Ὅπως ἑκατομμύρια ἄλλοι νέοι Ἰταλοὶ ποὺ πέρασαν ἀπὸ τὸ Κλασσικὸ Λύκειο, ἔμαθα ἀρχαῖα Ἑλληνικὰ σὲ ἠλικία 14-19 ἐτῶν. Ὅταν ἀπεφοίτησα, συνέχισα τὶς σπουδὲς τῶν ἀρχαίων Ἑλληνικῶν στὸ Πανεπιστήμιο καὶ στὴ Scuola Normale Superiore τῆς Πίζας. Σήμερα ἀσχολοῦμαι μὲ τὴν ἐπιμέλεια ἑλληνικῶν κειμένων τῆς ὕστερης ἀρχαιότητας (4ος-6ος αἰώνας μ.Χ.).
Μέσα ἀπὸ αὐτὰ τὰ κείμενα μπόρεσα νὰ διαπιστώσω τὸ ἀληθὲς αὐτοῦ ποὺ μοῦ εἶχαν μάθει στὸ Λύκειο: ὅτι ὁ ἑλληνικὸς πολιτισμὸς εἶναι ἡ ρίζα, ἡ πηγὴ καὶ ἡ ἀφετηρία ὅλου τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ. Ἕνας πολιτισμὸς ὅμως εἶναι κατ᾿ οὐσίαν ἡ γλώσσα μέσῳ τῆς ὁποίας ἐκφράζεται. Ὁ ἑλληνικὸς πολιτισμὸς εἶναι τὰ ἀρχαῖα Ἑλληνικά. Μία γλώσσα εἶναι ἀναπόσπαστη ἀπὸ τὸ σύστημα γραφῆς της. Ἡ γραφὴ δὲν εἶναι ἕνα ἐξωτερικὸ περίβλημα ποὺ μποροῦμε νὰ τὸ ἀλλάξουμε ἢ νὰ τὸ ἀλλοιώσουμε αὐθαίρετα, ἀκόμα κι ἂν μπορεῖ ἀπὸ μόνη της νὰ ἐξελιχθεῖ, νὰ μεταβληθεῖ, νὰ ἐμπλουτισθεῖ μὲ νέα στοιχεῖα. Τὸ ἑλληνικὸ σύστημα γραφῆς ποὺ περιέχει τρεῖς διαφορετικοὺς τόνους καὶ δύο πνεύματα καθρεπτίζει μέσῳ αὐτῆς τῆς πολυπλοκότητάς του τὴν γλωσσολογικὴ δομή, φανερώνει τὴν ἐτυμολογία, ὑπενθυμίζει τὸν μελωδικὸ τονισμὸ ποὺ οἱ περισσότερες εὐρωπαϊκὲς γλῶσσες ἔχουν χάσει. Τὸ νὰ ἀπαρνεῖσαι ἕνα τέτοιο σύστημα σημαίνει νὰ ἀπαρνεῖσαι τὸν πλοῦτο, τὸ μεγαλεῖο τῆς γλώσσας. Τὸ νὰ ἀπαρνεῖσαι ἕνα τέτοιο σύστημα μέσῳ μίας μεταρρύθμισης —ποὺ εἶναι μία πράξη ἰσχύος— εἶναι βιασμὸς καὶ ἐκφυλισμὸς τῆς γλώσσας. Ἀλλὰ τὸ χειρότερο δὲν εἶναι αὐτό. Τὸ χειρότερο εἶναι τὸ ὅτι κόπηκαν ἔτσι οἱ οὐσιαστικοὶ καὶ φυσικοὶ δεσμοὶ ποὺ συνδέουν τὰ νέα Ἑλληνικὰ μὲ τὰ ἀρχαῖα, μὲ ἀποτέλεσμα τὰ νέα Ἑλληνικὰ νὰ γίνουν μία γλώσσα μειόνοτητας, ἀπομονωμένη, περιθωριακή, ἕνα εἶδος διαλέκτου. Ὅπως καὶ τὰ Ἰταλικὰ δὲν μποροῦν νὰ ζήσουν ἂν δὲν κρατήσουν δυναμικὰ τοὺς δεσμούς τους μὲ τὰ Λατινικά, ἔτσι καὶ τὰ νέα Ἑλληνικὰ εἶναι καταδικασμένα νὰ ἀφανισθοῦν ἂν ξεχάσουν τὶς ρίζες τους. Ὅσο ἀπομακρύνονται καὶ διαφοροποιοῦνται ἀπὸ τὰ ἀρχαῖα, τόσο τὰ νέα πτωχαίνουν καὶ πέφτουν ἀπὸ τὸ ἐπίπεδο γλώσσας πολιτισμοῦ καὶ κουλτούρας στὸ ἐπίπεδο γλώσσας ἐπικοινωνίας μίας περιορισμένης κοινότητας.
Δὲν πρέπει ποτὲ νὰ ξεχνᾶμε ἕνα σημαντικότατο γεγονὸς στὴν ἱστορία τῆς Εὐρώπης: ἂν ἡ Δύση μπόρεσε νὰ ἔρθει σὲ ἐπαφὴ μὲ ὅλα τὰ ἔργα τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ, αὐτὸ ὀφείλεται κατὰ μεγάλο μέρος στοὺς ἐξόριστους Ἕλληνες διανοούμενους ποὺ μετὰ τὴν ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπὸ τοὺς Τούρκους τὸ 1453 μετανάστευσαν στὴ δυτικὴ Εὐρώπη. Ἕνα μεγάλο μέρος τῶν ἐξορίστων αὐτῶν ποὺ ἦσαν ὑποχρεωμένοι νὰ ἐγκαταλείψουν τὴ πατρίδα τους ἦσαν διανοούμενοι καὶ καλλιγράφοι ποὺ ἔμαθαν στοὺς δυτικοὺς διανοουμένους νὰ διαβάζουν καὶ νὰ ἀντιγράφουν τὰ μεγάλα ἔργα τῆς ἑλληνικῆς λογοτεχνίας καὶ φιλοσοφίας. Εἶναι χάρη σὲ αὐτοὺς ποὺ ἡ δυτικὴ Εὐρώπη μπόρεσε νὰ ξαναβρεῖ, νὰ ἀντιγράψει, νὰ διαβάσει, νὰ τυπώσει, νὰ διανέμει ὅλη αὐτὴ τὴ πολιτιστικὴ κληρονομιὰ χωρὶς τὴν ὁποία ὁ εὐρωπαϊκὸς πολιτισμὸς πολὺ ἁπλὰ δὲν θὰ ὑπῆρχε. Αὐτὴ ἡ μετάδοση γνώσης ἦταν ἐφικτὴ γιατὶ τὸ σύστημα γραφῆς ἦταν ἑνιαῖο, γιατὶ οἱ ἀντιγραφεῖς τοῦ 15ου καὶ τοῦ 16ου αἰώνα χρησιμοποιοῦσαν τὴν ἴδια γραφὴ μὲ αὐτοὺς τῆς πρώτης βυζαντινῆς Ἀναγέννησης. Εἶναι ἀδύνατο νὰ ἀντιγράψει κανεὶς μία γραφὴ ποὺ δὲν γνωρίζει. Νὰ σπάσει κανεὶς τὴν συνέχεια αὐτῆς τῆς γραφικῆς παράδοσης σημαίνει νὰ ξεχάσει ὅτι χάρη σ᾿ αὐτὴν οἱ Ἕλληνες μπόρεσαν νὰ διαφυλάξουν καὶ νὰ μεταδώσουν τὴν πολιτιστική τους κληρονομιά.
Καὶ γι᾿ αὐτὸ τὸ λόγο τὸ πρόβλημα τοῦ πολυτονικοῦ εἶναι πολὺ παραπάνω ἀπὸ ἕνα πρόβλημα ἑλληνικῆς ἐσωτερικῆς πολιτικῆς καὶ ἀφορᾶ ὅλους αὐτοὺς ποὺ ξέρουν ὅτι χωρὶς τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα στὴν κλασσικὴ μορφή της, καμία κουλτούρα, κανένας πολιτισμός, καμία πραγματοποίηση τοῦ πνεύματος δὲν εἶναι δυνατὴ στὴν Εὐρώπη. (Μτφρ ἀπὸ τὰ γαλλικά: ΓΧ)