Θυμᾶμαι βρισκόμουν μέσα στὴν πισίνα, στὸ πλαίσιο τῆς ἑβδομαδιαίας ὑδροθεραπείας μου, ὅταν μὲ πλησιάζει ἕνας νεαρὸς φυσιοθεραπευτὴς γύρω στὰ εἴκοσι πέντε, εἴκοσι ἑφτά, γιὰ νὰ μοῦ πεῖ: «Μὰ καλά, γιατί βγάζεις τὰ βιβλία σου μὲ αὐτοὺς τοὺς παλιοὺς τόνους; Δὲν μπορῶ νὰ διαβάσω περισσότερο ἀπὸ μιὰ σελίδα, μπερδεύομαι.» Τοῦ ἀπάντησα ὅτι δὲν ἤμουν ἐγὼ ποὺ εἶχα ἀπαιτήσει αὐτὴ τὴν μορφὴ ὀρθογραφίας, πράγμα ποὺ εἶναι ἀλήθεια. Παρόλο ποὺ ὑπάρχουν ἀρκετοὶ συγγραφεῖς –πρόσθεσα– ποὺ ἀξιώνουν ἀπὸ τοὺς ἐκδότες τους νὰ ἐκδοθοῦν τὰ κείμενά τους στὸ πολυτονικό. Μὲ κοίταξε ἀπορημένος. Συνέχισα λέγοντας ὄτι ἐπρόκειτο γιὰ πάγια θέση τοῦ ἐκδοτικοῦ μου οἴκου (
Τὸ Ροδακιὸ) νὰ βγάζει ὅλα τὰ βιβλία του μὲ αὐτὸ τὸ «παλιὸ» σύστημα τονισμοῦ τῶν λέξεων. «Ἂ τότε ἐντάξει», εἶπε, ἐννοώντας μὲ τὸ ὕφος του ὄτι διαφορετικὰ θὰ ἦταν δύσκολο νὰ καταλάβει πῶς ἐγώ, ἕνας σχετικὰ νέος καὶ κατὰ τὴ γνώμη του λογικὸς ἄνθρωπος, εἶχα ἐπιλέξει νὰ ἀκολουθήσω αὐτὸ τὸν ἀναχρονιστικὸ τρόπο γραφῆς.
Δὲν τόλμησα νὰ πῶ τίποτα περὶ ὀμορφιᾶς τῶν λέξεων, ἀκρίβειας στὴν ἔκφραση, ἱστορικότητας τῆς ὀρθογραφίας κ.λπ. Δὲν ἦταν τὸ κατάλληλο μέρος ἀλλὰ καὶ ἀκόμα κατάλαβα πὼς θὰ ἀποδεικνυόταν χαμένος κόπος. Φῶς φανερό, ὅμως, ὄτι ὑπάρχει ἕνα μεγάλο πρόβλημα ἐδῶ. Ἔτσι δὲν εἶναι; Ὅταν ἕνα μεγάλο μέρος, ἴσως ἡ πλειονότητα, τῶν νέων ἀνθρώπων ἀδυνατεῖ νὰ προσεγγίσει, ἀκόμα καὶ ἁπλῶς νὰ ἀναγνώσει, ἕνα κείμενο γραμμένο στὸ πολυτονικό. Κι ὅσο περνᾶ ὁ καιρὸς μήπως τὸ πράγμα γίνεται δυσκολότερο; Ἀναρωτιέμαι...