Χρησιμοποιῶ τόνους καὶ πνεύματα στὴ γραφή μου γιατὶ, πρὶν ἀπ᾿ ὅλα, μοῦ ἀρέσουν καὶ τ᾿ ἀγαπῶ· γιατὶ ἔτσι ἔμαθα τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα, ἔτσι μοῦ ἔμαθε ἡ ἴδια νὰ τὴ γράφω, καὶ ἔτσι ὑπάρχει μέσα μου ὡς «εἰκόνα» καὶ βίωμα: μὲ αὐτὲς τὶς μικρὲς
φτεροῦγες πάνω ἀπὸ τὶς λέξεις... Προσωπικὰ δὲν σκοπεύω νὰ τὶς ἀποχωριστῶ καὶ κανένας ὑπουργικὸς νόμος ἢ «ἐκσυγχρονισμὸς» δὲν κατάφερε νὰ μὲ πείσει ὅτι δὲν χρειάζονται, δὲν χρησιμεύουν σὲ τίποτε. Γιὰ κάποια πράγματα ἔχω νὰ ἀντιτάξω ὅτι μᾶς χρησιμεύουν γιὰ τὴν ὀμορφιά τους —γιὰ τὴ παραξενιά τους—, μᾶς ὀφελοῦν ἀκριβῶς ἐπειδὴ μᾶς παιδεύουν καὶ λίγο ἀπὸ τὴ παιδική μας ἡλικία.
Στὶς μέρες μας, ἀφοῦ καταφέραμε νὰ κάνουμε τὸ δύσκολο δυσάρεστο —καὶ βέβαια, στὰ πρῶτα «δύσκολα» ἐντάξαμε καὶ τὸ πολυτονικό—, πηδήσαμε αἴφνης πάνω στὴν εὐκολία καὶ στὴν ἐν γένει ρηχότητα καὶ δὲ λέμε νὰ ξεκολλήσουμε ἀπὸ κεῖ. Παγίδα αὐτὴ ἡ εὐκολία καὶ βάλτος ἡ ρηχότητα.