Learn accentuation in ten simple lessons
Table of Contents
Μάθημα 4: Ἡ βαρεία
Τὸ πιὸ καταδιωγμένο ἀπὸ τὰ σημάδια τοῦ τονισμοῦ εἶναι ἡ βαρεία. Ἀπὸ τὴν δεκαετία τοῦ 50 κιόλας ἔπεσε θῦμα μιᾶς ἁπλοποίησης ποὺ ἦταν πρόδρομος τῆς «μονοτονικῆς μεταρρύθμισης». Περάσαμε δηλαδὴ ἀπὸ τὸ τριτονικὸ στὸ διτονικό, γιὰ νὰ περάσουμε 30 χρόνια μετὰ καὶ στὸ μονοτονικό. Καὶ ὁ λόγος; Οἱ γραφομηχανὲς δὲν εἶχαν ἀρκετὰ πλῆκτρα γιὰ νὰ καλύψουν τὴν βαρεία καὶ τοὺς διαφόρους συνδυασμοὺς βαρείας καὶ πνεύματος...
Ἂν διαλέξαμε νὰ μιλήσουμε γιὰ τὴν βαρεία στὸ τέταρτο κιόλας μάθημα εἶναι γιὰ δύο λόγους: πρῶτον γιὰ νὰ ἀποκαταστήσουμε τὸν ἀδικοχαμένο αὐτὸν τόνο, καὶ δεύτερον γιατὶ οἱ κανόνες ποὺ τὸν διέπουν εἶναι πάρα πολὺ ἁπλοί.
Μποροῦμε νὰ θεωρήσουμε τὴν βαρεία σὰν παραλλαγὴ τῆς ὀξείας ποὺ μπαίνει μόνο στὴ λήγουσα καὶ μόνο ὅταν δὲν ἀκολουθεῖ σημεῖο στίξης .
Μὲ ἄλλα λόγια: ὅταν ἔχουμε μία λήγουσα καὶ ξέρουμε ὅτι δὲν παίρνει περισπωμένη, τότε ἡ ἐπιλογὴ μεταξὺ βαρείας καὶ ὀξείας ἐξαρτᾶται μόνο ἀπὸ τὴν παρουσία ἢ ὄχι τελείας, ἄνω τελείας, ἄνω-κάτω τελείας, κόμματος, θαυμαστικοῦ, ἐρωτηματικοῦ, κ.λπ. μετὰ τὴν λέξη.
Παραδείγματα: «ὁ καλὸ ς καὶ σοφὸ ς γονιό ς, τὰ νέα μέτρα καὶ σταθμά .»
Ἂς δοῦμε τώρα τὶς ἐξαιρέσεις στὸν γενικὸ αὐτὸ κανόνα:
ὅταν ἀκολουθεῖ ἐγκλιτικὸ βάζουμε ὀξεία ἀντὶ βαρείας: «ὁ δικό ς μου»·
ἡ λέξη τί παίρνει πάντα ὀξεία, εἴτε ἀκολουθεῖται ἀπὸ σημεῖο στίξης ἢ ὄχι: «τί εἶπες;»·
οἱ ἀντωνυμίες ποιός, ποιά, ποιό, παίρνουν βαρεία ὅταν εἶναι ἀναφορικὲς καὶ ὀξεία ὅταν εἶναι ἐρωτηματικές: «ποιό ς εἶσαι; τὸν ρώτησα ποιὸ ς εἶναι»·
ὁ σύνδεσμος «γιατὶ» παίρνει ὀξεία ὅταν εἶναι ἐρωτηματικὸς καὶ βαρεία ὅταν εἶναι ἀναφορικός: «γιατί μὲ ρωτᾶς; σὲ ρωτάω γιατὶ θέλω νὰ μάθω». Στὴ δεύτερη περίπτωση μπορεῖ νὰ παρουσιασθεῖ καὶ ἡ μοναδικὴ περίπτωση βαρείας πρὶν ἀπὸ κόμμα: «γιατί μὲ ρωτᾶς; σὲ ρωτάω γιατὶ , ὅ,τι καὶ νὰ συνέβη, θέλω νὰ μάθω».
οἱ λέξεις νὰ καὶ γιὰ παίρνουν βαρεία ὅταν εἶναι ἀναφορικοὶ σύνδεσμοι καὶ ὀξεία ὅταν εἶναι δεικτικοί: «νά ὁ φίλος μου, θέλω νὰ σᾶς τὸν συστήσω», «γιά δὲς καιρὸ ποὺ διάλεξε... γιὰ ποιόν καιρὸ λέει;»
Τὰ σημεῖα στίξης ποὺ μετατρέπουν τὴν βαρεία σὲ ὀξεία εἶναι ἡ τελεία (.), ἡ ἄνω τελεία (·), τὸ κόμμα (,), ἡ ἄνω-κάτω τελεία (:), τὸ θαυμαστικὸ (!), τὸ ἐρωτηματικὸ (;).
Ἡ βαρεία παραμένει βαρεία μπροστὰ ἀπό: ἀποσιωπητικὰ (...), παυλίτσα (-). Παραδείγματα: «τὶ κ-τὰ κ» «τὸν εἶδα πολὺ ... κατσούφη».
Ὅσο δὲ γιὰ τὰ εἰσαγωγικὰ (»), τὴν παρένθεση ()), τὴν ἀγκύλη (]), τὸ ἄγκιστρο (}), τὴν μεγάλη παῦλα (—), αὐτὰ εἶναι «ἀόρατα» γιὰ τὴν βαρεία: ἡ μετατροπή της σὲ ὀξεία ἐξαρτᾶται δηλαδὴ ἀπὸ τὸ τί ἀκολουθεῖ μετὰ τὸ σημεῖο στίξης: ἂν ἀκολουθεῖ σημεῖο στίξης ποὺ νὰ μετατρέπει τὴν βαρεία σὲ ὀξεία, τότε αὐτὴ γίνεται ὀξεία, ἂν ὄχι, παραμένει βαρεία. Παραδείγματα: «τὸ «δὲ ν» καὶ τὸ «θά ».», «ὁ πρῶτος (ἐγὼ ) καὶ ὁ δεύτερος (ἐσύ ).», κ.λπ.
Ἀσκήσεις
Ἄσκηση 1
Διαλέξτε τὶς λέξεις μὲ τὸν σωστὸ τόνο. Ὅταν τελειώσετε κάντε κλὶκ στὸ κουμπὶ «Τελείωσα!». Ἂν θέλετε νὰ μάθετε ποιές λέξεις διαλέξατε λάθος, κάντε κλὶκ στὸ κουμπὶ «Δεῖξε λάθη!» καὶ οἱ λανθασμένες λέξεις θὰ ἐμφανισθοῦν σὲ κόκκινο χρῶμα (δὲν λειτουργεῖ σὲ ὅλους τοὺς ἱστοπλοηγούς). Γιὰ νὰ ξαναγίνουν μαῦρες ὅλες οἱ λέξεις κάντε κλὶκ στὸ «Κρύψε λάθη!».
[Τὸ κείμενο εἶναι τοῦ Καρκαβίτσα, ἀπὸ τὰ Λόγια τῆς πλώρης .]
Ἑφτὰ Ἐφτὰ Ἑφτά Ἐφτά εἴμαστε στὸ στό μπαρκομπέστια κι ὁ καπετάνιος ὁχτώ ὀχτὼ ὁχτὼ ὀχτώ . Κι οἱ ὀχτώ ὁχτώ ὀχτὼ ὁχτὼ μάτι δὲν δέν κλείσαμε, τσιγάρο δέ δὲ στρίψαμε ὅλη τὴ τή νύχτα. Ζωντανή Ζωντανὴ θάλασσα ἔμπαινε ἀπ᾿ ὅλες τίς τὶς μεριὲς μεριές καὶ πελάγωνε. Τά Τὰ μπούνια ὀρθάνοιχτα καί καὶ δὲν δέν μποροῦσαν νά νὰ τήν τὴν κεφαλώσουν. Ἕνα κύμα ἔφευγε, δυό δυὸ ἐρχόνταν. Τυχερὸ Τυχερό πού ποὺ τὸ τό καράβι ἦταν καλοθάλασσο κι ὁ καπετάνιος σωστό σωστὸ θαλασσοπούλι. Μὲ Μέ τὸ τό ρέκασμα πού ποὺ ἔκανε τό τὸ κύμα μακριά μακριὰ , γύριζε τὴν τήν πλώρη καί καὶ τὸ τό δεχότανε στά στὰ πλάγια· ἀλλιῶς θὰ θά παθαίναμε μεγάλη ζημιὰ ζημιά . Κι ἔτσι ὅμως ἡ ζημιὰ ζημιά δὲν δέν ἔλειψε. Ἕνα κύμα ἦρθε καί καὶ μᾶς ἅρπαξε τή τὴ μικρὴ μικρή βάρκα ἀπὸ ἁπὸ ἀπό ἁπό τοὺς τούς μούρσους καὶ καί τή τὴ χόρευε στὴν στήν κουβέρτα σάν σὰν καρυδόφλουδο. Ρίχτηκαν δυὸ δυό -τρία παιδιὰ παιδιά νά νὰ τὴν τήν ἁρπάξουν· μὰ μά ποῦ νὰ νά κρατήσουν ἀρκούδα λυσσασμένη; Χέρια εἶναι, δὲν δέν εἶναι ἀτσαλοσίδερο. Τὴν Τήν ὥρα πού ποὺ ἅπλωναν κατά κατὰ τήν τὴν πλώρη, ἐκείνη στήν στὴν πρύμη βρισκότανε. Καί Καὶ τήν τὴν ὥρα ποὺ πού ἅπλωναν κατὰ κατά τήν τὴν πρύμη, στήν στὴν πλώρη ἔφτανε. Ἅν Ἂν Ἃν Ἄν τὴν τήν βλέπατε, μωρὲς μωρές παιδιὰ παιδιά , πῶς πηδοῦσε, ἅν ἂν ἃν ἄν τὴν τήν ἀκούατε πῶς μούγκριζε κι ἀγκομαχοῦσε, πῶς ἔκοβε τὰ τά σχοινιά σχοινιὰ κι ἔσπαζε τὰ τά σίδερα, θά θὰ πιστεύατε πώς πὼς ἦταν ὁ διάβολος σωστός σωστὸς .
Ἄσκηση 2
[Ἡ συνέχεια τοῦ κειμένου τοῦ Καρκαβίτσα.]
— Τὸ Τό Κόνισμα, παιδιά παιδιὰ · τό τὸ Κόνισμα! φωνάζει ὁ ναύκληρος ὑποψιασμένος.
Καθὼς Καθώς ἄκουσε «τό τὸ Κόνισμα», λύσσαξε ὁ τρισκατάρατος! Ἔκανε ὁλάκερο ξύλο νά νὰ τρέμει σὰν σάν τὸ τό φυλλοκάλαμο. Καὶ Καί τὴν τήν ὥρα ποὺ πού ἔφερναν τό τὸ Κόνισμα, πήδηξε στά στὰ κύματα, μέ μὲ τὸν τόν Γιώργη τὸν τόν Σπετσωτάκι, πού ποὺ ἀντιμαχόταν μαζί μαζὶ της. Γιὰ Γιά μιὰ μιά στιγμὴ στιγμή , τὸν τόν εἶδα κάτω σέ σὲ βαθιά βαθιὰ καί καὶ θεοσκότεινη λαγκαδιά λαγκαδιὰ ν᾿ ἀντρομάχεται ἀπελπισμένα. Καὶ Καί ἄξαφνα εἶδα κύμα θεόρατο, μὲ μέ χίλια νύχια καὶ καί μύριους ἁπλοκαμοὺς ἀπλοκαμούς ἁπλοκαμούς ἀπλοκαμοὺς , νὰ νά τόν τὸν παίζει στ᾿ ἀφρισμένο στόμα του καί καὶ νὰ νά μᾶς τόν τὸν πετᾶ μέ μὲ βρισιά βρισιὰ καὶ καί φοβέρα. Ρίχνομαι νὰ νά τὸν τόν ἁρπάξω· ἀλλὰ ἁλλὰ ἀλλά ἁλλά σύγκαιρα πισωπάτησα. Ὁ δύστυχος κρεμόταν στήν στὴν κουπαστή κουπαστὴ μὲ μέ τὸ τό κεφάλι ἀνοιγμένο καὶ καί σκόρπια τά τὰ μυαλὰ μυαλά . Δέν Δὲν πρόφτασα νά νὰ συνέρθω ἀπὸ ἁπὸ ἀπό ἁπό τή τὴ φρίκη, καὶ καί τὸ τό κύμα, τὸ τό ἴδιο κύμα πού ποὺ μᾶς τόν τὸν ἔριξε πρὶν πρίν , ἦρθε πάλι καὶ καί τὸν τόν ἅρπαξε γιὰ γιά πάντα. Κακόμοιρο παιδί παιδὶ ! Ἦταν ὁ καλύτερος τῆς συντροφιᾶς μας!
Ἄσκηση 3
[Τὸ κείμενο αὐτό, σὲ ἁπλὴ καθαρεύουσα, εἶναι τοῦ Καλιτσουνάκη.]
→ Go forth to lesson 5