|
Ἕνας σταθμὸς στὴν ἱστορία τῆς ἑλληνικῆς γραφῆς: ἡ κατάργηση τοῦ πολυτονικοῦ[Ἀνακοίνωση τοῦ Νίκου M. Παναγιωτάκη στὸ συνέδριο «Ἑλληνικὰ Γράμματα» τῆς Ἑλληνικῆς Ἑταιρείας Τυπογραφικῶν Στοιχείων, Γαλλικὸ Ἰνστιτοῦτο Ἀθηνῶν, 7-10 Ἰουνίου 1995 διαθέσιμη στὸ Διαδίκτυο.] Θὰ ἀρχίσω τὴν ἀνακοίνωσή μου μὲ μία δήλωση. Ἀντίθετα ἀπ᾿ ὅ,τι συνήθως συμβαίνει σὲ συνέδρια, ὅπως τὸ παρόν, ἡ ἀνακοίνωσή μου δὲν ἔχει καμιὰ ἀξίωση πρωτοτυπίας, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι δὲν προσκομίζει νέα στοιχεῖα οὔτε σὲ γενικὲς γραμμὲς παρουσιάζει νέες πτυχὲς τοῦ θέματός της. Εἷναι μιὰ ἀνακοίνωση ἀνακεφαλαιωτικὴ καὶ ἀπολογιστική, σχεδὸν δημοσιογραφική, στηριγμένη περισσότερο σὲ ἐμπειρικὰ παρὰ σὲ ἀριθμητικὰ δεδομένα καὶ σὲ πενιχρὴ βιβλιογραφικὴ βάση,1 μὲ θἐμα τὴν κατάργηση τοῦ πολυτονικοῦ καὶ τὴν εἰσαγωγὴ τοῦ μονοτονικοῦ συστήματος, κοιταγμένη κυρίως ἀπὸ τὴν σκοπιὰ τῆς ἱστορίας τῆς ἑλληνικῆς γραφῆς. Σκοπὸς τῆς ἀνακοίνωσης εἶναι ἡ ἐξέταση τοῦ μονοτονικοῦ στὰ συμφραζόμενα τῆς θεματολογίας τοῦ παρόντος Συνεδρίου, ἀλλά, ἀναπόφευκτα ἴσως, καὶ ἡ κριτικὴ τοῦ νέου τονικοῦ συστήματος, καθὼς καὶ ἡ συναγωγὴ κάποιων συμπερασμάτων. ῎Αλλωστε, πέρα ἀπὸ τὴν σημασία της ὡς σταθμοῦ τῆς ἱστορίας τῆς ἑλληνικῆς γραφῆς, ἡ εὶσαγωγὴ τοῦ μονοτονικοῦ συνδέεται ὁλοφάνερα καὶ μὲ τὸ δεύτερο σκέλος τῆς θεματολογίας τοῦ Συνεδρίου, ποὺ εἷναι ὀ σχεδιασμὸς καὶ ἡ ἠλεκτρονικὴ πραγματοποίηση νέων ἀλφαβήτων καὶ προγραμμάτων ἐφαρμογῆς. Πρέπει νὰ δηλώσω εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς ὅτι, ὅπως φαίνεται ἄλλωστε, δὲν εἶμαι ὀπαδὸς τοῦ μονοτονικοῦ συστήματος2 οὔτε συμβιβάστηκα ποτὲ μὲ τὴν βιαστικὴ μεθόδευση τῆς εὶσαγωγῆς του εἶμαι ὄμως ἀρκετὰ ἀνεξίγλωσσος —καὶ ἀνεξίτονος— ὥστε νὰ μπορῶ νὰ ἐλπίζω ὄτι δὲν θὰ γρωματίζονται συναισθηματικὰ καὶ ἰδεοληπτικὰ τὰ γραφόμενά μου. Πιστεύω ἀκράδαντα ὅτι κάθε Ἕλληνας ἔχει τὸ ἀναφαίρετο δικαίωμα τῆς μονοτονίας του, ὅπως κι ἐγὼ τὸ δικό μου. Ἡ ἀπόφαση τῆς Βουλῆς τῶν Ἑλλήνων τὸ βράδυ ἐκεῖνο τῆς 11ης πρὸς τὴν 12η Ἰανουαρίου 1982 σημάδεψε ἀνεξίτηλα τὴν ἱστορία τῆς ἑλληνικῆς γραφῆς. Ὅπως ἀναφέρει κατὰ τρόπο ψυχρὰ ἀμετάστρεπτο τὸ σχετικὸ ἄρθρο νόμου, ποὺ ψηφίστηκε τὴν ἱστορικὴ ἐκείνη βραδιὰ οὔτε κὰν ὡς μόνο ἄρθρο αὐτοτελοῦς νόμου, ὅπως θὰ ἅρμοζε σὲ μιὰ τόσο ἱστορικὴ καινοτομία, ἀλλὰ ὡς παρέμβλητη τροπολογία στὸν νόμο «Περὶ ἐγγραφῆς μαθητῶν στὰ Λύκεια τῆς Γενικῆς καὶ Τεχνικῆς καὶ ᾽Επαγγελματικῆς Ἐκπαιδεύσεως». «Μετὰ τὴ δημοσίευση τοῦ παρόντος Νόμου, ὁ τονισμὸς τοῦ γραπτοῦ ἑλληνικοῦ λόγου γίνεται σύμφωνα μὲ τὸ μονοτονικὸ σύστημα».3 Ἕνα μονοτονικὸ σύστημα ὅχι ἀπαλλαγμένο ἀπὸ ἀτέλειες, ποὺ καθορίστηκε μὲ Προεδρικὸ Διάταγμα τέσσερις περίπου μῆνες ἀργότερα, τὸν Μάιο τοῦ 1982. Ἀμφιβάλλω ἂν κανεὶς ἀπὸ τοὺς τριάντα περίπου νυσταγμένους βουλευτὲς ποὺ ἦταν παρόντες στὴ συνεδρία τῆς Βουλῆς καὶ προχώρησαν στὴν ψήφιση τῆς τροπολογίας εἶχε τὴν συναίσθηση ὅτι τὴν στιγμὴ ἐκείνη ψήφιζε οὐσιαστικὰ τὴν κατάργηση τοῦ ἑνιαίου τρόπου γραφῆς τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, τὸν οὐσαστικὸ καὶ ὁριστικὸ διαχωρισμὸ τῆς ἱστορίας τῆς ἀρχαίας καὶ μεσαιωνικῆς ἑλληνικῆς γραφῆς, ποὺ θὰ παρέμενε πολυτονικὴ στὸν ὑπόλοιπο κόσμο καὶ σποραδικὰ καὶ στὴν Ἑλλάδα, ἀπὸ τὴν ἱστορία μιᾶς μονοτονικῆς νεοελληνικῆς γραφῆς ποὺ θὰ ἄρχιζε νὸ ὑπάρχει ἀπὸ τὴν ἡμερομηνία ἰσχύος τοῦ διατάγματος. ῾Η διάσπαση μιᾶς τόσο μακρόχρονης ἱστορικῆς παράδοσης δὲν φαίνεται νὰ συγκίνησε ἢ νὰ ἀνησύχησε, οὔτε ὅμως καὶ νὰ ἐνθουσίασε τοὺς Νεοέλληνες. Δὲν ἀκούστηκαν οὔτε γοεροὶ θρῆνοι οὔτε οὐρανομήκεις ἐπευφημίες. Τὴν καινοτομία αὐτὴ τὴν πρόσεξαν, φυσικά, οἱ λιγοστοὶ νεοελληνιστὲς τῆς ἀλλοδαπῆς, οἱ χιλιἀδες ὅμως τῶν ἑλληνιστῶν ὅλου τοῦ κόσμου δὲν τῆς ἕδωσαν καμιἀ ἰδιαίτερη σημασία, οὔτε, φυσικά, διανοήθηκαν ποτὲ νὰ τὴν υἱοθετήσουν. Ἡ καινοτομία αὐτὴ προκάλεσε στὸ ἐξωτερικὸ —ἂν κρίθηκε κάπου ἅξια νὰ προσεχθεῖ— κάποια περιέργεια καὶ ἴσως κάποιο ἐνδιαφέρον, συχνότερα ὅμως προκάλεσε ἀπορία καὶ ἐνδεχομένως ἐνίσχυσε τὴν γενικότερα συγκαταβατικὴ ἀντιμετώπιση τῶν Νεοελλήνων, ποὺ ἔχουμε συνηθίσει νὰ τὴν ἀποκαλοῦμε μισελληνισμό. Κανένα ἀρχαῖο ἑλληνικὸ ἢ βυζαντινὸ λόγιο κείμενο δὲν ἐκδόθηκε ἕκτοτε μονοτονικὰ ἀπὸ ξένο ἢ Ἕλληνα ἑλληνιστὴ στὴν ἀλλοδαπή. Ακόμη κι ἐδῶ στὴν ῾Ελλάδα εἶναι μετρημένες στὰ δάκτυλα τοῦ ἑνὸς χεριοῦ οΙ περιπτώσεις ἔκδοσης μεταβυζαντινῶν δημωδῶν —ἀποκλειστικὰ— κειμένων μὲ τἡ μονοτονικό.4 Ἡ ἐπιφύλαξη αὐτὴ εἶναι εὔλογη, ἀφοῦ ἡ ἐκ τῶν ὑστέρων ἀφαίρεση τῶν τόνων ἀπὸ κείμενα ποὺ γράφτηκαν ἀπὸ τοὺς συγγραφεῖς τους πολυτονικἁ ἀποτελεῖ ὁλοφάνερα αὐθαίρετη ἀπογύμνωσή τους ἀπὸ ἕνα διακεκριμένο στοιχεῖο τῆς ἱστορικότητάς τους. Καλὰ νὰ θέλουμε νὰ ἀπαλλάξουμε ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους ἀπὸ τὸ ἄχθος τῆς πολυτονίας, ὄχι ὅμως καὶ νὰ θέλουμε νὰ ἀπαλλάξουμε ἀπὸ τὸ ἴδιο ἄχθος ἀναδρομικὰ καὶ ὅσους τὸ εἶχαν —ἀδιαμαρτύρητα, σημειωτέον— ὑποστεῖ. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι τόσο κατὰ τὴν συζήτηση στὴν Βουλή, ὁσο καὶ μεταγενέστερα —σὲ κείμενα πρωτεργατῶν τοῦ νεωτερισμοῦ— διατυπώνεται ἡ εὐχὴ ἢ ἡ ἐλπίδα ἢ καὶ ἡ αἰσιοδοξία ὅτι δὲν θὰ ἦταν παράλογο —ἀλλὰ ἀπεναντίας προοδευτικὸ καὶ σκόπιμο— τὸ μονοτονικὸ νὰ ἐπεκταθεῖ καὶ στὴν γραφὴ τῶν παλαιότερων φάσεων τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας.5 Ἀρκοῦσε μόνο νὰ πεισθοῦν οἱ ξένοι μελετητὲς τῆς γλώσσας καὶ τῆς φιλολογίας μας ὅτι ἐμεῖς ὡς οἱ μόνοι ἀπὸ ἀρχαιοτάτων χρόνων νόμιμοι κάτοχοι, προστάτες καὶ ρυθμιστὲς τῶν τυχῶν τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας ἔχουμε δίκιο. Καὶ ὡς μόνοι νόμιμοι ἰδιοκτῆτες τῆς ἑλληνικῆς ᾽Αρχαιότητας, μόνοι ἐμεῖς ἔχουμε τὸ δικαίωμα νὰ τροποποιοῦμε τὴν ἑλληνικὴ γραφὴ κατὰ τὸ δοκοῦν. Πρόκειται, βέβαια, γιὰ μιὰ τερατώδη αὐταπάτη, ποὺ ὅλοι γνωρίζουμε σὲ πόσα ἀδιέξοδα μᾶς ἔχει ὁδηγήσει. Τὸ σύνδρομο αὐτὸ τῆς ἰδιοκτησίας τοῦ προαιώνιοιυ ἑλληνισμοῦ βρίσκεται στὴν καρδιὰ τῆς μονοτονικῆς μεταβολῆς. Τὰ δυὸ κύρια ἐπιχειρήματα τῶν εἰσηγητῶν της, ποὺ θὰ τὰ ἐξετάσουμε συνοπτικὰ στὴ συνέχεια, εἷναι ἡ ἐπίκληση ἑνὸς ἀρχαιοελληνικοῦ ἄλλοθι καὶ ἡ χρησιμοθηρία, ἐκπαιδευτικὴ καὶ οἰκονομική. Τὸ ἐπιχείρημα ὅτι πρέπει νὰ γράφουμε μονοτονικά, γιατὶ ἔτσι ἔγραφαν καὶ οἱ ἀρχαῖοι μας πρόγονοι διατρέχει τὸ κείμενο τῶν Πρακτικῶν τῆς συζήτησης στὴ Βουλὴ τῶν Ἑλλήνων. Τὸ ἴδιο ἐπιχείρημα εἶχε διατυπωθεῖ καὶ δυὸ χρόνια νωρίτερα σἐ ψήφισμα συγκέντρωσης ποὺ εἷχαν ὀργανώσει στὸ Πολυτεχνεῖο ἡ Διδασκαλικὴ Ὁμοσπονδία Ἑλλάδος, ἡ Ὁμοσπονδία Λειτουργῶν Μέσης ᾽Εκπαιδεύσεως καὶ ἡ Ὁμοσπονδία Ἰδιωτικῶν Ἐκπαιδευτικῶν Λειτουργῶν Ἑλλάδος: «Καμιὰ ἱστορικὴ συνέπεια δὲν ἐπιβάλλει τὴν διατήρηση τοῦ πολυτονικοῦ, γιατὶ αὐτὸ εἶναι μεταλεξανδρινὸ κατάλοιπο καὶ δὲν ἀποτελεῖ κλασική μας παράδοση».6 Ἀπὸ τὰ Πρακτικὰ τῆς Βουλῆς, ἐπιλεκτικά: «Οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα δὲν ἦταν στοιχεῖα τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας... τὸ θέμα προέκυψε στοὺς ἑλληνιστικοὺς χρόνους»· ἀλλοῦ: «Τὸ προηγούμενο σύστημα βασάνισε ὅχι μόνο τὴν Παιδεία ἀλλὰ καὶ τὸν Ἑλληνικὸ Λαὸ γιὰ δύο χιλιάδες χρόνια»· ἀλλοῦ: «Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες ἔγραφαν μὲ κεφαλαῖα γράμματα καὶ δὲν χρησιμοποιοῦσαν τόνους»· ἀλλοῦ: «στὸ κάτω κάτω, τοὺς τόνους καὶ τὰ πνεύματα δὲν τὰ κληρονομήσαμε ἀπὸ τὴν Ἀρχαιότητα. Εἶναι νεώτερα, ἀλεξανδρινά. Καὶ ἂν τὰ καταργήσουμε, τὰ κείμενά μας θὰ μοιάζουν περισσότερο μὲ τὰ ἀρχαῖα ποὺ ἦταν ἅτονα καὶ ἀπνευμάτιστα» —παράθεμα ἀπὸ τὸν Ξενόπουλο—, καὶ ἀλλοῦ: «οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα δὲν εἶναι στοιχεῖα ἐγγενῆ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας. Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες ἔγραφαν μὲ κεφαλαῖα, χωρὶς πνεύματα καὶ τόνους».7 Τὸ τελευταῖο αὐτὸ ἀπὸ τὴν ἔκθεση τῶν ἐμπειρογνωμόνων, ποὺ εἰσηγήθηκε τὴ μεταβολή. Κανεὶς ἀπὸ τοὺς πολεμίους τοῦ πολυτονικοῦ δὲν ἐπισημαίνει ὅτι οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα, κι ἂν δὲν ἦταν ἀνέκαθεν, ἕγιναν κάποτε «ἐγγενῆ στοιχεῖα τῆς ἑλληνικῆς γραφῆς», στὴν ἀρχὴ σποραδικὰ καὶ χωρὶς συνέπεια, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν Ἀλεξανδρινῶν γραμματικῶν ὣς καὶ τὴν ἐκπνοὴ τῆς κεφαλαιογράμματης βυζαντινῆς γραφῆς, ὁπότε οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα εἶχαν, ὄπως καὶ ἀργὀτερα, χαρακτήρα χρηστικὸ καὶ πρακτικὸ καὶ ὄχι μουσικό, καθὼς διαχώριζαν τὶς λέξεις καὶ τὶς ἀναγνωστικὲς ἑνότητες μεταξύ τους, διευκολύνοντας ἔτσι τὴν ἀνάγνωση, ποὺ ἦταν κατὰ κανόνα φωναχτή.8 Ὁ ἔνατος αἰώνας, ποὺ μνημονεύεται τόσο καταδικαστικὰ στὰ Πρακτικὰ τῆς Βουλῆς, εἶναι στὴν πραγματικότητα ὁ αἰώνας μιᾶς μεγάλης πολιτισμικῆς ἐπανάστασης, τῆς εἰσαγωγῆς τῶν μικρογράμματων χαρακτήρων, πού, ἐπιταχύνοντας τὴν γραφή, εἶχε ὡς συνέπεια τὸν πολλαπλασιασμὸ τῶν διαθεσίμων βιβλίων στὸ Βυζάντιο, τὴν αὕξηση τῶν ἀναγνωστῶν καὶ γενικὰ τὴν διάδοση τῆς παιδείας.9 Τὸ πολυτονικὸ σύστημα ποὺ χρησιμοποιήθηκε ἔκτοτε γιὰ λόγους ἱστορικῆς παράδοσης καὶ ποὺ διατηρήθηκε ἀπὸ τὴν ἀδράνεια, ἐξυπηρετώντας πάντως τὴν εὐχερέστερη ἀνάγνωση τῶν κειμένων, ἦταν στὶς βασικὲς παραμέτρους του τὸ ἴδιο ποὺ χρησιμοποιούσαμε κι ἐμεῖς ὣς τὸ 1982. Ἡ ἀναγωγὴ στοὺς ἀρχαίους ἡμῶν προγόνους, ποὺ δὲν τόνιζαν οὔτε ἐπνευμάτιζαν ὅπως ἐμεῖς, τοὺς ἀποκλειστικὰ κεφαλαιογράμματους χαρακτῆρες ποὺ χρησιμοποιοῦσαν —τοὺς ὁποίους, σημειωτέον, οὔτε κι ἐμεῖς οἱ Νεοέλληνες τονίζαμε ἢ πνευματίζαμε: δὲν ἔχω δεῖ ποτέ μου κεφαλαιογράμματο ΚΑΦΕΝΕΙΟΝ μὲ περισπωμένη. Ἡ ἀναγωγὴ λοιπὸν αὐτὴ ἧταν ἀπὸ χρόνια, καὶ προφανῶς ἐξακολουθοῦσε νὰ εἶναι, βασικὸ συστατικὸ τῆς νεοελληνικῆς ἰδεολογίας, ποὺ μὲ μεγάλη εὐκολία ἀγκιστρώνεται μαζικὰ στὴν ἑλληνικὴ Ἀρχαιότητα, παραμερίζοντας μὲ ἀριστοκρατικὴ ἀπέχθεια ἢ ἁπλῶς ἀγνοώντας τὸ μεγάλο διάστημα τῶν ἐνδιάμεσων αἰώνων ποὺ πρέπει νὰ διανυθοῦν γιὰ νὰ φτάσουμε ὣς ἐκεῖ.10 Τὸ ἀρχαιοελληνικὸ ἄλλοθι τῶν μονοτονιστῶν δὲν διαφέρει πάρα πολὺ ἀπὀ τὴν ἐπίκληση τῶν ἀρχαίων ἡμῶν προγόνων στοὺς δεκάρικους ποὺ ἐκφωνοῦνταν ὣς τὴν ἐκπνοὴ τῆς δικτατορίας. Αὐτὴ καὶ μόνο ἡ ἐπίκλησή του ὡς ἐπιχειρήματος ἀκύρωσε τὴν προβαλλόμενη ἐξίσωση μονοτονικὸ = προοδευτικὸ καὶ πολυτονικὸ = συντηρητικό.11 Ὁ παραμερισμὸς τοῦ ἀξιολογότατου μεσαιωνικοῦ πολιτισμοῦ μας —ποὺ ἐκτὸς ἀπὸ τὴν περισπωμένη καὶ τὰ πνεύματα, μᾶς διατήρησε καὶ ὁλόκληρη τὴν Ἀρχαιότητα, γιὰ τὴν ὁποία τόσο κομπάζουμε—, εἶναι ὄχι μόνο ἀντιϊστορικὸς ἀλλά, τελικά, καὶ ἀντιπατριωτικός. Οἱ νέοι Ἕλληνες δὲν εἴμαστε ἀπόγονοι τοῦ Ὁμήρου, τοῦ Πλάτωνα καὶ τοῦ Περικλῆ —τουλάχιστο ὄχι σὲ τόσο εὐθεῖα γραμμὴ ὄσο καμαρώνουμε— ἀλλὰ τῶν ἑλληνόφωνων πολιτῶν τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, τοῦ ἔθνους τῶν Ρωμιῶν, ποὺ κυριάρχησαν στὴν ἑλληνικὴ Ἀνατολή. Κι ὅλοι αὐτοὶ οἱ πρόγονοί μας, ἀπὸ τὴν μέση βυζαντινὴ περίοδο καὶ πέρα, χρησιμοποιοῦσαν ἀπαρέκκλιτα τὸ πολυτονικό, ποὺ ἀριθμεῖ ἱστορία δεκατριῶν ὁλόκληρων αἰώνων. Οἱ Προνεοέλληνες αὐτοὶ θεωροῦσαν τὸ πολυτονικὸ ἀναπόσπαστο στοιχεῖο τῆς γλώσσας τους, ποὺ τὴν μάθαιναν ἑνιαῖα καὶ χωρὶς περικοπές, καὶ δὲν εἶχαν ποτὲ διανοηθεῖ νἁ τὴν ἀλλάξουν. Ἀκόμη καὶ οἱ ὀλιγογράμματοι, ποὺ ἀγωνίζονταν νὰ χαράξουν ἀνορθόγραφα τὰ γράμματά τους, σχεδὸν ποτὲ δὲν ξεχνοῦσαν τὰ πνεύματα καὶ τοὺς τόνους, χρησιμοποιώντας τα λειψὰ καὶ σφαλερά, πάντως χρησιμοποιώντας τα. Ἀκόμη καὶ οἱ τουρκόφωνοι Καραμανλῆδες τῆς Καππαδοκίας, ποὺ τύπωναν τὰ βιβλία τους μὲ ἑλληνικοὺς χαρακτῆρες στὰ τουρκικά, δὲν παρέλειπαν νὰ σημειώνουν τὰ πνεύματα καὶ τοὺς τόνους. Τὸ ἴδιο ἴσχυσε καὶ στὶς δυὸ παραδόσεις τοῦ πολιτισμοῦ μας, στὴν λόγια καὶ στὴν δημώδη, στὴν πρώτη περισσότερο, στὴν δεύτερη λιγότερο. Ὣς τὴν μοιραία ἐκείνη συνεδρία τῆς Βουλῆς. Οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα ὑπῆρξαν ἕνα συστατικὸ τῆς πολιτισμικῆς μας παράδοσης —τῆς ἴδιας ἐκείνης παράδοσης ποὺ ἔχουμε τοποθετήσει στὸ ἐθνικὸ είκονοστάσι— καί, παρὰ τὴν ὁμολογημένη ἀντικειμενικὴ ἀχρηστία τους, δὲν ἦταν περισσότερο ἄχρηστα ἀπὸ σημάδια ποὺ σημειώνονται στὴν γραφὴ ἀλλων μεγαλύτερων καὶ δυσκολότερων στὴν γραφὴ γλωσσῶν. Τὸ περίεργο εἶναι —καὶ ἀξίζει νὰ τονιστεῖ— ὅτι ἡ κατάργηση τοῦ πολυτονικοῦ καὶ ἡ εἰσαγωγὴ τοῦ μονοτονικοῦ δὲν ἀποτέλεσε ποτὲ λἁϊκὸ αἴτημα ἢ γενικευμένη ἀπαίτηση τῶν Ἑλλήνων διανοουμένων. Θεσμοθετήθηκε σὲ ἔνα πολιτικοϊδεολογικὸ κενό, ποὺ δυστυχῶς συνεχίζεται ἐπιτεινόμενο ὡς προέκταση τοῦ ἀσυνάρτητου ἐθνικισμοῦ καὶ τῆς ὁλέθριας καθαρεύουσας τοῦ Παπαδόπουλου, χωρὶς νὰ συζητηθεῖ εὐρύτερα ἢ νὰ ζητηθεῖ ἡ γνώμη καὶ ἄλλων ἀρμοδίων, ὀπως εἷχε συμβεῖ σὲ παρόμοιες περιπτώσεις στὴν Σοβιετικὴ Ἕνωση, στὴν Γαλλία, στὴν Ἱσπανία καὶ ἀλλοῦ. Δὲν εἶναι καθόλου ἀκριβὲς αὐτὸ ποὺ εἰπώθηκε στὴν Βουλή, ὅτι πρόκειται «γιὰ μιὰ οὐσιαστικὴ ἐπανάσταση ποὺ χρόνια οἱ προοδευτικοὶ ἄνθρωποι τοῦ τόπου μας ἀγωνίζονταν νἀ ἐπιβάλουν».12 Οὔτε ὁ παρατιθέμενος κατάλογος Νεοελλήνων ποὺ κατὰ καιροὺς εἰσηγήθηκαν τὴν ἁπλοποίηση τοῦ τονισμοῦ καὶ τῆς ὀρθογραφίας εἶναι ἐντελῶς πειστικός. Καλοπροαίρετοι καὶ ἀξιόλογοι οἱ περισσότεροι, δύσκολα θὰ μποροῦσαν νὰ καταταγοῦν συλλήβδην στοὺς στενότερα ἐννοούμενους «προοδευτικοὺς ἀνθρώπους τοῦ τόπου μας»: οἱ ἀκαδημαϊκοὶ λ.χ. διδάσκαλοι Αἰγινίτης, Ἄμαντος, Ἀναγνωστόπουλος, Μπαλάνος καὶ Καλιτσουνάκης, καὶ ὁ κορυφαῖος τῶν γλωσσολόγων μας, ὁ Γεώργιος Χατζιδάκις, ὁ Ξενόπουλος καὶ μερικοὶ ἄλλοι λιγότερο γνωστοί,13 καὶ ἐπίσης ἀνάμεσά τους καὶ ὁ μέγιστος τῶν φιλολόγων τοῦ αἰώνα μας, ὁ Γερμανὸς Wilamowitz.14 Σὲ κάθε ὅμως περίπτωση, ἀκόμη καὶ στὴν περίπτωση τοῦ Wilamowitz καὶ τῶν ἅλλων «προοδευτικῶν» —χρησιμοποιῶ ἐδῶ γιὰ τελευταία φορὰ τὰ εἰσαγωγικά, ἂν καὶ τὰ ἐννοῶ κάθε φορὰ ποὺ κάνω λόγο γιὰ προοδευτικοὺς καὶ συντηρητικοὺς— ἡ ὑπόθεση ἔμενε στὴν μἐση ἢ ἦταν ἕνα ἁπλὸ εὐχολόγιο γιὰ κάποιο ἀπροσδιόριστο μέλλον. Ἔμενε στὴν μέση, γιατί, ὅπως εἰπώθηκε ἤδη, δὲν ὑπῆρξε ποτὲ λαῖκὸ αἴτημα. Κορυφαῖοι Νεοέλληνες, ἄλλοι λιγότερο ἄλλοι περισσότερο προοδευτικοί, ὅπως παλαιότερα ὁ ᾽Ιωάννης Βηλαρᾶς καὶ ὁ Ἀλέξανδρος Πάλλης, ὁ Νίκος Καζαντζάκης καὶ ἀργότερα ὁ Δημήτρης Γληνός, ὁ Μανόλης Τριανταφυλλίδης καὶ ὁ Γιάννης Κακριδής, χρησιμοποιοῦσαν οἱ ἴδιοι τὸ μονοτονικὸ στὰ γραπτά τους, ἀπὸ πεποίθηση χωρὶς ἅλλο, ἀλλὰ λιγάκι καὶ γιὰ νὰ ταράξουν τὰ νερά. Περισσότερο ἀπὸ ὄλους προχώρησε καὶ ὑπῆρξε συνεπὴς ὁ Γιάννης Κακριδής, προικισμένος φιλόλογος καὶ δάσκαλος δραστικός, ποὺ εἷχε τὴν ἀτυχία νὰ ἐμπλακεῖ στοὺς σχολαστικοὺς καὶ ἀρχαιομανεῖς μαιάνδρους τῶν συναδέλφων του τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν. ῾Η χούντα συμπαρέσυρε καὶ τὴν λόγια ἑλληνικὴ γλῶσσα στὴν κατάρρευσή της, καὶ ἄφησε ἀνοιχτὸ τὸ πεδίο γιὰ τὴν θριαμβευτικὴ ἐπικράτηση τῆς δημοτικῆς. Ἡ καθιέρωση μάλιστα τῆς δημοτικῆς ἔγινε ἀπὸ τὴν συντηρητικὴ παράταξη. Στὴν προοδευτικὴ δὲν ἕμεναν πολλὰ περιθώρια ρηξικέλευθων γλωσσικῶν πρωτοβουλιῶν καὶ ἔγινε ἀμέσως φανερὸ ὅτι τὸ πολυτονικὸ θὰ ἧταν τὸ ἔσχατο πρὸς ἐκπόρθηση ὁχυρό. Αντίσταση καμιὰ δὲν ὑπῆρχε. Οἱ σημαντικότεροι διανοούμενοι, ὅσοι εἶχαν ἀπομείνει ὄρθιοι, εἶχαν τεθεῖ στὰ περιθώριο. Στὸ ἀνοιχτὸ αὐτὸ πεδίο ἄρχισαν νὰ ἀναπτύσσονται διάφορα δημοτικιστικἀ κινήματα, μὲ πολιτικὸ ἢ κομματικὸ χαρακτήρα τὰ περισσότερα ἢ ἁπλῶς μὲ τἀ γλωσσικὰ ἄγχη καὶ τὰ αἰσθήματα καταπίεσης τοῦ πρόσφατου καὶ τοῦ ἀπώτερου παρελθόντος. Ἀπὸ τὸν τελευταῖο αὐτὸν ἀναβρασμὸ ἀναδύθηκε ἐνα παντοδύναμο γλωσσικὸ κίνημα, ποὺ μπορεῖ νὰ ἀποκληθεῖ εὐέξαπτος δημοτικισμός, ἕνα εἶδος ἀνάποδου μιστριωτισμοῦ, μὲ καταβολὲς στὀν ἐκπαιδευτικὸ καὶ θεωρητικὸ δημοτικισμὸ κυρίως τῆς Θεσσαλονίκης, ἀλλὰ ὄχι μόνο. Θιασῶτες τοῦ εὐέξαπτου αὐτοῦ δημοτικισμοῦ —μὲ χαρακτηριστικὰ τὴν μανία καταδίωξης, τὸ κυνήγι φαντασμάτων συντηρητικῶν κινδύνων, τὸ ἀλάθητο, τὴν εὐθιξία καὶ τὰν ἀγωνιστικὸ φανατισμὸ— θιασῶτες του λοιπὸν ἦταν μερικοὶ ἀπὸ τοὺς πρωταγωνιστὲς τῆς εἰσαγωγῆς τοῦ μονοτονικοῦ. Τὸ πνεῦμα τῆς γλωσσικῆς ἀσυδοσίας, ποὺ καλλιεργήθηκε ἔκτοτε καὶ ποὺ ἔχει φέρει τὴν δημοτική μας γλῶσσα στὸ χεῖλος τῆς κατάρρευσης καὶ τῆς παρακμῆς, εἶναι τὸ ἐπιγέννημα γλωσσικῶν φανατισμῶν ἐναντίον ἀνύπαρκτων ἀντιπάλων καὶ ἐχθρῶν. Πολλὰ ἀπὸ τὰ ὀνόματα ποὺ μνημονεύονται ὡς ἐμπνευστές, συνήγοροι, θεωρητικοὶ καὶ ἀγωνιστὲς τοῦ μονοτονικοῦ εἶναι, βέβαια, ἀξιόλογα καὶ σεβάσμια. Δὲν ἀναφέρεται ὄμως σχεδὸν ποτὲ ποιοὶ δὲν ἦταν ὀπαδοί του. Οἱ περισσότεροι, ἐξίσου σοβαροὶ καὶ σεβάσμιοι καὶ δημοτικιστὲς μὲ παράδοση, ὅπως λ.χ. ὁ Παλαμᾶς, ὁ Σικελιανός, ὁ Σεφέρης, ὁ Ἐλύτης καὶ πλῆθος ἄλλων, δὲν ὑπῆρξαν ποτὲ θιασῶτες ἢ συνήγοροι τοῦ μονοτονικοῦ. Καὶ εἶναι χαρακτηριστικὸ τῆς ψευδοεξίσωσης τοῦ προοδευτισμοῦ μὲ τὸ μονοτονικὸ ὅτι οἱ σφοδρότεροι ἀντίπαλοί του δὲν ὑπῆρξαν οἱ λογιώτατοι, οἱ πρώην καθαρευουσιάνοι, οἱ ὁποῖοι ἁπλῶς ὑπεχώρησαν στὰ κελύφη τους καὶ δὲν δέχονται καμιὰ ἐπαφὴ μὲ τὴν διαμορφωμένη πιὰ γλωσσικὴ πραγματικότητα, ποὺ ἁπλῶς τὴν βδελίσσονται καὶ τὴν ἐξορκίζουν —εἶναι οἱ παλιοημερολογίτες τοῦ γλωσσικοῦ. Ἀντίπαλοί του ὑπῆρξαν ἀρκετοὶ ἀξιόλογοι διανοούμενοι τοῦ προοδευτικοῦ χώρου μὲ ἀγωνιστικὸ παρελθὸν καὶ μὲ καλλιέργεια, ὅπως λ.χ. ὁ Κορνήλιος Καστοριάδης, ὁ Νικηφόρος Βρεττάκος, ὁ Δημήτριος Λουκᾶτος καὶ ἕνα σημαντικὸ τμῆμα τῆς σύγχρονης νεοελληνικῆς διανόησης, ἀριστερῆς καὶ ὑπεράνω κομμάτων. Ἕνας μάλιστα ἀπὸ τοὺς νέους διανοουμένους τῆς ἀριστερᾶς, ὁ Ἄγγελος Ἐλεφάντης, ἔγραψε σὲ χρόνο ἀνύποπτο, τὸν Μάρτιο-Απρίλιο τοῦ 1979, ἕνα ἀπὸ τὰ σοβαρότερα ἀντιμονοτονικὰ κείμενα ποὺ ἕχουν γραφτεῖ, ὄπου, ἀντικρούοντας εὔγλωττα τὰ μονοτονικὰ ἐπιχειρήματα, στηλιτεύει ἀνάμεσα σὲ ἅλλα τὴν ἀρχαιοπληξία καὶ τὴν ἀφελὴ προγονολογία.15 Σταματῶ ἐδῶ, γιατὶ σκοπός μου δὲν εἶναι νὰ παρουσιάσω τὴν προβληθεῖσα καὶ τὴν προβαλλόμενη ἐπιχειρηματολογία καὶ ἀντεπιχειρηματολογία. Αὐτὸ θὰ ἦταν ἄσκοπο. Ἡ ὑπόθεση εἶναι κερδισμένη ἀναπότρεπτα καὶ ὁριστικὰ ἀπὀ τὴν μονοτονία. Σκοπός μου, ὅπως εἶπα καὶ στὴν ἀρχή, εἶναι ἁπλῶς νὰ περιγράψω τὸ γεγονός, τοποθετώντας το συνάμα στὰ ἱστορικά του συμφραζὁμενα καὶ ἀνιχνεύοντας τὰ αἴτιά του, ἔτσι, γιὰ τὴν ἱστορία. Δεύτερο ἐπιχείρημα τῶν εἰσηγητῶν ἦταν ἡ ἐκπαιδευτικὴ ἀνακούφιση τῶν μαθητῶν. Ἡ χρήση τῶν πνευμάτων καὶ τῶν τόνων «μαραίνει τὸ πνεῦμα, δεσμεύει τὴ σκέψη, ναρκοθετεῖ τὴν μάθηση καὶ κλονίζει τὴν ἐμπιστοσύνη τῶν παιδιῶν πρὸς τὸ σχολεῖο». «Τὰ παιδιά, γράφει ἄλλος, θὰ λυτρωθοῦν ἀπὸ τὸ ἄγχος τῆς ἀνορθογραφίας ποὺ τὰ κατέχει ἀπὸ τὴν πρώτη τάξη ὣς τὴν τελευταία. Καὶ ἔτσι θὰ μπορέσουν νὰ ἐκφράσουν πιὸ ἄμεσα τὸν ἑαυτό τους καὶ περισσότερο ἀληθινά. Μὲ τὴν ἀποδέσμευση τῆς ἐκφραστικῆς του δύναμης θὰ δραστηριοποιηθεῖ ἡ νοημοσύνη τους καὶ θὰ βελτιωθεῖ ἡ ἀπόδοσή τους».16 Ὕστερα ἀπὸ δέκα τρία συναπτὰ χρόνια ἐφαρμογῆς του ὑπάρχουν στοιχεῖα ποὺ νὰ δείχνουν ὅτι συνέβησαν αὐτὰ τὰ θαυμάσια; Κανένα ἀπολύτως. Τὸ ἀντίθετο, μάλιστα. Ἀπὸ ἔγκυρους ἐκπαιδευτικοὺς κύκλους πληροφοροῦμαι ὅτι τὴν τελευταία δεκαπενταετία 30 περίπου τοῖς ἐκατὸ τῶν ἀποφοίτων τῶν δημοτιτκῶν μας σχολείων εἶναι λειτουργικὰ ἀγράμματοι, δὲν γνωρίζουν δηλαδὴ νὰ γράφουν ἢ νὰ διαβάζουν ἢ καὶ τὰ δυό. Καὶ εἶναι πρόσφατα τὰ ἀποτελέσματα τοῦ πανελλήνιου διαγωνισμοῦ γιὰ τὴν προσληψη δημόσιων ὑπαλλήλων, ὅπου ἔγραψαν πάνω ἀπὸ τὴν βάση μόνο οἱ 7 στοὺς 100 ὑποψηφίους. Σημειώνω ἐν παρόδῳ ὅτι τὰ ἀναγραφρόμενα στὰ Πρακτικὰ τῆς Βουλῆς ποσοστὰ ἀποτυχίας τῶν εἰσαγωγικῶν ἐξετάσεων τοῦ 1977 εἶναι πολὺ κατώτερα ἀπὸ τὰ ποσοστὰ ἀποτυχίας τοῦ φετινοῦ (1995) διαγωνισμοῦ δημόσιων ὑπαλλήλων.17 Ἕνας ἄλλος ἀριθμὸς ποὺ μνημονεύεται συχνὰ στὰ Πρακτικὰ τῆς Βουλῆς εἶναι ὅτι, ὅπως ὑπολογίζεται, ὁ μαθητὴς τοῦ Δημοτικοῦ καὶ τοῦ Γυμνασίου χρειάζεται περίπου 6.000 ὧρες καὶ περισσότερο, γιὰ νὰ διδαχθεῖ τὰ πνεύματα καὶ τοὺς τόνους ἤ, πιθανὸν ὀρθότερα, 6.000 ὧρες γιὰ τὴν γραμματικὴ τῆς γλώσσας μας, «ἀπὸ τὶς ὁποῖες 3.000 ἀφιερώνονται στὸν δῆθεν ὀρθὸ τονισμό».18 Ἀριθμοὶ ἐξωπραγματικὰ ὑψηλοί, ἂν ὑπολογιστεῖ ὅτι τὸ σύνολο τῶν διδακτικῶν ὡρῶν ἑνὸς ἔτους δὲν μπορεῖ νὰ ὑπερβαίνει τὶς 1.000-1.200 ὧρες. Δηλαδή, γιὰ τοὺς κανόνες τοῦ τονισμοῦ ἀπαιτοῦνται 5-6 περίπου διδακτικὰ ἔτη στὸ σύνολό τους; Κάπου κάποιος ἔχει κάνει λάθος. Καὶ ἐπίσης, ἀναφέρονται οἱ ἀριθμοὶ τῶν 80 κανόνων ὀρθογραφίας καὶ τῶν 213 διαφορετικῶν στοιχείων στὰ πληκτρολόγια τῆς στοιχειοθεσίας.19 Δὲν ἀμφιβάλλει κανεὶς ὅτι χωρὶς κανόνες τονισμοῦ καὶ ὀρθογραφίας ἡ μάθηση τῆς ἑλληνικῆς γραφῆς εἶναι εὐκολότερη. Ἀναλογίστηκε ὅμως ποτὲ κανεὶς τὸν μαθητὴ ποὺ μαθαίνει κινεζικά, ἰαπωνικὰ ἢ κορεατικά, γιὰ νὰ ἀναφέρω τρεῖς μόνο χῶρες ποὺ τὸ μορφωτικό τους ἐπίπεδο ὁπωσδήποτε δὲν εἶναι κατώτερο τοῦ δικοῦ μας; Καὶ εἶναι ἠ ὀρθογραφία μας δυσκολότερη ἀπὸ τὴν ὀρθογραφία τῆς ἀγγλικῆς γλώσσας; Μήπως τὸ γεγονὸς ὅτι, ὅπως λέγεται, οἱ ἀσιατικῆς καταγωγῆς μαθητὲς εἶναι στατιστικὰ οἱ ἐξυπνότεροι στὸν κόσμο, δὲν δείχνει ὅτι ἡ μεγάλη δυσκολία, ἀσύγκριτα μεγαλύτερη ἀπὸ τὴν δική μας, τῆς ἐκμάθησης τῶν κανόνων ὀρθογραφίας τῶν γλωσσῶν τους δὲν τοὺς ἔχει ἐπηρεάσει ἀρνητικά; Ἡ διδασκαλία τῶν κανόνων τοῦ ἑλληνικου τονισμοῦ ἦταν ἡ διδασκαλία τῶν κανόνων τῆς ἐκμάθησης ἑνὸς συστήματος, στὸ ὁποῖο ἔπρεπε ἀναγκαστικὰ νὰ προσαρμόζεται ἡ πράξη τῆς γραφῆς μὲ τὴν δοκιμὴ καὶ τὸ λάθος. Ἦταν μιὰ ἄσκηση διανοητικῆς πειθαρχίας, μιὰ κλασσική, νομίζω, διαδικασία μάθησης καὶ ἐπίλυσης προβλημάτων. Ὅπως γράφει καὶ ὁ Ἐλεφάντης, «ἡ ψυχοδιανοητικὴ διαδικασία τῆς μάθησης εἷναι ἐξίσου εὔκολη ἢ ἐξίσου δύσκολη καὶ μὲ τὴν ψιλὴ καὶ μὲ τὴν περισπωμένη.20 Οὐσιαστικὰ ὅμως εἰσηγητὲς τοῦ μονοτονικοῦ δὲν ἦταν οὔτε οἱ ἰδεαλιστὲς τοῦ φανατισμένου δημοτικισμοῦ οὔτε οἱ κηδόμενοι γιὰ τὴν μάθηση τῶν Ἐλληνοπαίδων ἢ οἱ νοσταλγοὶ μιᾶς μακρινῆς μαγικῆς Ἀρχαιότητας. Εἰσηγητές του ὑπῆρξαν κατὰ κύριο λόγο οἱ ἐπιχειρηματίες τῶν ἐφημερίδων καὶ κατὰ δεύτερο λόγο, ἀπὸ τὰ παραστήνια, οἱ τεχνοκράτες, καὶ μάλιστα οἱ τεχνοκράτες τῆς πληροφορικῆς. Μὲ πρωτοπόρο τὴν Μακεδονία τῆς Θεσσαλονίκης δὲν ἄργησαν καὶ ἀρκετὲς ἐφημερίδες τῆς Ἀθήνας —Καθημερινή, Βῆμα, Ἐλευθεροτυπία, Ἔθνος κ.ἅ.— νὰ υἱοθετήσουν μία sui generis μορφὴ μονοτονικοῦ, πολὺ προτοῦ συγκινηθοῦν οἱ μαχητὲς τοῦ μονοτονικοῦ καὶ οἱ ἁρμόδιοι νομοθέτες.21 Ἀπορῶ λίγο μὲ τοὺς ἀριθμοὺς ποὺ μνημονεύονται στὰ Πρακτικὰ τῆς Βουλῆς, ὄπου ὑπολογίζεται ἐπωνύμως ἡ κατὰ τὰ 2/3 ἐξοικονόμηση χρόνου καὶ χρήματος στὶς ἐφημερίδες ἀπὸ τὴν κατάργηση τῶν τόνων καὶ τῶν πνευμάτων, γιατὶ ἔτσι μειώνονται ἀντίστοιχα οἱ κινήσεις τοῦ στοιχειοθέτη, τὰ τυπογραφικὰ λάθη καὶ οἱ διορθώσεις. Τὸ ἐξοικονομούμενο ποσὸν ἕνας δημοσιογράφος τὸ ἀνέβαζε τὸ 1972 σὲ πέντε δισεκατομμύρια. Ὑπολογίστηκε, ἐπίσης, ὅτι μὲ τὴν κατάργηση τῶν πνευμάτων καὶ τῶν πολλῶν τόνων οἱ δαπάνες γιὰ τὴν στοιχειοθέτηση καὶ τὴν ἐκτύπωση θὰ περιορίζονταν κατὰ 40%.22 ῾Ο πρῶτος ἀριθμὸς τῶν πέντε δισεκατομμυρίων δὲν εἶναι σαφὲς ἂν ἀναφέρεται στὴν ἐκτύπωση μιᾶς ἢ τοῦ συνόλου τῶν ἐφημερίδων τὸ 1972, μιᾶς ἡμέρας ἢ περισσότερων· ἕτσι κι ἀλλιῶς δὲν μπορεῖ νὰ ἰσχύει, ἀφοῦ ὑπολογίζεται μὲ βάση μιὰ τεχνολογία ποὺ εἶναι σήμερα ἐντελῶς ξεπερασμένη. Οἱ στοιχειοθέτες τῶν ἐφημερίδων τείνουν πιὰ νὰ ἀντικατασταθοῦν ἀπὸ τοὺς χειριστὲς ἡλεκτρονικῶν πληκτρολογίων, ποὺ κάνουν ἄλλου εἴδους, οἰκονομικότερες κινήσεις, εἰδικότερα στὴν διόρθωση. Οὔτε ὅμως τὸ 40% ὡς ἐξοικονόμηση σὲ σχέση μὲ τὸ συνολικὸ κόστος τῆς παλαιᾶς ἐκτύπωσης μπορεῖ νὰ εἶναι σωστό. Μὲ τὴν εἰσαγωγὴ τοῦ μονοτονικοῦ ἡ ἐξοικονόμηση τὥν κινήσεων πληκτρολόγησης δὲν μπορεῖ νὰ ὑπερβαίνει τὸ 15%, ἀσήμαντη δηλαδὴ ἐπιβάρυνση σὲ σχέση μὲ τὸ συνολικὸ κόστος τῆς ἔκδοσης μιᾶς ἐφημερίδας. Παρατηρῶ ὅτι ἡ ραγδαία ἐξάπλωση τῶν ἠλεκτρονικῶν ἐπεξεργαστῶν κειμένου, ποὺ ἕχουν σχεδὸν πλήρως ὑποκαταστήσει τὶς γραφομηχανὲς —καὶ ἀναμένεται ὅτι θὰ τὶς ὑποκαταστήσοον πλήρως ὣς τὸ 2000— εἶναι εὐεργετικὴ γιὰ ὅσους συνεχίζουν νὰ χρησιμοποιοῦν τὸ πολυτονικό. Ὑπῆρξε ἐποχὴ ποὺ ἦταν δύσκολο νὰ βρεθεῖ στὴν ἀγορὰ γραφομηχανὴ μὲ τόνους καὶ πνεύματα, πρᾶγμα ποὺ δημιουργοῦσε ἕνα εἷδος καταταναγκασμοῦ χρήσης μονοτονικῶν μόνο μηχανημάτων γραφῆς. Μὲ τοὺς ἐπεξεργαστὲς κειμένων εἶναι πιὰ πολὺ εὔκολο νὰ ἐγκατασταθοῦν ἐναλλακτικὰ προγράμματα, πολυτονικὰ ἢ μονοτονικά. ῾Υπάρχει δηλαδὴ τουλάχιστο ἡ δυνατότητα ἐπιλογῆς. Καί, ὅπως εὔκολα διαπιστώνεται ἀπὸ τὴ ἀνάγνωση τοῦ προγράμματος τοῦ Συνεδρίου, ὁλοένα καὶ περισσότερες πολυτονικὲς γραμματοσειρὲς σχεδιάζονται καὶ βγαίνουν στὴν ἀγορά. Καὶ δὲν εἶναι ἴσως ἀνάγκη νὰ συμπληρώσω ὅτι ἡ θριαμβεύουσα ἰδιωτικὴ πρωτοβουλία καὶ ἡ παντοδυναμία τῶν ὁλοένα ἰσχυρότερων συγκροτημάτων τύπου ἐπιβάλλονται, τώρα πολὺ εὐκολότερα ἀπὸ πρὶν σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα. Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι τὸ μέλλον ἀνήκει πιὰ στὸ μονοτονικό. Ὁ καταιγισμὸς τῶν ΜΜΕ, ἡ διδασκαλία στὸ σχολεῖο, οἱ πληθυνόμενες ὀπτικὲς ἐντυπώσεις ἔχουν ἤδη δημιουργήσει ἐθισμοὺς ποὺ δὲν ἀνατρέπονται. Πρέπει, ὡστόσο, νὰ σημειωθεῖ ὅτι τὸ μονοτονικὸ συνάντησε καὶ συναντᾶ ἀκόμη ἰσχυρὲς ἀντιστάσεις καὶ ἀπέχει πολὺ ἀπὸ τὸ νὰ ἔχει πλήρως ἐπιβληθεῖ. Δὲν ἔχω ὑπόψη μου στατιστικές, ἔχω μόνο ὑπόψη μου μιὰ παλιὰ μέτρηση —τοῦ 1986— ὅπου ἀναφέρεται ὅτι τὸ μονοτονικὸ ἔχει ἐπεκταθεῖ καὶ καθιερωθεῖ στὰ 67% τῶν ἐντύπων —τὸ ἀτονικὸ στὰ 15%— ἐνῶ τὸ πολυτονικό, σὲ διάφορες παραλλαγές του, παραμένει στὰ 18%.23 Περισσὁτερο ὅμως ἀπὸ τὴν ποσότητα ἔχει σημασία ἡ ποιότητα. Ὅλοι σχεδὸν οἱ ἐκδοτικοὶ οἷκοι ἐκδίδουν βιβλία τους καὶ σὲ πολυτονικὸ ἢ κυρίως σὲ πολυτονικό, ποὺ τὸ προτιμοῦν, ὅπως φαίνεται, πολλοὶ ἀπὸ τοὺς πιὸ ἔγκριτους σύγχρονους συγγραφεῖς καὶ διανοουμένους μας, ἴσως οἱ περισσότεροι. Ὁλόκληροι τομεῖς τῆς κοινωνίας —μὲ ἰσχυρότερο τὴν Ἐκκλησία— δὲν ἕχουν υἱοθετήσει τὸ μονοτονικό. Εἶναι ἐνδιαφέρον ὄτι τὸ πολυτονικὸ τὸ χρησιμοποιοῦν ὅλοι σχεδὸν οἱ νέοι ποιητὲς καὶ ὁλοένα περισσὁτεροι νέοι διανοούμενοι.24 Ἀναφέρονται ἐπίσης καὶ ὁρισμένα πειραματικὰ δεδομένα, ποὺ μοῦ εἶναι δύσκολο νὰ ἐγγυηθῶ γιὰ τὴν ἐγκυρότητά τους, παρόλο ποὺ λέγεται ὅτι προέρχονται ἀπὸ ἐπιστημονικὲς ἔρευνες: Μιὰ πρώτη ἔρευνα, ποὺ ἔγινε στὸ Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, κατέληξε στὸ συμπέρασμα ὅτι ὑπάρχουν «ἀδυναμίες ἐφαρμογῆς στὴν πράξη τῶν κανόνων τοῦ μονοτονικοῦ συστήματος. Καθὼς οἱ ἐξαιρέσεις εἶναι πολλαπλάσιες τῶν βασικῶν κανόνων, ὁ μαθητὴς ἀναγκάζεται νὰ κάνει μιὰ πολύπλοκη νοητικὴ διεργασία, γιατὶ ὁ τονισμὸς δὲν λειτουργεῖ ἀβίαστα καὶ λογικά». Ἡ δεύτερη ἔρευνα, ποὺ ἔγινε στὸ Πανεπιστήμιο Κρήτης, «ἀποδεικνύει ὅτι τὸ μονοτονικὸ σύστημα προξενεῖ στὰ παιδιὰ καὶ στοὺς νέους, καταφανῶς καὶ μὲ αὐξανὀμενο ρυθμὸ ἀφασικὰ προβλήματα δυσλεξίας, δυσγλωσσίας, δυσορθογραφίας καὶ ἀλαλίας».25 Ὅποια καὶ νὰ εἶναι αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὰ πορίσματα, ἡ κατάσταση δὲν εἶναι ἀναστρέψιμη. Φαίνεται πάντως ὅτι θὰ ὑπάρχουν πάντοτε ρομαντικοὶ καὶ ἰδεαλιστὲς τοῦ πολυτονικοῦ, πολὺ πέρα ἀπὸ κάθε εἵδους συντηρητισμὸ ἢ προοδευτισμὀ, ποὺ θὰ γράφουν τὴν γλῶσσα μας μὲ τὴν γραφὴ ποὺ τοὺς ἀρέσει, καθιερώνοντας ἔτσι μιὰ νέα ἐθνικὴ σχιζοφρένεια. Ἴσως, μάλιστα, κάποτε νὰ ὑπάρξουν καὶ κινήματα ἐπιστροφῆς. Σημειώνω ἐδῶ μιὰ τέτοια περίπτωση, ποὺ ξεκίνησε μάλιστα ἀπὸ τὸν χῶρο ὅπου βρισκόμαστε, τὸ Γαλλικὸ Ἰνστιτοῦτο τῆς Ἀθήνας, καὶ μ᾿ αὐτὴ θὰ τελειώσω. Τὸ κείμενο τὸ ὑπογράφει ὁ ἅγνωστός μου κ. Βαγγέλης Μπιτσώρης. Τὸ παραθέτω χωρὶς σχόλια, ἀφοῦ τὰ λέει ὅλα. Πρόκειται γιὰ σημείωμα προτασσόμενο στὸ Δελτίο τοῦ Κέντρου Λογοτεχνικῆς Μετάφρασης τοῦ Γαλλικοῦ ᾽Ινστιτούτου. Σὲ αὐτὴ ἐξηγεῖται ἡ ἐπάνοδος τοῦ περιοδικοῦ στὸ πολυτονικὸ σύστημα: [...] δώδεκα περίπου χρόνια μετὰ τὴν κρατικὴ καθιέρωση τοῦ μονοτονικοῦ καὶ τὴ σχεδὸν καθολικὴ ἀποδοχή του, δημόσια καὶ ἰδιωτική. Ἡ τύχη τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας (γράφει ὁ κ. Μπιτσώρης) δὲν ἐξαρτᾶται μόνο ἀπὸ τὴ χρήση της ἐντὸς τῆς ἑλληνικῆς ἐπικράτειας, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴ δεξίωσή της στὴν ξένη ἐν γένει... Μὲ τὸν ἱστορικὸ τονισμὸ στηρίζουμε κυρίως δυὸ πράγματα. Πρῶτον τὴν πληρέστερη κατανόηση καὶ δημιουργικὴ χρήση τῆς νεοελληνικῆς γλώσσας μέσω τῆς ὁμαλῆς «ἔνταξής» της στὴν ἱστορικὴ ἀνέλιξη τῆς σύνολης ἑλληνικῆς γλώσσας —κυρίως γραπτῆς. Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Γουτεμβέργιου οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα, εἴτε τὸ θέλουμε εἵτε δὲν τὸ θέλουμε, συνοδεύουν καὶ θὰ συνοδεύουν τοὺς Ἕλληνες καὶ ξένους ἀναγνῶστες τῶν ἔντυπων κειμένων —τουλάχιστον— τῆς ἀρχαιοελληνικῆς καὶ βυζαντινῆς γραμματείας. Αὐτὸ συνεπάγεται ὅτι ἡ χρήση τῶν τόνων καὶ τῶν πνευμάτων στὴ γραφὴ τοῦ νεοελληνικοῦ λόγου δίνει στὸν σύγχρονο Ἕλληνα ἀναγνώστη τὴν συναίσθηση ὄτι μετέχει δυνὰμει στὴν διαχρονικότητα τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας. Καὶ καταλήγει, Ἡ μελλοντικὴ Ἑνωμένη Εὐρώπη, ἐφόσον θέλει νὰ ἔχει συνείδηση τῆς ἱστορικότητάς της, πρέπει νὰ προστατεύσει τὶς γλῶσσες τῶν πολιτῶν της. Οἱ Ἕλληνες, ὡς Εὐρωπαῖοι πολίτες, ὀφείλουν, πρῶτοι αὐτοί, νὰ διασφαλίσουν τὴν ἱστορικότητα τῆς γλώσσας τους.26 1. Ἡ πολύχρονη ἀπουσία μου ἐκτὸς Ἑλλάδος μοῦ ἔχει στερήσει τὴν δυνατότητα ἀμεσότερης πρόσβασης στὴν τρέχουσα νεοελληνικὴ βιβλιογραφία. Χρησιμοποιήσα γιὰ τὴν ἀνακοίνωσή μου τὰ ἑξῆς βοηθήματα: Ἡ δίκη τῶν τόνων (ἡ πειθαρχικὴ δίωξις τοῦ καθηγ. Ἰ. Θ. Κακριδῆ), Βιβλιοπωλεῖον τῆς ῾Εστίας, Ἀθήνα χ.χ., τὰ Πρακτικὰ τῆς Βουλῆς (ὁλομέλεια) τῆς συνεδρίας τῆς 11ης ᾽Ιανουαρίου 1982·, σελ. 456-470 (= ΠΒ), τὸ ἄρθρο τοῦ ῎Εμμανουὴλ Κριαρᾶ, «Τὸ καθιερωμένο μονοτονικό», γραμμένο τὸν Σεπτέμβρη τοῦ 1983 (Ἐ. Κριαρᾶς, Λόγιοι καὶ δημοτικισμός, Ἀθήνα 1987, σελ. 119-139), κείμενο ἑνὸς ἀπὸ τοὺς πρωτεργἀτες τῆς καινοτομίας τοῦ μονοτονικοῦ, γραμμένο μὲ μετριοπάθεια καὶ ἡπιότητα), σώματα τῶν περιοδικῶν ᾽Αντὶ καὶ Ὁ Πολίτης, καὶ λιγοστὰ ἄλλα δημοσιεύματα ὅπως: Στέλιος Ράμφος, Γλωσσοδιορθωτὲς καὶ τονοφάγοι, Ἀθήνα 1983, καὶ Β. Κωνσταντῖνος, «Ἡ διαδικασία ἐπιβολῆς τοῦ μονοτονικοῦ». Πολιορκία 1/47, 1992, σελ. 51-58. Ἀναζητώντας τὴν τελευταία βιβλιογραφία σὲ ἀθηναϊκὰ βιβλιοπωλεῖα βρῆκα ἐπίσης τὸ βιβλίο: Χαρὰ Τσικοπούλου, Ἡ μονοτονικὴ γραφή, ὁ σύγχρονος δούρειος ἵππος, βʹ ἔκδοση ἐπαυξημένη, Αθήνα 1905, βιβλίο ἀπαράδεκτο στὰ συμπεράσματά του, ἀλλὰ χρήσιμο γιὰ τὶς πληροφορίες του, ποὺ ὅμως δὲν μπορῶ νὰ γνωρίζω ἅν εἶναι πάντοτε ἀκριβεῖς, καὶ γιἀ τὴν βιβλιογραφία του. Σύμφωνα μὲ τὸ βιβλίο αὐτὸ ἡ καθιέρωση τοῦ μονοτονικοῦ ὀφειλεται σὲ σκοτεινὲς δυνάμεις τῆς ἀλλοδαπῆς, ποὺ «μεθοδεύουν τὸν ἀφελληνισμὸ τοῦ λαοῦ μας καὶ τὸν ὁλοσχερῆ ἐθνικὸ ἀφανισμό μας» — οἱ δυνάμεις αὺτές, ὄπως ἐξηγεῖται παρακάτω, εἰναι τὸ Βατικανό, ὁ Σιωνισμὸς καὶ τὸ πολυεθνικὸ κεφάλαιο (!). 2. Γιὰ τὰ φρονήματά μου αὐτὰ ἔχω ἤδη ἐπισύρει μιὰν ἐπίπληξη —βλ. Ἑλληνικά, 44 (1994), σελ. 514 καὶ 532. Εἰδικότερα κατηγοροῦμαι ὅτι δὲν δέχθηκα νὰ ἀναμειχθοῦν πολυτονικὰ καὶ μονοτονικὰ ἑλληνικὰ κείμενα στὴν ἔκδοση τῶν Πρακτικῶν διεθνοῦς συνεδρίου ποὺ ἐπιμελήθηκα —«στὸ πλαίσιο μιᾶς ἀνεξήγητης συντηρητικότητας»— κι ὅτι τὸ σύστημα τῆς ἱστορικῆς ὀρθογραφίας ποὺ ἔχω ἐπιλέξει εἶναι «ἀσύμφορο, κάποτε» καὶ «ὑπερσυντηρητικό». Παραθέτω ἐδῶ ὁρισμένες παλαιότερες ἀπόψεις: «Ὀρθογραφικὰ θέματα σὲ παλιότερα νεοελληνικἀ κείμενα», στὸν τόμο: Ἐμμανουὴλ Κριαρᾶς, Μεσαιωνικὰ μελετήματα - Γραμματεία καὶ γλῶσσα, τόμ. Βʹ, Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 510-511: «Κατὰ τὴν ἔκδοση κειμένων ποὺ καθόλου δὲ δημοτικίζουν θὰ τηρήσουμε τὴν παραδοσιακὴ ὀρθογραφία τῆς ἀρχαΐζουσας γλώσσας... Προκειμένου ὅμως γιὰ κείμενα παλιότερων ἐποχῶν, ἔστω καὶ ἂν αὐτὰ εἶναι γραμμένα στὴ νεοελληνικὴ γλῶσσα, δὲν ὑπάρχει κανεὶς πρακτικὸς λόγος νὰ ὁδηγηθοῦμε στὴν ἁπλούστευση». Ἀλλὰ «τώρα ποὺ ἐφαρμόζουμε τὸ ἁπλοποιημένο τονικὰ σύστημα στὴ χρήση τῆς σύγχρονης γλώσσας μας, εἶναι κανονικὸ νὰ τὸ ἐφαρμόζομε καὶ ὅταν ἐκδίδομε μεσαιωνικὰ δημώδη κείμενα» (σελ. 520). Ὁ Μανόλης Γιαλουρἀκης (Αὐριανὴ τῆς 4.10.1983) ζήτησε τὴν ἀπαγόρευση τῆς ἐκτύπωοης πολυτονικῶν κειμένων, μὲ νόμο: «Τὸ πνεῦμα τῆς Ἀλλαγῆς δὲν φτάνει ἀπὸ μόνο του. Χρειάζεται κάποτε καὶ τὸ τσεκούρι τοῦ Κολοκοτρώνη!». 4. Ἡ μόνη περίπτωση ποὺ γνωρίζω εἶναι ἡ θαυμάσια κατὰ τὰ ἄλλα ἔκδοση τῶν Αἰσώπου μύθων τοῦ Ανδρονίκου Νουκίου καὶ τοῦ Γεωργίου Αἰτωλοῦ, μὲ φιλολογικὴ ἐπιμ. τοῦ Γ.Μ. Παράσογλου, Νέα Ἑλληνικὴ Βιβλιοθήκη, Ἑρμῆς, Ἀθήνα 1993. 5. Ἐ. Κριαρᾶς. «Τὸ καθιερωμένο», σελ. 136-137: «Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὁρισμένοι κλασικοὶ φιλόλογοι τοῦ ἑξωτερικοῦ εἶναι σκεπτικοὶ ἢ ἀρνητικοὶ μπροστὰ στὸ νέο σύστημα. Τοὺς ἀνατρέπει συνήθειες μιᾶς ὁλόκληρης ζωῆς ἢ καὶ αἰώνων... Καὶ ἐνδιαφέρονται γιὰ τὸ θέμα μας... γιατὶ πλῆθος νεοελληνικὲς λέξεις συμπίπτουν ἀπόλυτα ἥ ἑνμέρει μὲ λέξεις τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς. Ἀκόμη συνδέουν τὸ θέμα μὲ τὸ ζήτημα πῶς θὰ τυπώνονται τὰ μεσαιωνικὰ καὶ τὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ κείμενα. Τὸ ζήτημα σχετικὰ μὲ τὰ ἀρχαῖα κείμενα ἐνδιαφέρει κι ἐμᾶς καὶ ὑφίσταται πάντοτε. Ἔχω πάντως τὴ γνώμη ὅτι ἀργὰ ἢ γρήγορα θὰ ἕπρεπε νὰ καθιερωθεῖ καὶ γιὰ τὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ τοῦ λυκείου τὸ μονοτονικό». 6. Ἄγγελος Ἐλεφάντης, «Οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα τοῦ κακοῦ», Ὁ Πολίτης, τεῦχος 25, Μάρτιος-Ἀπρίλιος 1979, σελ. 13. 7. ΠΒ, σελ. 457, 459, 460, 462 καὶ 466. 8. Βλ. π.χ. T.C. Skeat, «The use of dictation in ancient book production», Proceedings of the British Academy, τόμ. XLII (1958), σελ. 179-208. Γιὰ τὸν λειτουργικὸ ἐνίοτε ρόλο τῶν τὀνων πέρα ἀπὸ τὴν καθιερωμένη χρήση τους βλ. N. Noret, «Notes de ponctuation et d'accentuation byzantines», Byzantion, τόμ. IXV (1995), σελ. 79-88. 9. ΠΒ, σελ. 457, 459, 464 καὶ 466. Γιὰ τὴν σημασία τοῦ αἰώνα αὐτοῦ καὶ γιὰ τὴν εἰσαγωγὴ τῆς μικρογράμματης γραφῆς βλ. P. Lemerle, Le premier humanisme byzantin, Παρίσι 1971, σελ. 112 κ.ἑ. καθὼς καὶ σελ. 118 κ.ἑ. 10. Βλ. τὸ σύντομο μελέτημά μου «Οἱ περιπέτειες τῆς ἐθνικῆς μας ταυτότητας», Παλίμψηστον, τεῦχος 4 (1987), σελ. 205-212. 11. Ὁ Ἐ. Κριαρᾶς (Ἀντί, τεῦχος 336, 2 Ἰανουαρίου 1987, σελ. 44-45) κατατάσσει τοὺς ἀντιπάλους τοῦ μονοτονικοῦ σὲ τρεῖς κατηγορίες ποὺ θυμίζουν λίγο τοὺς κύκλους τῆς Κόλασης τοῦ Dante: «Τὴν πρώτη κατηγορία ἀποτελοῦν ὁρισμένοι «φύσει» συντηρητικοί, ποὺ κάθε νεοτερισμὸς τοὺς ἀναστατώνει... Μιὰ δεύτερη κατηγορία συγκροτοῦν ὁρισμένοι φιλόλογοι-ἐρευνητὲς... ποὺ ἔχουν τὴν ἐντύπωση ὅτι κλονίζεται τὸ γόητρό τους ἂν δεχτοῦν κάτι ποὺ αὐτοὶ δὲν τὸ εἰσηγήθηκαν. Στὴν τρίτη κατηγορία ἀνήκουν οἱ νωχελεῖς». Βλ. καὶ Ἀντί, τεῦχος 343, 10/16 Ἀπριλίου 1987, σελ. 49. Στὸν Πολίτη, τεῦχος 26, Μάιος 1979, σελ. 56-58, ἀντικρούεται τὸ ἀρχαιοελληνικὸ ἄλλοθι ἀπὸ τὴν Ἀλόη Σιδέρη, ποὺ ὄμως καταλήγει στὰ ἵδια: «Ὅπως οἱ ἀρχαῖοι Ἔλληνες, λοιπόν, ἔτσι κι ἐμεῖς δὲ χρειαζόμαστε τὸ ἀλεξανδρινὸ τονικὸ σύστημα». Οἱ μεσαιωνικοὶ Ἕλληνες, ποὺ ἐπίσης δὲν τὸ χρειάζονταν, ἀλλὰ τὸ χρησιμοποιοῦσαν, ἐξαφανίζονται. 14. Ἐ. Κριαρᾶς. «Τὸ καθιερωμένο», σελ. 137-138. 15. Ὁ Πολίτης, τεῦχος 25, Μάρτιος-Ἀπρίλιος 1979, σελ. 13-16. 16. Ὁ Πολίτης, τεῦχος 25, Μάρτιος-Ἀπρίλιος 1979, σελ. 13 καὶ ΠΒ, σελ. 461 καὶ 464: «ἀπαλλαγὴ τῆς ἑλληνικῆς γραφῆς ἀπὸ τὶς ἀλυσίδες της, ποὺ τὴν κρατοῦν δέσμια κατατυραννώντας τὴ μάθηση». 19. Ὅπ.π., σελ. 459, 465, 468. 21. Βλ. τὸ ἅρθρο τοῦ Λίνου Πολίτη στὴν Καθημερινή, 7-8 Φεβρουαρίου 1982 —«πρώτη μιὰ ἐφημερἱδα τῆς Θεσσαλονίκης (ἡ Μακεδονία) γιὰ λόγους καθαρὰ πρακτικοὺς»— καὶ Ἐ. Κριαρᾶς, «Τὸ καθιερωμένο», σελ. 133. Βλ. ἀκόμη ΠΒ, σελ. 458, 459 καὶ 468. 23. ΠΒ, σελ. 458 καὶ 468. Σωφρόνης Χατζησαββίδης, «Ἰδεολογικὲς ἀναζητήσεις στὸ χῶρο τῶν τονικῶν συστημάτων», ᾽Αντί, τεῦχος 322, 18 Ἰουλίου 1986, σελ. 47-48. 24. ΠΒ, σελ. 458 καὶ 468. Ἀντί, τεῦχος 322, 18 Ἰουλίου 1986, σελ. 47-48. Βλ. καὶ τὴν διακήρυξη 48 κορυφαίων Νεοελλήνων λογοτεχνῶν (14 Νοεμβρίου 1985), ποὺ τὴν γνωρίζω ἀπὸ τὰ Ἀντί, τεῦχος 314, 11 Ἀπριλίου 1986, σελ. 48-51. 25. Χαρὰ Τσικοπούλου, ὅπ.π., σελ. 75-77 καὶ 88. 26. Δελτίο τοῦ Κέντρου Λογοτεχνικῆς Μετάφρασης. Γαλλικὸ Ἰνστιτοῦτο Ἀθηνῶν, τεῦχος 19ο, Ἰούνιος 1994. | ||||
Ἄνοιγμα δεξιᾶς πλευρᾶς μόνο γιὰ ἐκτύπωση |