Τὸ ἰῶτα καὶ ἡ κεραία[τῆς Σοφίας Σκοπετέα, περιοδικὸ Ἐποπτεία, τεῦχος 55, Μάρτιος 1981, σελ. 261-266. Σημειῶστε ὅτι ὁ τίτλος εἶναι ἀναφορὰ στὸ τεμάχιο 5:17 τοῦ κατὰ Ματθαῖον Ἁγίου Εὐαγγελίου: ἀμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν, ἕως ἂν παρέλθῃ ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ, ἰῶτα ἓν ἢ μία κεραία οὐ μὴ παρέλθῃ ἀπὸ τοῦ νόμου ἕως ἂν πάντα γένηται.] Ἀνάμεσα στὰ πολλὰ ὅσα ἔτυχε νὰ διαβάσω ἀπὸ τὰ πολυπληθέστερα ποὺ γράφονται τυπώνονται καὶ λέγονται τώρα τελευταῖα σχετικὰ μὲ τὸ ζήτημα τῶν τόνων τὴν προσοχή μου τράβηξε, πάλι τυχαῖα, μία ἐπιστολὴ τοῦ δρος Ἀιντενάιερ ἀπὸ τὴν Κολωνία ποὺ δημοσιεύτηκε στὴν Φιλολογικὴ Καθημερινὴ (12.7.79). Προτείνοντας ὁρισμένες βελτιώσεις στὸ μονοτονικὸ ὁ δρ. ᾽Αιντ. καταλήγει (στηριζόμενος ἐδῶ καὶ σὲ ὁρισμένες συνήγορες ἐκ τῶν προτέρων ἔρευνες καὶ χρονομετρήσεις ποὺ ἔγιναν στὸ Νεοελληνικὸ Τμῆμα τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Κοπεγχάγης) πὼς στὸ κάτω τῆς γραφῆς θὰ μπορούσαμε νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἐντελῶς ἀπὸ τοὺς τόνους. Τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα τώρα μ᾿ ὅλες της τὶς λέξεις τὴν χωρίζει σὲ δύο ἄνισα τμήματα. Τὸ 98% ὅπου τὰ συμφραζόμενα πλέον καὶ ὄχι τὸ τονικὸ σημάδι ἐξασφαλίζουν τὸ νόημα τῆς κάθε λέξης καὶ ἑπομένως ἐγγυῶνται, τὰ συμφραζόμενα, γιὰ τὴν όρθὴ ἀνάγνωση τῶν ἐπὶ μέρους λέξεων, δηλαδὴ ὁ περίγυρος προκαθορίζει τὴν καθέκαστη μονάδα. Καὶ ἕνα ἀμελητέο 2% ὅπου θὰ μποροῦσαν νὰ προκύψουν διλήμματα στὴ ἀνάγνωση, λόγῳ μιᾶς ἰδιορρυθμίας τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, γεγονὸς γιὰ τὸ ὁποῖο πάντως δὲν ἀξίζει τὸν κόπο, λέει, οἱ μαθητὲς νὰ σπαταλοῦν τόσο χρόνο μαθαίνοντας τύπους καὶ κανόνες νεκρούς. Πείθομαι εὐθὺς συμφωνῶ ἀπόλυτα καί ὑπερθεματίζω ὅτι προτιμητέα λύση ἀντὶ τοῦ ἤδη διαφιλονικουμένου (ὡς πρὸς τὸν τρόπο τῆς ἐφαρμογῆς του) μονοτονικοῦ θὰ ἦταν μᾶλλον ἡ ὁλοσχερὴς καθιέρωση ἑνὸς ἀτονικοῦ συστήματος. Ἂς μελετήσουμε τώρα τί προκύπτει ἀπὸ μιὰ τέτοια παραδοχή. Οἱ τόνοι, ὑποστηρίζεται, ὀρθῶς γιὰ κάθε ἑλληνομαθῆ καὶ ἀρχαιογνώστη, εἶναι κατοπινή, δευτερογενὴς ἐπινόηση· δὲν χρησιμοποιήθηκαν δηλαδὴ ποτὲ στοὺς κλασσικοὺς αἰῶνες τῆς ἑλληνικῆς γραμματείας. Πολὺ σωστά. Ἂς σκεφτοῦμε ὅμως ὅτι ἡ πολυτονικότητα, ἡ ἀπορία περὶ τῶν τόνων, δὲν ὑπῆρχε στὴν περίοδο αὐτὴ κὰν ὡς δυνατότης. Χώρια ποὺ ἡ ἴδια αὐτὴ περίοδος μόνο γιὰ τὸν ἐκτὸς ῾Ελλάδος εἶναι προσβάσιμη ἐποχή, προσβάσιμη φυσικὰ μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἀρχαιολογίας. Ἡ κατευθείαν μετάβαση στήν ἀρχαιότητα εἶναι ἀνέφικτη γιὰ τὸν Νεοέλληνα, ἐκτὸς κι ἄν θέλει νὰ ἐκτελέσει μία κίνηση καθαρὰ προτεσταντικὴ μὲς στὴν περιοχὴ τῆς γλώσσας. Εἶναι πολλὰ τὰ ἐρείπια καὶ τὰ ναυάγια ὅπου καθημερινῶς ὀφείλει νὰ σκοντάφτει— οὔτε παραμερίζοντας μήτε ἐκποιώντας τα, μόνο μεταλλάζοντας. Στὴν ἐπικίνδυνη αὐτὴ ἐνασχόληση, ποὺ ὄχι σπάνια καρποφορεῖ πνευματικῶς, εἶναι ἀνοίκειο νὰ τοῦ ἀπευθύνονται ἐπικρίσεις (κρίσεις κὰν) ἀπὸ ὁποιονδήποτε ὁ ὁποῖος ἐπινοεῖ τὴν ἀρχαιότητα γιὰ ν᾿ ἀντλήσει τὰ ἐπιχειρήματά του ἀπὸ ἐκεῖ — ἐπιχειρήματα σημειωτέον γιὰ τὶς ἀποφάσεις ποὺ ἔχει λάβει ἐν κενῷ καὶ ἐκ τῶν προτέρων. Παραβλέποντας οἱ ἐπικριτὲς πὼς δὲν εἶναι δυνατὸν ν᾿ ἀσχοληθεῖς μονοδιάστατα κὰν μὲ τὸ παρελθὸν δίχως κάποια μορφὴ αὐταπάρνησης καὶ αὐτοθυσίας, γνωρίζοντας ὅτι τὰ πορίσματα τῆς ἔρευνας δὲν εἶναι μετατρέψιμα στὸ παρόν, μὲ τὴν ἔννοια κατὰ τὴν ὁποία ἕνα νόμισμα τῆς ἀρχαϊκῆς περιόδου ὁσησδήποτε ἀξίας δὲν εἶναι ἀνταλλάξιμο μὲ ψωμὶ σήμερα. Ὁ γλωσσολόγος θρηνεῖ πιθανὸν γιὰ τὴν ἀπώλεια τῆς καθαρότητας, ποὺ συμβολίζει ὁ ἀρχαῖος κόσμος στὸ σύνολό του, ὅμως ὁ ποιητής, ἢ μᾶλλον ὁ ποιητικός, πάντοτε γνώριζε νὰ μετατρέπει τὸ φεῦ τοῦ ἀρχαιολάτρη σὲ εὐτύχημα. Γνωρίζει ἐπίσης τὴν περιοχὴ στὴν ὁποία εἶναι πρόσφορος πνευματικὰ ὁ θρῆνος καὶ δὲν σπαταλᾶ πολύτιμα δάκρυα σὲ νοσταλγίες συναισθηματικῆς φύσεως. ῾Η σύνδεση μὲ τὴν ἀρχαιότητα, δηλαδὴ ποιητικῶς μὲ τὴν ἀρχή, γινόταν μέχρι σήμερα μέσῳ τοῦ κόσμου τῶν Βυζαντινῶν. Ἡ γλώσσα τους, ποὺ δὲν τὴν ἀκούσαμε ποτὲ παρεκτὸς μὲ τὴν αἰσθησιακὴ σημασία τοῦ ρήματος στὸν Σολωμὸ (ἢ τὴν μουσική, τῆς ἐκκλησίας) παραδίδεται μὲ πλήρη τὴν πανοπλία της τὴν ἀποτελουμένη ἀπὸ τὰ πνεύματα καὶ τοὺς τόνους ποὺ περιφρουροῦν τὶς λέξεις καὶ ἀδιασπάστως τὸ νόημα. Δι᾿ αὐτῆς ἡ σύνδεση τῶν ποιητικῶν (ὅπου ταυτίζονται, περιττεύει νὰ τονίσω, ὁ ποιητὴς καὶ ὁ συμμέτοχος ἀναγνώστης) μὲ τὸν ἀφανῆ καὶ φανερὸ γενάρχη Ὅμηρο, μέσα στὸ πνεῦμα τῆς ἰδιότυπης διασπάσεως-ἐν-συνεχείᾳ, ποὺ χαρακτηρίζει τὴν ποιητικὴ πραγματικότητα μέσα στὸν ἑλληνικὸ χῶρο. Ἐνῶ ἡ ἀναζήτηση τῆς κατευθείαν, ἀμεσολάβητης σύνδεσης εἶναι καὶ παραμένει ὑπόθεση ἀκαδημαϊκή. Εἶναι γνωστὸ ὅτι ὁ Εὐρωπαῖος φιλόλογος (λέγοντας Εὐρωπαῖος ἐννοῶ τοὺς ἀπογόνους τοῦ ἐκπνέοντος ὁσημέραι δυτικοῦ οὑμανισμοῦ, ἐκπρόσωποι τοῦ ὁποίου δροῦν φυσικὰ καὶ στὴν Ἑλλάδα) διαπνέεται ἐμφανέστατα ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία ἀναστηλώσεως, κυβερνᾶται ρωμαντικὰ ἀπὸ μιὰν ὅραση ποὺ τοῦ συμπληρώνει τὰ κενά, ἀπαλείφει τὰ μαῦρα στίγματα μέσα στὰ ἀτάκτως ἐρριμμένα τοῦ νῦν καιροῦ ἀνεγείροντας ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ τοὺς γνωστοὺς καλλιμάρμαρους ναούς, δημιουργήματα τοῦ ἀρχαίου πνεύματος κτλ. (ὁρθοέπεια). Ὁ γηγενὴς γνωρίζει πὼς εἶναι καὶ παραμένουν ἐρείπια καὶ προχωρεῖ σὲ σύνθεση ἄλλης τάξεως. Ἐδῶ ἀκριβῶς ἐντάσσεται καὶ τὸ φαινόμενο τῆς ἀνορθογραφίας, τὸ ὁποῖο σωστὰ θὰ μεταφράζαμε σὲ δυνατότητα ἢ μᾶλλον δικαίωμα τῆς ἀνορθογραφίας ποὺ τὸ προσφέρει ἡ γλώσσα στὴν παροῦσα πολυτονική της μορφή, δυνατότητα ἀπὸ τὴν ὁποία ἀκριβῶς ὁ ποιητικὸς βίος καί πράξη πηγάζει. Ἡ δυνατότητα τῆς ἀνορθογραφίας εἶναι λοιπὸν ἡ εἰδοποιὸς διαφορὰ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, στὴν ποιητική της ὑποσταση, ὑπενθυμίζοντας πρῶτον τὰ ἐρείπια ποὺ συναντᾶμε στὴν καθημερινὴ ζωὴ δεύτερον ἐπαναλαμβάνοντας πὼς ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς διάλυσης τῆς λεγομένης ἁρμονίας (πάλι κατὰ τοὺς ἀναγεννησιακούς) ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα εἶναι κατ᾿ ἀρχὴν χώρα διχασμοῦ — τῆς κινητήριας δύναμης ποὺ εἴτε ἀφανίζει εἴτε πλέον ἐξαναγκάζει σὲ πνευματικὴ εὐφορία — καὶ ὅτι πέραν τῆς ἐπικοινωνιακῆς της ἀξίας, τῆς περιορισμένης, διατηρεῖ τὸ προνόμιο νὰ ἐκφράζει εἰρωνευομένη τὸν ἑαυτό της ταυτόχρονα, νὰ συνθέτει διαλύοντας, σὲ συνεχῆ ἐμπόλεμη κατάσταση ἐναντίον κάθε εἴδους ὀρθολογισμοῦ, καί πὼς ἐδῶ μᾶλλον θὰ πρέπει ν᾿ ἀναζητηθεῖ κι ὁ μίτος τῆς ἐξέλιξης, μέσα ἀπὸ τὶς σκολιές του ἀτραπούς — «ἀντιφάσεις» — τοῦ νεοελληνικοῦ ποιητικοῦ λόγου. Παρένθεση γιὰ τὶς νεοελληνικὲς σπουδὲς στὸ ἐξωτερικό.Τὰ τελευταῖα χρόνια παρατηρεῖται μια ἄνθηση τῶν νεοελληνικῶν σπουδῶν στὴ Δυτικὴ Εὐρώπη. Ἡ ὥρα τῶν πανηγυρισμῶν καταφθάνει ἴσως. Στὸ μεταξὺ δὲν θά ᾿βλαφτε νὰ στοχαζόμαστε περιληπτικὰ γιὰ τὰ ἐνδεχόμενα ἀνταλλάγματα ποὺ ἀπαιτοῦνται ἀπὸ τὴν σύγχρονη ἑλληνικὴ γλώσσα σὰν τίμημα αὐτῆς τῆς διάδοσης. Ὑποχωρώντας ἡ ποίηση ἐκεῖθεν τῶν συνόρων (κάτι ποὺ στὴν πραγματικότητα μπορεῖ νὰ ἐκφράζεται καὶ μὲ τὸν διπλασιασμὸ τῆς σύνθεσης ἐκτύπωσης καὶ κυκλοφορίας τῶν ποιητικῶν συλλογῶν) αὐτὸ σημαίνει πὼς ἡ μεταδοτικὴ — σκέψεις, συναισθήματα — ἄποψη τῆς γλώσσας ὑπερτερεῖ. Ἡ παρεξήγηση αὐτὴ πὼς τάχα ἡ γλώσσα καί ἑπομένως ἡ ποίηση θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ἁπλῶς φορεὺς ἰδεῶν ἢ συναισθημάτων (βαθυστόχαστων ἢ λεπτεπίλεπτων ἀντίστοιχα) τὰ ὁποῖα μεταδίδονται μορφώνοντας (μᾶλλον δασκαλεύοντας) ἕνα ὁσοδήτοτε ὥριμο κοινὸ εἶναι καθαρὰ πολιτική, ἀντιποιητικὴ ἑπομένως. Πολιτικὴ ποίηση θὰ πεῖ πὼς ἀφήνω ἠθικὰ ἢ λογικὰ κριτήρια νὰ νομοθετήσουν—ἐνῶ θὰ ἔπρεπε νὰ ὑπάρχουν ἤδη ἀμφιβολίες γιὰ τὸ ἂν τὸ αἰσθητικὸ κριτήριο εἶναι τὸ δεσπόζον στὴν ποίηση ἢ τὸ ἁρμόζον κάν. Οἱ πρακτικὲς συνθῆκες τῆς διδασκαλίας μέσα σ᾿ ἕναν χῶρο ἀντιποιητικὸ εὐνοοῦν λοιπὸν ὄσον ἀφορᾶ τὴ γλώσσα μιὰ καθαρὰ φαινομενολογικὴ προσέγγιση, κι ὅσο γιὰ τὴ λογοτεχνία (ἀντιδιαστέλλεται μὲ τὴν ποίηση) συχνὰ δὲν χρησιμεύει παρὰ σὰν ἔδαφος καθαρὰ κοινωνιολογικῶν ἀναζητήσεων καὶ ἄγρας συμπερασμάτων (κάτι ποὺ σταθερὰ καὶ στὴν ἡμεδαπὴ παρατηρῶ κερδίζει ἔδαφος). Σύμφωνα μὲ τὰ παραπάνω εἶναι ἀπολύτως δυνατὸν νὰ ἀκούγονται —φερ᾿ εἰπεῖν σ᾿ ἕνα ἀπο τὰ ἐλάσσονα νεοελληνικὰ σπουδαστήρια τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης— ἀφορισμοὶ καὶ σχετλιασμοὶ στὸ ὕφος: Οἱ Ἕλληνες δὲν γνωρίζουν ὀρθογραφία, ὁρισμένοι δὲν ξέρουν κὰν νὰ ὀρθογραφήσουν τὸ ὄνομά τους / Οἱ Ἕλληνες εἶναι ἀναρμόδιοι νὰ συγγράψουν τὴν ἱστορία τοῦ τόπου τους (ἰδιαιτέρως τὴν σύγχρονη) / Εἶναι τέλος ἀνίκανοι νὰ κρίνουν τὴ λογοτεχνία τους δίχως ἔξωθεν βοήθεια. Δηλαδὴ κοινωνιολογικὲς παρατηρήσεις (ἤδη κοινωνιολογικῶς συζητήσιμες) φαινομένων ποὺ δὲν ἐπιδέχονται ἄλλη ἐξήγηση ἀπὸ τὴν συγγενῆ: ἐδῶ τὴν ποιητική, ποὺ κατὰ ἕνα αὐτονόητο τρόπο δεσπόζει καὶ στὴν ἱστορία καὶ στὴ γλώσσα. Καὶ ὅσον ἀφορᾶ τὸ προκείμενο; Σέβομαι καὶ τιμῶ τὴν χορεία τῶν δημοτικιστῶν ἐκείνων οἱ ὁποῖοι κρατώντας ἀπὸ τὸν Σολωμὸ ὑπερασπίστηκαν τὰ δικαιώματα τῆς ζωντανῆς γλώσσας μὲ πάθος τὸ ὁποῖο δὲ ἀνάλωσαν ὑπερασπιζόμενοι τὰ πλέον ἐφήμερα «ἀτομικὰ δικαιώματα» τὰ διατυμπανιζόμενα στὴν «ἀνθρωπιστική» μας ἐποχή. Ὡστόσο — καί δὲν ἀποτελεῖ ἀντίφαση — θὰ εἶχα νὰ συνεχίσω πὼς σήμερα ὁ δημοτικισμὸς (ἀπὸ ὅπου καὶ τὸ μονοτονικό, ἐκ τοῦ μὴ ὄντος) δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ ἕναν τεράστιο καὶ ἐκκωφαντικὸ ἀναχρονισμό. Ὄχι βεβαίως μὲ τὴ ἔννοια πὼς τάχα σήμερα εἴμαστε πιὸ προοδευμένοι (καμιὰ μορφὴ τῆς ποίησης δὲν ξεπερνιέται — ἐδῶ μόνο ὑπέρβαση χωρεῖ· θά ᾿τανε σὰν νὰ ὑποστήριζε κανεὶς ὅτι ὁ Ὅμηρος καὶ μὲ μόνη τὴν ἐφεύρεση τῆς πυρίτιδος ἢ τοῦ ἀεροπλάνου θά ᾿πρεπε νὰ θεωρεῖται ἀκυρωμένος) — οὔτε πὼς θὰ μπορούσαμε νὰ δεχτοῦμε ἀβασάνιστα τὶς καθησυχαστικὲς διαβεβαιώσεις περὶ Κοινῆς, μιᾶς νέας λέει Κοινῆς, τῆς ποσοστῆς1, ὅταν τὸ πρόβλημα δὲν εἶναι πῶς θὰ βροῦμε γλωσσικὰ τὴ βολή μας, ἀλλὰ ἀκριβῶς πῶς θὰ ξεβολευτοῦμε καὶ πῶς θὰ κινδυνέψουμε καὶ καμιὰ ποίηση δίχως τὸν τρόμο τοῦ ἐκτροχιασμοῦ εἴτε τοῦ κατακρημνισμοῦ. Ἐδῶ ἀκριβῶς θὰ ὠφελοῦσε ἡ ἐμμονὴ στὴ μελέτη τοῦ Κάλβου καὶ τοῦ Καβάφη (μεταξὺ ἄλλων) — καὶ πάλι ὄχι γιὰ τὴν συντήρηση τοῦ ὕφους, τους (ὑπὸ τὴν ἔννοια τοῦ «στὺλ») ἢ τὴν τυχὸν ἀντιγραφή, ἀλλὰ γιὰ τὴν ἀνακάλυψη (καὶ ὄχι ἐφεύρεση) τῶν γλωσσικῶν συντεταγμένων καὶ τοῦ σημείου ἰσορροπίας αὐτοῦ τοῦ ὕφους, ποὺ καὶ βέβαια ὑπερβαίνει τὴ γλώσσα. Μόνο ἔτσι νοεῖται μελέτη τῆς ποίησης. Ὕποπτο σημεῖο τοῦ δημοτικισμοῦ θὰ θεωροῦσα ἐξάλλου ἐτούτη τὴν ὁμόφωνη παραδοχή του στὴν Ἑσπερία, φαινόμενο μὲ τὸ ὁποῖο συνδεονται καὶ οἱ ἐπίμονοι πανηγυρισμοὶ γιὰ τὴν ἐπικείμενη καθιέρωση τοῦ μονοτονικοῦ ἐπίσημα καὶ ἐδῶ, ποὺ θὰ πρέπει φυσικὰ νὰ ἔχουνε τὴ βάση τους, καθως πᾶς ἐναντιούμενος σήμερα δὲν θεωρεῖται ἤδη παρὰ ἐγκάθετος εἴτε θλιβερὰ δέσμιος «τῆς προγονολατρείας ὀλίγων ἡμιμαθῶν ἀντιδραστικῶν», ὅπως τόσο εὔστοχα ἀπεφάνθη τίς προάλλες ὁ ἡμερήσιος τύπος. Παραδεχόμενοι τὸ μονοτονικὸ ἔχουμε ἤδη κάνει τὸ πρῶτο βῆμα γιὰ τὴ κατάργηση τῆς ἱστορικῆς ὀρθογραφίας. Τὸ μονοτονικὸ ἀποδεικνύεται, ὑπερθεματίζω, ἕνα ἁπλῶς μεταβατικὸ στάδιο ὣς τὴ πλήρη κατάργηση τῶν τόνων. Χαρακτηριστικὰ τὸ ἀτονικὸ σήμερα ὑποστηρίζεται ἀπὸ μὴ Ἕλληνες ἐπιστήμονες, ἄτομα μὲ ἐνδεχομένως ἐκτεταμένη γνώση τῆς γλώσσας, ὅμως μὲ καθαρὰ διανοητικὴ σχέση μαζί της, καὶ ἀπ᾿ ὅσο δύναμαι νὰ γνωρίζω μὲ μία σχετικὴ ἕως ἀπόλυτη ἀδιαφορία ἀπέναντι στὴν ποιητική. Οἱ γηνενεῖς ὑπέρμαχοι τοῦ μονοτονικοῦ διστάζουν μέχρι στιγμῆς νὰ παραδεχτοῦν ὅτι συνέπεια πρὸς τὶς ἀρχές τους θὰ σήμαινε, μετὰ τὸ ἀτονικό, συνέπεια φυσικὴ (ὅταν ἡ βάση εἶναι «πὼς μὲ κανένα τρόπο δὲν θά ᾿πρεπε τὰ Ἑλληνόπουλα νὰ ταλαιπωροῦνται ἀδίκως»), τὴν παραδοχὴ ἑνὸς καθαρὰ φωνητικοῦ ὀρθογραφικοῦ συστήματος, δηλαδὴ στὴν οὐσία διάλυση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας εἰς τὰ ἐξ ὧν συνετέθη, σὲ ἕνα σύστημα φθόγγων, ἤχων καὶ θορύβων ἑνὸς ἀπὸ τὰ ἄπειρα συστήματα ποὺ ἐξετάζει ἡ ἐπὶσης ἀδιάφορη πρὸς τὴν ποίηση Φωνητική. Ἂς ἐκσυγχρονίσουμε λοιπὸν τὴν γηραιὰ τούτη γλώσσα καὶ ἂς τὴν ἀναμορφώσουμε — ἀδιάφορο, μονοτονικῶς ἢ ἀτονικῶς· ὅμως νὰ ξέρουμε πὼς ἀτοτρέπουμε συγχρόνως τὴν ποίηση: ὄχι φυσικὰ τὴν ποίηση τῶν κατὰ καιροὺς ἐκκολαπτομένων, καὶ ἐγκαίρως ἀποκαλυπτομένων, ταλέντων, οἱ ταλαντοῦχοι μποροῦν στὴν ἀνάγκη καὶ χωρὶς γλώσσα νὰ κάνουν κάποιου εἴδους στίχους, καὶ μάλιστα στίχους ποὺ νὰ γίνονται παραδεκτοὶ καὶ ἐξαργυρώσιμοι ἐπὶ τῇ ἐμφανίσει καὶ νὰ μεταφράζονται σ᾿ ὅλη τὴν ἔκταση τῆς σύγχρονης Βαβέλ, σχεδὸν προτοῦ προλάβουν κὰν νὰ ἐκφράστοῦν στὸ μητρικὸ ἰδίωμα. Ἂν καταργηθεῖ ἡ ποίηση δὲν βρίσκω τὸ λόγο νὰ διατηρηθεῖ ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα κάν. Πρακτικότερο θὰ ἦταν νὰ υἱοθετούσαμε μιὰν ἄλλη, μιὰ τυχοῦσα γιὰ τὶς ἀνάγκες τῆς ἐπικοινωνίας (που λέγεται ὅτι γίνονται ὅλο καὶ πιὸ πιεστικές). Θὰ πρότεινα καμιὰ διεθνῆ. Ἂν ἦταν πάντως τ᾿ ἀγγλικὰ ἢ τὰ γαλλικὰ θὰ ἀκολουθούσαμε βέβαια ἀγόγγυστα ἐδῶ ἕνα ἱστορικὸ σύστημα ὀρθογραφίας, διότι στὶς «μείζονες» αὐτὲς γλῶσσες πρόλαβε πρὸ πολλοῦ νὰ καθιερωθεῖ σὲ παγκόσμια κλίμακα. Να μιλήσουμε τώρα ἀλλιώτικα κι ἂς κοιτάξουμε πιὸ συγκεκριμένα ὁρισμένες ἀπὸ τὶς διακρίσεις, οἱ ὁποῖες ἐξαφανίζονται μαζὶ μὲ τὸν πολυτονισμό. Τὸ σύστημα ποὺ συμβολίζοντας ἄφωνα καὶ βουβὰ τὴ μυστικὴ διάσταση μέσα σὲ κάθε μας λόγο μᾶς διδάσκει πὼς δὲν εἴμαστε μόνοι ὅταν μιλᾶμε ἀλλὰ συντροφευόμαστε ἀπὸ τὸ ἀφανὲς ἀκροατήριο τῆς στρατιᾶς τῶν ἀπόντων καὶ τῶν νεκρῶν (καὶ δίχως τὰ σημάδια ἐκεῖνα, τὰ μνήματα ποὺ τοὺς μνημονεύουν μέσα στὴν ὀρθογραφία μυθεύματα θὰ πρέπει νὰ εἶναι καὶ τὰ περὶ τοῦ μνημειακοῦ τάχα χαρακτήρα τῆς ἑλληνικῆς), ἕνα πλῆθος ποὺ δίνει καὶ ὑπόσταση στὰ ὁμιλούμενα. ᾽Αλλιῶς δὲν γράφουμέ παρὰ γιὰ τὸ παρόν, τὸ ἐσαεὶ φθίνον, ποὺ ἤδη μὲ τὴν προφορὰ τῆς πρώτης συλλαβῆς του ἔχει παρέλθει. Ἄλλο τὸ νῦν.
θὰ ἤτανε λοιπὸν τὸ πρῶτο παράδειγμα. Παρεμφερῶς: Ἡ ἔκβαση φαίνεται — τυχαία ἢ τυχαῖα, κι ἀστραπιαῖα ἀκόμη εἴτε ἀκαριαία, ἂν κλιμακώσουμε. (Ἡ ἔμπνευση ἦρθε τελευταία ἢ τελευταῖα μοναχὰ κατὰ τὴν χρονικὴ τάξη). Μιὰ λέξη ἀπομονωμένη, δίκην τίτλου, παραδείγματος χάριν, εἴτε ἐπιφωνήματος εἴτε στιγμιαίας κατάθεσης μέσα στὴ γλώσσα εἴτε ποιητικῆς ἐκλάμψεως, πῶς θὰ διαβαστεῖ (διότι τὰ ψηφία δὲν εἶναι παρὰ ἡ πρώτη προσπέλαση): Μοιραία ἢ μοιραῖα ἁπλῶς — κι ἂν συνεχίζαμε, ἂν πρέπει σώνει καὶ καλὰ νὰ βροῦμε συμφραζόμενα, ποὺ ὅμως ἐδῶ δὲν διαφωτίζουνε τὸ νοήμα ποσῶς: Μοιραία, ἢ ἁπλῶς μοιραῖα / ἀποκαλύπτεται ἡ ἀλήθεια; Ὥσπου νὰ φτάσουμε στὰ Τελειωμένα:
Ἡ διάκριση ποὺ χάνεται (μᾶλλον ποὺ ἐξορίζεται αὐθαίρετα μὲ τὴν πολιτικῆς καὶ ὄχι φιλολογικῆς προελεύσεως ἀρχὴ τοῦ οὐκ ἀγαθὸν πολυκαισαρίη) εἶναι, γιὰ νὰ κυριολεκτήσουμε σύμφωνα μὲ τὴν γραμματική, ἀνάμεσα στὸν κατηγορηματικὸ προσδιορισμὸ θηλυκοῦ γένους καὶ τὸ ἐπίρρημα. Καλῶς ἢ κακῶς, ἀλλὰ ἀναπότρεπτα, ἡ νέα ἑλληνικὴ τὰ θέλει στὴ σημερινή της καὶ ὀμιλουμένη φάση ὅμοια μέχρι ψηφίου, παράλληλα μὲ τὴν πολὺ εὐρύτερη χορεία τῶν ὁμοήχων τὰ ὁποῖα μόνο ἡ ἱστορικὴ ὀρθογραφία τὰ κρατᾶ καὶ ἀπὸ ὅπου ὁ Καβάφης (ὁ ποιητὴς τοῦ τίτλου Ἡδονῇ καὶ τοῦ «διδῷ») ἀντλεῖ τὶς ρίμες του. Ἄλλο μέσο ἀπὸ τοὺς τόνους σ᾿ ὅλη τους τὴν κλίμακα δὲν ὑπάρχει ἂν ἐνδιαφερόμαστε νὰ κρατήσουμε τὴ διάκριση, δηλαδὴ τὶς ἐκφραστικὲς δυνατότητες ποὺ μᾶς ἐξασφαλίζει. Ἀργῶ τάχα, καθυστερῶ ἢ μήπως βρίσκομαι ἁπλῶς μὲς στὴν ᾽Αργὼ τῶν Συμπληγάδων τῆς ποίησης. Τὸ ἀντεπιχείρημα πὼς στὶς δύσκολες περιπτώσεις καταφεύγουμε στὴν περισπωμένη δὲν ἰσχύει. Εἴτε καταργεῖται ἡ περισπωμένη μαζὶ μὲ τὰ ὑπόλοιπα μὴ ἄμεσα ἀποτελεσματικὰ στοιχεῖα τῆς γραφῆς, ὁπότε φυλάσσεται τὸ πολύ, στὴν καλύτερη περίπτωση, σὲ ἐκδόσεις κειμένων ποὺ ἤδη μ᾿ αὐτὴ τὴν κίνηση θὰ ἔχουν περάσει στὰ ἀζήτητα τῆς ποίησης, δηλ. τοῦ Καβάφη, τοῦ Σικελιανοῦ (ἀκόμα καὶ τοῦ Σεφέρη), στοὺς ὁποίους τὸ μονοτονικὸ εἶναι ἁπλούστατα ἀνεφάρμοστο· εἴτε διατηρεῖται ό πολυτονισμὸς σ᾿ ὅλη του τὴν πληρότητα καὶ μέχρι συντελείας καὶ ἐκπνεύσεως τοῦ παρόντος ποιητικοῦ αἰώνα. Ἀκόμα καὶ ἡ βαρεία, ποὺ καταποντίστηκε πρόσφατα διὰ συνοπτικῆς διαδικασίας, βοηθοῦσε στὶς διακρίσεις: τὸ ἕνα γιά τὸ ἄλλο, τὸ ἕνα γιὰ τὸ ἄλλο. Τὰ δύο γιατί, αἰτιολογικὸ καὶ ἐρωτηματικό, τὰ ὁποῖα ἡ ποίηση ἀπαιτεῖ:
Καὶ ὅσα ἄλλα. Οἱ παλιοὶ ποιητὲς εἶναι χαμένοι λοιπόν. Ὅσο γιὰ τοὺς καινούργιους, ἢ θὰ συμμορφωθοῦν μὲ τὴν νέου εἴδους λογοκρισία (ποιοτικὴ τώρα καί μπροστα στὴν ὁποία ἡ καθαρὰ ποσοτικὴ τῆς πρόσφατης δικτατορίας καταντᾶ ἀνώδυνη) εἴτε χάνονται ἐν τῇ γενέσει τους. Διότι δὲν εἶναι τὸ πλῆθος τῶν θεμάτων τοὺ καθορίζει τὴν ἐλευθερία τῆς ποίησης (αὐτὸ καθορίζει τὴν ἐλευθεριότητα τὸ πολὺ) ἀλλὰ ἡ ἀπεριόριστη δυνατότητα ἔκφρασης μέσα στὰ ἤδη ὑπάρχοντα τὰ ἐξ ἀρχῆς τεθέντα τὰ συνδέοντα μὲ τὰς ἀρχάς. Περνώντας στὰ πνεύματα θὰ ἤθελα ἁπλῶς νὰ ὑπενθυμίσω τὴν δασεία ποὺ στὸ σύμπλεγμα ἅψε σβῆσε θυμίζει ἄσφαλτα πὼς τὸ ἅπτω (ἀνάβω) βρίσκεται στὴ ρίζα τῆς ἁφῆς, ποὺ ξεχωρίζει τὸ ἔπος ἀπὸ τὰ ἑπόμενα καὶ τὰ παρεπόμενά του, σημειώνοντας ἐπίσης ὅτι τὸ ὀλολύζω δὲν εἶναι καμιὰ ὁλικὴ κατασταση καὶ ὅτι ἂν πηδῶ καὶ ἅλλομαι δὲν σημαίνει ἀπαραιτήτως πὼς ἔγινα ἀλλόφρων, ἐνῶ συνδέει ἅλω καί ἅλωση, τὰ ἄλλως ἀσύνδετα στὰ λεξικά. Ἂν μὲς στὸ ἅψε σβῆσε διώξουμε τὸ πνεῦμα γιὰ ποιὸ λόγο νὰ μὴν ὀρθογραφήσουμε apse καὶ νὰ κάνουμε ὀνοματοποιία, φέρνοντας στὸ νοῦ τὶς κινήσεις τοῦ καταβροχθίζω, προσκομίζοντας βέβαιη ἄνεση καὶ ἀνθόσπαρτον βίον στὰ Ἑλληνόπουλα τῆς ἐρχόμενης γενιᾶς. Γιὰ τὸ ἀτονικὸ τὰ παραδείγματα βρίθουν καὶ ἤδη ὁ δρ. Ἀιντ. εἶχε τὴν προνοητικότητα νὰ παραθέσει μὲς σὲ μιὰ παρένθεση τὸν νόμο καὶ τὸν νομό. Θὰ πρόσθετα πέρα ἀπὸ τὰ αὐτονόητα ζεύγη τοῦ τύπου ἐξαιρῶ καὶ ἐξαίρω καὶ τὴν πρόταση, ποὺ δὲν παρέχει μέσα στὰ συμφραζόμενα2 κανένα κλειδί: καθὼς καὶ τὴν γραμματολογικὴ ὑπόμνηση ὅτι ὁ Ἐγγονόπουλος ἐνῶ φροντίζει νὰ βάλει τὸν τόνο (σὲ κεφαλαῖα σημειωτέον) στὸν Μπολιβὰρ καὶ μάλιστα. στὴ λήγουσα, ποὺ εἶναι ὁ τόνος τοῦ ποιήματος καὶ ὄχι τῆς φιλολογίας, παραλείπει νὰ τὸν τοποθετήσει στὸν τίτλο ΕΛΕΥΣΙΣ δηλώνοντας προφανῶς πὼς ἡ διπλὴ δυνατότητα τονισμοῦ πρέπει νὰ κρατηθεῖ ταυτοχρόνως (καί πὼς κατὰ συνεκδοχὴν ὁ ἐρχομὸς τῶν μυστηρίων ἤγγικε), ἀπ᾿ ὅπου συμπεραίνουμε σωστὰ ὅτι οἱ τὁνοι, μέσα στὸ πολυτονικὸ σύστημα, καὶ στὴν ἀπουσία τους ἀκόμα ἐπιτελοῦν ἔργο, ἔργο συναφὲς μ᾿ ἐκεῖνο ποὺ ἐκτελεῖ καὶ ἡ ὀρθογραφία μέσα σὲ ἕνα ἱστορικὸ σύστημα ὀρθογραφίας καθὼς καὶ ἡ παραφωνία μέσα σ᾿ ἕνα ἁρμονικὸ σύστημα. Ἀλλὰ δὲν πρόκειται νὰ συνεχίσω οὔτε τὰ παραδείγματα οὔτε τὶς μετρήσεις, ὅσα ἀνέφερα ἦταν μονάχα ἐνδεικτικὰ γιὰ νὰ φανεῖ πὼς ἡ διατήρηση τῶν τόνων, ὡς ἔχουν, δὲν εἶναι ἁπλῶς αἰσθητικὴ ὑπόθεση οὔτε γνώρισμα προγονοπληξίας ἀλλὰ ἐκτελεῖ καὶ μία λειτουργία καθαρῶς διακριτικὴ ποὺ καταργώντας την ἔχουμε περικόψει ἀπολύτως ἀντίστοιχα καὶ τὴν ἐκφραστικὴ ἐλευθερία. — «Οἱ τόνοι, ὁλόκληρο τὸ σύστημα τῆς νεοελληνικῆς ὀρθογραφίας, εἶναι δεσμά». Βεβαιότατα. Δεσμὰ ποὺ μᾶς ἀπαγορεύουν νὰ γίνουμε μετέωροι, ἂν πρόκειται τὸ ζήτημα νὰ τεθεῖ στὴν οἰκεία του βάση. Ἡ ἐλευθερία τοῦ ποιητῆ κατὰ συνέπεια εἶναι ἀπολύτως ἀνάλογη μὲ τὸ βαθμὸ ποὺ ὁ ἴδιος εἶναι σκλάβος· ὄχι ὁποιασδήποτε, ἀκόμα καὶ τῆς σοβαρότερης κοινωνικῆς ἢ πολιτικῆς ἀπαίτησης, ἀλλὰ τῆς ἴδιας τῆς ποίησης κατευθείαν. Ἔχει λοιπὸν τὴν ἐλευθερία νὰ χρησιμοποιήσει καὶ τὸ λάθος· εἴτε τὸ καταξιωμένο τῆς τάξεως τοῦ «ἐπέστρεφε» (σκεφτεῖτε ἐπὶ τῇ εὐκαιρίᾳ πόσα «λάθη» πρόλαβε νὰ κατοχυρώσει ἡ γλώσσα. Ὅταν στὴν πρόταση «φέτος ἡ ἐπέτειος» ἡ λαϊκή, ἀρχικὰ λανθασμένη, καὶ ἡ λογία λέξη συνυπάρχουν σήμερα σὲ ἀπόλυτη ἰσοτιμία) εἴτε τὰ πλέον παράτολμα καί ρηξικέλευθα ὅπως ὁ τύπος «ἐβδομὰς» μέσα σὲ δίστιχο πέρα ὣς πέρα δημοτικὸ (Στὸ ποίημα Ὡραῖα λουλούδια κι ἄσπρα ὡς ταίριαζαν πολὺ τοῦ Καβάφη). Τὰ κράματα αὐτὰ δὲν τά ᾿χει δημιουργήσει ἐκ τῶν προτέρων ἡ γλώσσα γιὰ λογαριασμὸ τοῦ ποιητῆ· τὰ δημιουργεῖ ὁ ἴδιος ἐν ἐλευθερίᾳ (δηλαδὴ δέσμιος τῆς ποίησης) καὶ ἐδῶ μεταξὺ ἄλλων μὲ τὸν σκοπὸ νὰ ἀποτρέψει κάθε συναισθηματικὴ ἀνάμειξη ἢ παρεμβολὴ στὸ ἔργο τῆς ἐρωτικῆς ἀναπόλησης. Ὑπέρβαση τῶν δεσμῶν καὶ ἀνορθογραφία ὡς δικαίωμα εἶναι ἀποκλειστικὸ προνόμιο τῶν πτωχῶν τῷ πνεύματι ὅπως καὶ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Μιὰ τάξη μέσα στὴν ὁποία συναδελφώνονται οἱ ἀναλφάβητοι μὲ τὸν Διονύσιο Σολωμό, νέο γενάρχη. (Κι ἂν χρειάζεται διευκρίνιση ἐδῶ μποροῦμε νὰ τὴν κάνουμε καὶ διαφορετικά, ὡς ἑξῆς, ὅτι ὁ γραμματισμένος γίνεται πολὺ δυσκολότερα ποιητὴς ἀπὸ τὸν ἀγράμματο, δηλαδὴ μόνο ἂν κατορθώσει νὰ φτάσει στὴν κατάσταση τῆς γλωσσικῆς ἀγνωσίας ποὺ τὸν ἐξισώνει μὲ τοὺς ἀναλφαβήτους). — «Οἱ τόνοι εἶναι ἁπλῶς τύποι νεκροί». Ἡ πρόταση χαρακτηρίζει ὄχι τὴν γλώσσα ἀλλὰ τὸν ὁμιλοῦντα. Τύποι ἀκριβῶς εἶναι, τύποι τῶν ἤλων, γνώρισμα κάθε πραγματικότητας. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ τίθεται κὰν ἡ διάκριση μεταξὺ τύπου καὶ οὐσίας, κι αὐτὸ συμβαίνει κάθε φορὰ ποὺ δυσανασχετοῦμε μὲ τοὺς τύπους καὶ πᾶμε νὰ τοὺς καταργήσουμε (ἰδιαιτέρως στὴ σημερινὴ ἐποχὴ τῆς ἀπελευθερώσεως μαζικῶς ὅπου ποτὲ ἡ σκλαβιὰ δὲν ἦταν μεγαλύτερη, μὲς στοὺς καιροὺς τῶν νέων φώτων ὅπου ποτὲ δὲν ἤτανε βαθύτερα τὰ σκοτάδια) ἡ «οὐσία», ἂν ὑποθέσουμε ἔστω καὶ στιγμιαῖα πὼς θὰ μποροῦσε νὰ ἀπομονωθεῖ καὶ νὰ χειραφετηθεῖ, ἔχει γίνει ἤδη ἄφαντη κι ἐμεῖς ἔκπτωτοι. — «Μὰ ἐπιτέλους τὸ 98% εἶναι ἀπολύτως κατανοητὸ δίχως τοὺς τόνους». Ἂς αἰσιοδοξήσουμε μαζὶ μὲ τοὺς ἀτονιστὲς κι ἐμεῖς κι ἂς ποῦμε πὼς 98 εἶναι κι οὔτε ἕνα λιγότερο καὶ πὼς ἐπίσης δὲν θὰ πείραζε ἀκόμα καὶ ἡ καθιέρωση τῆς φωνητικῆς ὀρθογραφίας: Σκεφτεῖτε πὼς θὰ φτάναμε νὰ καταλαβαίνουμε καὶ τὸ 40% τῆς γλώσσας — ἂν τόσο εἶναι — δίχως δυσκολία καὶ δίχως ἀπώλεια. Τὰ ποσοτικὰ ἐπιχειρήματα δὲν ἐφαρμόζονται παρεκτὸς μεταξὺ ὁμοειδῶν καὶ ὁμοιογενῶν. Λέγοντας π.χ. ἀπὸ τὸ 1 κιλὸ πατάτες πετάω — ὄχι εὐχαρίστως βέβαια — τὰ 20 γραμμάρια ποὺ σάπισαν. Ὅμως μέσα στὸ οἰκοδόμημα ποὺ εἶναι ἡ γλώσσα, πὼς μπορῶ νὰ μπῶ δίχως τὸ κλειδί, μηδαμινοῦ ὄγκου σὲ ἀναφορὰ μἑ τὸν ὄγκο τοῦ ὅλου κτίσματος, καί πῶς μπορῶ νὰ γευτῶ τὸ φαγητὸ δίχως τὸ ἁλάτι, πῶς μπορεῖ τὸ σῶμα τὸ ζωντανὸ νὰ κινηθεῖ δίχως τὰ γραμμάρια ποὺ ἀντιπροσωπεύει ἡ καρδιὰ καὶ ὁ νοῦς του, καὶ πῶς μπορῶ νὰ μιλήσω καὶ νὰ σκεφτῶ κὰν δίχως τὸ 2% ἐκεῖνο, τὸ ἁλάτι τῆς γλώσσας, τὸ τελευταῖο μόριο, τὸ ἐντὸς τῆς γλώσσας ἀλλὰ ἐκτὸς τῆς ἐπικοινωνίας, ἀπ᾿ ὅπου ἡ ποίηση ἀντλεῖ. Καὶ ἀνακεφαλαιώνοντας μὲ τὸ μονοτονικὸ ποὺ εἶναι τὸ προτελευταῖο βῆμα πρὶν ἀπὸ τὸ ἀτονικό, μετὰ τὸ ὁποῖο δὲν ἀκολουθεῖ παρὰ ἡ κατάργηση τῆς ἱστορικῆς ὀρθογραφίας3, μὲ ἐνδεχόμενη κατάργηση καὶ ὁριστικὸ ἐνταφιασμὸ τοῦ ἑλληνικοῦ ἀλφαβήτου, στεροῦμαι ἅπαξ καὶ διὰ παντὸς τὴν ποιητικὴ ἐλευθερία καὶ ἀπαρνιέμαι τὴ δυνατότητα τοῦ λάθος ἀπὸ τὸ ὁποῖο προάγεται ἡ ποίηση. — «Μὰ δὲν θὰ διαβάζουμε γρηγόρα». Πρὸς τί ἡ ταχύτης. Γιατί νὰ μοῦ ἀφαιρεθεῖ ἡ δυνατότητα τῆς περισκέψεως κάθε φορὰ ποὺ γράφοντας ἢ ἀναγινώσκοντας ποὺ ὅταν γίνονται μὲ μία ὁρισμένη ἔνταση εἶναι ταυτόσημες πράξεις ὑπαινιχτήκαμε προηγουμένως, κάθε φορὰ ποὺ σκοντάφτω στὰ ζῶντα λείψανα καὶ τὰ ἀπολιθώματα ποὺ γονιμοποιοῦν τὴ γλώσσα. Γιατί νὰ μὲ ἐμποδίσουνε ν᾿ ἀντλῶ ποιητικὰ ἀπὸ ὁποιαδήποτε ἐποχὴ καὶ μορφὴ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας ὄχι ἀρχαιοδιφικὰ μὰ κάνοντάς την παρόν. Ἢ μήπως καὶ συμπληρώσαμε τὸν κύκλο τῆς ζωῆς τῆς ποίησης (παραμένει βεβαίως δυνατόν, ἀκούω ξάφνου, καὶ ἀναλογίζομαι πὼς καμιὰ βεβαιότης δὲν χωρᾶ στὰ ποιητικὰ πράγματα) καὶ εἴμαστε ἀδέσμευτοι πλέον καὶ ἐλεύθεροι νὰ περάσουμε στοὺς «κοινωνικοὺς προβληματισμοὺς» καὶ τὶς ἰδιωτικὲς ἀναδιφήσεις στὰ ὁποῖα ἐλλείψει τῆς ποίησης ἐπιδίδονται τὰ προηγμένα καὶ φωτισμένα κράτη ἐν χορῷ. Ἂν περὶ αὐτοῦ πρόκειται ἄς σπεύσουμε τότε. — «Μὰ δὲν θὰ διδάσκεται ἡ γλώσσα ἀποτελεσματικὰ στὴ νέα γενεά». Ποιός ὁ λόγος νὰ διδάσκεται κὰν ἢ νὰ παραδίδεται ἐντὸς ἢ ἐκτὸς τῆς Ἑλλάδας μιὰ γλώσσα ποὺ σκότωσε τὴν ποίηση, γλώσσα νεκρὴ καὶ ὄργανο ἐπικοινωνίας μεταξὺ ζώντων νεκρῶν. Σοφία Σκοπετέα Κοκκιναράς, Αὔγουστος 1979. Διαβάστε ἐπίσης ἕνα προηγούμενο μικρὸ κείμενο τῆς Σοφίας Σκοπετέα: Οἱ κίνδυνοι τῆς ἀνάγνωσης, περιοδικὸ Ἐποπτεία, τεῦχος 50, Ὀκτώβριος 1980, σελ. 738. 1. Θὰ σημειώσουμε ὑποχρεωτικὰ ἐδῶ ὅτι ἡ Κοινὴ δὲν εἶναι ὅπως παραπλανητικὰ πιστεύεται κανένας γραμματικὸς ἢ γεωγραφικὸς ὅρος, ἀλλὰ δηλώνει καθαρὰ τὴν κένωση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας (ποὺ σημαίνει τὴν καθολικότητα καὶ τὴν οἰκουμενικότητά της μές στὴ δοσμένη ἱστορικὴ περίοδο), ἡ ὁποία καὶ ἐπέτρεψε τὴν κοινωνία μὲ τοὺς πρώην «βαρβάρους» τῆς Ἀνατολῆς, τοὺς ὡστόσο πνευματικὰ ὑπερισχύοντας, ὅπως διαπιστώνει ὁ Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεὺς στοὺς Στρωματεῖς του. Ἀπὸ ἐδῶ καὶ τὸ χάσμα τὸ ὁποῖο μεταμορφώνει κατὰ τρόπο διαρκῆ τὴ γλώσσα ἀπὸ οἰκεία σὲ οἰκεία-ξένη ταυτόχρονα. Ἡ ἀλλοίωση αὐτὴ — ποὺ τὸ νόημά της ἤτανε βέβαια καθαρὰ θεολογικό, ὅπως ἀποδείχτηκε, καὶ ἀκατανόητο ἔξω ἀπὸ τὴ θεολογία — ἑπόμενο ἦταν ν᾿ ἀφήσει δευτερογενῶς τὰ σημάδια της καὶ στὴ γραμματική. 2. Ἐνδιαφέρον ὅτι οἱ ὀρθολογικῶς κινούμενοι θιασῶτες ψοῦ μονοτονικοῦ-ἀτονικοῦ-φωνητικοῦ συστήματος περιπίπτουν σὲ καθαρὰ λογικὲς ἀντιφάσεις. Ὁλόκληρη ἡ φασαρία τῆς μεταρρύθμισης γίνεται φυσικὰ γιὰ μιὰν οἰκονομία στὴν ἀνάγνωση καὶ στὴ γραφή. Ἀφενός. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ παρατηροῦμε μιὰν ἐπίμονη ἐπίκληση καὶ καταφυγὴ στὴν ἔννοια, ἴσον ἐπινόηση, τῶν συμφραζομένων, τὰ ὁποῖα μᾶς λένε, ὡς διὰ μαγείας θὰ λύνουν κάθε παρεξήγηση καὶ κάθε σκόνταμα σὲ ἀνάγνωση καὶ σὲ γραφή. Ἡ λέξη μπορεῖ θαυμάσια νὰ εἶναι καὶ ἀσυντρόφευτη, ἐπαναλαμβάνω. Οἱ νεωτεριστὲς γενικῶς δὲν κάνουν ἄλλο παρὰ νὰ περιπλέκουν τὸ ἔργο τῆς ἀνάγνωσης δίχως νὰ ἔχουν πάλι ἁπλοποιήσει καὶ τόσο δραστικὰ τὴ γραφή. — Ἢ μήπως πρόκειται καὶ ἐδῶ γιὰ τοὺς γνωστούς μας πρωθύστερους ἀναγνῶστες, αὐτοὺς ποὺ ξέρουν τὰ περιεχόμενα τοῦ βιβλίου ἐκ τῶν προτέρων (συμφραζόμενα) καὶ διαβάζουνε γιὰ μιὰν ἁπλὴ ἐπιβεβαίωση· ἀναγνῶστες οἱ ὁποῖοι περιέργως δὲν σκέφτηκαν ἀκόμα πὼς γιὰ τὴν ὁλοκληρωτικὴ οἰκονομία κι ἴσως ἐπίσης καὶ γιὰ τὸ καλὸ τῆς ποίησης κάποτε θά ᾿πρεπε νὰ προβοῦν στὴν ἔσχατη συνέπεια παύοντας νὰ διαβάζουν ἐντελῶς. 3. Καὶ πάλι σὲ δεύτερη σκέψη δὲν μοῦ φαίνεται καὶ πολὺ ρεαλιστικὴ ἡ σειρὰ τῆς ἐξέλιξης ποὺ ὑποθέτω ἐδῶ. Τὸ πιὸ πιθανὸ εἶναι πὼς ἡ φωνητικὴ ὀρθογραφία θὰ εἶναι τὸ κατευθείαν ἑπόμενο βῆμα, ὁπότε οἱ τόνοι ἀχρηστεύονται αὐτόματα. | |||||||||
Ἄνοιγμα καὶ τῶν δύο πλευρῶν |