Ὁ ἱστοχῶρος σας μὲ εὐχαρίστησε ἰδιαίτερα. Βέβαια ὑπάρχουν κάποιοι καθηγητὲς, συγγραφεῖς ποὺ ὑποστηρίζουν σθεναρὰ τὸ πολυτονικό. Εἶναι ἐνθαρρυντικὸ ἀλλὰ νομίζω ὄχι τόσο ὥστε νὰ ἀναστρέψει τὴν ὑπάρχουσα κατάσταση.
Ὡς πρὸς τὸ τί ἔχω βιώσει σχετικὰ μὲ τὴν πολυτονικὴ γραφὴ δὲν ἔχω πολλὰ νὰ σᾶς πῶ. Ἁπλὰ ἔμαθα ἀπὸ μικρὴ νὰ ἀγαπῶ τὴ γλῶσσα μας σὲ ἀντίθεση μὲ κάποιους ποὺ τὴν πρόδωσαν καὶ μετὰ δῆθεν ζήταγαν καὶ συγνώμη.
Αἰσθάνομαι καὶ λίγο τυχερὴ γιατὶ μεγάλωσα μέσα σὲ ἀνθρώπους ποὺ μοῦ μετέδωσαν αὐτὴ τὴν ἀγάπη ἀλλὰ καὶ λίγο ἔνοχη γιατὶ κάποιοι ἄλλοι δὲν εἶχαν αὐτὰ τὰ ἐρεθίσματα.
Τὸ μεγάλο κακὸ ξεκίνησε, νομίζω, ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἐπιβλήθηκε ἡ δημοτικὴ καὶ δὲν ἀφέθηκε ἡ γλῶσσα νὰ ἐξελιχθεῖ μόνη της, νὰ διατηρηθοῦν μερικὰ εὔηχα κομμάτια της ὅπως π.χ. ἡ τρίτη κλίση, ( γιατί ντέ καὶ καλὰ τῆς πόλης καὶ ὄχι τῆς πόλεως); Ἔχασε ἡ γλῶσσα τὴ γλύκα της. Γιατί νὰ καταργηθεῖ μὲ τὸ ἔτσι θέλω αὐτὸ ποὺ ἔλεγε τὸ τραγούδι «ἡ προπαραλήγουσα ποτὲ δὲν περισπᾶται ὅταν ἡ λήγουσα εἶναι μακρά». Καὶ ἀκοῦς μερικὲς φορὲς, βάρβαρα στὸ αὐτὶ «τοὺς ἄνθρωπους» καὶ τόσα ἄλλα.
Στὸ βιβλίο τῆς γραμματικῆς ὅταν κλίνουν π.χ. ὁ βαθὺς ἡ βαθιὰ τὸ βαθὺ στὴ γενικὴ τοῦ ἀρσενικοῦ καὶ τοῦ οὐδετέρου λένε τοῦ βαθιοῦ ἢ βάζουν μία παῦλα. Γιατί σώνει καὶ καλὰ νὰ βιάσουμε τὴ γλῶσσα μας. Εἶναι πιό ὡραῖο τοῦ βαθιοῦ ἀπὸ τοῦ βαθέως; Καὶ πόσα καὶ πόσα ἄλλα. Εἶναι ἀνεξήγητα; Εἶναι μᾶλλον ἐπιβαλλόμενα.
Ὁ πατέρας μου καὶ ἡ μητέρα μου ποὺ εἶχαν βγάλει τὸ τότε «Σχολαρχεῖο» χειρίζοντο τὴ γλῶσσα μας ἐκπληκτικά.
Ἐμεῖς μπορούσαμε νὰ βροῦμε μερικὲς φορὲς τί σημαίνει μιὰ λέξη ποὺ δὲν τὴν ξέραμε γιατὶ κάναμε μέσα στὸ μυαλό μας μιὰ πρόχειρη ἐτυμολογία. Τώρα τὰ παιδιά μας δὲν ξέρουν τίποτα ἀπό ἐτυμολογία. Τὸν ἄντρα μου, στὸ γραφεῖο, τὸν ρώτησε ἕνα κοριτσάκι τί σημαίνει «ἀπορῶ καὶ ἐξίσταμαι». Τῆς ἀπάντησε λοιπόν τί σημαίνει καὶ τῆς ἐξήγησε ὅτι τὸ ἐξίσταμαι ἐτυμολογικὰ σημαίνει ἵσταμαι ἐκτός, ἐξ οὗ καὶ ἡ ἔκστασις καὶ εἶδες ἀμέσως ὅτι ἡ κοπελίτσα εὐχαριστήθηκε καὶ ἱκανοποιήθηκε. Διψάει ὁ κόσμος μερικὲς φορὲς καὶ δὲν ὑπάρχει ἀγάπη, ἀπὸ κάποιους νὰ δώσουν τὸν ἑαυτό τους ἢ ἴσως εἶναι καὶ ἀνεπαρκεῖς.
Μιὰ ἄλλη φορὰ, πάλι ὁ ἄντρας μου, πέρναγε μὲ τὸ λεωφορεῖο ἔξω ἀπὸ τὸ κατάστημα τοῦ Βαράγκη καὶ ἦταν γραμμένο, ὅπως ὅλοι ξέρουμε, τὸ «διὰ χειρὸς Βαράγκη». Δύο κορίτσια λοιπὸν στὸ πίσω κάθισμα, ρωτάει τὸ ἕνα στὸ ἄλλο: Τί εἶναι αὐτὸ τὸ διὰ χειρός; Γύρισε καὶ πάλι τότε καὶ τοὺς ἐξήγησε καὶ ἀμέσως εἶδες τὴν ἱκανοποίησή τους.
Φτάσαμε κάποτε σὲ τέτοια καταπίεση (εὐτυχῶς τώρα δὲν συμβαίνει) ποὺ ἀνάγκαζαν τοὺς ὑπαλλήλους στὰ ἔγγραφα νὰ γράφουν ἀντὶ γιὰ τὴ λέξη «συνημμένα» νὰ γράφουν τὴ λέξη «πισωκολλητά». Τότε ὁ θεῖος μου, ἀγανακτισμένος, μοῦ εἶχε πεῖ τὸ ἑξῆς ἀμίμητο: Μὰ τί πράγματα εἶναι αὐτά, δηλαδὴ τὸ «Χαῖρε Κεχαριτωμένη» πῶς θὰ τὸ ποῦμε, «Γειά σου Ὀμορφούλα»;
Ἐπίσης θὰ μποροῦσα νὰ σᾶς ἀναφέρω ὅτι ἡ κόρη μας συνάντησε τὴ δοτικὴ πτώση καὶ τὴ χρήση της γιὰ πρώτη φορὰ κατὰ τὴν ἐκμάθηση τῆς γερμανικῆς γλώσσας.
Καὶ κλείνοντας, θὰ προσθέσω τὴν ἀπορία μιᾶς ξαδέρφης μου, ἡ ὁποία βρίσκεται στὴν τρίτη ἡλικία, τελειόφοιτος τοῦ Δημοτικοῦ. Ὅταν λοιπὸν τῆς εἶπα ὅτι «Ἑλένη τώρα δὲν γράφουν πιὰ μὲ τόνους», ἡ ἀπάντησή της ἦταν ἡ ἑξῆς: Μὰ γιατί; Αὐτὰ ἦταν τὰ στολίδια τῶν γραμμάτων μας. Πολὺ ἁπλὴ ἀλλὰ πολὺ σοφὴ ἀπάντηση μιᾶς ἀσόφου κατ’ ἄλλους τεχνολόγους γυναίκας.
Σᾶς εὐχαριστῶ πολὺ γιὰ τὴ φιλοξενία