Τὸ μονοτονικὸ ὅπως εἶναι γνωστὸ πέρασε στὴν Ἱστορία τῆς Γραφῆς τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσας μὲ ἐμβόλιμο νομοσχέδιο, νύχτα γιατὶ προφανῶς δὲν ἄντεχε στὸν διάλογο στὸ φῶς τῆς ἡμέρας. Ἔκτοτε ἡ προσπάθεια ἐπαναφορᾶς τοῦ πολυτονικοῦ συστήματος κρίνεται ἀναγκαία καὶ ἀξιέπαινη ἀλλα δὲν παύει νὰ ἀποτελεῖ ἀγώνα ζωῆς . Μετὰ τὴν ἐπιβολὴ τοῦ μονοτονικοῦ συστήματος, ὁ Ἀκαδημαϊκὸς κ. Ἐμμανουὴλ Κριαρᾶς σὲ συνέντευξή του στὴν «Καθημερινὴ» εἶχε ἀποφανθεῖ, ἀπευθυνόμενος προφανῶς σὲ νοσταλγούς, ὅτι «τὸ μονοτονικὸ τὸ ἔχει πλέον χωνέψει ὁ ἑλληνικός λαὸς» - λὲς καὶ διαισθανόταν ὄτι θὰ τοῦ ἔπεφτε βαρὺ ἀλλὰ ἔπρεπε νὰ τὸ φάει. Οἱ γενιὲς τῶν «νοσταλγῶν» κάποτε θὰ σβήσουν ἀλλὰ τὸ πρόβλημα ὄχι .
Πλέον τῶν γνωστῶν σημασιολογικῶν δυσκολιῶν ποὺ ἀντιμετωπίζουν οἱ νέοι μας (βλέπε συμπεράσματα ἀπὸ Πανελλαδικὲς) μὲ λόγια κείμενα εἶναι ποὺ ἕνα πολυτονικὸ κείμενο ἀκόμη καὶ νεοελληνικῆς κοινῆς ἐμφανισιακὰ φαντάζει ξένο, ἀρχαῖο καὶ ἀπωθεῖ – ἴσως καὶ νὰ δαιμονοποιεῖται τὸ πολυτονικὸ ποὺ ἕνα τέτοιο κείμενο δὲν γίνεται καταληπτό! Ἔτσι ἡ ἐπιβολὴ τοῦ μονοτονικοῦ ἐπροξένησε ρῆγμα στηὴ συνέχεια τῆς γλώσσας, τῆς γραφῆς της, ποὺ ἐδημιουργήθηκε τεχνητὰ καὶ μάλιστα ἀπὸ ἀναρμόδιους, ὅπως ἦταν ἡ Βουλὴ τῶν Ἑλλήνων, ἀντὶ ἔστω τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν. Κυρίαρχο ρόλο εἶχε ἐπ᾿ αὐτοῦ ἡ ἰδια γλώσσα, ἡ χωρὶς ἔξωθεν ἐπεμβάσεις ἐξελικτικὴ πορεία τῆς γραφῆς της.
Ἡ χρήση τοῦ πολυτονικοῦ συστήματος στὴν γραφὴ δὲν εἶναι δεῖγμα γλωσσικῆς ἐλὶτ ὅπως νομίζουν μερικοί. Εἶναι προϋπόθεση Συνέχειας ἱστορικῆς τῆς γλώσσας, τῆς γραφῆς της, μιᾶς ἱστορίας 2200 ἐτῶν. Πέραν τῆς αἰσθητικῆς ὡς καὶ ἄλλης ἀξίας στὸ πολυτονικό, εἰδικὰ ἡ δασεία ἀποτελεῖ ἐργαλεῖο ποὺ μαζὶ καὶ μὲ ἄλλα μέσω τῆς ἐτυμολογικῆς διαφάνειας ὁδηγοῦν σὲ δρόμους πρὸς τὰ «ἱερὰ ἄδυτα» τῆς γλώσσας. Τὴν ἀξία τῆς δασείας καὶ τὸ λάθος τοῦ ἀποκλεισμοῦ της ἀπὸ τὸ νέο σύστημα γραφῆς εἶχε παραδεχθεῖ ὁ καθηγητὴς κ. Γεώργιος Μπαμπινιώτης συζητώντας μὲ τὸν Ἀκαδημαϊκὸ κ. Δεσποτόπουλο στὸ περιθώριο Συνεδρίου γιὰ τὴν Γλώσσα ποὺ εἶχε διοργανωθεῖ στὴν Πανεπιστημιούπολη τῶν Ἀθηνῶν γιὰ τὰ 20 χρόνια ἀπὸ τὴν ἐκπαιδευτικὴ μεταρρύθμιση τοῦ 1976.