Εἴκοσι τρία χρόνια μετά, ξαναβρῆκα τὸ χαμένο, ἀγαπημένο πολυτονικό μου!Τὸ πολυτονικὸ τὸ εἶχα μάθει καλῶς, ὡς φιλότιμος μαθητής, τελειώνοντας
καὶ τὴν 6η Δημοτικοῦ. (Ναί, ἰκανοποιητικότατα τὸ εἶχα μάθει· ὅσοι
λέγουν ὅτι εἶναι ἰδιαιτέρως δύσκολο, ψεύδονται. Χωρίς, ἀπὸ τὴν ἄλλη,
μία μικρὴ δυσκολία, τί ὑπάρχει ποὺ νὰ ἀξίζει;) Περνῶντας ὅμως τὸ
κατώφλι τῆς 1ης Γυμνασίου, βάρβαροι πνευματοκτόνοι μὲ ὑποχρέωσαν νὰ τὸ
ξεμάθω βιαίως. Τὴν πράξι τους αὐτὴ σήμερα τὴν κρίνω ὡς ἀσέλγεια ὠμὴ
καὶ βάρβαρη ἐπάνω μου, καὶ δὲν τοὺς συγχωρῶ. Σιγά-σιγὰ ἔγινα καὶ ἐγὼ
μονότονος μηχανικὸς γραφιάς· ἀργότερα, στοὺς ὑπολογιστές, καὶ μὲ
«greeklish». Πέρασαν χρόνια, ὅμως, καὶ ὡρίμαζε ἡ σκέψις νὰ ἀναζητήσω
καὶ πάλι τὸν χαμένο θησαυρό. Ἡ ἐπιθυμία αὐτὴ ὅλο και στερεωνόταν, ἀλλὰ
δὲν ἔκανα τὸ ἀποφασιστικὸ βῆμα νὰ ξεπεράσω καὶ τὸν (ἀστήρικτο, ὅπως
ἀπεδείχθη) φόβο τῶν τεχνικῶν δυσκολιῶν τῆς πληκτρολογήσεως πολυτονικοῦ
στὸν ὑπολογιστή. Ἀλλά, ὁ ἀγώνας μερικῶν ἀνθρώπων γιὰ τὴν γλώσσα μας,
μὲ παρεκίνησε νὰ κάνω καὶ αὐτὸ τὸ τελικὸ βῆμα. Ἔγραφα, πρὸ μηνῶν, τὶς
πρῶτες μου ἐντυπώσεις:
«Πολυτονικὴ ἡδονή!
Τελικῶς εἶναι εὐκολότερο ἀπὸ ὅ,τι φανταζόμουν· λίγη ἐξάσκησι
χρειάζεται μόνον. Εἶναι μία ἐκλεκτὴ ἐμπειρία, τῆς ὁποίας καὶ αὐτὴ ἡ
μικρὴ δυσκολία μεγαλώνει τὴν ἀπόλαυση. Μάλιστα τώρα· ὡσὰν νὰ
ξαναβρίσκεις ἕναν νεανικὸν ἔρωτα, εἴκοσι τρία χρόνια χαμένον, καὶ νὰ
σοῦ ἀποκαλύπτει ἀργὰ καὶ ἡδονικὰ τὶς χάρες ποὺ δὲν εἶχες προλάβει
ἀκόμη καλὰ-καλὰ νὰ ὑποψιαστεῖς ὅτι εἶχε.
...
Καὶ κοιτάζω πάλι τὸ μονοτονικὸ κείμενο... Πῶς μεταχειριστήκαμε ἔτσι τὰ
ὄμορφα αὐτά γράμματα;
Δὲν εἶναι πολὺ ὠμοὶ καὶ μυτεροὶ ὅλοι αὐτοὶ οἱ κατακόρυφοι τόνοι ποὺ τρυποῦν τὰ γράμματα, χωρὶς κἂν λίγο πνεῦμα, νὰ ἀπαλύνει τὸν τονισμὸ καὶ νὰ δίνει χρῶμα καὶ ομορφιά;
Σὰν βάρβαρη ξεγύμνωσις καὶ διακόρευσις τῶν γραμμάτων, χωρὶς ἕνα ρομαντικὸ δεῖπνο, μὲ τὸ φῶς τῶν κεριῶν νὰ τρεμοπαίζει σὰν τοὺς κυματισμοὺς τῆς περισπωμένης, χωρὶς ἕνα τρυφερὸ φιλὶ στὰ χείλη, ἁπαλὸ σὰν τὸ «h» τῆς δασείας...»
Καὶ ἐσχολίασε, τότε, στὴν συζήτησι ἐκείνη, θῆλυ πνεῦμα ἀντιλογίας (εἶχα ἀναφερθεῖ καὶ σὲ ἕναν περίεργο κανόνα τῆς ἀρχαϊζούσης, ὅτι, στὸ διπλὸ ρὸ στὸ μέσον τῆς λέξεως, τὸ πρῶτο ψιλοῦται καὶ τὸ δεύτερο
δασύνεται, π.χ. «Παπαῤῥηγόπουλος»!):
Εμμονές πασπαλισμένες με φαιδρούς (πλέον) κανόνες γραμματικής («το πρώτο ρο ψιλούται» κλπ). Αλίμονο αν κάποτε ξαναμπούν οι δασείες, οι βαρείες, οι ψιλές και τα ψιλούμενα ρο στην εκπαίδευσή μας... Τι προσφέρει ένα ψιλούμενο ρο στην κατανόηση μιας λέξης; Εσείς προφέρετε τον ηρωϊσμό hηρωϊσμό, και την ηδονή hηδονή; Άλλα είναι τα «πνεύματα» που πρέπει να εισαχθούν στο εκπαιδευτικό μας σύστημα και όχι τα καταργημένα αλεξανδρινά σημαδάκια...
Καὶ ἀπήντησα:
«Φίλη μου, ἑστιάσατε στὸ πιὸ ἐξεζητημένο, καὶ μᾶλλον παιγνιωδῶς τε καὶ πνευματωδῶς ὑπὸ τοῦ ἀρθρογράφου ἀναφερθέν, σημεῖο, το «ῥ» τοῦ Παπαῤῥηγοπούλου (ποὺ ἀμφιβάλλω ἐὰν καὶ οἱ γραμματικὲς τῆς ἀκραιφνοῦς καθαρευούσης ἀκόμη συμφωνοῦν μὲ αὐτό); Ἐλᾶτε τώρα! Κατὰ περίπτωσιν, βεβαίως, μπορεῖ νὰ βγάλουμε καὶ ἕνα σπανιότατο κρασὶ ἀπὸ τὸ κελάρι· ἀλλὰ μποροῦμε καὶ καθημερινῶς νὰ τρῶμε καλά· μὴν μᾶς ἐπιβάλλετε βιομηχανοποιημένο, μεταλλαγμένο φὰστ φούντ.
Ἀνεξαρτήτως τοῦ δικοῦ σας σχολίου, ὅμως, θέλω νὰ κάνω μία γενικὴ παρατήρησι. Δὲν καταλαβαίνω (καὶ μὲ στενοχωρεῖ αὐτό· κάποιοι βεβαίως εἶναι ἐμφανῶς προκατειλημμένοι - δὲν τίθεται θέμα γιὰ αὐτοὺς) γιατί μερικοὶ ἐκλαμβάνουν τοὺς τόνους ὡς... ἀπειλητικὲς βέργες αὐστηροῦ
δασκάλου ἤ ράβδον στυγνοῦ ὀργάνου αὐταρχικῆς ἐξουσίας! Καὶ ὄχι ὡς μία
πρόταση καλαισθησίας, λεπτότητος καὶ ἐκλεκτικότητος· ἀλλὰ καὶ
συνέπειας καὶ ἀφοσιώσεως· καὶ ἀριστοκρατικότητος καὶ ἰδεαλισμοῦ καὶ
ρομαντισμοῦ, καὶ τελειομανίας, ἄν θέλετε νὰ τὸ ποῦμε ἔτσι, μὲ τὴν καλὴ
ἔννοια.
Σκέπτομαι τώρα τὶς ἀπώτερες πολιτιστικὲς συνέπειες. Φαντασθεῖτε οἱ χείμαρροι φθηνῆς καὶ βορβορώδους λογο-ρυπάνσεως ποὺ μᾶς πνίγουν, νὰ ἔπρεπε, ἀπὸ συνήθεια καὶ πάγια πρακτική, νὰ εἶναι πολυτονισμένοι! Θὰ μποροῦσαν νὰ ὑπάρξουν κἄν, ἄραγε; Ἴσως, μέσα ἀπὸ ἀνεπίγνωστες πολιτιστικὲς διαδικασίες, ἄλλος θὰ ἦτο τελικῶς ὁ παραγώμενος λόγος καὶ πολιτισμός. Εἶναι καὶ τὸ πολυτονικό, λοιπόν, γιατὶ ὄχι, μία ἀντιστασιακὴ στάση ζωῆς στὸν εὐτελισμὸ καὶ τὴν ἐμπορευματοποίηση τῆς ἐποχῆς μας. Ὁ Χρήστος Γιανναρᾶς ὁμιλεῖ γιὰ τὴν «πολιτιστικὴ διπλωματία». (Ποιές ἐπιπτώσεις ἔχει ἄραγε, γράφει, ἡ τεχνοτροπία τῶν τέμπλων στοὺς «ἐκσυγχρονισμένους» ἤ μὴ ναοὺς, στὴν ἐξωτερική μας πολιτικὴ τοῦ τελευταίου αἰῶνος; Ἐρωτήματα ποὺ οὔτε κἂν ὑποψιαζόματε, πλὴν ἴσως σημαντικά.)
«Εσείς προφέρετε τον ηρωϊσμό hηρωϊσμό, και την ηδονή hηδονή;»
Τώρα ποὺ τὸ σκέπτομαι, αὐτὴ ἡ hηδονή, μὲ τὸ ἀδιοράτως ἐκφερόμενον, ὑπαινικτικὸν καὶ περιπαθὲς h, σὰν ἐλαφρὺς ἀνομολόγητος ἀκόμη ἀναστεναγμός, σὰν ὑπαινικτικὴ καὶ κοσμία, ἀκόμη, ἀνομολόγητη ὑπόσχεσις λαγνείας... σκέπτομαι αὐτὸ τὸ h νὰ ἐκπνέεται ἐλαφρά ἀπὸ ἡδυπαθῶς συσπώμενα σὰν περισπωμένη κόκκινα γυναικεῖα χείλη... Μὲ συγχωρεῖτε. (Εἱς τὸν ἡρωισμόν, πάλι, δὲν δίδει μίαν αἴσθησιν ἰδεαλισμοῦ, ἀλλὰ καὶ ἐπισημότητος; )
Ἐπειδὴ πάντως ὀμιλοῦμε κατ᾿ ἀρχὴν γιὰ τὴν γραφὴ καὶ ὄχι γιὰ τὴν προφορὰ, μᾶλλον στὴν παλαιὰ καὶ ἰδιαιτέρως ἐκλεπτισμένη παράδοσι τῶν ἑρωτικῶν ἐπιστολῶν θὰ ἔπρεπε νὰ ἀναφερθοῦμε, τὸ ὕφος τῶν ὁποίων εἶναι τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετον τῆς συνήθους χύδην γραφῆς τοῦ συρμοῦ. Νοεῖται γενναῖος ἱππότης νὰ προσπαθεῖ νὰ συγκινήσει εὐγενὴν δεσποσύνην μέ... SMS;! Ἥμαρτον!
Ἄχ... ἀμέτρητες περισπωμένες καὶ βαρεῖες, βαριὲς σὰν τὴν καρδιά μου,
γραμμένες βασανιστικῶς μὲ τὰ δάκρυα καὶ τὸ αἷμα μου, θὰ ποτίζουν βαθιὰ
τὴν περγαμηνή...»
Ἔτσι ἔγραφα τὸν Δεκέμβριο τοῦ 2005. Καὶ σήμερα εἶμαι εὐτυχὴς γιὰ τὴν ἀπόφασί μου νὰ ἀρχίσω νὰ ξαναγράφω (καὶ νὰ πληκτρολογῶ) πολυτονικῶς.
Ἂς ξαναβροῦμε, λοιπόν, φίλοι μου, ὅλοι μας αὐτὸν τὸν χαμένο θησαυρό!
Ἀξίζει!
...«Ψιλὴ καὶ ὀξεῖα πάνω ἀπὸ ἄλφα. Δὲν εἶναι σὰν ὡραῖος φιόγκος γύρω ἀπὸ κοτσιδάκι, στὸ κεφάλι ἀγαπημένης ἀναμνήσεως;» ἔγραφε παλαιὸς φίλος...
Ἡ γραφὴ δὲν μεταφέρει μόνον πληροφορία γιὰ τὴν προφορά. Γιὰ τὸν
σκοπὸ αὐτὸν προορίζεται τὸ μαγνητόφωνο (καί, ἐν μέρει, ὁ εἰδικὸς ἐπὶ
τούτου συμβολισμὸς τῆς λεξικογραφίας). Ἡ γραφὴ χάνει ὁρισμένα στοιχεῖα
τῆς προφορᾶς, καὶ φέρει ἐπιπλέον ἄλλα: συντακτικά, μορφολογικά,
ἐτυμολογικά, ἱστορικά, ἀκόμη καὶ αἰσθητικά. Τὸ κάθε ἕνα ἀπὸ αὐτά,
σμιλεύθηκε ἀπὸ χιλιετίες παραδόσεως καὶ εἶναι ἀνεκτίμητο.
Ἡ ἀρχαία προφορά, ἔστω καὶ ἐὰν δὲν διατηρεῖται σήμερα ὡς προφορά,
εἶναι ἀναπόσπαστα δεμένη μὲ δομικὰ στοιχεῖα τῆς γλώσσας μας. Ἡ γλώσσα
μας δὲν εἶναι προφορικὸς ἐργαλειακὸς κώδικας ἐκ τοῦ μηδενός. Φέρει στὸ
παρόν της ὁλόκληρη τὴν ἱστορία της. Ἡ δασεῖα π.χ. εἶναι γράμμα
ὑπαρκτό, τὸ ὁποῖο τὸ βλέπουμε στὴν σύνθεση τῶν λέξεών μας (ἀλλὰ καὶ
στὶς ξένες, εὐρωπαϊκές, ἀπὸ τὴν Ἑλληνικὴ εὐεργετηθεῖσες, γλῶσσες). Τὰ
διαφορετικὰ ὀμόηχα φωνήεντα καὶ ὁ διαφορετικὸς τονισμός τους,
ἀνεξαρτήτως τῆς σημερινῆς προφορᾶς, δηλοῦν διαφορετικὰ συντακτικὰ ἤ
ἐτυμολογικὰ στοιχεῖα. Ἡ («ἱστορικὴ») ὀρθογραφία μας εἶναι ἡ ἴδια ἡ
γλώσσα μας. Ἡ ἐπαρκὴς γνώσις καὶ ἀξιοποίησις τῆς («νεο-»)Ἑλληνικῆς
ἀπαιτεῖ γνώσι καὶ ἐμβάθυνσι στὴν ζωντανὴ ἱστορία της.
Ἡ γνωριμία μας μὲ τὰ ἀρχαῖα Ἑλληνικὰ καὶ τὴν λόγια παράδοσί μας,
ἀπαιτεῖ, τόσο γιὰ τοὺς Ἕλληνες ὅσο καὶ γιὰ τοὺς ξένους, τὴν ἐκμάθησι
τῶν τόνων καὶ τῶν πνευμάτων. Ὁ ἐξοβελισμὸς τους συνιστᾶ βίαιη ἀποκοπή
μας ἀπὸ τὴν γλωσσική μας κληρονομιά. Μετατρέπει τὸ γένος μας σὲ λαὸ
πρωτογόνων ἰθαγενῶν χωρὶς γραφὴ καὶ χωρὶς μνήμη, στοὺς ὁποίους
προσφέρεται (ἀπὸ κάποιους... ἱεραποστόλους τοῦ βιομηχανικοῦ
καπιταλισμοῦ;) ἕνα πρόχειρο μέσον ἐργαλειακῆς καταγραφῆς τῆς
προφορικῆς τους ὀμιλίας. Καὶ μᾶς ἀποκόπτει ὄχι μόνον ἀπὸ τὴν γλωσσική
μας κληρονομιά, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ὁλόκληρη τὴν πολιτισμένη ἀνθρωπότητα, ἡ
ὁποῖα ἐντρυφεῖ στὰ Ἑλληνικὰ νάματα, παγκόσμια πλέον κληρονομιά, μέσῳ
αὐτῆς τῆς γραφῆς. Συνιστᾶ ἐθνικὴ λοβοτομή, συνιστᾶ πατροκτονία.
Οἱ ἀρχαῖοι δὲν ἔγραφαν τοὺς τόνους καὶ τὰ πνεύματα, ἀλλά,
τουλάχιστον, τοὺς εἶχαν ζωντανοὺς στὴν προφορά (ἐν μέρει). Ἀλλά, δὲν
εἶχαν, ἐν πολλοῖς, οὔτε κἄν πένα καὶ χαρτί, γιὰ νὰ ἀσκοῦν τὴν
καλλιγραφία. «Οἱ ἀρχαῖοι» ὡς στεῖρο πρότυπο ἔναντι τῆς μετέπειτα
«παρακμῆς» εἶναι προσέγγισις ἀνιστόρητη καὶ ξεπερασμένη, φέρουσα
πολιτικὲς καὶ ἱστορικὲς προκαταλήψεις, καὶ ἐθνικῶς ἐπιζήμια. «Οἱ
ἀρχαῖοι», ὅμως, ὡς κλασσικὸ πρότυπο, ὅσον ἀφορᾶ στὴν φιλολογία καὶ τὴν
γραμματική, εἶναι, ἀκριβῶς, οἱ Ἀλεξανδρινοί! Αὐτοὶ εἶναι «οἱ ἀρχαῖοι»
μας στὴν τέχνη τῆς γραφῆς, οἱ ὁποῖοι ἐφηῦραν τοὺς τόνους,
τελειοποίησαν τὴν ἀρχαϊκὴ καὶ πρωτογενὴ ἀκόμη γραφὴ ποὺ παρέλαβαν (ἐν
πολλοῖς ἀπὸ τὸ μάρμαρο καὶ τὸν πηλό), γιὰ νὰ γίνει ἡ γλῶσσα μας
παγκόσμια καὶ αἰώνια. Ἡ ἀνάπτυξις τῶν στολιδιῶν τῆς γραφῆς μας εἶναι,
συνεπῶς, ἐξέλιξις, πλουτισμὸς τῆς ἀρχαίας κληρονομιᾶς· ὁ ἐξοβελισμός
τους εἶναι πτώχυνση καὶ ἀκρωτηριασμός. Ἡ ὑπεράσπισις τοῦ πολυτονικοῦ,
λοιπόν, δὲν εἶναι στείρα προγονολατρία, ἀλλά, ἀντιθέτως, πραγματικὴ
ἀποδοχὴ τῆς ἐξελίξεως, καὶ ἐπαφὴ μὲ τὴν διαχρονικὴ γλωσσική μας
κληρονομιά. Δὲν εἶναι τὸ παρελθόν, ἀλλὰ γέφυρα πρὸς αὐτό, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ
ξανὰ στὸ παρὸν καὶ στὸ μέλλον. Δὲν εἶναι πορεία πρὸς τὰ πίσω, ἀλλὰ
ἀνακύκλωση τοῦ χρόνου, κατάργησις τῆς χρονικῆς γραμμικότητος καὶ
διαρκὴς ἀναζωογόνηση τοῦ παρελθόντος στὸ παρὸν καὶ μαζὶ στὸ μέλλον.
Ἀκόμη καὶ τὴν αἰσθητικὴ τῆς γραφῆς, τὴν ἔπλασαν οἱ αἰῶνες καὶ οἱ
γενεὲς γενεῶν τῶν προγόνων μας, ὅπως οἱ αἰῶνες τῆς Ἑλληνικῆς Φύσεως
τοὺς κολπίσκους τῶν ἀκτῶν μας. Στὴν λεπτότητα καὶ τὴν χάρι τῶν
στολιδιῶν τῆς γραφῆς μας ἀντανακλοῦν τὰ κύματα τοῦ Αἰγαίου, τὰ
κιονόκρανα τῶν ἀρχαίων ναῶν μας, οἱ ἀκτογραμμὲς τῶν νησιῶν καὶ τῶν
βουνῶν μας, τὰ ξωκκλήσια μας καὶ τ᾿ ἀμπέλια μας, ὅπως μᾶς τονίζει ὁ
Ἐλύτης, οἱ δίπλες τῆς φουστανέλας τῶν κλεφταρματολῶν μας καὶ τὰ μαῦρα
κοντυλογραμμένα φρύδια τῶν κοριτσιῶν μας. Ἡ βάρβαρη βιομηχανικὴ
ἰσοπέδωσις τῆς γραφῆς μας, τὸ φασιστικὸ κούρεμα μὲ τὴν ψιλὴ τῶν
φωνηέντων, ποὺ θέλει τὰ γράμματά μας, ἄχαρα ἐργαλειακὰ ἐξαρτήματα
βγαλμένα ἀπὸ τὸν βιομηχανικὸ τόρνο, συνιστᾶ πολιτιστικὸ ἔγκλημα, μὲ
ἀνυπολόγιστες προεκτάσεις.