|
Μὲ Παρθενώνα ἀλλὰ χωρὶς γλωσσικὴ συνέχεια[Τοῦ Χρήστου Γιανναρᾶ, καθηγητῆ Φιλοσοφίας καὶ Πολιτιστικῆς Διπλωματίας στὸ Πάντειο Πανεπιστήμιο Πολιτικῶν καὶ Κοινωνικῶν Ἐπιστημῶν, ἐφημερίδα Καθημερινή, 9 Ἀπριλίου 2006.] Ἡ ἐκδημία τοῦ Γεωργίου Ράλλη, πρὶν ἀπὸ μερικὲς ἑβδομάδες, ἔγινε ἀφορμὴ νὰ ἀποτίσει τιμὴ ὁ κόσμος τῆς πολιτικῆς καὶ τῆς δημοσιογραφίας, σχεδὸν ὁμόφωνα, στὴν ὑποδειγματικὴ εὐπρέπεια τοῦ εὐγενικοῦ αὐτοῦ ἄνδρα. Φόρο τιμῆς τοῦ ὀφείλουμε καὶ οἱ θεράποντες τῆς παιδείας, τουλάχιστον γιὰ τὴν ἐπέκταση τῆς ὑποχρεωτικῆς φοίτησης τῶν Ἑλληνοπαίδων καὶ στὸ γυμνάσιο. Οἱ δάσκαλοι ὀφείλουμε νὰ ἀποδίδουμε τιμὴ πάντοτε «μετὰ κρίσεως τοῦ τε κυρίου καὶ τἀληθοῦς». Ὁ ἄκριτος ἔπαινος εἶναι συνήθως συμβατικός, ἀναξιόπιστος. Στὴν περίπτωση λοιπὸν τῶν ἐκπαιδευτικῶν πρωτοβουλιῶν τοῦ Γεωργίου Ράλλη, ἀναγνωρίζοντας εἰλικρινὰ τὶς ἀγαθές του προθέσεις, τὴν τόλμη καὶ τὸν μόχθο του, δικαιοῦται ὁ δάσκαλος νὰ διατηρεῖ κριτικὲς ἐπιφυλάξεις τουλάχιστον γιὰ ἕνα ἀπὸ τὰ μεταρρυθμιστικά του ἐνεργήματα: αὐτὸ ποὺ ἀφορᾶ τὴν ἐπιβολὴ τῆς δημοτικῆς ὡς ἐπίσημης γλώσσας τοῦ κράτους. Προσωπικὴ κρίση ἐκφράζω, πιθανὸν ἐσφαλμένη: εἶναι παράλογο (ἢ καὶ κωμικὸ) νὰ ὑπάρχει «ἐπίσημη» γλώσσα τοῦ κράτους καθορισμένη μὲ νόμο. Τὸν παραλογισμὸ ἐγκαινίασε ὁ φανατισμὸς τῆς ἰδεολογικοποιημένης «καθαρεύουσας», οἱ ἄνθρωποι ποὺ ταύτισαν τὸ γλωσσικὸ κατασκεύασμα τοῦ Κοραῆ μὲ τὴν «ἐθνικοφροσύνη», τὴ «γνήσια» ἑλληνικότητα. Ὁ Ράλλης ὑπέκυψε (μάλλον ἀνεπίγνωστα) στὸν πειρασμὸ τῆς μίμησης τῶν καθαρευουσιάνων. Δὲν ὑποψιάστηκε ὅτι ἠ «ὁμιλούμενη» γλώσσα, τὸ ζωντανὸ δυναμικὸ ἰδίωμα τῆς λαϊκῆς ἔκφρασης, ἀκυρώνεται στὴν αὐθεντική του γνησιότητα ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ ἐπιβληθεῖ μὲ νόμο. Δὲν ἔσβησαν οἱ μνῆμες οὔτε ἀπαλείφθηκαν τὰ ἴχνη ἀπὸ τὶς τερατωδίες ποὺ γέννησε τὸ συγκεκριμένο νομοθέτημα τοῦ Ράλλη. Πλημμύρισε ὁ δημόσιος βίος γλωσσικὰ ἐξαμβλώματα, μνημεῖα εὐτραπελίας, ἀλλὰ καὶ ντροπῆς — ἀπὸ τὰ στερεότυπα γιὰ συμπλήρωση ἔντυπα σὲ ταχυδρομεῖα, τελωνεῖα ἢ ὅποιες ἄλλες δημόσιες ὑπηρεσίες, ὣς τὴν ἀνέτοιμη νὰ ἐκφραστεῖ στὸ δημῶδες ἰδίωμα γλώσσα δικαστῶν, δικηγόρων, δασκάλων, δημοσιογράφων, πολιτικῶν. Παντοῦ κυριάρχησε ἡ σύνταξη καὶ ἡ ἐκφραστικὴ τῆς καθαρεύουσας τεχνητὰ ὑποταγμένη σὲ προκρούστειους κανόνες, ὅπως τῆς ἀλλαγῆς τῶν τριτόκλιτων ὀνομάτων σὲ πρωτόκλιτα. («Τάχθηκε κατὰ τῆς αἴτησης ἀνάκλησης τῆς ἀπόφασης» — «ἀπόκλεισε τὸ δικαίωμα λήψης ἄδειας ὁδήγησης»...). Ἂν «καθαρεύουσα» εἶναι ἡ πεποιημένη (τεχνητὴ) γλώσσα ποὺ οὐδέποτε τὴ μίλησε ὁ λαός, τότε ὁ νόμος τοῦ Ράλλη κατάργησε μιὰ καθαρεύουσα γιὰ νὰ ἐπιβάλει αὐταρχικὰ μιὰν ἄλλη, ἐκτρωματική, βαρβαρική. Αὐτό ποὺ χρειαζόταν ὁ τόπος, ἂν κρίνω σωστά, ἦταν νὰ καταργηθεῖ μὲ νόμο ἡ παρέμβαση τοῦ κράτους στὴ γλώσσα: ὁ καθορισμὸς «ἐπίσημης» γλώσσας τοῦ κράτους εἶναι ἡ συνακόλουθη στανικὴ ἐπιβολή της. Νὰ ἀφεθεῖ ἐλεύθερη ἡ χρήση τῆς ἑλληνικῆς στὸν δημόσιο βίο — μὲ τὴν αὐτονόητη ἀπαίτηση (ποὺ δὲν χρειάζεται νὰ γίνει νόμος) ἡ ἐπιλογὴ ἰδιώματος λόγιου ἢ δημώδους, ἀρχαΐζουσας ἢ ἁπλοελληνικῆς ἢ μεικτῆς (καβαφικῆς) γλώσσας νὰ πειθαρχεῖ στοὺς ἀνάλογους γραμματικοὺς καὶ συντακτικοὺς κανόνες. Τὴν τραγικὴ γλωσσικὴ σχιζοφρένεια, ποὺ ταλαιπώρησε τοὺς Ἕλληνες γιὰ περισσότερα ἀπὸ ἑκατὸ χρόνια, ἡ πρωτοβουλία Ράλλη τὴν ἀντιμετώπισε μὲ τοὺς ἰδεολογικοὺς ὅρους ποὺ δημιούργησαν αὐτὴν τὴ σχιζοφρένεια. Ἡ καθαρεύουσα δὲν καταδικάστηκε ἐπειδὴ ἦταν τεχνητὴ γλώσσα, φτιαγμένη γιὰ νὰ ἐξυπηρετήσει ἐξωγλωσσικὲς σκοπιμότητες. Καταδικάστηκε σὰν λόγια, ἀρχαΐζουσα γλώσσα. Δὲν ἀπορρίφθηκε μιὰ γλωσσικὴ ψευτιά, δηλαδὴ κάθε εἶδος «καθαρεύουσας» (εἴτε τοῦ Κοραῆ εἴτε τοῦ Ψυχάρη ἢ τοῦ Ζαχαριάδη, ἢ τοῦ Καζαντζάκη ἢ τοῦ Ἀνδρέα Παπανδρέου). Ἐξοβελίστηκε ἕνας ἰδεολογικὸς ἀντίπαλος τῶν «προοδευτικῶν δυνάμεων» — ὁ Γεώργιος Ράλλης ἔδωσε τὴν ἐντύπωση ὄτι ἦταν θύμα καὶ αὐτὸς τῆς συνθλιπτικῆς μειονεξίας ποὺ ταλαιπωρεῖ τὸ κόμμα του, τὸ ἀνίκανο νὰ ἀντιτάξει δική του ἀντίληψη προόδου διαφορετικὴ ἀπὸ αὐτὴν τοῦ διεθνιστικοῦ μηδενισμοῦ ἀλλὰ καὶ ἄσχετη μὲ τὴν «ἐθνικοφροσύνη». Ἡ ἰδεολογικὴ (καὶ ὄχι γλωσσικὴ - πραγματιστικὴ) ἀπόρριψη τῆς καθαρεύουσας παρέσυρε στὴν ἀνυποληψία καὶ στὸν ἀποσκορακισμὸ ὁλόκληρη τὴ λόγια γλωσσικὴ παράδοση τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ. Ἦταν ἕνα ἐγκληματικὰ ἐπιπόλαιο (κατὰ τὴν κρίση μου πάντοτε) λάθος μὲ δυὸ καίριες συνέπειες: Ὑπονόμευσε στὶς συνειδήσεις τὴν ἀξία (γονιμότητα) τῆς διαχρονικῆς ἑνότητας τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας — ἡ ἐξελικτικὴ διαχρονικὴ ἑνοείδεια τῆς γλώσσας θεωρήθηκε ἀνυπόληπτο ἐπιχείρημα τῶν «καθαρευουσιάνων», δηλαδὴ τῆς συντήρησης, δηλαδὴ τοῦ σκοταδισμοῦ. Ἔτσι προετοιμάστηκε καὶ προβλήθηκε σὰν μέγα «προοδευτικὸ» ἐπίτευγμα τὸ ἀνόμημα νὰ καταργηθεῖ ἡ διδασκαλία τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν στὰ ἑλληνικὰ σχολεῖα. Ἡ δεύτερη συνέπεια ἦταν: οἱ Ἕλληνες οἱ κάτω τῶν τριάντα ἐτῶν σήμερα νὰ μὴν καταλαβαίνουν τὸν Παπαδιαμάντη ἢ τὸν Ροΐδη, νὰ ἀκοῦν τὸ Εὐαγγέλιο ἢ τοὺς Χαιρετισμοὺς σὰν νὰ πρόκειται γιὰ ξένη γλώσσα (κάτι ποὺ δὲν εἶχε συμβεῖ οὔτε στὰ τετρακόσια χρόνια ὀθωμανικοῦ ζυγοῦ). Γιὰ πρώτη φορὰ ἔσπασε ἡ ζωντανὴ γλωσσικὴ συνέχεια τοῦ Ἑλληνισμοῦ καὶ αὐτὴ ἡ ρήξη ὁλοκληρώθηκε μὲ τὸ πασοκικὸ ἀνοσιούργημα (ὑπουργὸς Ἐλευθ. Βερυβάκης) ἐπιβολῆς τοῦ μονοτονικοῦ. Ὅ,τι δὲν κατόρθωσαν αἰῶνες Ρωμαιοκρατίας, Φραγκοκρατίας, Τουρκοκρατίας τὸ πέτυχαν δύο σύγχρονοί μας Νεοέλληνες ὑπουργοί. Ἀγνόησε ὁ Γεώργιος Ράλλης (καὶ κυρίως οἱ συμπλεγματικοὶ σύμβουλοί του) τὸ προφανὲς καὶ πασίδηλο: πὼς δὲν ὑπάρχει ζωντανὴ γλώσσα μὲ μακρὰ ἱστορικὴ διάρκεια ποὺ νὰ μὴν ἔχει δημιουργήσει μιὰ λόγια καὶ μιὰ δημώδη παράδοση. Ὅτι εἶναι ἀδύνατη ἡ ζωντανὴ ἐπιβίωση καὶ συνέχεια μιᾶς ἱστορικῆς γλώσσας, ἂν τὰ μεταγενέστερα ἰδιώματα δὲν ἀντλοῦν συνεχῶς ἀπὸ τὰ προγενέστερα. Ὁ ἀείμνηστος μπροστάρης τοῦ Δημοτικισμοῦ Εὐάγγελος Παπανοῦτσος ἐπέμενε ὅτι ἀποκλείεται νὰ κυριαρχήσεις τὴ δημοτικὴ γλώσσα, ἂν δὲν πατᾶς σὲ στέρεα γνώση τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς. Καὶ μὴν ξεχνᾶμε ὅτι στὸ ψευδωνύμως λεγόμενο «Βυζάντιο», χίλια χρόνια, τὰ παιδιὰ πρωτοσυλλάβιζαν ἀνάγνωση καὶ γραφὴ στοὺς στίχους τοῦ Ὁμήρου. Ὄχι σὰν ρητορικὸ σχῆμα, ἀλλὰ μόνο ὡς μέτρο ρεαλιστικῆς ἐκτίμησης (προσωπικῆς καὶ πιθανὸν λαθεμένης) θὰ ἔλεγα: Προτιμότερο, ἀπὸ λάθος (ἀσφαλῶς ἀνεπίγνωστο) τοῦ Ράλλη ἢ τοῦ Βερυβάκη, νὰ εἶχε γκρεμιστεῖ ὁ Παρθενώνας, παρὰ νὰ ἔχει σπάσει πιὰ ἡ ζωντανὴ συνέχεια τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας. Καὶ οἱ δύο αὐτοὶ ὑπουργοὶ ἄφησαν στίγμα εὐπρέπειας καὶ εὐαισθησίας πατριωτικῆς. Διερωτώμαι, ἂν σὲ τέτοιες εὐγενικὲς περιπτώσεις εὐαισθησίας καὶ πατριωτισμοῦ (στοὺς ἀντίποδες τῆς ἀριστερόσχημης παχυδερμίας καὶ τοῦ συναφοῦς ἀμοραλισμοῦ) ὁ ἀνθρώπινος ψυχισμὸς μπορεῖ νὰ ἀντέξει τὴ συνειδητοποίηση τόσο πελώριων ἱστορικῶν εγκλημάτων. Εὔχομαι εἰλικρινὰ οἱ ἐκτιμήσεις καὶ κρίσεις μου νὰ εἶναι λαθεμένες. Τὶς καταθέτω μόνο σὰν πρόκληση προβληματισμοῦ. | ||||
Ἄνοιγμα δεξιᾶς πλευρᾶς μόνο γιὰ ἐκτύπωση |