Ἀνήκω στὴ γενιὰ ποὺ διδάχτηκε τὸ πολυτονικό σὲ ὅλες τὶς βαθμῖδες τῆς ἐκπαίδευσης, ἀφοῦ καὶ τὰ φοιτητικά μου χρόνια ἦταν τότε ποὺ «τά ᾿σκιαζε ἡ φοβέρα καὶ τὰ πλάκωνε ἡ σκλαβιά», μεσούσης τῆς χούντας. Ἀπὸ ἀντίδραση στὸ ὄντως καταπιεστικὸ ἐκπαιδευτικὸ σύστημα τοῦ μετεμφυλιακοῦ κράτους καὶ στοὺς «καθαρευουσιάνικους» βερμπαλιστικοὺς μαργαρῖτες τῶν Ἀπριλιανῶν, στράφηκα πρὸς τὸ μονοτονικὸ ἀπὸ τὸ πρῶτο κι᾿ ὅλας ἔτος τῶν σπουδῶν μου (1971).
Ἕντεκα χρόνια ἀργότερα, ἔχοντας ἤδη βάλει ἀρκετὸ νερὸ στὸ κρασί μου ἀναβαπτιζόμενος στὰ κείμενα ὄχι μόνον τῶν ἀρχαίων κλασσικῶν, ἀλλὰ καὶ τῶν μεγάλων λογοτεχνῶν τῆς νεώτερης Ἑλλάδας (Ροΐδης, Παπαδιαμάντης, ἀλλὰ καὶ Ἐλύτης, Ρίτσος, Βρεττάκος, Τερζάκης, Ταχτσής, Τσίρκας καὶ ἄλλοι, ὧν οὐκ ἔστιν ἀριθμός), καθὼς καὶ διανοητῶν ὅπως ὁ πάντοτε σπαρταριστός, ἀκόμα καὶ ὅταν διαφωνεῖς μαζί του, Ζουράρις, πόνεσα βαθύτατα ἀπὸ τὴν ἐν μίᾳ νυκτὶ κατάργηση τῶν τόνων καὶ τῶν πνευμάτων μὲ διαδικασίες κοινοβουλευτικῆς δικτατορίας.
Ἀλήθεια, σὲ τί διαφέρει ἡ διὰ νόμου ἐπιβολὴ τῆς συγκεκριμένης γλωσσικῆς μορφῆς ἀπὸ τὴ διὰ νόμου ἐπιβολὴ τῆς «ἁπλῆς καθαρευούσης, ἥτοι τῆς γλώσσης τῶν ἐφημερίδων» στὴν πρὸ χούντας τυραννίδα ποὺ ἐξέθρεψε Παπαδόπουλους καὶ Θεοφιλογιαννάκους;
Ὡστόσο τὸ ἔγκλημα συνετελέσθη. Καί, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν κατὰ τὴ δικαστικὴ ἀπόφαση «στιγμιαῖο» χαρακτῆρα τοῦ πραξικοπήματος, αὐτὸ ἦταν καὶ παραμένει διαρκές. Ἡ ἀποκοπὴ τῶν «παιδιῶν τοῦ μονοτονικοῦ» ἀπὸ τὴν μέχρι καὶ τὸ 1982 μορφὴ τῆς γλώσσας καί, ἄρα, ἀπὸ τὴ λογοτεχνία μας (καταντήσαμε νὰ κυκλοφορεῖ ὁ Παπαδιαμάντης σέ... μετάφραση!!!), τὴν ἱστορία μας, τὴ διανόησή μας (ποιός φοιτητὴς μπορεῖ νὰ διαβάσει σήμερα ἄνετα τὰ βιβλία τοῦ Κάππου, τοῦ Δοξιάδη, τοῦ Θεοδωρακόπουλου, τοῦ Μαρινάτου κ.λπ.;) καὶ ἡ στελέχωση τῶν σχολείων μας μὲ δασκάλους καὶ καθηγητὲς ποὺ οὔτε τὸ μονοτονικὸ δὲν ξέρουν νὰ χειριστοῦν εἶναι ἡ χαριστικὴ βολὴ ἐπὶ ἑνὸς ἐκτελεσθέντος ἤδη θανατοποινίτου.
Πῶς νὰ ἐπανέλθει τὸ πολυτονικό; Μὲ ποιούς δακτυλογράφους-στοιχειοθέτες (θέσεις πού, στὴν πλειονότητα τῶν ἐκδοτικῶν οἴκων, στελεχώνονται ἀπὸ νέους συνήθως ἀποτυχόντες στὶς εἰσαγωγικὲς ἐξετάσεις καὶ ἀποφοιτήσαντες ἀπὸ κάποια ἰδιωτικὴ σχολή), ποὺ νὰ μποροῦν καὶ νὰ ξέρουν νὰ γράφουν χωρὶς τὴ βοήθεια τοῦ «ὀρθογραφικοῦ ἐλέγχου» τοῦ Word; Μὲ ποιούς δασκάλους νὰ διδάξουν κάτι ποὺ ἀγνοοῦν πρῶτοι αὐτοί; Καὶ σὲ ποιούς μαθητές; Αὐτοὺς ποὺ δὲν διδάσκονται σήμερα οὔτε τὴ μονοτονικὴ γραμματικὴ συστηματικά, ἀκολουθῶντας τὸ τάχα μου «ὁλιστικὸ» σύστημα ἐκμάθησης τῆς γλώσσας, καὶ φθάνουν νὰ γράφουν ρηματικὲς καταλήξεις μὲ ὄμικρον καὶ νὰ μπερδεύουν καθ᾿ ἕξιν τὸ -μαι τοῦ παθητικοῦ ἐνεστῶτος μὲ το –με τοῦ πρώτου πληθυντικοῦ τῆς ἐνεργητικῆς φωνῆς;
Δυστυχῶς ἀναγκάζομαι νὰ συμφωνήσω μὲ τὴν ἀπαισιόδοξη θέση τοῦ κ. Γιανναρᾶ καὶ νὰ συνεχίσω ἁπλῶς νὰ ἀντιστέκομαι δονκιχωτικῶς μαζὶ μὲ μία δράκα συμπασχόντων στὴ λαίλαπα τῆς χρησιθηρίας ποὺ σαρώνει τὴν ὑφήλιο, συμπαρασύροντας καὶ τὴ σύνολη χώρα μου, τὴν ἱστορία της, τὴ μνήμη της καὶ τὸν «ἄχρηστο» πλέον πολιτισμό της.
Μὲ μάταιη ἀγωνία
Αὐγουστῖνος Τσιριμῶκος
Δημοσιογράφος
Γραφεῖο Τύπου Δήμου Ροδίων