Choose your font:
(The fonts must be already installed on your system in order for your browser to use them.)
Chosen font: Palatino Linotype
Browser type: Mozilla/5.0 AppleWebKit/537.36 (KHTML, like Gecko; compatible; ClaudeBot/1.0; +claudebot@anthropic.com)
Feedjit Live Blog Stats
Learn accentuation in ten simple lessons
Table of Contents
Μάθημα 8: Ἡ παραλήγουσα τῶν ρημάτων
Ἐνῷ στὸ προηγούμενο μάθημα ἐξετάσαμε τὴν περίπτωση τῆς λήγουσας τῶν ρημάτων καὶ ὁ κανόνας ἦταν πολὺ ἁπλός: ἡ λήγουσα τῶν ρημάτων, ὅταν τονίζεται παίρνει πάντα περισπωμένη. Στὴ περίπτωση τῆς παραλήγουσας ἡ κατάσταση εἶναι πιὸ πολύπλοκη. Ὁ Τριανταφυλλίδης μᾶς δίνει τοὺς τέσσερις ἑξῆς κανόνες ποὺ καλύπτουν τελείως τὶς ἀνάγκες τῶν ρημάτων:
ὅταν ἔχουμε ι καὶ υ στὴν παραλήγουσα, τότε αὐτὰ εἶναι βραχέα : μὲ ἄλλα λόγια, ἕνα ρήμα ποὺ τονίζεται στὴ παραλήγουσα σὲ μιὰ συλλαβὴ μὲ ἰῶτα ἢ ὕψιλον παίρνει ὁπωσδήποτε ὀξεία: δίνε , ρίξε , φύγε , λύσε , κ.λπ. (στὰ παραδείγματά μας χρησιμοποιοῦμε ἔψιλον στὴ λήγουσα γιὰ νὰ δείξουμε ὅτι ὁ κανόνας «μακρὸν πρὸ βραχέος περισπᾶται» δὲν ἐφαρμόζεται)·
ὅταν ἔχουμε (ἄτονο) α στὴ λήγουσα τῆς ὁριστικῆς, τότε αὐτὸ εἶναι βραχύ : πότε ἔχουμε α στὴ λήγουσα; μόνο στὸν παρατατικὸ (πῆγα , ἦρθαν )·
ὅταν ἔχουμε (ἄτονο) α στὴ λήγουσα τῆς προστακτικῆς, τότε αὐτὸ εἶναι μακρό : πήδα , ρώτα , κοίτα , βούτα ·
στὶς καταλήξεις -ᾶμαι , -ᾶσαι , -ᾶται , -ᾶμε , -ᾶτε , -ᾶνε τῆς ὁριστικῆς, τὸ α τῆς παραλήγουσας εἶναι μακρό, σὲ ὅλες τὶς ἄλλες περιπτώσεις εἶναι βραχύ . Δηλαδὴ ἂν ἐξαιρέσουμε αὐτὲς τὶς 6 περιπτώσεις, τὸ α τῆς παραλήγουσας εἶναι πάντα βραχὺ καὶ παίρνει ὀξεία.
Ἂν πάρουμε ἀπὸ ἕνα παράδειγμα ρήματος κάθε συζυγίας (στὴν ἐνεργητικὴ καὶ στὴν παθητικὴ φωνὴ) βλέπουμε ὅτι ὅλες ἀνεξαιρέτως οἱ περιπτώσεις καλύπτονται ἤδη ἀπὸ τοὺς κανόνες τῶν προηγουμένων μαθημάτων καὶ τοὺς κανόνες ποὺ μόλις μάθαμε:
Πρώτη συζυγία
Ἐνεστῶτας γράφω ἂν ἡ παραλήγουσα εἶναι βραχεία τότε ὀξύνεται οὕτως ἢ ἄλλως (Μάθημα 6), ἂν εἶναι μακρὰ τότε ὀξύνεται γιατὶ ἡ λήγουσα εἶναι μακρὰ (Μάθημα 6)
γράφεις μακρὸν πρὸ μακροῦ
γράφει τὸ ἴδιο
γράφουμε προπαραλήγουσα (Μάθημα 5)
γράφετε τὸ ἴδιο
γράφουν μακρὸν πρὸ μακροῦ
Παρατατικὸς ἔγραφα προπαραλήγουσα
ἔγραφες τὸ ἴδιο
ἔγραφε τὸ ἴδιο
γράφαμε τὸ ἴδιο
γράφατε τὸ ἴδιο
ἔγραφαν τὸ ἴδιο
Μέλλων θὰ γράψω μακρὸν πρὸ μακροῦ
θὰ γράψεις τὸ ἴδιο
θὰ γράψει τὸ ἴδιο
θὰ γράψουμε προπαραλήγουσα
θὰ γράψετε τὸ ἴδιο
θὰ γράψουν μακρὸν πρὸ μακροῦ
Ἀόριστος ἔγραψα προπαραλήγουσα
ἔγραψες τὸ ἴδιο
ἔγραψε τὸ ἴδιο
γράψαμε τὸ ἴδιο
γράψατε τὸ ἴδιο
ἔγραψαν τὸ ἴδιο
Παρακείμενος, κ.λπ. ἔχω/εἶχα γράψει μακρὸν πρὸ μακροῦ
Προστακτικὴ γράψε κανόνας 4 αὐτοῦ τοῦ μαθήματος
γράψτε τὸ ἴδιο
Ἐνεστῶτας γράφομαι προπαραλήγουσα
γράφεσαι τὸ ἴδιο
γράφεται τὸ ἴδιο
γραφόμαστε τὸ ἴδιο
γράφεστε τὸ ἴδιο
γράφονται τὸ ἴδιο
Παρατατικὸς γραφόμουν τὸ ο εἶναι βραχὺ
γραφόσουν τὸ ἴδιο
γραφόταν τὸ ἴδιο
γραφόμασταν προπαραλήγουσα
γραφόσασταν τὸ ἴδιο
γράφονταν τὸ ἴδιο
Μέλλων θὰ γραφτῶ λήγουσα τοῦ ρήματος (Μάθημα 7)
θὰ γραφτεῖς τὸ ἴδιο
θὰ γραφτεῖ τὸ ἴδιο
θὰ γραφτοῦμε μακρὸν πρὸ βραχέος
θὰ γραφτεῖτε μακρὸν πρὸ βραχέος
θὰ γραφτοῦν λήγουσα τοῦ ρήματος
Ἀόριστος γράφτηκα προπαραλήγουσα
γράφτηκες τὸ ἴδιο
γράφτηκε τὸ ἴδιο
γραφτήκαμε τὸ ἴδιο
γραφτήκατε τὸ ἴδιο
γράφτηκαν τὸ ἴδιο
Παρακείμενος, κ.λπ. ἔχω/εἶχα γραφτεῖ λήγουσα τοῦ ρήματος (Μάθημα 7)
Προστακτικὴ γράψου λήγουσα μακρὰ
γραφτεῖτε μακρὸν πρὸ βραχέος
Δεύτερη συζυγία
Ἐνεστῶτας ἀγαπῶ περισπωμένη στὴ λήγουσα τοῦ ρήματος ποὺ τονίζεται: Μάθημα 7
ἀγαπᾶς τὸ ἴδιο
ἀγαπάει λήγουσα μακρὰ
ἀγαπᾶμε κανόνας 4 αὐτοῦ τοῦ μαθήματος
ἀγαπᾶτε τὸ ἴδιο
ἀγαποῦν περισπωμένη στὴ λήγουσα τοῦ ρήματος
Παρατατικὸς ἀγαποῦσα κανόνας 2 αὐτοῦ τοῦ μαθήματος: λήγουσα βραχεία, καὶ ἄρα μακρὸν πρὸ βραχέος
ἀγαποῦσες μακρὸν πρὸ βραχέος (Μάθημα 6)
ἀγαποῦσε τὸ ἴδιο
ἀγαπούσαμε προπαραλήγουσα
ἀγαπούσατε τὸ ἴδιο
ἀγαποῦσαν κανόνας 2 αὐτοῦ τοῦ μαθήματος
Μέλλων θὰ ἀγαπήσω μακρὸν πρὸ μακροῦ
θὰ ἀγαπήσεις τὸ ἴδιο
θὰ ἀγαπήσει τὸ ἴδιο
θὰ ἀγαπήσουμε προπαραλήγουσα
θὰ ἀγαπήσετε τὸ ἴδιο
θὰ ἀγαπήσουν μακρὸν πρὸ μακροῦ
Ἀόριστος ἀγάπησα προπαραλήγουσα
ἀγάπησες τὸ ἴδιο
ἀγάπησε τὸ ἴδιο
ἀγαπήσαμε τὸ ἴδιο
ἀγαπήσατε τὸ ἴδιο
ἀγάπησαν τὸ ἴδιο
Παρακείμενος, κ.λπ. ἔχω/εἶχα ἀγαπήσει μακρὸν πρὸ μακροῦ
Προστακτικὴ ἀγάπα κανόνας 3 αὐτοῦ τοῦ μαθήματος: λήγουσα μακρὰ καὶ ἄρα ὀξεία ὅποιο μῆκος καὶ νὰ ἔχει ἡ παραλήγουσα
ἀγαπῆστε μακρὸν πρὸ βραχέος
Ἐνεστῶτας θυμᾶμαι κανόνας 4 αὐτοῦ τοῦ μαθήματος
θυμᾶσαι τὸ ἴδιο
θυμᾶται τὸ ἴδιο
θυμόμαστε προπαραλήγουσα
θυμόσαστε τὸ ἴδιο
θυμοῦνται μακρὸν πρὸ βραχέος (τὸ αι εἶναι βραχὺ στὴ λήγουσα ὅταν δὲν ἀκολουθεῖ ἄλλο γράμμα, Μάθημα 6)
Παρατατικὸς θυμόμουν τὸ ο εἶναι βραχὺ
θυμόσουν τὸ ἴδιο
θυμόταν τὸ ἴδιο
θυμόμασταν προπαραλήγουσα
θυμόσασταν τὸ ἴδιο
θυμόνταν τὸ ο εἶναι βραχὺ
Μέλλων θὰ θυμηθῶ λήγουσα τοῦ ρήματος (Μάθημα 7)
θὰ θυμηθεῖς τὸ ἴδιο
θὰ θυμηθεῖ τὸ ἴδιο
θὰ θυμηθοῦμε μακρὸν πρὸ βραχέος
θὰ θυμηθεῖτε μακρὸν πρὸ βραχέος
θὰ θυμηθοῦν λήγουσα τοῦ ρήματος
Ἀόριστος θυμήθηκα προπαραλήγουσα
θυμήθηκες τὸ ἴδιο
θυμήθηκε τὸ ἴδιο
θυμηθήκαμε τὸ ἴδιο
θυμηθήκατε τὸ ἴδιο
θυμήθηκαν τὸ ἴδιο
Παρακείμενος, κ.λπ. ἔχω/εἶχα θυμηθεῖ λήγουσα τοῦ ρήματος (Μάθημα 7)
Προστακτικὴ θυμήσου μακρὸν πρὸ μακροῦ
θυμηθεῖτε μακρὸν πρὸ βραχέος
Ὅπως βλέπουμε, στὸ σύστημα αὐτὸ τοῦ Τριανταφυλλίδη ὁ τονισμὸς τῶν ρημάτων τῆς δημοτικῆς καθορίζεται τελείως ἀπὸ τοὺς κανόνες ποὺ μάθαμε ὣς τώρα.
Ἀσκήσεις
Ἄσκηση 1
Διαλέξτε τὶς λέξεις μὲ τὸν σωστὸ τόνο καὶ τὸ σωστὸ πνεῦμα. Ὅταν τελειώσετε κάντε κλὶκ στὸ κουμπὶ «Τελείωσα!». Ἂν θέλετε νὰ μάθετε ποιές λέξεις διαλέξατε λάθος, κάντε κλὶκ στὸ κουμπὶ «Δεῖξε λάθη!» καὶ οἱ λανθασμένες λέξεις θὰ ἐμφανισθοῦν σὲ κόκκινο χρῶμα (δὲν λειτουργεῖ σὲ ὅλους τοὺς ἱστοπλοηγούς). Γιὰ νὰ ξαναγίνουν μαῦρες ὅλες οἱ λέξεις κάντε κλὶκ στὸ «Κρύψε λάθη!».
[Τὸ κείμενο εἶναι τοῦ Καρκαβίτσα, ἀπὸ τὰ Λόγια τῆς πλώρης .]
Τὸ μπάρκο εἵχε εἳχε εἶχε εἷχε εἴχε εἲχε δυὸ τρόμπες· μιὰ στὴν πρύμη καὶ μιὰ στὴν πλώρη. Γιὰ νὰ κινηθοῦν, ἢθελαν ἣθελαν ἦθελαν ἧθελαν ἤθελαν ἥθελαν ἀπὸ τρεῖς ἀνθρώπους καθεμιά. Στὴν ἀρχὴ δὲν ἇφηναν ἄφηναν ἅφηναν ἂφηναν ἃφηναν ἆφηναν τὸν καπετάνιο νὰ καταπιαστεῖ μὲ τὶς τρόμπες. Μὰ ἔπειτα ἕγινε ἒγινε ἓγινε ἔγινε · πὴγαινε πῆγαινε πήγαινε πότε στὴ μία, πότε στὴν ἄλλη κι ἔτσι ἒβγαινε ἓβγαινε ἔβγαινε ἕβγαινε ὁ ναύτης κι ἓπαιρνε ἔπαιρνε ἕπαιρνε ἒπαιρνε λίγη ἀνάσα. Ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ τρακάραμε τρακὰραμε τρακᾶραμε ὣς τὴν αὐγὴ δουλὲψαμε δουλέψαμε καλά. Ἂν δὲ λιγὸστεψε λιγόστεψε τὸ νερό, δὲ μπόρεσε μπὸρεσε ὅμως νὰ μᾶς κεφαλώσει κεφαλὼσει κεφαλῶσει .
Δὲν ξέρω ξὲρω γιατί ἡ νύχτα ἁγριεῦει ἀγριεύει ἁγριεύει ἀγριεὺει ἁγριεὺει ἀγριεῦει τόσο τὸν ἄνθρωπο. Θηρίο γῖνεται γίνεται γὶνεται · χωρὶς νὰ θὲλει θέλει ἀφρίζει ἁφρίζει ἀφρὶζει ἁφρὶζει ἀφρῖζει ἁφρῖζει · χωρὶς νὰ σκεφτεῖ δὶνει δῖνει δίνει σῶμα στὸν κίνδυνο. Τὸν φαντὰζεται φαντᾶζεται φαντάζεται ἄνθρωπο, δράκο καὶ γυρεῦει γυρεύει γυρεὺει νὰ μετρηθεῖ μαζί του. Νομὶζει Νομῖζει Νομίζει πὼς τὸν ἔχει ἕχει ἒχει ἓχει ἐμπρός του· πὼς τὸν ἁρπάζει ἀρπάζει ἁρπὰζει ἀρπὰζει ἁρπᾶζει ἀρπᾶζει ἀπὸ τὴ μέση καὶ τὸν βροντᾶ χάμου. Τὸν Τόν βρίζει· καὶ βλὲπει βλέπει τὴ βρισιὰ νὰ τοῦ κᾶθεται κάθεται κὰθεται μυλόπετρα στὴν ψυχή. Τὸν φτεὶ φτεῖ φτεί · καὶ βλὲπει βλέπει τὸ ρόχαλό του κακὴ παρασαρκίδα στὸ πρόσωπο. Δῖνει Δίνει Δὶνει γροθιὰ στὴ γροθιά, κλωτσιὰ στὴν κλωτσιά, δάγκωμα στὸ δάγκωμα. Παλεῦει Παλεύει Παλεὺει μὲ τὰ χέρια, μὲ τὰ πόδια, μὲ τὰ γόνατα, μὲ τὸ κεφάλι, μὲ τὰ δόντια, μὲ τὰ νύχια. Γύρω στὸ σῶμα του νιώθει νιὼθει νιῶθει νὰ φυτρῶνουν φυτρώνουν φυτρὼνουν τόσες δυνάμεις, ποὺ ἀπορεῖ πῶς δὲν τὶς ἧξερε ἤξερε ἥξερε ἢξερε ἣξερε ἦξερε πρίν. Τὸν σπρώχνει σπρὼχνει σπρῶχνει ἀποδῶ, ἀποκεῖ τὸν ξεσχὶζει ξεσχῖζει ξεσχίζει , ἀλλοῦ τὸν στραγγαλίζει στραγγαλὶζει στραγγαλῖζει . Αἱσθᾶνεται Αἰσθάνεται Αἱσθάνεται Αἰσθὰνεται Αἱσθὰνεται Αἰσθᾶνεται νὰ τὸν περιχύνει περιχὺνει περιχῦνει τὸ αἷμα του, τὰ κοψίδια νὰ κρὲμονται κρέμονται στὰ δάχτυλά του σπαρταριστὰ καὶ κεῖνος ὅλο φυσᾶ κι ὅλο θυμώνει θυμὼνει θυμῶνει καὶ ἀντριεύεται ἁντριεύεται ἀντριεὺεται ἁντριεὺεται ἀντριεῦεται ἁντριεῦεται .
Σὲ τέτοια θέση τώρα ἥμουν ἢμουν ἣμουν ἦμουν ἧμουν ἤμουν καὶ γώ. Ὅλη νύχτα πὰλευα πᾶλευα πάλευα μὲ τὶς τρόμπες καὶ οὔτε κόπο κατὰλαβα κατᾶλαβα κατάλαβα , οὔτε κρύο, οὔτε νύστα, οὔτε τίποτα. Πεῖσμα μόνο φοβερό. Πατοῦσα Πατούσα Πατοὺσα τὴν τρόμπα καὶ νόμιζα νὸμιζα πὼς ἔβγαινε ἄμπουλας τὸ νερό. Μόλις ὅμως πλάκωσε πλὰκωσε πλᾶκωσε ἡ μέρα, κὸπηκαν κόπηκαν τὰ ἥπατά μου. Ὁ καπετὰν Πήλιουρης, ποὺ λὲνε λένε οἱ Κρανιδιῶτες πὼς βγὴκε βγῆκε βγήκε ἀπὸ τὸν τάφο καὶ γυρίζει γυρὶζει γυρῖζει στὸν κόσμο, δὲν ἒχει ἓχει ἔχει ἕχει ποτὲ τὴ δική μας κατάντια. Φουσκὼσαμε Φουσκῶσαμε Φουσκώσαμε καὶ μαυρίσαμε μαυρὶσαμε μαυρῖσαμε ποὺ δὲν γνὼριζε γνῶριζε γνώριζε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο! Τὰ μαλλιά μας, τὰ μουστάκια, τὰ γένεια σκλήρυναν σκλὴρυναν σκλῆρυναν σὰν ἀγκάθια. Τὰ μάτια, χωμένα στὰ πυκνὰ ματόφρυδα, ἔχασκαν ἕχασκαν ἒχασκαν ἓχασκαν σὰν ἄσπρα σαλιγκάρια. Ὅσο γιὰ τὸ μπάρκο, τὸ μισὸ ἀπόμενε ἁπόμενε ἀπὸμενε ἁπὸμενε . Οὔτε παραπέτα, οὔτε κουπαστές, οὔτε ξάρτια, οὔτε πανιὰ ἀκέρια. Καὶ τὸ ἄνοιγμα κάτω ἀπὸ τὸ ὄκιο ἔχασκε ἕχασκε ἒχασκε ἓχασκε πάντα νὰ καταπιεῖ τὰ πέλαγα. Πρῶτος ὁ Δημήτρης ὁ Σκοπελίτης, ὁ ἀξιότερος καὶ πιὸ χεροδύναμος τῆς συντροφιᾶς, δὶνει δῖνει δίνει ἕνα φάσκελο τῆς τρόμπας καὶ ξαπλῶνεται ξαπλώνεται ξαπλὼνεται τ᾿ ἀνάσκελα στὴν κουβέρτα.
— Μωρὲ σκυλί! τοῦ φωνάζει φωνὰζει φωνᾶζει ὁ καπετὰν Μπισμάνης, τί κᾶνεις κάνεις κὰνεις ;
— Δὲν μπορὼ μπορῶ μπορώ πιά.
Ἄσκηση 2
[Ἡ συνέχεια τοῦ κειμένου τοῦ Καρκαβίτσα.]
— Μωρέ, θὰ χαθοῦμε χαθούμε χαθοὺμε ! ἐδῶ ἕχουμε ἒχουμε ἓχουμε ἔχουμε τσ᾿ ἐλπίδες μας.
— Ἂς χαθοὺμε χαθοῦμε χαθούμε ! ἔτσι κι ἔτσι θὰ μᾶς φὰει φᾶει φάει ποὺ θὰ μᾶς φᾶει φάει φὰει τὸ κύμα· κάλλιο μιὰ ὥρ᾿ ἀρχύτερα. Λὺθηκα Λῦθηκα Λύθηκα ...
Ἀλήθεια· ὅλοι εἴμαστε εἵμαστε εἲμαστε εἳμαστε εἶμαστε εἷμαστε λυμένοι. Τὰ γόνατά μου ἓτρεμαν ἔτρεμαν ἕτρεμαν ἒτρεμαν · τὰ δάχτυλά μου, ὅπως ἦταν ἧταν ἤταν ἢταν ἥταν ἣταν κλεισμένα στὸ σίδερο, ἔτσι ἒμεναν ἓμεναν ἔμεναν ἕμεναν · οὔτε ν᾿ ἀνοίξουν ἁνοίξουν ἀνοὶξουν ἁνοὶξουν ἀνοῖξουν ἁνοῖξουν , οὔτε νὰ κλεῖσουν κλείσουν κλεὶσουν περισσότερο μπορούσαν μποροὺσαν μποροῦσαν . Εἶχα Εἷχα Εἴχα Εἲχα Εἵχα Εἳχα ἕναν πόνο στὰ νεφρά· καθὼς ἓσκυφτα ἔσκυφτα ἕσκυφτα ἒσκυφτα νὰ πατήσω πατὴσω πατῆσω τὴν τρόμπα, ἧθελα ἤθελα ἥθελα ἢθελα ἣθελα ἦθελα ἄλλον νὰ μὲ τραβᾶ ἀπὸ πίσω γιὰ νὰ σηκωθῶ. Ἕτοιμος ἢμουν ἣμουν ἦμουν ἧμουν ἤμουν ἥμουν καὶ γὼ νὰ τὴν παρατήσω παρατὴσω παρατῆσω . Ἀλλὰ στὴν ὥρα ἁκούω ἀκοὺω ἁκοὺω ἀκοῦω ἁκοῦω ἀκούω τὸ ναύκληρο νὰ φωνὰζει φωνᾶζει φωνάζει ἀπὸ τὴν πλώρη:
— Πανί, παιδιά! ἕνα πανί!
— Ἕνα πανί! φωνᾶζω φωνάζω φωνὰζω χωρὶς νὰ ἰδῶ τίποτα.
Εἳδαμε Εἶδαμε Εἷδαμε Εἴδαμε Εἵδαμε Εἲδαμε τέλος μακριὰ ἕνα μικρὸ χαμηλὸ πανάκι ποὺ ἀρμένιζε ἁρμὲνιζε ἀρμὲνιζε ἁρμένιζε τὸ μαΐστρο. Μὲ μιᾶς ζωντάνεψα ζωντὰνεψα ζωντᾶνεψα . Ὄχι ἐγώ· ὅλοι μας. Κι ὁ Σκοπελίτης ἀκόμα πῆδηξε πήδηξε πὴδηξε καὶ ρῖχτηκε ρίχτηκε ρὶχτηκε στὴν τρόμπα, ποὺ ἔκαμε ἕκαμε ἒκαμε ἓκαμε νὰ τρίξουν τρὶξουν τρῖξουν ὅλα της τὰ χάρβαλα. Δένουμε Δὲνουμε ἀμέσως τὴ σημαία κόμπο στὸ χαϊμαλὶ ψηλὰ κι ἀρχὶζουμε ἁρχὶζουμε ἀρχῖζουμε ἁρχῖζουμε ἀρχίζουμε ἁρχίζουμε νὰ φωνάζουμε φωνὰζουμε φωνᾶζουμε , νὰ φυσὰμε φυσᾶμε φυσάμε τὸν κόχυλα καὶ νὰ κινοὺμε κινοῦμε κινούμε τὶς σκούφιες μας. Μόλις σὰν χελιδονάκι ποὺ σιγοπετᾶ προμηνώντας τὴν ἄνοιξη, φαινόταν φαινὸταν τὸ καράβι ἀσώματο μακριά. Καὶ ὅμως πίστεψα πὶστεψα πῖστεψα πὼς μᾶς εἵδε εἳδε εἶδε εἷδε εἴδε εἲδε , πὼς ἇκουσε ἄκουσε ἅκουσε ἂκουσε ἃκουσε ἆκουσε τὶς φωνές, γνῶρισε γνώρισε γνὼρισε τὸν κίνδυνο κι ἑρχόταν ἐρχὸταν ἑρχὸταν ἐρχόταν βόλι καταπάνω μας. Ἢρθε Ἥρθε Ἣρθε Ἦρθε Ἧρθε Ἤρθε μάλιστα στιγμὴ ποὺ ἀφήσαμε ἁφήσαμε ἀφὴσαμε ἁφὴσαμε ἀφῆσαμε ἁφῆσαμε τὶς τρόμπες κι ἒτρεξε ἓτρεξε ἔτρεξε ἕτρεξε καθένας στὴν πλώρη γιὰ νὰ ἕβρει ἒβρει ἓβρει ἔβρει τίποτα νὰ πᾶρει πάρει πὰρει μαζί του.
— Μωρὲ παιδιά, βουλιὰζουμε βουλιᾶζουμε βουλιάζουμε ! ἀκοὺω ἁκοὺω ἀκοῦω ἁκοῦω ἀκούω ἁκούω ἄξαφνα τὴ φωνὴ τοῦ καπετάνιου.
Πηδᾶω Πηδάω Πηδὰω ἔξω. Γιὰ πέντε λεφτὰ τὸ νερὸ μᾶς κεφᾶλωσε κεφάλωσε κεφὰλωσε . Ριχτήκαμε Ριχτὴκαμε Ριχτῆκαμε πάλι ν᾿ ἁρχὶσουμε ἀρχῖσουμε ἁρχῖσουμε ἀρχίσουμε ἁρχίσουμε ἀρχὶσουμε τὸν ἀγώνα. Ἀλλὰ τώρα δὲ μᾶς φαινόταν φαινὸταν βαρύς. Τὸ καράβι ὅλο καὶ πλὰκωνε πλᾶκωνε πλάκωνε . Σὲ λιγάκι φάνηκε φὰνηκε φᾶνηκε ὁλάκερο τὸ σκαφίδι. Ἀλλὰ δὲν ξὲρω ξέρω γιατί, στοῖχειωσε στοίχειωσε στοὶχειωσε ἡ ἀπελπισία στὴν ψυχή μου, καὶ δοὺλευα δοῦλευα δούλευα ἀκόμη τὴν τρόμπα.
— Ρὲ Καληώρα, δὲν παρατᾶς παρατάς παρατὰς πιὰ τὴν ἔρμη! γυρὶζει γυρῖζει γυρίζει καὶ μοῦ λέει λὲει ὁ καπετάνιος· νά το, πλὰκωσε πλᾶκωσε πλάκωσε · τί παιδεῦεσαι παιδεύεσαι παιδεὺεσαι ἄδικα;
— Δὲν πειράζει πειρὰζει πειρᾶζει .
Δὲν ἤθελα νὰ ξεστομῖσω ξεστομίσω ξεστομὶσω τὴν ὑποψία, γιατὶ θὰ μ᾿ ἒπαιρναν ἓπαιρναν ἔπαιρναν ἕπαιρναν γιὰ παλαβό. Τὸ μπάρκο πλησῖαζε πλησίαζε πλησὶαζε · διάβαζα διὰβαζα διᾶβαζα μάλιστα καὶ τ᾿ ὄνομά του στὶς κουλοῦρες· τὸ ἓλεγαν ἔλεγαν ἕλεγαν ἒλεγαν «Σωτήρα».
Ἄσκηση 3
[Τὸ κείμενο αὐτό, σὲ ἁπλὴ καθαρεύουσα, εἶναι τοῦ Καλιτσουνάκη.]
→ Go forth to lesson 9