Ἑλληνικά   English  
Title
Ἐπιλογὴ γραμματοσειρᾶς:

(Οἱ γραμματοσειρὲς πρέπει νὰ εἶναι ἤδη ἐγκατεστημένες στὸ σύστημά σας γιὰ νὰ τὶς χρησιμοποιήσει ὁ ἱστοπλοηγός σας.)
Ἐπιλεγμένη γραμματοσειρά: Palatino Linotype
Τύπος ἱστοπλοηγοῦ: CCBot/2.0 (https://commoncrawl.org/faq/)

Παραλλαγὴ ἀριθμὸς 4

[Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ἀντὶ-ἐπιθέσεις γιὰ τὴν Γλῶσσα, γιὰ τὸν Ἑλληνισμὸ» τοῦ Χάρη Λαμπίδη, ἐκδόσεις Ἀντίφωνον 1986.]

«...καὶ ἂν τὶς ἀναιρῇ τοὺς θεσμοὺς ἢ μὴ πείθηται
οὐκ ἐπιτρέψω, ἀμυνὼ δὲ καὶ μόνος
καὶ μετὰ πολλῶν.»


Ἀπὸ τὸν ὄρκο τῶν Ἀθηναίων Ἐφήβων
(Λυκούργου ρήτορος, κατὰ Λεωκράτους, 77.)

Τὰ μεσάνυχτα εἶναι ἡ ὥρα τῶν φαντασμάτων· ἐπίσης εἶναι καὶ ἡ ὥρα τῶν στυγερῶν ἐγκλημάτων, τῶν προμελετημένων.

Ὅσοι προμελετοῦν ἕνα ἔγκλημα στὴν ἀμέσως προηγούμενη χρονικὴ φάση φροντίζουν νὰ εἶναι ἀπόλυτα «φυσικοί». Τὸ θῦμα δὲν ὑποψιάζεται τί τὸ περιμένει. Οὔτε καὶ οἱ γύρω: περίοικοι, διαβάτες, συγκάτοικοι, συνδαιτημόνες, συμπολίτες ὑποψιάζονται ὅτι κάτι μπορεῖ νὰ συμβεῖ. Καὶ ξαφνικά, τὸ χτύπημα!

Τὸ αὐθόρμητο ἀναγγέλεται ἀπὸ τὴν ὅλη, τὴν συνολικὴ συμπεριφορά, ἐνῶ τὸ προμελετημένο εἶναι κάτι ποὺ ξεγελάει καὶ τὸ πιὸ ἐξασκημένο μάτι· γιατὶ δὲν δείχνει ποτὲ τὸ πρόσωπό του, συγκαλύπτεται ἐπιμελῶς. Φοράει τὴ μάσκα τῆς ἀθωότητας. Καὶ ξαφνικά, τὸ χτύπημα! Ὅταν ὅλοι ἔχουν τὴν προσοχή τους στραμμένη ἀλλοῦ, καὶ τὸ ὑποψήφιο θῦμα «κοιμᾶται» ἀμέριμνο. Ἔτσι τὸ θῦμα δὲν προλαβαίνει ν᾿ ἀμυνθεῖ· ἀλλὰ καὶ οἱ ὑποψίες, ἂν θὰ ὑπάρξουν, διασκεδάζονται, ἀφοῦ ὁ «ὕποπτος» ἦταν τόσο ἄψογος, τόσο «αὐθόρμητος» ἀπέναντι στὸ θῦμα καὶ ἀπέναντι σ᾽ ὅλο τὸν κόσμο... Ἄπειρα μικρὰ καὶ μεγάλα ἐγκλήματα παρέμειναν ἀνεξιχνίαστα, ἐπειδὴ ἡ προμελέτη τους ἧταν ἄρτια. Ὅλα κινήθηκαν μέσα σ᾿ ἕνα ἀπόλυτα «φυσικὸ» πλαίσιο, Ἔ, λοιπόν, ὅσο πιὸ «φυσικὴ» φαίνεται μιὰ ἐνέργεια τόσο περισσότερο δόλο ἐνέχει· εἶναι ὁ κανόνας. Καὶ νὰ μᾶς ἐμβάλλει σὲ σκέψεις καὶ νὰ ἐνισχύει τὶς «ὑποψίες» μας.

 

Ἐκεῖνο ποὺ συνέβη τὴ νύχτα τῆς 11ης Ἰανουαρίου 1982 στὴ Βουλὴ τῶν Ἑλλήνων ἐπιβεβαιώνει τὸ πόσο σίγουρη εἶναι ἡ μέθοδος τῆς προσχεδιασμένης «ἀθωότητας», μέθοδος ποὺ μὲ τόση ἐπιτυχία χρησιμοποιήθηκε ἀπὸ τὸν Κόναν Ντόϋλ καὶ τὴν ᾽Αγκάθα Κρίστι μέχρι καὶ τοὺς νεώτερους συγγραφεῖς ἀστυνομικῶν μυθιστορημάτων.

Μερικὲς δεκάδες βουλευτῶν προσῆλθαν στὴ βραδυνὴ συνεδρίαση νὰ συζητήσουν ἕνα νομοσχέδιο ποὺ ἀφοροῦσε τὴν κατάργηση των ἐξετάσεων ἀπὸ τὰ Γυμνάσια στὰ Λύκεια. Ἡ κυβέρνηση τοῦ ΠΑΣΟΚ διήνυε τοὺς πρώτους μῆνες τῆς θητείας της καὶ σύμφωνη μὲ τὶς προεκλογικὲς ἐπαγγελίες της ἐπροοιμίαζε, σὲ ὅλους τοὺς τομεῖς, μὲ μιὰ σειρὰ μέτρων ποὺ θὰ ἁπλούστευαν καὶ θὰ διευκόλυναν τὰ πάντα. Κάπου ἴσως αὐτὸ νὰ χρειάζεται. Στὴν Παιδεία ὅμως οἱ «ἁπλουστεύσεις» καταλήγουν νὰ εἶναι σὰν τὸ πλαστό, τὸ «κάλπικο» χαρτονόμισμα. Τὸ δίνουμε κι᾿ αὐτοὶ ποὺ τὸ παίρνουν νομίζουν ὅτι ἀπέκτησαν κάποιο κεφάλαιο. Σὲ λίγο ὅμως — πάντοτε ἔρχεται αὐτὴ ἡ στιγμὴ — ἡ πλαστότητα φανερώνεται καὶ οἱ κατέχοντες ἀντιλαμβάνονται μὲ δυσάρεστη ἔκπληξη, ἂν ὄχι μὲ ὀδύνη, ὅτι στὰ χέρια τους ἀντὶ γιὰ ἀξίες μὲ ἀντίκρυσμα, ἔχουν χρωματιστὰ χαρτάκια. Ἄν μάλιστα τὸ χαρτονόμισμα αὐτὸ κυκλοφόρησε σὲ πολὺ μεγάλες ποσότητες, μπορεῖ νὰ προκαλέσει ἀκόμα καὶ τὸν κλονισμὸ τῆς οἰκονομίας μιᾶς χώρας (ἄλλώστε καὶ τὸ πληθωρικὸ χαρτονόμισμα ὣς ἕνα σημεῖο πλαστὸ εἶναι). Ἔτσι καὶ στὴν Παιδεία, ἂν τὰ «χαρτιά», τὰ πτυχία, τὰ δίνουμε βάσει ἑνὸς laissez-passer καὶ ὄχι ὕστερα ἀπὸ δοκιμασίες, ἀσκήσεις, ἐξετάσεις καὶ μάλιστα αὐστηρές, πολὺ αὐστηρὲς — γιὰ τὸ ίδιο τὸ καλὸ τῶν παιδιῶν —, ἀλλ᾿ ὅμως βασιζόμενες σὲ κριτήρια ποὺ ν᾿ ἀποκαλύπτουν τὴν πραγματικὴ προσωπικότητα τοῦ κάθε μαθητῆ (γνώση τοῦ ἐξεταζομένου θέματος, ἐγκυκλοπαιδικὴ κατάρτιση, συνειρμικὴ δεξιοτεχνία, πρωτοτυπία στὸ συλλογισμὸ καὶ κυριώτατα ἐκφραστικὴ ἐπάρκεια καὶ σωστὸ χειρισμὸ τῆς γραπτῆς ἑλληνικῆς γλώσσας) καὶ ὄχι μόνο τὴν ἀπομνημονευτική τους ἱκανότητα — τότε γεμίζουμε τὴν ἀγορὰ μὲ «πλαστὲς προσωπικότητες», μὲ «γαλβανισμένους τενεκέδες». Μὲ τραγικὲς συνέπειες γιὰ τὴ μορφωτικὴ στάθμη καὶ τὸν πολιτισμὸ τῆς κοινωνίας μας. Γιατὶ οἱ «τενεκέδες» κατὰ σύστημα εἰναι καὶ ἀλαζόνες καὶ φιλόδοξοι καὶ αὐτοὶ χάρη στὸ θράσος τους καὶ τὴν εὐλυγισία τους κατέχουν σὲ λίγο τὶς θέσεις-κλειδιά, παραμερίζοντας τοὺς ἄξιους καὶ τοὺς συνεπεῖς, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἔχουμε σήμερα μπροστά μας τόσο στὴ Διοίκηση ὅσο καὶ στὴν Ἐπιστήμη τὴν τραγελαφικὴ τοπιογραφία τῆς ἀσχετοσύνης, τῆς λογοκοπίας καὶ τῆς ἀνεπάρκειας.

᾽Αλίμονο σὲ μιὰ κοινωνία ἂν προωθοῦνται γιὰ ἡγέτιδα τάξη οἱ «μικρομεσαῖοι» τῆς μόρφωσης. Ναί, ἀπ᾿ τὸ λαὸ νὰ βγαίνει ἡ ἡγέτιδα τάξη (ἐπικροτοῦμε καὶ χειροκροτοῦμε). Ὄχι ὅμως ἀπ᾽ τὰ παιδαρέλια τῆς πλάκας, τοὺς κοπανατζῆδες, τοὺς καφετερόβιους τοῦ λαοῦ, ἀλλὰ ἀπὸ τοὺς «φωστῆρες» τοῦ λαοῦ. Ἀπὸ ὅσους ἔχουν τὴ «σφραγίδα τῆς δωρεᾶς», ὅπως ἔλεγε καὶ ὁ Γεώργιος Παπανδρέου. Πῶς νὰ τὸ κάνουμε, χρειάζεται καὶ ἡ σφραγίδα ποὺ δὲν μπαίνει στὶς ἄδειες εἰσόδου ὅλων τῶν κλητῶν καὶ ἄκλητων. Τὸ «Περάστε κόσμε» τοῦ Γιάννη Μαρκόπουλου δὲν περνᾶ στὴν Παιδεία. Ἡ πύλη της εἰναι πολὺ στενὴ καὶ οἱ θέσεις καθωρισμένες. Εὐτυχῶς ποὺ τὸ μέτρο τῆς κατάργησης τῶν ἐξετάσεων ἀπὸ βαθμίδα σὲ βαθμίδα δὲν ἐπεκτάθηκε καὶ στὴν εἰσαγωγὴ σπουδαστῶν στὰ Πανεπιστήμια (ΑΕΙ), παρ᾿ ὅλο ποὺ καὶ αὐτὸ τὸ πυροτέχνημα καταύγασε σὰν φωτεινὸ μπουκέτο ἐλπίδων τὸ ὄνειρο πολλῶν μαθητῶν καὶ πιὸ πολλῶν γονέων, διότι ἡ κυβέρνηση ἀναλογίστηκε τί τεράστια προβλήματα θ᾿ ἀνέκυπταν ἀπὸ τὴν ἐφαρμογὴ ἐνὸς τέτοιου μέτρου, ὅταν οἱ τελειόφοιτοι θὰ κατέκλυζαν τὶς Ἀνώτατες Σχολές, ὅπως οἱ ποδοσφαιρόφιλοι θὰ κατελάμβαναν καὶ τὸ γήπεδο ἀκόμα, σ᾿ ἕνα ὑποθετικὸ ντέρμπυ μεταξὺ Ὀλυμπιακοῦ καὶ Παναθηναϊκοῦ, ποὺ θὰ δινόταν δωρεάν, χωρὶς εἰσιτήριο, σὲ σημεῖο νὰ μὴ μπορεῖ νὰ διεξαχθεῖ ὁ ἀγώνας.

Ἀλλὰ τὸ πρόβλημα, ἔστω καὶ περιωριζόμενο μόνο στὴν κατάργηση τῶν ἐξετάσεων γιὰ τὴν εἰσαγωγὴ στὰ Λύκεια, ἡταν μιὰ πάρα πολὺ σημαντικὴ ἐνέργεια καὶ σωστὰ εἰσαγόταν στὴ Βουλή, γιατὶ ἀποτελοῦσε ἐκπαιδευτικὸ μέτρο (μεθόδευση) ποὺ εἴτε εἶναι ὀρθὸ εἴτε ὄχι, ἐντάσσεται στὸ χορὸ τῆς ταραντέλας τοῦ «ράβε-ξήλωνε» τῶν διαδοχικῶν κυβερνήσεων, αλλὰ πάντως δὲν ξεθεμέλιωνε καταστάσεις, δὲν προκαλοῦσε ἐμφανῆ ρήγματα.

Καὶ πολὺ σωστὰ γιὰ ἕνα τόσο σημαντικὸ θέμα οἱ βουλευτὲς ὅλων τῶν παρατάξεων εἶχαν προετοιμασθεῖ νὰ ποῦν τὶς ἀπόψεις τους καὶ νὰ προβάλλουν τὰ ἐπιχειρήματά τους ὑπὲρ ἢ κατὰ τοῦ νομοσχεδίου. Καὶ μάλιστα συζητήσεις αὐτῆς τῆς σημασίας, ποὺ ἀφοροῦν ζωτικὰ προβλήματα χιλιάδων ἀτόμων καὶ οἰκογενειῶν καὶ τὸ μέλλον νέων ἀνθρώπων, θὰ ἔπρεπε νὰ μεταδίδονται ὁλόκληρες ἀπὸ τὴν Τηλεόραση γιὰ νὰ πληροφοροῦνται οἱ πολίτες πόσο ὁρθοτομεῖ ἢ πόσο δημαγωγεῖ ἡ κυβέρνηση καὶ πόσο σθεναρὰ καὶ ἐποικοδομητικὰ ὴ ἀντιπολίτευση τεκμηριώνει τὰ ἀντί της.

 

Ἐνῶ λοιπὸν τὰ πράγματα ὄδευαν πρὸς μιὰ προγραμματισμένη συνεδρία, μὲ τὴ συνήθη ἀνάπτυξη τῶν ἐκατέρωθεν ἐπιχειρημάτων, αἰφνιδίως τὸ σκηνικὸ ἀλλάζει ὅταν ὁ ὑπουργὸς ἐπὶ τῆς Παιδείας κ. Λευτέρης Βερυβάκης ἀνεβαίνει στὸ βῆμα καὶ μὲ άφοπλιστικὴν ἀθωότητα τουλάχιστον ὅπως ἐκείνη τῆς ᾽Αλίκης στὴ Χώρα τῶν Θαυμάτων προτείνει... τὴν κατάργηση στὴν ἐλληνικὴ γραπτὴ γλῶσσα τῶν τόνων καὶ τῶν πνευμάτων, δηλαδὴ τὴν ἀλλοίωση τοῦ πατροπαράδοτου καὶ καθιερωμένου τρόπου τονισμοῦ καὶ ὀρθογραφίας τῶν ἐλληνικῶν λέξεων.

Μὲ μιὰ φράση λιτὴ καὶ ἀκριβόλογη στὴ διατύπωσή της ὁ κ. ὑπουργός, οὔτε λίγο οὔτε πολὺ ζήτησε ἀπὸ τὴν Ἐθνικὴ Ἀντιπροσωπεία τὴν ὑπερψήφιση μιᾶς τροπολογίας στὸ ὑπὸ συζήτηση νομοσχέδιο· καὶ συγκεκριμένα, ὅπως ἀναγράφεται στὰ Πρακτικά, εἶπε ἐπὶ λέξει:

«Κύριε Πρόεδρε, ἤθελα μὲ τὴν ἔναρξη τῆς συζητήσεως νὰ θέσω μιὰ τροπολογία μὲ τὴν ὁποία ἡ Κυβέρνηση εἰσηγεῖται πρὸς τὴ Βουλὴ τὴν ἐπιψήφιση τοῦ μονοτονικοῦ καὶ νὰ ζητήσω ἀπὸ τὴ Βουλὴ νὰ τὴν ἐνσωματώσει ὡς ἄρθρο 2 στὸ συζητούμενο νομοσχέδιο γιὰ νὰ μπορέσει ἀμέσως μὲ τὴν ἐπιψήφιση τοῦ ἄρθρου νὰ τεθεῖ σὲ ἐφαρμογὴ καὶ νὰ παρθοῦν ἐκεῖνα τὰ προπαρασκευαστικὰ μέτρα ποὺ θὰ ἐπιτρέψουν τὴν εἰσαγωγὴ τοῦ μονοτονικοῦ στὴν ᾽Εκπαίδευση καὶ τὴ Διοίκηση».

Ἔτσι μὲ μιὰ τροπολογία καὶ μὲ ὕφος σὰ νὰ ἔλεγε τὸ πιὸ ἁπλὸ πρᾶγμα στὸν κόσμο, ὅπως π.χ. «Κύριοι Συνάδελφοι, ἐπειδὴ σὲ λίγες μέρες εἶναι ἡ γιορτὴ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν προτείνω νὰ ἀργήσει ἡ Βουλὴ ὅπως ἀργοῦν καὶ τὰ σχολεῖα». Κάτι ποὺ θὰ ἦταν ἀπόλυτα αὐτονόητο διότι οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι δὲν εἶναι μόνον προστάτες τῆς Παιδείας ἀλλὰ καὶ τῶν «παιδιῶν» πάσης ἡλικίας καὶ ὡς ἐκ τούτου ἀφορᾶ καὶ τοὺς μαθητὰς ποὺ μαθητεύουν στὰς σχολὰς ὅσο καὶ τοὺς βουλευτὰς ποὺ θητεύουν στὰς Βουλάς. Τὸ περιεχόμενο ὅμως τῆς τροπολογίας ἡταν κάτι ἄλλο: ἐβρόντησε ὡς «κεραυνὸς ἐν αἰθρίᾳ».

Ὁ αἰφνιδιασμὸς βρῆκε φυσικὰ τὴν ᾽Αξιωματικὴ ᾽Αντιπολίτευση τελείως ἀνέτοιμη. ᾽Εκείνη εἶχε ἔρθει νὰ συζητήσει τὴν κατάργηση τῶν ἐξετάσεων πρὸς τὰ Λύκεια καὶ ἐκαλεῖτο νὰ πάρει θέση στὴ μετατροπὴ τοῦ τονισμοῦ τῶν λέξεων, δηλαδὴ τὴν ἀλλοίωση τῆς ὀρθογραφίας, γιατὶ ὁ τονισμός, εἷναι ἀναπόσπαστο στοιχεῖο τῆς γραφομένης ἑλληνικῆς γλώσσας, εἶναι ἡ ἑρμηνευτικὴ σὲ πολλὲς περιπτώσεις τῆς ἐτυμολογίας τῶν λέξεων, ἡ συμβολικὴ ἀποτύπωση τῆς παλιᾶς προσωδίας ποὺ εἷναι σφάλμα καὶ ἐπιπολαιότητα νὰ λέμε ὅτι ἐξέλιπε, ἀλλὰ ἐνυπάρχει καὶ ἐνσωματώθηκε στὸ ρυθμὸ τῆς σημερινῆς μας γλώσσας.

Ὅποιος ἔχει μιὰ γενικὴ παιδεία (καὶ ὁ κάθε βουλευτὴς κατὰ τεκμήριο θὰ πρέπει νὰ ἔχει) εἶναι σὲ θέση νὰ διατυπώσει κάποια ἐπιχειρήματα γιὰ τὴ «φιλολογία» πέριξ τοῦ γλωσσικοῦ. Οἱ βουλευτὲς ὅμως τῆς ἀντιπολίτευσης βρέθηκαν σὲ μειονεκτικὴ θέση ἔναντι τῶν συναδέλφων τους τῆς κυβερνητικῆς πτέρυγας. Αὐτοὶ οἱ τελευταῖοι κατέβηκαν στὸ στῖβο πάνοπλοι (ἔστω καὶ μὲ τὰ ξύλινα σπαθιὰ ποὺ τοὺς προμήθευσαν οἱ γνωστοὶ κύκλοι τῶν μονοτονιστῶν τῆς Θεσσαλονίκης ποὺ χρόνια τώρα καλλιεργοῦσαν τὴ μυθολογία τῆς «προοδευτικῆς» μεταρρύθμισης καὶ περίμεναν τὴν κατάλληλη στιγμὴ τῆς «προοδευτικῆς» ἐπιδημίας ἢ τὴν ἀποδυνάμωση τοῦ ἐθνικοῦ ἀνοσοποιητικοῦ συστήματος — ἄλλο AIDS αὐτὸ — γιὰ νὰ εἰσβάλουν. Ἐνῶ οἱ βουλευτὲς τῆς ἀντιπολίτευσης ποιά ἐπιχειρήματα προχείρως θὰ μποροῦσαν ν᾿ ἀντιτάξουν καὶ μάλιστα γιὰ ἕνα θέμα τόσο εἰδικὸ — καταγωγὴ καὶ ἱστορικὴ ἐξέλιξη τοῦ τονισμοῦ, ἀλλὰ καὶ σημασία τῆς διατήρησής του σὰν συστατικοῦ στοιχείου τῆς ἰδιομορφίας τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας —, θέμα ποὺ ἀπαιτεῖ προπαιδεία ὄχι μόνο ἁπλῶς ἀπὸ μορφωμένους ἀλλὰ καὶ ἀπὸ φιλολόγους; Καὶ ἂν ἀκόμα ὑποθέσουμε ὅτι κάποιοι ἀπ᾿ τοὺς βουλευτές, οἱ παλαιότεροι, θυμόντανε ἔτσι γενικὰ τὶς ἀπόψεις ποὺ διατύπωσαν σοφοὶ διδάσκαλοι καὶ γλωσσολόγοι, πρὶν ἀπὸ σαράντα ἀκριβῶς χρόνια (ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς Δίκης — ᾽Αντιδικίας τῶν τόνων, ἀπὸ τότε τὸ μονοτονικὸ ληθαργοῦσε), αὐτοὶ ἀπὸ τὴ μεθοδευμένη ἐκστρατεία τῶν μεταρρυθμιστῶν ἦταν προκαταβολικὰ χαρακτηρισμένοι ὡς σκοταδιστές, ἀντιδραστικοί, σωβινιστὲς κ.λπ., ὥστε ἧταν παρακινδυνευμένο, μέσα στὸ ἐπικρατοῦν κλῖμα τῶν προοδευτικῶν ἐπινικείων, ἔστω κι᾿ ἀπ᾿ τὴ συντηρητικὴ παράταξη, ν᾿ ἀναφερθεῖ κανεὶς καὶ νὰ ταυτισθεῖ μ᾿ αὐτούς... Ἔτσι ἡ Ἀξιωματικὴ Ἀντιπολίτευση καὶ αἰφνιδίαστηκε καὶ ἐπαγιδεύθηκε ἀπὸ τὸ ΠΑΣΟΚ. Καὶ ἡ μόνη διέξοδος γι᾿ αὐτὴν ἧταν ν᾿ ἀποφύγει τὴ μάχη καὶ νὰ ζητήσει ἐκεχειρία.

Τότε ὁ πρόεδρος τῆς Νέας Δημοκρατίας κ. Εὐάγγελος ᾽Αβέρωφ γιὰ νὰ μὴν ἐμπλακει τὸ κομμα του στὴ συζήτηση, πῆρε τὸ λόγο καὶ εἶπε, κατὰ τὰ Πρακτικὰ πάντοτε:

«Ἐπὶ τοῦ μονοτονικοῦ, κύριε Πρόεδρε (τῆς Βουλῆς), θὰ ἤθελα νὰ λάβω θέση. Δὲν ἀντιτιθέμεθα κατ᾿ ἀρχήν, ἀλλὰ δὲ νομίζουμε ὅτι τέτοιες μεταρρυθμίσεις μποροῦν νὰ γίνουν χωρὶς μιὰ εἰδικὴ μελέτη. Ὅτι χρειάζεται μιὰ εἰδικὴ μελέτη γιὰ τὸ μονοτονικὸ εἶναι προφανές, διότι ναὶ μὲν εἶναι μιὰ ἁπλούστευση ἡ ὁποία θὰ εἷναι χρήσιμη γιὰ τὴν ἁπλούστευση (!) τῶν νέων γενεῶν, ἀλλὰ δὲν μποροῦμε νὰ πᾶμε σὲ ἀπόλυτα σχήματα. (...) Οἱ ἁπλουστεύσεις εἶναι χρήσιμες, ἀλλὰ πολλὲς φορὲς καταλήγουν σὲ ἀλλοιώσεις τῆς γλώσσας κατὰ τρόπο ἐπικίνδυνο. (...) Θὰ προτείνω λοιπὸν καὶ παρακαλῶ τὸν κύριο Ὑπουργὸ νὰ γίνει μιὰ πληρέστερη μελέτη καὶ νὰ μὴ προχειρολογοῦμε γιὰ νὰ μὴ μπερδεύουμε τὴ γλώσσα ἀντὶ νὰ τὴν ἁπλουστεύουμε καὶ νὰ τὴν καλλιτερεύουμε».

Εἰναι πρόδηλη ἡ ἀμηχανία τοῦ κ. ᾽Αβέρωφ, καὶ συγγνωστή. Διότι, ὅπως εἴπαμε καὶ πιὸ πάνω, ἀκόμα κι᾿ ἂν εἶναι κανεὶς φιλόλογος ἢ δόκιμος λογοτέχνης εἶναι ἀδύνατο ν᾿ ἀντλήσει στὰ πεταχτὰ ἀπὸ τὴν ὀγκώδη βιβλιογραφία καὶ τὴ μαχητικὴ παμφλετογραφία γύρω στὸ γλωσσικό, ἐκεῖνα τὰ εὔστοχα ἐπιχειρήματα ποὺ θὰ ἐνισχύσουν μιὰν ἀντιπαράθεση στὶς μονοτονικὲς καὶ τὶς ἄλλες ἁπλουστευτικὲς μεταρρυθμίσεις πάνω στὸ γραπτὸ ἑλληνικὸ λόγο. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ μόνη λύση ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἧταν νὰ κερδηθεῖ καιρός. Διότι εἶναι περίεργο, ἀλλὰ τὸ θέμα τοῦ παραδοσιακοῦ τονισμοῦ τῶν λέξεων καὶ τῆς ἀλλοιώσεώς του εἷναι terra incognita γιὰ τὸ σύνολο τῶν μορφωμένων ἑλλήνων, ἐπειδὴ ἁπλούστατα δὲν ὑπῆρχε τέτοιο θέμα, οὔτε σοβαρὰ ἀντιμετωπίστηκε τὸ ἐνδεχόμενο ἢ ὁ κίνδυνος ν᾿ ἀλλάξει ἡ ὀπτικὴ εἰκόνα τῆς γραφομένης γλώσσας μας (οἱ πολλοὶ δὲν μπαίνουν στὴν οὐσία τοῦ προβλήματος, ἀλλὰ μόνον ὀπτικὰ τὸ ἀντιμετωπίζουν). Οἱ προτάσεις καὶ οἱ ἀπόπειρες προέρχονταν ἀπὸ ἰδιοτρόπους λογίους (κατὰ Σάθαν, ὅπως ἀναφέραμε καὶ πρωτύτερα), οἱ ὁποῖοι δὲν ἦταν καὶ τόσο ἰδιότροποι, ἀλλὰ μᾶλλον ἀλλότροποι (καθ᾿ ὅσον ἄλλων προτροπὰς ἐκτελοῦσαν, ὅπως θὰ ἔλεγε, ἂν ζοῦσε σήμερα, ὁ Μιστριώτης).

Ὑπάρχει ὅμως κάποια παραδρομή, κάποιο ὀλίσθημα στὸν ἐλιγμὸ τοῦ κ. ᾽Αβέρωφ, ἐκεῖνο τὸ «δὲν ἀντιτιθέμεθα κατ᾿ ἀρχήν». Θὰ θέλαμε νὰ ρωτήσουμε, τώρα ποὺ κοιτάζονται ἀπὸ κάποια ἀπόσταση χρόνου τὰ γεγονότα: Μὲ ποιά ἰδιότητα ὁ κ. ᾽Αβέρωφ εἷπε ὅτι «κατ᾿ ἀρχὴν δὲν ἀντιτιθέμεθα στὸ μονοτονικό». Τὸ εἶπε ὡς λογοτέχνης (ἐπειδὴ συμβαίνει νὰ εἶναι καὶ ἔμπειρος πεζογράφος καὶ θεατρικὸς συγγραφέας); ᾽Αλλὰ τότε βιάστηκε νὰ προεξοφλήσει τὴ γνώμη ἐκατοντάδων συναδέλφων του καταξιωμένων στὴ διακονία τῶν γραμμάτων γνώμη ποὺ τώρα, μετὰ τὴν ἐπιβολὴ τοῦ μονοτονικοῦ, εἶναι δεδηλωμένα πιὰ ἀντίθετη πρὸς αὐτὸ (καὶ πῶς θὰ μποροῦσε νὰ γινόταν ἀλλιῶς ἀφοῦ ἐξ ὁρισμοῦ συγγραφέας καὶ ποιητὴς σημαίνει πνευματικὸς ἄνθρωπος καὶ αὐτὸς προτοῦ ἀποδεχτεῖ ἕναν νεωτερισμὸ θὰ ἐξετάσει μὲ ἔνστικτη εὐθύνη καὶ σοβαρότητα τὸ ποιὲς συνέπειες αὐτὸς ὁ νεωτερισμὸς θὰ ἐπιφέρει στὴν παράδοση, στὴ συνέχιση τῆς πνευματικῆς κληρονομιᾶς καὶ στὴν ἐκφραστικὴ διάσταση τῆς γλώσσας). Ὅλο αὐτὸ τὸ διάστημα τῆς μονοτονικῆς ὑστερίας ἡ συντριπτικὴ πλειοψηφία τῶν συγγραφέων συνεχίζει νὰ γράφει καὶ νὰ ἐκδίδει βιβλία μὲ τὸ πολυτονικὸ σύστημα (ἐκτὸς ἂν τοὺς τὰ μετα-τονίζουν καὶ τὰ ἀπο-πνευματοποιοῦν, κυρίως γιὰ οἰκονομικοὺς λόγους κάποιοι ἐκδότες), μὲ τὴν ἐξαίρεση μερικῶν νεοσσῶν τῆς «προόδου» ποὺ φαντάζονται ὅτι θὰ ἐπικαλύψουν τὴν ἰσχνότητα τοῦ λόγου τους μὲ τὴν υἱοθέτηση ὁποιασδήποτε καινοτομίας καὶ ἀπὸ τοὺς ἐλάχιστους ἐπιζῶντες ἐν ἐπαναστατικῇ ἐξάρσει προσήλυτους, κάποτε στὴν ἐφηβεία τους, τῶν γλωσσικῶν ἰδιωματισμῶν καὶ τῶν ὀρθογραφικῶν πειραματισμῶν τῶν Πάλλη, Πικροῦ, Φιλήντα καὶ ἀλλων — ποὺ ὅλοι τους τώρα πιὰ εἶναι σίγουρο ὅτι ἐκτὸς ἀπὸ τὴ σύγχυση ποὺ προκάλεσαν, τίποτα τὸ ἀξιόλογο δὲν ἄφησαν πίσω τούς.

Ἂν πάλι ὁ κ. ᾽Αβέρωφ μίλησε ὡς ἐκπρόσωπος μιᾶς πολιτικῆς παρατάξεως, πάλι βιάστηκε νὰ ὑπερθεματίσει, ἔστω καὶ ὑπὸ κάποιαν αἵρεση, τὸ μονοτονικό, γιατὶ πολὺ ἀμφιβάλουμε ἂν ἡ παράταξη αὐτὴ ποὺ ἀπαρτίζεται ἀπὸ ἄτομα ποὺ ἔχουν μᾶλλον «συντηρητικὲς» ἀπόψεις τόσο σὲ γενικώτερα ἐθνικὰ θέματα ὅσο καὶ σὲ κοινωνικὰ θέματα καὶ θέματα παιδείας — πολὺ ἀμφιβάλλουμε, λέμε, ἂν θὰ ἐπικροτοῦσαν τὶς προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις, ἐφ᾿ ὅσον βέβαια προηγουμένως θὰ διαφωτιζόντανε σωστὰ καὶ τεκμηριωμένα γιὰ τὸ ποῦ θὰ ὁδηγήσουν οἱ ἐπεμβάσεις στὴ γραφὴ καὶ στὴ γλῶσσα.

 

᾽Αλλὰ στὸ ἴδιο λάθος, ὅπως θὰ δοῦμε παρακάτω, ὑπέπεσε καὶ ὁ κ. Κωνστ. Μητσοτάκης, ὡς κοινοβουλευτικὸς ἐκπρόσωπος τῆς Νέας Δημοκρατίας, λάθος ποὺ πρέπει νὰ ὀφείλεται στὸ γεγονὸς ὅτι οἱ βουλευτές της ὄχι μόνον ἐπειδὴ κατελήφθησαν ἐξ ἀπίνης ἀπὸ τὸ ΠΑΣΟΚ, ἀλλὰ καὶ ἐπειδὴ κατέχονταν ἀπὸ ἕνα ἄλλο σύνδρομο, ἐκεῖνο τοῦ «συντηρητικοῦ» ποὺ ἔχασε τὴ μάχη ἀπὸ «προοδευτικούς»... Τὸ ΠΑΣΟΚ μόλις εἶχε κερδίσει τὴ λαϊκὴ ἔγκριση ν᾿ ἀλλάξει τὸν κόσμο (τί νὰ γίνει, οἱ λαοὶ καταλαμβάνονται συχνὰ ἀπὸ τέτοιες παρακρούσεις, καὶ ἰδίως ὁ ἑλληνικός...) κηρύσσοντας ὅτι ὅλα ὅσα συνέβησαν ὣς τότε στὴν πολιτικὴ καὶ τὴν κοινωνικὴ ἱστορία τοῦ τόπου ἧταν στραβά, λαθεμένα κι᾿ ἁμαρτωλά. Καὶ ὅτι μὲ τὴν ἄνοδο τοῦ ΠΑΣΟΚ στὴν ἐξουσία τὰ πάντα θὰ ἔμπαιναν στὸ δρόμο τῆς ἀλήθειας («ἀνοιχτὰ χαρτιὰ»), τῆς προόδου (ἐδῶ καὶ τώρα) καὶ τῆς εὐημερίας (δουλεύοντας ὅλο καὶ λιγότερο, ζητώντας ὅλο καὶ περισσότερα). Ὁ λαὸς πανηγύριζε καὶ ἀλάλαζε. Καὶ αὐτὴ ἡ φρενῖτις «προόδου» ἐντυπωσίασε τὴ συντηρητικὴ παράταξη, ἡ ὁποία φοβήθηκε πὼς ἂν ἐπιμείνει στὶς «ἀρχές» της θὰ χαρακτηριζόταν ὡς «ὁπισθοδρομική», μὲ κόστος τὴ μεγαλύτερη συρρίκνωση τῆς ἐκλογικῆς της δύναμης. Ἔτσι, ἡ ᾽Αντιπολίτευση, τοὺς πρώτους μῆνες τουλάχιστον, μουδιασμένη ἀπὸ τὴν ἡττα της, δὲν ἔδωσε σθεναρὴ μάχη στὰ μεταρρυθμιστικὰ μέτρα τῆς κυβέρνησης τοῦ ΠΑΣΟΚ, ὅσα ἀφοροῦσαν βέβαια ἑδραίους καὶ πατροπαράδοτους θεσμοὺς ποὺ θὰ ἀλλοίωναν μὲ τὴν ἐφαρμογή τους τὴν πνευματικὴ φυσιογνωμία τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἀλλὰ περιορίστηκε ἀπλῶς στὴν κριτικὴ ἐπὶ τῶν λεπτομερειῶν ὡς καὶ ἐπὶ τῆς τακτικῆς γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ τῶν μέτρων αὐτῶν. ᾽Αλλὰ μιὰ τέτοια ἐνδοτικὴ στάση μολονότι ἐν μέρει σωστὴ προκειμένου γιὰ οἰκονομικὰ θέματα, θέματα Διοικήσεως ὡς καὶ γιὰ πλεῖστα ἄλλα φύσεως κοινωνικῆς (ἐργατικά, πρόνοιας, ὑγείας κ.λπ.) ὅπου ἡ συνεισφορά της θὰ μποροῦσε ν᾽ ἀποδειχθεῖ βελτιωτικὴ τῶν μέτρων, σὲ θέματα ὅμως θεσμικὰ (ὅπως ἡ Παιδεία, ἡ Γλῶσσα, ἡ Θρησκεία, ἡ ἀποτίμηση τοῦ ἱστορικοῦ παρελθόντος) εἶναι ἀπαράδεκτη ὅταν πρόκειται γιὰ ἀπόπειρες ἀπορρύθμισης καὶ ἀλλοίωσης τῶν συστατικῶν στοιχείων τοῦ ἔθνους.

Ὁ ὑπουργὸς κ. Βερυβάκης ἐπιχείρησε προφανῶς νὰ παρουσιάσει τὸ θέμα τοῦ τονισμοῦ τῶν λέξεων ὡς τελείως ἐπουσιῶδες, ὡς κάτι τὸ παγκοίνως καὶ ὁμοθύμως ἀποδεκτό, καὶ γιὰ τοῦτο ὅτι θὰ μποροῦσε νὰ τὸ λύσει ἡ Ἐθνικὴ ᾽Αντιπροσωπεία, ἀργὰ τὴ νύχτα, μὲ μιὰ τροπολογία σὲ ἄσχετο νομοσχέδιο καὶ χωρὶς πολλὲς συζητήσεις, πιάνοντας κυριολεκτικὰ τοὺς τυχὸν ἀντιθέτους στὸν ὕπνο. Ἡ Ἀντιπολίτευση, ἴσως γιατὶ πολλὰ ἀπ᾿ τὰ μέλη της συνέβη, λόγῳ ἡλικίας καὶ λόγῳ περιβάλλοντος νὰ ἔχουν τύχει πιὸ συνεποῦς ἑλληνικῆς παιδείας, ἀντιλήφθηκε ὅτι τὸ θέμα, ἀντιθέτως, ἧταν πολὺ σοβαρὸ καὶ ἴσως νὰ διαισθάνθηκε ὅτι ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο εἰσήγετο στὴ Βουλὴ ἔκανε διαφανεῖς κάποιους ἀδιευκρίνιστους στόχους ποὺ ἐκείνη τὴν ὥρα δὲν ἧταν δυνατὸν οὔτε ἡ προέλευσή τους νὰ ἐξακριβωθεῖ οὔτε νὰ σταθμισθοῦν οἱ συνέπειές τους. Σὰν σωσίβιο μέσα στὴν ἀμηχανία ποὺ ἐπικράτησε ἡ ᾽Αντιπολίτευση διὰ τοῦ ᾽Αρχηγοῦ της ζήτησε ν᾿ ἀποσυρθεῖ ἡ τροπολογία καὶ νὰ γίνει μιὰ πληρέστερη μελέτη πάνω στὸ θέμα τῆς ἐφαρμογῆς τοῦ μονοτονικοῦ, κυρίως στὴν περιπτωσιολογία του.

Ἡ πρόταση αὐτὴ τῆς Ἀντιπολίτευσης δὲν ἧταν ἡ ἐνδεδειγμένη. Θὰ μποροῦσε νὰ προτάξει ἄλλο ἐπιχείρημα (καὶ θὰ εἶχε στὸ πλευρό της τὴ συντριπτικὴ πλειοψηφία τοῦ πνευματικοῦ κόσμου), καὶ ὄχι ἂν θὰ τονίζονται τὰ μονοσύλλαβα (ἀντωνυμίες, ἐπιρρήματα καὶ μόρια) ἢ τί θὰ γίνει μὲ τὰ που, πως καὶ η ποὺ ἀνάλογα μὲ τὸν τονισμό τους ἔχουν διαφορετικὲς σημασίες, καὶ ἄλλες τέτοιες λεπτομέρειες.

Ἡ σωστὴ καὶ θαρραλέα ἀπάντηση θὰ ἡταν ὅτι θέματα ποὺ ἀφοροῦν τὴ γλῶσσα καὶ κυρίως τὴ γραπτὴ γλῶσσα, γιατὶ αὐτὴ κωδικοποιεῖ τοὺς κανόνες καὶ παραδίδεται ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιά, δὲν εἶναι τῆς δικαιοδοσίας ἑνὸς Κοινοβουλίου ἢ μιᾶς κυβερνήσεως ποὺ ἔχει μιὰ κάποια πλειοψηφία, ἢ πάντως δὲν εἰσάγονται πρὸς συζήτηση μὲ τὴ συνήθη διαδικασία καὶ ἀφοῦ πρῶτα δὲν ἐρωτηθοῦν τὰ ἁρμόδια πνευματικὰ Ἱδρύματα, ὅπως ἡ ᾽Ακαδημία, οἱ Φιλολογικὲς Σχολὲς τῶν Πανεπιστημίων (φυσικὰ ν᾿ ἀκουσθοῦν οἱ γνῶμες ὅλων τῶν καθηγητῶν καὶ ὄχι μόνον οἱ «φράξιες» ποὺ ἐνδημοῦν καὶ βυσσοδομοῦν μέσα σ᾿ αὐτές), οἱ Ἑνώσεις τῶν ἐκπαιδευτικῶν (ὄχι βέβαια τὰ κομματικὰ-συνδικαλιστικὰ ὄργανά τους), ἀναγνωρισμένοι συγγραφεῖς καὶ καταξιωμένοι πνευματικοὶ ἄνθρωποι, ἀλλὰ καὶ κάθε πολίτης ποὺ θὰ εἶχε τεκμηριωμένη γνώμη καὶ κάθε γονιὸς ποὺ ἔχει δικαίωμα νὰ δώσει στὰ παιδιά του ἑλληνικὴ παιδεία καὶ ποὺ ἐπαναστατεῖ ὅταν τὰ βλέπει νὰ γίνονται πειραματόζωα σὲ ἐπιπόλαιες μεταρρυθμίσεις ποὺ ἀποσυνθέτουν ἀργὰ ἀλλὰ σταθερὰ τὴν ἐθνικὴ κατ-ἀγωγή τους.

Μιὰ τέτοια ἀπάντηση δὲν τὴν ἔδωσε ἡ ᾽Αντιπολίτευση. Καὶ δὲν μποροῦσε νὰ τὴ δώσει. Γιατὶ καὶ ἡ ἴδια ὡς Κυβέρνηση τὸ 1976 ἐπενέβη στὴ γλωσσικὴ ἔκφραση ἐπιβάλλοντας μὲ νόμο τὴ Δημοτικὴ στὴν Παιδεία καὶ τὴ Διοίκηση, μέτρο ποὺ ἦταν τελείως ἄστοχο, ἀδόκιμο καὶ περιττό. Καὶ ποὺ ἔβλαψε πρῶτα τὴν ἴδια τὴ Δημοτική, διότι τὴν κατάντησε «ξύλινη», ψεύτικη καὶ ἑρμαφρόδιτη. ᾽Αλλὰ καὶ γιὰ ἕνα ἄλλο λόγο, ὅπως προαναφέραμε: ἂν ἔλεγε ὅτι ἀντιτίθεται στὴν ἁπλούστευση τῆς (ἤδη τόσο ἁπλουστεμένης) γραφῆς ὑπῆρχε κίνδυνος νὰ χαρακτηριστεῖ ὡς ἄντιδραστική, σκοταδιστικὴ κ.λπ. Ἀπὸ τὴ Μεταπολίτευση κι᾿ ἐδῶ τὸ μεταρρυθμιστικό, ἁπλουστευτικό, κατεδαφιστικὸ μπουρίνι ποὺ ἔπνευσε δὲν στροβίλισε μόνο τὰ ἀεροστατικὰ μυαλὰ τῶν θερμοκέφαλων, ἀλλὰ ἔστρεψε καὶ τὸν πνευματικὸ ἀνεμοδείχτη κάποιων συντηρητικῶν πρὸς ἄλλα σημεῖα (καὶ τέρατα) τοῦ ὁρίζοντα. Ἄν ἡ Ἀντιπολίτευση ἐπρόβαλλε ἕνα τέτοιο ἐπιχείρημα, ἡ Κυβέρνηση τοῦ ΠΑΣΟΚ θὰ μποροῦσε μιὰ χαρὰ ν᾿ ἀπαντήσει: «Ἐσεῖς καταργήσατε μιὰ γλῶσσα στὴν ὁποία γράφατε καὶ πιστεύατε καὶ δὲν μποροῦμε ἐμεῖς νὰ καταργήσουμε μερικὰ σημαδάκια στὰ ὁποῖα στὸ κάτω-κάτω (τῆς γραφῆς) δὲν πιστεύουμε; (δὲν θὰ ἔλεγε βέβαια: δὲν καταλαβαίνουμε τὴν ἱστορική, τὴν ἐθνικὴ καὶ τὴ γλωσσολογικὴ σημασία τους). Ἁπλουστεύουμε, κύριοι, γιὰ νὰ δώσουμε μόρφωση στὰ παιδάκια μας». Καὶ φυσικὰ ἡ ἁπλούστευση δὲ χρειάζεται ἐγκεφάλους, φτάνουν ὡς ἐργαλεῖα, μορφωτικὰ καὶ μορφοποιητικά, τὸ ψαλλίδι καὶ ἡ γομολάστιχα.

Ἔτσι γιὰ ν᾿ ἀποφύγει ἡ Ἀντιπολίτευση καὶ τοὺς δύο σκοπέλους δὲν εἶχε ἄλλο στρατηγικὸ ἐλιγμὸ παρὰ νὰ ζητήσει ἀναβολὴ τῆς συζήτησης γιὰ τὸ μονοτονικὸ καί... βλέποντας καὶ κάνοντας.

Ὁ Πρόεδρος τῆς Βουλῆς κ. Γιάννης Ἀλευρᾶς (ὡς Ἰωάννης ἀναγράφεται στὰ Πρακτικὰ καὶ μᾶλλον ἔτσι πρέπει νὰ τὸν ἀναφέρουμε, γιατὶ Ἰωάννης ἐλέγετο καὶ ὁ πιὸ ἀγαπητὸς καὶ ἔμπιστος μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ, ὁ μετέπειτα Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης καὶ ἐμεῖς δὲν ξέρουμε κανένα Εὐαγγελιστὴ Γιάννη — γιὰ νὰ εἴμαστε καὶ συνεπεῖς...) νόμισε μὲ τὴν ἀμεροληψία ποὺ τὸν διακρίνει ὅτι ἔπρεπε νὰ θέσει τὸ αἴτημα τοῦ κ. ᾽Αβέρωφ στὸν ὑπουργὸ κ. Βερυβάκη.

Ὁπότε συνέβη τὸ ἐξῆς ἀμίμητο καὶ ἀποκαλυπτικό: ᾽Αντὶ τοῦ κ. Βερυβάκη πετιέται ὁ βουλευτὴς κ. Κουτσουχέρας καὶ διακόπτει:

«Ἔχουν μελετηθεῖ αὐτὰ τὰ πράγματα. Διευκρινίζονται πλήρως καὶ ἔχουν κατ᾿ ἐπανάληψη συζητηθεῖ στὴ Βουλή. Γιὰ τὸ ἐρωτηματικὸ ποὺ (μὲ ὀξεῖα στὰ Πρακτικά), πὼς (ὁμοίως), ποιός, τί, γιὰ τὸ διαζευκτικὸ ἤ, τὸ ὁριστικὸ μόριο μά, τὸ δεικτικὸ νά, καὶ γιὰ ὅλα τὰ ἄλλα ἔχουν γίνει διευκρινίσεις, κύριε ᾽Αρχηγὲ τῆς Νέας Δημοκρατίας.» (Θόρυβος).

Τώρα ἐρωτᾶται γιατί νὰ πεταχτεῖ ὁ κ. Κουτσοχέρας ἀφοῦ ἦταν παρὼν ὁ ὑπουργὸς καὶ πρὸς αὐτὸν ἀπευθυνόταν ἡ ἐρώτηση τοῦ Προέδρου τῆς Βουλῆς; Τὸ πρᾶγμα δὲ θὰ εἷχε τόση σημασία γιατὶ αὐτὰ συμβαίνουν στὴ Βουλὴ τῶν Ἑλλήνων. Οἱ βουλευτὲς «ἐκρήγνυνται», παρὰ τοὺς κανόνες τῆς εὐπρεποῦς συμπεριφορᾶς. ᾽Αλλὰ ἡ «ἔκρηξη» τοῦ κ. Κουτσοχέρα ἔχει μιὰν ἄλλη, πιὸ βαθειὰ διάσταση. Ὁ κ. Κουτσοχέρας εἷναι ὁ κυριώτερος μοχλὸς τοῦ μονοτονικοῦ ἐντὸς τοῦ ΠΑΣΟΚ. Καὶ στὴ συζήτηση τοῦ νομοσχεδίου γιὰ τὴ Γενικὴ Ἐκπαίδευση, τὸ 1976, καίτοι ἐκτὸς θέματος ὑπέβαλε ὁλόκληρο ὑπόμνημα περιέχον γνῶμες διαφόρων λογίων καὶ «νεοελληνιστῶν» ἀπὸ Φαρδὺν μέχρι Mirambel καὶ Mackridge ποὺ μᾶς συμβούλευαν πῶς νὰ γλιτώσει ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα ἀπὸ τοὺς τόνους, τὰ πνεύματα καὶ τοὺς ἐφιάλτες τῆς ὀρθογραφίας. Ὁ κ. Κουτσοχέρας ποὺ εἷναι εὐρωπαΐζων, οἰκουμενίζων καὶ ποὺ μιὰ ζωὴ ἐτρέφετο καὶ ἐκτρέφετο μὲ τὸ ὄνειρο ν᾿ ἀλλοιωθεῖ ἐπὶ τὸ ἁπλούστερον ἡ ἐλληνικὴ γλῶσσα, φοβήθηκε πρὸς στιγμὴν μήπως ἀπὸ τὴν ἔστω καὶ χλιαρὴ ἀντίδραση τοῦ κ. ᾽Αβέρωφ, ὁ ὑπουργὸς κ. Βερυβάκης (ποὺ ἦταν «μελετημένος» ἀλλὰ ὄχι καὶ φανατικός) ἐνδώσει καὶ ἀποσύρει τὴν τροπολογία μεταθέτοντας σὲ ἄλλη συνεδρία τὴ συζήτηση ὁπότε τὸ μονοτονικὸ θὰ ἐρχόταν μὲ εἰδικὸ νομοσχέδιο, ἐκτὸς καὶ ἂν πάλι τὸ κολλοῦσαν σὲ ἄλλο εὐκαιριακὸ σχέδιο νόμου, ἂς ποῦμε, περὶ ἐνισχύσεως τῆς ἰχθυοτροφίας ἢ περὶ μονιμοποιήσεως κάποιας κατηγορίας ὑπαξιωματικῶν (αὐτὰ τὰ τραγελαφικὰ εἶναι «ρουτίνα» στὴ Βουλὴ τῶν Ἑλλήνων, χριστιανῶν ἢ μὴ χριστιανῶν)...

Ἄσχετα ὅμως ἀπὸ τὸν τρόπο τῆς ὑποβολῆς ἑνὸς τέτοιου νόμου πρὸς ψήφιση, τὰ ζητήματα συνταγματικῆς νομιμότητας ποὺ ἐγείρονται καὶ περὶ τῶν «ὁρίων τοῦ κοινοβουλευτισμοῦ» γιὰ τὰ ὁποῖα θὰ ποῦμε λίγα λόγια πιὸ κάτω, ἐκεῖνο ποὺ εἶχε προαποφασισθεῖ ὡς στρατηγικὴ κάποιων σκοτεινῶν παρακυβερνητικῶν συμβουλίων, ἧταν ὅπως ἡ ὠμὴ ἐπέμβαση στὴ γλῶσσα, δηλαδὴ ἡ ἐπιβολὴ τοῦ μονοτονικοῦ στὸ γραπτὸ λόγο, συντελεσθεῖ, ἤτοι «κουκουλωθεῖ,» ἐκείνη τὴ νύχτα, χωρὶς νὰ δοθεῖ χρόνος ὄχι μόνο στὴν ᾽Αντιπολίτευση, ἀλλὰ στοὺς πνευματικοὺς ἀνθρώπους, τοὺς ἐκπαιδευτικούς, τοὺς συγγραφεῖς, τοὺς δημοσιογράφους, τοὺς καλλιτέχνες καὶ τοὺς γονεῖς καὶ τοὺς κηδεμόνες τῶν παιδιῶν ποὺ ὅλοι αὐτοί, εἴτε παντοῦ καὶ πάντα εἴτε σὲ κρυφὲς στιγμὲς αὐτοσυνειδησίας ἐνώπιοι ἐνωπίοις, ἀφουγκράζονται τὸν ἐξασθενημένο μὲν ἀλλὰ ἀκατάβλητα ζωντανὸ παλμὸ τῆς Φυλῆς τους— λέμε, ὅτι ἔπρεπε ὅλοι αὐτοὶ νὰ καταληφθοῦν στὸν ὕπνο, νὰ μὴν προφτάσουν ν᾿ ἀντιδράσουν στὸ σχεδιαζόμενο «ἀνοσιούργημα» καὶ νὰ μὴ διατυπώσουν ἐγκαίρως τὴ γνώμη τους, ἀλλὰ καὶ τοὺς φόβους τους γιὰ τοὺς κινδύνους ποὺ ἐγκυμονοῦνται ἀπὸ μιὰ παρόμοια «ἰσοπεδωτικὴ» μεταρρύθμιση.

 

Ἂν θυμόμαστε καλὰ ὁ πρωθυπουργὸς κ. Παπανδρέου διακήρυξε ὅτι οἱ «μάχες γιὰ τὴν ᾽Αλλαγὴ θὰ δίνονται ὄχι μόνο ἐντὸς Βουλῆς, ἀλλὰ καὶ ἐκτὸς Βουλῆς μὲ τὴ συμμετοχὴ τοῦ λαοῦ καὶ μὲ τὸ διάλογο στὴ λήψη ἀποφάσεων». Τόσο γρήγορα ξεχάστηκαν αὐτὲς οἱ διακηρύξεις; Γιατὶ δὲν εἰναι βέβαια «μάχη» τὸ νὰ ἐπελαύνεις μὲ τὴ δύναμη τῆς πολεμικῆς σου μηχανῆς καὶ νὰ καταστρέφεις ἕνα χωριὸ ἀμάχων, οὔτε εἶναι διάλογος ἡ κριτικὴ ποὺ ἀσκεῖται καὶ οἱ ἀντιμαχίες καὶ ἁψιμαχίες ἀπὸ μέλη τοῦ κυβερνῶντος κόμματος στὶς διάφορες συνεδριάσεις του, γιατὶ κάτι τέτοιο μοιάζει μὲ τοὺς ἀξιοπρεπεῖς καυγάδες τῶν ἐνοίκων δύο συνεχομένων ἢ καὶ συγκοινωνούντων «ρετιρέ». ᾽Αλλὰ μὲ τοὺς ἀπὸ κάτω τί γίνεται, αὐτοὶ δὲν πρέπει νὰ ἔχουν λόγο, αὐτοὶ δὲν εἶναι λαός; (Τὸ ἀντίθετο μάλιστα: οἱ «ἀπὸ κάτω» εἶναι λαός, λέει ὴ κοινωνιολογία). ᾽Εκτὸς καὶ ἂν ἐπικρατήσει πλέον ἡ ἄποψη ὅτι λαὸς εἶναι οἱ «δικοί μας», ὁπότε δὲ θὰ λέμε πιὰ «ἡ Δημοκρατία ἐνίκησε», ἀλλὰ «ἡ Δημοκρατία ἐνικήσαμε»! Σ᾿ αὐτὴ τὴ φάση βρισκόμαστε τώρα καὶ τὰ περὶ λαοῦ, δημοκρατίας, διαλόγου, «συναινετικῶν διαδικασιῶν», παραμένουν ὡραῖα λόγια ποὺ καθημερινὰ διαψεύδονται ἀπὸ τὴν ἀκολουθουμένη τακτική.

Ἔτσι λοιπὸν σύμφωνα μὲ τὸ δόγμα (περίπου ἰησουιτικό) «ἐμεῖς κάνουμε τὸ δικό μας καὶ ἄσε τοὺς διαφωνοῦντες νὰ φωνάζουν· καὶ αὐτὸ διάλογος εἶναι· δὲν τοὺς ἀπαγορεύουμε νὰ διαφωνοῦν», ὁ κ. Κουτσοχέρας ἐξέπεμψε προειδοποιητικὸ σῆμα στὸν ὑπουργὸ μήπως καὶ γίνει κανένα στρατηγικὸ ὁλίσθημα. Καὶ ἔσπευσε ν᾿ ἀπαντήσει ἐκεῖνος στὴν πρόταση τοῦ κ. ᾽Αβέρωφ ὅτι ἀναβολὴ εἶναι τελείως περιττὴ γιατὶ ὁλα αὐτὰ (γύρω στὸ μονοτονικό) ἔχουν μελετηθεῖ, ἔχουν διευκρινισθεῖ καὶ ὑπάρχουν εἰσηγήσεις ᾽Επιτροπῶν καὶ άρμοδίων συμβουλευτικῶν ὀργάνων, ὅπως τὸ ΚΕΜΕ. Πρὸς τί λοιπὸν νὰ χρονοτριβοῦμε;

Ἀλλὰ θὰ θέλαμε νὰ μάθουμε ποιές εῖναι οἱ διευκρινίσεις καὶ ποιοί εἶναι αὐτοὶ ποὺ πρότειναν ἁπλοποιήσεις στὴν ὀρθογραφία καὶ εἰδικώτερα στὸν τονισμὸ τοῦ γραφομένου λόγου; Εῖναι ἀρκετοὶ ἕνας Φαρδύς, ἕνας Κούστας (τοὺς ἔχετε ἀκουστά;), ἕνας Φιλήντας καὶ ἕνας Κακριδῆς, γιὰ νὰ παραμερίσουν μπροστά τους ὡσὰν νὰ ἐπρόκειτο γιὰ τοὺς τέσσερις Ἱππότες τῆς ᾽Αποκαλύψεως, εἴκοσι αἰῶνες γεμᾶτοι ἀπὸ κείμενα ὑψίστης καλλιέπειας καὶ ἐτυμολογικῆς καὶ γραμματικῆς ἐπεξεργασίας; Καὶ μιὰν ἀτέρμονη φάλαγγα συγγραφέων, ποιητῶν καὶ λογίων ποὺ ταπεινὰ καὶ μὲ χίλιους ἀγῶνες ἐναπόθεσαν τὴ φώτισή τους στὸ μνημεῖο τοῦ πνευματικοῦ μας πολιτισμοῦ, τώρα θὰ ἔρθουμε ἐμεῖς καὶ θὰ τοὺς ποῦμε, ἄλλους μεταθανατίως καὶ ἄλλους ἐν ζωῇ ἀκόμα, ἔτσι ὀρθὰ-κοφτά: «Σπάστε τὶς πέννες σας, πνεύματα πλανημένα, γιατὶ αὐτὰ ποὺ γράφατε καὶ ὅπως τὰ γράφατε ἦταν στραβά, περίπλοκα καὶ ἄχρηστα;»

Καὶ ποιοί εἰναι αὐτοὶ ποὺ μονότονα εἰσηγήθηκαν, μετὰ τὴ Μεταπολίτευση, τὸ μονοτονικὸ σὰ νὰ ἡταν κι᾿ αὐτὸ «ἀντιστασιακὸ» γέρας; Τέτοιο ἀδιαμφισβήτητο κῦρος ἔχουν οἱ γνωστοὶ ἐντὸς καὶ πέριξ κάποιου Ἱδρύματος κύκλοι τῆς Θεσσαλονίκης ποὺ εἶναι πανταχοῦ παρόντες (ὅποιο κουρτινάκι νὰ σηκώσεις ἀπὸ πίσω βρίσκονται) καὶ ποὺ ἡ δαψίλεια τῶν οἰκονομικῶν μέσων ποὺ διαθέτουν εῖναι ἀντιστρόφως ἀνάλογη μὲ τὸ γλῖσχρον περιεχόμενον τῆς ἰδεοληψίας τους;

Ἀκόμα κι᾿ ἂν ἀπεφάνθη τὸ ΚΕΜΕ ποιός τοῦ ἔδωσε τὸ δικαίωμα, ὅταν εἶναι συζητήσιμο ἂν καὶ ἡ ἴδια ἡ ᾽Ακαδημία (ὅποια κι᾿ ἂν εῖναι, δὲν ἔχουμε ἀνώτερο πνευματικὸ Ἵδρυμα) μπορεῖ νὰ προτείνει τὴν ἀλλαγὴ τῆς ἱστορικῆς ὀρθογραφίας (καὶ βέβαια καὶ ὁ τονισμὸς περιλαμβάνεται σ᾿ αὐτήν). Ἀσχέτως ὅτι τὸ ΚΕΜΕ, γιὰ τοὺς ἐρευνῶντες τὰς Γραφάς, εἶχε ἐκ γενετῆς ἀπωλέσει τὴν «ἔξωθεν καλὴν μαρτυρίαν» — ἂς μὴν μποῦμε τώρα σὲ λεπτομέρειες...

Καὶ ἀφοῦ κατὰ κ. Βερυβάκην ὅλα τὰ προβλήματα ἔχουν λυθεῖ γύρω στὸ μονοτονικό, γιατὶ δὲν περιλαμβάνονταν στὸ νομοθέτημα, ἀλλὰ παραπέμπονται «ν᾿ ἀποφασισθοῦν τὸ εἶδος» τοῦ μονοτονικοῦ (σημ: ἡ ἀσυνταξία δὲν εἶναι δική μας) μὲ Διατάγματα; Δηλαδή, ψηφίστε τὴν ἀλλαγὴ τῆς γραφῆς, πέστε τὸ ναὶ κι᾿ ἐμεῖς κατόπι θὰ καθορίσουμε ποιὲς ἀλλαγὲς θὰ ἐπιφέρουμε...

 

Μιὰ κυβέρνηση, ἔστω κι᾿ ἂν στὶς προγραμματικές της διακηρύξεις μέσα στὰ πολλὰ θὰ περιέλαβε καὶ κάποιο «ἐθνικὰ καθοριστικό», τὴν ὤρα ποὺ πάει νὰ θεσπίσει αὐτὸ τὸ θά, θὰ πρέπει νὰ τὸ σκεφθεῖ πολὺ σοβαρὰ καὶ ἀφήνοντας κατὰ μέρος τὴν κομματικὴ ἀδιαλλαξία ν᾿ ἀκούσει γνῶμες κι᾿ ἀπὸ τὶς ἄλλες πλευρές, καὶ τὸ κυριώτερο νὰ σταθμίσει τὶς συνέπειες, Γιατὶ τ᾿ ἀποτέλεσμα τῶν θεσμικῶν ἀλλαγῶν φαίνονται μακροπρόθεσμα, ὅταν πιὰ θὰ ἔχουν συντελεσθεῖ οἱ ἀλλοιώσεις καὶ ἡ ἐπανόρθωση εἶναι πολὺ δύσκολη, ἂν ὄχι ἀδύνατη.

Μιὰ τέτοια νηφάλια κι᾿ ἀπροκατάληπτη ἀντιμετώπιση τοῦ θέματος δὲν ἔγινε ἀπὸ τὴν 1η κυβέρνηση τοῦ ΠΑΣΟΚ, ἀλλὰ ὁ ὅλος χειρισμὸς ἔδειχνε προχειρότητα, ἀτεκμηρίωτη (πλὴν ἔντονα δημαγωγικὴ) ἐπιχειρηματολογία καὶ μιὰ τέτοια βιασύνη ποὺ ἦταν ἐναργέστατη ἡ ἐντύπωση ὅτι αὐτὴ ἡ κυβέρνηση ἂν δὲν ἔκανε, ὅ,τι ἔκανε ὠθούμενη ἀπὸ «ἐπαναστατικὸ πυρετό», τὸ ἔκανε εὑρισκόμενη κάτω ἀπὸ τὴν ὑποβολὴ εἰσηγήσεων πανισχύρων ἀφανῶν κύκλων.

Πάντως ἐκείνη τὴ μοιραία νύχτα (καὶ ξέρουμε καλὰ τὴ σημασία τῆς λέξεως μοιραία· μιὰ ἀπ᾿ τὶς Μοῖρες ἦταν καὶ ἡ Κλωθὼ ποὺ ἐξ-ὕφαινε σχέδια ὥσπου νὰ ἐπιτύχει τὴν καταστροφὴ τοῦ ἀπρονόητου ἀτόμου) ἀπεκαλύφθη ὅτι ὁ Ἑλληνισμὸς μπαίνει σὲ μιὰ περιπέτεια ποὺ θὰ συνεπιφέρει, ποιός ξέρει σὲ πόσο βάθος τοῦ χρόνου, μὲ τὶς ἀλυσιδωτὲς παρενέργειες, τὴν πλήρη ἀλλοίωση τῆς φυσιογνωμίας του μεταποιώντας τὴ Συνείδηση τῆς Φυλῆς σὲ πλαστικὴ ἢ φολκλορικὴ «ἐτικέτα ἰδιότητος».

Ἔτσι ἡ κυβέρνηση ἀπέρριψε τὴν πρόταση νὰ δοθεῖ χρόνος γιὰ νὰ μελετηθεῖ καλύτερα τὸ θέμα καὶ ἡ συζήτηση προχώρησε στὸ κύριο ἄρθρο τοῦ νομοσχεδίου περὶ καταργήσεως τῶν ἐξετάσεων, συζήτηση κατὰ τὴν ὁποία ἀκούστηκαν πολλὰ ἐνδιαφέροντα καὶ μή, ποὺ ὅμως δὲν ἀφοροῦν τὸ καίριο θέμα τῆς γλώσσας. Καὶ κάποτε, περασμένα μεσάνυχτα, ἦρθε ἡ ὤρα νὰ συζητηθεῖ ἐπὶ τῆς οὐσίας τὸ μονοτονικό.

Ἡ ᾽Αντιπολίτευση ποὺ πρέπει πολλὰ νὰ κατεννόησε στὸ μεταξὺ θέλησε νὰ βρεῖ τρόπο ν᾿ ἀπαγκιστρωθεῖ ἀπ᾿ τὸ δίλημμα χωρὶς νὰ προδώσει καὶ τὴν προοδευτικότητά της. Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ δραματικὴ ἀντιφατικότητα τοῦ κοινοβουλευτικοῦ ἐκπροσώπου της κ. Κωνστ. Μητσοτάκη, ὁ ὁποῖος παίρνοντας τὸ λόγο εἶπε:

«Τὸ δεύτερο αὐτὸ ἄρθρο (δηλ. ἡ τροπολογία) εἶναι ἄσχετο μὲ τὸ περιεχόμενο τοῦ νομοσχεδίου. Προστίθεται σήμερα, τὴν τελευταία ὥρα, κύριε Ὑπουργέ, αἰφνιδιαστικῶς. ᾽Αναφέρεται σὲ ἕνα θέμα, τὸ ὁποῖο κατὰ σύμπτωση δὲν μᾶς βρίσκει καὶ ἀντίθετους. Νομίζουμε ὅμως ὅτι εἶναι σωστὸ νὰ μὴν εἰσαχθεῖ γιὰ νὰ ψηφισθεῖ κατεσπευσμένως. Τί ἔχει νὰ κερδίσει ἡ Κυβέρνηση καὶ τί ἔχει νὰ κερδίσει ἡ ὑπόθεση τὴν ὁποία ἐπιδιώκει νὰ πραγματοποιήσει μὲ τὴν ψήφιση αὐτοῦ τοῦ ἄρθρου; (...) Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἔχει ἡ Κυβέρνηση τὴν ἀπαίτηση νὰ μᾶς φέρει τὸ θέμα αὐτὸ τὸ μέγα, αἰφνιδιαστικὰ καὶ νὰ ἀπαιτεῖ νὰ τὸ ψηφίσουμε καὶ μετὰ τὴν 12ην νυκτερινήν. (...) Θὰ τὸ ἐδέχεσθο ἐσεῖς ποτὲ ὡς Ἀξιωματικὴ Ἀντιπολίτευση ἕνα τέτοιο θέμα νὰ σᾶς τὸ φέρνουν διὰ τροπολογίας χωρὶς νὰ ἔχετε προλάβει νὰ προετοιμασθεῖτε, νὰ διαβάσετε, νὰ ἐνημερωθῆτε; Πῶς ἀπαιτεῖτε ἀπὸ ἐμᾶς νὰ συζητήσουμε αὐτὸ τὸ θέμα: Σᾶς τὸ ξαναλέω καὶ πάλι, εἷμαι ἰδιαίτερα ἐπίμονος, διότι δὲ διαφωνῶ ἐπὶ τῆς οὐσίας, θέλω ἁπλῶς νὰ προστατεύσω καὶ τὴ Βουλὴ καὶ ὅλους μας ἀπὸ ἀκρότητες καὶ ἀπὸ πείσματα. Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ζητᾶτε ἀπὸ ἐμᾶς νὰ ἀποφασίσουμε γιὰ ἕνα θέμα γιὰ τὸ ὁποῖο δὲν ἔχουμε κανένα φάκελλο, κανένα ντοσιέ, καμμιὰ προετοιμασία. (Ἡ τροπολογία αὐτή) δὲν ἔχει καμμιὰ σχέση μὲ τὸ συζητούμενο νομοσχέδιο. Εἶναι σαφὲς ὅτι εἶναι ἀντισυνταγματική. Γι᾿ αὐτὸ καὶ πάλι σᾶς κάνω ἔκκληση καὶ σὲ σᾶς καὶ στὸν κύριο Πρόεδρο νὰ μὴ προχωρήσετε στὴ συζήτηση τοῦ θέματος. Δῶστε μας τὸ χρόνο νὰ προετοιμαστοῦμε καὶ στὴν ἑπόμενη συνεδρίαση εἴμεθα ἐδῶ γιὰ νὰ τὸ συζητήσουμε.»

Δὲν μποροῦμε νὰ ξέρουμε ἀπὸ ποιοὺς καὶ τί ἐπιχειρήματα θ᾿ ἀντλοῦσε ἡ Ἀντιπολίτευση, ἂν δινότανε ἡ ζητουμένη ἀναβολή. Τὸ θέμα εἷναι ξεκάθαρο, ὅπως τοποθετεῖται πιὰ ἀπὸ τὴν ἱστορικὴ πραγματικότητα καὶ ὄχι ἀπὸ τὰ γραμματολογικὰ ἢ ἐπιστημονικοφανῆ δεδομένα, καὶ τὸ θέμα ἔχει δύο πλευρές. Ἡ μία πλευρὰ διακηρύσσει: «Ἀλλάξτε τὸν τρόπο ποὺ γράφουμε, δηλαδὴ τὸν παραδεδομένο κώδικα γραφῆς· κάντε πιὸ εὔκολη τὴν ὀρθογραφία· ὅλα, ἢ σχεδὸν ὅλα, ἐπιτρέπονται.» Καὶ ὴ ἄλλη συνηγορεῖ γιὰ τὴ δική της ἀλήθεια: «Ἔχουν γίνει ἀρκετὲς ἀλλαγὲς καὶ ἁπλουστεύσεις. ᾽Αλλὰ πάντως ὁ κώδικας γραφῆς, ἡ μορφὴ τῆς ἐλληνικῆς γλώσσας (καὶ ὁ τονισμὸς ἀποτελεῖ ἐνσωματωμένο στοιχεῖο αὐτῆς τῆς μορφῆς) διατηρήθηκε. Ἔχουμε φτάσει στὸ σύνορο ποὺ μᾶς ξεχωρίζει ἀπὸ τ᾿ ἄλλα ἀλφάβητα, συγγενῆ ἴσως, παράγωγα ἀπ᾿ τὸ δικό μας, ἀλλὰ ὁλότελα διαφορετικὰ στὴ διάρθρωση, τὴ νοητικὴ ἀπο-τύπωση τῶν λέξεων καὶ τὴ φθογγολογικὴ-φωνητική τους διάσταση. Ὁ ἐλληνικὸς γραπτὸς λόγος ἔχει μοναδικότητα. Καὶ τὰ «μοναδικὰ» ἐνὸς ἔθνους πρέπει νὰ παρα-δίδονται ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιά. Οἱ ἀλλοιώσεις στὸ λόγο φανερώνουν καὶ τὴν «ἀλλοίωση» τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἔθνους, δηλαδὴ τὴν ὑποτέλεια μας σὲ ξένες ἐπικυριαρχίες ἢ ξένους πολιτισμούς. Ἑπομένως ὄχι ἄλλες ἀλλαγές».

Στὴν περίοδο ποὺ περνᾶμε, ἀντιμετωπίζουμε τόσες προσβολές, ἐπιθέσεις, «τοξινώσεις», διαβρώσεις, ὥστε νὰ μὴν ἔχουν θέση ἀμφιταλαντευόμενες ἀπόψεις, οὔτε «μεσοβέζικες» λύσεις. Ἔτσι ἐκεῖνο τὸ «κατ᾿ ἀρχὴν δὲν ἀντιτιθέμεθα» μᾶλλον ἦταν παραδρομὴ τῆς γλώσσας καὶ τῆς σκέψης. Γιατὶ μπορεῖ ὁ κ. ᾽Αβέρωφ καὶ ὁ κ. Μητσοτάκης νὰ μὴν εἶναι εἰδικοὶ γλωσσολόγοι ἢ ἱστορικοὶ τῆς λογοτεχνίας, ὁπωσδήποτε ὅμως ξέρουν τί θὰ πεῖ Παράδοση. ᾽Εκεῖ, στὴν Παράδοση, στὴ συνέχεια τοῦ Ἔθνους, ἔπρεπε νὰ ἐπικεντρώσουν τὶς ἀντιρρήσεις τους καὶ θὰ τοὺς χειροκροτοῦσε ὅλο τὸ «ἐχέφρον» πανελλήνιον καὶ ὄχι τὸ ἄφρον «ἀφελλήνιον». Καὶ θὰ πρέπει οἱ ἐχέφρονες στὸ λαό μας νὰ ἦταν καὶ νὰ εἶναι ἀπείρως περισσότεροι τῶν ἀφρόνων, γιατὶ ἀλλιώτικα τόσους αἰῶνες τώρα ἀπὸ τὶς «τρέλλες» (ὤ, ἄφραστη ἐπιείκεια!) κάποιων συνελλήνων μας δὲν θὰ εῖχε ἀπομείνει ἀπὸ μᾶς οὔτε ἕνας, γιὰ δεῖγμα...

Ἀλλὰ ἡ Νέα Δημοκρατία ντρέπεται νὰ πεῖ ὅτι εἶναι συντηρητικὸ κόμμα. Γιατὶ παρασύρεται ἀπὸ τὴν ἐντέχνως κυριαρχοῦσα αἰολικὴ καὶ «ἑωλικὴ» ἐνέργεια τοῦ «προοδευτισμοῦ». Ἄλλο ὅμως «πρόοδος» στὰ οἰκονομικὰ (ποὺ σήμερα κι᾿ αὐτὴ εἶναι προβληματική, ἀφοῦ δὲν πάσχουν πιὰ οἱ Ἕλληνες στὴ συντριπτική τους πλειονότητα, ἀλλὰ πάσχει ἡ κρατικὴ χειραγώγηση τῆς Οἰκονομίας — νὰ μὴν τὰ βάζουμε μὲ τὶς ἀφηρημένες ἔννοιες· δὲν φταίει ἡ ἁμαρτία, φταῖνε οἱ ἁμαρτωλοί) καὶ ἄλλο «πρόοδος» στὰ πνευματικὰ θέματα, τὰ συναρτώμενα μὲ τὴν καταγωγή μας, τὴν ἀδιάσπαστη συνέχεια τῆς Φυλῆς, τὸ μυστηριακὸ καὶ ὑποστασιακὸ κύτταρο τῆς θρησκευτικότητάς μας, τὴν ἔντεχνη καὶ ἐκπληκτικὴ διαπλοκὴ τοῦ γλωσσικοῦ μας ὀργάνου, τὸν σεβασμὸ καὶ τὴ διαφύλαξη τῶν ἐθνικῶν κειμηλίων. (Οἱ Ρῶσοι ἀναστήλωσαν καὶ διαφυλάσσουν ὅλα τὰ κτίρια τοῦ παρελθόντος καὶ τ᾿ ἀνάκτορα καὶ τοὺς «θησαυροὺς» καὶ τοὺς ναούς τους — γιατὶ εἶναι δια-τυπώσεις τῆς ἱστορικότητάς τους, σέβονται καὶ διαβάζουν μὲ πάθος τοὺς κλασικοὺς συγγραφεῖς καὶ ποιητές τους ἔστω καὶ ἂν ἐκφράζουν ἄλλες κοινωνικὲς δομές, διατηροῦν καὶ προάγουν μιὰ μορφὴ τέχνης, τὸ κλασικὸ μπαλέτο, γιατὶ εἰχαν ἀναπτύξει παράδοση σ᾿ αὐτό, παρ᾿ ὅλο ποὺ ἡ ἐπίσημη σοβιετικὴ νοοτροπία ἀπέχει τόσο πολὺ ἀπὸ τὴ Ζιζὲλ καὶ τὴ Λίμνη τῶν Κύκνων ὅσο ἡ Γκρατσιέλλα τοῦ Λαμαρτίνου ἀπὸ ἕνα τρακτέρ, καὶ τὸ κυριώτερο δὲν ἄλλαξαν οὔτε μιὰ «κεραία» ἀπ᾿ τὴ γραπτή τους γλῶσσα)1.

Αὐτὰ ἔπρεπε νὰ τὰ διαχωρίσει ἡ Νέα Δημοκρατία καὶ νὰ τὰ καταστήσει στὸ λαὸ σαφῆ. Καὶ νὰ ἦταν σίγουρη ὅτι ἂν δὲν κέρδιζε τὴν πρώτη μάχη θὰ κέρδιζε τὴ δεύτερη, ὅταν μὲ τὸν καιρὸ θὰ ξεσκεπάζονταν οἱ σκόπιμες διαστρεβλώσεις. Καὶ αὐτὸς ὁ καιρὸς θὰ ἔρθει πολὺ πιὸ σύντομα ἀπ᾿ ὅ,τι τὸ φανταζόμαστε. Ἀλλὰ ὅπως εἴπαμε βρέθηκε παγιδευμένη καὶ τῆς ἡταν δύσκολη ἦ ἀπεμπλοκὴ καὶ μάλιστα τοὺς πρώτους μῆνες τῆς παραζάλης τῆς ἧττας. Ὅμως καὶ ὁ χρόνος ποὺ παρῆλθε μᾶς φαίνεται ὅτι δὲ βελτίωσε καὶ πολὺ τὰ πράγματα. Γιατὶ δὲν βλέπουμε στὰ προεκλογικὰ καὶ τὰ προγραμματικὰ καὶ στὶς «γιορτὲς» τίποτα ἢ ἐλάχιστα ποὺ ν᾿ ἀφοροῦν τὸ πνευματικὸ νόημα τῆς Παιδείας, τὴν ἐθνικὴ αὐτοσυνειδησία καὶ τὴν ἀναβάπτιση (ἢ ἂς τὴν ποῦμε πιὸ ρεαλιστικά: ἀνανέωση) τῶν παλιῶν καὶ δοκιμασμένων ἀξιῶν. Ἀντ᾿ αὐτῶν μπόλικη πομφολυγοειδὴς συνθματολογία. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὑπάρχει μιὰ διάχυτη ἐντύπωση ὅτι κάτι γύρω μας διαλύεται — δὲν μποροῦμε νὰ καθορίσουμε ἀκριβῶς τί — καὶ τὴν ψυχή μας ἀρχίζει νὰ τὴν κατατρώγει ἡ ἀπελπισία τοῦ ἀδιεξόδου.

 

Ἀλίμονο στὸν τόπο ἐκεῖνο ποὺ ἔχει δύο προοδευτικὰ κόμματα. Θὰ ταίριαζε ἡ παρομοίωση μὲ τὸ ὄχημα ποὺ βρίσκεται σὲ κατηφόρα κι᾿ ὁ ὁδηγός του ἀντὶ νὰ πατήσει φρένο τοῦ δίνει ἐπιτάχυνση. Κάτι τέτοιο ἔκανε ὁ κ. Μιλτιάδης Ἔβερτ, στέλεχος τῆς Νέας Δημοκρατίας καὶ ἔμπειρος στὰ οἰκονομικά, ἀλλὰ μᾶλλον ἀπροετοίμαστος καὶ χωρὶς τὴν ἀπαραίτητη «θύραθεν παιδεία» γιὰ νὰ μιλήσει γιὰ τὴ γλῶσσα, ὅταν σὲ κάποια συνέντευξή του εἶπε ὅτι «ἀπὸ τὰ θετικὰ ἐπιτεύγματα τοῦ ΠΑΣΟΚ ἦταν καὶ ἡ εἰσαγωγὴ τοῦ μονοτονικοῦ»· ἐκτὸς καὶ ἂν ἔκανε χιοῦμορ...

Ἡ συζήτηση γιὰ τὸ ἂν θ᾿ ἀσχοληθεῖ ἡ Βουλὴ μὲ τὴν τροπολογία γιὰ τὸ μονοτονικὸ σταμάτησε ἐκεῖ μὲ τὴν ἄρνηση τοῦ ὑπουργοῦ νὰ δώσει κάποιαν ἀναβολὴ γιὰ νὰ προετοιμαστεῖ ἡ Ἀντιπολίτευση· οἱ κυβερνητικοὶ βουλευτὲς (ὅσοι τουλάχιστον μίλησαν) ἦταν σχετικὰ «προετοιμασμένοι» (δὲ χρειάζονταν δὰ καὶ πολλὰ πράγματα: μιὰ μπροσούρα καὶ τρία ὅλα κι᾿ ὅλα ἐπιχειρήματα: α) ὅτι οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα ἦταν ἐπινόηση τῶν ἀλεξανδρινῶν λογίων, β) ὅτι τὰ παιδάκια μας δὲ θὰ κουράζονται πιὰ γιὰ νὰ μάθουν τοὺς κανόνες τοῦ τονισμοῦ καὶ γ) ὅτι ἡ ἐθνικὴ οἰκονομία θὰ κερδίσει πολύτιμο χρόνο ἀφοῦ οἱ «δακτυλογράφες» καὶ οἱ λινοτύπες δὲ θὰ κουνᾶνε πιὰ τὸ μικρὸ δαχτυλάκι τους πατώντας τὰ πλῆκτρα μὲ τὶς ψιλοπερισπωμένες). Καὶ τὰ ἐπιχειρήματα αὐτά, γιὰ τὰ ὁποῖα θὰ καγχάζουν κάποτε οἱ ἀπροκάληπτοι φιλόλογοι καὶ οἰκονομολόγοι καὶ ὄχι οἱ «αἰθεροβάμονες», σὰν τοὺς σημερινοὺς συναδέλφους τους τῆς μεταπολιτευτικῆς διανοητικῆς θολούρας, θεωρήθηκαν, λέμε, τὰ ἐπιχειρήματα αὐτὰ ἀρκετὰ γιὰ τὴν ἀλλαγὴ τοῦ κώδικα γραφῆς ἑνὸς ἔθνους ποὺ μὲ αὐτὸν συνεννοεῖτο δύο χιλιάδες χρόνια, χωρὶς κανένας ἀπὸ τοὺς «περιστασιακοὺς» πατέρες αὐτοῦ τοῦ ἔθνους νὰ θίξει τὸ ποιὲς θὰ εἶναι ἐνδεχομένως οἱ συνέπειες ἑνὸς τέτοιου μέτρου — καὶ εἶναι σοβαρότατες αὐτὲς οἱ συνέπειες ὅπως θ᾿ ἀναλυθοῦν παρακάτω.

Ἡ Νέα Δημοκρατία εἶδε ὅτι δὲν ὑπῆρχε ἄλλη διέξοδος: ἢ ἔπρεπε νὰ συμπράξει ἢ νὰ διαχωρίσει τὴ θέση της. Εἶναι χαρακτηριστικὰ τὰ ὅσα εἶπε ὁ ἐκπρόσωπος της στὴν τελευταία φάση τοῦ δράματος πρὶν συντελεσθεῖ μονομερῶς ἡ capitis deminutio minima τῆς γλώσσας· ἡ maxima βρίσκεται καθ᾿ ὁδόν. Καὶ ἀναδημοσιεύουμε ὅσα λένε τὰ πρακτικά:

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΗΤΣΟΤΑΚΗΣ: Κύριε Πρόεδρε, θὰ παρακαλοῦσα νὰ μοῦ ἐπιτρέψετε νὰ κάνω μιὰ δήλωση ἐξ ὀνόματος τοῦ Κόμματός μας. Τὸ Κόμμα μας λυπᾶται βαθύτατα διότι ἡ Κυβέρνησις καὶ τὸ Προεδρεῖο ἐπιμένουν εἰς αὐτὸν τὸν ἀντιδημοκρατικὸν καὶ ἀντικοινοβουλευτικὸν τρόπον τῆς συζητήσεως αὐτῆς τῆς τροπολογίας. Ἐφ᾿ ὅσον ἡ Κυβέρνηση καὶ τὸ Προεδρεῖον ἐπιμένουν...

ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ (Μιχαὴλ Στεφανίδης): Κύριε Κοινοβουλευτικὲ Ἐκπρόσωπε τῆς Νέας Δημοκρατίας ἔχετε ὑπ᾿ ὄψη σας ὅτι κατὰ τὸν Κανονισμὸ ὁ Κοινοβουλευτικὸς Ἐκπρόσωπος δὲν δικαιοῦται νὰ λάβει τὸν λόγο ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ θέματος περισσότερες ἀπὸ τρεῖς φορές, Σεῖς ζητᾶτε τώρα τὸν λόγο γιὰ τέταρτη φορά;

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΗΤΣΟΤΑΚΗΣ: Θέλω νὰ κάνω μία δήλωση, κύριε Πρόεδρε.

ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ (Μιχαὴλ Στεφανίδης): Κάντε μόνο τὴ δήλωση.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΗΤΣΟΤΑΚΗΣ: Κάνω τὴ δήλωση ὅτι ὑπὸ τὰς συνθήκας αὐτάς, λυπούμεθα εἰλικρινῶς, ἀλλὰ δὲν δυνάμεθα νὰ παρακολουθήσουμε τὴ συζήτηση καὶ εἴμεθα ὑποχρεωμένοι νὰ ἀποχωρήσουμε.

(Στὸ σημεῖο αὐτὸ οἱ Βουλευτὲς τῆς Νέας Δημοκρατίας ἀποχωροῦν ἀπὸ τὴν Αἴθουσα.)

(Θόρυβος, ἀποδοκιμασίες ἀπὸ τὴν Πτέρυγα τῆς Συμπολιτεύσεως.)

Ἕνας κυβερνητικὸς βουλευτὴς ἴσως γιὰ νὰ καθησυχάσει τὴ συνείδησή του, θεώρησε ὅτι ἔπρεπε νὰ ξεπροβοδίσει τὴν ἀποχωροῦσα ᾽Αντιπολίτευση καὶ φώναξε: «Φεύγετε ἐπειδὴ εἶναι περασμένα μεσάνυχτα, ὄχι γιὰ τὴν τροπολογία.»

 

Δὲν εἶναι ἀκριβῶς ἔτσι τὰ πράγματα, κύριε βουλευτή. ᾽Αποχωρεῖ κανεὶς ἀπὸ κάπου ὄχι μόνο ἀπὸ νύστα, ἀλλὰ γιὰ ν᾿ ἀποφύγει μιὰ παγίδα ἢ γιὰ νὰ μὴν συμπράξει σ᾿ ἕνα ἔγκλημα. Χωρὶς νὰ ἐπικροτοῦμε ἀπόλυτα τὴν ἄλλωστε ἀντιφατικὴ στάση τῆς Νέας Δημοκρατίας, τουλάχιστον μὲ τὴν ἐνέργειά της αὐτὴ φάνηκε ὅτι συναισθάνθηκε πόσο σοβαρὸ εἶναι τὸ θέμα τῆς ἀλλοίωσης στοιχείων τοῦ γραπτοῦ λόγου, καὶ μάλιστα τοῦ ἑλληνικοῦ, θέμα ποὺ δὲ λύνεται στὸ γόνατο (καὶ γιατί νὰ λυθεῖ ἀφοῦ στὴν οὐσία δὲν ὑπάρχει, ἦταν καὶ εἶναι θέμα «φτιαχτὸ») ἐκ μέρους μερικῶν ἀτόμων ποὺ δὲν ἔχουν ἰδίαν ἀντίληψη τοῦ προβλήματος, ἀλλὰ ἀπὸ δεύτερο χέρι πληροφόρηση, γιατὶ ὄχι καὶ προσηλυτισμὸ ἀπὸ καλοθελητὲς «μισιονάριους» καὶ μίσθαρνους «σταθμάρχες».

Ἡ ἄρνηση αὐτὴ τῆς Νέας Δημοκρατίας χρεώνεται σὰν ὑποχρέωσή της γιὰ τὸ μέλλον, ὄχι μόνο γιὰ τὴν ἴδια ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅσα κόμματα ἢ παρατάξεις προκύψουν ἢ γιὰ ὅσα εἶναι ἐγκλωβισμένα σὲ σχήματα ποὺ τοὺς ἀπογοήτευσαν καὶ θὰ νιώσουν κάποτε τὴν ἀνάγκη μιᾶς ἀναθεώρησης τῆς στάσης τους ἀπέναντι στὸ τεράστιο γιὰ τὴν ἐπιβίωση τῆς Φυλῆς πρόβλημα τῆς Ἑλληνικῆς Παιδείας καὶ γενικώτερα τῶν θεσμῶν ποὺ συγκροτοῦν καὶ συγκρατοῦν τὸν Ἑλληνισμό.

Περνοῦμε μιὰ ἐποχὴ σύγχυσης· ἀλλὰ τὸ «ξεκαθάρισμα τῶν πραγμάτων», ἔτσι ὅπως εἶναι σήμερα ἡ ὀργάνωση τῶν ἐθνῶν κρατῶν, δὲν μπορεῖ νὰ προέλθη μόνον ἀπὸ τὴ θέληση, ἔστω καὶ χαλύβδινη, ἀτομικῶν πρωτοβουλιῶν, ἀλλὰ χρειάζονται ἀπαραίτητα πιὰ καὶ νομικὲς καὶ διοικητικὲς διαδικασίες. Ἡ καταγγελία τοῦ κοινοβουλευτικοῦ ἐκπροσώπου τῆς ᾽Αντιπολίτευσης ὅτι τὸ ὅλον θέμα τοῦ μονοτονικοῦ, ὅπως μεθοδεύτηκε καὶ ἐκβιάσθηκε ἀπὸ τὴν Κυβέρνηση δὲν εἶναι σύμφωνο καὶ σύννομο οὔτε μὲ τὰ Συνταγματικὰ θέσμια οὔτε καὶ μὲ τοὺς κοινοβουλευτλκοὺς κανονισμούς, θὰ πρέπει νὰ ἐπανεξετασθεῖ στὸ μέλλον ἀπὸ μιὰν ἄλλη Βουλὴ ποὺ θὰ εἶναι πιὸ νηφάλια καὶ δὲν θὰ ἔχει καταληφθεῖ ἀπὸ τὴν παράκρουση τῆς ἀλλαγῆς τῶν πάντων. Ἤ ἀπὸ ἕνα Σῶμα ταγμένο γι᾿ αὐτὸν τὸν σκοπὸ ποὺ θὰ συγκέντρωνε καὶ θὰ ὑπομνημάτιζε ὅλες τὶς προτάσεις, ὅλων τῶν ἀπόψεων γιὰ νὰ τὶς ὑποβάλει μετὰ στὴν Πολιτεία. Λέμε γιὰ τὸ Βυζάντιο ὅτι ἦταν αὐταρχικὸ καὶ ὅτι ἡ θεολογία περιορίζει τὸ πνεῦμα καὶ ἀπαγορεύει τὴν ἐλεύθερη διακίνηση τῶν ἰδεῶν. Ὅμως ἂς ρίξουμε μιὰ ματιὰ στὰ Πρακτικὰ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ μέχρι ἐκείνων τῆς Φερράρας καὶ τῆς Φλωρεντίας, ὅπου ἐμονομάχησαν Ἀνατολὴ καὶ Δύση (Παπισμὸς καὶ Ὀρθοδοξία), καὶ τότε θὰ δοῦμε πόση ἀμεροληψία, πόση ἐλευθερία ἐπικρατοῦσαν γιὰ τὴ διερεύνηση τῆς ἀλήθειας. Καὶ ἂν λαμβάνονταν ἀποφάσεις, σκληρὲς κάποτε, αὐτὸ γινόταν μὲ γνώμονα τὴ θεμελιώδη ἀρχὴ νὰ μὴ διασπασθεῖ ἡ συνέχεια τῆς παράδοσης γιὰ νὰ ὑπάρχει τὸ παρελθὸν ἀενάως ἐπαληθευόμενον στὸ παρὸν καὶ γιὰ νὰ διαφυλαχθεῖ ἀπὸ κλυδωνισμοὺς τὸ μέλλον. Καὶ ἐκεῖνες οἱ Σύνοδοι κρατοῦσαν μῆνες πολλούς, μέχρις ὅτου ἐξετασθοῦν ὅλες οἱ πτυχὲς καὶ οἱ λεπτομέρειες τοῦ προβλήματος. ᾽Εκεῖνοι οἱ Πατέρες θὰ μποροῦσαν νὰ μᾶς διδάξουν δημοκρατικότητα καὶ ὄχι οἱ ἐκ τῶν ψηφοδόχων ἀναδυόμενοι ἄλλοι «πατέρες» τῶν κοντόθωρων ὁραματισμῶν καὶ τῶν δημαγωγικῶν πειραματισμῶν τῆς εὐκολίας. Τὸ εὔκολο τότε μόνον εἶναι σωστὸ ὅταν ἐκμαιεύεται ἀπὸ τὴ δυσκολία.

 

Ἀλλὰ καὶ στὶς μέρες μας ἡ ἀντισυνταγματικότητα αὐτοῦ τοῦ μέτρου θὰ εἷχε ἀκράδαντα τεκμηριωθεῖ, ἐὰν γινόταν συζήτηση νηφάλια ἐπὶ τῆς οὐσίας· ἀλλὰ αὐτὸ ἀπαιτοῦσε προμελέτη καὶ ὑπεύθυνες γνῶμες ἀνεπηρέαστων πανεπιστημιακῶν συνταγματολόγων καὶ καθηγητῶν τῆς φιλολογικῆς ἐπιστήμης καθὼς καὶ συγγραφέων καὶ ποιητῶν (γιατί ὄχι, μόνο οἱ τίτλοι κάνουν τὴ γνώση;) καὶ ὄχι διωρισμένων συμβούλων σὲ ἐποχὴ ριζοσπαστικῆς θολούρας καὶ μερικῶν «πρωτοπαλλήκαρων», διανυόντων τὴν πέμπτην εἰκοσαετίαν τοῦ βίου τους (δὲ βαρέθηκαν, βρὲ ἀδελφέ, νὰ λένε τὰ ἴδια καὶ τὰ ἴδια ἕναν αἰώνα τώρα χωρὶς παραλλαγή!) ποὺ δίκην ὑπερηλίκων τεντυμπόϋδων, ἀνεβασμένοι στὶς (ἐθνικές) στέγες σπᾶνε τὰ ἀνθέμια καὶ τὰ ἀκροκέραμα τῆς λεπτοδουλεμένης γλώσσας μας.

 

Ἔτσι τὸ θέμα παραμένει ἀνοιχτὸ στὴ συνείδηση τοῦ μεγαλύτερου τμήματος τῶν πνευματικῶν ἀνθρώπων, ὄχι μόνον ὅσων «νάμασι ἑλληνογνωσίας καταρδευσάντων», ἀλλὰ καὶ σὲ πλῆθος ἀμύητων μὲν στὰ εἰδικὰ γιὰ τὴ γλῶσσα, ποὺ ὅμως ἡ ὅποια τους παιδεία, εἴτε ἀπὸ οἰκογενειακὲς καταβολὲς εἴτε γιατὶ εὐτύχησαν νὰ ἔχουν σωστοὺς δασκάλους, κρατήθηκαν ἀπὸ ὁρμέμφυτο ἀπ᾿ τὶς «ρίζες» καὶ ἡ ἐπίκτητη μόρφωσή τους δὲν ἀπετέλεσε ψευδοεπιστημονίζον ἢ εὐρωπαΐζον «πασάλειμμα».

Εἰδικὰ σήμερα, ὕστερα ἀπὸ τέσσερα χρόνια ἀρθρογραφίας, συζητήσεων καὶ ἀποκαλύψεων γύρω στὸ τί κρύβει καὶ ποῦ ἀποσκοπεῖ τὸ μονοτονικὸ καὶ ἡ «ἁπλούστευση» τῆς γλώσσας, πάρα πολλοὶ ἄρχισαν νὰ προβληματίζονται καὶ ν᾿ ἀναθεωροῦν τὶς ἀπόψεις τους. Φυσικὰ τὸ κακὸ ἔγινε καὶ δὲν ξέρουμε μὲ ποιά συγκεκριμένα μέτρα θὰ ἦταν δυνατὴ μιὰ θεραπεία ἢ ἔστω μιὰ μερικὴ ἐπιδιόρθωση ἢ ἀποκατάσταση τῆς ζημιᾶς, ἀλλὰ τὸ παρήγορο εἶναι ὅτι τὸ θέμα παρὰ τὶς «ἄοκνες» προσπάθειες κυβερνητικῶν καὶ συνοδοιπόρων, δὲν ἐπικαλύφθηκε τελείως· ἀντιθέτως κατὰ περιόδους ἀναζωπυρώνεται μέσα ἀπὸ κείμενα καὶ γνῶμες τῶν πιὸ ἀξιόλόγων ἀνθρώπων ποὺ διαθέτει ὁ τόπος, ἀνυποχώρητων ἐνάντια στὴν εἰσβολὴ τῶν «ἐξωγήϊνων» (ἔξω ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ γῆ μας) καὶ ἐξωελληνικῶν (ξένων πρὸς τὴν ἑλληνικὴ παράδοση) προτύπων.

Βέβαια τὸ σκουλήκι δουλεύει στὰ λεγόμενα ἐκ-παιδευτήρια, γιατὶ οἱ καινοτομίες ἐκεῖ ἀμέσως ἐσκόπευσαν: νὰ προσηλυτίσουν τὰ παιδιὰ καὶ τοὺς νέους σὲ μιὰ «μηχανιστικὴ» στὴ γραφή, καὶ σὲ μιὰ «ἀπορφανισμένη» στὴ διατύπωση γλῶσσα. Τὸ μυαλὸ τῶν παιδιῶν νὰ φυλακισθεῖ μέσα στοὺς κρατικοὺς μανδρότοιχους, ὅπως ἀκριβῶς γίνεται στὰ ὁλοκληρωτικά, στὰ φασιστικὰ καθεστῶτα (ὅλων τῶν χρωμάτων). Καὶ ὁ φασισμὸς τῆς γλώσσας εἶναι χειρότερος καὶ δεινότερος ἀπό τον φασισμὸ τῆς ἰδεολογίας. Γιατὶ ἀπὸ τὴν ἰδεολογία (ὅταν καταλυθοῦν οἱ μύθοι καὶ διαλυθοῦν οἱ ψευδαισθήσεις) κάποτε ξεκόβεις, διαφωνεῖς, ἀνανήφεις (ἔστω ἀποσυρόμενος στὴν κρύπτη τῆς ψυχῆς ἢ στὶς κατακόμβες), ἐνῶ ἀπὸ τὴ γλῶσσα ποὺ σοῦ μάθανε στὴν τρυφερὴ ἡλικία δὲ λυτρώνεσαι ποτέ, σ᾿ ἀκολουθεῖ σ᾿ ὁλόκληρη τὴ ζωὴ ἔστω καὶ ἂν ἀναπτύσσεσαι διανοητικά· ἀπὸ τὸ ἰδίωμα, φραστικὸ καὶ λεκτικό, καὶ ἀπὸ τὸν κώδικα γραφῆς δὲ μπορεῖς ν᾿ ἀπομακρυνθεῖς, καὶ τὸ ἰδίωμα καὶ ὁ κώδικας αὐτὸς εἷναι σήμερα χωρὶς χυμούς, δημιουργεῖ «ἀποξηραμένους» ἀνθρώπους. Γι᾿ αὐτὸ λέμε ὅτι θὰ εἶναι πολὺ δύσκολη μιὰ ἑλληνική, μιὰ ἐθνικὴ ἐπ-ἀνάσταση στὴν Παιδεία — γιατὶ αὐτὸ ποὺ γίνεται τώρα δὲν εἶναι ἐπανάσταση, εἶναι κατάλυση καὶ ὀχλοκρατία, Εἶναι λαίλαπα βαρβάρων (καὶ μὲ τὴν ἀρχαία σημασία τῆς λέξεως, τουτέστιν ξένων, ἀλλοφύλων καὶ μὲ τὴ μεσαιωνικὴ καὶ σύγχρονη, δηλαδὴ ἀπολίτιστων). Γιατὶ ὅταν ἀποκόβεις τὴ γλῶσσα ἀπὸ τὴν ἱστορική της συνέχεια, ὅταν ἀποκεφαλίζεις τὴ γραφὴ καὶ τὴ διαμελίζεις ἀπὸ τὰ «περιττὰ» (;) στοιχεῖα της τότε παύεις νὰ εἶσαι ἔθνος μὲ ρίζες, ἀλλὰ ὀρδὴ νομάδων ποὺ ἐπελαύνουν ὅπως οἱ Οὗνοι ἐπάνω στ᾿ ἄγρια ἄλογά τους βγάζοντας ἄναρθρες κραυγές, τὸ ἴδιο ὅπως κάνουν καὶ οἱ σημερινοὶ «Οὖνοι» ποὺ ἐποχοῦνται τῶν μηχανικῶν κάρρων τους μὲ τὰ πολλὰ ἄλογα καὶ τὶς στριγγλίζουσες κόρνες.

Σ᾿ ἐκείνη τὴ νυχτερινὴ συνεδρίαση τῆς Βουλῆς, ποὺ ἂν τὴν κοιτάξουμε ἀπὸ ἄλλη σκοπιὰ φέρνει στὸ νοῦ ἄλλες παρόμοιες στὴν Ἱστορία «συνεδριάσεις» λαϊκῶν δικαστηρίων ὅπου μὲ συνοπτικὴ διαδικασία καὶ μὲ «δικαστὲς» τὸν ὀχλοκρατικὸ φανατισμὸ καὶ τὸ ἐκδικητικὸ μένος, οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα σύρθηκαν στὸ ἐδώλιο μὲ τὴν κατηγορία ὅτι ἦταν βασανιστὲς καὶ σκοταδιστὲς τοῦ λαοῦ καὶ γι᾿ αὐτὸ ἔπρεπε νὰ «ἐκ-καθαριστοῦν».

Γελοῖα πράγματα δηλαδή, γιὰ τὰ ὁποῖα κάποτε δὲν θὰ γελᾶ ἀλλὰ θὰ ὀδύρεται ἡ Ἱστορία, ἂν θὰ ὑπάρξει βέβαια ἡ ἐλπίδα νὰ ἔχουμε ἀντικειμενικὴ Ἱστορία καὶ ὄχι διαστροφὴ καὶ παραποίησή της, σύμφωνα μὲ τὰ ἑκάστοτε δόγματα τοῦ κυβερνῶντος κόμματος.

Ἔτσι ἡ Βουλὴ τῶν Ἑλλήνων, ἀποτελούμενη ἀπὸ καμμιὰ εἰκοσαριὰ βουλευτὲς τῆς συμπολίτευσης καὶ δυὸ-τρεῖς τοῦ κομμουνιστικοῦ κόμματος (ἀκόμα καὶ ἡ κ. Δαμανάκη τάχθηκε ὑπὲρ τῆς ἀναβολῆς, φυσικὰ γιὰ ἄλλους λόγους καὶ ὄχι συντηρητικούς, ἐκτὸς καὶ ἂν μίλησε μέσα της — μεσάνυχτα, βλέπετε — ἡ φωνὴ κάποιου γραμματιζούμενου προγόνου της) καὶ διὰ βοῆς, ναί, ΔΙΑ ΒΟΗΣ, ἐξ ὀνόματος ἄλλων διακοσίων ὀγδόντα βουλευτῶν, ἀντιπροσωπευτικῷ καὶ κοινοβουλευτικῷ δικαίῳ (ἄχ, αὐτὰ τὰ νομικίστικα σχήματα!), ἐξ ὀνόματος τῆς ᾽Ακαδημίας, τῶν Πανεπιστημίων τῆς χώρας, ἑκατοντάδων συγγραφέων καὶ ἐπιστημόνων καὶ ἑπτὰ ἑκατομμυρίων ἐκλογέων ποὺ δὲ ρωτήθηκαν καὶ ἀσφαλῶς δὲν ψήφισαν τὴν ἀλλοίωση (τὴ ἀπο-σύνθεση) τῆς γραπτῆς γλώσσας τους, ἤτοι τὴν καρατόμησή της (ὅπως γινότανε μὲ τὰ κεφάλαια τῶν ἀριστοκρατῶν καὶ τῶν ποιητῶν, τῶν ἐπιστημόνων καὶ τόσων ἀθώων κατὰ τὴ Γαλλικὴ Ἐπανάσταση) ἢ τὸ στήσιμό της στὸ ἐκτελεστικὸ ἀπόσπασμα (ὅπως γινότανε μὲ τὰ «δικά μας» λαϊκὰ δικαστήρια στὰ μαῦρα χρόνια τῆς Κατοχῆς καὶ τοῦ Ἐμφύλιου).

Ἀλλὰ θὰ πεῖ κάποιος (ἀνυποψίαστος): Τί παρομοιώσεις εἶναι αὐτές; Γιατί δραματοποιεῖτε ἕνα γεγονὸς ποὺ δὲν φαίνεται καὶ τόσο σπουδαῖο; Κι᾿ ἐμεῖς ἀπαντοῦμε; Ναί, ἐκ πρώτης ὄψεως δὲ φαίνεται καὶ τόσο σπουδαῖο. Εἶναι ὅμως ὅπως τὰ πρῶτα συμπτώματα μιᾶς σοβαρῆς ἀρρώστιας: ἐξανθήματα, πονάκια, ζαλάδες... Ποῦ ὁδηγοῦν αὐτὰ ἂν δὲν βροῦμε τὴν αἰτία τους; ᾽Ασφαλῶς σὲ δραματικὲς καταστάσεις. Ἔτσι καὶ ἡ ἀλλοίωση τῆς γραφῆς γιὰ ἕνα ἔθνος εἶναι δραματικὸ γεγονός. Πολὺ περισσότερο δραματικὸ ἀπ᾿ ὅ,τι εἶναι ἡ προκήρυξη ἐκλογῶν, τὸ ἑνιαῖο μισθολόγιο, ὁ διορισμὸς ᾽Αρεοπαγιτῶν, οἱ κοινωνικοποιήσεις κ.ἄ. Ὅλα αὐτὰ εἶναι περιστασιακά, περνοῦν καὶ ξεχνιοῦνται.

 

Οἱ μεταβολὲς στὴ γλῶσσα εἶναι καίριο θέμα γιὰ τὴν παραπέρα ὑπόσταση τοῦ ἔθνους καὶ τὴν πνευματική του διάσταση. Εἶναι τρομερὸ ἀλλιῶς νὰ γράφουν οἱ γονεῖς καὶ ἀλλιῶς νὰ γράφουν τὰ παιδιά· αὐτὸ θὰ ἐπιφέρει ρήγματα στὴ συνέχεια τῆς Παράδοσης καὶ ἀχρήστευση τῆς ἐθνικῆς κληρονομιᾶς μας. Καὶ εἶναι θλιβερό, θλιβερώτατο τὸ ὅτι τόσοι «πατέρες» τοῦ ἔθνους γιὰ πολλὰ ἐμερίμνησαν καὶ «ἐτυρβάσαντο» περὶ τὰ γλωσσολογικὰ καὶ τὰ χρησιμοθηρικὰ καὶ τὰ «δημαγωγικά», ἀλλὰ κανείς τους δὲν κοίταξε τὸ θέμα τῆς γλώσσας (διατύπωση, ἐτυμολογία, ὀρθογραφία, τονισμὸ) ἀπὸ σκοπιὰ ἐθνική, γιατὶ αὐτὴ εἶναι σήμερα στὸ στόχαστρο χιλίων κινδύνων ποὺ τὴν ἀπειλοῦν, ὅπως ὁ ξενισμός, ἡ συνάφεια μὲ ἄλλης μορφῆς πολιτισμούς, ἡ ἀποσύνδεσή μας ἀπὸ τὴν ἀρχαία γραμματεία, ἡ ἀποδυνάμωση ὁλοένα καὶ περισσότερο τῶν θεωρητικῶν σπουδῶν, ἡ ἔνταξή μας σὲ σχηματισμοὺς ποὺ ἐπιβάλλουν τὴν καταθλιπτικὴ ἐπιρροή τους καὶ ὄχι μόνο τὴν πολιτικὴ ἀλλὰ κυριώτερα τὴν πνευματικὴ ἐπάνω στὴ φυλετική μας ἰδιομορφία, ἡ μετάλλαξη τῆς παράδοσης σὲ φολκλόρ, ὁ ἐκτροχιασμὸς τῆς νεολαίας σὲ κρετινικὰ πρότυπα.

Δὲν τὸ νιώθουμε ὅτι ὅλα συγκλίνουν στὸ νὰ ἀλλοιώσουν τὴν ἐθνικὴ φυσιογνωμία μας; Εἶναι δυνατὸν νὰ μὴν καταλαβαίνουν οἱ πολιτικοί μας ὅτι οἱ «συνωμοσίες» δὲν περιορίζονται μόνο στὸ Κυπριακὸ ἢ στὰ πετρέλαια, ὅτι ἡ «πρακτορολογία» δὲν περιστρέφεται μόνο γύρω στὴ στρατιωτικὴ ἄμυνά μας καὶ οἱ «πλεκτάνες» τῶν πολυεθνικῶν δὲν ἀφοροῦν μόνο τὶς νομισματικὲς καὶ τὶς οἰκονομικές μας περιπέτειες, ἀλλὰ ὅτι μιὰ ἐργώδης καὶ κατευθυνόμενη ἐκστρατεία πολιορκεῖ, ὑπονομεύει καὶ ἐπιτίθεται κατὰ τοῦ Ἑλληνισμοῦ; Ὁλόκληρη ἡ Ἱστορία τοῦ Ἑλληνισμοῦ εἶναι μιὰ ἀπελπισμένη προσπάθεια νὰ ἐπιβιώσει, ὄχι μόνο σωματικὰ (αὐτὸ εἶναι σχετικὰ εὔκολο, ἂν δηλώσεις ὑποταγὴ σ᾿ ἀφήνουν καὶ ζεῖς), ἀλλὰ νὰ συντηρηθεῖ καὶ νὰ διατηρηθεῖ πνευματικά. Καὶ ὁ ὀργανισμὸς τοῦ Ἑλληνισμοῦ γιὰ νὰ μὴν «ἀρρωστήσει» ἕνα καὶ μόνο ἐμβόλιο διέθετε, τὴν γλῶσσα. Ἔχει φυσικὰ ἀτέλειες ἡ γλῶσσα· ἀλλὰ στὴ γραφή, στὸ γραπτὸ λόγο ἔχει τὸν κώδικά της. Κανένα ἔθνος δὲ διανοεῖται ν᾿ ἀλλάξει αὐτὸν τὸν κώδικα· εἶναι πέρα ἀπὸ τοὺς συνταγματικοὺς κανόνες τῆς Πολιτείας, εἶναι ὑποσυνείδητα ἡ ἴδια ἡ φύση τῆς Φυλῆς.

Καὶ κανένας πολιτικὸς σ᾿ ἐκείνη τὴ συνεδρίαση ὅπου ἀποφασιζόταν ἡ πλαστικὴ ἐγχείρηση στὸ πρόσωπο τοῦ γραπτοῦ λόγου, ἔστω καὶ ἁπλὸς βουλευτής, δὲ σηκώθηκε ἀπ᾿ τὸ ἕδρανό του νὰ φωνάξει — κι᾿ ἂς τὸν προπηλάκιζαν οἱ ἄλλοι (ἀλίμονο!) — ὅπως θὰ φώναζε σ᾿ ἕνα παρόμοιο ἐγχείρημα ὁ γάλλος, ὁ ρῶσος, ὁ ἄραβας ὁμόλογός του: «Κάτω τὰ χέρια ἀπὸ τὴ γλῶσσα!»

Ἕνας τέτοιος βουλευτὴς δὲ βρέθηκε —καὶ φυσικὰ ἐννοοῦμε ἀπὸ τὴν ᾽Αντιπολίτευση, γιατὶ ἀπὸ τὴν κυβερνητικὴ παράταξη τουλάχιστον μέσα στὴ Βουλὴ κανεὶς δὲ μπορεῖ νὰ παρασπονδήσει: ἐθνικὸ εἰναι ὅ,τι εἶναι κομματικό. Βεβαίως οἱ βουλευτὲς τῆς Ἀντιπολίτευσης εἶπαν: «Εἴμαστε ἀπροετοίμαστοι». ᾽Αλλὰ προετοιμασία ἴσως νὰ χρειαζόταν γιὰ τὴ γλωσσολογικὴ ἄποψη τοῦ θέματος (ποὺ τέτοιο θέμα δὲν ὑπῆρχε, ἀλλὰ καὶ ἂν ὑπῆρχε ἡ Βουλὴ ἦταν ἀναρμόδια νὰ τὸ ἐξετάσει) ὄχι ὅμως καὶ γιὰ τὴν ἐθνικὴ κεφαλαιώδη σημασία του. Ἐδῶ ἔπρεπε ν᾿ ἀντιμετωπισθεῖ ὁ κίνδυνος γιὰ τὸ ποῦ μπορεῖ νὰ διολισθήσει καὶ πόσο μπορεῖ ν᾿ ἀλλοιωθεῖ ἡ γραφὴ ὅταν ἀρχίσουμε τὶς ἁπλουστεύσεις καὶ τὶς ἐπεμβάσεις. Ὁ ἐχθρὸς ἧταν πρὸ τῶν πυλῶν. Δὲ μπορεῖς νὰ τοῦ πεῖς: «Περίμενε, κύριε ἐχθρέ, νὰ προετοιμαστῶ!» Αὐτὸς ὁ κίνδυνος, ὄχι ὁ γλωσσολογικός, ἀλλὰ ὁ ἐθνικὸς δὲν ἔγινε ἀντιληπτὸς τότε.

Τουλάχιστον στὴν προηγούμενη Βουλή, τὸ 1976, κατὰ τὴ συζήτηση γιὰ τὴ Γενικὴ ᾽Εκπαίδευση ὑπῆρξαν μερικοὶ ἰδαλγοὶ (Δ. Ζακυνθινός, Κ. Σερεπίσιος κ.ἄ.) ποὺ ἀντιταχθήκανε, στὶς ἀδόκιμες καινοτομίες τοῦ κόμματός τους, καίτοι ἦταν κυβέρνηση, μὲ τὴ ἐδραία ἀρχὴ ὅτι «ἡ γλῶσσα ἐξελίσσεται, δὲν δέχεται βιασμούς». Καὶ αὐτὸ ἂς παραμείνει στὴν Ἱστορία σὰν μιὰ σπάνια ἔκφραση δημοκρατικότητας καὶ πνευματικῆς εὐθύνης.

Γιὰ τοὺς εἰσηγητὲς τοῦ μονοτονικοῦ, ποὺ ἐνεργοῦσαν καὶ βυσσοδομοῦσαν ἔξω ἀπ᾿ τὰ κυβερνητικὰ κλιμάκια, ἀλλὰ βρῆκαν τοὺς μεσάζοντες νὰ τὰ ἐπηρεάσουν, στόχος τους ἦταν νὰ αἰφνιδιάσουν ὥστε νὰ μὴν προφτάσουν οἱ ἐκπρόσωποι τοῦ ἔθνους νὰ σκεφθοῦν ἐθνικά. Καὶ αὐτὸ τὸ ἐπέτυχαν. Καὶ τὸ μέτρο ποὺ ἐπιβλήθηκε δὲν εἶναι κἂν ἐπιστημονικὸ (εἷναι διάτρητο), δὲν εἶναι κἂν ἁπλουστευτικὸ (εἰναι ἀσυνάρτητο), ἀλλὰ εἰναι ἀσφαλέστατα διαβρωτικὸ καὶ ὕπουλο.

 

Τώρα ποὺ φτάσαμε σ᾿ ἕνα ἀδιέξοδο γενικῶς παραδεδεγμένο, καὶ στὴν ἔκφραση καὶ στὴ διατύπωση καὶ στὸν προφορικὸ λόγο καὶ στὴ γραφή, ἂς ἔχουμε τουλάχιστον τὴν παρρησία νὰ ὁμολογήσουμε ὅτι κάποιοι πονηροὶ «καλοθελητὲς» μᾶς πῆραν ἀπ ᾽τὸ χέρι κι᾿ ἐμεῖς γεμᾶτοι ἐμπιστοσύνη τοὺς ἀκολουθήσαμε σὰν τυφλοὶ στὸ σκοτάδι πὼς δῆθεν θὰ μᾶς ὁδηγήσουν στὸ ξέφωτο. Ἀφοῦ ὅμως ἐπὶ δέκα χρόνια τώρα μὲ δογματικὴ ὠμότητα θάψαμε τὴν καθαρεύουσα, ἐξορίσαμε τοὺς ᾽Αρχαίους, ἐπιβάλαμε τὸ μονοτονικὸ (τὶς πεδοῦκλες καὶ τὰ φορτία ποὺ ἐμπόδιζαν καὶ γονάτιζαν τὶς προοδευτικὲς τάσεις τοῦ λαοῦ μας!...) ἀντὶ νὰ φτάσουμε στὸ ποθητὸ ξέφωτο, βρεθήκαμε σὲ πρωτοφανῆ σκοτάδια ἀπαιδευσίας, ἀγλωσσίας καὶ ἀλαλίας, τώρα μᾶς λένε ὅτι παρὰ τὰ σκοντάματα πρέπει νὰ προχωρήσουμε κι᾿ ἄλλο ἀκόμα, γιατὶ τὸ ξέφωτο ἀπὸ κακὸ ὑπολογισμὸ πῆγε πιὸ πέρα, ἴσως κάπου στὸ 2000 (ὣς τὰ σήμερα ξέραμε τοὺς «χιλιαστές», τώρα θὰ ἔχουμε καὶ τοὺς «δισχιλιαστὲς») ὅπου καὶ αἰφνιδίως θὰ μᾶς καταυγάσει ὁ ἥλιος τῆς προόδου, τῆς μόρφωσης, τῆς εἰρήνης καὶ τῆς φιλίας (αὐτὰ τὰ τελευταῖα στὶς μέρες μας εἶναι ὁ ἀπαραίτητος μαϊντανός).

Ἂν ὅμως πρὶν ἐπιβληθοῦν τὰ μέτρα στὴ γλῶσσα, δινότανε μιὰ προθεσμία νὰ ὡριμάσουν τὰ θέματα, νὰ γινότανε ἕνας διάλογος τεκμηριωμένων ἀπόψεων σὲ πανελλήνια κλίμακα, ἂν βάζαμε φίμωτρο στὰ στόματα τῶν «φωταδιστικῶν», συνδικαλιστικῶν καὶ δημαγωγικῶν φορέων, ἀλλὰ ἀκούγαμε μὲ προσοχὴ τὶς φωνὲς τῆς σύνεσης καὶ τὶς ὑπεύθυνες προσωπικότητες ποὺ μιὰ ζωὴ μόχθησαν γιὰ τὴν πνευματικὴ προκοπὴ αὐτοῦ τοῦ τόπου καὶ ὄχι τοὺς κανόναρχους τῆς περιδιαγραμμάτου κουλτουρογλωσσολογίας, τότε ἴσως μπορεῖ νὰ εἰχαν ἀποφευχθεῖ οἱ βλακεῖες ποὺ μᾶς ὑπνώτισαν καὶ οἱ ἀπάτες ποὺ μᾶς παγίδευσαν.

Ὅμως κάποιοι τὸ ἤξεραν πολὺ καλὰ ὅτι τὸ σχέδιο, καθότι ἕωλο καὶ ὑποβολιμαῖο, μόνο μὲ αἰφνιδιασμὸ μποροῦσε νὰ ἐπιτύχει. Πρᾶγμα ποὺ καὶ ἔγινε.

Ἔτσι οἱ ἐπεμβάσεις στὴ γλῶσσα καὶ εἰδικὰ στὸ γραπτὸ λόγο περιβλήθηκαν τὴν ἰσχὺ νόμου. Βέβαια ἔργο τῶν κυβερνήσεων εἶναι νὰ θεσπίζουν κανόνες δικαίου ποὺ ρυθμίζουν τὶς σχέσεις καὶ τὴ συμπεριφορὰ τῶν ἀτόμων στὴν κοινωνία. ᾽Αλλὰ τὸ ἐρώτημα εἶναι: ὅλων τῶν σχέσεων καὶ τῆς συνολικῆς συμπεριφορᾶς; Μήπως στὰ Συντάγματα ὑπάρχουν καὶ κάποιες διατάξεις (κατακτημένες μὲ ποταμοὺς αἵματος) ποὺ λέγονται ἀτομικὰ δικαιώματα καὶ ποὺ περιφρουροῦν καὶ διασφαλίζουν τὴν ἐλεύθερη ἔκφραση, τὶς πεποιθήσεις καὶ τὴν ἀξιοπρέπεια τοῦ ἀτόμου; Καὶ ὅτι αὐτὲς οἱ διατάξεις εἶναι ἀπαραβίαστες ἢ ἂν ἀλλάξουν ἀπαιτεῖται ἄλλη διαδικασία, περισσότερο δεσμευτικὴ καὶ ἀριθμὸς συναινετικῶν ψήφων πολὺ μεγαλύτερος τῆς ἀπόλυτης πλειονοψηφίας (ἂν καὶ αὐτὸ εἶναι συζητήσιμο γιατὶ σὲ ὡρισμένα θέματα, πνευματικὰ καὶ πεποιθήσεων δὲν ἀρκοῦν κάποιοι περισσότεροι ψῆφοι γιὰ νὰ νομιμοποιηθεῖ ἡ σταύρωση τῆς ἀληθειας);

Ἀλλὰ ἔστω: μὲ ποιά ὅμως λογικὴ χρειάζεται τὸ Ἑλληνικὸ Κοινοβούλιο ἑκατὸν ὄγδόντα ψήφους γιὰ ν᾿ ἀλλάξει τὸν Πρόεδρο τῆς Δημοκρατίας καὶ φτάνουν καὶ περισσεύουν εἴκοσι (!) ψῆφοι γιὰ ν᾿ ἀλλάξει ἡ γλῶσσα καὶ μάλιστα ἡ ὀρθογραφία της, δηλαδὴ ἡ ἱστορικὰ θεσμοθετημένη διατύπωσή της ποὺ εἶναι καὶ ἡ σημαντικώτερη, γιατὶ μὲ αὐτὴν κατορθώνεται ἡ διαχρονικότητα καὶ τὸ μεταβιβάσιμον (διὰ τῶν κειμένων) τῶν πνευματικῶν ἐπιτευγμάτων κάθε γενιᾶς στὸ Λόγο; Ἂν αὐθαιρετεῖ μιὰ κυβέρνηση σὲ θέματα οὐσιαστικά, ὅπως ἐκεῖνα ποὺ συνθέτουν τὴν ἰδιομορφία τῆς Φυλῆς, καὶ ἡ γλῶσσα εἶναι ἀναμφισβήτητα ἕνα ἀπ᾽ αὐτά, τότε ἡ κυβέρνηση δὲν εἶναι δημοκρατική, ἔστω καὶ ἂν δὲν τὸ κάνει μὲ ὑστεροβουλία, ἔστω καὶ ἂν δὲν συνειδητοποιεῖ τὴ σοβαρότητα τῶν συνεπειῶν, γιατὶ ἀναγκάζει κάποιους πολίτες, καὶ στὴν περίπτωση ποὺ μᾶς ἀπασχολεῖ τοὺς πλέον συνειδητούς, νὰ παραδεχθοῦν ἢ νὰ κάνουν κάτι ἐναντίον τοῦ ὁποίου ἐπαναστατεῖ τόσο τὸ ἔνστικτό τους τῆς ἐλευθερίας ὅσο καὶ τὸ αἴσθημα τοῦ αὐτοσεβασμοῦ.

 

Ἡ ἀπήχηση ἀπὸ τὴν ἐφαρμογὴ τοῦ μέτρου κλιμακώθηκε σὲ διάφορα στάδια. Οἱ ἀντιδράσεις ὑπῆρξαν πολλές. Χιλιάδες ἄνθρωποι, δάσκαλοι, καθηγητές, συγγραφεῖς, δημοσιογράφοι, ἐκκλησιαστικοὶ καὶ πολλοὶ λόγιοι ποὺ ἔχουν συγκροτημένοι παιδεία ἀλλὰ δὲν ἔχουν κύρια ἀπασχόλησή τους τὰ γράμματα ἔμειναν ἄφωνοι, ἐμβρόντητοι στὴν ἀρχή. Ἡ ἀλήθεια εἰναι ὅτι δὲν κατάλαβαν ἀμέσως τί ἀκριβῶς ἐσήμαινε μιὰ τέτοια ἐπέμβαση, μιὰ τέτοια τομή. Ὅπως λέγεται, καταλήφθηκαν ἐξ ἀπροόπτου. Καὶ τοῦτο ἐπειδὴ τὸ πρόβλημα τοῦ τονισμοῦ καὶ τῆς ὀρθογραφίας δὲν ἦταν πρόβλημα ὑπαρκτό, οὔτε κἂν φιλολογικό. Τὸ καλλιεργοῦσαν μὲ τὴν ἐπιμονὴ τοῦ σαρακιοῦ ποὺ κατατρώγει καὶ κουφιάζει τὸ ξύλο, ὡρισμένοι «διανοούμενοι» ἐνὸς κλειστοῦ κύκλου μὲ δύο-τρεῖς δορυφορικὲς διακλαδώσεις, κυρίως μὲ ἄξονα κάποιο περιθωριακὸ περιοδικό, στὴ Θεσσαλονίκη, τὴν Πάτρα, τὴ Λάρισα καὶ μὲ διασυνδέσεις μὲ ὁμόφρονες φιλόλογους τοῦ ἐξωτερικοῦ. Οἱ πολλοί, τὸ πανελλήνιον, δὲν ἀντιμετώπιζαν τέτοιο πρόβλημα. Γιὰ τοῦτο δὲν ἀκούστηκαν ἀμέσως ἀντίθετες φωνὲς μὲ τὴν ἐξ ὑφαρπαγῆς ἐξαγγελία τοῦ μέτρου. Αὐτὸ ἔγινε ἀργότερα, μετὰ τὶς πρῶτες ἑβδομάδες καὶ ὕστερα πιὸ ἔντονα τοὺς ἑπόμενους μῆνες. Καὶ σήμερα ἐλάχιστοι πιὰ πιστεύουν ὅτι ἡ κατάργηση τῶν τόνων καὶ τόσων ἄλλων συνεπακόλουθων ἁπλουστεύσεων στὴ γλῶσσα ἦταν μέτρο ἀπαραίτητο, ὅτι βοήθησε σὲ τίποτα τὴν Παιδεία· ἀντίθετα, τώρα μάλιστα ποὺ πολλοὶ πληροφορήθηκαν ἀπὸ ποιούς κινδύνους ἀπειλεῖται ὁ ἐλληνικὸς γραπτὸς λόγος — ἀπὸ τὴν ἀπροσωποποίησή του ἕως τὴ λατινοποίηση τοῦ ἀλφαβήτου — (γιατὶ ὁ «προοδευτικὸς» φανατισμός, ὅπως ὅλοι οἱ φανατισμοί, δὲν ἔχουν σταματημὸ μέχρις ὅτου ἐπιτύχουν τὶς ἀκραῖες λύσεις), τώρα βγῆκαν κι᾿ αὐτοὶ καὶ χαρακτήρισαν τὸ μέτρο μὲ πολὺ σκληρὲς ἐκφράσεις, ὅπως ὅτι εἶναι ὑπονομευτικὸ τῆς ἑλληνικῆς παιδείας, κατεδαφιστικό, «προδοτικό», ἐγκληματικό...

 

Ὁ καθένας φέρει τὴν εὐθύνη τῶν λεγομένων του· καὶ ὅσο καὶ ἂν εἶναι σκληρὰ αὐτὰ τὰ λεγόμενα, αὐτὰ προέρχονται ἀπὸ ἄτομα μὲ ἰδιαίτερη εὐαισθησία, γι᾿ αὐτὸ καὶ κραυγάζουν, γιατὶ αὐτὰ νιώθουν τὸν πόνο. Ποιοί θέλατε νὰ κραυγάσουν — τὸ ἄφωνο πλῆθος; Μὰ τὸ πλῆθος κατανοεῖ τὰ ἁπτά, τὰ χειροπιαστά, τὰ βιοτικά του: Μισθό, κατοικία, περίθαλψη, σύνταξη. Δὲν ἔχει προσλαμβάνουσες παραστάσεις σὲ θέματα πνευματικὰ — καὶ ἡ ὑφή, ἡ ἱστορικότητα καὶ ἡ ποιητικὴ σημασία τῆς γλώσσας εἶναι ἕνα ἀπ᾿ αὐτά.

Οἱ «καινοτόμοι» λένε ὅτι οἱ διαφωνοῦντες εἷναι λίγοι καὶ ὅτι οἱ ἴδιοι ἔχουν μαζί τους το λαό. Ποιό λαό; Εἶναι κωμικὸ νὰ παίρνει ἡ ὅποια ρεπόρτερ τῆς φλύαρης «πληροφόρησης» ἕνα μαγνητόφωνο καὶ ἕνα μαρκούτσι ἢ ὁ κάποιος νεοσσὸς τῆς δημοσιογραφίας ἕνα μπλοκάκι καὶ νὰ ρωτάει τὴν συμπαθητικὴ κυρὰ Κατίνα, ποὺ πάει μὲ τὸ δίχτυ της στὴ λαϊκὴ ἀγορά, τὴν περιποιημένη κυρία Πόπη τῆς πολυκατοικίας «πολυτελοῦς κατασκευῆς» καὶ τὸν «ἀλαφιασμένο» σωφὲρ τοῦ δεκάτοννου φορτηγοῦ: «Τί γνώμη ἔχετε γιὰ τὸ μονοτονικό;» Αὐτὸ τὸ εἶπαν δημοσκόπηση, γκάλοπ ἢ ἄλλες τέτοιες λεξιμαγεῖες γιὰ νὰ κολάσουν τοὺς ἀκόλαστους βιασμοὺς τῆς κοινῆς γνώμης, Δὲν θ᾿ ἀναφέρουμε ἐδῶ ποιὲς ἀπαντήσεις δίνουν αὐτοὶ οἱ ἀνυποψίαστοι ἄνθρωποι. Εἶναι φυσικὸ νὰ ἔχουν ἕνα στενὸ κύκλο ἐνδιαφερόντων, ἀλλὰ ἡ προσωπικότητά τους εἶναι σεβαστή. Δὲν φταῖνε σὲ τίποτα νὰ τοὺς γελοιοποιοῦμε, ὅπως τὸ κάνει δυστυχῶς ἡ παραστρατημένη δημοσιογραφία. Εἶναι ὅμως αὐτὸ λαϊκὴ συναίνεση: ἡ ἀσχετοσύνη τῶν ἀδαῶν;

Καὶ προκειμένου γιὰ πνευματικὰ θέματα, ἡ δικτατορία τῶν φωνασκιῶν ἐπάνω στὰ ἄτομα ἐκεῖνα ποὺ ἔνιωσαν μέσα τους ὄχι τὴ φωνασκία, ἀλλὰ τὴ Φωνὴ τῆς Φυλῆς τους νὰ συνεχίσουν τὸν πολιτισμὸ τοῦ Γένους τους (Γένος θα πεῖ λαὸς μὲ συνείδηση, λαὸς ποὺ δίνει ὑπερβατικὴ σημασία στὴν ἔννοια πατρίδα), αὐτὸ λὲγεται δημοκρατία; Αὐτὰ τὰ ἄτομα δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ δεχτοῦν τὶς εὐκαιριακὲς δοκησισοφίες τῶν περιδιαγραμμάτου ἀσόφων, οὔτε νὰ ὑποκύψουν στὴν ἐξουσιαστικὴ τυραννία τῶν φορέων ποὺ παραλαμβάνουν τὶς «δοκησισοφίες» τους, τὶς κάνουν νόμους γιὰ νὰ πειθαναγκάσουν τοὺς «κλητούς».

Ὅσοι ἀντέδρασαν στὶς ἐπεμβάσεις στὴ γλῶσσα εἷναι πολ λοὶ καὶ ὁλοένα γίνονται περισσότεροι γιατὶ μέσα στὸν αἰφνιδια σμὸ καὶ τὸν κάποιο ἐνθουσιασμὸ τῶν θερμοκέφαλων ὁπαδῶν, δὲν κατάλαβαν ἀμέσως ὅλοι ὅτι μπήκαμε καὶ προχωροῦμε σὲ σκολιὰν ἀτραπό. Ἐξ ἄλλου δὲ θά τους μετρήσουμε ἂν ἡταν ἑκατό, χίλιοι ἣ ἑκατὸ χιλιάδες. Σὲ θέματα πεποιθήσεων καὶ ἕνας μόνο φτάνει ποὺ θὰ σηκώσει τὸ λάβαρο, ἕνας! Στὰ ὁλοκληρωτικὰ καθεστῶτα δὲ χρειάζονται χιλιάδες «ἐργατικοὶ» Βαλέσα, ἡ συνείδηση τοῦ ἑνὸς εἶναι ἀρκετὴ δὲ χρειάζονται ἑκατοντάδες ἐπιστήμονες Ζαχάρωφ, ἡ ἄρνησή του καὶ μόνον αὐτὴ καλύπτει ὅλη τὴν ἀπέραντη χώρα του. Καὶ μὴ βιάζεστε νὰ πεῖτε, ὦ λασπολόγοι τῶν ὑπο-νόμων: «Σᾶς ξεσκεπάσαμε, εἶστε ἀντίδραση, εἶστε φασίστες!» Φασίστες εἷναι ὅσοι θέλησαν καὶ θέλουν νὰ καταργήσουν τὴν ἐλεύθερη σκέψη σ᾿ αὐτὸν τὸν τόπο· χωρὶς ἐξαίρεση. Καὶ ὄχι μόνο μὲ τὸ βούρδουλα, ἀλλὰ (αὐτὸ εἶναι πολὺ χειρότερο, πολὺ πιὸ ὕπουλο) καὶ μὲ τὴν ὕπνωση, τὴ νάρκωση καὶ τὴν ἀγελοποίηση τοῦ λαοῦ. Γι᾿ αὐτὸ συμπληρώνουμε: «Πολὺ περισσότερο μετροῦσε ἡ πράξη καὶ ἡ στάση τοῦ ᾽Αλέκου Παναγούλη, τοῦ ἑνός, ἀπὸ ὅσο τὰ πλήθη ποὺ μαζεύονταν στὶς πλατεῖες ν᾽ ἀκούσουν τὸν Παττακὸ (κι᾿ αὐτοὶ λαὸς ἧταν· ἐν συνεχείᾳ μεταπολιτευτικῶς τοὺς ἀποχρωματίσαμε καὶ τοὺς βάψαμε κόκκινους, πράσινους καὶ γαλάζιους· ὁ Παναγούλης ποὺ δὲν «ξέβαψε» ἀπ᾿ τὸ δικό του χρῶμα κεῖται ἐκεῖ ποὺ κεῖται...)».

 

Τὰ πολιτικὰ πραξικοπήματα, ἀφοῦ συντελεσθοῦν καὶ ἀφοῦ ἐπιτύχουν χρειάζονται ἐκ τῶν ὑστέρων τὴ «λαϊκὴ συγκατάθεση». Τὰ πνευματικὰ πραξικοπήματα (ἄχ, αὐτὴ ἡ συνείδηση!) τὴ χρειάζονται ἐκ τῶν προτέρων. Γιὰ νὰ φανεῖ ὁτι ὅλα ἡταν ἕτοιμα, ὅτι ὅλα ἦρθαν φυσιολογικά· ὅτι ὁ λαὸς ὄχι μόνον δὲν ἀντέδρασε, ἀλλὰ ἐπιδοκίμασε τὶς ἐνέργειές μας· ἑπομένως ἡ συμπεριφορά μας ἦταν «αὐθόρμητη», καρπὸς ἀνεπιτήδευτης μακρᾶς διεργασίας. Καὶ ἂν πεῖ κανεὶς ὅτι ὑπῆρξε ὑστεροβουλία, ὅτι χτυπήσαμε στὰ σκοτεινά, honni soit qui mal y pense. Ἡ ἀγαθὴ προαίρεση ἦταν τὸ ἀποκλειστικὸ κίνητρο καὶ ὁ σκοπός μας. Ἄλλο ἂν ὑπάρχει σήμερα κάποιο πτῶμα (τῆς γλώσσας)· (οἱ ἐπ᾿ ἀμοιβῆ συνήγοροι θὰ ὑποστηρίξουν ὅτι ὅπου ὑπάρχει πτῶμα δὲ θὰ πεῖ κατ᾿ ἀνάγκην ὅτι ὑπάρχει καί ἔγκλημα...)

Τὸ «μονοτονικὸ» ψηφίστηκε τελικὰ ἀπ᾿ τὸ ἀπολειφάδι τῆς Βουλῆς. Καὶ ἀφιερώνουμε τόση ἔκταση στὴν περιγραφή, γιατὶ τὸ γεγονὸς ἔχει τεράστια σημασία κι᾿ ἂς πέρασε σὰν γραφικὴ γλωσσολογικὴ ἁψιμαχία. Αὐτὸ δείχνει ὅτι ἡ ἐλληνομάθεια θεωρεῖται πιὰ εἷδος μουσειακὸ (περνᾶμε ἀπὸ μπροστά της, ὅπως στὰ ἀρχαῖα ἐκθέματα, χάσκουμε σὰν ἠλίθιοι καὶ ξεμακραίνουμε), οἱ ρίζες τῆς καταγωγῆς μας ξέφτισαν κι᾿ ἀνεμίζουν ἄπιαστες, οἱ κεραῖες μας στράφηκαν πρὸς ἄλλες «μουσικὲς» ποὺ ἐκμαυλἱζουν κι᾿ ἀποκοιμίζουν, ἀλλὰ ποὺ δὲν «πιάνουν» τὸν ὑπόκωφο ὀρυμαγδὸ τοῦ πνευματικοῦ ἐγκέλαδου ποὺ προμηνᾶ πολλὰ τὰ δεινά. Καὶ αὐτὸ τὸ ξανατονίζουμε γιὰ νὰ μὴν παρεκκλίνει ὁ ἀναγνὼστης ἀπὸ τὴν πάγια γραμμή μας: ἀπ᾿ τὴν κατάργηση τοῦ τονικοῦ συστήματος, ἀρχίζει, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ἄλλες, τὶς παιδευτικὲς παρενέργειες, ἡ ραγδαία κατεδάφιση τῆς γραπτῆς παράδοσης καὶ ἡ ἀφύσικη ἀλλοίωση (ὁ ἑρμαφροδιτισμός) τοῦ ἑλληνικοῦ γραπτοῦ λόγου.

Αὐτὸ ἀκριβῶς ἧταν ἐκεῖνο ποὺ δὲν ἔπρεπε νὰ καταλάβει ὁ λαός. Ἀντίθετα ἔπρεπε νὰ τὸ δεχθεῖ σὰν περίπου «ἐθνικὴ κατάκτηση». Γιατὶ ὁ νόμος ποὺ ἔφερε πρὸς τὸ τετελεσμένο γεγονός, σὰν νόμος καὶ μάλιστα ποὺ θὰ ἐψηφίζετο αἰφνιδιαστικά, μπορεῖ νὰ δημιουργοῦσε στὴν κοινὴ γνώμη ἐρωτηματικὰ καὶ ἀντιδράσεις. Χρειαζότανε λοιπόν, σύμφωνα μὲ τὴ στρατηγικὴ ἐπηρεασμοῦ τῶν μαζῶν, κάποιος προπομπός, κάποια προϊδέαση... Γνώριζαν ὅτι ἂν αὐτὸ γίνει μὲ τρόπο μελετημένο καὶ ἀποτελεσματικό, ὁ λαὸς θὰ μποροῦσε νὰ δεχτεῖ τὸ κάθε τι, νὰ «χάψει» τὰ πάντα.

Καὶ αὐτὸ στὶς μέρες μας ἐπιτυγχάνεται μὲ τὸ πιὸ σίγουρο μέσο, τὴν τηλεόραση, τὸ «μαγικὸ κουτὶ» μὲ τὸ μαγνητικὸ γυαλὶ ποὺ ἀπονευρώνει πνευματικὰ ἑκατομμύρια ἀνθρώπους ταυτοχρόνως τοὺς ἀποκοιμίζει καὶ τοὺς καθιστᾶ παθητικοὺς δέκτες τῶν ὁποιωνδήποτε μηνυμάτων. Φυσικὰ δὲ μποροῦσε νὰ λείψει ἡ τηλεόραση ἀπὸ τὴν ὅλη σκηνοθεσία. Ἔτσι τρεῖς μέρες πρὶν εἰσαχθεῖ καὶ ψηφισθεῖ τὸ μονοτονικὸ στὴ Βουλή, κατασκευάστηκε στὰ πεταχτὰ μιὰ «συζήτηση στρογγυλῆς τραπέζης» ὅπου ἐμφανίστηκαν ὁ ὑπουργὸς κ. Βερυβάκης καὶ οἱ κ.κ. Κριαρᾶς, Κυριαζίδης καὶ Τομπαΐδης, μὲ συντονιστὴ τὸν δημοσιογράφο κ. Νέτα (τί νὰ συντονίσει ποὺ ὅλοι συμφωνοῦσαν...) οἱ ὁποῖοι συνδιαλεγόμενοι, ἀλληλοσυμπληρούμενοι καὶ ὑπομειδιῶντες γιὰ τὸ κατόρθωμά τους (ἐπιτέλους!), ἀνακοίνωσαν σ᾿ ἕνα ἀνυποψίαστο, ἀπροετοίμαστο καὶ μᾶλλον ἀπορημένο κοινὸ (γιὰ τὸ τί ἀκριβῶς σημαίνουν ὅλα αὐτά) ὅτι τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου ἐπέστη γιὰ νὰ δικαιωθοῦν οἱ «πρωτοπόροι» Βηλαρᾶς, Γληνὸς καὶ Φιλήντας καὶ ὅτι σὲ λίγο μὲ νόμο καὶ μὲ ὅλες τὶς δημοκρατικὲς διαδικασίες (!) καταργοῦνται οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα. Ὅτι τὰ φῶτα τῶν ἀνωτέρω τριῶν φάρων τῆς Παιδείας μας καί τινων ἐπιγόνων «πυγολαμπίδων» θὰ φωτίζουν πλέον τὸ δρόμο τῆς ἑλληνικῆς σπουδάζουσας νεολαίας ποὺ μέχρι τώρα προχωροῦσε (σκοντάφτοντας) στὸ σκοταδιστικὸ σκοτάδι. Καὶ στὴν ἐρώτηση τοῦ κ. Νέτα: «Καὶ δὲν ὑπάρχει κανεὶς ποὺ νὰ ἔχει ἀντίρρηση σ᾿ αὐτὴν τὴ μεταρρύθμιση;» ὅλοι οἱ συνεντευξιαζόμενοι ἀπάντησαν ἐν χορῷ: «Ψάξαμε νὰ βροῦμε κανένα νὰ ἔρθει ἐδῶ, μὰ δὲ βρήκαμε.» Αὐτὸ τὸ τελευταῖο ἂν μή τι ἄλλο εἶναι ἕνα πελώριο ψέμμα.

Γιατὶ μέσα στὶς χιλιάδες τῶν ἀνθρώπων ποὺ γράφουν (εἴτε συγγραφεῖς εἶναι, εἴτε ἐκπαιδευτικοί, εἴτε ἐπιστήμονες ἀλλὰ καὶ ἁπλοὶ ἄνθρωποι ὅμως μὲ στέρεη μόρφωση, ὅπως ἀποδείχτηκε στὴ συνέχεια ἀπὸ τὴν πλήμμυρα τῶν ἐπιστολῶν ποὺ κατέκλυσαν ἐφημερίδες καὶ περιοδικά), ὑπάρχουν ἀρκετοὶ μὲ εἰδικὲς γνώσεις στὴν ἱστορία τῶν γραμμάτων καὶ τῆς γλωσσολογίας ποὺ θὰ μποροῦσαν ν᾿ ἀντιτάξουν ἀτράνταχτα ἐπιχειρήματα γιὰ τὸ πόσο ἀβάσιμη καὶ ἐπικίνδυνη ἦταν μιὰ παρόμοια καινοτομία, εἰδικὰ σήμερα ποὺ ὁ Ἑλληνισμὸς περνάει δεινὴ κρίση ἀλλοτρίωσης. Ποιούς ρώτησαν; Ποιά ἔρευνα ἔγινε; Καὶ γιατί ἀνάμεσα στὴν ἀνακοίνωση καὶ στὴ θέσπιση τοῦ μέτρου μεσολάβησαν μονάχα δύο εἰκοσιτετράωρα; Τί θὰ πρόφταιναν νὰ κάνουν ὅσοι ἔνιωσαν ὅτι ἔπρεπε ν᾿ ἀντιδράσουν; Συλλαλητήρια θὰ ὀργανώνονταν ἢ ὑπομνήματα καὶ διατριβὲς θὰ συντάσσονταν σὲ δύο μερόνυχτα; Σὲ τέτοια θέματα δὲν προϋπάρχει ὀργάνωση, αὐτὰ εἶναι ὑπόθεση ἐλευθέρων ἀνθρώπων καὶ χρειάζεται καιρὸς γιὰ νὰ ἐρευνηθοῦν ὅλες οἱ πτυχὲς τοῦ προβλήματος ποὺ ξαφνικὰ ἀνέκυψε. Ὅλα αὐτὰ ἦταν βέβαια γνωστὰ στοὺς πρωταγωνιστὲς τοῦ πραξικοπήματος· καὶ γι᾿ αὐτὸ δὲν ἔδωσαν οὔτε τὸ χρόνο οὔτε τὴ δυνατότητα τοῦ διαλόγου. Γιατὶ φοβήθηκαν ὅτι ὁ λαὸς θὰ μποροῦσε νὰ μάθει ὅτι τὰ πράγματα δὲν εἶναι καὶ τόσο ἁπλᾶ καὶ νὰ πληροφορηθεῖ κάποιες ἀλήθειες γιὰ τὸ τί μέλλον μᾶς προετοιμάζουν σὰ φυλὴ Ἑλλήνων καὶ ποιά θὰ εἶναι ἡ αὐριανὴ μοῖρα αὐτοῦ τοῦ τόπου, ὅταν χάσει (καὶ ἀπὸ παντοῦ, δυνάμεις φανερὲς καὶ ἀφανεῖς, τὸν σπρώχνουν νὰ χάσει) τὰ πνευματικὰ χαράκτηριστικά του.

 

Φυσικὰ κάτι τέτοιες ἐπικίνδυνες κουβέντες δὲν περνᾶνε ἀπ᾿ τὸ γυαλἳ τῆς τηλεόρασης. Ὄχι γιατὶ δὲ θὰ τὸ ἤθελε ἡ ἴδια ἡ κυβέρνηση, ἀλλὰ γιατὶ ὑποχθόνια λειτουργοῦν πανίσχυρα κυκλώματα ποὺ εἰδικὰ ἐκείνη τὴν ἐποχὴ εἶχαν «μπλοκάρει» τὰ μαζικὰ μέσα ἐνημέρωσης καὶ δὲν ἐπέτρεπαν τίποτα ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ προκαλέσει διλήμματα γιὰ τὴν ἀναγκαιότητα τῆς κατεδαφιστικῆς «προόδου». Ὅλα ἔπρεπε ν᾿ ἀλλάξουν γιατὶ ὅλο τὸ παρελθὸν ἀνῆκε στὴ Δεξιά! Μ᾿ αὐτὴ τὴν ἁπλουστευτικὴ καὶ ἰσοπεδωτικὴ ἑρμηνεία, ἠθελημένη πάντως καὶ κατευθυνόμενη ἐπέφεραν τεράστιο κακὸ στὴ Γλῶσσα καὶ τὴν Παιδεία, ἀλλὰ καὶ σκόρπισαν (ἐξάλλου αὐτὸς ἡταν ὁ ἀπώτερος σκοπός) μιὰ τρομερὴ ἰδεολογικὴ σύγχυση, ποὺ ὅπως ὁμολογεῖται πιὰ ἀπ᾿ ὅλους, ὁδήγησε στὶς μέρες μας σ᾿ ἕνα χαῶδες ἀδιέξοδο.

Εἴμαστε βέβαιοι (καὶ ἀπὸ ἄλλες ματαιώσεις ἢ ἀναθεωρήσεις βεβιασμένων ἐνεργειῶν) ὅτι ἡ κυβέρνηση δὲν ἐπιθυμοῦσε τέτοιες ἐξελίξεις, ἢ τουλάχιστον ὄχι μὲ τέτοια (διάτρητη) μεθόδευση. Θέματα ὅπως εἶναι ἡ μετατροπὴ τῆς γραφῆς καὶ ἡ ἀλλοίωση (κυριολεκτικὰ καὶ φθογγολογικά: διαστροφὴ) τῆς γλώσσας δὲν λύνονται μέσα σὲ μιὰ νύχτα. Τέτοιες ἐνέργειες ὅ,τι ἄλλο μποροῦνε νὰ φανερώνουν ἐκτὸς ἀπὸ σοβαρότητα καὶ δημοκρατικότητα. Ἀλλὰ ὑποψιαζόμαστε ὅτι ἡ κυβέρνηση κατόπιν φορτικῶν καὶ παραπλανητικῶν εἰσηγήσεων, σύρθηκε πρὸς αὐτὲς τὶς ἐξελίξεις. Ἡ τεχνοκρατικὴ συγκρότηση τῶν μελῶν της δὲν τοὺς παρεῖχε τὰ κατάλληλα ἐφόδια γιὰ νὰ «πιάσουν» ἔννοιες ὅπως εἶναι ἡ πνευματικὴ παράδοση. Ὅλες οἱ κεραῖες δὲν πιάνουν τὰ πάντα. Ὁ κομπιοῦτερ ἐπεξεργάζεται data, δὲν παράγει ὅμως «ποιητικὴ γλῶσσα». Τὸ ρομπὸτ δὲν ἀντιδρᾶ οὔτε θετικὰ οὔτε ἀρνητικὰ στὶς ἔννοιες θεός, ἀγάπη· ἁπλῶς σιωπᾶ γιατὶ δὲν τὶς «κατανοεῖ». Καὶ τοῦτο γιατὶ τὸ ρομπὸτ δὲν ἔχει ἐγωισμό. ᾽Ενῶ οἱ ἄνθρωποι καὶ μάλιστα ἐκεῖνοι ποὺ ἀσκοῦν ἐξουσία, ἔχουν καὶ παραέχουν ἐγωισμό. Τὸ νὰ παραδεχτοῦν κάτι ποὺ δὲν τὸ καταλαβαίνουν, νομίζουν ὅτι εἷναι πλῆγμα στὴν αὐτοπεποίθησή τους (ἀργότερα οἱ ἴδιοι τὴν εἷπαν ἀλαζονεία). Ἔτσι λοιπὸν καὶ κάτσουν σὲ κάποιο θῶκο, προσεγγίζουν ὅλα τὰ θέματα μὲ γνωστικὴ διεργασία, «ἀπ᾿ ἔξω», μὲ ἀριθμούς, μὲ παραμέτρους, μὲ οἰκονομικὰ μεγέθη. Μιὰ τέτοια «ἐνημέρωση» ἀπὸ ἕναν τεχνοκράτη εἶναι σχετικὰ εὔκολη ἀπαιτεῖ μερικὲς ὡρες μελέτης κάποιων ντοσιὲ ἐνῶ ἡ ἐνημέρωση βάθους, ἦ ἀπὸ μέσα, ἀπαιτεῖ μόχθο ὁλόκληρης ζωῆς, καὶ τὸ κυριώτερο εἷναι τὸ νὰ μπορεῖς νὰ σκέφτεσαι ἐλεύθερα.

Σ᾿ ἐκείνη λοιπὸν τὴν τηλεοπτικὴ «συζήτηση» σερβιρίστηκαν ἐν συνεχείᾳ ὅλα τὰ γνωστὰ πλαδαρὰ ἐπιχειρήματα: «ὅτι οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα δὲν εἶναι τῆς ᾽Αρχαίας Ἑλλάδας, ἀλλὰ τῶν Ἀλεξανδρινῶν...» (καὶ λοιπόν;), «ὅτι τὰ παιδάκια μας δὲ θὰ κουράζονται πιὰ...» (δηλαδὴ θά τους περισσεύουν δυνάμεις γιὰ μπαλέτο καὶ ποδοκλώτσημα), «ὅτι ἂν μάλιστα προχωρήσουμε καὶ σὲ ριζικώτερες λύσεις, ὄχι μόνον ὅλοι οἱ ἕλληνες θὰ εἶναι ἐγγράμματοι, ἀλλὰ καὶ δὲ θὰ ὑπάρχουν πιὰ ἀνορθόγραφοι, ἀφοῦ θὰ καταργηθεῖ ἡ ὀρθογραφία» (ὅπερ ἔδει δεῖξαι...), «ὅτι θὰ προκύψει μεγάλη οἰκονομία στὴν τυπογραφία» (ἔτσι οἱ ἐκδότες θὰ κερδίζουν περισσότερα ἢ θ᾿ αὐξήσουν τὶς σελίδες τους οἱ ἐφημερίδες, ἀπὸ 64 σὲ 96 ἢ γιατί ὄχι καὶ σὲ 128 γιὰ νὰ χορταίνουν τὰ μάτια μας ἀπὸ φάτσες φονιάδων, ἀπὸ μπούτια γοησσῶν καὶ ἀπὸ πηχιαῖες καυχησιολογίες τῶν τιτάνων τῶν γηπέδων), «ὅτι οἱ ξένοι θὰ μαθαίνουν πιὸ εὔκολα τὰ νεοελληνικὰ γράμματα» (σκοτίστηκαν οἱ τουρίστριες γιὰ τὰ γράμματα, γιὰ ἄλλα «νεοελληνικὰ» ἔρχονται ἐδῶ· δὲ ρωτᾶνε καὶ τὸν εἰδήμονα καμακολόγο κ. Βασίλη Βασιλικό...) καὶ ἄλλα τέτοια ἐθνωφελῆ. Καὶ τὸ νοῆμον κοινὸ (τί νὰ καταλάβει τὸ ἔρμο!) δέχτηκε αὐτὲς τὶς κενολογίες σὰν νὰ ἦταν ἀρτίδια (ἐκεῖνα στὸ σελοφάν) ποὺ μοιράζονται τώρα στοὺς προσερχομένους στὰ μνημόσυνα καὶ ποὺ τὰ δέχονται μὲ τὴ θλιμμένη αἰσιοδοξία: «ἔ, τί νὰ γίνει, οἱ πεθαμένοι μέ τους πεθαμένους καὶ οἱ ζωντανοὶ μὲ τοὺς ζωντανούς. ᾽Αφοῦ μᾶς εἶπαν ὅτι ἡ καθαρεύουσα ἀπέθανε καὶ οἱ τόνοι ἔπαθαν ἀνα-κοπὴ (δὲν τοὺς πρόφτασε οὔτε κἂν τῶν Πρώτων Βοηθειῶν), αὐτὸ θὰ πεῖ πὼς τέλειωσε τὸ λαδάκι τους, καὶ ἂς κοιτάξουμε τώρα πῶς θὰ ζήσουμε ἐμεῖς καλύτερα, φτιάχνοντας τὴ ζωή μας πιὸ εὔκολη, ὅπως ἄλλωστε μᾶς τὸ ὑπόσχονται αὐτοὶ οἱ σοφώτατοι κύριοι, ἀπ᾿ τὸ γυαλὶ τοῦ Μεγάλου Ἀδελφοῦ, ποὺ εἶναι τόσο καλοσυνάτοι καὶ μειλίχιοι ὅσο καὶ οἱ καρδινάλιοι τῶν ἰταλικῶν σήριαλ.»

 

Ἔτσι ὁ λαὸς τό χαψε τὸ νέο. Φτιάχτηκε κι᾿ ἕνα ἄλλοθι, ὅτι «τοῦ τὸ εἴπαμε, δὲν τὸ κάναμε στὰ κρυφά». Δὲν τό ᾽χαψαν ὅμως οἱ «ἐπίλεκτοι» τοῦ λαοῦ. Γιατὶ μέσ᾿ ἀπ᾿ τὸ λαὸ βγαίνουν στὶς κρίσιμες ὡρες κάποιοι ποὺ ἀφυπνίζονται καὶ ποὺ ἀμύνονται γιὰ νὰ συντηρήσουν αὐτὰ ποὺ θεωροῦνται παράδοση. Γιὰ ζητήματα πνευματικὰ δυστυχῶς στὶς μέρες μας, ὁ λαὸς καὶ μάλιστα μονὸ πλευρα ἐνημερωμένος, δὲν κατεβαίνει στὰ πεζοδρόμια. Γιὰ λο γαριασμό του καὶ ἀπὸ ἄλλες ἐπάλξεις τὸ κάνουν κάποιοι διωρισμένοι (τώρα ἀπὸ ποῦ: ἄνωθεν, ἔσωθεν; ἄγνωστο!) ποὺ μέσ᾽ τὴν ἡσυχία τους ταράζονται ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ ὑπόκωφα γκὰπ γκοὺπ τῶν σκαφτιάδων τοῦ μεσονυκτίου μήπως πάλι κάποιον τάφο ἑτοιμὰ ζουν γιὰ ὅ,τι ἀπόμεινε ἀπὸ τὰ σπαράγματα τοῦ Ἑλληνισμοῦ... Ἄσχετα ἂν θὰ βροῦν τὴ δύναμη νὰ σταματήσουν τὸ μακάβριο ἔργο τῶν νεκροθαφτῶν. Πρέπει ὡστόσο οἱ «ἑωρακότες» νὰ μαρτυρήσουν περὶ τοῦ ἐνταφιασμοῦ. Γιατὶ τότε καὶ ἀπὸ τότε ἀρχίζει ν᾿ ἀναθρώσκει ἡ προσδοκία τῆς Ἀνάστασης..

Ἀπ᾿ αὐτὲς τὶς δύο φράσεις πέρασε τὸ σενάριο τοῦ μονοτονικοῦ; Τὴν τηλεοπτικὴ ἀνακοίνωση, μνημεῖο μπερτόλδειας κουτοπονηριᾶς καὶ τὴ νομοθετική του κατακύρωση, πραξικόπημα «δημοκρατικῆς» αὐθαιρεσίας. Κι᾿ ἂν ἀκόμα τὸ μονοτονικὸ ἡταν τὸ ἀθωότερο τῶν πραγμάτων, ὁ τρόπος ποὺ σχεδιάστηκε καὶ ἐκτελέστηκε κάνει τὴν ὅλη ὑπόθεση ὕποπτη, διαβλητή, διάτρητη. Οἱ μεταρρυθμίσεις ὑπὲρ τοῦ ἔθνους δὲν προπαρασκευάζονται σὲ συνωμοτικὰ μαγειρεῖα, οὔτε θεσμοθετοῦνται αἰφνιδιαστικὰ καὶ μὲ τρόπο αὐταρχικό.

Γιὰ νὰ μὴ φανεῖ ὅτι ἡ ἐπιβολὴ τοῦ μονοτονικοῦ ἡταν πραξικόπημα ἀλλὰ ἡ ἐπισημοποίηση μιᾶς τετελεσμένης κατάστασης, οἱ ὁπαδοί του χρησιμοποιοῦν κατὰ κόρον τὸ ἐπιχείρημα ὅτι ὁ λαὸς τὸ ἀποδέχτηκε ἀφοῦ οἱ περισσότερες ἐφημερίδες ἤδη τὸ ἐφαρμόζουν. Πράγματι στὴν ἀρχὴ μιὰ ἐφημερίδα τῆς Θεσσαλονίκης καὶ στὴ συνέχεια μιὰ-μιὰ οἱ περισσότερες ἐφημερίδες τῶν Ἀθηνῶν υἱοθέτησαν τὸν νέο τρόπο τονισμοῦ — ὄχι ἕναν ἑνιαῖο τρόπο γιατὶ ἀκόμα δὲν εἶχαν ἐκδοθεῖ οἱ «ντιρεκτίβες» τοῦ Ὑπουργείου, ἀλλὰ καὶ σήμερα ποὺ λίγο-πολὺ πάει νὰ καθιερωθεῖ ἕνας τύπος, ὑπάρχουν ἐξαιρέσεις, ὅπως π.χ. ἡ Καθημερινή, ποὺ ἐφαρμόζει τὸ μονοτονικό, ἀλλὰ τονίζει τὶς μονοσύλλαβες λέξεις, ένῶ δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ τονίζονται σύμφωνα μὲ τὶς κρατικὲς «ὁδηγίες». ᾽Επίσης ὑπάρχουν καὶ πολλὲς ἄλλες διαφοροποιήσεις ἢ ἡ συνύπαρξη πολλῶν τρόπων τονισμοῦ: κάποιες ἐφημερίδες ἐνῶ γράφονται στὸ πολυτονικό, βάζουν τίτλους, καίτοι μὲ πεζὰ στοιχεῖα, χωρὶς πνεύματα· ἄλλες πάλι ἔχουν ρεπορτὰζ μὲ μονοτονικὸ καὶ ἄλλες συνεργασίες, ἄρθρα, κριτικὲς κ.λπ. στὸ πολυτονικό· ἄλλες πάλι χρησιμοποιοῦν πελώρια πεζὰ στοιχεῖα γιὰ τίτλους χωρὶς κανένα τόνο ἢ ἀλλο σημάδι (ἡ πρώτη ἐντύπωση εἶναι ὅτι διαβάζεις λέξεις κάποιας ἄλλης γλώσσας).

Τὸ ἐπιχείρημα γιὰ τὴ χρήση τοῦ μονοτονικοῦ ἀπὸ μέρους τῶν ἐκδοτῶν εἶναι ὅτι συμβάλλει στὸν περιορισμὸ τοῦ κόστους τῆς τυπογραφικῆς ἐργασίας. Δὲ νομίζουμε ὅμως ὅτι ἡ ἱστορία ξεκίνησε γιὰ νὰ ἐπιτευχθεῖ οἰκονομία. Ἁπλῶς στὴν πορεία τοῦ πράγματος χρησιμοποιήθηκε καὶ αὐτὸ ὡς ἕνα λυσιτελὲς δέλεαρ πρὸς τὶς ἐκδοτικὲς ἐπιχειρήσεις. Οἱ κύκλοι, τὰ κυκλώματα καὶ οἱ «ἀόρατες» ἐπιρροὲς ποὺ ἐπιδιώκουν τὴν ἁπλούστευση τῆς ἑλληνικῆς γραφῆς, τὴν «ἐκλαΐκευσή» της, μὲ ἀπώτερο σκοπὸ τὴν ἔνταξή της (δὲν μποροῦμε νὰ ξέρουμε πότε θὰ γίνει αὐτὸ καὶ μὲ ποιά μεθόδευση) στὰ λατινογενῆ ἀλφάβητα τῆς Εὐρώπης, βρῆκαν τὴν εὐκαιρία μὲ τὸν «ἐκδημοκρατισμὸ» (ἀνοιχτοὶ πρὸς ὅλα τὰ ρεύματα), τὸν ἐξ-Εὐρωπαϊσμὸ (τὴν ΕΟΚ, τὴ μαγνητικὴ παρα-παιδεία τῶν ξένων σχολῶν καὶ ἰνστιτούτων στὴν Ἑλλάδα, τὴν τουριστικὴ ἀλληλομόλυνση) καὶ τοὺς πάσης φύσεως -ιωνισμοὺς καὶ -ισμοὺς ποὺ σὰν παρασιτικὲς περικοκλάδες φύονται σ᾿ ὅλους τοὺς τομεῖς τῆς ζωῆς τοῦ ἔθνους, θεριεύουν καὶ περισφίγγουν ἀσφυκτικὰ τὸν ἑλληνικὸ κορμό μας, βρῆκαν, λέμε, τὴν εὐκαιρία νὰ «προσηλυτήσουν» (καὶ μετὰ τὸν προσηλυτισμό, ξέρουμε ὅτι δέχεται κανεὶς τὰ πάντα, τὰ πάντα) ὅσους διέθεταν τὰ μέσα ἐπηρεασμοῦ τῆς κοινῆς γνώμης (ὅσον πάει τὸ «γνώμης» ἐξαφανίζεται καὶ ἀναπληρώνεται ἀπὸ τὴ μᾶζα ποὺ δὲν ἔχει γνώμη), καὶ «πέρασαν» ἐντέχνως τὶς καινοτομίες ὄχι μόνο στὸ γραπτὸ λόγο, ἀλλὰ καὶ στὶς ἰδέες, ἀλλάζοντας πιὰ τὸν ψυχισμὸ τοῦ Ἕλληνα, ἀπὸ τὴν συνεκτικότητα πρὸς τὸν κατακερματισμό, ἀπὸ τὴν παράδοση πρὸς τὴν ἀλλο-τρίωση. Ἔτσι, συνεργοὶ ἢ μιμητές, ἐκούσια ἢ ἀκούσια, μπήκαμε στὸ δρόμο ποὺ πάει γιὰ τὴν ἀνεγκέφαλη στρούγκα.

Ἀκόμα καὶ ἂν εὐσταθεῖ κάπως τὸ οἰκονομικὸ ἐπιχείρημα (πράγματι μικρὸς χρόνος ἐξοικονομεῖται στὴ στοιχειοθεσία ἀνάμεσα στὸν ἕνα τρόπο, τὸν πολυτονικὸ καὶ τὸν ἄλλο, τὸ μονοτονικό, εἴτε μὲ μονοτυπία εἴτε μὲ τὴ φωτοστοιχειοθεσία γίνεται αὐτή), τὸ ἐπιχείρημα αὐτὸ δὲν μπορεῖ να ἰσχύσει σὲ ἕνα θέμα ὅπως εἶναι ἡ καθιερωμένη γραφὴ ἑνὸς λαοῦ. Οἱ ὁποιεσδήποτε «δυσκολίες» θεωροῦνται δεδομένες καὶ μέσα σ᾿ αὐτὰ τὰ πλαίσια θὰ κινηθεῖ ἡ τεχνολογία ἐξευρίσκοντας ὅλο καὶ πιὸ προηγμένους μηχανισμοὺς γιὰ τὴν ἐπίτευξη τοῦ καλύτερου ἀποτελέσματος — καὶ ἀποτέλεσμα δὲν θεωρεῖται σὲ ὅλες τὶς περιπτώσεις ἡ συντόμευση τοῦ χρόνου. Ἕνα ρολόϊ ἀκριβείας ἔχει ἕναν πολύπλοκο μηχανισμό; πλῆθος ὁδοντωτοὺς τροχούς, ἐλατήρια, ρουμπίνια, βίδες ποὺ λειτουργοῦν σὰν γυροσκόπια γιὰ τὴν ἐπίτευξη ἰσορροπίας τοῦ χρόνου. ᾽Εὰν θέλουμε νὰ λιγοστέψουμε γιὰ ἐξοικονόμηση δαπάνης τὰ ἐξαρτήματα καὶ τὰ περιορίσουμε, ἂς ποῦμε, σὲ δυὸ ρόδες καὶ μιὰ σούστα, τότε δὲ θὰ ἔχουμε «ὡρο-λόγιον» (ἡ λέξη λόγος χρησιμοποιεῖται ὡς πρόσφυμα γιὰ νὰ καταδείξει τὴν «ἐντελῆ γνῶσιν»), ἀλλά, ὅπως λέει ὁ λαὸς «καβουρντιστῆρι». Ὑπάρχουν λοιπὸν κάποια πλαίσια δεδομένα ποὺ δὲ γίνεται νὰ περιοριστοῦν χωρὶς νὰ ἐπέλθη κάποια ζημία στὸ ἀντικείμενο τὸ ὁποῖο, ὑποτίθεται, ἐξυπηρετοῦν. Ἔτσι καὶ στὸ γραπτὸ λόγο. Ἂν ἡ οἰκονομία ἦταν ὁ «γνώμων τῶν ἁπλουστεύσεων», τότε θὰ ἔπρεπε ἡ ἀγγλική, ἡ γαλλική, ἡ γερμανικὴ γλῶσσα ἀπὸ καιρό, ἀπὸ τότε ποὺ μπήκαμε στὴ βιομηχανικὴ ἐποχή, ὁπότε τὸ κοστολόγιο ἔχει ἀναχθεῖ σὲ ἐπιστήμη, θὰ ἔπρεπε, λέμε, νὰ εἶχαν εἴτε σταδιακὰ εἴτε ἀπότομα, καταργήσει τὴν ἱστορική τους ὀρθογραφία καὶ νὰ εἶχαν υἱοθετήσει τὴ φωνητικὴ γραφή. ᾽Αλλὰ δὲν πείραξαν τίποτα ἀπ᾿ τὰ περριτὰ τῆς γλῶσσας, γιατὶ ξέρουν πολὺ καλύτερα ἀπὸ κάποιους χηνοβοσκοὺς ἕλληνες «γλωσσολόγους» ὅτι σὲ μιὰ περίπλοκη κατασκευὴ ὅπως εἷναι ἡ γλῶσσα τὰ ὅρια τοῦ περιττοῦ καὶ τοῦ χρήσιμου εἶναι συγκεχυμένα (δέχονται ὅτι ἀποτελοῦν αὐτὰ τὴ φυσιογνωμία τῆς γλώσσας), τὸ ἴδιο ὅπως καὶ σὲ μιὰ κατασκευὴ ἕνας μικρὸς βραχίων μπορεῖ νὰ φαίνεται περιττός, ἀλλὰ ὁ προνοητικὸς κατασκευαστὴς δὲν τὸν ἀφαιρεῖ γιατὶ μπορεῖ νὰ κλονισθεῖ ἡ ἰσορροπία τοῦ σκελετοῦ καὶ κατὰ συνέπεια τοῦ ἐποικοδομήματος.

 

Καὶ ἂν ἀκόμα ὑποθέσουμε ὅτι τὰ οἰκονομικὰ τῶν ἐκδοτῶν φθάνανε σ᾿ ἕνα (κωμικά) ὁριακὸ σημεῖο: δηλαδὴ ἢ καταργοῦμε τοὺς τόνους ἢ κλείνουν οἱ ἐπιχειρήσεις μας, δὲ γνωρίζουμε τί θ᾽ ἀπαντοῦσαν ἂν κάποιος τοὺς ἔλεγε: καὶ ποιός σᾶς ἀναγκάζει νὰ βγαίνετε μὲ 32, μὲ 48 ἢ 64 σελίδες. Εἶναι ὁμολογημένο πιὰ ὅτι τὰ τρία τέταρτα μιᾶς πολυσέλιδης ἐφημερίδας ἀποτελοῦνται ἀπὸ ἄχρηστα κείμενα καὶ ἀπὸ ἄσχετες φωτογραφίες. Καὶ τὰ ἀξιόλογα κείμενα ποὺ ὑπάρχουν (καὶ ὑπάρχουν σὲ κάθε ἐφημερίδα ἀξιόλογα κείμενα γιατὶ οἱ καταρτισμένοι δημοσιογράφοι δὲν ἔλειψαν ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα, ἴσως δὲν ὑπάρχουν ἀρκετὲς «χρυσὲς πέννες» ἀλλὰ σπίθες καὶ διαμαντάκια βρίσκει κανεὶς σὲ κάθε φύλλο), αὐτὰ χάνουν, ὑποβαθμίζονται ὅπως εὐτελίζεται μιὰ ὀρχιδέα ἢ ἔστω ἕνα τριαντάφυλλο τυλιγμένο σὲ στρατσόχαρτο. Ὥστε εἶναι διπλὴ ἡ ἀπώλεια (μαζὶ μ᾿ ἐκείνην τοῦ συναλλάγματος) μὲ τὴν ἀλόγιστη αὔξηση τῶν σελίδων ποὺ τὸ μόνο ποὺ ἐπιτυγχάνουν εἶναι νὰ «βρωμίζουν» (ἢ ἐπὶ τὸ προοδευτικώτερον νὰ «βρομίζουν») τόσο τὰ δάχτυλα ὅσο καὶ τὸ μυαλὸ τοῦ ἀναγνώστη. Ὥστε νὰ μὴ προφασιζόμαστε ὅτι περικόπτουμε τὴ γλῶσσα γιὰ νὰ σώσουμε τὴ σαβούρα.

Δὲν εἶναι λοιπὸν τὸ οἰκονομικὸ ἐπιχείρημα ποὺ ἔκανε τοὺς πρώτους ἐκδότες νὰ ἐφαρμόσουν τὴ μονοτονικὴ γραφή, ἀλλὰ τὸ «ἰδεολογικό», δηλαδὴ ὅτι συντάχθηκαν μὲ τὶς «καινοτομίες» τῶν Γληνοῦ, Καρθαίου, Κακριδῆ, Κριαρᾶ. Ἀλλὰ ὅταν διαθέτεις ἕνα μέσο ποὺ ἐπηρεάζει ἄμεσα τὴν κοινὴ γνώμη καὶ χρησιμοποιεῖς αὐτὸ τὸ μέσο γιὰ νὰ φέρεις τομὴ στὴν παράδοση, τότε μετέχεις κι᾿ ἐσὺ τῆς εὐθύνης, ἀδιάφορο μικρῆς ἢ μεγάλης, στὶς ὁποιεσδήποτε ἐξελίξεις. Καὶ σήμερα, ἀπὸ μιὰ προοπτικὴ ἀρκετῶν ἐτῶν, μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι οἱ ἐξελίξεις αὐτὲς ἦταν κακές, ὀλέθριες. Νὰ μὴ μᾶς ποῦνε ὅτι ἡ σημερινὴ ἀποδιοργάνωση τῆς γλώσσας, ποὺ ὁμολογεῖται ἀπὸ ὅλες τὶς παρατάξεις, ὀφείλεται σὲ «μεταβατικοὺς λόγους» ἢ σὲ κοινωνικὲς διεργασίες! Οἱ ἀσαφεῖς δικαιολογίες ὑποκρύπτουν πάντοτὲ ἢ ἐνοχὴ ἢ μὴ κατανόηση τοῦ προβλήματος. Τὸ πρᾶγμα εἶναι ξεκάθαρο καὶ δὲν ἐπιδέχεται ἀμφισβήτηση: Τὸ Κράτος, τὰ κόμματα (ὅλα μεταπολιτευτικῶς ἐκτὸς ἀπὸ ἕνα-δυὸ μικρὰ κόμματα μὴ ψηφοθηρικά) καὶ ὁ Τύπος παρασυρμένα ἀπὸ «συρμοὺς» ἢ πονηρὲς εἰσηγήσεις ἔφεραν τὰ πράγματα σ᾿ αὐτὸ τὸ σημεῖο. Καὶ τὸ περίεργο, ἀλλὰ ὄχι δυσεξήγητο, εἶναι ὅτι τὶς καινοτομίες στὴ γραφὴ τὶς προετοίμασαν, ὄχι ὅπως θὰ περίμενε κανεὶς οἱ ἀριστερὲς ἐφημερίδες, ἀλλὰ οἱ «ἀστικὲς»· ἡ Αὐγὴ καὶ ὁ Ριζοσπάστης ἀκολούθησαν. Οἱ πηγὲς ἐπιρροῆς εἶναι βέβαια διαφορετικὲς (παραπέμπουμε σὲ προηγούμενες σελίδες), ἀλλὰ ὁ στόχος εἶναι κοινός: ἡ ἀλλοίωση τῶν εἰδοποιῶν χαρακτηριστικῶν τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Στὴ συνέχεια καὶ στὴ γενίκευση τοῦ μέτρου (ὄχι ἀπόλυτη, ἀλλὰ μὲ σημαντικὲς ἐξαιρέσεις) δὲν ἐπενέργησαν τόσο οἱ «ἐπιρροές», ὅσο ὁ μιμητισμὸς καὶ οἱ ἀβασάνιστες λύσεις τῆς εὐκολίας.

 

Τώρα, ὅσον ἀφορᾶ τοὺς ἐκδότες τῶν βιβλίων ἐκεῖ βρίσκουμε μιὰ πιὸ σθεναρὴ στάση στὴ διατήρηση τῆς παραδοσιακῆς γραφῆς. Οἱ ἀξιολογώτεροι τῶν ἐκδοτικῶν οἴκων ἐμμένουν: Ἴκαρος, Κέδρος, Κολλάρος καὶ Σία, Ἀστήρ, Φίλοι τοῦ Βιβλίου, Δωδώνη, Ἐκδ. Γρηγόρη, Imago, Στιγμή, Δόμος, Γνώση, Νεφέλη, Ὕψιλον, Ἄγρα καὶ πολλοὶ ἄλλοι ἀπορρίπτουν τὴ φαλακρὴ γραφὴ καὶ τὸ τηλέφειον ὕφος (συμπορεύονται αὐτὰ τὰ δύο) γιατὶ ἔχουν συνείδηση τῆς ἀποστολῆς τους, γνωρίζουν τί θὰ πεῖ λογοτεχνία, σέβονται τὴν προσωπικὴ ἄποψη τοῦ συγγραφέα καὶ δὲν ἐνδίδουν στὸ ἄλλως ἀμφίβολο οἰκονομικώτερο κόστος (τὸ μονοτονικὸ ταυτιζόμενο μὲ τὸ κέρδος ἐπέφερε, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, καὶ καίριο πλῆγμα στὴν «πνευματική» του ὑφή). Φυσικὰ ἡ μόδα ἔγινε εὐμενῶς ἀποδεκτὴ ἀπὸ τοὺς ἐμπόρους καὶ μεταπράτες τοῦ βιβλίου, ἀπὸ κάποιους φανατικὰ προοδευτικοὺς συγγραφεῖς καὶ τοὺς ἐκδότες ποὺ ἀπευθύνονται σὲ κομματικὰ ἐνταγμένους ἀναγνῶστες καὶ κυρίως ἀνάμεσα στὴν ἀπληροφόρητη νεολαία ποὺ θέλγεται ἀπὸ τὸ νεότροπο καὶ τὸ «μεταρρυθμιστικὸ».

Παράλληλα τὰ περιοδικὰ «ποικίλης ὕλης» ἢ ἄλλως τὰ καλούμενα ψυχαγωγικὰ (μᾶλλον ψυχοδιωκτικά), ποὺ ὅσο κερδίζει ἔδαφος ἡ βιομηχανία τοῦ στιλπνοῦ χαρτιοῦ καὶ τῶν ὀφσὲτ χρωμάτων τόσο αὐτὰ καταλήγουν σὲ σαλόνι διαφημιστικῶν φωτογραφιῶν καὶ ἐρεθιστικῶν ἢ ἀποπροσανατολιστικῶν κειμένων, ἄλλα ἀπὸ ἰδεολογικὴ σύγχυση ἢ κατεύθυνση (εὐρωπαϊσμός, διεθνισμός, κοσμοπολιτισμός) καὶ ἄλλα ἀπὸ μόδα καὶ κολακεία τῶν ἀνεγκέφαλων, υἱοθέτησαν εὔκολα, τὸ ἕνα κατόπιν τοῦ ἄλλου, τὸ μονοτονικὸ γιὰ νὰ εἶναι «in» (τὸ in στὰ ἑλληνικὰ μεταφράζεται: ἔξω (out) ἀπὸ κάθε σοβαρότητα). ᾽Αλλὰ ὅπως καὶ νὰ γράφονται αὐτὰ τὰ περιοδικὰ τίποτα δὲν προσφέρουν, οὔτε στὴ γλῶσσα οὔτε στὴ σκέψη οὔτε στὴν παράδοση οὔτε στὸν πολιτισμό. Εἶναι τὰ ροδοπέταλα τῆς χαζοχαρᾶς, ἔναντι μικροῦ ἀντιτίμου, ποὺ μαραίνονται τὴν ἐπαύριο· εἶναι ὁ χάρτινος διάκοσμος ποὺ τὴν ἑπομένη ποδοπατημένος γεμίζει τὶς σκουπιδοσακκοῦλες τῆς «Ἱστορίας». Ἂς γράφονται ὅπως τὸ θέλουν οἱ μπίζνεσμαν ἐκδότες τους. Οὔτε καλὸ κάνουν οὔτε κακὸ στὴν Παιδεία τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Δὲν συντείνουν στὴν κρίση· εἷναι αὐτὰ τὰ ἴδια μέρος τῆς κρίσης. Εἶναι ἡ ἀναπόδραστη ἡλάγρα ποὺ ἀποσπᾶ ἀπὸ μέσα μας πόντο τὸν πόντο τὴν παραλογιασμένη ἀνθρωπιά μας. Ἀλλὰ κάπου τὸ καρφὶ (ὁ ἧλος) δὲν ξεκολλάει· ἐκεῖ εἶναι ἡ ἐλπίδα μας.

Μιὰ ἐξαίρεση ὅμως ἧρθε ν᾿ ἀπειλήσει αἰφνιδιαστικὰ αὐτὴν τὴν ἐπέλαση τοῦ στιλπνοῦ χαρτιοῦ καὶ τῆς ἀσημαντολογίας. Μιὰ ἐξαίρεση ποὺ σὰν πυριφλεγὴς μετεωρίτης ἔπεσε καταμεσὶς καὶ τάραξε αὐτὸ τὸ τέναγος ὅπου ἀναδεύουν, βουλιάζουν καὶ μορφάζουν γόησσες-καρμπόν, μπούτια σὲ λαμπερὰ καλσόν, χρυσοὶ ἀναπτῆρες καὶ πιστολάδες μὲ σιγαστῆρες, φληναφήματα σὲ περίπτυξη μὲ ρυπαρογραφήματα. ᾽Απειλὴ γιατὶ προσέβαλλε ἀπὸ μέσα τὸ φρούριο· ἀπέδειξε ὅτι τὸ μοντέρνο δὲν πρέπει νὰ εἷναι κατ᾿ ἀνάγκη ἄβαθο, τὸ στιλπνὸ μπορεῖ νὰ κρύβει ποιότητα καὶ μάλιστα ὑψηλῆς στάθμης. Μὲ τὰ ἴδια τὰ ὅπλα τοῦ ἀντιπάλου ἀφώπλισε καὶ ἀπογύμνωσε τὸν ἀντίπαλο. Πρόκειται γιὰ τὸ πε ριοδικὸ Τὸ Τέταρτο, ποὺ τὸ ἐμπνεύστηκε, τὸ ἐμπνέει καὶ τὸ διευ θύνει ὁ Μάνος Χατζηδάκης, αὐτὸς ὁ ἀντι-ἀγελαῖος, ὁ ἀντι-δημαγωγός, ὁ εἰλικρινέστατος (νὰ μὴ νομίσει ὁ ἀναγνώστης ὅτι ἀνήκουμε στὸν κύκλο τῶν φίλων του, οὔτε κἂν γνωριζόμαστε), καὶ ποὺ ἀπ᾿ τὸ πρῶτο φύλλο του διακήρυξε ὅτι τὸ περιοδικὸ θὰ ἐκδίδεται στὴ γλῶσσα ποὺ παραλάβαμε, μὲ τὴν ὀρθογραφία της, μὲ τὴν ἐτυμολογία της, τὴν καλλιέπεια καὶ τὴν κομψοέπεια της. Ὁ Χατζηδάκης μᾶς θυμίζει τὸν Χαῖντελ (ὅσο καὶ ἂν οἱ «μουσικές» τους εἶναι διαφορετικὲς γιατὶ ἀνήκουν σὲ διαφορετικὲς ἐποχές· ὁ μεγαλουργὸς ἐκεῖνος συνθέτης, λένε ὅτι ὅταν καθότανε στὸ κλαβσέν του νὰ συνθέσει φοροῦσε τὴν ἐπίσημη ἐνδυμασία του καὶ εἶναι γνωστὸ τί ἡταν τότε ἐκεῖνες οἱ ἐνδυμασίες: ἀτλάζια, σειρίτια, δαντέλες· καὶ ὁ Χατζηδάκης προτοῦ συνθέσει, προτοῦ μιλήσει καὶ προτοῦ γράψει ντύνεται τὴν ἀξιοπρέπεια χωρὶς ἀξιοπρέπεια ὁ ἄνθρωπος γίνεται συρφετὸς καὶ ὁ συρφετὸς δὲν δημιουργεῖ πολιτισμό, τὸν καταποντίζει).

Τὸ Τέταρτο ἦρθε νὰ ἐνισχύσει μὲ νέα χαλύβδινα σύρματα τὸν κάβο ποὺ κρατάει τὸ ἄρμενο (τῆς πάντοτε ἀμυνόμενης ἀλλὰ καὶ πάντα ἀνανεούμενης μὲ ποιότητα Παράδοσης) ἀπὸ τὸ μῶλο τὴ στιγμὴ ποὺ αὐτὸς ὁ κάβος ἀπὸ τὴν ἰδεολογικὴ θύελλα καὶ τὶς ἐφ-ἕλξεις τῶν αἱρετικῶν προσηλυτισμῶν ἔτριζε νὰ σπάσει. Τὸ Τέταρτο ξεκίνησε πιστεύοντας στὸν ἑλληνικὸ καὶ καταξιωμένο κώδικα γραφῆς τὴ στιγμὴ ποὺ ἄλλα περιοδικά, ἐφημερίδες καὶ ποικίλα ἔντυπα μεταβάλλουν τὸν τρόπο ποὺ γράφονταν ὣς τὰ τώρα καὶ ἄβουλα διαβουκολεύονται ἀγεληδὸν νὰ μαντρωθοῦν στὸ ράντσο τῆς μονοτονικῆς, ἀτονικῆς, φωνητικῆς καὶ ἁπλουστευτικῆς ἀγραμματοσύνης, Τὸ Τέταρτο, ποὺ ἀπευθύνεται σὲ πολὺ περισσότερους ἀναγνῶστες ἀπ᾿ ὅ,τι τὰ λογοτεχνικὰ καὶ καλλιτεχνικὰ περιοδικὰ γιατὶ ἔχει πλατιὰ ἐνδιαφέροντα, μὲ τὸ νὰ γράφεται μὲ τὸν σωστό, παραδοσιακὸ τρόπο κατατάραξε τοὺς «προοδευτικοὺς» διανοούμενους ποὺ συμπορεύονται μὲ τοὺς σαπουνοεκδότες, γιατὶ κατέρριψε τὸ ἀβάσιμο ἐπιχείρημα τοῦ οἰκονομικοῦ κόστους καὶ τὴν ἄποψη ὅτι τὸ μονοτονικὸ ἐκφράζει τὴν «προχωρημένη σκέψη» καὶ τὸ τεχνολογικῶς καὶ λαϊκιστικῶς «μοντέρνο». Ἔτσι ὅλων αὐτῶν κινδύνεψε ἡ παραμυθολογία. Γιὰ τοῦτο καὶ δέχτηκε Τὸ Τέταρτο πληθωρι(στι)κὲς ἐπιθέσεις (ποὺ κι᾿ αὐτὲς ὅπως κάθε τι τὸ πληθωριστικὸ ἦταν ἀερώδεις καὶ τυμπανιαῖες). Ὁ εἷς τῶν Τριῶν Σωματοφυλάκων, αὐτὸς ποὺ σὲ ὅλα ἀπαντᾶ καὶ σὲ ὅλα συντρέχει, ὁ κ. Βασίλης Φόρης τῆς Θεσσαλονίκης, πῆρε φόρα ὡς ἄλλος Πόρθος, καὶ ξιφούλκησε ἀπειλώντας ὅτι «θὰ δείρει, θὰ σκίσει καὶ θὰ κρεμάσει!» ᾽Αλλὰ μᾶλλον μειδιάματα εἰσέπραξε, γιατὶ ὅλοι ξέρουν ὅτι μὲ ξύλινα σπαθιὰ δὲν ἀνοίγονται «κουμπότρυπες». Καὶ Τὸ Τέταρτο κρατάει γερά...

 

Ὅπως κρατοῦν καὶ τὰ σοβαρὰ λογοτεχνικὰ περιοδικὰ ποὺ δὲν πτοήθηκαν καὶ συνεχίζουν νὰ γράφονται μὲ τὴ σωστὴ ἑλληνικὴ γραφή, γιατὶ οἱ ἐκδότες τους ξέρουν ὅτι ἡ Λογοτεχνία δὲν εἶναι ἀλογο-τεχνία καὶ ὅτι τὰ ἑλληνικὰ πρέπει νὰ γράφονται μὲ τὴ σκέψη καὶ τὴν πέννα καὶ ὄχι μὲ τὶς ὁπλές. Καὶ ἀναφέρουμε ἐνδεικτικὰ τά: Εὐθύνη, Νέα Ἑστία, ᾽Εποπτεία, Λέξη, Δέντρο, Δεκαπενθήμερος Πολίτης, Σύναξη, Ὁδὸς Πανός, Κριτικὴ καὶ Κείμενα, Νέα Πορεία, Χάρτης καὶ ἀρκετὰ ἄλλα ποὺ ἀντιστέκονται μὲ τὸ ἦθος τους καὶ τὴν ποιότητά τους στὶς ἐπελάσεις τῶν ἀλογοτεχνῶν νεοβαρβάρων.

Ὡστόσο, μὲ τὴ θεσμοθέτησή του τὸ μονοτονικὸ ἔγινε πιὰ ὄργανο κρατικῆς καὶ ἐξουσιαστικῆς ἐπιβολῆς. Τὸ θέμα ἔπαυσε νὰ εἶναι γλωσσολογικὸ καὶ μπαίνει στὸ χῶρο τῆς συνειδησιακῆς βίας. Νὰ μὴν ὑποτιμοῦμε τὸ γεγονὸς ἐπειδὴ οἱ πολλοὶ δέχτηκαν τὴν ἀλλαγὴ τῆς γραφῆς. Οἱ ἄνθρωποι ὑποκύπτουν ὅταν δὲν κατανοοῦν κάτι, ὅταν αὐτὸ ποὺ τοὺς ἐπιβάλλουν δὲν τοὺς «τσούζει». Ἡ ἀποδοχὴ τῆς βίας δὲ σημαίνει ὅτι δὲν ἀσκεῖται βία. Καὶ εἰναι ὀδυνηρὴ γιὰ κάποιους ποὺ τοὺς «τσούζει» ἡ ὁποιαδήποτε ἄσκηση βίας. Αὐτοὶ εἶναι τὸ εὐαίσθητο βαρόμετρο καὶ ὄχι οἱ ἄλλοι ποὺ εἶναι συνηθισμένοι νὰ περπατᾶνε σκυφτοὶ καὶ στὸν ἥλιο καὶ στὴ βροχή. Θεσμοθέτηση τοῦ μονοτονικοῦ σημαίνει ἐπιβολή του στὴ Διοίκηση, δηλ. στὴ Γραφειοκρατεία καὶ στὴν ᾽Εκπαίδευση. Καὶ αὐτὸ μεταφράζεται α) σὲ πειθαναγκασμὸ τῆς συντριπτικῆς πλειοψηφίας τῶν μορφωμένων, τῶν ἐγγράμματων πολιτῶν στὶς σχέσεις τους μὲ τὸ κράτος, νὰ διαβάζουν καὶ νὰ γράφουν σ᾿ ἕνα σύστημα ὀρθογραφίας καὶ ὁρθοφωνίας ποὺ δὲν τὸ ξέρουν καὶ ἐπιπλέον τοὺς ἐνοχλεῖ ἔντονα γιατὶ ὑποχρεώνονται ν᾿ ἀποβάλουν κάτι ποὺ τὸ θεωροῦν ἀπόκτημά τους ὕστερα ἀπὸ κόπο, μάθηση καὶ γνώση, καὶ β) σὲ κατήχηση τῶν παιδιῶν σὲ γλωσσικὸ ἰδίωμα μηχανιστικό, χρησιμοθηρικὸ ποὺ στομώνει ἀντὶ ν᾿ ἀκονίζει τὸ μυαλὸ σὲ πνευματικὴ ἄθληση (ἡ ἐξ-ἄσκηση στὴ γλῶσσα εἶναι κάτι τὸ διαφορετικὸ μὲ τὶς ἀσκήσεις στὰ μαθηματικά) καὶ ποὺ τὰ φέρνει σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ παρελθὸν ποὺ εἶναι μιὰ συνεχὴς μεταλαμπάδευση, μέσῳ τῆς γλώσσας, τῶν πνευματικῶν ἀξιῶν τῆς φυλῆς μας, ὡς Ἑλλήνων.

Μετὰ τὴν ψήφιση τοῦ νόμου, ἐκδόθηκε ἕνα Προεδρικὸ Διάταγμα, τὸ 297/1982 ποὺ καθώριζε τὸν τύπο καὶ τοὺς κανόνες τοῦ μονοτονικοῦ. Δόθηκε καὶ γιὰ μερικὲς μέρες μεγάλη προβολὴ καὶ δημοσιότητα σὲ κάποιες ἀντιμαχίες μεταξὺ μελῶν τῆς Ἐπιτροπῆς τῶν μονοτονιστῶν σχετικὰ μὲ τὸ ἂν θὰ εἶναι «ὀρθόδοξο» τὸ μονοτονικὸ ἢ συμβιβαστικὸ (δηλ. ἂν θὰ μπαίνει ὀξεῖα ἢ κουκίδα στὶς τονιζόμενες συλλαβές, ἂν θὰ βάζουμε παῦλα ἀνάμεσα στὸ οὐσιαστικὸ καὶ τὴν κτητικὴ ἀντωνυμία κ.ἄ. τέτοια «θεολογικὰ») ποὺ ὁ διαφανὴς σκοπός τους ἦταν ν᾿ ἀποπροσανατολίσουν τὴν κοινὴ γνώμη ἀπὸ τὸ οὐσιῶδες στὰ παρεπόμενα ἀπὸ τὸ καίριο (πραξικόπημα) στὶς ἐπὶ μέρους ἐφαρμογές του.

 

Βέβαια ἡ πλήρης ἐφαρμογὴ τοῦ μονοτονικοῦ στὴ Διοίκηση μετατέθηκε μερικοὺς μῆνες ἀργότερα, τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1982, γιατὶ ἀμέσως ἔγινε ἀντιληπτὸ ὅτι τὸ σύστημα χρειαζότανε μιὰ προεργασία καὶ μιὰ προπαιδεία τῶν ὑπαλλήλων ὡσότου ἐξοικειωθοῦν (ποὺ ὅμως δὲν ἐξοικειώθηκαν μέχρι σήμερα καὶ τὰ δημόσια ἔγγραφα βρίθουν ἀπὸ τονικούς, ἀτονικούς, πολυτονικοὺς τρόπους, ὅλους χαρμάνι στὸ ἴδιο κείμενο). Γιατὶ αὐτὸ εἷναι τὸ ἀξιοπερίεργο καὶ τὸ σχιζοφρενικό: τὸ δῆθεν ἁπλουστευτικὸ μονοτονικὸ εἶναι στὴν πράξη καὶ αὐτὸ περίπλοκο, ἔχει τοὺς κανόνες του, τὶς ἐξαιρέσεις του, δημιουργεῖ πολλὲς ἀμηχανίες καὶ ἀμφιβολίες, ὄχι μόνο σ᾿ ἐκείνους ποὺ ἀναγκάζονται νὰ γίνουν «προσήλυτοι» στὸ νέο δόγμα, ἀλλὰ καὶ στοὺς «νεοφώτιστους» δηλαδὴ στοὺς μικροὺς μαθητές. Κι᾿ αὐτὸ συμβαίνει γιατὶ ἡ ἐλληνικὴ γλῶσσα στὴ διαχρονικὴ ἐπεξεργασία της γιὰ τὴ σωστὴ ἀπο-τύπωση τῆς ἐκφορᾶς τοῦ λόγου υἱοθέτησε τρόπους καὶ σημάδια (ὅπως τὴν ἀπόστροφο, τὴν ἔκθλιψη, τὰ διαλυτικά, τὴν ἀφαίρεση, τὴν ἀποκοπή, τὶς διφθόγγους, τὶς προσωπικὲς ἀντωνυμίες ποὺ συγχέονται μὲ τὰ ἐγκλιτικά, τὰ ἐρωτηματικά, τὰ διαζευκτικὰ γιὰ τὰ ὁποῖα ἀνακύπτει, συνεχῶς τὸ ἐρώτημα στὸν γράφοντα: «πρέπει ἐδῶ νὰ βάλω τόνο, καὶ ἂν πρέπει ποῦ νὰ τὸν βάλω;» ἄσχετα μὲ τὶς ἀσάφειες ποὺ δημιουργοῦνται καὶ τὴ ζημιὰ ποὺ προσγίνεται στὸ ρυθμὸ τῆς γλώσσας, πρᾶγμα ποὺ θὰ φανεῖ μακροπρόθεσμα) — σημάδια, λέμε, ποὺ ὅλα ἀποδείχτηκαν ἀπαραίτητα στὴ δόμηση τοῦ σωστοῦ ἐλληνικοῦ γραπτοῦ λόγου.

Στὰ πνευματικὰ θέματα δὲν ἰσχύει τό: «ὀρνιθοσκαλίστε, κουκουλῶστε, τελειώσατε!»· ἂς ἀφήσουμε τέτοια «σλόγκαν» στὶς παραινετικὲς εὐκολίες τῆς τηλεόρασης. Ἡ γραφὴ ἐπετεύχθη ὕστερα ἀπὸ τεράστια πνευματικὴ προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου· καὶ σιγὰ-σιγὰ ἀπὸ τὸν πρωτόγονο ἀλλὰ σεβαστὸ ἀργαλειό, φτάσαμε νὰ ὑφαίνουμε λαχούρι. Καὶ δὲ γίνεται τώρα μ᾿ ἕνα Διάταγμα τὸ αἰθέριο μεταξωτὸ νὰ τὸ ξανακάνουμε χασέ.

Αὐτὸ τὸ κατάλαβαν φυσικὰ καὶ οἱ καινοτόμοι συμβουλάτορες τῶν κυβερνώντων, γιατὶ εἰναι φανερὸ πιὰ ὅτι σέρνονται πρὸς τὸν καθωρισμένο στόχο, ἡ πίστη τους ἔχασε ἐκείνη τὴν ὁρμὴ ποὺ εἶχε ὅταν ἧταν οἱ «ἀντάρτες», οἱ «πιονέροι»· τώρα ποὺ ἔγιναν καθεστὼς νιώθουν τὶς δυσκολίες, νιώθουν ὅτι ξεσήκωσαν τὴν κατακραυγὴ ὅλων σχεδὸν τῶν πνευματικῶν ἀνθρώπων, βλέπουν τὰ παιδιὰ ν᾿ ἀποστρέφονται σιγὰ-σιγὰ τὴν παιδεία, συνειδητοποιοῦν ὅτι συνήργησαν σὲ μιὰ διάσπαση πάλι τοῦ Ἑλληνισμοῦ καὶ ὁπωσδήποτε σὲ ὡρες αὐτοελέγχου θὰ διαπιστώνουν ὀτι ἡ Ἱστορία δὲν θὰ δικαιώσει τὸ ἔργο τους, ὅτι θὰ ἔχουν τὴ μοῖρα ὅλων τῶν κατὰ καιροὺς «μεταρρυθμιστῶν», πολιτικῶν καὶ ἐκπαιδευτικῶν αὐτοῦ τοῦ τόπου ποὺ ἀπέτυχαν, ποὺ ἡ συνεισφορά τους ἦταν περισσότερο βλαπτικὴ παρὰ ὡφέλιμη, γιατὶ ἐπικέντρωσαν τὸ κήρυγμά τους στὸ ἐπιφαινόμενο, στὴν κροῦστα καὶ ὄχι στὴν οὐσία, ποὺ σὲ θέματα κοινωνικὰ οὐσία εἶναι ἡ αὐτογνωσία τοῦ ἀνθρώπου καὶ σὲ θέματα παιδείας εἰναι ἡ ἀποκάλυψη τοῦ πνεύματος. Καὶ γιὰ νὰ γίνουμε πιὸ σαφεῖς: οὔτε μὲ τὸ μεγαλύτερο μισθὸ ὁ ἄνθρωπος ἀγγίζει τὴν εὐτυχία, οὔτε μὲ τὴν κατάργηση τῶν τόνων κατακτᾶ τὴ μόρφωση. ᾽Αντιθέτως, ἂν περιορισθοῦμε σ᾿ αὐτά, σὲ κάποιο χρονικὸ σημεῖο ἡ ἀπογοήτευση ἢ ἡ ἀποτυχία εἰναι δεδομένες.

Αὐτὰ ὅμως, λένε οἱ πολιτικοί μας ὅτι εἶναι φιλοσοφία. Καὶ σήμερα αὐτοὶ ποὺ κυβερνοῦν οὔτε κἂν θέλουν νὰ τὴν ξέρουν. Ἴσως κάποτε νὰ γνωρίστηκαν μαζί της, ὡς ἄλλοι Λουκιανοὶ στὸ ἐνύπνιό τους, ἀλλὰ οὔτε στιγμὴ τὴ συντρόφεψαν, βιάστηκαν νὰ ξεμακρύνουν προτροπάδην γιατὶ ἡ παρέα της δὲν τοὺς «ἔκανε κέφι». Ἔμαθαν ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων ὅτι ἂν θέλουν νὰ ἐπιτύχουν σὰν πολιτικοί, τὸ πᾶν εἶναι νὰ μάθουν πῶς ἐκγυμνάζονται οἱ μάζες. Μὲ τὴν ἐκγύμναση μπορεῖς νὰ κάνεις καὶ τὰ κουνουπίδια καὶ τὰ βλῆτα καὶ τὰ πεπόνια νὰ παίρνουν πανὼ καὶ νὰ πηγαίνουν σὲ συλλαλητήρια ἢ ν᾿ ἀνεμίζουν κάτω ἀπ᾿ τὰ μπαλκόνια λαχανοσημαῖες μὲ τ᾿ ἀρχικὰ τῶν κομμάτων. Μήπως αὐτὸ δὲ γίνεται σ᾿ ἐκείνη τὴν Φρουτοπία, τὸ γνωστὸ σήριαλ γιὰ τὰ παιδιὰ (καὶ ὄχι μόνον);

Ἔτσι λοιπὸν μιὰ καὶ τὸ μονοτονικὸ θὰ ἐφαρμόζονταν πρῶτα στὴ Διοίκηση, ἔσπευσε ἡ Κυβέρνηση (οἱ γνωστοὶ γλωσσοσύμβουλοι δηλαδή) νὰ ἐκ-παιδεύσει τοὺς δημοσίους ὑπαλλήλους (ἐδῶ τὸ ἐκ = στερητικό, ἀφαιρετικό) ὥστε νὰ μάθουν νὰ γράφουν τὴ νέα γραφὴ καὶ νὰ ξεμάθουν τὴν ὀρθο-γραφία ποὺ ἤξεραν. Μὲ τὸ «ἀποστομωτικὸ» πρὸς τοὺς «ἀντιδραστικοὺς» ἐπιχείρημα ὅτι ἔτσι εὐκολύνεται ἡ δουλειὰ τῶν ὑπαλλήλων (ὅπως ἀναφέρει ἡ σχετικὴ ἐγκύκλιος: σύστημα γραφῆς πιὸ λογικό, πιὸ πρακτικὸ καὶ πιὸ οἰκονομικό). Ἀλλὰ ἐδῶ ἀνακύπτει ἡ πελώρια ἀντίφαση, τὸ κωμικὸ καὶ θλιβερὸ συνάμα τοῦ πράγματος. Ἡ ἐγκύκλιος ποὺ κοινοποιήθηκε σ᾿ ὅλα τὰ Ὑπουργεῖα καὶ τὶς Ὑπηρεσίες, πρὸς γνῶσιν καὶ συμμόρφωσιν (ἔχουμε ὑπ᾿ ὄψη μας ἐκείνη τῆς Προεδρίας τῆς Κυβερνήσεως: ὑπουργὸς ᾽Αγ. Κουτσόγιωργας) μαζὶ μὲ τὸ συναπτόμενο Προεδρικὸ Διάταγμα καταλαμβάνει 5 σελίδες πυκνογραμμένες, τῶν 52-58 σειρῶν ἡ καθεμιὰ ποὺ ἀντιστοιχοῦν τουλάχιστον μὲ 8 σελίδες βιβλίου, οἱ ὁποῖες ἀναφέρονται σὲ ὁδηγίες γιὰ τὸ πῶς νὰ ἐφαρμόζεται τὸ μονοτονικὸ πού, ὅπως εἴπαμε καὶ πιὸ πάνω, ἔχει κι᾿ αὐτὸ κανόνες, ὑποδιαιρέσεις κανόνων, ἐξαιρέσεις, τονισμοὺς ἢ μὴ τῶν ἰδίων λέξεων μὲ διαφορετικὴ σημασία, πλῆθος περιπτώσεων ποὺ μόνο στὴν πράξη ἀντιμετωπίζονται, καὶ αὐτὲς οἱ περιπτώσεις μπορεῖ νὰ εἶναι ἄπειρες μπροστὰ στὶς ὁποῖες ὁ μαθητὴς ἢ ὁ μετεκπαιδευόμενος θὰ σταματάει γιὰ ν᾿ ἀναρωτηθεῖ: «νὰ τονίσω ἢ νὰ μὴν τονίσω;» Ἀπὸ μιὰ προσεκτικὴ ματιὰ σὲ κείμενα ὑπηρεσιακὰ βλέπει κανεὶς ὅτι οἱ κανόνες τοῦ μονοτονικοῦ δὲν ἐφαρμόζονται ἢ μᾶλλον ὁ καθένας γράφει ὅπως τοῦ ᾿ρθει, ἰδίως στὶς ἐκθλιβόμενες λέξεις, τὶς ἀντωνυμίες καὶ σὲ λέξεις ποὺ ἀρχίζουν μὲ δίφθογγο κ.ἄ. Ποῦ εἶναι λοιπὸν ἡ εὐκολία, καὶ χρειαζότανε τέτοια ἀναστάτωση γιὰ τόσο ἀμφίβολο ἀποτέλεσμα; Πρὶν εἴχαμε τὰ σφάλματα τῆς ὀρθογραφίας, τώρα ἔχουμε τὴν τσαπατσουλιὰ τῆς ἀνορθογραφίας. Ἀλλὰ γιὰ τὶς δυσκολίες καὶ τὸ ἀλλοπρόσαλλο τοῦ μονοτονικοῦ, ἡ βόμβα καὶ μάλιστα ἀπὸ ὁμόφρονες τῶν «καινοτόμων» τοποθετημένη, θὰ ἐκραγεῖ παρακάτω· ὀλίγη ὑπομονή!

 

Τὸ πιὸ σημαντικὸ χαρακτηριστικὸ γνώρισμα αὐτῆς τῆς περιόδου ποὺ ἀκόμα διανύουμε καὶ συγκεκριμένα ἀπὸ τὴν ἄνοδο τοῦ ΠΑΣΟΚ στὴν ἐξουσία, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ πραξικόπημα τοῦ μονοτονικοῦ, ἄρχισε καὶ μιὰ διολίσθηση, στὴ γλῶσσα, τόσο στὸν προφορικὸ ὅσο καὶ στὸ γραπτὸ λόγο, πρὸς ἕνα ἰδίωμα ποὺ προσβάλλει τὸ γλωσσικὸ αἴσθημα μὲ ὅποια κριτήρια καὶ ἂν τὸ ἀξιολογήσει κανείς. Θὰ τὸ λέγαμε τεχνητό, ψεύτικο, στρεβλό, κακόηχο. Αὐτὸ τὸ ἰδίωμα δὲν τὸ μιλάει οὔτε τὸ μίλησε ποτὲ ὁ λαός, οὔτε οἱ μορφωμένοι, εἴτε καθαρευουσιάνοι ἦταν αὐτοὶ εἴτε δημοτικιστές. Ἀλλὰ ἀμέσως, σὰν νὰ εῖχαν προσυνεννοηθεῖ, τὸ χρησιμοποίησαν πολλὰ ἀπ᾿ τὰ ἐπίσημα καὶ κυρίως τὰ ἀνεπίσημα μέλη ποὺ αὐτοχειροτονήθηκαν ἐκπρόσωποι τῆς ᾽Αλλαγῆς. Εἰναι ἕνα κρᾶμα τῆς ψυχαρικῆς διαλέκτου καὶ περισσότερο τῶν ἐπιγόνων της καὶ τῆς γλώσσας τῶν πρωτοσοσιαλιστῶν καὶ τῆς δεύτερης περιόδου τοῦ Ριζοσπάστη. Γλῶσσα τοῦ ἐργαστηρίου, τοῦ κομματικοῦ λεξιλογίου, χωρὶς ἀποχρώσεις, χωρὶς αἴσθημα, μὲ μονότονο καὶ μονοσήμαντο ρυθμό. Αὐτὸ τὸ μοντέλο πῆραν οἱ νεοσσοὶ τῆς μεταρρύθμισης, χωρὶς ν᾿ ἀντιληφθοῦν ὅτι ἀπὸ ἐκείνη τὴν παλιὰ ἐποχὴ τὰ πάντα σχεδὸν ἔχουν ἀλλάξει καὶ ὅτι μιὰ τέτοια γλῶσσα ἀπωθεῖ ἀντὶ νὰ θέλγει καὶ νὰ κερδίζει ὁπαδούς. Ἡ γλῶσσα δὲν προκατασκευάζεται· αὐτὸ νὰ τὸ καταλάβουμε πιὰ ὅλοι. Πολλὰ στοιχεῖα ἀλλάζουν, γίνονται νέες προσφύσεις, μεταπλάσεις, ἀλλὰ ἐπιβιώνουν μόνον ὅσα ὑπακούουν σ᾿ ἕναν ἀκλόνητο κανόνα: στὸ ρυθμὸ τῆς γλώσσας. Καὶ ἡ ἐλληνικὴ γλῶσσα (ὅπως, ὑποθέτουμε, καὶ ὅλες οἱ ἀλλες) ἔχει τὸ ρυθμό της, τὴ «μουσική» της. Εἶναι περίεργο ἀλλὰ ἐπὶ δυὸ χιλιάδες χρόνια ἡ γλῶσσα μας, εἴτε μὲ τὴ γραφίδα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν Ὑμνωδῶν γράφονταν, εἴτε τῶν βυζαντινῶν χρονογράφων καὶ τῶν λογίων τῆς Τουρκοκρατίας, εἴτε τῶν ἑπτανησίων πεζογράφων, εἴτε τῶν συγγραφέων καὶ ποιητῶν αὐτοῦ τοῦ αἰῶνα, (ὅπως αὐτὴ ἡ γλῶσσα καλλιεργήθηκε καὶ διαμορφώθηκε σὲ ἀστικὴ καθομιλουμένη), ὅσο καὶ ἂν ἄλλαξαν οἱ γραμματικοὶ τύποι καὶ τὸ λεξιλόγιο καὶ ἡ συντακτικὴ δομή της, ὁ ρυθμὸς ἔμεινε ὁ ἴδιος, ἡ ἴδια τονικότητα — αὐτὸ τὸ καταλαβαὶνουν καλύτερα οἱ μουσικοί, τουλάχιστον ὅσοι δὲν ἐπηρεάσθηκαν ἀπὸ τὰ νεότροπα ἀτονικὰ καὶ δωδεκαφθογγικὰ συστήματα (ποὺ ὅλα «κλωτσοῦν» τὸ ρυθμὸ καὶ τὴ μελωδία, σύμπτωμα καὶ αὐτὸ ποὺ ἀποδεικνύει τὴ γενικὴ «ἀ-ρυθμία» τοῦ αἰῶνα μας).

Μιὰ φράση ἀπὸ τοὺς Εὐαγγελιστες ἢ τοὺς Μηνιάτη, Νικηφόρο Θεοτόκη, Παπαρρηγόπουλο, Παπαδιαμάντη· ἡ πρόζα, ἂς ποῦμε, τῶν Φώτου Πολίτη, Θεοτοκᾶ, Σεφέρη καὶ πολλῶν ἄλλων ἀξιόλογων συγχρόνων μας ἐπίσης ἕνας στῖχος τοῦ Ρωμανοῦ τοῦ Μελωδοῦ, τοῦ ᾽Ερωτόκριτου, τοῦ δημοτικοῦ τραγουδιοῦ, τοῦ Σολωμοῦ μέχρι καὶ τῶν Καβάφη, Παπατσώνη, ᾽Εγγονόπουλου, παραλείποντας μιὰ πλειάδα βέβαια ἄλλων «τεχνιτῶν» πού, μὲ τὰ ἔργα τους ἔδωσαν τὸ «ἀποτύπωμα» τῆς ἐποχῆς μας — παρ᾿ ὅλο ποὺ εἶναι γραμμένα σὲ τόσο διαφορετικὰ ἰδιώματα, βοᾷ ὡστόσο ἡ ὁμοειδεία, ἡ συγγένεια, δὲν εἶναι ἀπὸ διαφορετικὴ ράτσα, ξένα ἀναμεταξύ τους κι᾿ έχθρικά. Ὅλα ὑπακούουν στὸν ἕνα καὶ ὁμοούσιον καὶ ἀδιαίρετον ἑλληνικὸ Λόγο. Εἴτε πιστεύεις σ᾿ Αὐτὸν καὶ τότε ἀκροᾶσαι ἔνδον τὴν Ἀλήθεια του (μὲ τὴν ἔννοια τῆς μὴ-λήθης), εἴτε γίνεσαι αἱρετικὸς καὶ περιπλανᾶσαι στοὺς λαβυρίνθους τῆς κακοδοξίας καὶ κακοφωνίας.

Βέβαια, μετὰ τὸ 1974, ὅταν ἡ παραδοσιακὴ ᾽Αριστερὰ μπόρεσε ἐλεύθερα νὰ ἐκφράζεται, ἡ «ἀγκύλωση» στὴ γλῶσσα ἄρχισε νὰ διαδίδεται, ἀλλὰ μόνο μέσα ἀπ᾿ τὰ δικά της ἔντυπα. Τὸ ΠΑΣΟΚ δανειζότανε μερικὲς παλαιοδημοτικὲς ἐκφράσεις, ὅμως μὲ φειδώ, πιθανῶς γιὰ νὰ μὴν ἀπωθήσει τοὺς ἀστοὺς ποὺ ἐσκόπευε νὰ προσεταιριστεῖ. Τὸ 1981 ὅμως κι᾿ ἐδῶ οἱ ἐπιφυλάξεις παραμερίστηκαν, καὶ μιὰ καὶ ἡ μαρξιστικὴ ἰδεολογία ἐπικράτησε περισσότερο στὸν πνευματικὸ παρὰ στὸν οἰκονομικὸ τομέα, ἄρχισε ἡ «κατήχηση» ὅλων τῶν Ἑλλήνων στὴν ἀριστερὰ ἢ ἀριστερίζουσα γλωσσοτυπία μὲσ᾿ ἀπ᾿ τὶς ἀνακοινώσεις τῆς Διοίκησης καὶ τῶν διαφόρων «φορέων», μὲσ᾿ ἀπ᾿ τὰ κυβερνητικὰ ἢ φιλοκυβερνητικὰ ἔντυπα (σ᾿ αὐτὰ τὰ τελευταῖα ὑπάρχει ἀκόμα κάποια συγκράτηση) καὶ κυρίως μὲσ᾿ ἀπ᾿ τὴν Τηλεόραση, ὅπου βλέπουμε κι᾿ ἀκοῦμε καθημερινὰ νὰ κακοποιεῖται καὶ νὰ παραμορφώνεται ἡ σύνταξη καὶ ὁ ἦχος, ἡ ὀρθοέπεια καὶ ἡ μουσική, ἡ σημαντικὴ καὶ ὁ ρυθμὸς τῆς ἐλληνικῆς γλώσσας ἢ καθηλωνόμαστε ἀποσβολωμένοι μάρτυρες γιὰ τὸ πῶς ἕνα ἀγαλμάτιο γιὰ τὸ ὁποῖο οἱ διάφοροι Τσελλίνι τοῦ ἐλληνικοῦ Λόγου ἔχυσαν κυριολεκτικὰ τὸ κρᾶμα τοῦ νοῦ καὶ τῆς ψυχῆς τους γιὰ νὰ τὸ κάνουν ἀριστούργημα, τώρα βλέπουμε νὰ τὸ σφυροκοπᾶν οἱ ἄξεστοι σιδεράδες μὲ τὶς «βαριές» τους ὥσπου νὰ τὸ καταντήσουν τραβέρσα.

Ὁ Λόγος, γραπτὸς καὶ προφορικός, ὅπως ἐκπέμπεται ἀπὸ τὰ ραδιοτηλεοπτικὰ μέσα προβάλλεται ἀπὸ τὰ ἔντυπα τῆς Διοίκησης καὶ χρησιμοποιεῖται, σὲ μικρότερο βαθμό, ἀπὸ τὸν κομματικὸ καθημερινὸ Τύπο μὲ τὴ φανατικὴ ἀκαμψία τῶν συντακτῶν του νὰ ἐπιτύχουν δημοτικιστικὴ μονοτυπία (δηλ. σύνταξη καὶ τύπους νὰ ὑπακούουν στὴ Γραμματικὴ τοῦ ΚΕΜΕ, συμπίλημα τῆς Γραμματικῆς τοῦ Τριανταφυλλίδη καὶ ἄλλων τῆς πιὸ «καθάριας» δημοτικῆς καὶ γι᾿ αὐτὸ ἔξω ἀπὸ κάθε πραγματικότητα) ὁ Λόγος, λέμε, ὑπέστη (καὶ ὄχι ὑπόστηκε) κάτι ἀνάλογο μὲ τὴν ἀσθένεια ποὺ λέγεται στὴν Παθολογία «σκλήρυνση κατὰ πλάκας» καὶ ποὺ χαρακτηρίζεται γενικὰ ἀπὸ «σπαστικὰ» φαινόμενα. Αὐτὴ ἡ «σπαστικὴ» γλῶσσα τῆς Διοίκησης καὶ τῶν κομματικῶν ἐντύπων ἐμφανίζει, θὰ λέγαμε, τὴν ἐξῆς κλινικὴ εἰκόνα: παραμόρφωση τῶν ρημάτων, τρομώδη καὶ συρριστικὴ ἀλληλουχία πέντε ἕξη γενικῶν, κατὰ κανόνα τριτόκλητων οὐσιαστικῶν, παρατονιζομένων ἐπιθέτων καὶ μετοχῶν, δίκἡν λόξυγγα, καὶ κωφῶν ἐπιρρημάτων. Καὶ θὰ πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι ἡ ἀσθένεια αὐτἡ, ἡ σκλήρυνση κατὰ πλάκας, εἶναι δυστυχῶς ἀνίατη. Ἔτσι ἡ ἐλληνικὴ γλῶσσα μπῆκε σ᾿ ἕνα δρόμο δίχως ἐπιστροφή, ἐκτὸς καὶ ἂν βρεθεῖ στὴ διαδρομὴ τοῦ χρόνου τὸ θαυματουργὸ φάρμακο. ᾽Ελπίζουμε, Κύριε, βοήθει μας τῇ ἀπελπισίᾳ...

Δὲ νομίζουμε ὅτι χρειάζεται ἐδῶ νὰ παραθέσουμε παραδείγματα τῶν κακοποιήσεων· τὸ ἔκαναν στὰ βιβλία τους ἔγκυροι «μονομάχοι» ποὺ βγῆκαν καὶ ὑπερασπίστηκαν ἐθελοντικὰ τὴ γλῶσσα, τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα, ὅπως οἱ κ.κ. Στ. Ράμφος, Ἰ. Καλιόρης, Σαρ. Καργᾶκος καὶ δεκάδες ἄλλοι ἀρθρογράφοι (γυμνασιάρχες, πανεπιστημιακοί, δικηγόροι, δικαστικοί, καλλιτέχνες) ποὺ ἀνατρίχιασαν καὶ ἀγανάκτησαν ἀπὸ τοὺς βαρβαρισμοὺς καὶ τοὺς βανδαλισμοὺς («καλά, βρὲ παιδιά, κάντε τὶς ἀταξίες σας, ἀνώριμοι εἶστε, ἀλλὰ μὴ σπᾶτε καὶ τὶς βιτρίνες τῆς Σόλωνος, καὶ μάλιστα βιβλιοπωλείων, γιατὶ τότε γίνεστε ἀληταριὸ κι᾿ ὣς πότε θὰ σᾶς ἀνεχθοῦμε...»). Ὡστόσο γιὰ νὰ πάρει ὁ ἀναγνώστης μιὰ γεύση τοῦ νεόκοπου ἰδιώματος (ἀποφεύγουμε τὸ εὔκολο πνεῦμα γύρω στοὺς νεολογισμοὺς καὶ τοὺς σολοικισμούς, γιατὶ αὐτοὶ ὑπάρχουν σὲ κάθε γλῶσσα, εἴτε δημοτική, εἴτε καθαρεύουσα, εἴτε λαϊκή, καὶ ἁπλῶς δείχνουν ἀγραμματοσύνη, ἀλλὰ θὰ σημειὼσουμε τὴ νέα μέθοδο τῆς παρατακτικῆς σύνταξης, χειρότερης καὶ ἀπὸ τὶς «μακαρονοειδεῖς» ἐκφράσεις τῶν πάλαι ποτὲ ἀττικιστῶν), σταχυολογοῦμε ἐδῶ δύο δείγματα, τὸ ἕνα κομματικό, τὸ ἄλλο διοικητικό, ἀπὸ τὴν καθημερινὴ σοδειὰ ποὺ φιγουράρει στὰ πάσης φύσεως ἔντυπα. Καὶ αὐτὰ δὲν εῖναι τῆς πρώτης ἐποχῆς ὁπότε τὸ πρᾶγμα θὰ εἶχε κάποιο ἐλαφρυντικό, ἀλλὰ χρησιμοποιοῦνται καὶ μετὰ ἀπὸ τέσσερα χρόνια, σὲ πεῖσμα τῶν ὅσων γράφτηκαν καὶ γράφονται, ἄρα ἡ ἀσθένεια χτύπησε στὰ κἐντρα τοῦ ἐγκεφάλου καὶ θὰ παρακολουθεῖ τὸν ἄρρωστο μέχρι νὰ πεθάνει, ὅπως ἡ παράλυση καὶ ἡ σχιζοφρένεια. Παραθέτουμε τὸ πρῶτο δεῖγμα: «Πρόταση τοῦ ΚΚΕ γιὰ μιὰ πολιτικὴ πρὸς τὴν κατεύθυνση τῆς κατάργησης τῆς ἰμπεριαλιστικῆς ἐξάρτησης καὶ κατάκτησης τῆς ἐθνικῆς ἀνεξαρτησίας» (Βῆμα, 17.2.85, ἀπὸ ἀνακοίνωση τοῦ ΚΚΕ). Καὶ τὸ δεύτερο: «Ἡ ἄμεση προώθηση τῆς ἵδρυσης φορέα διερεύνησης τῶν τροχαίων ἀτυχημάτων, ποὺ θὰ ἔχει τὴν ὀνομασία Ἰνστιτοῦτο ἔρευνας ὁδικῶν ἀτυχημάτων, εἰναι ἀναγκαία καὶ θὰ γίνει» (Ἐλευθεροτυπία, 26.2.85). Καὶ τὰ παραδείγματα αὐτὰ εἶναι ἀπὸ τὰ πιὸ ἀθῶα. ᾽Αλλὰ ἐκεῖνο ποὺ θέλουμε νὰ ἐπισημάνουμε εἶναι ἡ σύγχυση ποὺ προκαλεῖ αὐτὴ ἡ γλῶσσα στὸ γλωσσικὸ αἰσθητήριο τοῦ μέσου ἕλληνα· καὶ ἰδίως στὰ νεαρὰ ἄτομα, εἰτε διαβάζουν στὶς ἐφημερίδες, εἴτε τὴν ἀκοῦνε στὴ ραδιοτηλεόραση. Διότι αὐτὸς ὁ μέσος ἕλληνας μιλάει μιὰ κάποια γλῶσσα ποὺ τὴ μαθαίνει κυρίως στὸ περιβάλλον του, διαβάζει μιὰν ἄλλη γλῶσσα γραμμένη ἀπὸ δόκιμους συγγραφεῖς ποὺ ξέρουν τὴ δημοτική, συχνὰ διαβάζει καὶ καθαρεύουσα ποὺ ὑφίσταται σὲ «ἀναπόφευκτα» κείμενα παλαιοτέρων συγγραφέων, ἱστορικά, ἐπιστημονικά, ἐκκλησιαστικά, δικονομικὰ — καὶ τώρα τοῦ ἐπιβάλλεται καὶ ἡ πιὸ πάνω «ξύλινη γλῶσσα» τῆς Διοίκησης. Ποιάν τελικὰ θὰ προτιμήσει γιὰ νὰ ἐξωτερικεύσει τὶς ἐκφραστικές του ἀνάγκες; Καμμιὰ καὶ ὅλες, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἔχουμε τὴ σημερινὴ ἀγλωσσία, ἀλαλία ἢ ἐκφραστικὴ ἀγκύλωση. Πήγαμε νὰ καταργήσουμε τὴ διγλωσσία (ποὺ δὲν ἦταν στὴν οὐσία διγλωσσία) καὶ πέσαμε στὴν πολυγλωσσία (δηλ σὲ μωσαϊκὸ λέξεων, τύπων καὶ γραμματικῶν κανόνων).

Εἶναι φυσικὸ βέβαια σ᾿ ἕνα λαό, σὲ περιόδους σημαντικῶν κοινωνικῶν ἀνακατατάξεων, νὰ ἐμφανίζονται αὐτὰ τὰ φαινόμενα. Αὐτὸ συμβαίνει ὅταν κατώτερα λαϊκὰ στρώματα ἀνέρχονται τὴν κοινωνικὴ κλίμακα, ἐπιδιώκοντας νὰ ἐκτοπίσουν τὰ ἀνώτερα στρώματα ἢ νὰ ἐξομοιωθοῦν μ᾿ αὐτά, καὶ ἐνῶ τὰ μιμοῦνται στοὺς τρόπους (καὶ ἡ γλῶσσα εἶναι ἕνας ἀπ᾿ αὐτούς), μεταφέρουν, καὶ ὄχι μόνον ἐπὶ μιὰ γενιά, καὶ τὶς ἰδιο-τυπίες τῆς καταγωγῆς τους. Ἔτσι ἔχουμε τὴν ἀταίριαστη συνύπαρξη λαϊκότητας καὶ ἐθιμοτυπίας, γλῶσσα τῆς ἀγορᾶς καὶ «περιδιαγραμμάτου» ἐκφράσεις. Δηλαδὴ ἕνα μεικτὸ (ἀλλὰ ὄχι νόμιμο εἶδος) ποὺ θὰ τὸ λέγαμε γλωσσικὸ τραγέλαφο. Τὸ φαινόμενο τὸ συναντᾶμε στὴν ἐποχὴ τοῦ Μολιέρου, στὴν περίοδο ἀμέσως μετὰ τὴ Γαλλικὴ Επανάσταση καὶ στὴ δική μας Ἱστορία μετὰ τὴν Ἐπανάσταση τοῦ ᾿21. Ἀλλὰ ἰδιαίτερα στὴ γλῶσσα, συναντᾶμε μιὰ παράλληλη περίοδο μὲ τὴ δική μας, στὸ Βυζάντιο κατὰ τοὺς αἰῶνες ἀπὸ τὸν 7ο (τῶν Ἰσαύρων) μέχρι τὸν 12ο (τῶν Κομνηνῶν). Οἱ περιπέτειες τοῦ Ἑλληνισμοῦ δὲν ἡταν δυνατὸν ν᾿ ἀφήσουν ἀνεπηρέαστη τὴν κοινωνικὴ σύνθεση τοῦ Κράτους. Αὐτὸ ἦταν καλὸ διότι ὁ λαὸς πραγματοποιοῦσε μιὰ κινητικότητα πρὸς τὰ ἄνω, ἀνανέωνε τὸ αἷμα τῆς ἡγέτιδας τάξης, ἀλλὰ αὐτὸ εἶχε καὶ ἕνα μειονέκτημα: δὲν πρόφταινε νὰ παγιωθεῖ κάτι τὸ σταθερό, διότι οἱ διαδοχικὲς «ἀλλαγὲς» συνεπέφεραν μιὰν ἐνδημοῦσα διάλυση, μὲ τὸ σύνδρομο νὰ παρουσιάζει καὶ ἡ γλῶσσα μιὰν ἀποσύνθεση. Ὁ Σπυρίδων Ζαμπέλιος αὐτὸ τὸ σύμπτωμα τὸ περιγράφει στὶς Βυζαντινὲς Μελέτες του καὶ οἱ διαπιστώσεις ποὺ κάνει νομίζει κανεὶς ὅτι ἔχουν ὡς ἀντικείμενό τους τὴ σημερινή μας καταστάση στὸ γλωσσικό. ᾽Αξίζει ν᾿ ἀναφέρουμε αὐτὸ τὸ ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ ἔργο του:

«Ἡ ἀποβολή, λέει σημαντικῆς μερίδος ἀρχαίου λεκτικοῦ, ἡ ἀντικατάστασις πλείστων ὅσων λέξεων ἰδιωτικῶν (προφανῶς ἐννοεῖ λέξεων χρησιμοποιουμένων ἐκλεκτικῶς μὲ εἰδικὴ σημασία), καὶ ἡ σύνθεσις ἑτέρων λέξεων, ἡ εἰσβολὴ φράσεων, ρήσεων, ἰδιω(μα)τισμῶν νεωτέρων καὶ προπάντων ἡ ἀποσύνθεσις τῆς γραμματικῆς ἐπήνεγκον ἀναγκαῖον ἀποτέλεσμα τὴν διάλυσιν τῆς παλαιᾶς συντάξεως, συνεπέφερον, ὡς ἧν συνεπές, δεινὴν διάρρηξιν εἰς τὴν ὑφὴν τοῦ ἀρχαίου λόγου. Ἔκτοτε, τῶν μὲν ἐκ τῶν ἀναγκαίων μίτων ἐκλιπόντων, ἄλλων δὲ μεταποιηθέντων, καὶ ἄλλων πάλιν δυσαρμόστων ὑπελθόντων εἰς τὸν ἰστόν, χάσματα καὶ νήματα παράρρυθμα καὶ ἅμματα ἑτερόζυγα πάμπολλα εἰσεχώρησαν ἐν τῷ ὑφάσματι. Τὸ δὲ ἐλεεινότερον, ἡ συμβάσα ἀναστάτωσις ἐν τῇ γενικῇ τῆς γλώσσης οἰκονομίᾳ εἰσήγαγε τὴν ὀχλαγωγίαν. Διότι, οὐ μόνον ὑπερπλεόνασαν ὡς ἐκ τούτου οἱ ἐγχώριοι ἰδιω(μα)τισμοί, καὶ διὰ τὴν ἔλλειψιν στερεῶν ὕφους ὑπογραμμῶν, ἐπερίσσευσαν αἱ περὶ τὴν σύνταξιν τῶν διαφόρων τοῦ λόγου μερῶν ἰδιορυθμίαι, ἀλλά, προϊούσης τῆς χυδαιότητος (ἐννοεῖ τῆς λαϊκότητος), ἕκαστος αὐθαιρέτως καὶ κατ᾿ ἀρέσκειαν τὸν λὸγον αὐτοῦ συνέταξεν, ἑωσοῦ ἐπεκράτησεν ἀναρχία παντελής, (σελ. 674-5)».

Καὶ βέβαια μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι μέσα ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν ἀναρχία καὶ στὴ διαδρομὴ τῶν αἰώνων, πρόκυψε ὁ δημώδης λόγος, ἡ γλῶσσα τῶν δημοτικῶν τραγουδιῶν τῆς μέσης περιόδου τοῦ Βυζαντίου ποὺ μετὰ τὸν βιασμό της ἀπὸ τὴν Φραγκοκρατία ξαναβρῆκε καὶ πάλι τὴν παρθενικότητά της στοὺς χρόνους τῆς Τουρκοκρατίας (τότε γίνονταν αὐτὰ τὰ θαύματα). Ὅμως, φέρνοντας αὐτὸν τὸν παραλληλισμὸ στὰ ἄκρα, θὰ μπορούσαμε μήπως νὰ ποῦμε ὅτι ἀπὸ τὸ σημερινὸ γλωσσικὸ σύμφυρμα, θὰ προκύψει ἕνα ἰδίωμα, ἕνας ἑνιαῖος τύπος, μιὰ δομὴ ποὺ θὰ ἐπαρκεῖ γιὰ ὅλες τὶς ἐκφραστικὲς ἀνάγκες μιᾶς πολυδιάστατης κοινωνίας, ἔστω καὶ ἀτελοῦς; Νομίζουμε ὅτι μιὰ τέτοια ἐξέλιξη ἀποκλείεται. Πρῶτον διότι στὴ μακρυνὴ ἐκείνη ἐποχή, οἱ διεργασίες γίνονταν ἀργὰ-ἀργά, χρειάζονταν αἰῶνες. Τώρα θέλουμε ὅλα νὰ τὰ συν-τελέσουμε μέσα σὲ λίγα χρόνια, σὲ λίγες δεκαετίες (συνέπεια ἡ ἀφύσικη ἐξέλιξη τῶν πραγμάτων). Δεύτερον, ἠ Ἐξουσία δὲν ἐπενέβαινε στὴ γλῶσσα, ἐνῶ τώρα ἐπεμβαίνει. Τρίτον, ὁ λαὸς τότε διδασκότανε ἀπὸ τὴ Φύση καὶ ζοῦσε σὲ ἁρμονικὴ συμβίωση μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους σὲ κοινότητα ποὺ λειτουργοῦσε πάνω σὲ κώδικες παραδεκτούς. Σήμερα ὅμως Φύση γιὰ τὸ λαὸ εἶναι τὸ κουτὶ τῆς τηλεόρασης καὶ ὁ ἴδιος ζεῖ σὲ δυσαρμονία μὲσ᾿ τὴν ἐχθρικὴ πόλη. Ἔτσι τὸ γλωσσικὸ αἴσθημα βρίσκεται σὲ λήθαργο ἢ ἀφήνεται ἄβουλο νὰ ὁδηγεῖται ὅπου τὸ πᾶν οἱ «διδάχοι». Καὶ σήμερα οἱ «διδάχοι» του εἶναι γιὰ μὲν τοὺς ἐνήλικες ἡ ραδιοτηλεόραση καὶ ὁ Τύπος ποὺ ἀπευθύνονται σ᾿ ἕνα χωρὶς πνευματικὲς ἀπαιτήσεις κοινό, γιὰ τὰ παιδιὰ δὲ εἶναι τὸ σχολεῖο, ὅπου οἱ «δασκάλοι» διδάσκουν ὄχι τὴ γλῶσσα ποὺ μιλοῦν καὶ ποὺ γράφουν, τὴ γλῶσσα ποὺ σχηματίστηκε μέσα τους ἀπ᾿ τὰ διαβάσματά τους, ἀλλὰ τὴ γλῶσσα ποὺ ἐπιβάλλει ἡ ᾽Εξουσία, μιὰ γλῶσσα πέρα γιὰ πέρα τεχνητή, φτιαγμένη ἀπὸ πεισματάρηδες καὶ ἀδόκιμους τεχνίτες, γλῶσσα «ἀτζαμήδικη».

Γι᾿ αὐτὸ λέμε ὅτι δὲν συντρέχουν οἱ ἴδιες συνθῆκες, οὕτε ὅπως στὴν ἐλληνιστικὴ ἐποχή, οὔτε τὴ μεσαιωνική, ποὺ θὰ βοηθοῦσαν νὰ δημιουργηθεῖ, μὲ τὸν καιρὸ βέβαια, ἕνα ἰδίωμα «κοινῆς» ἀποδοχῆς, ὅπως τὶς ἐποχὲς ἐκεῖνες. Ἀλλὰ καὶ ἂν ἀκόμα βοηθοῦσαν οἱ συνθῆκες, κάτι τέτοιο προυποθέτει κατὰ κύριο λόγο κλῖμα ἐλευθερίας. Καὶ εἶναι θλιβερὸ ὅτι σὲ ἐποχὲς αὐταρχίας, ἡ ἐλευθερία αὐτὴ στὴ γλῶσσα ὑπῆρχε, ἐνῶ δὲν ὑπάρχει στὰ δημοκρατικὰ χρόνια μας.

Ἔτσι λοιπὸν έχουμε τὴν ἐπιβολὴ τοῦ νέου «ἰδιώματος» στὴ γραφὴ μὲ τὸ μονοτονικό, καὶ στὸ λεξιλόγιο καὶ τὴ σύνταξη, τόσο στὸ γραπτὸ ὅσο καὶ στὸν προφορικὸ λόγο.

Αὐτὸς ὁ καταναγκασμὸς ἐκ μέρους τῶν κυβερνώντων πάνω σ᾿ ἕνα λαὸ ν᾿ ἀποδεχθεῖ ἕνα σύστημα γραπτοῦ λόγου ποὺ εἶναι διαφορετικὸ ἀπὸ τὸ παραδοσιακό, δηλ. τὸ ἐν χρήσει ἐπὶ αἰῶνες, ἕχει τόσο στὰ κίνητρα ὅσο καὶ στὶς συνέπειες τῆς ἐφαρμογῆς του, ἕνα ἀντίστοιχο προηγούμενο ποὺ συνέβη καὶ σημάδεψε ὀδυνηρὰ τὴν Ἱστορία αὐτοῦ τοῦ ἔθνους, σὲ πολὺ παλαιότερα χρόνια, ἐννοοῦμε τὸ κίνημα τῆς Εἰκονομαχίας στὸ Βυζάντιο, τὸν 7ο καὶ τὸν 8ο αἰῶνα. Ἂς μὴ φανεῖ ὑπερβολικὸς ἢ ἐξεζητημένος ὁ συσχετισμός. Ἂν παραμερίσουμε τὶς ὀνοματοθεσίες καὶ τὸ «ἱστορικὸ» ἐπίχρισμα, τὰ κινήματα αὐτά, ὁ ἐξαναγκασμὸς τοῦ θρησκευτικοῦ αἰσθήματος τότε καὶ ὁ πειθαναγκασμὸς τοῦ γλωσσικοῦ αἰσθήματος σήμερα, ἔχουν κοινὰ τὰ αἴτια, ὁμοιόμορφους τοὺς στόχους καθὼς καὶ τοὺς τρόπους ἐφαρμογῆς τους, φυσικὰ τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν. Εἶναι ἐκπληκτικὲς οἱ ταυτόσημες παράμετροι τῶν δύο περιόδων γιὰ τὸν μελετητὴ ποὺ θὰ ἤθελε νὰ ἐμβαθύνει στὰ πράγματα καὶ ὄχι νὰ σταθεῖ στὴ χρονογραφικὴ ἐπίφαση τῶν συμβάντων καὶ στὸν ὁρατὸ ρόλο τῶν ἱστορικῶν προσώπων. Θὰ ἦταν πολὺ ἐνδιαφέρων ἕνας παραλληλισμὸς τῶν δύο περιόδων σ᾿ ὅλες τὶς ἐκφάνσεις του, ἀλλὰ δὲν εἶναι τοῦ παρόντος· ἴσως ἀποτελέσει θέμα καὶ πρόκληση, καὶ ὄχι μόνο γιὰ τὸν γράφοντα, γιὰ ἕνα ἱστορικὸ δοκίμιο. ᾽Αλλὰ ὁ παραλληλισμὸς σὲ γενικὲς γραμμὲς εἶναι ἀπόλυτα δικαιολογημένος, διότι αὐτὰ τὰ δύο κινήματα εῖναι ἴσως τὰ μόνα στὴν ἱστορία τοῦ ἐλληνικοῦ ἔθνους ποὺ ἡ Εξουσία ἐπέβαλε πνευματικὸ ἐξαναγκασμὸ στὸ λαό. Βέβαια, ὑπῆρξαν «ἐπαναστάσεις», πραξικοπήματα καὶ ἄλλες πολλῶν εἰδῶν «ἐξουσίες», ὅπου μιὰ μειοψηφία ἐπέβαλε τὶς ἀπόψεις της στὴν πλειοψηφία, ἐπίσης ὑπάρχουν καὶ «πλειοψηφίες» ποὺ ἐπειδὴ ἔχουν τὴν «ἐντολὴ» ἀπ᾿ τὸ λαὸ (τὸ πῶς ἐλήφθη αὐτὴ ἡ ἐντολὴ καὶ ἂν ἡταν γιὰ τὸ συγκεκριμένο θέμα, ποτὲ δὲν ἐξετάζεται), ὑποχρεώνουν τὴ «μειοψηφία» νὰ ὑπακούσει καὶ νὰ συμπορευθεῖ μὲ τὶς ἄνωθεν ἐντολές. Αὐτὰ ὅμως τὰ φαινόμενα, πάμπολλα στὴν ἱστορία μας καὶ τὴν παλιὰ καὶ τὴ σύγχρονη, ἀφοροῦσαν καὶ ἀφοροῦν πολιτικοὺς ἐξαναγκασμούς, δηλαδὴ ἀπευθύνονται στὴν ἐξωτερικὴ συμπεριφορὰ τῶν πολιτῶν καὶ συνήθως περιορίζονται στὴν ἀπαγόρευση δράσης ποὺ θέτει σὲ κίνδυνο τὴν ὑπόσταση τοῦ ἰσχύοντος καθεστῶτος. Δὲν ἀφοροῦν τὸν ἐσωτερικὸ ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος μπορεῖ νὰ νιώθει ἐλεύθερος κάτω ἀπὸ ὁποιοδήποτε καθεστὼς φτάνει νὰ μπορεῖ ν᾽ ἀσκεῖ τὴν πατροπαράδοτη λατρεία καὶ νὰ ἐκφράζεται μὲ τὴν ἐπιλογὴ τοῦ δικοῦ του μέσου (καὶ βέβαια ὡς ἔκφραση νοεῖται πρωταρχικὰ ὁ λόγος, προφορικὸς καὶ γραπτός, καὶ μετὰ ἔρχονται οἱ ἄλλοι τρόποι «ἔκφρασης»: ζωγραφική, μουσικὴ κ.λπ.).

 

Στὶς δυὸ αὐτὲς περιόδους πού, κατὰ τὴ γνώμη μας, μοιάζουν βλέπουμε ὅτι ἔχει ἐπιβληθεῖ ἕνας πνευματικὸς διωγμός. Στὸ γλωσσικὸ ἡ λέξη διωγμὸς ἴσως νὰ ξενίζει. ᾽Αλλὰ ἔτσι ἄρχίζουν ὅλοι οἱ διωγμοί: στὴν ἀρχὴ ὑπάρχουν οἱ θεωρίες καὶ ἡ «διαφώτιση», ὕστερα τὸ πρᾶγμα προχωρεῖ στὴ διαμάχη καὶ τὴν ἐμπάθεια καὶ τέλος ἐπιβάλλεται καταναγκασμὸς σ᾿ αὐτοὺς ποὺ πιστεύουν τ᾿ ἀντίθετα. Καὶ στὴν εἰκονομαχία προϋπῆρξε ἕνα στάδιο ζυμώσεων, στὴ συνέχεια ἡ ἐξουσία ἔβαλε στόχο τὰ σύμβολα, καὶ τελικὰ τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ πρὶν ἀπὸ τὸν Λέοντα Γʹ τὸν Ἴσαυρο, ὑπῆρξε καλλιέργεια τῆς ἰδέας καὶ ἐφαρμογὲς κατάλυσης τῶν εἰκόνων. Μὲ τὴ θεσμοθέτηση ἐλήφθησαν ἤπια μέτρα, ὅπως ἡ ἀνάρτηση τῶν εἰκόνων ψηλότερα, ὥστε νὰ μὴ μποροῦν νὰ τὴν ἀσπάζονται οἱ πιστοί, ἀλλὰ τὸ πρᾶγμα ἐξελίχθηκε σε πραγματικὸ διωγμὸ καὶ τὰ περιστατικὰ ποὺ ἀναφέρονται δείχνουν ἄγρια πάθη καὶ φανατισμό: καρατομήσεις, διαπομπεύσεις, στιγματισμούς. Φυσικὰ αὐτὰ εἶναι ἀκραῖες καταστάσεις. Καὶ ἀπὸ φυσικοῦ τους οἱ ἄνθρωποι ὅλων τῶν ἐποχῶν ἔχουν τὴν ἀφέλεια νὰ νομίζουν ὅτι στὴ δική τους τὴν ἐποχὴ τέτοια πράγματα δὲν γίνονται... Ποιός ὅμως θὰ πίστευε ὅτι μετὰ ἀπὸ τόσους ἀγῶνες γιὰ τὴν ἐλευθερία (ὁ καθένας τῆς δίνει τὴν ἔννοια ποὺ τοῦ συμφέρει) καὶ τὰ ἀτομικὰ δικαιώματα, στὰ χρόνια μας θὰ σκοτώνονται ἱερεῖς γιατὶ κηρύσσουν (Πολωνία) καὶ θὰ κουρεύονται καὶ θ᾿ ἀποσχηματίζονται οἱ ὀρθόδοξοι παπάδες (᾽Αλβανία);

᾽Αλλὰ ἂν κάνουμε αὐτὴν τὴν παρέμβαση εἶναι γιὰ νὰ ὑπογραμμίσουμε δυὸ καίριες ὁμοιότητες ποὺ ἔχουν αὐτὰ τὰ δύο κινήματα: τῆς εἰκονομαχίας καὶ τῆς γλωσσοκτονίας. Ἡ πρώτη εἶναι ὅτι καὶ στὶς δύο περιπτώσεις οἱ ἐπιρροὲς καὶ οἱ διεισδύσεις προῆλθαν ἔξωθεν, ἀπὸ ἐχθροὺς τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ποὺ εἶχαν στόχο τὴ διάσπαση καὶ τὴν ἀποσύνθεσή του. Τότε, ὁ συνεκτικὸς δεσμὸς ποὺ ἕνωνε τὸν βυζαντινὸ λαὸ νὰ νιώθει ὁμοψυχία ἦταν ἡ λατρεία, ἔστω καὶ μὲ τὴ διάσταση τῆς τυπολατρείας καὶ τῆς δεισιδαιμονίας ἀκόμα, ἀπότοκης τῆς χαμηλῆς πνευματικῆς στάθμης, καὶ σήμερα συνεκτικὸς δεσμὸς τῆς ταυτότητας τοῦ Ἑλλη νισμοῦ εἶναι ἡ γλῶσσα καὶ μόνον αὐτὴ· καὶ ἡ δεύτερη ὁμοιότητα εἶναι ὅτι καὶ τὰ δύο κινήματα ἐμφανίστηκαν μὲ τὸ μανδύα τῆς προοδευτικότητας καὶ τῆς μεταρρύθμισης (ἂς τὴν ποῦμε «ἀλλαγὴ» γιὰ νὰ συνεννοούμεθα), Βέβαια δὲν εἴμαστε μὲ τὸ μέρος τῶν ἀντιμεταρρυθμιστῶν. Τὸ λεπτὸ σημεῖο εἶναι τί ἐπιδέχεται μεταρρύθμιση καὶ τί ὄχι. Γιατὶ κάτω ἀπὸ τὶς σαρωτικὲς μεταρρυθμὶσεις σείονται καὶ τὰ ἴδια τὰ θεμέλια τῆς Φυλῆς. Κακὸ βέβαια εἶναι νὰ λατρεύονται τὰ ξύλα· ἐξίσου κακὸ ὅμως εἱναι νὰ πιστεύεις σὲ θολὲς ἰδέες καὶ ν᾿ ἀπαρνεῖσαι ὑπαρξιακὲς ἔννοιες ὅπως ἡ πατρίδα, ἡ πνευματικὴ κληρονομιά, ἡ θρησκεία, τὸ ἦθος, ἡ γλῶσσα. Ἄν οἱ «μεταρρυθμίσεις» κλονίζουν αὐτὰ τὰ θεμέλια δὲν κάνουν τίποτα ἄλλο ἀπὸ τὸ νὰ ἐξυπηρετοῦν τοὺς σκοποὺς τῶν ἔξωθεν ἐχθρῶν τοῦ ἔθνους (δὲν ἔχει σημασία ἂν αὐτοὶ λέγονται ἑβραϊσμός, ἰσλαμισμός, ἐκλατινισμός, διεθνισμὸς γιὰ νὰ μὴν πᾶμε πρὸς τὸ παρὸν στὰ πιὸ συγκεκριμένα).

Ὅπως καὶ νὰ τὴν ποῦμε τὴν ἐπιβολὴ τῆς ἐξουσίας, ἐξαναγκασμὸ ἢ διωγμό, τὸ θέμα εἶναι ὅτι ἀρχίζει μὲ τὴν κατάλυση τῶν συμβόλων, ποὺ κατὰ τὴν ἄποψή της ἐκφράζουν καὶ μιὰ (μὴ ἐπιτρεπόμενη) νοοτροπία. Οἱ «διώξεις» ἐπιβάλλονται στὴ συνέχεια, ὅταν οἱ παλιοὶ θὰ ἐπιμένουν νὰ γράφουν μὲ τὸν «ὀρθόδοξο» τρόπο καὶ πολλοὶ νέοι θὰ κατηχοῦνται εἴτε ἀπ᾿ τὸ περιβάλλον τους εἴτε θ᾿ ἀνακαλύπτουν μόνοι τους ὅτι αὐτὰ ποὺ τοὺς μαθαίνουν οἱ ἐπίσημοι δάσκαλοί τους εἶναι φτωχά, χωρὶς βάσεις καὶ ἀτελέσφορα νὰ ἐκφράσουν τὴν ἀνήσυχη σκέψη τους ποὺ θὰ ἀναθερμαίνεται ἀναπόφευκτα καὶ ἀπὸ τὶς ἀπηχήσεις ἑνὸς πλούσιου παρελθόντος. Βέβαια αὐτὰ θὰ τὰ νιώσουν οἱ ἐκλεκτοί· μὰ αὐτοὶ εἶναι ποὺ τὴν πληρώνουν. Ποτὲ δὲν κηρύχτηκε διωγμὸς κατὰ ἠλιθίων. Ὁπότε ἡ Ἐξουσία ὅταν διαβλέψει κίνδυνο ν᾿ ἀνατραπεῖ ἡ ἰδεολογία της, κάποτε (ἂν δὲν ἀλλάξουν τὰ πράγματα) θὰ διατάξει: «᾽Απαγορεύεται νὰ γράφεται ὁποιοδήποτε κείμενο στὴν καθαρεύουσα ἢ νὰ γράφεται μὲ τὸ πολυτονικὸ σύστημα». Ὅπως τὸ ἔκανε καὶ ὁ Κεμὰλ πασᾶς (τότε ποὺ τὸ ἐπέβαλε ἦταν πασᾶς, ὕστερα ἔγινε ᾽Ατατοὺρκ) ὅταν ἀπαγόρευσε νὰ τυπώνονται κείμενα μὲ τὸ ἀραβικὸ ἀλφάβητο. Ἀλλὰ ὁ Κεμὰλ ἡταν δικτάτωρ· ἐμεῖς, λόγω γενικωτέρου κλίματος, προτιμοῦμε ἀντὶ τοῦ ἐξαναγκασμοῦ, τὸν ἐθισμὸ (πρὸς τὸ παρόν): Μὲ τὴν ἐκπαίδευση καὶ μὲ τὰ μέσα μαζικῆς ἐνημέρωσης.

Πράγματι μὲ τὴ θέσπιση τοῦ μονοτονικοῦ ἄρχισε ἡ καταστροφὴ ὅλου τοῦ ἐντύπου ὑλικοῦ τοῦ Δημοσίου, ἡ ἀντικατάσταση ὅλων τῶν πινακίδων κτιρίων, δρόμων, ὑπηρεσιῶν κ.λπ. Ἡ ἀχρήστευση ὅλων τῶν βιβλίων τῆς Δημοτικῆς ἐκπαίδευσης, γιατὶ τὰ παλιὰ ἧταν «σκοταδιστικά», ἔστω καὶ στὴ δημοτικὴ γραμμένα. ᾽Ακολούθησε ἡ ἐσπευσμένη κυκλοφορία νέων βιβλίων στὴ Μέση Ἐκπαίδευση, ὅλων τῶν μαθημάτων, ὄχι ἀπαραίτητων, ἀφοῦ βέβαια τὰ Μαθηματικὰ καὶ ἡ Χημεία δὲ μποροῦσαν νὰ ἧταν σκοταδιστικά, ὅπως ἧταν γραμμένα. ᾽Αλλὰ ὁ στόχος ἦταν νὰ μὴν ἔχει ἡ νεολαία ἐπικοινωνία μὲ τὸν παλιὸ τρόπο γραφῆς. Ὅπως καὶ τὸ κοινό, πάση θυσίᾳ νὰ ξεμάθει τὴν ὀρθογραφία καὶ τὸν τονισμὸ ποὺ ἔμαθε στὸ σχολεῖο. Ἔτσι ὅλοι οἱ ὑπότιτλοι τῶν κινηματογραφικῶν ταινιῶν ποὺ προβάλλονται ἀπ᾿ τὴν τηλεόραση (καὶ στὴ μεγάλη πλειοψηφία τους πρόκειται για παλιὲς ταινίες ποὺ εἷχαν ὑποτίτλους) ξαναγράφτηκαν μὲ τὸ μονοτονικὸ ἢ ἀρκετὲς μὲ τὸ ἀτονικό. Ὅπως μὲ ἀτονικὴ γραφὴ συντάσσονται ὅλες οἱ προκηρύξεις, τὰ «καλέσματα» καὶ οἱ πάσης φύσεως «ἀναγγελίες» συνήθως γιὰ ἀπεργίες καὶ πορεῖες καὶ ὅλα τὰ ψηφίσματα ποὺ ἐκπορεύονται ἀπὸ κομματικὰ σωματεῖα καὶ κυβερνητικοὺς ἢ δημαρχιακοὺς «φορεῖς». Γλῶσσα συνήθως στεγνή, τυποποιημένη, συνθηματική, φαλακρή. Μιὰ τέτοια γλῶσσα ὅμως αὐτοϋπονομεύεται γιατὶ ταυτίζεται μὲ τὸ εὔκολο, τὸ «ἀγκιτατόρικο» καὶ τὸ εὐτελές. Πῶς νὰ κάνεις ποίηση μὲ μιὰ τέτοια γλῶσσα καὶ μὲ τέτοια «ἀτελῆ» γραφή; Αὐτὴ ἡ ἐγγενὴς ἀδυναμία της κάποτε θὰ λειτουργήσει ἐναντίον της σὰν μπούμερανγκ.

᾽Εκτὸς ὅμως ἀπὸ τὸν ἐξαναγκασμὸ ποὺ ἀσκεῖται στὴν ἐκπαίδευση καὶ τὴ Διοίκηση, ἡ τάση τῆς βίαιης προσαρμογῆς στὸ νέο σύστημα γραφῆς διείσδυσε καὶ στὸν ἰδιωτικὸ τομέα: εἰδικὰ στὶς σχέσεις συγγραφέων καὶ ἐκδοτῶν. Δηλαδὴ οἱ ἐκδότες μετατρέπουν τὴν ὀρθογραφία μὲ τὴν ὁποία εἷναι γραμμένα τὰ κείμενα σὲ μονοτονικὴ ἢ ἀτονικὴ γραφὴ χωρὶς νὰ ζητήσουν τὴν ἔγκριση τῶν συγγραφέων. Στὸν ἡμερήσιο καὶ περιοδικὸ τύπο, αὐτὸ γίνεται κατὰ σύστημα παρ᾿ ὅλο ποὺ οἱ περισσότεροι δημοσιογράφοι καὶ ἀρθρογράφοι (γιὰ νὰ μὴν ποῦμε ὅλοι) γράφουν τὰ κείμενά τους μὲ τὴ γνωστὴ καθιερωμένη γραφή. Βέβαια σὰν δικαιολογία προβάλλεται ἡ ἀνάγκη τῆς ὁμοιομορφίας. Ὡστόσο κάτι τέτοιο δὲν παύει ν᾿ ἀποτελεῖ ἕνα εἶδος λογοκρισίας τοῦ στοιχειοθέτη. ᾽Εδῶ ἂς ἀναγνωρισθεῖ ἡ ἐντιμότητα καὶ συνέπεια τοῦ περιοδικοῦ ΑΝΤΙ, ποὺ παρ᾿ ὅλον ὅτι γράφεται στὸ μονοτονικὸ (ἄραγε δὲν θὰ ἔπρεπε ν᾿ ΑΝΤΙ-σταθεῖ καὶ σ᾿ αὐτὴ τὴν παραποίηση ὅπως ΑΝΤΙ-στέκεται σ᾿ ὅλες τὶς ἄλλες παραποιήσεις;) ἐντούτοις ὅταν φιλοξενεῖ καὶ μάλιστα πολυσέλιδα ἄρθρα συγγραφέων ποὺ ὑπεραμύνονται τῆς παραδοσιακῆς γραφῆς, τὰ τυπώνει στὸ πολυτονικό. ᾽Αλλὰ πολλοὶ ἐκδότες, ὄχι μόνον ἐφημερίδων καὶ περιοδικῶν ἀλλὰ καὶ βιβλίων, δὲν τὸ θεωροῦν ὡς οὐσιῶδες καὶ αὐθαιρέτως ἀλλάζουν τὸ σύστημα γραφῆς. Εἶναι γνωστὴ ἡ περιπέτεια τοῦ Γιώργου Ἰωάννου καὶ ἡ διαμαρτυρία του γιὰ τὴν ἀλλοίωση τοῦ γραπτοῦ κειμένου του κατὰ τὴν ἐκτύπωση (ὑπάρχει στὸ ᾽Επίμετρο)· γιατὶ ὁ ᾽Ιωάννου ἐκτὸς ἀπὸ καταξιωμένος πεζογράφος ἧταν καὶ φιλόλογος καὶ γνώριζε ὅσο λίγοι ὅτι ἡ γλῶσσα εἶναι ἕνα τόσο εὐαίσθητο πρᾶγμα ποὺ δὲν ἀνέχεται τὴν παραμικρὴ κακο-ποίηση. Ποῦ εῖναι ὅμως ἡ εὐαισθησία τόσων καὶ τόσων συγγραφέων ποὺ δέχονται ἀδιαμαρτύρητα νὰ τοὺς φορέσουν τὸ ἀντερὶ μετὰ τὴ (γλωσσική) περιτομή τους; Θὰ πρέπει ἐδῶ νὰ ἐξαρθεῖ ἡ στάση μιᾶς συγγραφέως, τῆς κ. Μαρίας τζάνη, διδάκτορος τῆς Κοινωνιολογίας τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Σορβώνης: ἡ ἐπιστήμων αὐτὴ ἐξέδωσε στὴν Ἑλλάδα ἕνα σύγγραμμἁ μὲ τίτλο Σχολικὴ ἐπιτυχία, ζήτημα ταξικῆς προέλευσης καὶ κουλτούρας (1981). Ὁ ἐκδότης θεώρησε καλὸ νὰ τὸ τυπώσει μ᾿ ἕνα ἰδιόμορφο σύστημα γραφῆς (μονοτονικὸ μὲ κουκίδα). Ἡ συγγραφεὺς δὲν μπόρεσε νὰ ἐλέγξει τὰ δοκίμια καὶ ὅταν τὸ βιβλίο τυπώθηκε καὶ τὸ ἀντίκρυσε, ἐπέβαλε νὰ μπεῖ στὴν πρώτη μετὰ τοὺς τίτλους σελίδα (ξανατυπωμένη) ἡ ἀκόλουθη δήλωση μέσα σὲ πλαίσιο: «Γιὰ λόγους ἀνεξάρτητους ἀπὸ τὴ θέληση τῆς συγγραφέως αὐτοῦ τοῦ βιβλίου, κατὰ τὴν ἐκτύπωσή του χρησιμοποιήθηκε ἀτονικὴ γραφή. Ἡ θέση τῆς συγγραφέως ὅσον ἀφορᾶ τὴ γραφὴ τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσας, εἶναι ὅτι κάθε ἐπέμβαση σ᾿ αὐτὴ εἶναι πολιτιστικὰ ἀπαράδεκτη καὶ Εθνικὰ ἐγκληματική.» Ἡ δήλωση εἶναι εὔγλωτη καὶ δὲ χρειάζεται σχόλια. Ἂν δὲν μποροῦν νὰ τὴν ἐπιβάλλουν ὅλοι οἱ συγγραφεῖς καὶ οἱ δημοσιογράφοι στοὺς ἐκδότες τους τουλάχιστον ἂς τὴν «ἐν-τυπώσουν» μέσα τους. Ἴσως ἂν συσσωρευθοῦν πολλὲς τέτοιες ἐν-τυπώσεις ἀπὸ αὐθαιρεσίες, καταπιέσεις, λογοκρισίες καὶ βιασμούς, μπορεῖ κάποτε ν᾿ ἀφυπνισθεῖ τὸ βαθύτατα ριζωμένο ἔνστικτο τῆς πνευματικῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς ἐθνικῆς εὐθύνης καὶ ἀπαιτήσει κι᾿ αὐτή, ὅπως τὸ κάνουν σήμερα οἱ μαῦροι, οἱ ὑπόδουλες μειονότητες καὶ οἱ «ὑπήκοοι» μιᾶς μπλὰ μπλὰ μπλὰ πλειοψηφίας, νὰ τῆς ἀναγνωρισθεῖ τὸ δικαίωμα νὰ ἐκφράζεται «ὅπως θέλει». Πολὺ περισσότερο ὅταν αὐτὸ τὸ ὅπως θέλει πηγάζει ἀπ᾿ τὴν παράδοση καὶ τὴ μάθηση καὶ δὲν καθοδηγεῖται ἀπὸ «πιλότους» σημαιῶν εὐκαιρίας καὶ ἀπὸ «θεωρητικοὺς» τῆς ἥσσονος προσπαθείας.

 

Φυσικὰ μὲ τέτοια ἐπανατοποθέτηση τοῦ γλωσσικοῦ προβλήματος ἐντάσεται σὲ μιὰ συνολικὴ ἀνα-θεώρηση τῆς πορείας τοῦ Ἔθνους καὶ τῆς συνειδητοποίησης τῶν κινδύνων ποὺ τὸ ἀπειλοῦν. Θὰ γίνει αὐτὴ ἡ ἀνα-θεώρηση; Καὶ ὑπάρχουν ἄνθρωποι νὰ τὴν κάνουν; Οἱ οἰωνοὶ δὲν εἶναι παρήγοροι. Δὲν φτάνουν μερικὲς δεκάδες ἄνθρωποι ποὺ βλέπουν τὰ δεινὰ ποὺ σωρεύονται στὸν ὁρίζοντα. Καὶ ποὺ τὰ βλέπουν καὶ ποὺ τὰ γράφουν σὲ τί ὠφελεῖ; Οἱ ἐπισημάνσεις καὶ οἱ «μαντεῖες» τους μένουν ἀτελέσφορες, καὶ οἱ κώδωνες κινδύνου ποὺ κρούουν ἠχοῦν ἐπὶ ματαίῳ. Τὰ πάντα σήμερα εἶναι πολιτική. Καὶ ὅταν τὰ πάντα ἐπηρεάζονται ἀπὸ τὴν πολιτική, αὐτὸ δείχνει ὅτι ἡ κοινωνία εἷναι ἄνευρη, παραζαλισμένη, στεῖρα· δὲν δημιουργεῖ ἰδέες, μηρυκάζει ἰδέες. Δὲν φτιάχνει πολιτισμό, γλείφει τὸ «πολιτιστικό» του ἐπίχρισμα.

Ἂς μὴ νομισθεῖ ὅτι αὐτὰ ποὺ λέμε εἷναι παρονυχίδες. Μιλὼντας πάντα σὲ σχέση μὲ τὴ γλῶσσα αὐτὰ εἶναι σοβαρότατα. Ἄλλο ἂν οἱ πολλοὶ δὲν συνειδητοποιοῦνε τὴ σοβαρότητα τοῦ πράγματος. Κι᾿ αὐτὸ εἶναι ἕνα ἀκόμα πιὸ σοβαρὸ σύμπτωμα. Οἱ κεραῖες μας ἔπιασαν σκουριὰ καὶ ἡ εἰκόνα τῶν συντελουμένων εἶναι θολὴ στὴν τηλε-ὅρασή μας, διάστικτη, συγκεχυμένη. Στὸ τέλος βαριόμαστε ἀπ᾿ αὐτὰ ποὺ βλέπουμε, πατᾶμε τὸ κουμπὶ καὶ πᾶμε νὰ κοιμηθοῦμε. Καὶ σήμερα τὸ ἔθνος τὸ ἀποκοίμησαν σὲ βαθὺν ὕπνο. Λίγοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ γρηγοροῦν καὶ ὄχι μόνο γιὰ τοὺς κινδύνους ποὺ ἀπειλοῦν τὴ γλῶσσα, ἀλλὰ καὶ γιὰ πάρα πολλὰ ἄλλα. Ἡ γλῶσσα ὅμως εἶναι τὸ πρώτιστο, αὐτὴν τὴ στιγμή. Γιατὶ ἀπὸ κεῖ ἄρχισε ἡ διάβρωση, ὁ ἀφελληνισμός. Εἶναι θλιβερὸ τὸ ὅτι ἐκπαιδευτικοί, συγγραφεῖς, πολιτευτές, ἀρχηγοὶ κομμάτων δὲν τὸ ᾽χουν «πιάσει» τὸ ζήτημα. Οἱ τελευταῖοι νομίζουν ὅτι ἀποστολή τους εἶναι ἡ «πρόοδος», ἡ ἀνάκαμψη τῆς οἰκονομίας, οἱ παροχές, ἡ «συνύπαρξή» μας μέσ᾿ τὴν ΕΟΚ. Βέβαια κι᾿ αὐτὰ εἶναι δουλειὰ τῶν πολιτικῶν. ᾽Αλλὰ εἷναι ἀδιανόητο νὰ γίνεται συζήτηση σ᾿ ἐπίπεδο ἀρχηγῶν κομμάτων στὴ Βουλή, πρὸ τῆς ἡμερησίας διατάξεως (6/12/85), ποὺ νὰ βαστάει 14 ὡρες καὶ πλέον καὶ νὰ ἐπισημαίνονται οἱ κίνδυνοι γιὰ τὴν οἰκονομία, νὰ ἐπισημαίνονται οἱ κίνδυνοι τῆς ἐξωτερικῆς πολιτικῆς, νὰ ἐπισημαίνονται οἱ κίνδυνοι ἀπὸ τὶς ὁμάδες τῶν ἀναρχικῶν καὶ νὰ μὴ γίνεται νύξη γιὰ τὸ ποῦ πᾶμε σήμερα σὰν Ἕθνος. Ἴσως νὰ μᾶς ἀντιταχθεῖ ὅτι τὰ θέματα ἦταν καθωρισμένα. Ἀλλὰ ρωτᾶμε: πότε ἔγινε μιὰ συζήτηση γιὰ τὸν Ἑλληνισμὸ σήμερα; Ποτέ. Ἴσως ἐπειδὴ οἱ πολιτικοὶ φαντάζονται ὅτι ὅσο ὑπάρχει κρατικὴ ὑπόσταση ὁ Ἑλληνισμὸς δὲν κινδυνεύει· δηλαδὴ ταυτίζουν τὴν οὐσία μὲ τὸ περίβλημα, μὲ τὸ τσόφλι. ᾽Αλλὰ καὶ ἕνα μῆλο ἔχει γερὸ τσόφλι, τὸ ἀνοίγεις καὶ μέσα εἱναι σάπιο. Μόνο ὁ πρόεδρος τῆς Χριστιανικῆς Δημοκρατίας Νῖκος Ψαρουδάκης, στὰ λίγα λεπτὰ ποὺ εῖχε στὴ διάθεσή του, ἔθιξε τὸ μέγα θέμα. Εῖπε περίπου: «Ἡ ΕΟΚ εἶναι ὕποπτη ὑπόθεση· στὸ τέλος θ᾿ ἀποδειχθεῖ παγίδα. Ἔχω στοιχεῖα. Ἡ ζημιὰ θὰ φανεῖ μακροπρόθεσμα. Ξεκίνησε ὡς μιὰ ἁπλῆ τελωνειακὴ ἕνωση καὶ ἤδη μιλᾶμε γιὰ πολιτικὴ ἐνωση. Θὰ γίνουμε ὅλοι ἕνα. Πῶς θὰ μπορέσουμε νὰ σταθοῦμε ἐμεῖς τὰ 9 ἐκατομμύρια ἕλληνες μέσ᾿ τὰ 300 ἐκατομμύρια εὐρωπαίους μὲ ἄλλη νοοτροπία, ἄλλη παιδεία, ἄλλη ἢ ἄλλες γλῶσσες, μὲ ἄλλες φυλετικὲς καὶ ἱστορικὲς καταβολές; Δὲν θ᾿ ἀφομοιωθοῦμε;» Καὶ ὄχι μόνον οἰκονομικὰ ἢ διοικητικά, συμπληρώνουμε ἐμεῖς. Διότι ἐκεῖ θὰ καταλήξουν ὅλα (ἐν σχέσει μὲ τὸν Ἑλληνισμό): σὲ μιὰ νέα Φραγκοκρατία.

Δὲν μποροῦμε ἐδῶ νὰ κάνουμε ἱστορικὲς ἀναφορὲς καὶ νὰ σχολιάσουμε παράλληλες ἐποχὲς ποὺ ὑπῆρξαν ὁδυνηρὲς ἐμπειρίες γιὰ τὸν Ἑλληνισμό. Κανεὶς ὅμως δὲν θὰ εῖχε νὰ προβάλει σοβαρὴ ἀντίρρηση ὅτι ἡ Δύση εἶχε τὴ διαιώνια ἐπιθυμία καὶ ἐπιδίωξη ν᾿ ἀφομοιώσει καὶ ν᾿ ἀπορροφήσει τὸν Ἑλληνισμό. Καὶ ἡ ΕΟΚ δὲν εἶναι μόνο οἰκονομικὴ ἕνωση. Ὑπάρχουν ντιρεκτίβες ποὺ ἀφοροῦν θέματα παιδείας καὶ πνευματικοῦ πολιτισμοῦ. Καὶ αὔριο θὰ ὑπάρξουν «προγράμματα» μὲ τὰ ὁποῖα θὰ πρέπει νὰ συμπορευθοῦμε. Ἤδη ἡ Διεθνὴς Τράπεζα μὲ κάποιες χρηματοδοτήσεις ἐπεμβαίνει στὰ ὡρολόγια προγράμματα τῶν σχολείων μας, δηλαδὴ στὶς ὧρες διδασκαλίας ἐν σχέσει μὲ τὰ μαθήματα (τὰ ἑλληνικά, τὰ θρησκευτικὰ συμπτύσσονται πρὸς ὄφελος τῶν τεχνικῶν). Ἀργότερα οἱ φραγμοὶ θὰ ἀρθοῦν πλήρως σὲ βάρος φυσικὰ τῆς ἐλληνικῆς μορφώσεως καὶ παιδείας, ἡ ὁποία θὰ καταντήσει τόσο «φτενὴ» ὅσο καὶ πρακτικὰ ἄχρηστη.

Γι᾿ αὐτό, καὶ ὄχι ἀπὸ σχολαστικὴ βυζαντιολογία ἀφιερώσαμε τόσην ἔκταση προηγουμένως γιὰ τὴν πρακτικὴ ἐφαρμογὴ (δηλ. στὸν ἐξαναγκασμό) τοῦ μονοτονικοῦ. Γιατὶ τὸ τονίζουμε καὶ πάλι, ἀπὸ κεῖ ἀρχίζει ἡ κλιμάκωση τῶν ἀλλαγῶν πρὸς τὸν ἐκλατινισμό. Καὶ λέμε κλιμάκωση διότι ἡ μετάβαση μᾶλλον θὰ γίνει σταδιακά, μετὰ ἀπὸ βυθοσκόπηση (σοντάρισμα) γιὰ νὰ διακριβωθοῦν οἱ τυχὸν ἀντιδράσεις. Τὸ μονοτονικὸ τὸ ξεπεράσαμε· ὁ ἐθισμὸς τώρα γίνεται στὸ ἀτονικὸ (προτείνεται ὅπως θὰ δοῦμε παρακάτω). Καὶ ρωτᾶμε δημοσιογράφους καὶ συγγραφεῖς ποὺ συνεργάζονται μὲ ἐφημερίδες καὶ περιοδικά: Ἄν κάποτε οἱ ἐκδότες αὐτῶν τῶν ἐντύπων «εἰσαγάγουν» στὸ ἀλφάβητο τὰ λατινικὰ στοιχεῖα b, d, g, τὰ ὁποῖα στὰ ἐλληνικὰ γράφονται μὲ δύο σύμφωνα, μπ, ντ, γκ, γιὰ νὰ μὴ συγχέονται στὴν προφορὰ μὲ τὰ mb, nd, ng (φωνητικά) πόσοι θ᾿ ἀντιδράσουν; Ἐμεῖς λέμε πολλοὶ λίγοι, καὶ μερικοὶ ποὺ θὰ «κλωτσήσουν» θὰ συμβιβαστοῦν (ἀφοῦ εἶναι καὶ θέμα ἐργασίας, ψωμιοῦ), ἀλλὰ ἐπειδὴ καὶ οἱ ἐκδότες θὰ τοὺς καθησυχάσουν: «Ἐσεῖς γράφετέ τα ὅπως θέλετε, τὴ δουλειὰ θὰ τὴν κάνει ὁ διορθωτὴς καὶ ὁ λινοτύπης». Καὶ φυσικὰ σὲ λίγο τὸ σύστημα θὰ εἰσαχθεῖ στὰ σχολεῖα.

Καὶ ἀφοῦ τὸ χωνέψει κι᾿ αὐτὸ ὁ λαὸς (καὶ θὰ τὸ χωνέψει γιατὶ σιγὰ-σιγὰ ἔχει γίνει μόνο στομάχι) κάποια ὄχι καὶ τόσον ὡραία πρωΐα, ὅταν ἀπὸ κάποιο «κέντρο ἀποφάσεων» ἀκουστεῖ τὸ σῆμα μπίπ, μπίπ, μπίπ, κάποιος ὑπουργὸς ποὺ θὰ ἔχει σπουδάσει φυσικὰ στὸ ἐξωτερικὸ καὶ μὲ ὑποτροφίες ἢ ἀδιαφανεῖς προστασίες (φυσικὰ) θὰ ἐξαγγείλει πὼς πρέπει νὰ εἰσαχθεῖ στὴν ἐκπαίδευση τὸ λατίνικὸ ἀλφάβητο γιὰ νὰ μαθαίνουν οἱ μαθητὲς πῶς νὰ γράφουν «σωστὰ» τὶς ἐλληνικὲς λέξεις στὰ κομπιοῦτερ καὶ τὰ τέλεξ, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ μὴν ἀποτελοῦμε «παραφωνία» στὸ κάτω-κάτω μὲ τὸ διαφορετικὸ κώδικα γραφῆς μας μὲ τοὺς ἄλλους εὐρωπαίους ἑταίρους μας... Φυσικὰ σύντομα θὰ ἐπικρατήσει καὶ μιὰ «κοινὴ» γλῶσσα γιὰ τὴ συνεννόηση τῶν λαῶν ποὺ ὁδεύουν καὶ πρὸς μία πολιτικὴ ἕνωση, γλῶσσα ποὺ δὲ μπορεῖ νὰ εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὴν ἀγγλική, ποὺ θὰ διδάσκεται ὑποχρεωτικὰ μαζὶ μὲ τὰ ἑλληνικά, ὡσότου αὐτὰ τὰ τελευταῖα συρρικνωθοῦν μέχρι τὴν ἐξαφάνισή τους (ἄλλωστε θὰ γράφονται μὲ λατινικὰ στοιχεῖα) περιοριζόμενα σὲ δυὸ-τρεῖς γενιὲς μόνο στὴν προφορικὴ γλῶσσα ποὺ οἱ Ἕλληνες θὰ χρησιμοποιοῦν ἀποκλειστικὰ στὸ σπίτι τους, ὁπως γίνεται μὲ τοὺς ἑλληνοαμερικάνους.

Τὸ σενάριο δὲν εἶναι φανταστικό· βρίσκεται ἐπιμελῶς φυλαγμένο σὲ κάποια συρτάρια καὶ κατὰ καιροὺς ἀνασύρεται καὶ ἀπὸ μία φάση του. ᾽Εξ ἄλλου ἀποτελεῖ τὴ νομοτελειακὴ «πρόοδο» τῶν πραγμάτων. Γι᾿ αὐτὸ λέμε ὅτι οἱ πνευματικοὶ ἄνθρωποι πρέπει νὰ «ἐν-τυπώσουν» μέσα τους ὅτι τοὺς παρασύρουν νὰ συμπράξουν στὸν ἀφελληνισμό: ὁ (μερικός) ἀφελληνισμὸς ἀπὸ ἕλληνες γίνεται καὶ ὁ (πλήρης) ἀφελληνισμὸς ἀπὸ ἕλληνες θὰ γίνει. ᾽Εμᾶς ἐδῶ δὲ μᾶς ἐνδιαφέρει ἂν ὁ αὐριανὸς εὐρω-έλληνας θὰ διαφέρει ἀπὸ τὸν ἀρχαῖο γραικύλο, τὸν μεσαιωνικὸ γασμοῦλο, καὶ τὸν πρόσφατο φραγκολεβαντίνο. Εἶναι στὴ μοῖρα τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ νὰ δέχεται ἐπιβήτορες καὶ νὰ βγάζει ἡμι-όνους (οἱ ὁποῖοι ὅπως ξέρουμε εἶναι καὶ στεῖροι). Τὸ ζήτημα εἶναι νὰ διασωθεῖ ἡ ράτσα: αὐτὸς ὁ περήφανος καὶ ἀτίθασσος κέλης, ἔστω καὶ σὲ περιωρισμένο ἀριθμό, γιὰ νὰ δώσει ἀργότερα (ἀλλὰ ἴσως καὶ σύντομα) καὶ πάλι ἑλληνικὲς «πνευματικὲς» ἐπιδόσεις. Γιατὶ ὅπως εἴμαστε σήμερα καὶ ὅσοι μείναμε, μόνο γιὰ πνευματικὲς ἐπιδόσεις εἴμαστε ἱκανοὶ (καὶ μακάρι νὰ τὸ ἀξιωθοῦμε). ᾽Αλλὰ γιὰ νὰ τὶς πραγματοποιήσουμε πρέπει νὰ ξέρουμε τὸ παιχνίδι ποὺ μᾶς παίζουν, γιατὶ ἂν μποῦμε σ᾿ αὐτὸ μὲ τὴν ἀφέλεια καὶ τὴν ἀστοχασιὰ τὴ σημερινή, τότε ὄχι μόνο χάσαμε το παιχνίδι, ἀλλὰ καὶ χαθήκαμε κατὰ κράτος.

Καὶ τώρα ἂς ἔρθουμε καὶ στὴ βόμβα που τοποθετήθηκε καὶ ἐσκασε ὄχι ἀπὸ «παραδοσιακοὺς συντηρητικοὺς» ἀλλὰ ἀπὸ «ἐπιστημονίζοντες προοδευτικούς»· γιὰ ν᾿ ἀποδειχθεῖ περίτρανα ὅτι τὸ μονοτονικὸ ἡταν μιὰ σαπουνόφουσκα, ἕνα σύστημα γραφῆς ποὺ δὲν ἔχει πληρότητα, ἀλλὰ οὔτε καὶ βιωσιμότητα, ὅτι ἀποτυγχάνει ἐκεῖ ἀκριβῶς ὅπου σκόπευε νὰ φανεῖ χρήσιμο: στὸ σχολεῖο· ὅτι δῆθεν θὰ διευκόλυνε τὰ παιδάκια στὴν ὀρθογραφία καὶ τὴ μάθηση, ὅτι θὰ κερδιζότανε πολύτιμος χρόνος καὶ ὅλα ἐκεῖνα τὰ παραφερνάλια ποὺ κουβαλοῦσε μαζί της ἡ παραμυθολογία τῆς ἁπλούστευσης. ᾽Αλλὰ τὸ πιὸ σημαντικὸ καὶ ἀποκαλυπτικὸ εἶναι ὅτι τὸ μονοτονικὸ ἀποδεικνύεται στὴν πράξη σύστημα ποὺ δὲν ἔχει ἐν-τέλεια δηλαδὴ ὅτι πρόκειται γιὰ ἕνα σύστημα γραφῆς ποὺ ἔχει τὸν χαρακτῆρα τῆς προσωρινότητας, γιατὶ ἔτσι κι᾿ ἀλλιῶς θ᾿ ἀναγκαστεῖ ἀπὸ τὶς «ἀτέλειές» του νὰ παραχωρήσει τὴ θέση του σ᾿ ἕνα ἄλλο σύστημα, τὸ ἀτονικὸ (αὐτὸ ἐπιδιώκεται ὡς δεύτερη φάση) συνδυαζόμενο καὶ μὲ ἄλλες ὀρθογραφικὲς μεταρρυθμίσεις.

Οἱ διαπιστώσεις αὐτὲς δὲν ἔγιναν ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ βλέπουν ὅτι μὲ τὶς ἁπλουστευτικὲς καινοτομίες ὁ γραπτὸς λόγος καὶ γενικώτερα ἡ γλῶσσα ἀποδιαρθρώνεται, ἀποστοιχειώνεται καὶ καταλήγει σ᾿ ἕνα ἀπορριζωμένο καὶ νηπιῶδες ἐξάμβλωμα καὶ γι᾿ αὐτὸ φωνάζουν, ἀλλὰ ἔγιναν ἀπὸ ἐπιστήμονες ποὺ μελέτησαν τὸ θέμα ἀντικειμενικά, ψυχρὰ καὶ ἀμερόληπτα.

Συγκεκριμένα, τὸ καλοκαίρι τοῦ 1985 στὸ περιοδικὸ Φιλόλογος, ἀρ. τεύχ. 40, εἶδε τὸ φῶς μιὰ μελέτη-ἔρευνα δύο ψυχολόγων, τῶν κυριῶν Ἀ. Παπαζήση καὶ Μ. Μάνιου-Βακάλη (ἡ δεύτερη εἷναι ἀναπληρώτρια καθηγήτρια στὸν τομέα Ψυχολογίας τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς τῆς Θεσσαλονίκης), ποὺ ἐξετάζει ποιά ἀποτελέσματα εἶχε ἡ «ἐφαρμογὴ τῶν κανόνων τοῦ μονοτονικοῦ ἀπὸ τοὺς μαθητὲς τῆς Αʹ καὶ Βʹ τάξης Γυμνασίου στὸ γραπτὸ λόγο» (αὐτὸς ἀκριβῶς εἶναι καὶ ὁ τίτλος τῆς μελέτης). Οἱ συγγραφεῖς ξεκινοῦν ἀπὸ μιὰ πραγματικὴ κατάσταση: ὅτι σήμερα ὑπάρχει στὴν Ἐκπαίδευση (καὶ στὴ Διοίκηση) ἕνα νεότροπο σύστημα γραφῆς· καὶ τὸ ἐρώτημα ποὺ βάζουν εἶναι: πόσο ἀπέδωσε ἡ ἐφαρμογή του καὶ εἰδικὰ βέβαια στὸ σχολεῖο. Δὲν ἐξετάζουν ἂν θὰ ἔπρεπε ν᾿ ἀλλάξει ἡ παραδοσιακὴ γραφή, ποιές εἷναι οἱ ἱστορικές, οἱ ἐθνικές, οἱ πολιτισμικές, οἱ φιλολογικὲς συνέπειες. Θὰ σκέφθηκαν προφανῶς ὅτι αὐτὸ δὲν ἦταν δουλειά τους. Καὶ ἴσως νὰ ἔχουν δίκιο· δὲν τὶς ψέγουμε. Ὅταν ἀποφασίσεις νὰ εἶσαι μόνον ἐπιστήμη, τότε δὲν ἀναρωτιέσαι ἂν θὰ ἔπρεπε νὰ κατασκευασθεῖ ἡ ἀτομικὴ βόμβα· ἀφοῦ τὴν ἔφτιαξαν καὶ τὴν ἔρριξαν ἂς καθήσουμε καὶ ἂς ἐξετάσουμε ἐπιστημονικὰ πόσες ἑκατοντάδες χιλιάδες ἀνθρώπους σκότωσε. Οὔτε ὁ ἐπιστήμων νοιάζεται γιὰ τὴν παράταση τῆς ἀγωνίας τοῦ ἀρρώστου ὅταν τοῦ βγάζει τὴν καρδιὰ καὶ τοῦ φυτεύει μιὰ πλαστικὴ τρόμπα. Ἔχει καὶ ἡ ἐπιστήμη τὴ λογική της... Δὲ μπαίνουμε λοιπὸν κι᾿ ἐμεῖς σὲ ἀνθρωπιστικὲς ἢ ἐθνικὲς εὐαισθησίες. Τὴ λογική της χρειαζόμαστε. Καθ᾿ ὅλα συμφωνοι.

᾽Αφοῦ οἱ ἐν λόγῳ κυρίες κάνουν μιὰν ἐπισκόπηση τῶν ζυμώσεων ποὺ ἔγιναν στὴν «Ἐπιτροπὴ γιὰ τὸ μονοτονικό», μὲ τὴν ἐπίνευση τοῦ Κράτους, ὡς πρὸς τὴν ἐπιλογὴ τοῦ καταλληλότερου τονικοῦ συστήματος γιὰ τὴν ἐπίτευξη «οἰκονομίας χρόνου στὸ γράψιμο καὶ κέρδος στὴν ἐθνικὴ οἰκονομία κατὰ τὴν ἐκτύπωση τῶν κειμένων», προχωροῦν στὴν περιγραφὴ τῆς ἔρευνάς τους ποὺ ἔγινε πάνω σὲ μαθητὲς (ἀγόρια καὶ κορίτσια) δύο τάξεων Γυμνασίου, τῆς Αʹ καὶ Βʹ, τῆς περιοχῆς Θεσσαλονίκης. Ἡ ἔρευνα ἔγινε μὲ ὅλους τοὺς κανόνες τῆς ἐπιστημονικῆς μεθοδολογίας ποὺ ἐφαρμόζονται σὲ παρόμοια θέματα, δηλ. θέματα ποὺ ἀποσκοποῦν στὴ μελέτη τῆς ἀνθρώπινης ἀντίληψης καὶ συμπεριφορᾶς. Ἔγινε χρήση πειραμάτων, πινάκων, κατάταξη κατηγοριῶν, ἐξαγωγὴ συμπερασμάτων, ἐπιμέρους καὶ συνολικῶν, ἐπὶ τῇ βάσει τῶν στατιστικῶν δεδομένων. Πάντως τὸ βασικὸ θέμα ἦταν ἂν καὶ κατὰ πόσο τὰ παιδιὰ γνώριζαν (ἀφοῦ πρῶτα τοὺς διδάχτηκαν) τοὺς κανόνες τοῦ (νέου) τονισμοῦ καὶ ἡ «μέτρηση» τοῦ βαθμοῦ συγκράτησης τῶν κανόνων αὐτῶν κατὰ τὸν χρόνο τῆς ἐφαρμογῆς τους (ὅταν π.χ. γράφουν μιὰ ἔκθεση ἢ ὅταν τονίζουν ἕνα κείμενο ποὺ τοὺς δόθηκε καθ᾿ ὑπαγόρευση) δηλαδή, ἂν ὁ μαθητὴς θυμᾶται:

  1. Ὅλους τοὺς κανόνες/πλήρως
  2. Ὅλους τοὺς κανόνες/ἐλλιπῶς
  3. Ἂν θυμᾶται τοὺς βασικοὺς κανόνες, καὶ
  4. Ἂν δὲν θυμᾶται (καθόλου) τοὺς κανόνες.

Ὅπως εἰναι ἐπόμενο, ἐδῶ δὲν μποροῦμε νὰ παραθέσουμε ὅλους τοὺς λεπτομερέστατους πίνακες καὶ τὰ στατιστικὰ δεδομένα τῆς ἔρευνας, ἀλλὰ οὔτε καὶ χρειάζεται. Δὲ μᾶς ἐνδιαφέρει ἡ μεθοδολογία, ἀλλὰ τὰ συμπεράσματα στὰ ὁποῖα κατέληξαν οἱ δύο ἐπιστήμονες (ἤ, κατὰ Κριαρᾶν, ἐπιστημόνισσες) πάνω στὴν ἐφαρμογὴ τοῦ μονοτονικοῦ ἀπὸ μαθητὲς τοῦ σχολείου. Καὶ τὰ συμπεράσματα τους αὐτὰ τὰ παραθέτουμε αὐτολεξεί:

Λένε λοιπόν:

«Τὸ μονοτονικὸ σύστημα μὲ τοὺς κανόνες του ἐφαρμόστηκε πρόσφατα στὴν ἑλληνικὴ ἐκπαίδευση (γιὰ) νὰ διευκολύνει τὰ παιδιὰ στὴν ἀποφυγὴ τονικῶν λαθῶν. Τὰ παιδιὰ ὅμως κάνουν λάθη τονισμοῦ καὶ στοὺς βασικοὺς κανόνες καὶ στὶς ἐξαιρέσεις τους. (...) Οἱ μαθητὲς γενικὰ δὲ βάζουν τόνο. Βλέπει κανεὶς σὲ γραπτὸ ἔκθεσης ἕνα κείμενο ὁλόκληρο μὴ τονισμένο. (...) Τὸ μονοτονικὸ σύστημα ποὺ καθιερώθηκε δὲν ἔχει λογικὸ χαρακτήρα. Γι᾿ αὐτὸ οἱ μαθητὲς σκοντάφτουν σὲ περιπτώσεις ποὺ δημιουργοῦν σύγχυση. Ψάχνουν νὰ βροῦν τὸν κανόνα καί, ἂν δὲν τὸν θυμηθοῦν, χρησιμοποιοῦν μιὰν ἄλλη ἔκφραση ἀνώδυνη, τονικά. Κι ἔτσι εἶναι σίγουροι ὅτι δὲν κάνουν λάθος. Συμβαίνει ἐπίσης καὶ τὸ ἑξής: ἐνῶ οἱ μαθητὲς γνωρίζουν τὸν κανόνα, στὴν ἐφαρμογή του κάνουν λάθος, π.χ. τὰ ἑρωτηματικὰ ποῦ καὶ πῶς δὲν τὰ τονίζουν. Τις συνιζημένες λέξεις γιός, μιά, δυό, κ.ἄ., ἐπειδὴ στὴ γραφὴ δὲν παρουσιάζονται ὅπως οἱ μονοσύλλαβες λέξεις μὲ ἕνα φωνῆεν ἀλλὰ μὲ δύο συνεχόμενα, συνήθως τὶς τονίζουν ἐσφαλμένα. Ἐκεῖ ὅμως ποὺ δυσκολεύονται περισσότερο εἶναι οἱ προσωπικὲς ἀντωνυμίες (μοῦ, σοῦ, μᾶς, σᾶς, μέ, σέ, κ.ἄ.). Στὸν προφορικὸ λόγο πολλὲς φορὲς αὐτὲς τονίζονται, ἐνῶ σύμφωνα μὲ τὸ μονοτονικὸ μόνο σὲ εἰδικὲς περιπτώσεις τονίζονται. Ἔτσι τὰ παιδιὰ καὶ στὸ γραπτὸ λόγο τὶς τονίζουν. (...) Οἱ μαθητὲς ἐπίσης χρησιμοποιοῦν στὶς ἐκθέσεις τους περιορισμένο λεξιλόγιο καὶ ἔχουν τὴ δυνατότητα νὰ ἐπιλέγουν λέξεις ἢ ἐκφράσεις οἰκεῖες ὡς πρὸς τὸ νόημα καὶ τὸν τονισμό. Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα εἶναι ἡ ἔλλειψη λέξεων ποὺ ἔχουν πάθει ἔκθλιψη ἢ ἀποκοπή. Ἀπὸ τὴν ἀτομικὴ ἐξέταση φάνηκε ὅτι γράφουν ὁλόκληρες τὶς λέξεις χωρὶς ἐκθλιψη ἢ ἀποκοπὴ γιὰ τρεῖς λόγους: α) δὲν μποροῦν νὰ θυμηθοῦν τὶς περιπτώσεις ποὺ σὲ ἔκθλιψη ἢ ἀποκοπὴ χρειάζεται νὰ ἀπαλείψουν ἢ ν᾿ ἀφήσουν τὸν τόνο, β) τοὺς μπερδεύει ἡ ἀπόστροφος, καὶ γ) θεωροῦν ὅτι ἡ ἔκθεση ἔχει ἐπίσημο χαρακτήρα καὶ ὅτι φαινόμενα ὅπως ἡ ἔκθλιψη ἢ ἡ ἀποκοπὴ ταιριάζουν περισσότερο στὸν προφορικὸ λόγο (π.χ. ἀπὸ ὅτι ἀντὶ ἀπ᾿ ὅτι· ἀπὸ τὸ ἀντὶ ἀπ᾿ τὸ» (ἄποψη τῶν ἐρευνητριῶν· ἀλλὰ τί θὰ γίνει ὅταν ὁ μαθητὴς γράφει ἕνα συνηθισμένο διάλογο; δὲν θ᾽ ἀντιμετωπίσει καὶ ἐκεῖ το πρόβλημα; Ἄρα οἱ δυσκολίες καὶ τὸ ἐνδεχόμενο σφάλμα ἐμφωλεύουν). Αὐτὲς οἱ δυσκολίες, οἱ πιὸ συνήθεις, γιατὶ ὑπάρχουν καὶ πολλὲς ἄλλες ποὺ συναντῶνται πιὸ σπάνια γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν τὶς ἀναφέρουμε (μολονότι στὴ μελέτη ἐπισημαίνονται), ἀφοροῦν τὸ πείραμα ποὺ βασίστηκε στὴν ἔκθεση.

Καὶ τώρα λίγα πάλι ἀπὸ τὰ συμπεράσματα ποὺ ἀποκόμισαν οἱ ἐρευνήτριες ἀπὸ τὸ πείραμα ποὺ ἔγινε πάνω σὲ δεδομένο κείμενο.

Γράφουν λοιπόν: «Τὸ πείραμα αὐτὸ βοήθησε νὰ γίνουν κατανοητὲς οἱ ἀδυναμίες ἐφαρμογῆς στὴν πράξη τῶν κανόνων τοῦ μονοτονικοῦ συστήματος. Καθὼς οἱ ἐξαιρέσεις εἶναι πολλαπλάσιες τῶν βασικῶν κανόνων, ὁ μαθητὴς καλεῖται νὰ δώσει λύσεις σὲ μιὰ σειρὰ ὑποπεριπτώσεων τονισμοῦ. Τὴ στιγμὴ ποὺ γράφει σκέφτεται ποῦ πρέπει νὰ τονίσει, συνδυάζει τὶς περιπτώσεις προσπαθώντας νὰ ἀνακαλέσει στὴ μνήμη του τὸ βασικὸ κανόνα μὲ τὶς ἐξαιρέσεις του. Μὲ ἄλλα λόγια ὁ μαθητὴς ἀναγκάζεται νὰ κάνει μιὰ πολύπλοκη νοητικὴ διεργασία, γιατὶ ὁ τονισμὸς δὲ λειτουργεῖ ἀβίαστα καὶ λογικά. Εἶναι χαρακτηριστικὸ τὸ ὅτι ἕνας μεγάλος ἀριθμὸς παιδιῶν θεωρεῖται ὅτι παρατονίζει σύμφωνα μὲ τὸ μονοτονικό, ἐνῶ λογικὰ βάζει κανονικὰ τὸν τόνο στὸ φωνῆεν καὶ ὄχι στὸ σύμφωνο. Γιὰ παράδειγμα ἀναφέρουμε τὴ λέξη εὔχομαι· ἀρκετὰ παιδιὰ τόνισαν στὸ ε, γιατὶ τὸ υ γλωσσολογικὰ ὡς φθόγγος συμπίπτει μὲ τὸ φ. Θεώρησαν λοιπὸν τὸ υ σύμφωνο!» (Παρεμβολὴ δική μας: ᾽Εδῶ ἀνακύπτει τὸ ἐρώτημα: ἂν ἕνα πἁιδὶ ὕστερα ἀπὸ ἑπτὰ ἢ ὀκτὼ χρόνια σχολείου, δὲ μπορεῖ να ξεχωρίσει τὸ ποιά σημασία ἔχει τὸ ευ στὴ λέξη εὔχομαι καὶ πότε τὸ υ προφέρεται φ, δηλαδὴ λειτουργεῖ σὰν σύμφωνο χωρὶς νὰ χάσει τὸν χαρακτήρα τοῦ φωνήεντος, ἄρα μπορεῖ νὰ τονίζεται αὐτὸ τὸ παιδὶ τί τὰ θέλει τὰ παραπέρα γράμματα; ὑπάρχει σύστημα ποὺ θὰ τὸ κάνει φωστήρα; Θὰ μποροῦσε ὅμως νὰ γίνει ἕνας καλὸς τεχνίτης· ἀλλὰ μὲ ποιά λογικὴ καὶ μὲ ποιό δικαίωμα τὴ μειονεξία αὐτοῦ τοῦ παιδιοῦ, τοῦ ἴσως προικισμένου γιὰ άλλες ἐπιδόσεις, θὰ τὴν κάνουμε κανόνα καὶ μέτρο γιὰ ὅλα τὰ παιδιὰ καὶ γιὰ ὅλους ἐμᾶς τοὺς ἄλλους; Τώρα γιατί τὸ ἐπιδιώκουμε; Ἔ, εἷναι κι᾿ αὐτὸ μιὰ τρέλλα ποὺ ἐντάσσεται στὸν γενικὸ παραλογισμὸ τοῦ «κοινωνιολογικῶς», λαϊκῶς καὶ κομματικῶς σκέπτεσθαι.)

Καὶ συνεχίζουμε τὶς διαπιστώσεις τῆς μελέτης:

«Τὸ μονοτονικὸ ποὺ ἐφαρμόστηκε ἔχει μηχανικὸ χαρακτήρα. (...) Στὴ 9χρονη ὑποχρεωτικὴ ἐκπαίδευση παρατηρεῖται μία γενικότερη δυσκολία τῶν μαθητῶν στὴ χρήση τοῦ γραπτοῦ λόγου (δυσκολία στὴν ὀρθογραφία καὶ σύνταξη). (...) Ἂν δὲ γνωρίζει ὁ μαθητὴς ἐτυμολογία τῶν λέξεων, εἶναι σίγουρο ὅτι θὰ κάνει λάθη καὶ στὴν ὀρθογραφία καὶ στὸν τονισμὸ τέτοιων λέξεων. Γι᾿ αὐτὸ ἀναγκάζεται ν᾿ ἀπομνημονεύει σειρὲς λέξεων, ποὺ κατὰ κάποιο τρόπο ἀλληλοσχετίζονται, χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ ἐξηγήσει την προέλευσή τους λογικά. (...) Δὲν πρέπει νὰ ξεχνοῦμε ὅτι τὰ δεδομένα τῶν πειραμάτων συγκεντρώθηκαν ἀφοῦ εἶχε προηγηθεῖ ἡ διδασκαλία τοῦ μονοτονικοῦ συστήματος στὴν ἀρχὴ τῆς χρονιᾶς καὶ στὶς δύο τάξεις καὶ ἀφοῦ ἐπακολούθησε μετὰ ἀπὸ τὴν 1η καὶ 2η Ἔκθεση ἡ ἀτομικὴ ἐξέταση ἑνὸς μεγάλου ἀριθμοῦ παιδιῶν καὶ τῶν δύο τάξεων. Ἂν δὲν εἶχε προηγηθεῖ τίποτε ἀπὸ αὐτά, εἶναι πολὺ πιθανὸ οἱ μέσοι ὅροι σφαλμάτων νὰ ἦταν πιὸ μεγάλοι.»

Αὐτὲς εἶναι μερικὲς ἀπὸ τὶς διαπιστώσεις στὶς ὁποῖες καταλήγει ἡ ἔρευνα καὶ ποὺ δείχνουν τὴν ἀμηχανία, τὶς δυσκολίες καὶ τὰ ἀξεπέραστα ἐμπόδια ποὺ ἀντιμετωπίζουν οἱ μαθητὲς στὸ γραπτὸ λόγο ἐφαρμόζοντας τὸ μονοτονικὸ σύμφωνα βέβαια μὲ τοὺς κανόνες του καὶ ὄχι μὲ τὸ «δὲ βαριέσαι, βάλ᾿ τὸν τόνο ὅπου νά ᾽ναι ἢ μὴ βάζεις (ἐνῶ πρέπει) ἂν ἔχεις ἀμφιβολίες». Γιατὶ τότε τινάζουμε στὸν ἀέρα καὶ τοὺς κανόνες τοῦ μονοτονικοῦ ὅπως τινάξαμε στὸν ἀέρα πρωτύτερα καὶ τοὺς κανόνες τοῦ πολυτονικοῦ καὶ τί φταῖνε οἱ μαθητὲς ὅταν τοὺς μαθαίνουμε ὅτι οἱ κανόνες εἷναι γιὰ νὰ μὴν τοὺς τηροῦμε· αὐτὸ δὲν εἶναι ἐκπαίδευση, εἷναι μύηση στὴν ἀναρχία. Ὅλα εἶναι ἀλληλένδετα· καὶ τὸ μυαλὸ τοῦ παιδιοῦ θέλει σταθερὲς συντεταγμένες καὶ ὄχι ἀκτῖνες λέηζερ ποὺ σπαθίζουν τὸ μυαλό του καὶ τὸ διαμελίζουν. Ἂν ὑπὰρχει ἀναρχία στὸν γραπτὸ λόγο, θὰ ὑπάρξει καὶ στὴν ἔκφραση, θὰ ὑπάρξει καὶ στὴ σκέψη καὶ τέλος θὰ ὑπάρξει καὶ στὴν πράξη. ᾽Εκτὸς καὶ ἂν αὐτὸς ἦταν ὁ στόχος (ὄχι τῶν ἀπερίσκεπτων ἐφαρμοστῶν, ἀλλὰ τῶν ἀφανῶν ὑποκινητῶν): τουτέστιν ἡ πλήρης ἀναρχία.

Καὶ δὲν εἶναι τὰ πορίσματα τῆς πιὸ πάνω μελέτης τὰ μόνα ποὺ καταδικάζουν τὸ μονοτονικό, ἀλλὰ καὶ πολλοὶ φιλόλογοι, καθηγητές, καὶ γυμνασιάρχες, σὲ ἐπιστολὲς στὸν Τύπο, σὲ ἄρθρα καὶ μελετήματα διατύπωσαν τὶς ἀντιρρήσεις τους γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ τοῦ μέτρου καὶ τὴν ἀμφίβολη χρησιμότητά του. Ἂς μὴν ξεχνοῦμε ὅτι στὴ μεγάλη τους πλειοψηφία εἶναι δημόσιοι ὑπάλληλοι καὶ δὲ μποροῦν νὰ τὰ ποῦν «ἔξω ἀπ᾿ τὰ δόντια». Σὲ ἰδιωτικὲς ὅμως συνομιλίες ἀναρωτιοῦνται μὲ ἔντονη ἀνησυχία: «ποῦ θὰ ὁδηγήσουν αὐτὰ ποὺ συμβαίνουν στὴν Παιδεία καὶ τὴ Γλῶσσα;» Φυσικὰ οἱ κομματικὰ ἐνταγμένες δασκαλίτσες καὶ οἱ μουσάτοι νεοφιλόλογοι αὐτοὺς θὰ τοὺς ποῦν: σκοταδιστές, ἀντιδραστικοὺς ἢ ἔστω συντηρητικούς. Θὰ τολμοῦσαν ὅμως νὰ ποῦν ἔστω καὶ συντηρητικὸ τὸν συνάδελφό τους κ. Σαρ. Καργᾶκο, αὐτὸ τὸ κοφτερὸ μυαλό, τὸν πεπειραμένο ἐκπαιδευτικὸ καὶ πνευματωδέστατο συγγραφέα (τὸ βιβλίο του Ἀλαλία μόλις τώρα τὸ λάβαμε, τὶς μέρες ποὺ γράφονται αὐτὲς οἱ γραμμές) ὁ ὁποῖος στὸ ᾽Επίμετρο τοῦ βιβλίου του, ἀφοῦ ὁμολογεῖ ὅτι ἦταν ἀπὸ τοὺς πρώτους ποὺ ἐπιδοκίμασαν τὸ μονοτονικὸ σύστημα, στὴ συνέχεια ἐξηγεῖ γιατὶ ἄλλαξε γνώμη καὶ τώρα ἀμφιβάλλει ἂν τελικὰ τὸ μονοτονικὸ ὠφέλησε καὶ ὅτι συνέχεται ἀπὸ τὸ φόβο πὼς ἡ ζημιά του εἶναι ὑποδόρια καὶ θὰ φανεῖ κάπως ἀργότερα, ὅταν ἐν ὀνόματι τῆς συνεχοῦς ἁπλούστευσης, προχωρήσουμε σὲ περαιτέρω ἁπλοποιήσεις γιὰ νὰ φτάσουμε κάποτε ἢ στὴ φωνητικὴ γραφὴ τοῦ Βηλαρᾶ ἢ στὴν καθιέρωση τοῦ λατινικοῦ ἀλφαβήτου. Μάλιστα ἐξετάζοντας τὸ πρόβλημα λεπτομερῶς ἀπαριθμεῖ τουλάχιστον 10 διαφορετικοὺς λόγους γιὰ τοὺς ὁποίους τὸ μονοτονικὸ σύστημα θὰ πρέπει νὰ θεωρείται ἀπρόσφορο παιδαγωγικὰ καὶ ἐθνικὰ ἐπιζήμιο (σελ. 135 κ. ἑπ.).

Ὕστερα ἀπὸ ὅλα αὐτὰ ποῦ εἶναι λοιπὸν ἡ διατυμπανιζόμενη εὐκολία: ὅτι τὰ παιδάκια μας δὲ θὰ κουράζονται νὰ μαθαίνουν κανόνες; ὅτι ἡ ἀγραμματοσύνη καὶ τὰ συνακόλουθα λάθη θὰ ἐκλείψουν; ὅτι τὸ μυαλὸ τῶν μαθητῶν δὲ θὰ καταρίβεται μὲ τὰ ταπεινὰ καὶ χρονοβόρα, ὅπως ἡ ἐλληνομάθεια, τὰ Ἀρχαῖα, ἡ ἐτυμολογία, ἡ ὀρθογραφία κ.ἄ.; (ἀλλὰ θὰ ὑψηλοφρονεῖ στὶς σφαῖρες τῶν κομματικῶν ἰδεολογιῶν...)

Ὕστερα ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν ἔρευνα-βόμβα καὶ τὰ «προτέστα» ἑκατοντάδων πνευματικῶν ἀνθρώπων (συγγραφέων, ποιητῶν, ἐκπαιδευτικῶν, καλλιτεχνῶν καὶ τόσων ἄλλων) ποιός θὰ προστατεύσει τὸ ΠΑΣΟΚ τῆς πρώτης περιόδου (τῆς δευτέρας περιόδου δὲ χρειάζεται προστασία γιατὶ παραδέχθηκε μόνο του τὰ σφάλματά του καὶ τὴν ἦττα του στοὺς περισσότερους τομεῖς) ἀπὸ τὴν ἀδέκαστη κρίση τῆς Ἱστορίας ὅτι πῆγε νὰ διορθώσει τὴν ᾽Εκπαίδευση, ὄχι μὲ μιὰν ἀνανέωση βάθους, ἀνακαινίζοντας τὰ πνευματικὰ στοιχεῖα τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἀλλ᾿ ἀντιθέτως ἐπιβάλλοντας μέτρα δημαγωγικὰ (λαϊκίστικα) ποὺ ἐκδιώκουν τὴν οὐσία καὶ έκτροχιάζουν τὴ γνώση; Ποιός θὰ ὑπερασπισθεῖ τους κ.κ. Βερυβάκη, Κουτσοχέρα, Κακλαμάνη καὶ μερικοὺς ἄλλους (κρυφοὺς) ὑπευθύνους, ἀπὸ τὴν κατηγορία ὅτι παρέσυραν τὴν ἑλληνικὴ παιδεία σὲ μιὰ περιπέτεια ἄστοχη, ἐθνικὰ ὑπονομευτικὴ καὶ σήμερα πιὰ μετὰ τὶς ἀποκαλύψεις (παρασκήνιο, ξενικὴ διάβρωση, ἀνθελληνικὰ κέντρα ἀποφάσεων κ.λπ.) πολλαπλῶς διαβλητή; Ποιός θὰ πληρώσει τὸ κόστος αὐτῆς τῆς δῆθεν «προοδευτικῆς» καινοτομίας ὅταν ἐπισημοποιήθηκε πιὰ μιὰ νόθα κατάσταση; Ποιός καὶ μὲ τί τρόπο θ᾿ ἀποκαταστήσει τώρα τὴ συνέχεια, γιατὶ οἱ μαθητὲς ἀποκόπηκαν καὶ ἀποξενώθηκαν ἀπ᾿ ὅλη την τυπωμένη πνευματικὴ κληρονομιὰ (ἀρχαῖα κείμενα, λεξικά, ἐγκυκλοπαίδειες, κλασικὰ ἱστορικὰ καὶ φιλολογικὰ ἔργα τῆς νεώτερης γραμματείας μας); Ποιός θὰ ἐγκαλέσει τοὺς κ. κ. καθηγητὲς (ὁμότιμους καὶ συνωμότιμους) ποὺ ἀπὸ καθέδρας προπαγάνδισαν καὶ (μόλις βρῆκαν τὴν εὐκαιρία) εἰσηγήθηκαν ἕνα ἀδόκιμο καὶ σκάρτο τονικὸ σύστημα, ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὴν πιὸ πάνω ἔρευνα-μελέτη;

Τώρα, ἀπὸ τὴν ἐξέλιξη τῶν πραγμάτων δικαιώνονται οἱ ἐκπρόσωποι τῆς Νέας Δημοκρατίας κ.κ. ᾽Αβέρωφ καὶ Μητσοτάκης, ποὺ ζήτησαν ἐπίμονα ἀναβολὴ ἐκείνης τῆς συζήτησης στὴ Βουλὴ γιὰ νὰ μελετηθεῖ τὸ θέμα τοῦ μονοτονικοῦ (ποὺ ἧταν ἀνύπαρκτο ἄλλωστε γιὰ τὴν καθόλου ἑλληνικὴ παιδεία) σὲ ὅλες του τὶς πτυχές, μιὰ καὶ προτάθηκε. Μπορεῖ τότε καὶ ἐκεῖνοι (ὅπως αἰφνιδιάστηκαν) νὰ μὴν εἶχαν ξεκαθαρισμένες ἀπόψεις, ἡ στάση τους ὅμως (ἡ ἀποχώρηση ἀπὸ τὴ συνεδρίαση εἶναι τὸ ἔσχατο μέσο γιὰ νὰ δείξει τὴ διαφωνία της ἡ Αντιπολίτευση) ἀποκαλύπτει ὅτι συνειδητοποιοῦσαν τουλάχιστον τὴν ἐθνικὴ καὶ πνευματικὴ εὐθύνη ποὺ εἷχαν σὰν πολιτικοὶ ἄνδρες, ἐνώπιον ἑνὸς τόσου σοβαροῦ θέματος.

Αὐτὴ ἡ ἔρευνα-μελέτη θὰ ἔπρεπε νὰ εἰχε γίνει ἀπὸ ἕνα ὑπεύθυνο φορέα (ὄχι φυσικὰ κομματικό), σ᾿ ἕνα προπαρασκευαστικό, σ᾿ ἕνα δοκιμαστικὸ στάδιο, κυρίως στὸ χῶρο τῆς ἐκπαίδευσης, ὁπότε θὰ διαπιστωνόταν ὅτι πᾶμε νὰ καταργήσουμε μιὰ δυσκολία μὲ μιὰν ἄλλη δυσκολία (ἀφοῦ οἱ μαθητὲς κάνουν καὶ πάλι λάθη, καὶ στοὺς βασικοὺς κανόνες τοῦ μονοτονικοῦ καὶ στὶς ἐξαιρέσεις του, ὅπως τὸ ἀποδεικνύει στατιστικὰ ἡ ἔκθεση) καὶ ὅτι αὐτὴ ἡ δεύτερη δυσκολία ἔχει καὶ τὸ ἀρνητικὸ πρόσβαρο τῆς ἐθνικῆς ἀποπτώχευσης. Θὰ ἔπρεπε μάλιστα νὰ γίνουν καὶ ἄλλες ἔρευνες καὶ ἄλλα πειράματα καὶ νὰ ἐρωτηθοῦν καὶ ἄλλα ἄτομα καὶ ὄχι μόνον φιλόλογοι, ἀλλὰ καὶ κάποιοι ἄλλοι ποὺ μὲ τὸ ἀναγνωρισμένο καὶ καταξιωμένο ἔργο τους ἔχουν κερδίσει ἀριστίνδην τὸ δικαίωμα νὰ ἐκφέρουν γνώμη γιὰ τὶς ὁποιεσδήποτε μεταβολὲς στὴ γραφὴ καὶ τὴ γλῶσσα. ᾽Ακόμα καὶ ἡ λέξη μεταβολὴ θὰ έπρεπε νὰ μᾶς γεμίζει δέος μπροστὰ στὸ σχεδιαζόμενο ἐγχείρημα). Ποιοί εἴμαστε ἐμεῖς ποὺ θὰ μεταβάλουμε τὸν τρόπο γραφῆς ἑνὸς λαοῦ καὶ τὸν τρόπο ποὺ μέσῳ αὐτοῦ ἐκφράζεται; Θὰ μᾶς ποῦν ἴσως ὅτι δὲν ὑπῆρχαν «κώδικες». Εἶναι ὅμως ἀλήθεια αὐτό; Τότε τί εἶναι τὰ ποιήματα τοῦ ᾽Εμπειρίκου, τοῦ Ἐγγονόπουλου, τοῦ Σεφέρη; Κώδικες εἶναι. Τί εἶναι τὰ ποιήματα καὶ τὰ πεζὰ τοῦ Ρίτσου καὶ τοῦ ᾽Ελύτη (καὶ οἱ δύο ἐναλλάσουνε τὴν ποίηση μὲ τὸν πεζὸ λόγο γιὰ νὰ δείξουν ὅτι καὶ οἱ δύο τρόποι ἀπ᾿ τὴν ἴδια πηγὴ κατάγονται). Καὶ αὐτὰ κώδικες εἶναι. Τί εἶναι ἡ ποίηση τοῦ Παπατσώνη, τοῦ Δημάκη, τοῦ Ράντου, τοῦ ᾽Αναγνωστάκη, τοῦ Παπαδίτσα, τοῦ Βαφόπουλου, τοῦ Μπάρα, τοῦ Δημ. Παπακωνσταντίνου, τοῦ Κατσαροῦ καὶ δεκάδων ἄλλων πρὸς αὐτοὺς ἰσαξίων ποὺ ἄντλησαν καὶ ἀντλοῦν τὸ λεξιλόγιο καὶ ἐκφραστικὸ ὑλικὸ τῆς ποίησης τους ἀπὸ ὅλη τὴν πολυμορφία καὶ τὸν διαχρονικὸ πλοῦτο τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καὶ ποὺ κανεὶς τοὐς δὲ σκέφτηκε νὰ «μονοτονίσει», δηλαδὴ ν᾿ ἀλλάξει τἡ γραφὴ ὅπως τὴ διδάχτηκε κι᾿ ὅπως τὴν παρέλαβε. Καὶ αὐτοὶ κώδικες ἔδωσαν, ἢ ἐπειδὴ εἶναι πολὺ συγκαιρινοί μας ἂς τοὺς ποῦμε προτάσεις κωδίκων.

Οἱ ποιητὲς εἶναι οἱ κορυφαῖοι παθολόγοι τῆς γλώσσας (καὶ δόξα τῷ Θεῷ ἔχουμε πολλούς, περισσότερους ἴσως ἀπὸ κάθε ἂλλο ἔθνος). Σκυμμένοι πάνω στὰ χαρτιά τους ἐξετάζουν τὰ συμπτώματα καὶ γράφουν συνταγὲς θεραπείας. Καὶ ἂν χρειαζόμαστε μερικοὺς χρυσοὺς κανόνες, ἱπποκράτειους, ἂς πᾶμε στὸν Κάλβο, στὸ Σολωμό, στὸν Παλαμᾶ. Καὶ ἂν οἱ ποιητές μας εἶναι μὲν ὁ κυριακάτικος ἐκκλησιασμός μας, ὑπάρχουν ὅμως καὶ ἄλλες ἕξη μέρες τῆς ἑβδομάδας ποὺ εἶναι ἀναγκαία ἡ καθημερινὴ ἐπι-κοινωνία, τότε ἂς πᾶμε στοὺς πεζογράφους μας (καὶ ἔχουμε ἀκόμα πιὸ πολλούς, δόξα στὸν Ὕψιστο). ᾽Απὸ τὸ 1920 καὶ ἐδῶ ἕνα πλῆθος διηγηματογράφων, μυθιστοριογράφων, δοκιμιογράφων καὶ ἀρθρογράφων ἐφημερίδων, δὲν ἔκαναν καὶ δὲν κάνουν τίποτα ἄλλο ἀπὸ τὸ νὰ καταθέτουν προτάσεις γραφῆς στὸ ἑλληνικὸ παρόν. Γιὰ νὰ μὴν πᾶμε στοὺς παλαιότερους καὶ γιὰ νὰ μὴν ἀναφερθοῦμε στοὺς ζωντανούς, ἂς θυμηθοῦμε, καὶ σὰν φόρο τιμῆς πρὸς τὴ μνήμη τους, τρεῖς πεζογράφους μας ποὺ τόσο πρόωρα χάθηκαν: τὸν Κώστα Χατζηαργύρη, τὸ Νίκο Καχτίτση καὶ τὸ Γιῶργο ᾽Ιωάννου ποὺ ἀξιοποίησαν ὅσο κανεὶς ἄλλος τὴ γλωσσικὴ κληρονομιὰ τῆς γενιᾶς τοῦ 30 ἀποκρυσταλλώνοντας τὸ γραπτὸ ἐλληνικὸ λόγο σὲ ὁριακὰ γιὰ τὴν ἐποχή μας πρότυπα.

Ἂς μὴ ζητᾶμε τὸ ἀπόλυτο ποὺ ἄλλωστε δὲν ὑπάρχει οὔτε στὴν ἀπόλυτη ποίηση. Ἀλλὰ εἶναι ἴσως ἡ πρώτη φορὰ μετὰ τοὺς ἑλληνιστικοὺς χρόνους ποὺ ὴ γλῶσσα μας ἔφθασε σὲ τόση ἑνότητα ὕφους, γραφῆς, λεξιλογίου, σύνταξης καὶ ρυθμοῦ, ὅσην ἐμφανίζει σήμερα. Βέβαια ὅλα αὐτὰ συντελέσθηκαν ὕστερα ἀπὸ ἀγῶνες καὶ ἀντιμαχίες. Σὲ τελικὴ ἀνάλυση αὐτὸ ἦταν εὐτύχημα· χωρὶς ἀντιμαχία δὲ βγαίνει τίποτα καλό, δὲν ἐπέρχεται ἡ σύνθεση. Αὐτὴ ἡ σύνθεση ὁλοκληρώθηκε μέσ᾿ τὸ μυαλὸ τῶν δημιουργῶν, οἱ «συναινετικὲς» διαδικασίες μέσ᾿ τὸ πνεῦμα τους περιχαρακώθηκαν. Είχαμε φτάσει σὲ κάποιο «πέρας».

Εἴπαμε ὅτι οἱ ποιητές μας ἧταν οἱ παθολόγοι ποὺ διέγνωσαν τὶς «παιδικὲς» ἀρρώστιες τῆς γλώσσας μας καὶ μὲ τὶς ὁδηγίες τους τὶς ξεπεράσαμε. ᾽Αλλὰ καὶ οἱ πεζογράφοι μας ἀναδείχθηκαν σὲ ἀρχιτέκτονες τῆς γλώσσας μας: μᾶς στέγασαν. Εἴχαμε πιὰ τὸ «σπίτι» μας· δὲ χρειαζότανε νὰ καταφεύγουμε σὲ κάποια «λοκάντα», οὔτε ἡ συνεννόηση μεταξύ μας νὰ καταλήγει βαβυλωνία. ᾽Απὸ κεῖ καὶ πέρα τὸ πρόβλημά μας ἡταν ἡ διακόσμηση· ὁ χῶρος πολύς, ὁ καθένας νὰ βάλει τὸ «γοῦστο» του· καὶ τὸ τάβάνι ἁψηλό, πολὺ άψηλό, σχεδὸν ὅσο καὶ ὁ τροῦλλος τῆς Ἁγιὰ-Σοφιᾶς, ν᾿ ἀφήσει ὁ καθένας τὸ πνεῦμα του νὰ πετάξει, ἐν εἴδει περιστερᾶς, ὅσο βαστᾶνε τὰ φτερά του.

Οἱ δημιουργοὶ λοιπὸν κατέθεσαν τοὺς κώδικές τους. Καὶ ἂς πᾶνε νὰ λένε οἱ κρατικοὶ γλωσσοδιορθωτὲς ὅτι αὐτοὶ κρατᾶνε τοὺς κώδικες. Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι ἔχουμε δύο Νόμπελ· ἂν δὲν εἴχαμε γλῶσσα καὶ χρειαζόμαστε νόμους τοῦ Κράτους γιὰ νὰ τὴν καθιερώσει, ἡ ποίησή μας δὲ θὰ μποροῦσε νὰ παραγκωνίσει δεκάδες ἄλλα ὀνόματα διεθνοῦς κύρους τοῦ λογοτεχνικοῦ στερεώματος. Καὶ ἂν ὑπάρχουν ἑκατὸ προσωπικότητες στὴ σύγχρονη ἐποχὴ ποὺ ἔχουν συνείδηση τῆς παγκοσμιότητας τοῦ πνεύματος, καὶ σὰν ὅραμα καὶ σὰν διατύπωση, ἀνάμεσά τους κάλλιστα θὰ εἶχαν θέση δέκα τουλάχιστον δικοί μας ἀπὸ ὅσους ἔζησαν στὸ πρόσφατο παρελθὸν ἢ ζοῦν ἀκόμα μεταξύ μας. Καὶ αὐτὸ συμβαίνει, παρὰ τὸ ὀλιγάνθρωπο τῆς Φυλῆς μας, μόνο καὶ μόνο ἐπειδὴ διαθέτουμε Γλῶσσα.

Καὶ ρωτᾶμε:

Ἀπ᾿ αὐτὴν τὴ γλῶσσα τῶν δημιουργῶν βγῆκε ἡ κρατικὴ γλῶσσα ποὺ θέλουν νὰ μᾶς ἐπιβάλουν;

Ἀπ᾿ αὐτοὺς τοὺς κώδικες γραφῆς βγῆκε τὸ μονοτονικό;

Ὄχι βέβαια. ᾽Αλλὰ ἀπὸ κάποιες ἀραχνιασμένες θεωρίες, ἀπὸ κάποια ξεπερασμένη Γραμματική, καὶ ἀπὸ κάποιες αὐθαίρετες ἐπεμβάσεις στὸν τονισμὸ καὶ τὴν ὀρθογραφία. Τὸ Κράτος ἄκουσε τὶς προτροπὲς τῶν «ἰδιοτρόπων λογίων» καὶ ἔρριξε τὰ ΚΕΙΜΕΝΑ (ξανασκεφτεῖτε τὴν ἀπαρασάλευτη καὶ διαχρονικὴ σημασία τῆς λέξεως) στὸ «χρονοντούλαπο τῆς Ἱστορίας». ᾽Εμεῖς προβλέπουμε ὅτι τὰ ΚΕΙΜΕΝΑ θὰ διασωθοῦν ὅπως γράφτηκαν. Καὶ μᾶλλον αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ «χρονοντούλαπο τῆς Ἱστορίας» θὰ καταπιεῖ κάποια μέρα καὶ τοὺς πολιτικοὺς ποὺ τὸ ἐφεῦραν, Γιατὶ Ἱστορία δὲ γράφεις μὲ τὴν κατεδάφιση καὶ τὴν ἰσοπέδωση.

Ὅταν λὲς σὲ μιὰ διωρισμένη Ἐπιτροπή: Πάρτε τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα, στριμώξτε την μέσα στὰ καλούπια τοῦ Τάδε (αὐτὸς ὁ Τάδε μπορεῖ νὰ εἶναι ἄτομο, δῆθεν σοφός, ἢ καὶ ἰδεολογία) καὶ ὅ,τι περισσέψει ψαλιδίστε το καὶ πετάξτε το, τότε οὔτε «ἀρχηγὸς» λέγεσαι, οὔτε πολιτικός, οὔτε κἂν δημαγωγός· λέγεσαι κουφόνους. Καὶ ἂς πασπαλίζεις μὲ ὡραῖα λόγια τὶς «ἐμβριθεῖς» θεωρίες σου. Καὶ ἀλίμονο στὸν τόπο ποὺ τὸν κυβερνοῦν κουφόνοες. Εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἔχουν χάσει τὸν μῖτον καὶ σὲ λίγο ἐμεῖς ὁ λαὸς (καὶ ὄχι αὐτοὶ βέβαια) θὰ κληθοῦμε νὰ δρέψουμε τὸν ἀμητὸν τῶν συμφορῶν. Ἤδη τὰ πρῶτα δυσοίωνα συμπτώματα κρούουν τὴν θύραν. Στὴν ἀρχὴ γίνονται αἰσθητὰ τὰ οἰκονομικά· τὰ πνευματικὰ θὰ φανοῦν κάπως ἀργότερα. Στὸ Μεγάλο Σχεδιασμὸ δὲν ἀρκεῖ νὰ γίνουμε λαὸς πενήτων, ἀλλὰ καὶ λαὸς ἀ-νοήτων. Καὶ ἡ ἀγλωσσία θὰ βοηθήσει πολὺ στὴν πλήρη ἀποβλάκωσή μας. Γιὰ νὰ γίνουμε λαὸς ὑπηρετῶν καὶ μόνον.

 

Ὅταν σκέφτεσαι λίγα πράγματα, ἔχεις φτωχὸ λεξιλόγιο· καὶ ὅταν ἔχεις φτωχὸ λεξιλόγιο σκέφτεσαι καὶ λίγα πράγματα. Ὅταν δὲν ξέρεις νὰ γράφεις, ὅταν δὲν διδάχτηκες τὴν ἱστορικὴ ὁρθογραφία τῆς γλώσσας σου, δὲν ἀποκλείεται νὰ εἶσαι θυμόσοφος, δὲν ἀποκλείεται νὰ εἶσαι πολυμήχανος καὶ νὰ παθιάζεσαι μὲ τὶς ἰδέες ποὺ κατεβάζει τὸ μυαλό σου, ἀλλὰ μένεις πάντα ἀπελέκητος, δὲν ἀποκτᾶς ὀργανωμένη σκέψη, κυριεύεσαι ἀπὸ πρωτόγονες παρορμήσεις. Ἡ πιθανότητα νὰ γίνεις Μακρυγιάννης (ἀκόμα καὶ μἐ τὶς τόσες του δυσεξήγητες ἀτέλειες) εἶναι μιὰ στὸ ἑκατομμύριο. Ὅλοι οἱ ἄλλοι, αὐτῆς τῆς «κοψιᾶς» ἄνθρωποι, βρίσκονται σὲ πνευματικὸ ἐπίπεδο πολὺ κάτω τοῦ μετρίου· καὶ φυσικὰ σὲ τίποτα δὲ βοηθοῦν τὸν πολιτισμό.

Ἕνας λαὸς γιὰ νὰ δημιουργήσει πολιτισμὸ (καὶ ὁ πολιτισμὸς εἶναι μόνο πνευματικός) χρειάζεται δύσκολη γλῶσσα· περίπλοκη γλῶσσα. Νὰ τολμήσουμε νὰ τὸ ποῦμε πιά. Ὅσο ἁπλουστεύουμε, τρῶμε τὰ κεφάλαια μας, πᾶμε γιὰ πτώχευση. Μακάρι νὰ μπορούσαμε νὰ ξαναζωντανέψουμε καὶ τὰ ἀπαρέμφατα καὶ τὶς μετοχὲς καὶ τοὺς παρακείμενους καὶ τὴν πλούσια παρακαταθήκη τῶν ἐπιθέτων καὶ τ᾿ ἀρχαιόπρεπα ἐπιρρήματα — ἦταν ἀπαραίτητα στὴ δόμηση τοῦ γραπτοῦ λόγου. ᾽Εξάλλου ὅλες οἱ γλῶσσες τὰ διατήρησαν, μόνον ἐμεῖς βιαστήκαμε νὰ τ᾿ ἀποβάλουμε, γιατὶ, λέει, δὲν τὰ ἔχει τὸ δημοτικὸ τραγούδι! Μακάρι νὰ λέγαμε στὰ παιδιὰ νὰ ψάχνουν στὰ λεξικὰ (τὰ παλαιότερα, ἂν ὄχι τῶν Λίντελ-Σκὸττ καὶ Βυζαντίου, τουλάχιστον τὰ πιὸ σύγχρονα καὶ προσιτὰ τῶν Δημητράκου, Σταματάκου καὶ «Πρωΐας» καὶ ὄχι βέβαια τῆς τελευταίας φουρνιᾶς τὰ «μονοτονικά», ποὺ ἔχουν πάθει καχεξία καὶ ἀπὸ τὴν ἀπασβέστωση ἔχουν στρεβλώσει καὶ τὶς ἔννοιες) καὶ νὰ μάθαιναν, λέμε, τὰ παιδιὰ κάθε μέρα καὶ μιὰ καινούρια λέξη, μιὰ μόνον, σχετίζοντὰς την μὲ ἄλλες συγγενεῖς γιὰ νὰ μὴ δυσκολεύονται νὰ βροῦν, ὅταν ἀναπτύσσουν ἕνα θέμα, τὴν πιὸ ἀκριβόλογη διατύπωση.

Ὁ Ποιητὴς λέγει:

«Τὰ παιδικά μου χρόνια εἶναι γεμάτα καλαμιές. Ξόδεψα πολὺν ἄνεμο γιὰ νὰ μεγαλώσω. Μόνο ἔτσι ὅμως ἔμαθα νὰ ξεχωρίζω τοὺς πιὸ ἀνεπαίσθητους συριγμούς, ν᾿ ἀκριβολογῶ μὲς στὰ μυστήρια.

Μιὰ γλῶσσα ὅπως ἡ ἑλληνικὴ ὅπου ἄλλο πράγμα εἷναι ἡ ἀγάπη καὶ ἄλλο πράγμα ὁ ἔρωτας· ἄλλο ἡ ἐπιθυμία καὶ ἄλλο ἡ λαχτάρα· ἄλλο ἡ πίκρα καὶ ἄλλο τὸ μαράζι῾ ἄλλο τὰ σπλάχνα, κι᾿ ἄλλο τὰ σωθικά.»

Καὶ συμπληρώνουμε οἱ μὴ ποιητές: ἄλλο πρᾶγμα ἡ εἰρήνη τῶν πλακὰτ καὶ ἄλλο πρᾶγμα τὸ Εἰρήνη ὑμῖν τοῦ Εὐαγγελίου· ἄλλο τὸ ἐνάντια καὶ ἄλλο τὸ κατ᾿ ἐναντίων· ἄλλο ἡ ἀλλαγὴ καὶ ἄλλο ἡ συναλλαγή· ἄλλο ἡ διολίσθηση καὶ ἄλλο ἡ κατρακύλα· ἄλλο ἡ ἰδεολογία κι᾿ ἄλλο ὁ ἐμπαιγμός.

Ἂν οἱ μαθητὲς κατέγραφαν τὶς λέξεις καὶ τὶς ἀντιλέξεις σ᾽ ἕνα τετράδιο στὸ τέλος θὰ εἶχαν ἕνα σοφὸ βιβλίο στὰ χέρια τους ποὺ θ᾿ ἄξιζε περισσότερο ἀκόμα κι᾿ ἀπ᾿ τὸ πτυχίο ποὺ παίρνουν ἀπ᾿ τὰ Πανεπιστήμια. Γιατὶ θὰ μποροῦσαν νὰ «ξεχωρίζουν τοὺς ἀνεπαίσθητους συριγμούς». Καὶ κάτι τέτοιο δὲν τὸ θέλει τὸ Κράτος: ὁ πολίτης νὰ «πιάνει» ἤχους ἀπαγορευμένων συχνοτήτων. Εἴπαμε: νὰ ἐκστασιάζεται μὲν μὲ τὰ ὁράματα, ἀλλὰ ὄχι καὶ ν᾿ ἀποκρυπτογραφεῖ τὰ παρόραματα τῆς Ἐξουσίας! Γι᾿ αὐτὸ τοῦ εἶναι ἀρκετὸ ἕνα τρανζίστορ τῶν (κρατικῶν) χιλιοκύκλων ἢ ἔνα λεξικὸ τῶν πεντακοσίων (ἐπιτρεπομένων) λέξεων. Τί τοῦ χρειάζεται ἡ λέξη ἀρωγή; Ὅταν τὸν ζώνουν οἱ ἐφιάλτες ἀρωγὴ θὰ φωνάξει; Θὰ φωνάξει βοήθεια. Βοήθειαααα...

Καὶ κάτι ἀκόμα· οἱ ἑλληνικὲς λέξεις δὲν σώζονται χωρὶς ὀρθοφωνία. Ὁ ἑλληνικὸς λόγος εἷναι μουσικός· δὲν εἷναι μονότονος, κυμαίνεται πάνω σὲ γκάμα. Ἡ προσωδία δὲν ἐξέλιπε, ἀλλὰ σημειώνεται μὲ τοὺς τόνους ποὺ εἶναι τὰ μουσικὰ σημάδια τῆς ὀρθῆς ἐκφώνησης. Κάθε φθόγγος, κάθε συλλαβὴ ἔχει διαφορετικὸ χρονικὸ πλάτος καὶ διαφορετικὸ τονικὸ ὕψος. Ὅλες οἱ συλλαβὲς δὲν χρωματίζονται φωνητικὰ τὸ ἴδιο, δὲν ἔχουν τὴν ἴδια ἔνταση «πνοῆς». Αὐτὸ διαπιστώνεται εὐκολώτατα ἀπ᾿ ὅποιον μιλάει σωστὰ ἐλληνικά, φτάνει νὰ προσέξει, προφέροντας μιὰ φράση, πόσο διαφορετικὰ τονίζει ἢ ἐπιμηκύνει κάποιες συλλαβές. Ἒ λοιπόν, αὐτὲς οἱ κορυφώσεις καὶ αὐτὲς οἱ «ἐκτάσεις» σημειώνονται μὲ τοὺς τόνους. Καὶ ἡ βαρεῖα καὶ ἡ περισπωμένη εἶχαν καὶ ἔχουν τὴ σημασία τους, ἀκόμα καὶ ἡ δασεῖα σὲ πολλὲς περιοχὲς προφέρεται κάνοντας τραχὺ τὸ δασυνόμενον φωνῆεν (ὁ γήλιος, τὸ γαῖμα), ἀλλὰ καὶ δείχνει ὅτι πρέπει νὰ «μαλακώσει» τὸ σύμφωνο τῆς ἐκθλιβόμενης λέξεως ποὺ προηγεῖται. Αὐτὰ ὅλα εἶχαν τὴ σημασία τους προκειμένου νὰ διατηρηθεῖ ἡ μουσικότητα τῆς γλώσσας. Τὸ μονοτονικὸ τὰ ἰσοπεδώνει ὅλα. Ὑπονοεῖ ὅτι ὅλες οἱ συλλαβὲς τονίζονται τὸ ἴδιο· εἴτε ὁ τόνος πέφτει στὴν ἀρχή, εἴτε στὴ μέση, εἴτε στὸ τέλος μιᾶς λέξεως. Καὶ οἱ μονοσύλλαβες ποὺ δὲν τονίζονται (στὴν πλειονότητά τους) μὲ τὸ νέο σύστημα; Θὰ τὶς λέμε γρήγορα; ψιθυριστά; Καὶ ὅμως πολλὲς ἀπ᾿ αὐτὲς ἀνάλογα μὲ τὴν ἔνταση τοῦ τόνου δίνουν νόημα σὲ μιὰ φράση. Βέβαια σήμερα μιλᾶμε χωρὶς νὰ ἔχουμε ὑπ᾿ ὄψη μας τὰ σημάδια τοῦ τονισμοῦ. Αὐτὸ ὅμως δὲν εἰναι σοβαρὸ ἐπιχείρημα. ᾽Επειδὴ ἔχουμε πολλοὺς πρακτικοὺς ὀργανοπαῖχτες θὰ πρέπει νὰ κάψουμε τὶς παρτιτοῦρες;

Ὅταν παλαιότερα τονίζαμε σωστά, δίναμε ἔμφαση στὴ μουσικὴ ἀνάγνωση. Καὶ ὅσοι δὲν ἦταν ἀναγνῶστες, είτε γιατὶ τοὺς ἀπωθοῦσε τὸ βιβλίο, εἴτε γιατὶ δὲν ἤξεραν πολλὰ γράμματα, ἀκούγοντας κάποιον ν᾿ ἀπαγγέλλει ἢ νὰ μιλάει ἢ νὰ ψέλνει, μάθαιναν, ἂν ὄχι τὸν τονισμὸ κάθε λέξεως, πάντως τὸ ρυθμὸ τῆς γλώσσας. Ὅταν οἱ παλιοὶ μιλοῦσαν, γίνονταν πάντα κατανοητοί, εἴτε ἡταν γραμματισμένοι εἴτε ὄχι. Κι᾿ αὐτὸ γιατὶ πήγαιναν τακτικὰ στὴν ᾽Εκκλησία. ᾽Εκεῖ στὸν ἐκκλησιαστικὸ λόγο (καὶ σὲ κάποια ποιήματα) διασώζονται σὲ ἁρμονικὴ συνύπαρξη ἡ ἀπαγγελία, ὁ ρυθμὸς καὶ ὁ τονισμός. Τὰ κείμενα εἰναι σωστὰ τονισμένα, ἀνάλογα μὲ τὴν ἔνταση τῆς φωνῆς. Ἂς θυμηθοῦμε τὴν περίφημη φράση ποὺ ἀναφωνεῖ ὁ ἱερέας κατὰ τὴ λειτουργία (καὶ ποὺ τὴν ξέρουμε καὶ τὴν ἔχουμε προσέξει ὅλοι, γιατὶ ὅσο προοδευτικοὶ κι᾿ ἂν εἴμαστε κάποτε θὰ ἐκκλησιαστήκαμε).

Τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν σοὶ προσφέρομεν κατὰ πάντα καὶ διὰ πάντα.

᾽Εδῶ οἱ βαρεῖες, οἱ περισπωμένες καὶ ὅπου ὑπάρχουν ὀξεῖες σὲ σχέση μὲ τὸ τί τονίζεται, μόριο, ἀντωνυμία, θέσει μακρά, καθοδηγοῦν τὸν λειτουργὸ νὰ δώσει τὴν ἔκταση καὶ τὴν ἔνταση τῆς κάθε συλλαβῆς· ἔτσι τὰ παρέλαβε, ἔτσι τὰ μεταδίνει. Πάνω σ᾿ αὐτὴν τὴ φράση μπορεῖ νὰ γίνει ὁλόκληρο μάθημα γιὰ τὴ σημασία ποὺ ἔχουν οἱ τόνοι στὴ μουσικότητα καὶ στὸ ρυθμὸ τῆς γλώσσας μας. Φυσικὰ ἐδῶ δὲ μποροῦμε νὰ ἐπεκταθοῦμε ἄλλο. Μόνο θὰ σημειώσουμε ὅτι στὴν ἀρχὴ τῆς φράσης ἔχουμε ἕξη μονοσύλλαβα στὴ σειρά. Καὶ ὅτι τὸ καθένα ἀπ᾿ αὐτὰ ἔχει ἰδιαίτερο τόνο (ἀκόμα καὶ ἡ ψιλὴ πάνω στὸ «ἐκ» ἔχει σημασία· δείχνει ὅτι συνεκφέρεται μὲ τὸ τελείωμα τῆς πνοῆς τοῦ βαρέως καὶ ἐκτεταμένου σααααα). Τώρα τὸ μονοτονικὸ λέγει ὅτι αὐτὰ δὲν τονίζονται, δηλαδὴ θὰ ἔχουν αὐτὴ τὴ μορφή:

τα σα εκ των σων σοι

καὶ στὴν ὁμιλία:

τασαεκτωνσώνσοι

Καὶ ὅταν μεθαύριο δὲ θὰ τονίζονται οὔτε οἱ πολυσύλλαβες λέξεις, ποὺ θὰ διαδέχονται ἡ μία τὴν ἄλλη κατὰ άλυσωτὴ παράταξη, τότε ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα θ᾿ ἀκούγεται συριχτή, ἐμφυσηματική, μονόχορδη σὰν νὰ βγαίνει ἀπὸ πλαστικὸ λαρρύγι, ὅπως ἡ φωνὴ τοῦ μακαρίτη Χάμφρεϋ Μπόγκαρτ.

Λέτε νὰ εἴμαστε μακρυὰ ἀπὶ ἐκείνη τὴν ἐποχή; Δὲν τὸ νομίζουμε· ὅλα δείχνουν ὅτι πρὸς τὰ ἐκεῖ ὁδεύουμε μὲ ἐπιτάχυνση. Καὶ ἡ ἐπιτάχυνση προκαλεῖται ὅταν λείψουν οἱ ἀνασχετικοὶ παράγοντες: ἱστορικὴ ὁρθογραφία, λογία παράδοση, ἐτυμολογία, λεξιλόγιο, γραμματική, συντακτικὸ (γιὰ νὰ μὴ μᾶς φέρει ἀλλεργία ἡ λέξη, ἂς τὴν ποῦμε δόμηση τῆς φράσεως). Μπορεῖ ὅλα αὐτὰ νὰ μὴ χρειάζονται καὶ τόσο στὸ μέσον ἄνθρωπο, στὸν ἁπλὸ πολίτη· ἀλλὰ πρέπει νὰ σεβόμαστε τὸ ἔργο ἐκείνων τῶν «λογὰδων τοῦ Ἔθνους» (ποὺ δὲν ἀνήκουν μόνο στὴν παλιὰ ἐποχή, ἀλλὰ κάποιοι εἶναι καὶ σύγχρονοί μας), ποὺ ὁργάνωσαν τὴ γλῶσσα μας· καὶ αὐτὴν τὴ γλῶσσα νὰ τὴ διαφυλάσσουμε «ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ». Ἴσως ὁ μέσος ἀνθρωπος νὰ παραμείνει σ᾿ ὅλη του τὴ ζωὴ «μέσος». Μπορεῖ ὅμως τὸ παιδί του ἢ τὸ ἐγγόνι του νὰ γεννηθοῦν μεγαλοφυΐες. Καὶ νὰ χρειασθοῦν ἕνα ἐργαλεῖο ἕτοιμο, γιὰ περαιτέρω τεχνουργήματα καὶ ἀριστουργήματα· καὶ ὄχι νὰ φᾶνε τὴ ζωή τους πασχίζοντας νὰ φτιάσουν αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ ἐργαλεῖο. Ἔτσι δὲν πάει μπροστὰ ὁ πολιτισμός. Οἱ κυβερνῶντες ὁλοένα κι᾿ ἐξορκίζουν τὰ «πισωγυρίσματα»· ἀλλὰ δὲν κάνουν καὶ τίποτα ἄλλο ἀπὸ τὸ νὰ «πισωγυρίζουν». Φτωχαίνοντας τὴ γλῶσσα μὲ τὶς ἁπλουστεύσεις καὶ τοὺς ἀκρωτηριασμοὺς ἀπεργαζόμαστε τὴν πνευματικὴ γενοκτονία τῶν ἐπερχομένων γενεῶν. Ὅπως δὲν ἔχουμε τὸ δικαίωμα νὰ πειραματιζόμαστε καὶ πάνω στὰ σημερινὰ νιάτα.

Αὐτοὶ οἱ πειραματισμοί, καὶ οἱ ἀναστατώσεις ποὺ συνεπιφέρουν, θὰ παρασύρουν μερικὲς γενιὲς σὲ φοβερὴ ἐκφραστικὴ σύγχυση, κυρίως στὸ γραπτὸ λόγο. Στὸν προφορικὸ λόγο μερικὲς νέες λέξεις, κάποιες τεχνητὲς ἐκφράσεις (εἴτε τὶς ἐπιβάλλει ἡ πολιτικὴ εἴτε ἡ «ἀργκὸ») μπορεῖ νὰ κάνουν κακό, ἀλλὰ τὸ κακὸ αὐτὸ προσβάλλει τὶς «κλειδώσεις» τῆς γλώσσας, δὲν πάει μέχρι τὸ μυελὸ τοῦ ὀστοῦ. Οἱ καινοτομίες, ἂν δὲν προσαρμόζονται στὸ τυπικὸ τῆς γλώσσας καὶ στὸ ρυθμό της, παραμένουν γιὰ λίγο σὰν μόδα καὶ ὕστερα ἀπὸ κάποιο διάστημα περνοῦν καὶ ξεχνιοῦνται. Στὸ γραπτὸ λόγο ὅμως τὰ πράγματα εἶναι πιὸ σοβαρά. Γιατὶ ἐκεῖ ἡ ὅποια «μεταρρύθμιση» περνάει ἀπ᾿ τὸ σχολεῖο, βαθμολογεῖται καὶ ἀργότερα ἐπιβάλλεται ἀπὸ τὴν προϊσταμένη ᾽Αρχή. Δύσκολο νὰ ξεφύγεις ἢ νὰ διατηρήσεις τὸ δικό σου κώδικα. Ὅλα λοιπὸν ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὸ τί σκέφτεται τὸ Κράτος, ἀφοῦ ἀπὸ κεῖ ἐκπορεύονται τὰ πάντα: προγράμματα, ἰδεολογικὴ γραμμή, τρόποι γραφῆς, (ἐδῶ ἀποφεύγουμε τὸν ὅρο ὀρθογραφία γιατὶ τὸν ὀρθὸ τρόπο δὲν τὸν καθορίζουν πιὰ οἱ νόμοι τῆς γλώσσας καὶ τῆς ἐτυμολογίας, ἀλλὰ ὁ νόμος τοῦ Κράτους).

Εἶναι γεγονὸς πιὰ ὅτι τὸ Κράτος πειραματίζεται πάνω στὴ γραφή. Σήμερα ἐπιβάλλει στοὺς μικροὺς μαθητὲς νὰ μάθουν τὸ μονοτονικό. Ὁ δικαιολογητικὸς λόγος τῆς ἐπιβολῆς του ἡταν ὅτι ἁπλουστεύει τὸν παραδοσιακὸ τρόπο τονισμοῦ καὶ ἔτσι ἀπαιτεῖ λιγότερη προσπάθεια, γίνονται λιγότερα λάθη. ᾽Αλλὰ μήπως αὐτὸ σημαίνει ὅτι βρήκαμε ἐπιτέλους ἕνα «λογικὸ» τρόπο, ἕναν «τελειωτικό», ἂν ὄχι τέλειο τρόπο γραφῆς καὶ ἐκεῖ θὰ μείνουμε; Κάθε ἄλλο. Καὶ οἱ εἰσηγητὲς τοῦ μονοτονικοῦ καὶ οἱ κυβερνητικοὶ παράγοντες δὲν παύουν νὰ δηλώνουν ὅτι αὐτὸ εἶναι ἕνα «πρῶτο βῆμα» στὴν περαιτέρω ἁπλούστευση τῆς ὀρθογραφίας. Κάποιοι μάλιστα γλωσσοσύμβουλοι τὸ ἤθελαν πιὸ «ὀρθόδοξο», γιὰ νὰ προχωρήσουμε ταχύτερα σὲ πιὸ ριζικὲς «ἀλλαγὲς» στὸ γραπτὸ λόγο.

 

Αὐτὰ ἧταν τροχιοδεῖκτες γιὰ νὰ μὴ χαθεῖ ὁ ἀπώτερος καὶ τελικὸς στόχος. ᾽Ελάχιστοι τὰ πρόσεξαν τότε· οἱ περισσότεροι κοιμόντανε ὕπνον βαθύ, καὶ πολλοὶ τὰ νόμισαν κάτι σὰν τὰ ἀκίνδυνα βεγγαλικά. Καὶ ὅμως ἦταν ἀσκήσεις, ἦταν προετοιμασίες γενικῆς ἐπίθεσης. Πότε θὰ πραγματοποιηθεῖ αὐτὴ ἡ ἐπίθεση; Φυσικὰ μόλις τὸ ἐπιτρέψουν οἱ γενικώτερες συνθῆκες καὶ ἀφοῦ ὴ προπαγάνδα προλειάνει τὸ ἔδαφος, ὥστε νὰ μὴν ὑπάρξουν «ἑστίες ἀντιστάσεως».

Ἀπὸ τὶς ἐνδείξεις ποὺ ἔχουμε, μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ὑπάρχουν δύο τρόποι ἐνεργείας, δύο σενάρια. Τὸ πρῶτο εἶναι ν᾿ ἀκολουθηθεῖ μιὰ σταδιακὴ ἐξέλιξη πρὸς τὴν πλήρη ἁπλούστευση: τὴ φωνητικὴ γραφὴ καὶ πιθανῶς καὶ τὴν παράλληλη ἢ καὶ ἀποκλειστικὴ διδασκαλία τοῦ λατινικοῦ ἀλφαβήτου στὰ σχολεῖα καὶ τὴν προβολή του μέσα ἀπὸ τὴν κρατικὴ τηλεόραση. Μετὰ ἀπὸ κάθε ἐπέμβαση θ᾿ ἀφήνεται νὰ περάσει κάποιο χρονικὸ διάστημα γιὰ νὰ ἐκτονώνονται οἱ τυχὸν ἀντιδράσεις, ἀλλὰ ταυτόχρονα θὰ ἐπιχειροῦνται καὶ δοκιμαστικὲς ἀπόπειρες τοῦ τρόπου τῆς ἑπομένης φάσεως γιὰ «νὰ δοῦμε πῶς τὸ δέχεται ἡ κοινὴ γνώμη». Οἱ ἀπόπειρες αὐτὲς παίρνουν τὴ μορφὴ ἐπιστημονικῶν πραγματειῶν, εἰσηγήσεων, ἀλλὰ καὶ πρακτικῶν ἐφαρμογῶν, εἴτε ἀπὸ ὁμόφρονες ἰδιῶτες, εἴτε ἀπὸ τὰ μαζικὰ μέσα τὰ ὁποῖα διευθύνονται ἢ κατευθύνονται ἀπὸ «δικούς μας ἀνθρώπους».

Τὸ δεύτερο σενάριο εἶναι ν᾿ ἀφήσουν κατὰ μέρος τὰ προσχήματα, δηλαδὴ τὴ σταδιακὴ διάβρωση καὶ νὰ ἐπιβάλουν «ἄμεσα», ὅπως θὰ ἔλεγαν οἱ θεωρητικοί τους, ἕναν τρόπο γραφῆς ποὺ θὰ εἶναι «λογικός», σύγχρονος, οἰκονομικὸς κ.λπ., πάντως μὲ τὸν πλήρη ἐξοβελισμὸ τῶν ψηφίων τοῦ ἑλληνικοῦ ἀλφαβήτου ἢ τὴν ὑποτυπώδη διατήρηση κάποιων ἀπ᾿ αὐτά, καὶ ὁπωσδήποτε κατάργηση τῆς ἱστορικῆς ὀρθογραφίας.

Αὐτὸ τὸ σύστημα γραφῆς στὶς λεπτομέρειες του δὲν εἶναι ἀπόλυτα σαφές· κατὰ καιροὺς ἔχουν προταθεῖ πολλοὶ τρόποι (Φιλήντας, Γιοφύλλης, Γληνός, Μεσεβρινός, Σταυρακάκις, κ.ἄ.) καὶ ἀσφαλῶς τὰ σχετικὰ «ἐγχειρίδια» θὰ τὰ χρησιμοποιήσουν, γιὰ νὰ χειρουργήσουν τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα, τὰ μέλη κάποιας Ἐπιτροπῆς ποὺ θὰ συγκροτηθεῖ γι᾿ αὐτὸν τὸ σκοπό. Αὐτὴ ἡ «ἐπαναστατικὴ» καὶ φυσικὰ αἰφνιδιαστικὴ τομὴ θὰ γίνει ὅταν ὑπάρξει μιὰ γενικὴ καὶ ἐκτεταμένη σύγχυση καὶ ἕνας «ὑποβόσκων» πανικὸς στὰ πολιτικὰ καὶ κοινωνικὰ πράγματα — καὶ ὅλα πρὸς τὰ ἐκεῖ ὁδηγοῦν. Ἢ ὅταν οἱ «ἐφαρμοστὲς» αὐτοῦ τοῦ Σχεδίου νιώσουν ὅτι κινδυνεύουν νὰ χάσουν τὴν πολιτικὴ προοδευτικὴ ἐπικάλυψη, μέσα στὸ κλῖμα τῆς ὁποίας μποροῦν καὶ ἀναπτύσσουν ἐλεύθερα τὶς «μεταρρυθμίσεις» τους, ἀντιμετωπίζοντας καὶ τὸ ἐνδεχόμενο νὰ ἔρθουν στὸ προσκήνιο ἄλλες πολιτικὲς δυνάμεις (ἴσως πιὸ ὑποψιασμένες, ἴσως πιὸ ἀλλεργικὲς στὸ ξεπούλημα τοῦ πνευματικοῦ Ἑλληνισμοῦ), ὁπότε θὰ βιαστοῦν βρίσκοντας τοὺς κατάλληλους μεσάζοντες, νὰ περάσουν «στ᾽ ἁρπαχτά», ὅπως τὸ ἔκαναν καὶ στὸ μονοτονικό, τὴ ριζικὴ ἀνα-παρα-μόρφωση τοῦ γραπτοῦ λόγου. Ἔτσι ὥστε νὰ δημιουργηθοῦν τετελεσμένα γεγονότα. Γιατὶ γνωρίζουν ὅτι τὰ τετελεσμένα γεγονότα, εἶναι πλέον ἢ βέβαιον ὅτι μονιμοποιοῦνται καὶ γίνονται καθεστώς. Ὅταν μάλιστα μία τυχὸν διάδοχος πολιτικὴ κατάσταση (εἴτε ἀπὸ «εὐρωπαϊσμοὺς» θὰ ἐμφορεῖται εἴτε ἀπὸ «λαϊκισμοὺς») δὲν θὰ εἶναι καὶ τόσο «φανατικὴ» σὲ θέματα ὅπως τὰ γλωσσικά, τῆς παράδοσης, τῆς πίστεως, ποὺ ἅπτονται τῆς οὐσίας τοῦ Ἑλληνισμοῦ καὶ ποὺ ὣς τὰ τώρα τὰ λέγαμε ἐθνικά.

Τώρα βρίσκεται σὲ ἐξέλιξη τὸ πρῶτο σενάριο, δηλαδὴ τῆς σταδιακῆς διολίσθησης τῆς ὀρθογραφίας σὲ ἁπλουστευμένες μορφὲς ποὺ φθάνουν μέχρι τὶς παρυφὲς τῆς λατινοποίησης. Τὸ μονοτονικὸ εἶναι ἡ σημαντικώτερη, ἡ καίρια νίκη τῶν δολιοφθορέων (πραγματικῶν σαμποτὲρ) τῆς γλώσσας καὶ καθόλου νὰ μὴν ὑποτιμοῦμε τὴ σημασία της. Εἶναι τὸ προγεφύρωμα ποὺ χρησιμεύει γιὰ περισσότερη διείσδυση στὴν ἐνδοχώρα. Ἤδη τὸ «ἀτονικό», ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς τίτλους τῶν ἐφημερίδων καὶ τοὺς ὑποτίτλους τῶν ταινιῶν ποὺ προβάλλονται ἀπὸ τὴν τηλεόραση, χρησιμοποιεῖται καὶ σὲ ἄλλα κείμενα, κυρίως κομματικά, διοικητικά, συνδικαλιστικὰ (θεωρεῖται δὲ τὸ ἄκρον ἄωτον τῆς προοδευτικότητας).

Ἐπειδὴ ὅμως χρειάζεται καὶ κάποια «ἐπιστημονικὴ» τεκμηρίωση, γράφονται καὶ μερικὰ «ἀνιχνευτικὰ» ἄρθρα. Ὑποβάλλονται καὶ κάποιες προτάσεις. Ἀφοῦ τὸ μονοτονικὸ (ποὺ διαφημίστηκε ὡς πανάκεια κατὰ τῆς πνευματικῆς καχεξίας, ὅπως ἡ ἀνορθογραφία, ἡ ἀγραμματοσύνη, ἡ ἀποκηφήνωση, ἡ ἀποτούβλωση κ.λπ.) ἀποδείχθηκε ματζούνι κομπογιαννίτικο, ἂς προχωρήσει ἡ «ἔρευνα» μήπως καὶ ἀνακαλυφθεῖ τελικὰ ἡ μαγικὴ συνταγή.

 

Δὲν θ᾿ ἀναφερθοῦμε στὴ σχετικὴ ἀρθογραφία· πάρα πολλὰ ἔχουν γραφτεῖ σ᾿ ἐφημερίδες καὶ περιοδικά. Οἱ προτάσεις, εἴτε καλοῦν σὲ ἄμεση ἐφαρμογὴ τοῦ ἀτονικοῦ μὲ ἕνα πλῆθος ἄλλες καινοτομίες εἴτε ἔμμεσα ζητοῦν τὴν ἀναθεώρηση τοῦ μονοτονικοῦ, ἔχουν ὡς στόχο μιὰν ἀδιευκρίνιστη, γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐπικίνδυνη, «παραπέρα ἁπλοποίηση».

Σὰν δεῖγμα αὐτῶν τῶν «προτάσεων», ἀπὸ τὶς πιὸ μετροπαθεῖς καὶ συγκρατημένες, θὰ παραθέσουμε τὶς δύο τελευταῖες παραγράφους τῆς ἀνωτέρω μελέτης-ἔρευνας τῶν δύο φιλοτίμων κυριῶν ποὺ ἐπιστημονικώτατα ἀπέδειξαν ὅτι τὸ μονοτονικὸ τοῦ κ. Βερυβάκη καὶ τῶν συμβούλων του, ἦταν ἕνα σύστημα τονισμοῦ πού, ἂν μὴ τί ἄλλο, εἶχε τὸν χαρακτῆρα τῆς προχειρότητας. Καὶ θ᾿ ἀντιγράψουμε αὐτὲς τὶς δύο παραγράφους αὐτούσιες, γιὰ νὰ μὴ μᾶς ποῦν οἱ κατὰ τὰ ἄλλα εὐσυνείδητες αὐτὲς ἐπιστήμονες ψυχολόγοι ὅτι διαστρεβλώνουμε τὰ λεγόμενά τους.

Λένε λοιπόν: «Γιὰ ὅλους τοὺς παραπάνω λόγους τὸ μονοτονικὸ σύστημα εἶναι ἀπαραίτητο νὰ ἁπλοποιηθεῖ περισσότερο, ἰδιαίτερα στὶς περιπτώσεις τῶν μονοσύλλαβων λέξεων ποὺ ἐξαιροῦνται ἀπὸ τὸ βασικὸ κανόνα. Ὅσο τὸ δυνατὸ λιγότεροι τόνοι μὲ ὅσο τὸ δυνατὸ λογικότερη αἰτιολόγηση θὰ διευκόλυναν τὴ λειτουργία τοῦ γραπτοῦ λόγου. Διαφορετικά, οἱ μαθητὲς πάλι θὰ τονίζουν ἐσφαλμένα ἢ πότε θὰ βάζουν τόνους καὶ πότε ὄχι.

Καλὸ θὰ ἦταν λοιπὸν ἡ ἔρευνα νὰ στραφεῖ πρὸς δύο κατευθύνσεις: πρῶτον, ποιές ἐπιπτώσεις θὰ εἶχε ἡ περαιτέρω ἁπλοποίηση τοῦ μονοτονικοῦ συστήματος στὴ γραφὴ καὶ τὴν ἀνάγνωση καί, δεύτερον, ἂν ἡ ἐφαρμογὴ τοῦ ἀτονικοῦ συστήματος εἶναι ἡ μελλοντικὴ λύση τοῦ προβλήματος τοῦ τονισμοῦ στὴ νεοελληνικὴ γραφή.»

 

Ἑπομένως, καὶ ἔρευνες θὰ συνεχίσουν νὰ γίνονται γιὰ τὸ γλωσσικὸ καὶ διαδοχικὲς μεταρρυθμίσεις θὰ ἐπιβάλλονται, σὲ τρόπον ὥστε ἡ κάθε γενιὰ μαθητῶν καὶ σπουδαστῶν θὰ ἔχει τὸ δικό της τρόπο γραφῆς τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας (ἄλλη μὲ μονοτονικό, ἄλλη μὲ ἀτονικό, ἄλλη χωρὶς διφθόγγους, καὶ ω καὶ υ, ἄλλη μὲ κάποια λατινικὰ γράμματα ποὺ θ᾿ ἀντιστοιχοῦν στὰ διπλὰ σύμφωνα μπ, ντ, γκ, τσ, τζ, ἄλλη μὲ ἀποκλειστικὰ λατινικοὺς χαρακτῆρες, καὶ ποιός ξέρει μεθαύριο ἡ Τεχνολογία τί εἴδους σημειογραφικὰ συστήματα θὰ μᾶς προμηθεύσει). Ἔτσι κάθε γενιὰ θὰ ἔχει τὴν ἴδια τὴ γλῶσσα της γραμμένη στὰ κείμενα τῶν προηγουμένων γενεῶν μὲ τρεῖς, τέσσερις, πέντε τρόπους καὶ ἡ σύγχυση ποὺ θὰ δοκιμάζει θὰ εἶναι τέτοια ποὺ θ᾿ ἀποστραφεῖ καὶ τὰ κείμενα καὶ τὶς ἰδέες ποὺ περιέχονται σ᾿ αὐτά. Καὶ ἡ αὐτογνωσία δὲν ἀποκτᾶται τόσο μὲ τὴ μελέτη τοῦ ἀπώτατου παρελθόντος, ὅσο μὲ τὴν «ἐπι-κοινωνία» τοῦ πρόσφατου. Καὶ τί λαὸς θὰ γίνουμε ὅταν συνεχῶς ἀποκοβόματε ἀπὸ τὸ παρελθόν μας, ὅταν ξεχνᾶμε τὸ χθεσινό μας ἑαυτό;

Σ᾿ αὐτὲς τὶς «προελάσεις» πρὸς τὸ ἀτονικό, ἀλλὰ κυρίως πρὸς τὴ φωνητικὴ γραφή, ἐργὼδης προσπάθεια καταβάλλεται ἀπὸ τὸ Κράτος μὲ κάποιους φορεῖς του καὶ ἀπὸ τὸν Τύπο. Αὐτὴ πραγματοποιεῖται μὲ ἀλλεπάλληλες «ἔντεχνες» ἐφαρμογὲς ἁπλουστεύσεων μὲ σκοπὸ νὰ γίνει ἀνίχνευση τοῦ ἐδάφους. Φυσικὰ τὸ ἀποτέλεσμα ποὺ ἐπιδιώκεται μ᾿ αὐτὲς τὶς ἐφαρμογὲς εἶναι νὰ ἐθισθεῖ ὁ ἀναγνώστης στὴν ὁλοένα καὶ πιὸ ἁπλουστευμένη καὶ φωνητικὴ ἀποτύπωση τῶν λέξεων ποὺ μέχρι τώρα γράφονταν διαφορετικά. Ἔτσι διαβάζουμε, κυρίως στὸν ἡμερήσιο Τύπο ἀλλὰ καὶ σὲ κάποια «προοδευτικὰ» περιοδικά, τὶς λέξεις βρόμικος ἀντὶ βρώμικος, κλοτσιὰ ἀντὶ κλωτσιά, κρεβάτι ἀντὶ κρεββάτι, Ἀράχοβα ἀντὶ Ἀράχωβα, Ραφίνα ἀντὶ Ραφήνα κ.ἄ.

Ἐκεῖ ὅμως ποὺ γίνεται συστηματικὴ φωνητικοποίηση, εἶναι στὴ μεταγλώττιση στὰ ἑλληνικά, ξένων κυρίων καὶ οὐσιαστικῶν ὀνομάτων. Εἶχε καθιερωθεῖ κατὰ τὴ μεταφορὰ ξένων ὀνομάτων στὰ ἑλληνικὰ νὰ διατηρεῖται μιὰ ὅσο τὸ δυνατὸν ταυτοσημία στὰ ὅμοια ἢ συγγενῆ φωνήεντα τῶν δύο γλωσσῶν. ᾽Επίσης ὅπου ἡ ξένη συλλαβὴ ἦταν φωνητικὰ μακρά, τὴ σημειώναμε μὲ η ἢ μὲ ω καὶ ὅπου ὑπῆρχαν διπλὰ σύμφωνα τὰ διατηρούσαμε, τὸ ἴδιο καὶ τὰ δίψηφα μὲ τὶς ἀντίστοιχες δικές μας διφθόγγους. Αὐτὸ βοηθοῦσε ὀπτικὰ τὸν συσχετισμὸ τῶν δύο λέξεων, τὴν πρωτότυπη καὶ τὴ μεταγλωττισμένη. Εἴχαμε μιὰ σοβαρὴ αἰτιολόγηση ὅταν γράφαμε τὰ κύρια ὀνόματα ἔτσι στὰ ἐλληνικά: Σαίξπηρ, Γκαῖτε, Ὀ᾿ Νήλ, Τσῶρτσιλ, Πώλ, Τζών, Σκωτία, Λειψία. ᾽Ενῶ εἰναι ἄστοχο καὶ αὐτόχρημα κωμικὸ νὰ τὰ γράφουμε Σέξπιρ, Γκέτε, Ὀνίλ, Τσόρτσιλ, Πόλ, Τζόν, Σκοτία, Λιψία ὅπως ἔχει γίνει συνήθεια πιὰ στὰ «προοδευτικὰ» ἔντυπα. Καὶ τὸ νέο πρεσβευτὴ τῶν ΗΠΑ κ. Robert Keeley τὸν βλέπουμε ὡς Κίλι καὶ ... ἀνατριχιάζουμε.

Ἡ φωνητικὴ γραφὴ ἐπίσης παίρνει καὶ δίνει ὅταν μεταφέρονται στὰ ἑλληνικὰ ξένες λέξεις καὶ ὅροι ποὺ εἶναι στὴν κοινὴ χρήση: ὅπως ράλι, πάρτι, στίλ, πέναλτι, γκόλ, τένις, σίριαλ, τρένο, πορτρέτο καὶ πάμπολλα ἄλλα, ἐνῶ τὰ μέχρι σήμερα καθιερωμένα καὶ ἀσφαλῶς πιὸ σωστὰ ἦταν τὰ ράλλυ, πάρτυ, στύλ, πέναλτυ, γκώλ, τέννις, σήριαλ, τραῖνο, πορτραῖτο σὰν πλησιέστερα πρὸς τὴν πρωτότυπη γλῶσσα ἀπὸ τὴν ὁποία τὰ πήραμε.

Αὐτὰ ὅλα τὰ βλέπουμε καθημερινὰ στὶς ἐφημερίδες καὶ ὄχι μόνο στὶς συμπολιτευόμενες ἢ τὶς προοδευτικές. Σημαιοφόρος πάντως τῶν ἁπλουστεύσεων, τῶν φωνητικοποιήσεων καὶ τῶν λατινοποιήσεων εἰναι τὸ κρατικὸ περιοδικὸ Ραδιοτηλεόραση, ὅπου ὄχι μόνο τὰ ξένα ὀνόματα γίνονται ἀγνώριστα, ἀλλὰ υἱοθετοῦνται ἄκριτα καὶ ξένοι γραμματικοὶ τύποι. Γράφει π.χ. τὰ κοντσέρτι, τὰ σόλι, τὰ κόρνι.

Ἀποροῦμε ἀπὸ ποιά πηγὴ ἄραγε νὰ ξεκίνησε αὐτὴ ἡ ντιρεκτίβα : νὰ φωνητικοποιοῦμε τὰ ξένα ὀνόματα. ᾽Ασφαλῶς ὅμως θὰ διεκπεραιώθηκε ἀπὸ ἐντεταλμένους γεφυροποιοὺς πρὸς πειθήνιους στυλογράφους ἢ στιλογράφους ποὺ συμβάλλουν τὸ κατὰ δύναμιν στὴ νοητικὴ καὶ γλωσσικὴ ἀποχαύνωση τοῦ σημερινοῦ ἕλληνα καὶ τοῦ αὐριανοῦ ελινα.

 

Αὐτὰ δὲν εἶναι λεπτομέρειες· εἶναι στρατηγικοὶ θύλακες τῶν εἰσβολέων, ὡσότου ξεχαρβαλώσουν ὁλότελα τὶς δομὲς καὶ τοὺς ἀμυντικοὺς μηχανισμοὺς τῆς γλώσσας μας. Νὰ μὴν ἐφησυχάζουμε: ὅτι ὣς ἐδῶ ἦταν, ἡ γλῶσσα μας, ὁ γραπτὸς λόγος, θὰ διασωθοῦν. Δὲν θὰ διασωθοῦν, ὅσο δὲν συνειδητοποιήσουμε τὶς ἀπώλειες καὶ ὅσο δὲν καλοῦμε σὲ συναγερμό.

Γιατὶ πλησιάζουμε πιὰ νὰ ἔχουμε σὰν πρότυπο γραφῆς τὴν «κολχόζικη» γλῶσσα ποὺ λιμπίστηκε ὁ Γληνὸς στὴ Ρωσία, ὅπου τὴν ἐφάρμοσαν οἱ σοβιετικοὶ στὰ παιδιὰ ἐλληνικῆς καταγωγῆς, ἀπ᾿ ὅσο ξέρουμε, στὶς πρῶτες τάξεις τοῦ Δημοτικοῦ σχολείου. Ἀλλά, ὦ ἀγαθοὶ γληνόπληκτοι τοῦ ἔτους 1985, οἱ Ἕλληνες σ᾿ αὐτὸν ἐδῶ τὸν τόπο δὲν εἶναι μιὰ μικρὴ μειονότητα ἀγραμμάτων ἀγροτῶν καὶ τεχνιτῶν, ὅπως ἡταν οἱ ὁμοεθνεῖς μας τὰ χρόνια ἐκεῖνα μέσ᾿ τὴν ἀχανῆ καὶ σλαβόφωνη Ρωσία (οἱ ἀστοὶ καὶ διανοούμενοι ἔφυγαν, ὅσοι πρόφτασαν, ἀπὸ τὴ λαίλαπα ποὺ ἐπακολούθησε μετὰ τὴν Ὀκτωβριανὴ ἐπανάσταση), Οἱ μπολσεβίκοι μπορεῖ νὰ τοὺς «ἐφεῦραν» κάποιο φωνητικὸ ἀλφάβητο γιὰ νὰ τοὺς μάθουν στὰ γρήγορα λίγα κολλυβογράμματα (ποὺ καὶ αὐτὸ οἱ ἐκεῖ Ἕλληνες δὲν τὸ δέχτηκαν, ἀντέδρασαν, νὰ μὴν ἀποκρύπτουμε τὴν ἀλήθεια). ᾽Εμεῖς ὅμως ἐδῶ οἱ ἐλεύθεροι ἐν πνεύματι Ἕλληνες, οἱ γηγενεῖς καὶ οἱ ἀπελευθερωμένοι ἀπὸ τὸν τουρκικὸ ζυγὸ καὶ ὅσοι ἤρθαμε ἀπὸ τὶς ὑπὸ κατοχὴν σήμερα πατρίδες μας τῆς Μικρᾶς ᾽Ασίας καὶ τῆς Θράκης ἔχουμε πίσω μας μιὰν ἀδιάσπαστη Γραμματεία ἐπὶ δύο χιλιάδες χρόνια (ἂν βάλουμε καὶ τὴν Αρχαιότητα τότε πᾶμε στὰ τρεῖς χιλιάδες) ποὺ γράφτηκε καὶ γράφεται μὲ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ γίνεται κατανοητὴ ἀπὸ ὅλους μας.

Μὲ ποιό δικαίωμα μᾶς λέτε ν᾿ ἀπαρνηθοῦμε τὸν ἀετὸ ποὺ μᾶς ἀνέβασε τόσες φορὲς στὴν Ἱστορία μας σὲ οὐράνια πνευματικὰ ὕψη καὶ νὰ γίνουμε ὅμοιοι μὲ τὰ βουβάλια ποὺ μὲ σκυφτὸ τὸ κεφάλι δὲ βλέπουν παρὰ μισὸ μέτρο γῆς πιὸ πέρα ἀπ᾿ τὴ μουσούδα τους;

Εἶναι λογικὸ νὰ ποῦμε στὸν σπουδαγμένο γιατρὸ ν᾿ ἀφήσει τὸ νυστέρι τοῦ χειρούργου καὶ νὰ πιάσει τὸ μπαλτὰ τοῦ χασάπη; Ἢ πῶς θὰ φαινότανε ἂν λέγαμε σ᾿ ἕνα ζωγράφο, ποὺ οἱ ὁραματισμοί του τὸν φέρνουν πραγματικὰ σὲ κλασικὲς ἢ καὶ σὲ μεταφυσικὲς πραγματοποιήσεις, ἂς ποῦμε γιὰ παράδειγμα, σ᾿ ἕνα Γύζη, σ᾿ ἕναν Παρθένη ἢ σ᾿ ἔνα Γουναρόπουλο: «Παρατεῖστε τὸ χρωστήρα καὶ πιάστε τὴν ταβανόβουρτσα!»

Ὅλα χρειάζονται, ἀλλὰ τὸ κάθε τι γιὰ ὅ,τι εἶναι προωρισμένο. Δὲν εἶναι κακὸ πρᾶγμα τὸ ἐργαλεῖο· ἀντιθέτως μάλιστα. Ἀλλὰ εἶναι ἔγκλημα, νὰ ὑποτάσσουμε διὰ τῆς βίας τὸ πνεῦμα στὸ ἐργαλεῖο. Αὐτό, δυστυχῶς, κάνει σήμερα ἡ κρατικὴ ἐκπαίδευση. ᾽Επιβάλλεται στὸν πνευματικὸ ἄνθρωπο καὶ ἐπιβάλλεται στὸ μαθητή: Τοῦ λέει: «Μὴ σκέφτεσαι πῶς πρέπει νὰ γράφεις· εἶναι άπλό, γράφε “κολχόζικα”»!

Ἄν, ὅπως λένε, αὐτὸ τὸ κάνουν γιὰ τὸ καλὸ τοῦ λαοῦ, τότε οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ θὰ πρέπει πολὺ νὰ ἔχουν μπερδέψει τὰ πράγματα μέσ᾿ τὸ μυαλό τους. Κάποιους ὅμοιους μ᾿ αὐτοὺς θὰ εἶχε ὁ Καβάφης στὸ νοῦ του, ὅταν ἔγραφε:

Γιὰ τὸ καλλίτερον ἡμεῖς θὰ προσπαθοῦμε.
Καὶ ὄσο προσπαθοῦμε, τόσο θὰ χαλνοῦμε,
θὰ μπλέκουμε τὰ πράγματα, ὢς νὰ βρεθοῦμε
στὴν ἄκρα σύγχυσι.

Βέβαια ὑπάρχουν ἀκόμα οἱ ποιητές μας ποὺ γράφουν μὲ σωστὴ γραφὴ τὶς ποιητικές τους συλλογές. Ὑπάρχουν καὶ πολλοὶ πεζογράφοι πού, παρὰ τὶς δυσκολίες ποὺ ἀντιμετωπίζουν, ἀπαιτοῦν νὰ γίνονται σεβαστὰ τὰ κείμενά τους ὅπως αὐτοὶ τὰ γράφουν. Μεγάλη τιμὴ τοὺς πρέπει καὶ ἐγκώμιον! ᾽Αλλὰ δὲν φτάνει.

Ὁ ποιητὴς Μιχάλης Κατσαρός, στὴν πολὺ γνωστὴ «Κατὰ Σαδδουκαίων» Διαθήκη του μᾶς καλεῖ ν᾿ ἀντι-σταθοῦμε σὲ πάρα πολλὰ πράγματα, καὶ μεταξὺ ἄλλων, καὶ στὴν κρατικὴ ἐκπαίδευση. ᾽Αλλὰ τὸ πέρασμα στὴν ᾽Ελευθερία μας (γιατὶ ὅταν μᾶς ἐπιβάλλουν τὴν ἔκφραση δὲν εἴμαστε ἐλεύθεροι) θὰ γίνει μόνον ὅταν

καταλάβουμε πιὰ τὸ τί χάνουμε
καὶ ποιός εἶναι αὐτὸς ποὺ μᾶς πνίγει

Νὰ καταλάβουμε τὸ ποιός εἷναι αὐτὸς ποὺ μᾶς πνίγει· ὅσο εἰναι ἀκόμα καιρός. Γιατὶ ἡ ἀσφυξία ποὺ θὰ τυλίξει αὐτὸν τὸν τόπο κι᾿ ἐμᾶς ποὺ τὸν κατοικοῦμε, ὅπως τὸ διαισθάνθηκε ὁ Ἄγγελος Σικελιανός, θὰ εἶναι ἕνας πολύ, πολὺ ὁριστικὸς θάνατος.


1. Σημ. (Γ.Χ.) Σημειώνουμε μιὰ μικρὴ ἀνακρίβεια ἐδῶ· στὴ πραγματικότητα ὁ Λένιν κατήργησε 4 γράμματα ἀπὸ τὸ κυριλλικὸ ἀλφάβητο (ѣ ѳ ѵ і), ἐκ τῶν ὁποίως τὸ ѳ ποὺ προήρχετο ἀπὸ τὸ ἑλληνικὸ θ ἀλλὰ προφερόταν πλέον φ.

KIPEPOS Banner
Ἄνοιγμα δεξιᾶς πλευρᾶς μόνο γιὰ ἐκτύπωση