὶ ἡ «προοδευτικιὰ» ἀμάθεια τῆς εὐκολίας. Οἱ πιὸ πολλοὶ νέοι, βολεμένοι στὴν λογικὴ τῆς ἥσσονος προσπάθειας, ἀπαιτοῦν θέση στὸ πανεπιστήμιο, ἐνῶ δὲν ξέρουν νὰ γράψουν καλὰ-καλὰ τὸ ὄνομά τους ... στὸ μονοτονικό. Κι οἱ δάσκαλοί τους κόπτονται πρωτίστως γιὰ τὸν μισθό τους, καὶ κατὰ δεύτερο λόγο γιὰ τὴν διδασκαλία ὁρισμένων βασικῶν γνώσεων καὶ γιὰ τὴν διαμόρφωση σωστῶν χαρακτήρων. Ἔτσι, ἡ ἀντίστασή μου στὸ μονοτονικὸ ἀποτελεῖ πλέον πράξη διαμαρτυρίας ἐναντίον τῆς ἄθλιας κατάστασης ποὺ ἐπικρατεῖ στὸν χῶρο τῆς ἑλληνικῆς ἐκπαίδευσης.
Ἕνας ἄλλος λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο ἐξακολουθῶ νὰ γράφω στὸ πολυτονικό, εἶναι ἐπειδὴ δὲν μπορῶ νὰ δεχτῶ οὔτε τὸν τρόπο ἐπιβολῆς τοῦ μονοτονικοῦ (τὸ ψήφισμα μιᾶς κοιμισμένης «προοδευτικιᾶς» Βουλῆς ἐν ἔτει 1982), οὔτε τὴν μετέπειτα λογικὴ τῆς ἰσοπέδωσης τῶν πάντων. Οἱ κλασικοὶ συγγραφεῖς μοιάζουν σὰν μιλοῦν μιὰ ξένη γλώσσα ὅταν ἀποσπάσματα κειμένων τους παρατίθονται περιστασιακὰ στὸ μονοτονικὸ στὶς στῆλες σοβαρῶν ἀθηναϊκῶν ἐφημερίδων. Ὁ ΟΕΔΒ ξεγύμνωσε ἀπὸ τόνους καὶ πνεύματα τὰ κείμενα τοῦ Παπαδιαμάντη, ἐνῶ γνωστὸς ἐκδοτικὸς οἶκος ἔκρινε πὼς τὰ ποιήματα τοῦ Καβάφη διαβάζονται καλύτερα στὸ μονοτονικό. (Δὲν μπορῶ νὰ ξέρω ἂν οἱ ἀρχαῖοι κλασικοὶ θὰ ἔπαιρναν τὸ μέρος τοῦ πολυτονικοῦ ἢ τοῦ μονοτονικοῦ. Αὐτοὶ ἄλλωστε ἔγραφαν μὲ κεφαλαῖα, χωρὶς τόνους καὶ χωρὶς σχεδὸν κανένα σημεῖο στίξης. Πάντως γιὰ τὸν Παπαδιαμάντη καὶ τὸν Καβάφη, μπορῶ νὰ ὑποθέσω πῶς ἂν ἤξεραν ὅτι θὰ δεινοπαθοῦσαν μιὰν ἡμέρα ἡ Φόνισσα καὶ οἱ Ποσειδωνιᾶται στὰ χέρια τῶν «μονοτονικῶν», θὰ ἔκαναν μπαλάκια τὰ χαρτιά τους, θὰ τὰ μασοῦσαν καὶ θὰ τὰ κατάπιναν, ἀντὶ νὰ τὰ δώσουν στὸν τυπογράφο.) Τὸ νὰ γράφω στὸ πολυτονικὸ εἶναι μία πράξη σεβασμοῦ πρὸς τοὺς προηγούμενους, ὅλους ἐκείνους τῶν ὁποίων τὰ γραπτὰ ἔφτασαν ἕως ἐμένα στὸ πολυτονικό.
Ἕνας τρίτος λόγος ποὺ μὲ κάνει νὰ γράφω στὸ πολυτονικὸ εἶναι ἡ ἀντίσταση στὴν ἐπικράτηση τῆς προχειρότητας. Τὸ μονοτονικὸ καὶ ἡ ἁπλουστευμένη ὀρθογραφία μᾶς κάνει συχνὰ περιπατητὲς ἐν σκοτίᾳ κι ἐμεῖς νομίζουμε πὼς βρισκόμαστε στὴν ... Σκωτία. Τὰ Ἁπλά, τὰ τυπογραφικὰ στοιχεῖα ποὺ σχεδιάστηκαν πρὶν ἀπὸ δύο αἰῶνες σχεδὸν γιὰ τὸ πολυτονικό (προφανῶς), σήμερα χρησιμοποιοῦνται ἀπὸ τυπογράφους γιὰ τὸ μονοτονικό. Κι ἂν τοὺς πεῖς τίποτα, σοῦ λένε ὅτι δὲν ὑπάρχει διαφορά. Ἔφυγαν πιὰ οἱ περισσότεροι μάστορες τυπογράφοι, κι ἐγὼ ἐξακολουθῶ νὰ γράφω στὸ πολυτονικὸ σὰν μιὰ πράξη μνήμης — ἕνα μνημόσυνο — στὴν χαμένη καλαισθησία.
Ξέρω πὼς 25 χρόνια μετὰ τὴν ἅρπα-κόλλα ἐπιβολή του, τὸ μονοτονικὸ ἔχει πλέον ἐπικρατήσει. Ξέρω πὼς τὸ μονοτονικὸ δὲν φταίει γιὰ ὅσα τοῦ καταλογίζουν, γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν τοῦ κρατῶ κακία. Εἰλικρινὰ δὲν ΠΟΛΥπιστεύω πὼς θὰ ἐπανέλθει τὸ πολυτονικό. Ὅμως χρησιμοποιῶ τὸ πολυτονικὸ σὰν μιὰ πράξη ἀντίστασης στὴν τεμπελιὰ καὶ τὴν ἀμάθεια τῶν καιρῶν μας, σὰν ἕνα ἐλάχιστο «Εὐχαριστῶ!» γιὰ τὰ κείμενα ποὺ κληρονομήσαμε ἀπὸ παλαιότερες γενεές, καὶ σὰν μιὰ μικρὴ προσπάθεια ἀνατροπῆς τῆς προχειρότητας καὶ τῆς κακογουστιᾶς ποὺ τείνει νὰ γίνει ὁ κανόνας τῆς ζωῆς μας.