Μὲ τὸ πολυτονικὸ σύστημα ἦρθα σὲ ἐπαφὴ ἀρκετὰ μικρός, στὰ χρόνια τοῦ Δημοτικοῦ, ὅταν ἡ μητέρα μου, ἐράστρια τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, ἐπέμενε νὰ διαβάζω παιδικὰ βιβλία γραμμένα σὲ διάφορες (πολυτονικὲς) ἀπόψεις περὶ νέας ἑλληνικῆς. Τότε (στὸ δεύτερο ἥμισυ τῆς δεκαετίας τοῦ ᾿80) τὸ ὅλο θέμα μὲ ξένιζε, καθὼς στὸ σχολεῖο διδασκόμασταν τὴ βαριὰ δημοτικὴ καὶ τὴν ἀντίστοιχη προπαγάνδα ἐπὶ τοῦ θέματος.
Ὅταν στὴν Α΄ Λυκείου (1994) διδάχθηκα γιὰ πρώτη φορὰ ἀρχαῖα ἑλληνικά, εἶδα ὅτι τὰ μακρὰ καὶ τὰ βραχέα φωνήεντα, οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα, ἡ δοτικὴ πτώση καὶ τὰ ἀρχαιόκλιτα οὐσιαστικὰ καὶ ἐπίθετα ἀποτελοῦσαν ἕνα ἐνιαῖο σύστημα, ποὺ συγκροτοῦσε τὴ γραμματικὴ ὄχι μόνο τῶν ἀρχαιοτέρων μορφῶν, ἀλλὰ καὶ τῆς σύγχρονης μορφῆς τῆς γλώσσας. Ὁ γραπτός μας λόγος, «κλειδωμένος» μέσα στὸ σύστημα τῆς ἐπίσημης γραμματικῆς τῆς «δημοτικῆς» τοῦ Ο.Ε.Δ.Β., χρησιμοποιοῦσε συχνὰ σχήματα καὶ τύπους τῆς «καθαρεύουσας», ὥστε τελικὰ νὰ ἀποτελεῖ ἕνα ἐνιαῖο σύνολο, μιὰ κοινὴ σύγχρονη μορφὴ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας.
Κατέληξα στὸ συμπέρασμα ὅτι ὁ σωστότερος τρόπος νὰ γράψει κάποιος/α σωστὰ νέα ἑλληνικὰ εἶναι νὰ ἐρευνήσει ὅλους τοὺς τύπους καὶ τὰ κατὰ καιροὺς προταθέντα συστήματα, καὶ νὰ κατασκευάσει τὸ δικό του/της, αὐτὸ μὲ τὸ ὁποῖο θὰ νιώθει ὄμορφα καὶ ὁλοκληρωμένα.
Τὸ δικό μου τέτοιο σύστημα περιλαμβάνει τοὺς τόνους καὶ τὰ πνεύματα, σὲ μορφὴ λίγο πιὸ συνεπῆ πρὸς τὴν ἱστορικότητα τῆς γλώσσας ἀπὸ τὸ ἀντίστοιχο τοῦ Τριανταφυλλίδη (πού, παρ᾿ ὅλ᾿ αὐτὰ εἶναι πολὺ καλὸ γιὰ ὅσους/ες ἀσχολοῦνται γιὰ πρώτη φορὰ μὲ τὸ πολυτονικό).
Γιὰ ἐμένα, ἡ χρήση ἑνὸς προσωπικοῦ γλωσσικοῦ συστήματος, θεσπισμένου ἐν ἁρμονίᾳ πρὸς τὴν πραγματικότητα ἀλλὰ μὴ περιορισμένο ἀπὸ τὴν κρατικὴ γραμματική, ἀποτελεῖ ἄσκηση τοῦ πρωτογενοῦς δικαιώματος τῆς ἐλευθερίας ἐκφράσεως ποὺ (πρέπει νὰ) ἔχει κάθε πολίτης καὶ κάθε πολίτιδα μιᾶς ἐλεύθερης καὶ δημοκρατικῆς κοινωνίας. Ὁ νόμος δὲν μπορεῖ νὰ περιορίζει τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο γράφουμε σὲ συγκεκριμένα ὀρθογραφικὰ καὶ γραμματικὰ σχήματα, γιὰ κανένα λόγο· καὶ σίγουρα ὄχι γιὰ τοὺς γελοίους λόγους ποὺ χρησιμοποιοῦνται συνήθως. Δυστυχῶς, τόσο ὁ νόμος ἐπιβολῆς τοῦ μονοτονικοῦ (1228/1982) ὅσο καὶ οἱ προγενέστεροι (περὶ δημοτικῆς) καὶ οἱ μεταγενέστεροι (περὶ ἁπλοποιήσεως τῆς ἱστορικῆς ὀρθογραφίας) παραβιάζουν ἀκριβῶς τὴν παραπάνω ἀρχή, καὶ γι᾿ αὐτὸ εἶναι κατ᾿ ἐμὲ κατακριτέοι.
Βέβαια, γιὰ νὰ ποῦμε καὶ τοῦ στραβοῦ (καὶ τῆς στραβῆς) τὸ δίκαιο, αὐτοὶ οἱ νόμοι δὲν ἀναφέρονται στὸ πῶς γράφουμε στὰ προσωπικά μας κείμενα· ἀναφέρονται στὸ σύστημα μὲ τὸ ὁποῖο ἐπικοινωνοῦν μὲ τοὺς/τὶς πολῖτες/ίτισσες καὶ μεταξύ τους οἱ δημόσιες ὑπηρεσίες (διοίκηση) καὶ στὸ σύστημα ποὺ διδάσκεται στὰ ἐκπαιδευτικὰ ἱδρύματα (ἐκπαίδευση). Πέραν ὅμως τοῦ γεγονότος ὅτι ἡ ἐκπαίδευση γίνεται ἔτσι μονομερὴς καὶ στρατευμένη, στὴν πράξη οἱ νόμοι θεμελιώνουν ἕνα «ἐπίσημο» γλωσσικὸ σύστημα, τὸ ὁποῖο, ὅσοι καὶ ὅσες δὲν πολυασχολοῦνται μὲ τὸ θέμα ὀνομάζουν «καθιερωμένο» καὶ «σωστό» (!) καὶ ὄχι μόνο τὸ ἀκολουθοῦν ἄκριτα, ἀλλὰ κατακρίνουν ὅσους καὶ ὅσες προτιμοῦν κάτι διαφορετικό. Ἔτσι, στὴν πράξη, ἡ ἰσχὺς τῶν νόμων μεταφέρεται καὶ στὴν καθημερινὴ ζωή.
Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα, δὲν ὑπάρχει λόγος πλέον νὰ μὴν χρησιμοποιεῖται τὸ πολυτονικὸ σύστημα, ἀπὸ ὅποιους/ες θέλουν. Οἱ ὑπολογιστὲς τὸ ὑποστηρίζουν ἐγγενῶς (τὰ λειτουργικὰ συστήματα, τὰ διάφορα προγράμματα καὶ οἱ διαδικτυακὲς ὑπηρεσίες χρησιμοποιοῦν, κατὰ το μᾶλλον ἢ ἦτον, Unicode) καὶ γραμματοσειρὲς ὑπάρχουν διαθέσιμες πολλές, τόσο ἐλεύθερες ὅσο καὶ ἐμπορικές. Ὅσο γιὰ τὴν ἐκμάθησή του, δὲν εἶναι καθόλου δύσκολη· ὅποιος/α θέλει νὰ τὸ μάθει, κάθεται καὶ τὸ μαθαίνει· ὅποιος/α δὲν θέλει, γράφει μονοτονικῶς. Ὅμως δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιβάλλει τὶς ἐπιλογές του/της στοὺς/στὶς ἄλλους/ες.