|
Greek languages[by Kostas Karaiskos, Antifonitis, October 1994 available on the net] Ἡ Θρακικὴ Ἑταιρεία, ζώντας τὴ σημερινὴ ἀφασία ὡς μεῖζον πρόβλημα τῆς ἐποχῆς, ἐπιχειρεῖ στὸ παρακάτω κείμενο μία συνοπτικὴ παρουσίαση τοῦ θέματος, ἐλπίζοντας σὲ ἕναν γόνιμο διάλογο. Τὸ κείμενο εἶναι καρπὸς συλλογικῆς προσπάθειας καὶ γράφτηκε τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1994 ἀπὸ τὸν Κώστα Καραΐσκο. «Ἡ γλῶσσα εἶναι πατρίδα» (Ν. Καζαντζάκης) Ἡ ἐργαλειακὴ ἀντίληψη τῆς γλώσσας, ποὺ τὴν ἤθελε ἁπλῶς ἕνα μέσον ἐπικοινωνίας καὶ περιγραφῆς σκέψεων, ἀνήκει στὸν θετικισμὸ τοῦ 19ου αἰώνα. Σήμερα στὴ γλωσσολογία εἶναι γενικὰ ἀποδεκτὴ ἡ ἀπόλυτη ἐξάρτηση καὶ διαμόρφωση τῆς νοήσεως ἀπὸ τὴ γλῶσσα, ὥστε κάθε ἀνθρώπινη κοινότητα μὲ διαφορετικὸ γλωσσικὸ σύστημα νὰ θεωρεῖται πὼς ἔχει διαφορετικὴ κοσμοαντίληψη. Ἀλλὰ καὶ στὴν ἐπικοινωνία τῶν ἀνθρώπων ἐπιβάλλει συγκεκριμένες μορφές, ἀποτελεῖ δηλαδὴ τρόπο κοινωνικῆς ζωῆς. Ἡ ἐμμονὴ στὴν δηλωτικὴ καὶ πληροφοριακὴ λειτουργία της παραμερίζει τὸ γεγονὸς ὅτι ἀποτελεῖ πράξη ἐκφράσεως καὶ δημιουργίας, ἐγχείρημα ταξινομίας, οἰκοδόμηση σημασιῶν, λογικὴ συνοχή. Ὅτι ἔχει λειτουργία ὑπαρξιακὴ καὶ αἰσθητικὴ ἀλλὰ καὶ ποιητικὴ ποὺ τὴν ὑπερβαίνει. Συμπυκνώνοντας τὴν ἱστορία, τὴν σκέψη, τὴν καλλιέργεια, τὴν νοοτροπία, τὸν πολιτισμὸ ἑνὸς λαοῦ, κάθε γλώσσα ἔχει νόημα ἰδιαίτερο. «Μονάχη ἔγνοια ἡ γλῶσσα μου στὶς ἀμμουδιὲς τοῦ Ὁμήρου» (Ὀδ. Ἐλύτης) Τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ γενικὴ γλωσσολογία – ὄχι στὸ σύνολό της – ἀρκεῖται στὴν περιγραφὴ καὶ ἑρμηνεία τῶν γλωσσικῶν φαινομένων καὶ δὲν τὰ ἀξιολογεῖ, ὅπως καὶ τὸ ὅτι χαρακτηρίζει κάθε γλῶσσα αὐτάρκη καὶ ἱκανὴ νὰ ἐξυπηρετήσει τὶς ἐκφραστικὲς ἀνάγκες μιᾶς κοινότητας, σὲ καμμία περίπτωση δὲν σημαίνει ὅτι ἡ ἀξία ὅλων τῶν γλωσσῶν εἶναι ἡ ἴδια. Ἡ τελευταία, προφανέστατα, συνδέεται μὲ τὸν πολιτισμὸ τῆς ἑκάστοτε κοινότητας. Μόνον ἕνας ἐπαγγελματίας ραγιᾶς – μιλώντας γιὰ Ἕλληνα – μπορεῖ νὰ ἀγνοεῖ τὰ ἀντικειμενικὰ πλεονεκτήματα τῆς γλώσσας μας καὶ νὰ χαρακτηρίζει «ἰδεοληπτικούς» ἢ καὶ «ρατσιστές» ὅσους διαπιστώνουν:
Τέλος, τὴν ἐτυμολογική της διαφάνεια καὶ τὴν πλήρη ἀντιστοιχία γλωσσικοῦ συμβόλου καὶ ἐννοιολογικοῦ περιεχομένου. Ἔτσι, ὁ μεγαλύτερος φιλόσοφος τοῦ αἰώνα Μάρτιν Χάιντεγκερ ζητᾶ «ν’ ἀνέβει μέχρι τὸ μυστικὸ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας» καὶ «βλέπει» τὸ ἀντικείμενο, ὅταν τὸ ὀνομάζει στὰ ἑλληνικά. Ὁ Γίββων μίλησε γιὰ τὴ «μουσικότατη καὶ γονιμότατη γλῶσσα ποὺ δίνει κορμὶ στὶς φιλοσοφικὲς ἀφαιρέσεις καὶ ψυχή στὰ ἀντικείμενα τῶν αἰσθήσεων». Ὁ ἀκαδημαϊκὸς Κλὼντ Φωριὲλ («Τὰ δημοτικὰ τραγούδια τῆς νέας Ἑλλάδας», 1824) γράφει γιὰ τὴν ἑλληνικὴ ὅτι «συγκεντρώνει τὸν πλοῦτο καὶ τὴν ὁμοιογένεια τῆς γερμανικῆς, τὴν σαφήνεια τῆς γαλλικῆς, τὴν μουσικότητα τῆς ἰταλικῆς καὶ τὴν λυγεράδα τῆς ἱσπανικῆς». Ὁ γλωσσολόγος Ἀντουάν Μεγιὲ ὑποστήριξε τὴν ἀνωτερότητά της ἔναντι τῶν ἄλλων γλωσσῶν («Αperçu d'une histoire de la langue grecque»). Ἡ πληρότητα τῆς δομῆς, ὁ πλοῦτος τοῦ λεξιλογίου, οἱ ἐννοιολογικὲς δυνατότητες καὶ οἱ σημασιολογικὲς ἀποχρώσεις ἀναγνωρίζονται ἀπὸ τοὺς Ἀγγλοαμερικανοὺς μὲ τὴ φράση «οἱ Ἕλληνες ἔχουν μία λέξη γι’ αὐτό», σὲ προβλήματα κυριολεξίας. Σὺν τοῖς ἄλλοις, ὄντας βάση τοῦ πνευματικοῦ πολιτισμοῦ τῆς Εὐρώπης, ἡ ἑλληνικὴ μπορεῖ νὰ ἀξιοποιηθεῖ ὡς δεσμὸς μεταξὺ τῶν πολιτῶν τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης. Ἔτσι, Ἰσπανοὶ εὐρωβουλευτὲς πρότειναν στὸ Εὐρωκοινοβούλιο τὴν καθιέρωσή της ὡς ἐπίσημης γλώσσας τῆς Ἑνώσεως, ἀπαριθμώντας τὰ πλεονεκτήματα μιᾶς τέτοιας ἐπιλογῆς καὶ ἐπιμένοντας στὶς «ἐξαιρετικὲς ἱκανότητες ὀργανώσεως τῆς σκέψης ποὺ προσφέρει». Ὅλα αὐτά, βεβαίως, «ἔξω». Γιατί στὴν πατρίδα μας πλειάδα «ἐπιστημόνων» ἀμφισβητεῖ τὴν μοναδικότητα καὶ διαχρονικότητα τῆς γλώσσας μας, ἀπαξιώνει τὶς ἐτυμολογικές της δυνατότητες, ἐπικροτεῖ τὴ ρύπανση ἀπὸ τοὺς ξενισμούς. Ἡ ἄγνοια λογίων λέξεων συγκρίνεται μὲ τὴν ἄγνοια τῶν ἀντίστοιχων ἀγγλικῶν ἢ γαλλικῶν καὶ μάλιστα σὲ σχολικὸ ἐγχειρίδιο οἱ λέξεις αὐτὲς χαρακτηρίζονται ὡς «σαβούρα» (!!!), ὅταν ὑπάρχουν οἱ ἀντίστοιχές της δημώδους. Τέλος, ἡ βαρβαρόηχη ἀργκώ τῆς ἀμερικάνικης ὑποκουλτούρας ἐκθειάζεται ὡς γονιμοποίηση καὶ πλουτισμὸς τῆς γλώσσας μας. «Τὸ τραγικὸ ζήτημα εἶναι ἂν θὰ γράφουμε ἢ ὄχι ἑλληνικά. Ἂν θὰ γράφουμε ἑλληνικὰ ἢ ἕνα ὁποιοδήποτε ἑλληνόμορφο ἐσπεράντο. Δυστυχῶς, ὅλα γίνονται σὰ νὰ προτιμοῦμε τὸ ἐσπεράντο. Σὰ νὰ θέλουμε νὰ ξεκάνουμε μὲ ὅλα τὰ μέσα τὴ γλῶσσα μας» (Γ. Σεφέρης) Σήμερα τὸ δίλημμα καθαρεύουσας ἢ δημοτικῆς δὲν ὑπάρχει. Ἐξακολουθεῖ νὰ ὑφίσταται μόνο στὸ μυαλὸ ὅσων ζοῦν ἀκόμη μὲ τὰ φαντάσματα τοῦ παρελθόντος. Μία εὐρύχωρη νεοελληνικὴ ἀποδεικνύεται ἡ ἰδανικὴ λύση γιὰ νὰ καρπωθοῦμε τὰ θετικὰ ἀποτελέσματα τοῦ πολύχρονου διχασμοῦ, ἀξιοποιώντας κάθε τύπο ἑλληνικὸ ἀπὸ τὴ διαχρονία τῆς γλώσσας μας (πρᾶγμα ποὺ ἄλλωστε συνέβαινε καὶ στὸ Βυζάντιο – π.χ. Μιχαὴλ Ψελλὸς – καὶ στὴν Ἀρχαιότητα – π.χ. Αἰσχύλος). Ἡ παρασύνδεση μὲ τὸ κοινωνικὸ πρόβλημα καὶ οἱ αὐτονόητες ἄλλοτε πολιτικοϊδεολογικὲς συνάφειες χάνουν πιὰ τὴν καθολικὴ ἰσχύ τους καὶ ἡ ἀδιαφορία τῶν «καθαρῶν» δημοτικιστῶν γιὰ τὴν εὐφωνία, τὴν μουσικότητα καὶ τὴν αἰσθητικὴ μειώνεται σὺν τῷ χρόνῳ, μαζὶ μὲ τὸ ἀρχικὸ ἰσοπεδωτικό τους μένος κατὰ τῶν «ὕποπτων ἀπόψεων» τῶν ἐναντιοφρόνων. Συχνὰ πάντως τὸ πρόβλημα συντηρεῖται ἀπὸ τὴ σύγχυση μεταξὺ γραπτοῦ καὶ προφορικοῦ λόγου ποὺ σαφῶς διαφέρουν («ὁ προφορικὸς λόγος ἐμψυχώνει τὸν γραπτό, ὁ γραπτὸς ἐξυψώνει τὸν προφορικό» ‐ Στ. Ράμφος). Ἡ ὑποβάθμιση τοῦ γραπτοῦ λόγου ἔναντι τοῦ προφορικοῦ, οὐσιαστικὰ προπαγανδίζει τὴν ἀγραμματοσύνη καὶ παράλληλα μὲ τὴν «φωτογραφικὴ ἀντίληψη» γιὰ τὴν ἀνάγνωση τῆς λέξεως – σήματος ὑποβαθμίζεται ἡ ὀρθογραφία, μηδενίζεται ἡ ἐτυμολογία, τὸ νόημα καὶ ἡ κατανόηση τῶν πραγμάτων μέσα ἀπὸ τὴν ἱστορία τους (μένει κανεὶς ἄναυδος μπρὸς στὰ ἀπίστευτα ἰδεολογήματα τῶν «εἰδικῶν». Σωσσύρ: αὐθαίρετο τῆς λέξεως, συγχρονικὴ θεώρηση τῆς γλώσσας, Μ. Κοέν: ἡ ὀρθογραφία προπύργιο τοῦ κοινωνικοῦ συντηρητισμοῦ, Μπενβενίστε – Μπλούμφιλτ – Σαπίρ: ἡ ἁπλούστευση τοῦ γραπτοῦ λόγου θὰ φέρει τὴν παιδεία στὸν λαό, κτλ). Χωρὶς ἰδιαίτερο κόπο ἐντοπίζει κανεὶς στὸν προφορικὸ καὶ γραπτὸ λόγο τῆς καθημερινότητάς μας λεξιπενία, ἀκαλαισθησία, συντακτικὴ ἀκαμψία, ἅλωση ἀπὸ ξενισμούς, ἰσοπέδωση τῶν ἐπιπέδων τοῦ λόγου. Ὁ γλωσσοπολιτικὸς φανατισμὸς συγκεκριμένων προσώπων καὶ ἡ βίαιη χειραγώγηση μέσω τῶν ΜΜΕ, τῶν σχολικῶν βιβλίων καὶ τῶν «εἰδικῶν» τῆς ἐξουσίας, ὁδηγοῦν τὴ γλώσσα μας στὴν καταστροφὴ κι ὅποιος διαμαρτυρηθεῖ κατηγορεῖται γιὰ «ἐπέμβαση σ’ ἕναν ζωντανὸ ὀργανισμὸ ποὺ δὲν χρειάζεται προστάτες». Ὅμως οὔτε κάθε ἐξέλιξη συνιστᾶ πρόοδο οὔτε, βέβαια, εἶναι τὸ ἴδιο ἡ βίαιη κατάργηση μιᾶς λέξεως μὲ τὴν ἐξαφάνιση ἢ τὴν ἀντικατάστασή της ἀπὸ ἄλλη μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου. Κι ἂν δὲν εἶχε μεσολαβήσει ὁ ἀξιοθαύμαστος καθαρισμὸς τῆς ἑλληνικῆς ἀπὸ τὴν τουρκικὴ κατὰ τὸν 19ο αἰώνα καὶ ἡ ἑλληνοποίηση τῶν εἰσαγόμενων ὅρων κατὰ τὸν 20ό, σήμερα τὸ 75% τοῦ ἀστικοῦ μας λεξιλογίου θὰ ἦταν ξένο καὶ ἀντὶ γιὰ κυβέρνηση, ὑπουργό, νοσοκομεῖο, οἰκογένεια κι ἐφημερίδα θὰ εἴχαμε γκουβέρνο, μινίστρο, σπιτάλι, φαμίλια, γαζέτα. Συστηματικὸ καθαρισμὸ ἔκαναν κι οἱ Γερμανοὶ τὸν προηγούμενο αἰώνα στὴ γλώσσα τους ἀπὸ τοὺς γαλλισμοὺς καὶ σήμερα ἡ Γαλλία (ἀπὸ τὸ 1982) προσπαθεῖ νὰ ἀντιμετωπίσει τὴν εἰσβολὴ τῆς Ἀγγλικῆς, τὸ Franglais. Τὰ σημερινὰ προβλήματα τῆς νεοελληνικῆς ἐπιδεινώνονται ἀπὸ τὰ ἀπαράδεκτα βιβλία, τὴν ἀπουσία τῆς Γραμματικῆς, τὸν ἐξοβελισμὸ τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν ἀπὸ τὸ Γυμνάσιο, τὴν ἀδράνεια καὶ τὸν λαϊκισμὸ τῶν ἰθυνόντων. Πάντως τὸ πρόβλημα εἶναι διεθνὲς καὶ ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴν παγκοσμιότητα τοῦ (ἀμερικανικοῦ) πολιτισμοῦ, τὸν πρακτικισμὸ τῆς ἐποχῆς, τήν κατάργηση κάθε νοήματος, τὴν παθητικὴ καὶ μνημονικὴ προσέγγιση τῆς γλώσσας (φωτογραφικὴ ἀντίληψη τῆς λέξεως). Καὶ εἶναι κυρίως ἡ ἐπικράτηση τῆς «ἐπικοινωνίας τῆς εἰκόνας» (τηλεόραση, κινηματογράφος, φωτογραφία, κτλ) ποὺ καταργεῖ τὸν λόγο καὶ ὁδηγεῖ τὴν ἀνθρωπότητα σὲ τοπία ὀργουελικά. «Ἡ μεγαλύτερη πνευματική μου ἄσκηση ἦταν ἡ θητεία μου στὴν ἀρχαία Ἑλληνική» (Β. Χάιζενμπερκ, νόμπελ Φυσικῆς) Ἡ ἀρχαία, τροφὸς καὶ θεμέλιο τῆς νέας Ἑλληνικῆς, εἶναι κλειδὶ γιὰ τὴν κατανόηση καὶ οἰκείωσή της. Ἡ καθιέρωση τῆς δημοτικῆς ἔπρεπε νὰ συνδυαστεῖ μὲ μία πιὸ ὁλοκληρωμένη διδασκαλία τῆς ἀρχαίας στὰ σχολεῖα, ποὺ θὰ ἀποσκοποῦσε ὄχι τόσο στὴ μετάδοση νοημάτων καὶ τὴν προσέγγιση τοῦ περιεχομένου τῆς ἀρχαιοελληνικῆς γραμματείας, πράγμα ποὺ γίνεται καὶ μὲ μεταφράσεις. Οἱ σκοποὶ θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι κυρίως γλωσσικοὶ καὶ θὰ βοηθοῦσε ἐδῶ ἡ διδασκαλία τῆς ἀττικῆς διαλέκτου τοῦ 4ου αἰώνα καὶ μόνον. Ὡστόσο μὲ τὴν καθιέρωση τοῦ πολυκλαδικοῦ λυκείου, τὸ 85% τῶν μαθητῶν θὰ μείνουν ὁριστικὰ ἐκτὸς τῆς κλασικῆς παιδείας. Καὶ εἶναι «λογικό», τὴ στιγμὴ ποὺ ἐκπαιδευτικοί του Ὑπουργείου Παιδείας ἀπαξιώνουν δημοσίως τὸ μάθημα καὶ «εἰδικοί» διερωτῶνται γιὰ τὴν χρησιμότητά του. Μὲ ἐπιχείρημα τὴ δυσκολία ἢ τὴν ἄγνοια τῆς ἀρχαίας ἀπὸ γενιὲς πού τὴ διδάχτηκαν (ποιοὶ ἄραγε θυμοῦνται τὰ Μαθηματικὰ τοῦ Λυκείου;), ἀδιαφοροῦν γιὰ τὰ ὀφέλη τῆς ἀρχαιομάθειας ποὺ εἶναι ἀδιαμφισβήτητα: ἐθνικὴ ὑπερηφάνεια, πλουτισμὸς λεξιλογίου, ἀνάπτυξη τῆς γλωσσοαντιληπτικῆς καὶ λεξιπλαστικῆς ἱκανότητας, μύηση στοὺς μηχανισμοὺς τοῦ ἀρχαίου λόγου, ὄξυνση τῆς κρίσεως μὲ ἐφαρμογὴ τοῦ Συντακτικοῦ, διαχρονικὴ θεώρηση τῆς γλώσσας μας, αἰσθητικὴ ἀπόλαυση, ἀντίσταση στὸν ἐξαμερικανισμὸ τῆς γλώσσας. Ἐπαναφέροντας τὴν διδασκαλία τῶν ἀρχαίων στὸ Γυμνάσιο μεταφέρεται ἡ ἐκμάθησή τους σὲ καταλληλότερη ἡλικία καὶ παράλληλα ἀποσυμφορεῖται ἡ διδασκαλία τοὺς στὸ Λύκειο. Καὶ φυσικὰ τὸ μάθημα θὰ τὸ διδάξουν ὅποιοι τὸ δίδασκαν ἀνέκαθεν. Κι ἄν λείπουν οἱ κατάλληλοι, τότε νὰ δημιουργηθοῦν. «...μιὰν ὀρθογραφία ὅπου τὸ κάθε ὠμέγα, τὸ κάθε ὕψιλον, ἡ κάθε ὑπογεγραμμένη, δὲν εἶναι παρὰ ἕνας κολπίσκος, μία κατωφέρεια, μία κάθετη βράχου πάνω σὲ μία καμπύλη πρύμνας πλεούμενου...» (Ὀδ. Ἐλύτης) Ἡ λογική τῆς ἥσσονος προσπάθειας, ἡ ἄκρατη χρησιμοθηρία καὶ ἡ ἁπλοποίηση ὅλων τῶν ἐκφράσεων τῆς ζωῆς χωρὶς καμμία ἱεράρχηση ἀναγκῶν, κατήργησαν τὸ 1982 ἐπισήμως τὴν περισπωμένη καὶ τὰ πνεύματα στὴ γραφή μας. Ἡ Βουλὴ σὲ μία μεταμεσονύκτια συνεδρία 20 βουλευτῶν ψήφισε ὡς τροπολογία σὲ ἄσχετο νομοσχέδιο, τὴν παραπάνω κατάργηση, χωρὶς τὸν παραμικρὸ διάλογο, χωρὶς ἕνα σοβαρὸ ἐπιχείρημα. Ὁ εἰσηγητὴς ἐπικαλέστηκε λόγους α) ἱστορικοὺς β) παιδαγωγικοὺς καὶ γ) οἰκονομικούς. Οἱ τελευταῖοι, ἐκτὸς τοῦ ὅτι ἀφοροῦν μόνο τὰ συγκροτήματα Τύπου κι ὄχι τὸν σύνολο λαό, εἶναι ντροπὴ καὶ νὰ ἀναφέρονται σὲ τέτοιο ζήτημα. Τὸ ἐπιχείρημα τοῦ ἄσκοπου κόπου πρώτον ὠθεῖ τὰ παιδιὰ στὴν ἀπροσπάθεια, δεύτερον ψεύδεται γιὰ ... χιλιάδες ὦρες (!) ἐκμαθήσεως τῶν ἐλαχίστων κανόνων τονισμοῦ, τρίτον ἀποκρύπτει τὸ ὅτι στὸ Λύκειο γιὰ τὰ Ἀρχαῖα Ἑλληνικὰ ὁ ἴδιος κόπος θὰ καταβληθεῖ καὶ τέταρτον ἀγνοεῖ ὅτι σὲ γλῶσσες χωρὶς τόνους τὰ περὶ τὴν Παιδείαν πράγματα δὲν εἶναι καθόλου καλύτερα. Τὸ ἱστορικὸ ἐπιχείρημα γιὰ τὴν ἐφεύρεση τῶν τόνων ἀπὸ τοὺς Ἀλεξανδρινοὺς φιλολόγους ἀγνοεῖ ὅτι ἔτσι διασώθηκε ἡ ὀρθὴ ἀπαγγελία – ἀνάγνωση τῆς Ἑλληνικῆς μέσα στὸν κυκεώνα τῆς ἐποχῆς. Ἄλλωστε τὸ ὅτι δὲν ὑπῆρχαν τόνοι στὴν κλασικὴ ἀρχαιότητα τί σημαίνει; Οὔτε μικρὰ γράμματα ὑπῆρχαν οὔτε χωριστὲς λέξεις. Μήπως εἶναι ὀπισθοδρομικοὶ οἱ λαοὶ πού διατηροῦν πολὺ δυσκολότερες γραφὲς (Κινέζοι, Ἄραβες, Κορεάτες) ἢ ἐπαναφέρουν τὴν παραδοσιακὴ μορφὴ τους (Ἰάπωνες), σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν Τουρκία τοῦ Κεμάλ; Ὅμως καὶ ἡ «εὐκολία» τοῦ μονοτονικοῦ εἶναι συζητήσιμη κι ἐνδεικτικὰ ἀναφέρουμε τὴν ἐγκύκλιο τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ του (8‐5‐82/Ἀρ.Πρ. Γ2/598), ποὺ ἦταν 11 σελίδες, σὲ σύγκριση μὲ τὶς 7,5 τῶν σχολικῶν βιβλίων γιὰ τόνους καὶ πνεύματα σὲ Δημοτικὸ καὶ Γυμνάσιο. Ὅσον δὲ ἀφορᾶ τὰ ἀποτελέσματα τῆς ἐφαρμογῆς του, εἶναι πλέον κοινὸς τόπος. Πέραν τῆς ἰδίας ἀντιλήψεως ποὺ μπορεῖ νὰ ἔχει ὁ καθένας μας, σημειώνουμε τὰ συμπεράσματα τῶν ἐρευνῶν τῆς ψυχιάτρου Μ. Σαββάκη τοῦ Πανεπιστημίου Κρήτης (γιὰ πρόκληση αὐξανόμενων ἀφασικῶν προβλημάτων δυσλεξίας, δυσγλωσσίας, δυσορθογραφίας καὶ ἀλαλίας) καὶ τῶν ψυχολόγων Α. Παπαζήση & Μ. Μάνιου – Βακάλη (γιὰ λάθη τονισμοῦ ὀφειλόμενα στὸν μηχανικό του χαρακτήρα καὶ τὶς ἐξαιρέσεις ποὺ εἶναι πολλαπλάσιες τῶν βασικῶν του κανόνων). Παρ’ ὅλα αὐτὰ ἔγιναν – καὶ γίνονται – συζητήσεις καὶ γιὰ περαιτέρω «ἁπλουστεύσεις». Οἱ ἐπίγονοι τοῦ Ι. Βηλαρᾶ, τοῦ Δ. Γληνοῦ, τοῦ Ε. Γιαννίδη, τοῦ Φ. Γιοφύλλη, τοῦ Λ. Ρουσσὲλ προτείνουν φωνητικὴ γραφὴ – ἕνα ι, ἕνα ο, ἕνα ε – γιὰ κατάργηση κάθε νοήματος (καὶ εὐτράπελα τοῦ εἴδους: τὸ μπατέρα, τὸ γκζάδερφο κ.ἄ.) ἢ καὶ τὴν εἰσαγωγὴ τοῦ λατινικοῦ – ἑλληνικῆς ἄλλωστε προελεύσεως – ἀλφαβήτου, ποὺ θὰ καταργήσει ἐπιπλέον καὶ κάποιους φθόγγους καὶ θὰ ἀφελληνίσει καὶ τὴν τελευταία γωνιὰ τῆς ψυχῆς μας. Ἤδη ἡ ἐκτεταμένη ἐξοικείωσή μας μὲ τὴν Ἀγγλικὴ προλειαίνει τὸ ἔδαφος... Συνοψίζουμε τοὺς λόγους ποὺ καθιστοῦν ἀναγκαία τὴν ἐπαναφορὰ τοῦ πολυτονικοῦ συστήματος:
Ἡ ἱστορικὴ στιγμὴ σήμερα εἶναι ἀπολύτως κατάλληλη γιὰ μία διόρθωση πορείας καὶ μάλιστα πρὶν ἡ ζημιὰ γίνει ἀνεπανόρθωτη. Τὸ ἱστορικὸ προηγούμενο ὑπάρχει: Ἡ Γαλλικὴ Ἀκαδημία τὸ 1987 κατήργησε τὶς τονικὲς μεταβολὲς ποὺ ἡ ἴδια εἶχε εἰσηγηθεῖ 12 χρόνια πρίν. Ζητοῦμε – προτείνουμε:
(Εὐχαριστίες ὀφείλουμε, γιὰ ὅση βοήθεια μᾶς προσέφεραν μὲ τὰ γραπτά τους, τοὺς Γ. Μπαμπινιώτη, Σ. Καργάκο, Α. Νικολαΐδη, Χ. Δάλκο, Χ. Λαμπίδη, Φ. Ἀργυριάδη καὶ πρωτίστως τὸν Γιάννη Καλιόρη καὶ τὸν Στέλιο Ράμφο.) | ||||
Open right side only for printing |