Ἑλληνικά   English  
Title
Choose your font:

(The fonts must be already installed on your system in order for your browser to use them.)
Chosen font: Palatino Linotype
Browser type: CCBot/2.0 (https://commoncrawl.org/faq/)

Greek language as a song

[Speach by Dionysis Savvopoulos, Remarks by conference participants and Answers by speakers, from the book “Public Dialogue on Language”, Domos, 1988]

Τὰ ἑλληνικὰ εἶναι τραγούδι, ὄχι ἁπλῶς καὶ μόνον ἐπειδὴ ἡ ἐκφορά τους διαθέτει πλούσιο κυματισμό· κι ἄλλες γλῶσσες ἠχοῦν ὄμορφα. Τὰ ἰταλικὰ π.χ. δὲν ὑστεροῦν ἀπ᾿ αὐτῆς τῆς ἀπόψεως. Κάθε γλῶσσα ἔχει τὸν ἦχο της. ῞Ομως μόνον ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα εἶναι τραγούδι, ἐπειδὴ μόνον ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα ἔχει συνείδηση τοῦ ἑαυτοῦ της ὡς τραγουδιοῦ. Τὸ ἀποτύπωμα αὐτῆς τῆς συνείδησης εἶναι οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα τῶν Ἀλεξανδρινῶν.

Συχνὰ ἀκοῦμε: Μὰ τὰ ἑλληνικὰ στὴν ἀρχὴ δὲν εἶχαν τόνους. Πράγματι, τί νὰ τοὺς ἔκαναν; Μιὰ φωνὴ ποὺ μπορεῖ νὰ τραγουδᾶ χωρὶς συνείδηση εἶναι χαρὰ Θεοῦ. Κάποτε ὅμως τὰ ἑλληνικὰ ἁπλώθηκαν· «ὣς μέσα στὴν Βακτριανὴν τὰ πήαμεν, ὣς τοὺς Ἰνδούς...» οἱ ὁποῖοι πῆραν μὲν τὰ ἑλληνικά, ἀλλὰ ἄμουσα. Κι ἔτσι ἔδωσαν τὴν λαμπρὴ εὐκαιρία στοὺς ῞Ελληνες νὰ συνειδητοποιήσουν ὅτι ἡ βάση τῶν ἑλληνικῶν εἶναι βάση καθαρὰ μουσικοποιητικὴ καὶ χωρὶς αὐτὴν τὰ ἑλληνικὰ ἦταν ἁπλῶς μιὰ γλῶσσα τόσο φριχτὰ διαφορετικὴ ὥστε ν᾿ ἀναγκαστοῦν οἱ Ἀλεξανδρινοὶ νὰ χαράξουν μέσα της, γιὰ πρώτη φορά, πνεύματα καὶ τόνους, ποὺ σὰν μουσικὰ σημάδια ἀπεικονίζουν τὴν ἀρχετυπικὴ φωνὴ ἀπ᾿ ὅπου ἀναβλύζουν τὰ ἑλληνικὰ ἐπὶ αἰῶνες. Οἱ ᾽Αλεξανδρινοὶ χρειάστηκαν γι᾿ αὐτὴν τὴν ἐργασία τρεῖς αἰῶνες. Πῶς νὰ φαντασθοῦν, ὅτι ἀπόγονός τους, ὀνόματι Βερυβάκης, θὰ ἔκρινε τὴν ἐργασία τους περιττὴ καὶ θὰ τὴν ἀπέρριπτε ἐν μιᾷ νυκτί!

Ὁ λόγος τῆς εἰσήγησής μου, θά ᾽θελα νά ᾽ναι λόγος ὑπὲρ τῆς ἐπιστροφῆς τῶν τόνων. Στέκω ἀντίθετος πρὸς τὸ μονοτονικό. Μεταβάλλει τὴν γλῶσσα σὲ δάσος καμμένο κι ὄχι μόνο ἀπὸ ὀπτικῆς πλευρᾶς. Διαφοροποιεῖ βαθύτερα τὴν ἀντίληψή μας γιὰ τὴν γλῶσσα, τὴν ὁποία ὑποβιβάζει σὲ κώδικα τῆς τροχαίας, ἀγνοώντας ὅτι δὲν μιλᾶμε γιὰ νὰ πληροφορήσουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, διότι ἂν ἦταν ἔτσι θὰ μᾶς ἀρκοῦσαν οἱ εὔγλωττες χειρονομίες τοῦ συμπαθοῦς κυρίου ποὺ στέκει πίσω ἀπ᾿ τὴν ἐκφωνήτρια τῆς ΕΡΤ στὸ δελτίο εἰδήσεων, ἀπευθυνόμενος σὲ κωφαλάλους. Μιλώντας πραγματοποιοῦμε ἕνα θέατρο τοῦ λόγου, ποὺ ἡ ἀλήθεια του πηγάζει ἀπ᾿ τὸ βάθος τῆς φωνῆς μας. Οἱ τόνοι τῶν Ἀλεξανδρινῶν αὐτὴ τὴν ἀλήθεια προσπάθησαν νὰ μνημειώσουν, ἐνῶ τὸ μονοτονικό, εἴτε ἀπὸ ἄγνοια, εἴτε σκόπιμα, σβήνει τὴν συνείδηση αὐτοῦ τοῦ γεγονότος. Τὸ ἑπόμενο βῆμα λοιπὸν θά ᾽ναι ἡ κατάργηση τῆς ἱστορικῆς ὀρθογραφίας, ἡ ἐπιβολὴ ἑνὸς μοναδικοῦ ο κι ἑνὸς μοναδικοῦ ι. Τότε θά ᾽ρθει καὶ τὸ λατινικὸ ἀλφάβητο. Ἡ λογικὴ τοῦ μονοτονικοῦ θὰ ἐπιταχύνει τὸν ἐκφυλισμὸ τῆς γλώσσας ἀπὸ ἄποψη φωνολογίας, πρὸς τὴν κατεύθυνση μιᾶς νέας ὁμιλίας ποὺ ἀκούγεται ἤδη ἀπ᾿ τὶς μεταγλωττισμένες τηλεοπτικὲς σειρές. Ἐκεῖ, ἕλληνες ἠθοποιοί, «ντουμπλάρουν» ὅπως λέμε, σὲ ἑλληνικὴ μετάφραση, τοὺς διαλόγους τῶν ἡρώων τῆς ξενόγλωσσης ταινίας, προσπαθώντας νὰ ἐκφέρουν τὶς λέξεις σύμφωνα μὲ τὸν ρυθμὸ στὸν ὁποῖο τοὺς ἀναγκάζει τὸ ἀνοιγόκλειμα τῶν χειλέων τοῦ εἰκονιζομένου. Καὶ ἐπειδὴ αὐτὸ εἶναι ἀδύνατον ἄνευ βιασμοῦ, κι ἐπειδὴ τὸ αὐτὶ τοῦ ἠθοποιοῦ-μεταγλωττιστῆ βομβαρδίζεται ἀπὸ τὸν ἦχο τῆς ξένης φωνῆς ποὺ ἐπαναλαμβάνεται ἄπειρες φορὲς στὸ μαγνητόφωνο, ὥσπου νὰ πετύχει ὁ συγχρονισμός, γι᾿ αὐτὸ ἀκοῦμε ἐν τέλει παράδοξα ἑλληνικά· τὰ ἑξῆς:

ἨτανμιαθαυμάσιαεμπειρίαδενσυμφωνείςΚρίστοφερώώΚρίστοφερ!

Ἀληθινάθασυμφωνήσωμαζίσου, Λώωωωρα!

᾽Εξ ἄλλου, τόνικότητες πέριεργες διαθέτει καὶ ὁ πρωθυπουργός μας, ὁ ὁποῖος εἶναι «πόλυ σύγκινημενος που ἡ πάγκοσμια κοίνη γνώμη κάταδικασε τὸ ψεύδοκρατος τοῦ Ντόκτας». Ἀναπάντεχα ἑλληνικὰ ἀκούγονται ἐπίσης καὶ ἀπὸ ἀξιόμαχους ἡγέτες τῆς ἀντιπολίτευσης ποὺ βλέπουν μιὰ προεκλογική τους συγκέντρωση νὰ φτάνει μέχρι «τὴν ὁδὸ Πανεπιστήμιου», ὁπότε καὶ τὴν χαρακτηρίζουν «μεγαλειώδικη».

Πρέπει νὰ σᾶς πῶ ὅτι δὲν ἤμουν πάντοτε ὑπὲρ τῶν τόνων. Τοὺς θεωροῦσα διακοσμητικὰ στολίδια, κατάλοιπα ἄλλων ἐποχῶν, ποὺ δὲν χρειάζονται πιά. Καὶ καθὼς δὲν ἤμουν ποτὲ καλὸς στὴν ὀρθογραφία, τὸ μονοτονικὸ μὲ διευκόλυνε. Βέβαια ἡ γλῶσσα χωρὶς τόνους φάνταζε στὰ μάτια μου σὰν σεληνιακὸ τοπίο, ἀλλὰ νόμιζα ὅτι αὐτὸ ἦταν μιὰ προσωπική μου ἐντύπωση, θέμα συνήθειας. ῞Ωσπου συνέβη τὸ ἑξῆς: Εἶχα βρεθεῖ γιὰ ἕνα διάστημα νὰ ἀκούω συστηματικά, καινούργια, ἀνέκδοτα τραγούδια, ἐπωνύμων καὶ ἀνωνύμων, γιὰ λογαριασμὸ τῆς δισκογραφικῆς ἑταιρίας Λύρα, προκειμένου αὐτὴ νὰ τὰ ἠχογραφήσει ἢ νὰ τὰ ἐπιστρέψει στοὺς συνθέτες. Εἶναι δύσκολο ν᾿ ἀπορρίπτεις κι ἀκόμα δυσκολότερο νὰ ἐξηγεῖς τὸ γιατί. Ὅταν βέβαια τὸ τραγούδι εἶναι τετριμμένο ἢ ἄτεχνο, ἡ ἐξήγηση εἶναι εὔκολη. Μοῦ συνέβη ὅμως νὰ δῶ τραγούδια ὅπου οἱ στίχοι δὲν ἦταν ἄσχημοι καὶ ἡ μουσικὴ δὲν ἦταν τυχαία, ἐπὶ πλέον ταίριαζε θεματικὰ καὶ μὲ τοὺς στίχους. Κι ὅμως τὸ τραγούδι συνολικὰ δὲν «κύλαγε» ὅπως λέμε· ὁπότε τὸ ἐπιστρέφαμε στὸν ἐνδιαφερόμενο μὲ διάφορες ἀσάφειες καὶ ὑπεκφυγές. Τὸ πράγμα μὲ ἀπησχόλησε. Ἔφερνα στὸ μυαλό μου μεγάλες ὡραῖες ἐπιτυχίες, παλιὰ τραγούδια —πράγμα ποὺ κάνω ἄλλωστε συχνά, μήπως καὶ βρῶ τὸ μυστικὸ τῆς ἐπιτυχίας— καὶ τὰ συνέκρινα μ᾿ αὐτὰ ποὺ ἀπέρριπτα, ὥσπου μετὰ ἀπὸ μῆνες διεπίστωσα κάτι πολὺ ἁπλό: ῞Οταν μιὰ μουσικὴ μετατρέπει συστηματικὰ τὶς μακρὲς συλλαβὲς σὲ βραχεῖες, ἢ ὅταν ἀνεβάζει τὴν φωνὴ ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει ἁπλῶς μιὰ περισπωμένη, ἐνῶ τὴν κατεβάζει συστηματικὰ ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει ψιλὴ ὀξεῖα, ὅταν δηλαδὴ ἡ μουσικὴ κινεῖται ἀντίθετα —προσέξτε, ἀντίθετα ὄχι στὸν ρυθμὸ τοῦ ποιήματος, ἀλλὰ ἀντιθετα στὶς ἀναλογίες τονισμοῦ κι ἀντιθετα στὴν ὀρθογραφία του— τότε ὅσο ἔξυπνη καὶ νά ᾽ναι, κάνει τὸ τραγούδι δυσκίνητο καὶ ἀσθματικό. Στὰ πετυχημένα τραγούδια δὲν συμβαίνει αὐτό. Βέβαια, ὅταν γῥάφει κανεὶς πάνω σ᾿ ἕναν ρυθμὸ ἢ σ᾿ ἕνα μουσικὸ δρόμο, πρέπει νὰ ἀκολουθήσει τὰ καλούπια τους, ὁπότε θὰ ὑπάρχουν σημεῖα ὅπου αὐτὴ ἡ πεῖρα ποὺ περιέγραψα δὲν τηρεῖται. Αὐτὸ ὅμως θὰ συμβεῖ μόνο ὅταν δὲν γίνεται αλλοιῶς. Καὶ πάντα ἡ βιασμένη λέξη θὰ τοποθετεῖται ἔτσι ὥστε νὰ προηγοῦνται καὶ νὰ ἕπονται ἐπιτυχεῖς στιγμές, ὥστε νὰ μειώνεται ἡ ἐντύπωση τῆς ἀτασθαλίας, ἡ ὁποία ἔτσι συνδυασμένη ὠφελεῖ, διότι τὸ τραγούδι ἀλλοιῶς θά ᾽ταν μηχανικό. Κάτι τέτοιο δὲν τό ᾿χα προσέξει. Καὶ ἦταν ἡ πρώτη φορὰ ποὺ αἰσθάνθηκα ὅτι οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα ἴσως νὰ μὴν ἦταν διακοσμήσεις, ἴσως νὰ εἶχαν λόγο.

Μ᾿ αὐτὲς τὶς σκέψεις, πῆγα στὸ στούντιο ἠχογραφήσεων καί, σ᾿ ἕνα κενὸ ἐργασίας, εἶπα στὸ μαγνητόφωνο μιὰ φράση ποὺ τὴν διάλεξα ἐντελῶς τυχαῖα, μὲ μοναδικὸ κριτήριο, λέξεις μὲ ὅσο γίνεται μεγαλύτερη ποικιλία πνευμάτων καὶ τόνων. Νά ἡ φράση. ᾽Ακοῦστε την:

(Μαγνητόφωνο) «ἀπ᾿ τ᾿ ἄνθη τοῦ Μαγιοῦ ἐλαφρὲς πνέουν οἱ αὖρες»*.

῎Εκοψα τότε μὲ τὸ ψαλίδι τὴν μαγνητοταινία, γιὰ νὰ προσθέσω «ταινία σιωπῆς» ἀνάμεσα στὶς λέξεις καὶ νὰ τὶς ἀπομακρύνω μεταξύ τους. ᾽Ακοῦστε τις πάλι:

(Μαγνητ.) ἀπ᾿... τ᾿ ἄνθη... τοῦ Μαγιοῦ... ἐλαφρὲς... πνέουν... οἱ αὗρες.

Συνέδεσα κατὸπιν τὸ μαγνητόφωνο μ᾿ ἕναν μικρὸ παλμογράφο. Στὴν ὀθόνη του, τὸ ἠχητικὸ γεγονὸς μετατρέπεται σὲ ὀπτικό, καὶ μπορεῖ κανεὶς ἔτσι νὰ μετρήσει καλύτερα τὸ ὕψος τῆς ἔντασης, ἀλλὰ καὶ τὸ ὕψος τῆς συχνότητος ἑνὸς ἤχου. Κι ὅπως οἱ λέξεις τῆς φράσης μου διαδέχονταν ἀργὰ ἡ μία τὴν ἄλλη, εἶχα τὴν εὐχέρεια νὰ βλέπω στὴν μικρούλα ὀθόνη τοῦ παλμογράφου τὰ διαγράμματα τῶν λέξεων, χωρὶς νὰ μπερδεύονται μεταξύ τους· γι᾿ αὐτὸ ἐξ ἄλλου καὶ τὶς εἶχα χωρίσει. Δυστυχῶς, σ᾿ ὅλη τὴν Ἀθήνα ὑπάρχει μόνον μία ἠλεκτρονικὴ ὀθόνη μεγάλων διαστάσεων, γιὰ νὰ βλέπαμε ὅλοι ἐδῶ μέσα τί ἀκριβῶς δείχνει ὁ παλμογράφος. Νὰ κάναμε τὸ πείραμα ἀπ᾽ τὴν ἀρχή. Ἀλλὰ δὲν μπορέσαμε νὰ ἔχουμε μιὰ τέτοια ὀθόνη. Σᾶς ἔφερα ὅμως μιὰ γραφίστικη ἀναπαράσταση τῶν διαγραμμάτων ποὺ παρουσίασε ὁ παλμογράφος στὸ στούντιο. Νά τὸ διάγραμμα τῆς προθέσεως ἀπ᾿:

Καὶ νά τὸ διάγραμμα τῆς λέξης ἄνθη:

῞Οπως βλέπετε ἡ ἔνταση τῆς λέξεως ἔφτασε τὰ 24 db. Τὸ δὲ ὕψος συχνότητας ξεπέρασε τοὺς 8K (χιλιοκύκλους). ῎Εχουμε δηλαδὴ μιὰ νότα —ἄς ποῦμε— ψηλὴ καὶ δυνατή.

Τοῦ Μαγιοῦ. Νότα πολὺ πιὸ σιγανή· 12 db. Καὶ βαρύτερη· 4Κ. Τὸ διάγραμμα ὅμως ἁπλωτό.

᾽Ελαφρές. ᾽Ελάχιστα πιὸ χαμηλὴ νότα ἀπ᾿ τὴν προηγούμενη· 12 db ἐπίσης καὶ στοὺς 4Κ, μὲ λιγότερους ἁρμονικοὺς ὅμως καὶ γι᾿ αὐτὸ βαρύτερη.

Πνέουν. Τὸ διάγραμμα τώρα ἀνεβαίνει. ῾Η ἔνταση τῆς νότας εἶναι 16 db καὶ ἡ ὀξύτης της στοὺς 8K ὅπως καὶ τ᾽ ἄνθη, μὲ σαφῶς λιγότερους ἁρμονικοὺς ὅμως, ὁπότε καὶ ἀρκετὰ χαμηλότερη ἀπὸ τὸ ἄνθη. Χαμηλότερη ἐπίσης ἀπ᾿ τὴν λέξη τ᾿ ἄνθη ἀλλὰ ὁπωσδήποτε ψηλότερη ἀπ᾿ τὸ πνέουν, φαίνεται ἡ λέξη αὖρες.

῎Ενταση 22 db καὶ τὸ ὕψος μόλις φθάνει στοὺς 8Κ.

῎Εκοψα ξανὰ τὶς λέξεις τῆς μαγνητοταινίας τότε, καὶ τὶς ξανακόλλησα μ᾿ ἄλλη σειρά. Πρῶτα ἔβαλα τὴν λέξη ποὺ παρουσίασε τὸ χαμηλότερο διάγραμμα: τὸ «ἀπ᾽». Μετά, τὴν λίγο δυνατότερη· τὴν λέξη «ἐλαφρές». Τρίτη ἔβαλα, βάσει τοῦ διαγράμματός της, τὴν λέξη «τοῦ Μαγιοῦ». Τέταρτη τὴν ἀμέσως εὐρυτέρου διαγράμματος λέξη «πνέουν». Πέμπτο, τὸ διάγραμμα «αὖρες» καὶ τέλος τὰ «ἄνθη». ῎Εφτιαξα δηλαδὴ μιὰ σειρὰ στὴν ταινία, ἀρχίζοντας ἀπ᾿ τὴν λέξη μὲ τὸ χαμηλότερο διάγραμμα καὶ προχωρώντας πάντα στὸ ἀμέσως ὑψηλότερο. Ὁπότε εἶδα μὲ τὰ μάτια μου τὴν ἑξῆς παρέλαση: βαρεῖα, περισπωμένη, ὀξεῖα, ψιλὴ περισπωμένη, ψιλὴ ὀξεῖα. ῞Οταν τ᾿ ἀκούει κανεὶς μαζεμένα, ἔχει τὴν ἐντύπωση μιᾶς φωνῆς ποὺ ξεκινᾶ ἀπὸ χαμηλὰ καὶ μὲ συνεχῆ ἀνεβοκατεβάσματα μᾶς ὁδηγεῖ σ᾿ ἕνα κρεσέντο. Ἀκοῦστε το. Θὰ προσπαθήσω νὰ σᾶς δείχνω ταυτόχρονα καὶ τὰ διαγράμματα: ἀπ᾽ / τοῦ Μαγιοῦ / ἐλαφρὲς / πνέουν / οἱ αὖρες / τ᾿ ἄνθη.

Ἐπανέλαβα τὴν ἴδια δουλειὰ καὶ μὲ ἄλλες πολλὲς φράσεις. Πάντα οἱ λέξεις μὲ ψιλὴ ὀξεῖα ἢ δασεῖα ὀξεῖα ἦταν πιὸ ψηλὲς καὶ πιὸ δυνατὲς ἀπ᾿ τὶς ἄλλες. Πάντα ἡ ὀξεῖα ἔδινε ἦχο ψηλότερο τῆς περισπωμένης καὶ τῆς βαρείας καὶ πάντα ἡ περισπωμένη ἀκουγόταν ἰσχυρότερη τῆς βαρείας. Παρατήρησα λοιπὸν ὅτι μιὰ φράση ποὺ θὰ ἀποτελεῖτο ἀπὸ λέξεις καὶ μὲ τοὺς ἐννέα συνδυασμοὺς τόνων καὶ πνευμάτων, θ᾿ ἀνάγκαζε τὴν φωνὴ τοῦ ὁμιλητῆ νὰ ἀποδώσει ἕξι διαφορετικὰ τονικὰ ὕψη. Τὰ ἑξῆς: Χαμηλότερα οἱ ἄτονες λέξεις. Ἀμέσως ψηλότερα, ἡ λέξη μὲ τὴν βαρεῖα. Ἀκόμη ψηλότερα ἡ λέξη μὲ τὴν περισπωμένη, πιὸ πάνω ἡ λέξη μὲ τὴν ὀξεῖα. Ἀκόμα πιὸ ψηλὰ ἡ ψιλὴ περισπωμένη καὶ ἡ δασεῖα περισπωμένη καὶ ψηλότερα ἀπ᾿ ὅλες ἡ ψιλὴ ὀξεῖα καὶ ἡ δασεῖα ὀξεῖα. ῞Εξι διαφορετικὰ ὕψη, δηλαδὴ ἕξι διαφορετικὲς μικρονότες, ποὺ χωρίζονται ἀπὸ πέντε διαστήματα. Πῶς μπορῶ τώρα ν᾿ ἀντισταθῶ στὸν πειρασμὸ καὶ νὰ μὴ θυμηθῶ ὅτι στὴν καθ᾿ ἡμᾶς μουσική, ὁ λεγόμενος σκληρὸς τόνος, π.χ. τὸ νὴ-πὰ ἐκτάσεως 12 κομμάτων ἀπ᾿ τὴν ἐποχὴ τοῦ Πυθαγόρα, χωρίζεται ἐπίσης σὲ

πέντε μικροδιαστήματα καὶ παράγει ἕξι φωνές: τὴν φωνὴ νή, τὴν φωνὴ νὴ μικρὴ δίεση, τὴν φωνὴ δίεση 4 κομμάτων, τὴν φωνὴ δίεση ἡμιτόνου, τὴν φωνὴ δίεση ὀκτὼ κομμάτων, καὶ τὴν φωνὴ πά. Νὰ ἔχει σχέση ἄραγε ἡ φωνὴ τῆς μικρᾶς διέσεως π.χ. μὲ τὴν βαρεῖα μας; ῍Η ἡ δίεση ἡμιτόνου μὲ τὴν ὀξεῖα; Δὲν εἶμαι προετοιμασμένος νὰ πῶ κάτι τέτοιο καὶ γι᾿ αὐτὸ τ᾽ ἀφήνω τώρα στὴ φαντασία, ὥσπου νὰ τὸ ἀναλάβει ἡ μελλοντικὴ συστηματικὴ ἐργασία. ᾽Ανεξάρτητα ἀπ᾿ αὐτὸ ὅμως, εἶναι παραδεκτὸ ὅτι τὸ πολυτονικὸ υἱοθετήθηκε πλήρως ἀπ᾿ τὸ Βυζάντιο, καὶ πάνω στὸ πολυτονικὸ χτίστηκε ὅλη ἡ ὑμνογραφία καὶ ἡ ἐκκλησιαστικὴ μουσική. Ἀπὸ κεῖ πῆρε τὴν ὀρθὴ ἀναλογία ἀνάμεσα στὰ τονικὰ ὕψη ἢ τὰ χρονικὰ μήκη μεταξὺ τῶν συλλαβῶν καὶ τὸ δημοτικὸ τραγούδι, κι ἔτσι φτάνει ὣς ἐμᾶς αὐτὴ ἡ ἴδια ζωντανὴ φωνὴ τῆς γλώσσας, ἴδια, ὅσο μπορεῖ νὰ εἶναι ἴδια μιὰ φωνὴ μετὰ ἀπὸ χιλιάδες ἔτη. ῍Ας ξαναγυρίσω ὅμως στὶς φράσεις ποὺ δοκίμασα στὸ στούντιο.

Σᾶς τὶς διαβάζω ἁπλῶς, χωρὶς σχεδιαγράμματα.

Πάντ᾿ ἀνοιχτὰ πάντ᾿ ἀγρυπνα τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μου. Ὁ ἦχος τῆς ψιλῆς ὀξείας εἶναι ὑψηλότερος ἀπ᾿ τοὺς ἤχους τῆς ὀξείας. Κι ἂν ἀλλάξουμε τὴν σειρὰ τῶν λέξεων, ἔχουμε πάλι τὴν ἴδια σχέση: Τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μου, ἄγρυπνα πάντα, ἀνοιχτὰ πάντα. Τὸ ἴδιο κι ἂν ἔχουμε ψιλὴ ὀξεῖα στὴν πρώτη λέξη: ῎Αστραψε φῶς καὶ γνώρισε ὁ νιὸς τὸν ἑαυτό του. ῍Η ψιλὴ ὀξεῖα στὴν τετάρτη καὶ στὴν δεκάτη τετάρτη συλλαβή: Τὸ χάσμα ποὺ ἄνοιξε ὁ σεισμός, εὐθὺς ἐγιόμισ᾽ ἄνθη. Ψηλὴ νότα ἐπίσης παράγει καὶ ἡ δασεῖα ὀξεῖα: π.χ. Κι ὅμως, ὅλα κανεὶς νὰ τὰ τολμάει πρέπει. Κι ἀνάποδα: Κανεὶς νὰ τὰ τολμάει πρέπει ὅλα. Κι ὅμως. ᾽Ακόμα χαμηλότερα ἀκούγεται ἡ περισπωμένη, ὅταν προηγεῖται ἢ ἕπεται ψιλὴ ὀξεῖα: ῎Εξοχα δῶρα. / Στὴν ἄκρη τῆς γῆς. / Ἐκεῖνον τὸν ἄντρα ποὺ κάθεται ἀντίκρυ. ῾Η δασεῖα περισπωμένη εἷναι ἐπίσης ψηλότερη φωνὴ ἀπ᾿ τῆς ὀξείας, τῆς βαρείας, ἢ τῆς περισπωμένης. Παράδειγμα μὲ ὀξεῖα: Τὸ δικό μας αἷμα. Παράδειγμα μὲ βαρεῖα. Ποιητὲς τῆς ἥττας. Παράδειγμα μὲ περισπωμένη, βαρεῖα καὶ δασεῖα περισπωμένη, ὁπότε ἀκούγονται τρεῖς φωνές: Τοῦτο ἐστὶ τὸ αἷμα.

Μέσα στὸ στούντιο εἶχα καὶ δύο ἐκπλήξεις. Νά ἡ πρώτη: Προσπαθώντας ν᾿ ἀκούσω τὴν διαφορὰ ὀξείας καὶ περισπωμένης, διάβασα τὴν φράση: Λυγᾶ πάντα ἡ γυναίκα. Τὸ «πάντα» ἀκούγεται ψηλότερα ἀπ᾿ τὸ «λυγᾶ» ποὺ παίρνει περισπωμένη. «Λυγᾶ πάντα ἡ γυναίκα»· ἀκούγεται ὅμως περιέργως ψηλότερα κι ἀπ᾿ τὸ «γυναίκα», ποὺ ὅμως παίρνει ὀξεῖα. Γιατί ἄραγε; Τηλεφώνησα σ᾿ ἕνα φίλο, κι ἔμαθα ὅτι ἡ γυναίκα ὀφείλει νὰ παίρνει περισπωμένη, διότι εἶναι τῆς τρίτης κλίσεως, ἡ ὁποία ὅμως καταργήθηκε, γι᾿ αὐτὸ πῆρε ὀξεῖα ἡ γυναίκα. Νά λοιπόν, ποὺ ἀπὸ ἄλλο σημεῖο ὁρμώμενος, ἀναγκάσθηκα νὰ συμφωνήσω ὅτι κακῶς καταργήθηκε ἡ τρίτη κλίση ἀφοῦ στὴν φωνή μας ἐξακολουθεῖ νὰ ὑπάρχει. «Λυγᾶ πάντα ἡ γυναῖκα» λοιπὸν καὶ παίρνει καὶ περισπωμένη. ῾Η δεύτερη ἔκπληξη: ῎Εδωσα σ᾿ ἕναν ἀνύποπτο νέο, ποὺ παρευρισκόταν στὸ στούντιο, νὰ διαβάσει λίγες φράσεις. Ἐκεῖ μέσα εἶχα βάλει σκοπίμως τὴν ἴδια λέξη ὡς ἐπίθετο καὶ ὡς ἐπίρρημα, διότι εἶχα πάντα τὴν περιέργεια νὰ διαπιστώσω ἂν προφέρουμε διαφορετικὰ τὸ ὠμέγα ἀπὸ τὸ ὄμικρον. Ἀκοῦστε τὶς φράσεις:

(Μαγνητ.) Εἶν᾿ ἀκριβὸς αὐτὸς ὁ ἀναπτήρας. ῍Ας μὴν εἶν᾿ ὡραῖος, ἔχει τὴν ἀξία του. Ναί, ἀκριβῶς αὐτὸ ἤθελα νὰ πῶ.

᾽Ακουστικῶς δὲν παρατήρησα διαφορά. ῎Εκοψα τὶς δύο λέξεις καὶ τὶς κόλλησα τὴν μία κατόπιν τῆς ἄλλης. Ἀκοῦστε το!

(Μαγνητ.) ἀκριβὸς... ἀκριβῶς.

Ἐλάχιστη διαφορὰ στὸ αὐτί· ὁ ἠχολήπτης μόνον ἐπέμενε ὅτι τὸ δεύτερο εἶναι κάπως πιὸ φαρδύ. Ἂς τὸ ξανακούσουμε:

(Μαγνητ.) ἀκριβὸς... ἀκριβῶς.

Ἀσήμαντη διαφορά. Συνδέσαμε τότε τὸν παλμογράφο. Νά τὸ διάγραμα τοῦ ἐπιθέτου ἀκριβός, ὅπως προέκυψε, καὶ νά τὸ πολὺ πλουσιότερο τοῦ ἐπιρρήματος.

Δὲν εἶναι καταπληκτικό; ῞Οταν τὸ εἶδα, τὰ μηχανήματα τοῦ στούντιο μοῦ φάνηκαν σὰν ὄργανα τοῦ παραμυθιοῦ. Ὁ παλμογράφος μοῦ φάνηκε σὰν μιὰ σκαπάνη πού, κάτω ἀπ᾿ τὸ ἔδαφος τῆς καθημερινῆς ὁμιλίας, ἀνακαλύπτει αὐτὸ ποὺ δὲν ἔπαψε ποτὲ νὰ ὑπάρχει, ἔστω μέσα σὲ χειμερία νάρκη, αὐτὸ ποὺ συνειδητοποίησαν καὶ προσπάθησαν νὰ νημειώσουν οἱ Ἀλεξανδρινοὶ 2.000 χρόνια πρίν. Τίποτε δὲν χάθηκε. ῞Ολα ὑπάρχουν. ᾽Αρκεῖ νὰ προσέξουμε αὐτὸ τὸ τραγούδι τῆς καθημερινῆς ὁμιλίας ποὺ πηγαινοέρχεται συνεχῶς ἀνάμεσά μας. Ἀκοῦστε πῶς ἠχοῦν οἱ τονισμοί. ᾽Ακοῦστε τὰ μακρά. Ἀκοῦστε τὴν λαϊκὴ τραγουδίστρια πῶς ἀποδίδει τὸ ὠμέγα ἢ τὴν ψιλὴ ὀξεῖα:

(Μαγνητ.) Σωτηρία Μπέλλου: Νύχτωσε χωρὶς φεγγάρι.

Ἀκοῦστε τὸ ἴδιο, αὐτὴ τὴ φορὰ σ᾿ ἕνα ἐλαφρὸ τραγούδι.

(Μαγνητ.) Μ. Ζορμπαλᾶ - Δ. Γαλάνη: Συγγνώμη σοῦ ζητῶ, συγχώρεσέ με.

Κι ἄλλα μακρότατα ὠμέγα ἀπὸ τραγούδι δημοτικό. Ἀκοῦστε:

(Μαγνητ.) Συλλογὴ Σίμωνος Καρρᾶ: Κάτω στὸ γιαλό. Πηλίου.

Τέλος, ἀκοῦστε τὴν θεία φωνὴ τοῦ Ἀνδρέα Ἐμπειρίκου, τὴν παράξενη ἀπαγγελία ποὺ κυνηγᾶ τὴν λάμψη τῆς ὀξείας, τὸν πλοῦτο τῆς διφθόγγου, τοὺς τόνους καὶ τὴν ὀρθογραφία, σὰν μουσικὰ σύμβολα μιᾶς φωνῆς ποὺ προϋπάρχει ἀδιάκοπα καὶ ὁδηγεῖ τὸ ποίημα.

(Μαγνητ.) Ὁ Ἐμπειρῖκος διαβάζει Ἐμπειρῖκο: Εἰς τὴν ὁδὸν τῶν Φιλελλήνων.

Ἐδῶ τελειώνουν τὰ σουβενίρ μου ἀπὸ τὸ στούντιο. ῞Οσοι δὲν μὲ πίστεψαν, εἶναι πάρα πολὺ λογικοί. Μόνο ποὺ ἔτσι χάνουν τὴν εὐκαιρία νὰ βελτιώσουν τὸ τραγούδι τους. Κι ὅσοι πάλι χάρηκαν μὲ τὰ σχεδιαγράμματά μου, θὰ πρέπει νὰ μειώσουν τὸν ἐνθουσιασμό τους: τίποτα ἀπ᾿ ὅσα εἷπα δὲν ἀποτελεῖ ἀπόδειξη. Θὰ πρέπει ὁμάδες ἐργασίας ἐπιχορηγούμενες νὰ μαγνητοφωνήσουν ἑκατοντάδες ἀνθρώπους διαφορετικῆς ἡλικίας, ἐπαγγέλματος, μορφώσεως καὶ τόπου διαμονῆς, νὰ ταξινομήσουν καὶ νὰ ἀναλύσουν τὸ ὑλικὸ στὸ ἐργαστήριο, μὲ παλμογράφους μεγάλους ποὺ νὰ «διαβάζουν» διαφορὲς μικρότερες τοῦ 1Κ. Οἱ ἐλπίδες μου εἶναι ἀντίθετες ἀπ᾿ τὶς ἐλπίδες τοῦ μονοτονικοῦ ποὺ ἀρνήθηκε τὴν παράδοση καὶ τὴν κοινὴ ἐμπειρία. Οἱ ἐλπίδες μου προσβλέπουν σὲ μιὰ ἀντικειμενικὴ ἀπόδειξη, ὅτι ἡ ἐπιβολή του ὑπῆρξε πράξη τόσο λογικὴ ὥστε νὰ καταντᾶ παράλογη καὶ ἀντιεπιστημονική.

Τελειώνω. Δὲν περιφρόνησα καμμιὰ ἄποψη καὶ δὲν κολάκευσα καμμιά. Προσπάθησα νὰ πῶ τρεῖς φορὲς τρεῖς ἀλήθειες.

Πρῶτον: Τὰ ἑλληνικὰ εἶναι τραγούδι. Κανεὶς δὲν σκέφτηκε ποτὲ νὰ ἁπλοποιήσει ἕνα τραγούδι ἢ νὰ τὸ δεῖ πρακτικά. Γιατί νὰ δοῦμε λοιπὸν τὰ ἑλληνικά, πρακτικά;

Δεύτερον: ῞Οποιος σταθεῖ ἀλαζονικὰ ἀπέναντι στὰ ρεφραὶν ποὺ τὸν ψυχαγώγησαν διὰ βίου, στρέφεται ἐναντίον τῆς προσωπικῆς του ἱστορίας καὶ πίστης. Τὰ ἴδια μπορεῖ νὰ πάθει ἕνα λαὸς μὲ τὴν γλῶσσα. ᾽Ιδίως ἂν ἡ γλῶσσα του εἶναι τὰ ἑλληνικά.

Τρίτον: Τὰ ἑλληνικὰ ὡς τραγούδι εἶναι ἀνυπόφορα δύσκολα. Κανεὶς δὲν τὰ βγάζει πέρα μὲ τὰ ἑλληνικά. Ἀπέναντι στὰ ἑλληνικὰ θά ᾿μαστε πάντα φάλτσοι κι ἀγράμματοι. Ἀλλὰ τί νὰ γίνει; Σημασία ἔχει ἡ συνείδηση ὅτι τὰ μιλᾶμε ὄχι γιὰ νὰ γίνουμε δεξιοτέχνες ἀλλὰ γιὰ νὰ γίνουμε ἄνθρωποι. Εὐχαριστῶ.

Παρεμβάσεις συνέδρων1

Μ. Ανδρόνικος

Όσο για την παράδοση, κανείς δεν την αρνιέται, όμως δεν πρέπει να ξεχνούμε πως κι αυτή η γλώσσα, η κοινή νεοελληνική, έχει μια λαμπρή παράδοση, λαμπρότατη θα έλεγα. Θα αρκούσε να σταθούμε στα τελευταία 150 χρόνια για να μην πάμε ως τα βυζαντινά χρόνια με τα ακριτικά τραγούδια κλπ. Όχι όμως, σώνει και καλά, να ανατρέχουμε στην Άννα την Κομνηνή και τους άλλους ομοϊδεάτες της λογιότατους που θέλησαν να σβήσουν αυτή τη ζωντανή παράδοση της ελληνικής γλώσσας για να ερχόμαστε τώρα, το 1984, και να είμαστε υποχρεωμένοι να ξαναϋποστηρίξουμε τη γλώσσα μας. Εγώ τουλάχιστον δεν καταλαβαίνω μια τέτοια συζήτηση.

Κ. Ζουράρις

Νομίζω ὅτι μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ μᾶς ἔδειξε ἢ ὑποσχέθηκε ὁ Διονύσης, ἡ συζήτηση ἔχει περίπου λήξει καὶ πρέπει νὰ ἔρθουν βεβαίως οἱ ἀποδείξεις. Καὶ ἐπειδή, ὅπως ἔχω πεῖ, ἡ σκέψη ἢ ἡ συνολικὴ ἔκφραση τοῦ Διονύση εἶναι ἀκριβῶς σκέψη πολιτικῆς ἐπιστήμης, τῆς ὁποίας εἶμαι περίπου ἁρμόδιος νὰ ἐγκρίνω τὴν ἐγκυρότητα, θὰ ἤθελα νὰ τονίσω ὅτι ὅσα μᾶς ἔδειξε ὑπογραμμίζουν τὴν ἑνότητα τοῦ λαοῦ μέσω τῆς γλώσσας. ῎Ισως νὰ ξέφυγε ἀπὸ τὸ ἀκροατήριο αὐτὴ ἡ πολιτικῆς σημασίας ἐπισήμανση, λόγω των στιλπνῶν, ἀψόγων καὶ λίγο νεκρωμένων ἑλληνικῶν τοῦ Μαρωνίτη. Δὲν ξέρω ἂν προσέξατε τὴν ταριχευμένη, παλαιομοδίτικη καὶ τριτοδιεθνίτικης πολιτικῆς κονσέρβα ποὺ μᾶς σέρβιρε ὁ φίλτατος καὶ σεβαστός μου Μαρωνίτης, ὄχι στὸ θέμα τῆς γλώσσας, γιὰ τὸ ὁποῖο ειμαι ἀναρμόδιος, ἀλλὰ στὴν πολιτικὴ ἰδεολογία ποὺ ὑπέφωσκε, ὅταν ἀναφερόταν στὶς ταξινομήσεις. Ὁ Μαρωνίτης, σὲ πλήρη μάλιστα λογικὴ ἀνακολουθία μ᾿ αὐτὰ ποὺ ἀπέδιδε στοὺς μαθητές του γιὰ τὴν ὀλιγόλεξη καὶ ἀνελαστικὴ γλώσσα ποὺ χρησιμοποιοῦν, ὑποστήριξε ὅτι πρέπει νὰ διαλέξουμε τὴ γλώσσα μας, κάθε τάξη ἰδεολογικὴ νὰ ἔχει τὴ γλώσσα της. Ἐμφάνισε δηλαδὴ μιὰ ἀντίληψη τῆς προσταλινικῆς τρίτης διεθνοῦς, βασισμένη στὴν περίφημη λογικὴ τῶν ἁρμονικῶν συστοιχιῶν ἢ συζυγιῶν τοῦ ἀρχέγονου μαρξισμοῦ.

Ὑποστήριξε δηλαδὴ ὅτι δὲν ὑπάρχει αὐτὸ ποὺ ἔδειξε ὁ Διονύσης, ὅτι δηλαδὴ ὁ λαϊκὸς τραγουδιστὴς τραγουδάει μιὰ γλώσσα τὴν ὁποία καταλαβαίνουν ὅλοι διαχρονικά, καὶ ειπε ὅτι κάθε τάξη θὰ ἔχει τὴ γλώσσα της, οἱ πλούσιοι δηλαδὴ πλουσιώτερη, οἱ ἐκ Γαλλίας τὰ γαλλικά τους, οἱ λαϊκοὶ τὰ λαϊκά τους, τὸ ΠΑΣΟΚ τὰ δικά του καὶ λοιπά. Καὶ ἔτσι καταργεῖ οὐσιαστικὰ τὴν ἑνότητα τῆς κοινωνίας, ἡ ὁποία βεβαίως διατρέχεται ἀπὸ ἀντιθέσεις, ποὺ δὲν μποροῦν ὅμως νὰ βροῦν τὴ λύση τους στὸ ἐπίπεδο τῆς γλώσσας. Θὰ ἤθελα νὰ ὑπενθυμίσω μάλιστα ὅτι στὴν πολιτικὴ ἐπιστήμη σήμερα κυριαρχεῖ ἡ περίφημη συνταγὴ τοῦ Θουκυδίδη περὶ μετρίας συγκράσεως τοῦ φαύλου, τοῦ μέσου καὶ τοῦ πάνυ ἀκριβοῦς. Ἐὰν ὁ Μαρωνίτης θέλει νὰ ειναι ὁ πάνυ ἀκριβής, ἐγὼ ζητῶ νὰ εἶμαι ὁ φαῦλος καὶ ζητῶ τὴ σύγκραση, τὸ κράμα, τὴ συνύπαρξη.

Β. Φόρης

Θαρραλέα συγχαίρω τους κ. Πλωρίτη και Μαρωνίτη, γιατί μίλησαν για το θέμα. Λυπούμαι γιατί οι δυο άλλοι ομιλητές δεν ήταν μέσα στο θέμα· ο κ. Ράμφος μόλις το άγγιξε, ενώ ο κ. Σαββόπουλος μίλησε για το θέμα των τόνων και των πνευμάτων. Για του κ. Ράμφου την άποψη θά ᾽θελα να πω ότι, αν αυτοί οι συμπαθητικοί άνθρωποι που μας βοήθησαν σήμερα [δείχνει τους τεχνικούς της Ραδιοτηλεόρασης], ζούσαν πριν από 2.400 χρόνια, δε θα είχαμε σήμερα βιβλιοθήκες στα σπίτια μας, παρά θα είχαμε δισκοθήκες. Αυτές τις δισκοθήκες θα τις χαρούν τα δισέγγονά μας και τα τρισέγγονά μας, να είστε απολύτως βέβαιοι. Θέλω να πω μ᾿ αυτό ότι ο προφορικός λόγος για όλους τους γλωσσολόγους, εκτός από μερικἐς εξαιρέσεις, έχει τα πρωτεία σ᾿ αυτό που λέμε λόγο. Αλλωστε, έχω γράψει και άλλοτε ότι η έκφραση «γραπτός λόγος» είναι η ωραιότερη αντίφαση σ᾿ αυτόν τον κόσμο: αν είναι γραπτός, πώς είναι λόγος· κι άμα είναι λόγος πώς γίνεται να είναι... γραπτός.

Θα παρακαλούσα όμως πάρα πολύ, δεν ξέρω αν το επιτρἐπει η διεύθυνση της συζήτησης απόψε, να έρθουμε σε κάποια συζήτηση με τον αξιότιμο κ. Σαββόπουλο [διακόπτεται].

Θα ήθελα να πω, Κύριε Σαββόπουλε, ότι πήγαν όλα σας τα έξοδα πέρα για πέρα χαμένα, γιατί διδάξατε τα πιο αντιεπιστημονικά πράγματα απόψε. Ούτε το ω διαφέρει από το ο στην προφορά - αν σας ρωτήσω όλους και θελήσετε να απαντήσετε ευσυνείδητα, σας λέω τη λέξη ómos· τι καταλάβατε, σας παρακαλώ πολύ, ή εκφωνήστε την ένας από σας και πέστε μου η λέξη ómos τι σημαίνει; σημαίνει τούτο δω το πράγμα (δείχνει τον ώμο του), σημαίνει και το όμως το αντιθετικό ταυτόχρονα. Πρέπει μέσα σε συμφραζόμενα να τα καταλάβουμε, και το ο προφέρεται πανομοιοτυπότατα με το ω στη νέα μας γλώσσα.

Ο κ. Σαββόπουλος δίδαξε ότι η βαρεία είναι ισχυρότερη από την περισπωμένη σε μερικές περιπτώσεις. Σημείωσα εδωπέρα τα ντεσιμπέλ, σημείωσα και τις συχνότητες και παρακαλώ θερμότατα τον κ. Σαββόπουλο (γιατί εγώ αύριο ειλικρινέστατα σας το λέω σκίζω το πτυχίο μου, αν έστω και ένα πράγμα απ᾿ αυτά που είπε ο κ. Σαββόπουλος ισχύει. Δεν ισχύει τίποτα!);

Κύριε Σαββόπουλε, σας παρακαλώ πάρα πολύ, αν έχετε την καλοσύνη — τώρα όμως, για να ξεκαθαρίσουμε ορισμένα πράγματα, — έχετε ὑπόψη σας [διακόπτεται].

Ο κύριος Σαββόπουλος δίδαξε ότι η οξεία και η βαρεία για μερικές περιπτώσεις, που τις έχω σημειώσει, είναι εντονότερες από την περισπωμένη. Αυτό το αντιεπιστημονικό δίδαγμα δεν επιτρέπεται να μείνει αναπάντητο. Η περισπωμένη είναι ο συνδυασμός οξείας και βαρείας, γι᾿ αυτό και την ονόμαζαν οξυβάρεια οι αρχαίοι. [Φωνάζει ο κ. Κ. Ταχτσής, δεν ακούγεται όμως.] ᾽Οταν λοιπόν έχω μια οξυβάρεια, μια περισπωμένη, δεν είναι δυνατό να πιστέψω με κανέναν τρόπο, γιατί είναι πέρα για πέρα αντιεπιστημονικό, ότι εκείνος που τραγούδησε, τραγούδησε την αύρα, που είχε και την ψιλή και την οξεία, ισχυρότερα, έδωσε σε δεύτερη βαθμίδα με 14 ντεσιμπέλ και 4000 χιλιοκύκλους δεν ξέρω τι εντονότερα και σας παρακαλώ, στο Θεό σας, το του Μαγιού ήχησε με τις δυο πανηγυρικές περισπωμἐνες, ήχησε πάρα πολύ χαμηλά. Πού στηρίζονται αυτά τα πράγματα; Είναι τελείως απαράδεκτα.

Γ. Μπαμπινιώτης

Όσο μπόρεσα να καταλάβω αυτά τα οποία είπε ο συνάδελφος κ. Μαρωνίτης, έχω μίαν ερώτηση και μία παρατήρηση μαζί.

Θέμα αυτής της συζητήσεως, αν το είχα καταλάβει καλά, ήταν η σχέση πολιτικής και γλώσσας, ὑπονοώντας πως θα θίξουμε —όπως το έκανε ο Μ. Πλωρίτης με του οποίου τις εκτιμήσεις συμφωνώ απολύτως— την πολιτικοποίηση, που ὑπάρχει ή που δεν ὑπάρχει, της γλώσσας. Ο κ. Μαρωνίτης αντί για την πολιτικοποίηση της γλώσσας πολιτικοποίησε... το πρόβλημα. Μας είπε μια πολύ σχηματοποιημένη και απλουστευμένη άποψη: όσοι διαμαρτύρονται για την κατάσταση της γλώσσας σήμερα, διαμαρτύρονται για πολιτικούς λόγους και μάλιστα αντιπολιτευτικούς και ανήκουν σε ορισμένες κατηγορίες και αντιπολιτεύονται άλλοτε τη Ν.Δ. άλλοτε το ΠΑΣΟΚ. Αλλά, κ. Μαρωνίτη, όταν διαμαρτύρονται (Ντεγιάννης) άνθρωποι εντεταγμένοι στο κόμμα του ΠΑΣΟΚ, όταν διαμαρτύρονται άνθρωποι της Ν.Δ. ή όταν δεν διαμαρτύρονται άνθρωποι του ΚΚΕ εξωτερικού, δεν μας είπατε τι συμβαίνει.

Το ερώτημά μου είναι το εξής απλό: Είτε πρέπει να δεχτούμε πως ὑπάρχει πρόβλημα, οπότε δεν χρειάζεται να κάνετε ερμηνεία των διαμαρτυρομένων. Όλοι δικαιούμαστε να διαμαρτυρόμαστε αν υπάρχει πρόβλημα. Και επιτρέψτε μου να σας πω ότι αυτές οι ταξινομήσεις, τα κουτιά, όπως τα ξέρετε, είναι πάντοτε επικίνδυνα. Στο παρελθόν, αν θυμάμε καλά σε επιφυλλίδες σας, έχετε κι ο ίδιος διαμαρτυρηθεί για την κακοποίηση της γλώσσας, σήμερα όμως συρρικνώσατε τόσο πολύ τις κατηγορίες των διαμαρτυρομένων, ώστε πραγματικά δεν μπορούσα να σας τοποθετήσω πουθενά.

Γιά νά επανέλθω στο ερώτημά μου: Ή ὑπάρχει πρόβλημα, οπότε δεν χρειάζεται ερμηνεία των διαμαρτυρομένων —όλοι πρέπει να διαμαρτυρόμαστε— ή δεν ὑπάρχει πρόβλημα, οπότε ισχύουν όσα είπατε. Οπότε εμείς κινδυνολογούμε, όσοι μιλάμε για γλωσσικό πρόβλημα. Αλλά τότε, κ. Μαρωνίτη, θα πρέπει να μας δηλώσετε —με την ευθύτητα και με το θάρρος, που έχετε— αν πραγματικά πιστεύετε, ότι η σημερινή χρήση της γλώσσας δεν εμφανίζει κανένα πρόβλημα και αν είστε πράγματι ικανοποιημένος με τη σημερινή κατάσταση της γλώσσας μας. Να το δηλώσετε και να το αποδείξετε, οπότε να δεχτούμε κι εμείς ότι κινδυνολογούμε.

κ. Κιτσίκης

Δὲν ἔχει διαφύγει τῆς προσοχῆς μερικῶν ἀπὸ ἐμᾶς ὅτι ἡ παρούσα κυβέρνηση καὶ εἰδικὰ ὁ Ἀ. Παπανδρέου χρησιμοποιοῦν ἐσκεμμένα μιὰ δῆθεν ἐκσυγχρονισμένη γλώσσα γιὰ νὰ διαστρεβλώσουν τὴ σκέψη καὶ τὸ γλωσσικὸ αἰσθητήριο τῶν ῾Ελλήνων. ᾽Επίσης γνωρίζουμε πὼς ὁ χρόνος ποὺ πέρασε ἦταν τὸ ἔτος τοῦ Ὄργουελ, τὸ 1984. ᾽Ενῶ ὅμως διαβάστηκε ἀπὸ τοὺς πάντες αὐτὸ τὸ προφητικὸ βιβλίο, κανεὶς δὲν φαίνεται νὰ ἔκανε τὴ σύγκριση μεταξὺ τῆς νέας ὁμιλίας ποὺ περιγράφει ὁ Ὄργουελ καὶ τοῦ ἄκρατου βερμπαλισμοῦ τοῦ πρωθυπουργοῦ μας. Οἱ προφητεῖες τοῦ Ὄργουελ πραγματοποιήθηκαν, ἰδίως στὶς καπιταλιστικὲς κοινωνίες, ἰδιαίτερα τῶν ΗΠΑ καὶ ὄχι τόσο στὴν κοινωνία τοῦ ὑπαρκτοῦ σοσιαλισμοῦ. Ἀκριβῶς δὲ ἐπειδὴ ὁ Ἀνδρἐας προσπαθεῖ νὰ ἐκσυγχρονίσει τὴ χώρα μας κατὰ τὰ ἀμερικανικὰ πρότυπα, ἀκόμα καὶ μὲ τὴν καθιέρωση τοῦ ἀστικοῦ δικομματισμοῦ, καὶ ὄχι κατὰ τὰ ἀνατολικὰ πρότυπα, εἷναι Ὀργουελικός, καὶ στὸ θέμα τῆς γλώσσας. Νά τί γράφει ὁ Ὄργουελ γιὰ τὴν γλώσσα τοῦ 1984 στὸ βιβλίο του... [Διαβάζεται ἐκτενὲς ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ὄργουελ «1984».]

Κ. Γαβρόγλου

Θα ήθελα να κάνω κάποιες παρατηρήσεις ως μη ειδικός επί αυτών των θεμάτων στην ομιλία του Δ. Σαββόπουλου, και δεν θα ήθελα ο ενδεχόμενος απόλυτος τόνος των παρατηρήσεών μου να παρθεί και σαν κάποια επιθετικότητα.

Πιστεύω ότι η μέθοδος, η προσἐγγιση και η επιλογή να παρουσιασθεί μ᾿ αυτόν τον τρόπο το πρόβλημα που παρουσίασε ο Διονύσης Σαββόπουλος έχει κάποια σοβαρότατα μεθοδολογικά, επιστημολογικά, ιδεολογικά και πολιτικά προβλήματα. Μεθοδολογικά γιατί οι ανεπάρκειες που θίγονται στο τἐλος της ομιλίας πρέπει να είχαν παρθεί ὑπ᾿ όψη στην αρχή της έρευνας και όχι να εκφρασθούν στο τἐλος για να δικαιολογήσουν ουσιαστικά τη μἐθοδο. Επιστημολογικά γιατί επιδιώκεται η απόδειξη πραγμάτων που ο ομιλητής προϋποθέτει. Οι ενδείξεις γίνονται συμπεράσματα και τα συμπεράσματα ήταν ουσιαστικά αυτά που διατύπωσαν το πρόβλημα. Υπάρχουν και ιδεολογικά προβλήματα γιατί με τη χρησιμοποίηση των πιο εξουσιαστικών στοιχείων της επιστήμης ὑπονομεύεται ο απελευθερωτικός της ρόλος. Τέλος ὑπάρχουν σοβαρότατα πολιτικά, γιατί με τη χρησιμοποίηση μεθόδων που δήθεν αντικειμενικοποιούν τα συμπεράσματα εκφράζεται ένας εκβιασμός στους αριστερούς να δεχτούν μιαν άποψη με ανομολόγητες μεν αλλά συγκεκριμένες ιδεολογικές αφετηρίες και πολιτικές προεκτάσεις. Το πρόβλημα δεν είναι το ὑψος των ντεσιμπέλ που σίγουρα ειναι τόσα όσα λἐγονται. Η κουβέντα είναι πολιτική, η μυθοποίηση στο όνομα της απομυθοποίησης είναι μια πολιτική επιλογή και κάποιοι, πιστεύω, αριστεροί —και το έχουμε αυτό το δικαίωμα— δεν μπορούμε παρά να εκφράσουμε όχι απλά την αντίθεσή μας αλλά και να πούμε πως δεν είμαστε αφελείς.

Δ. Λιάρος

Νομίζω ότι σήμερα έμεινε στο περιθώριο το θέμα πολιτική και γλώσσα. Τονίστηκε πολύ η σχέση της γλώσσας με τα πολιτιστικά φαινόμενα και την πολιτιστική ζωή. Επειδή πιστεύω ότι μέσα από την ιστορία το κυριότερο πολιτικό φαινόμενο, το κυριότερο πολιτικό δράμα, που επαναλαμβάνεται, είναι το ότι οι λύκοι κατόρθωσαν τελικά να μιλάνε τη γλώσσα των αρνιών και να εξαπατούν τ᾿ αρνιά, ήθελα να μιλήσω γι᾿ αυτήν την αντιφατικότητα των όρων. Υπάρχει ένα άρθρο του Φρόυντ του 1910 που βασίζεται σε μια μελέτη ενός γλωσσολόγου, του Άμπελ (1884). Ο Άμπελ παρατηρεί σαν γλωσσολόγος ότι σε πολλές πρωτόγονες, κατά κάποιο τρόπο, γλώσσες μια λέξη έχει δύο ακριβώς αντιφατικές έννοιες. Για να σας δώσω ελληνικά παραδείγματα, όταν λέμε «πονάω» ή «πονάω κάποιον» σημαίνει τόσο ότι του προκαλώ πόνο όσο και ότι τον συμπαθώ, τον συμπονάω. Το ίδιο βρίσκεται στην «αρά», που είναι ευχή και κατάρα ταυτόχρονα, το ίδιο βρίσκεται στο «άγιος» που είναι ο βρώμικος και ο αγνότατος κλπ. Αυτή η αντιφατική λειτουργία, που γίνεται στο ασυνείδητο, επιτρέπει στον κάθε είδους ολοκληρωτισμό, όχι μόνον αυτόν που περιέγραψε ο Όργουελ, να χρησιμοποιεί αυτές τις αντιφάσεις σαν ταυτότητες. Δηλ. ο Στάλιν, την εποχή ακριβώς που εφαρμόζει τη βίαιη διαφοροποίηση των μισθών, καταγγέλλει την ισότητα στους μισθούς σαν μικροαστική πρόληψη. Την ίδια στιγμή που προηγούμενες κυβερνήσεις μετεμφυλιακές στην Ελλάδα είχανε κάτεργα πολιτικά, μιλάγανε για χτίσιμο νέων Παρθενώνων. Σήμερα η διατήρηση των βάσεων λέγεται ξήλωμά τους, η αποβιομηχάνιση λέγεται ανάκαμψη της οικονομίας, η ενισχυμένη αναλογική λέγεται απλή αναλογική κλπ.

Αυτό το οποίο θέλω να καταλήξω είναι ότι χρησιμοποιούνται σκόπιμα αυτές οι αντιφάσεις. Ας πούμε ότι η ελευθερία είναι σκλαβιά και η ειρήνη είναι πόλεμος, ή ο πόλεμος είναι ειρήνη του Όργουελ, διότι αυτές οι αντιφάσεις γίνονται ανεκτές από το νοητικό μας όργανο μόνο παλινδρομώντας, μόνο μπαίνοντας στη φάση του ονείρου και της παιδικής ηλικίας, όπου πια η τυραννία παίζει με στημένο παιχνίδι. Αυτό το λέω διότι, κατά τη γνώμη μου, η όλη συζήτηση μέχρι τώρα, κατά κάποιο τρόπο, σπαταλήθηκε σε μια άγονη ανασκόπηση του παρελθόντος και συμφωνώ απόλυτα σ᾿ αυτό με τον Δ. Μαρωνίτη, τον Μ. Πλωρίτη, τον καθηγητή Φόρη και άλλους, ενώ άφησε στην πάντα το τραγικό παιχνίδι που παίζεται με όργανο τη γλώσσα.

Ανδρέας Πολιτάκης

Δεν είμαι ειδικός ούτε καν καθηγητής, είμαι Πολιτικός Μηχανικός. Ενδιαφέρομαι όμως για τη γλώσσα όπως πάρα πολλοί πολίτες ενδιαφέρονται· και όσο περισσότεροι πολίτες ενδιαφέρονται για τη γλώσσα, όπως και για την ελευθερία και τη δημοκρατία, τόσο τα αγαθά αυτά θα περισωθούν. Βέβαια είμαστε στο τέλος μια πολύ σπουδαίας μἐρας, που έχω τη γνώμη ότι θ᾿ αναφέρεται στο μέλλον, ότσν γίνονται συζητήσεις για τη γλώσσα, θα είναι ένα σημείο αναφοράς... Ειδικά για την ομιλία του κ. Μαρωνίτη, θα ήθελα να πω ότι ξεκίνησε με ένα σημαντικό πραγματικό λάθος και πολλοί στην αίθουσα αυτή θα το έχουν επισημάνει. Είπε ότι στη Ν. Δημοκρατία οφείλεται η εισαγωγή της δημοτικής στην εκπαίδευση και εις το ΠΑΣΟΚ είς το δημόσιο βίο, δηλ. η γλώσσα του δημοσίου.

Είναι λάθος· διότι η Ν.Δ. εισήγαγε τη γλώσσα και στο δημόσιο βίο και αυτό από την αρχή του 1977, δηλ. 4 και πλέον χρόνια πριν από το ΠΑΣΟΚ. Είναι ένα σημαντικό λάθος και πάρα πολλές σκέψεις που διατύπωσε στη συνέχεια πέφτουν στο κενό. Αλλά πἐραν αυτού ο κ. Μαρωνίτης είπε στη συνέχεια ότι το ΠΑΣΟΚ και η Ν.Δ. οικειοποιήθηκαν τη δημοτική γλώσσα που την είχαν πρώτα τα αριστερά κόμματα και είπε χαρακτηριστικά ότι «ξεπαρθενεύτηκε» η δημοτική με το να την δεχτούν και να την βάλουν στην εκπαίδευση και στο δημόσιο βίο τα δυο αστικά κόμματα — αστικό και σοσιαλίζον κόμμα του ΠΑΣΟΚ. Είναι πάρα πολύ περίεργος ο συλλογισμός, όταν η γλώσσα του λαού, η νεοελληνική δημοτική, απλώνεται σ᾿ ολόκληρο το λαό, να λέμε ότι ξεπαρθενεύεται· και φυσικά ο κ. Μπαμπινιώτης πολύ σωστά επεσήμανε ότι δεν ξεκαθάρισε εντελώς τι ήθελε ο κ. Μαρωνίτης και πού οδηγούσε. Έχω τη γνώμη ότι σε κάποια στιγμή κάτι ξεκαθάρισε όταν είπε ότι ο προβληματισμός για την νέα γλώσσα πρέπει να είναι αντικείμενο της προοδευτικής μερίδας του λαού, δίνοντας μ᾿ αυτόν τον τρόπο, αν καταλάβαμε καλά, να εννοήσουμε πως το προοδευτικό κομμάτι του λαού πρἐπει οπωσδήποτε να έχει διαφορετικό τρόπο έκφρασης από τον άλλο λαό. Αυτό βέβαια το είπε προβληματισμό του προοδευτικού μἐρους του λαού· δηλ. αφού το ΠΑΣΟΚ και η Ν.Δ. πήραν τη δημοτική, αυτή τη δημοτική που μιλάμε όλοι, και οικειοποιήθηκαν τη δημοτική που πριν, κατά τον κ. Μαρωνίτη, ήταν προνόμιο των αριστερών κομμάτων, τότε πρέπει να βρεθεί μια νέα γλώσσα...

Χρ. Βακαλόπουλος

Θὰ ἤθελα νὰ ἀναφερθῶ σὲ δύο σημεῖα τῶν παρεμβάσεων τοῦ κ. Μαρωνίτη καὶ τοῦ κ. Ράμφου. Πρὶν ἀπ᾿ αὐτὰ ὅμως νὰ θυμηθοῦμε σᾶς παρακαλῶ ὅτι τὸ λατινικὸ ἀλφάβητο εἶναι ἤδη ἐν χρήσει. Πηγαίνοντας νὰ πάρω ἕνα παράβολο ἀπὸ τὸ Δημόσιο Ταμεῖο τῆς ὁδοῦ Πατησίων εἶδα μὲ τὰ μάτια μου ἑλληνικὲς λέξεις μὲ λατινικὰ στοιχεῖα στὸν ἠλεκτρονικὸ ὑπολογιστὴ ποὺ χρησιμοποιοῦσε ὁ ὑπάλληλος ποὺ μὲ ἐξυπηρέτησε. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς βλέπει κάθε μέρα μπροστά του τὸ λατινικὸ ἀλφάβητο.

Ὁμολογῶ ὅτι ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἀνησύχησα λίγο καὶ δὲν ξέρω σὲ ποιὰ ἀπὸ τὶς κατηγορίες τοῦ κυρίου Μαρωνίτη ἀνήκω. ῎Αλλωστε δὲν γνωρίζω οὔτε ὁ κ. Μαρωνίτης σὲ ποιὰ κατηγορία ἀνήκει, θὰ ἔλεγα μάλιστα ὅτι δὲν μὲ ἐνδιαφέρει ἰδιαίτερα. Δέχομαι πάντως τὴν πρότασή του νὰ ρίξουμε μιὰ ματιὰ πρὸς τὰ πίσω: ἡ γνώμη μου εἶναι ὅτι τὰ τελευταῖα δέκα χρόνια δὲ ζοῦμε τόσο μιὰ γλωσσικὴ περιπέτεια, ζοῦμε κυρίως τὴ μεγάλη περιπέτεια τοῦ νοήματος. Θὰ ἔλεγα ὅτι αὐτὸ ποὺ μᾶς μάζεψε ὅλους ἐδῶ ειναι μᾶλλον ἡ ἀγωνία γιὰ τὸ νόημα ποὺ χάνεται. Ἡ τελευταία δεκαετία χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴν αἱμορραγία τοῦ νοήματος κι αὐτὸ εἶναι ποὺ μᾶς ἐμποδίζει νὰ συννενοηθοῦμε. Καλῶς ἢ κακῶς αὐτὸ σὲ γλωσσικὸ ἐπίπεδο συνέβη μέσο αὐτῆς τῆς παράξενης ἑρμηνείας ποὺ δόθηκε στὴ δημοτική. ῎Ετσι προέκυψαν καὶ οἱ ἀνησυχοῦντες γιὰ τὸν ὑπερφίαλο δημοτικισμὸ ποὺ μᾶς κατακλύζει. Μπορεῖ αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι νὰ γίνονται γραφικοί, οἱ κατηγορίες ὅμως τοῦ κ. Μαρωνίτη μοῦ φαίνονται πολὺ τῆς μόδας, πολὺ ἐπικίνδυνες. Οἱ γραφικοὶ ἀντίθετα συχνὰ μεταφέρουν ἰσχυρὲς δόσεις ἀγωνίας καὶ αἰσθάνομαι βαθύτατη συγγένεια μαζί του εἴτε κινδυνολογοῦν γιὰ τὴ γλώσσα εἴτε συμπεριφέρονται ὅπως οἱ πὰνκς στὰ ᾽Εξάρχεια.

Καὶ κάτι γιὰ τὶς εἰκόνες γιὰ νὰ γυρίσω στὰ χωράφια μου. Στὴ σύγχρονη δυτικὴ κοινωνία ἀντιμετωπίζω τὶς εἰκόνες σὰν τοὺς τόνους τῆς ζωῆς. Ὁ Διονύσης ἀναφέρθηκε πολὺ σωστὰ στὴν προσπάθεια τῶν Ἀλεξανδρινῶν νὰ μνημειώσουν τὴ μουσικὴ τῆς γλώσσας μέσα ἀπὸ ἕνα παράξενο μηχανισμό, ἕνα σύστημα τόνων. Στὴ σύγχρονη δυτικὴ κοινωνία οἱ ἄνθρωποι προσπάθησαν μέσω τῶν εἰκόνων νὰ μνημειώσουν τὴ μουσικὴ τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς.

Οἱ εἰκόνες λοιπὸν εἶναι τὸ πιὸ ἐλεύθερο πρᾶγμα ποὺ διαθέτουμε, οἱ εἰκόνες εἶναι πολυσήμαντες καὶ διαρκῶς μᾶς ξεφεύγουν. Ἀντίθετα ἀπ᾿ αὐτὸ ποὺ ὑποστήριξε ὁ κ. Ράμφος, ἂν ὑπάρχει κάποιος κίνδυνος γιὰ τὴν ἐπικοινωνία αὐτὸς δὲν προέρχεται ἀπὸ τὶς εἰκόνες, ἀπὸ τὴν προσπάθεια ἑνὸς ξύλινου λόγου νὰ τὶς ὑποδουλώσει, νὰ τὶς καθυποτάξει: ὅταν βλέπω τηλεόραση, γιὰ παράδειγμα, παρατηρῶ τὴν προσπάθεια ὑποδούλωσης μερικῶν εἰκόνων ποὺ διαφορετικὰ θὰ τριγυρνοῦσαν ἐλεύθερες, ἀπὸ ἕνα λόγο ποὺ ἐπεξεργάζονται διάφορα κέντρα κομματικά, συνδικαλιστικά, πανεπιστημιακὰ καὶ ἄλλα.

Θὰ πρότεινα λοιπὸν νὰ ἀφήσουμε ἐλεύθερες τὶς εἰκόνες νὰ πάρουν τὸ δρόμο τους καὶ νὰ τὶς ἀποσυνδέσουμε ἀπὸ τὶς λέξεις ποὺ πρέπει ἐπίσης νὰ βιώσουν τὴν ἐλευθερία τους. Αὐτὰ τὰ δύο πράγματα ἂς χωριστοῦν ἐπιτέλους: τότε, εἶναι πιθανὸ νὰ βγεῖ κάποια ἄκρη.

Ανδρέας Μπελεζίνης

Μετά τις πρωινές εισηγήσεις εξεπλάγην, για να αντλήσω κι εγώ από τη γλωσσική διαχρονία, κατά το πλατωνικὸ ρήμα, πανικοβλήθηκα, σάστισα, τα έχασα, γιατί σχεδόν κινδύνεψα να πιστέψω ότι είμαι αφασικός και άγλωσσος, όχι μόνο εγώ, αλλά και τα παιδιά μου, και εννοώ όχι τόσο τα φυσικά όσο τα πνευματικά. Μετά από τις απογευματινἐς, πρώτες, εισηγήσεις, παρ᾿ όλο που εν μἐρει με εκάλυψαν, μου δημιουργήθηκε νέος πανικός ότι είμαι άγλωσσος ή άμουσος. Μετά όμως από την εισήγηση του κ. Ράμφου με κατέχει αγωνία θρησκευτική. Φοβούμαι ότι θα αποδειχθώ άξιος για την κόλαση, γιατί εάν πολλοστιμόριο, όπως λένε, των λεχθέντων του κ. Ράμφου και του κ. Σαββόπουλου αληθεύουν, τότε δεν με σώζει τίποτε από την γέενναν του πυρός. Ωστόσο, αν συγχωρείται να μιλἠσει κανείς θεολογική γλώσσα, θα επεσήμαινα το εξής που πιστεύω ότι βρίσκεται στο κέντρο του όλου προβληματισμού μας.

Εάν για να μιλήσω νέα ελληνικά, χρειάζεται να κατἐχω τις διαδοχικές φάσεις των συγχρονιών και κυρίως την απωτάτη, τα αρχαία ελληνικά, τότε θα πρέπει να βρεθώ στο κἐντρο της γλώσσας κι αυτό είναι ύβρις, με την αρχαία έννοια της λἐξης, και εφάμαρτο κατά τη χριστιανική εννοιολογία και πατερική αντίληψη. Είναι εωσφορικό, είναι δαιμονικό να απαιτήσουν να γνωρίζω τα αρχαία ελληνικά και τη διαχρονία της γλώσσας, προκειμένου να μιλήσω τη δική μου γλώσσα. Ο Φρόυδ αρχίζει ένα βιβλίο του με την εξής ὑπόθεση: εάν, λἐει, υποθέσω ότι το κέντρο του κόσμου αποτελείται όχι από πυρακτωμένη μάζα, όπως λέει η συμβατική επιστήμη με τη δική της μυθολογία, αλλά από γυαλί, αυτό είναι συζητήσιμο· ἐνα όμως θέσω εξ υπαρχής την ὑπόθεση ότι το κέντρο της γης αποτελείται από μαρμελάδα, αυτό είναι τελείως εκτός συζητήσεως. ᾽Εχω την εντύπωση ότι αυτό έγινε σήμερα σε πολλές εισηγήσεις, χωρίς να σημαίνει ότι δεν εκτιμώ βαθύτατα όλα τα πρόσωπα που ανἐβηκαν στο βήμα. Θέλω να διατυπώσω όχι μομφή αλλά οπωσδήποτε παράπονο ή, αν θέλετε, ὑπόδειξη στην οργανωτική επιτροπή. ᾽Οταν με το καλό το κόμμα μας οργανώσει συζήτηση για τη μουσική του Δ. Σαββόπουλου, παρακαλώ να κληθώ να αναπτύξω το θέμα «οι μουσικοί τόνοι στη Ρεζέρβα», ή επίσης όταν ο κ. Ράμφος, ο οποίος ξέρει ότι τον αγαπώ, γιατί σέβομαι το πάθος του, παρά τις διαφωνίες, οργανώσει στη Θεολογική Θεσσαλονίκης, συζήτηση περί του Συμεών του νέου θεολόγου, παρακαλώ και πάλι να μιλήσω όχι ως μελετητής της ποίησης του αγίου και των ωραίων του ὑμνων, αλλά για την ορθοδοξία του ή μη.

Ἀντ. Φωστιέρης

Μοῦ κάνει ἐντύπωση τὸ ὅτι σὲ μιὰ ὁλόκληρη ἡμερίδα ἀφιερωμένη στὰ σύγχρονα προβλήματα τῆς γλώσσας, οἱ περισσότερες συζητήσεις ἐπικεντρώθηκαν στὴν πολὺ παλιὰ διαμάχη τῆς δημοτικῆς καὶ τῆς καθαρεύουσας —ἕνα θέμα δηλαδὴ ξεπερασμένο πιὰ ἀπὸ καιρὸ ἤ, πάντως, ἕνα θέμα ποὺ ταλάνισε γενιὲς καὶ γενιὲς ὣς τὶς μέρες μας. Ἐκεῖνο ποὺ ἐλάχιστα ἀπασχόλησε τὶς συζητήσεις τὶς σημερινὲς —ἂν ἐξαιρέσουμε βέβαια τὴν εἰσήγηση τοῦ Διονύση Σαββόπουλου— εἶναι ἡ πρόσφατη ἀντιπαράθεση μονοτονικοῦ καὶ πολυτονικοῦ, καθὼς καὶ ἡ περιφανὴς νίκη τοῦ πρώτου ἐπὶ τοῦ δευτέρου. Εἰδικὰ μάλιστα στὴν ἑνότητα αὐτὴ τῶν συζητήσεων ποὺ ἀφορᾶ στὴ σχέση γλώσσας καὶ πολιτικῆς, ἡ κρατικὴ ἐπιβολὴ τοῦ μονοτονικοῦ νομίζω πὼς μπορεῖ νὰ εἰκονογραφήσει, παραστατικότερα ἀπ᾿ ὁτιδήποτε ἄλλο, τὴν πειθαναγκαστικὴ δύναμη τῆς ἐξουσίας ἀκόμα καὶ στὰ γλωσσικά μας πράγματα. Ὁ νομοθετικὸς καθορισμὸς τῆς δημοτικῆς ὡς ἐπίσημης γλώσσας τοῦ κράτους εἶναι ἀδιανόητο νὰ ἐξομοιωθεῖ μὲ τὴν ἀναπάντεχη ἐπιβολὴ τοῦ μονοτονικοῦ συστήματος: ἡ τυπικὴ κατοχύρωση τῆς δημοτικῆς ἦρθε ὡς ἀναγνώριση μιᾶς ἄτυπης πραγματικότητας ποὺ ἴσχυε ἐδῶ καὶ πενήντα —γιὰ νὰ μὴν πῶ ἐδῶ καὶ ἑκατὸν πενήντα— χρόνια, ἐνῶ ἡ ἀπόφαση γιὰ τὴν καθιέρωση τοῦ μονοτονικοῦ ἐλήφθη ἄνωθεν καὶ ἐν μιᾷ νυκτί.

Τὸ δυστύχημα εἶναι (καὶ σ᾿ αὐτὸ συνίσταται ἡ παρατήρησή μου) ὅτι ἡ ἀντίδραση στὴν αὐθαίρετη ἐπιβολὴ τοῦ μονοτονικοῦ ὑπῆρξε χλιαρὴ καὶ ἄτονη, ὄχι μόνο ἀπὸ τὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ κόσμου ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς ἴδιους τοὺς συγγραφεῖς, ποὺ ὑποτίθεται πὼς ἔχουν μὲ τὴ γλώσσα, φύσει καὶ θέσει, μιὰ σχέση στενὰ προσωπική. Πρὶν ἀπὸ τὴν ἐπίσημη καθιέρωση τοῦ μονοτονικοῦ ἐλάχιστοι ἦταν οἱ συγγραφεῖς ἢ οἱ ποιητὲς ποὺ ἔγραφαν καὶ τύπωναν τὰ βιβλία τους σὲ μονοτινικό· ἀκόμα λιγότεροι ἦταν ἐκεῖνοι ποὺ χρησιμοποιοῦσαν τὸ μονοτονικὸ στὴν ἀλληλογραφία τους ἢ σὲ ὁποιοδήποτε γραφτὸ κείμενό τους. Αὐτὸ ποὺ μὲ κάνει τώρα νὰ ἐκπλήττομαι εἶναι τὸ ὅτι, πέρα ἀπὸ τὴν ὑποχρεωτικὴ χρήση τοῦ μονότονου μονοτονικοῦ στὴ δημόσια διοίκηση (δὲ μιλῶ λογουχάρη γιὰ τὶς δακτυλογράφους τῶν δημοσίων ὑπηρεσιῶν, ποὺ εἶναι ἀκόμα καὶ τεχνικὰ ἀδύνατο νὰ γράψουν σὲ πολυτονικό, γιατὶ ἀφαιρέθηκαν οἱ περισπωμένες καὶ τὰ πνεύματα ἀπὸ τὶς γραφομηχανές τους!), βλέπω ἀμέτρητους ἀνθρώπους νὰ χρησιμοποιοῦν τὸ μονοτονικό, ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἔγινε νόμος τοῦ κράτους, ἀκόμα καὶ στὴν ἰδιωτική τους ἀλληλογραφία, ἀκόμα καὶ στὰ πιὸ προσωπικά τους σημειώματα. Μ᾿ ἄλλα λόγια, ἡ πειθαναγκαστικὴ ἰσχὺς τῆς κρατικῆς ἐξουσίας βλέπουμε νὰ ἐπαληθεύεται, μὲ τὸν πιὸ θεαματικὸ τρόπο, ὄχι μόνο ὡς ἐξαναγκασμὸς σὲ δημόσιο ἐπίπεδο ἀλλὰ καὶ ὡς πειθὼ σὲ ἐπίπεδο διαπροσωπικὸ ἢ καὶ ἀπόλυτα προσωπικό. Τὸ κράτος δὲν ἀρκεῖται στὸ νὰ ἐπιβάλει τὴν ἄποψή του· ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ μᾶς πείσει πὼς ἡ ἄποψή του εἶναι ἡ σωστή, γι᾽ αὐτὸ καὶ τὴν υἱοθετοῦμε, ἀκόμα κι ὅταν πρόκειται γιὰ θέματα τόσο λεπτά, ὅπως εἶναι τὰ θέματα τῆς γλώσσας καὶ τῆς γραφῆς. Αὐτὴ τὴ στιγμὴ δὲν συζητῶ ἐπὶ τῆς οὐσίας —ἂν ὡς οὐσία νοεῖται ἡ ὑπεροχὴ ἢ ἡ μειονεξία τοῦ μονοτονικοῦ ἔναντι τοῦ πολυτονικοῦ. Τὸ φαινόμενο τῆς ἐπιβολῆς του ἐπισημαίνω καί, κυρίως, τὸ φαινόμενο τῆς ἀποδοχῆς του —ποὺ κι αὐτὰ πιστεύω πὼς ἐπίσης ἀποτελοῦν οὐσία τοῦ ζητήματος. Γιατί, ἂν ἴσως δεχτοῦμε ὅτι τὸ μονοτονικὸ εἶναι ὄντως τὸ σωστότερο σύστημα γραφῆς, πῶς ἐξηγεῖται ἄραγε τὸ ὅτι, τουλάχιστον οἱ συγγραφεῖς ποὺ ἐξ ὁρισμοῦ ἔχουν μιὰ ἴδιαίτερη εὐαισθησία ἀπέναντι στὴ γλώσσα, δὲν τὸ ὀσφρίστηκαν νωρίτερα, ἀλλὰ περίμεναν ν᾿ ἀστράψει τὸ φῶς τοῦ νόμου γιὰ νὰ τοὺς δείξει τὸ σωστὸ τρόπο χρήσης τοῦ δικοῦ τους ὀργάνου, τοῦ δικοῦ τους ὑλικοῦ; Αὐτὸ καὶ μόνο τὸ φαινόμενο, νομίζω πὼς ἀρκεῖ νὰ καταδείξει τὴ σχέση τῆς γλώσσας μὲ τὴν πολιτική, ποὺ εἶναι μιὰ σχέση ὑποτέλειας, σχέση ἐξάρτησης καὶ ἀλλοίωσης, ὅταν, ὡς λαὸς καὶ ὡς ἄτομα, μὲ δουλικὴ προθυμία ἢ ἔστω δουλικὴ ἀνοχή, ἐπιτρέπουμε στὸ νόμο, στὴν ἐξουσία καὶ στὸ κρἀτος νὰ εἰσδύσουν ὥς καὶ στὴν πιὸ κρυφὴ πτυχὴ τῆς ἀτομικότητάς μας, ὥς τὴ γραφή μας κι ὥς τὸν τρόπο γραφῆς μας.

Γρηγόρης Κ. Μασαλάς

Επειδή χρόνια ασχολούμαι με τη σωστή μεταφορά του γραπτού λόγου σε προφορικό και τη μετατροπή του σε λογικό και συναισθηματικό ήχο και με απασχολεί καθημερινά το πρόβλημα, τόσο στη Δραματική Σχολή, όσο και στο θέατρο, θα κάνω κάποιες ερωτήσεις στον κ. Σαββόπουλο, για να αποδείξω το αντίθετο απ᾿ αυτά που ισχυρίστηκε και θα χρησιμοποιήσω ίδιες λέξεις, με διαφορετική τονική φόρτιση.

Θα δανειστώ ένα στίχο του Σολωμού: «Τώρα που η Ξάστερη / νύχτα μονάχους / μας ήβρε απάντεχα...» Σ᾿ αυτό το κομμάτι από το ποίημα έχουμε μια λογική ενότητα. Ο πρώτος στίχος είναι μια τονική ενότητα, που αποτελείται από τις φωνητικές λέξεις: τώρα, και, πού η ξάστερη (μια φωνητική λέξη μπορεί να αποτελείται από μια ή και περισσότερες γραμματικές λέξεις). Η πρώτη φωνητική λέξη το «τώρα» έχει κάποια βαρύτητα στο στίχο προσδιοριστική μετά από το απόσπασμα «Τα δυο αδέρφια» και θα πρέπει να τονιστεί σημασιολογικά, αισθαντικά: Τώρα(!). Στη δεύτερη φωνητική λέξη που αποτελείται από τρεις γραμματικές λέξεις το: πού που οξύνεται, το: η, που δασύνεται και το: ξάστερη, που προπαροξύνεται, έχει δε, πέντε συλλαβές που-η-ξασ-τε-ρη, απ᾿ τις οποίες η μία ξάσ- έχει την εντονή και ακούγεται δυναμικότερα, εντονότερα, από τις άλλες τέσσερες, που ακούγονται το ίδιο, είτε είναι λέξεις με τόνο «πού» ή λέξεις με πνεύμα «ή» είτε συλλαβές άτονες -τε-ρη.

Ας πάρουμε τώρα μια άλλη φράση, καθημερινή, που νάχει τις λέξεις τώρα και πού (που χρησιμοποίησε κι ο κ. Σαββόπουλος); «πού θα πας τώρα». Οι φωνητικές λέξεις εδώ είναι τρεις το: πού, περισπώμενο, το: θα πας, με δυο λέξεις; η μία με οξεία και η άλλη με περισπωμένη και με την εντονή στην περισπωμένη, και το; τώρα, παροξύτονο.

Το τώρα στο στίχο του Σολωμού έγραψε κάποια ντεσιμπέλ(ια) και κάποιους χιλιόκυκλους· η ίδια λέξη με τον ίδιο γραμματικό τόνο στη δεύτερη φράση, που έχει τελείως διαφοροποιημένη, χρονική πάλι, σημασία θα γράψει οπωσδήποτε άλλο αριθμό ντεσιμπέλ(ια) και χιλιόκυκλους. Το ίδιο και με το: πού και ποῦ. Κατά την «ανακάλυψη» του κ. Σαββόπουλου το οξυνόμενο θάπρεπε να γράψει περισσότερα ντεσιμπελ(ια) από το περισπώμενο, κι όμως στην πράξη το οξυνόμενο θα γράψει όσα και μια άτονη συλλαβή ενώ το περισπώμενο θα γράψει πολύ περισσότερα.

Μια άλλη λέξη επαναλαμβανόμενη, με την ίδια σημασία και την ίδια τονική αξία (φωνητική και γραμματική) όχι όμως και συναισθηματικής φόρτισης, η λέξη κόρη, στο δημοτικό στίχο «κόρη σκύλα, κόρη άνομη, κόρη γεβεντισμένη», έχει μια επίταση στην επανάληψη και οπωσδήποτε αν και είναι η ίδια λέξη με τον ίδιο τόνο και την ίδια θέση (συνταχτική) θα σημειώσει στο μηχάνημα διαφορετικό αριθμό από ντεσιμπέλ(ια). Η συναισθηματική φόρτιση, η ψυχούλα δηλαδή, το διέλυσε το μηχάνημα με την τελειότητά του. Αν δε συγκριθεί με την κοινή έκφραση: «εσύ είσαι κόρη μου», θα βρούμε τεράστια διαφορά.

Μ᾿ αυτά τα παραδείγματα, νομίζω ότι και με το αυτί μονάχα, φάνηκε ότι η αξία η τονική στη Νεοελληνική γλώσσα, δεν εξαρτάται από το γραμματικό τόνο αλλά από τη σημασιολογική και συναισθηματική φόρτιση της λέξης, το νοηματικό και το συναισθηματικό κέντημα του λόγου, που είναι η στίξη και το συνταχτικό, κι εδώ θα πρέπει να σταθούμε κι όχι στο μονοτονικό και το πολυτονικό. Θα πρέπει να μάθουμε να μιλάμε τη γλώσσα μας με βάση το Ελληνικό συνταχτικό και να σκεφτόμαστε απ᾿ ευθείας σ᾿ αυτή.

Το μονοτονικό μπορεί να μπερδέψει κάποιον, που έμαθε γράμματα με το πολυτονικό στο γράψιμο και όχι στον προφορικό λόγο ή στο διάβασμα των μονοσύλλαβων λέξεων και τούτο γιατί καταργήσαμε τον τόνο από τα άρθρα, το τοπικό που και το τροπικό πως. Ειδικά με τις μονοσύλλαβες (του, της, το, τον, την, τους, τις) δεν τις αναγνωρίζεις με την πρώτη ματιά αν είναι άρθρο ή προσωπική αντωνυμία οπότε πρέπει να τονιστεί, ή κτητική αντωνυμία, που δεν πρέπει, το ίδιο γίνεται και με το αιτιολογικοαναφορικό που, που είναι άτονο και το τοπικό-ερωτηματικό, που θα πρέπει να τονιστεί, καθώς και με το πως το αιτιολογικό και το πως το τροπικό, που πρέπει να τονιστεί. Οι μονοσύλλαβες λέξεις που ανέφερα πριν, που έπαιρναν περισπωμένη θα πρέπει να τονιστούν για να ξεχωρίζουν από τις άτονες. Έβλεπα μια μέρα μια ταινία. Στους ὑπότιτλους βλέπω τη φράση «η μάνα του βρήκε δουλειά». Πώς να διαβάσω: «η μάνα του, βρήκε δουλειά», ή «η μάνα, του βρήκε δουλειά». Αν το του, το διαβάσω σαν κτητική αντωνυμία διαφοροποιείται ο χαρακτήρας του γιου και μετατίθεται η θέση ολόκληρου του έργου. Σ᾿ αυτό μόνο το σημείο θέλει προσοχή το μονοτονικό και λύνεται είτε τονίζοντας τα περισπώμενα, ή βάζοντας ενωτικό ανάμεσα στο όνομα και την κτητική αντωνυμία, ή κόμμα μετά τη αντωνυμία.

Το ζήτημα λοιπόν θα πρέπει να τοποθετηθεί στη σωστή εκφορά του λόγου κι όχι στην ορθογραφία. Όπως είπα και στην προηγούμενη παρέμβαση μου: ανάγκη να εισαχτεί το μάθημα της «Αγωγής του Λόγου» στα Σχολειά, όχι σαν ιδιαίτερο μάθημα αλλά σαν ὑποδειγματική ομιλία του δάσκαλου-καθηγητή. Για να επιτευχθεί όμως αυτό, θα πρέπει ο δάσκαλος πρώτα απ᾿ όλους να μάθει να μιλάει σωστά και να παιδευτεί στην Παιδαγωγική Ακαδημία ανάλογα, να μπει με άλλα λόγια το μάθημα της «Αγωγής του Λόγου» στις Ακαδημίες και να εκπαιδευτούν οι Δάσκαλοι στην εφαρμογή της γραμματικής και του συνταχτικού στον προφορικό λόγο, την ορθοφωνία, την απαγγελία και να μάθουν και μερικά στοιχεία γύρω από την ὑποκριτική τἐχνη.

Η «πρώτη ανάγνωση», στην πρώτη επαφή που θάρθει ο «νέος άνθρωπος» με το σχολειό, είναι καθοριστική για τη γλώσσα του παιδιού αλλά και για τη γλώσσα μελλοντικά. Εδώ λοιπόν δίνεται η μάχη και πρέπει να κερδιθεί, με τον παραδειγματισμό. Αν ο δάσκαλος έχει μάθει να μιλάει σωστά, αρθρωτικά, συναισθηματικά, ὑποβλητικά, μπορεί να κερδιθεί το παιχνίδι της γλώσσας κατά 80%.

Προέρχομαι από το δασκαλίκι και κρατιἐμαι, όπως όλοι οι δάσκαλοι, από επαρχία (με σφάλματα δηλαδή στη γλώσσα όχι μόνο ιδιωματικά αλλά και ορθοφωνικά). Σαν άρχισα να αντρώνουμαι, ντρεπόμουν να μιλήσω, γιατί ένιωθα πως δε μιλάω σωστά, (με όλα τα ψυχολογικά επακόλουθα) και έπρεπε να πάω στη Δραματική σχολή να χτυπηθώ τρία χρόνια με το δάσκαλό μου τον Πέλο τον Κατσέλη για να μάθω, αυτά που θάπρεπε να τάχω μάθει στο Δημοτικό και χρειάστηκαν εικοσιτρία χρόνια για να μπορέσω να χρησιμοποιήσω το λόγο όπως πρέπει και να χαρώ την ομορφιά της γλώσσας μας, γιατί είναι όμορφη, μα το ΝΑΙ. (Θυμάμαι όταν είμουν ὑπότροφος στο Λαικό Θέατρο της Σόφιας, με παρακαλούσαν οι Βούλγαροι συνάδελφοι να τους απαγγείλω για να χαρούνε τη μουσική της).

Γιατί να βασανίζονται οι νέοι άνθρωποι και να τους δημιουργούνται ένα σωρό προβλήματα, τη στιγμή που μπορούν να αποφευχτούν, αρκεί να ξέρει ο Δάσκαλος - καθηγητής να τους καθοδηγήσει· κι αύριο - μεθαύριο, μετά από μια γενιά θα ξέρει και η μάνα κι ο πατέρας, κι αργότερα κι ο παππούς με τη γιαγιά, ακόμα κι αυτοί που μιλάνε στα μέσα ενημέρωσης, στη Βουλή, στα Δικαστήρια, στη ρούγα... κι έτσι θα φτάσει η γλώσσα σ᾿ ένα επίπεδο άξιο για αφετηρία εξέλιξης.

Γραπτά κείμενα θα ὑπάρξουν κι ο καθένας είναι λεύτερος να γράψει όπως του καπνίσει, είτε μονοτονικά, είτε πολυτονικά, είτε άτονα —ορθογραφημένα ή ανορθόγραφα με στίξη ή χωρίς το πώς θα κατανοηθούν ευκολότερα έχει σημασία και το πώς θα αποδοθούν, πώς θα τονιστούν (από την προπαραλήγουσα και κάτω ο τόνος κι όχι πριν).

Κείμενα λοιπόν θα γραφτούν, μπορεί όχι πολλά και καλά, κι ας γράφουν όλοι οι ᾽Ελληνες, θα γραφτούν λιγότερα, ὑπάρχουν τόσα στη γλώσσα μας, που δεν πρόκειται να χαθεί ούτε να φθαρεί απ᾽ αυτή τη μεριά, αλλά από την κακή μεταχείρισή της κι από τη φτώχεια που ποικιλότροπα επιβάλλεται στη γλώσσα της νέας γενιάς, με την αδιαφορία γονιών και δασκάλων ακόμα και της πολιτείας (μέσα ενημέρωσης), με τις παρεμβολές —ελληνικά με ξενική σύνταξη— ξενόφερτες λέξεις —που δεν αφομοιώνονται πια—, από την ξενομανία των περισσότερων Ελλήνων. Θυμάμαι πριν ξεστρατήσω από το χωριό μου τους Χουλιαράδες (Γιάννινα), είχε γυρίσει κάποιος από το Στρατό· κάπου είχε ακούσει το: «merci» και τόλεγε σα ρήμα: σας μερσώ. Τότε το κορόϊδευα, αργότερα όμως κατάλαβα ότι εκείνος στην άγνοια του έκανε εθνικό έργο, εξελληνίζοντας τη λέξη, πράγμα που σήμερα δεν γίνεται, γιατί όλοι μας θέλουμε να επιδείξουμε τη γλωσσομάθειά μας και οι ξένες λέξεις επιβάλλονται και παραμένουν ατόφιες.

Φωνητικά και μόνο μπορεί να συντηρηθεί η γλώσσα μας, που όχι μόνο διατηρήθηκε αλλά και εξελίχτηκε σωστά κάπου 1700 χρόνια. Είναι κρίμα να την αφήσουμε να φθαρεί και σιγά σιγά να καταντήσει μουσειακή γλώσσα, ή γλώσσα του γραφείου και μόνο, των μελετητών.

Τώρα στο Σχολείο έχουν μπει αξιόλογα κείμενα. Ένα κακό διάβασμα σ᾿ ένα θαυμάσιο κείμενο μπορεί να απομακρύνει το παιδί από το βιβλίο, όπως ένα καλό διάβασμα σ᾿ ένα έστω και δευτερότερο κείμενο, μπορεί να το παρακινήσει για διάβασμα, πράγμα που δε γίνεται σήμερα. Όταν είμουν δάσκαλος διάβαζα στους μαθητές μου ποίηση και διηγήματα. Με βρίσκουν τώρα και μου λένε: «Σ᾿ ευχαριστούμε, Δάσκαλε, γιατί μας έφερες σ᾿ επαφή με τα κείμενα. Μας έμαθες να μιλάμε και να διαβάζουμε».

Το μόνο που δε φοβάμαι, μα την αλήθεια, είναι μη πάθει η γλώσσα από την κατάργηση της περισπωμένης, της βαρείας, της ψιλής και της δασείας.

Αλ. Κοτζιάς

Θέλω να ὑποβάλω μια παράκληση στον κ. Σαββόπουλο και κατόπιν μια ερώτηση. Αν ποτέ γίνουν αυτές οι μετρήσεις με τα μηχανήματα που μας ανέφερε στην ομιλία του, θα παρακαλέσω να μετρηθεί με τα ντεσιμπέλ το εξής σολωμικό: «του πατέρα σου όταν έρθεις δεν θα βρεις παρά τον τάφο / είμαι μηρός του και σου γράφω μέρα πρώτη του Μαγιού».

Και η ερώτηση: Πώς ο κ. Σαββόπουλος, με τόσο οξυμένη και ευαίσθητη ακοή εξακολουθεί και είναι ανορθόγραφος, όπως ο ίδιος ομολόγησε;

Ἀλ. Μουλακάκης

Ἀγαπητοὶ φίλοι, νομίζω ὅτι, ὅταν συζητᾶμε σοβαρὰ θέματα γιὰ τὴ γλῶσσα καὶ τὸ πάθος καὶ ἡ ἔνταση δικαιολογεῖται ἀλλὰ νομίζω ὅτι μπερδεύτηκαν δύο κόσμοι ἐδωπέρα. Ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ ὁ λόγος τοῦ ποιητῆ ποὺ μὲ φέρνει χιλιάδες χρόνια μακριὰ καὶ φαντάζομαι κάποιους ἄλλους ποιητὲς τὰ παλιὰ χρόνια, δημιουργούς, λυρικοὺς καὶ μή, νὰ ἀναζητοῦν τὶς λέξεις τους μὲ τὴν ἴδια ἀγάπη καὶ τὸν ἴδιο πόθο ποὺ ἐξετάζει ὁ ποιητὴς καὶ δημιουργός, ὁ Διονύσης ὁ Σαββόπουλος. Κι ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ βλέπω τὸν κ. Φόρη καὶ ἄλλους κυρίους νὰ ζητοῦν ἐπιστημονικὰ τεκμήρια γι᾿ αὐτὴν τὴν ποιητική, γι᾿ αὐτὴ τὴ δημιουργία. ῎Οχι κύριοι, εἶναι ἀνεπίτρεπτο· εἶναι ποιητὴς καὶ τὸν εὐχαριστοῦμε. Χωρὶς αὐτόν, μ᾿ ἐμᾶς μόνον, «ἡ νύχτα θὰ διαδεχόταν τὴ νύχτα». Καὶ μόνο γι᾿ αὐτὸ τὸ στίχο ἀξίζει νὰ τὸν εὐχαριστοῦμε θερμά. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ὅμως πραγματικὰ νιώθω ἀμήχανα καθὼς βλέπω ἀπέναντί μου τὸν Μπάμπη τὸν Δρακόπουλο, τὸ πρωὶ τὸν Λεωνίδα τὸν Κύρκο, τώρα τὸν Γραμματέα τοῦ ΚΚΕ ἐσωτ. τὸν Γιάννη Μπανιᾶ, μιὰ καὶ ξέρω ἀπὸ πηγές, ἀπὸ μαρτυρίες οἰκογενειακές, ἀπὸ φιλίες ποὺ δὲν διαιώνισα, πόσο ὑπέφεραν, στ᾿ ὄνομα τοῦ λογιωτατισμοῦ. Σκέφτομαι καὶ μπερδεύομαι καὶ λέω: Βρὲ Μουλακάκη μπὰς καὶ μπῆκες στὰ δίχτυα τῆς ἀντίδρασης; Μήπως δηλ. εἶσαι σὲ λάθος δρόμο; Πέρασα μιὰ τέτοια κρίση φίλοι· κλπ μοῦ ἔκοψαν τὴν καλημέρα, ἐπειδὴ ἀκριβῶς εἴπαμε νὰ διασώσουμε στὸ Λύκειο καὶ νὰ διδάξουμε στὸ Γυμνάσιο παράλληλα μὲ τὰ νέα ἑλληνικά, μὲ νέες μεθόδους τ᾿ ἀρχαῖα. Αὐτοὶ λοιπὸν οἱ παλιοὶ ἀγωνιστές, ποὺ σέβομαι προσωπικὰ καὶ τιμῶ, μὲ κάνουν καὶ σκέπτομαι πὼς κουβαλᾶν μέσα τους μιὰ ἱστορία κι ὅτι ἡ ἀριστερὰ σήμερα, καὶ τὸ ἄλλο ΚΚΕ καὶ τοῦ ἐσωτερικοῦ, ἔχει ἴσως μιὰ προκατάληψη γιὰ τὰ ἀρχαῖα Ἑλληνικά. Κι αὐτό, πιθανόν, ἐπειδὴ ἡ ἀντιδραστικὴ παράταξη ἐδῶ μονοπώλησε τὴν ἐθνικοφροσύνη κι ἔτσι συνετέλεσε ὥστε, γιὰ νὰ στηρίξει τὰ κούφια πόδια της νὰ πλαστογραφήση καὶ νὰ φωτίση μονόπλευρα τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ σκέψη. Παλιότερα δηλ. ἡ χρήση τῶν λέξεων ἀποτελοῦσε ἐπίδειξη ἰδεολογικῆς· ταυτότητας, λέγοντας γιὰ παράδειγμα: «τῆς δράσης» μποροῦσαν νὰ σοῦ κάνουν καὶ φάκελλο, ξεπεράστηκαν πιὰ αὐτά. Τὰ κόμματα νομιμοποιήθηκαν· ἂς ποῦμε καὶ «τῆς δράσης» ἀλλ᾿ ἂς μὴν ἐξορίσουμε τὸ «δράσεως», ἀρκετὲς ἐξορίες φάγανε οἱ ἄνθρωποι μὴν ἐξορίξουμε καὶ τὶς λέξεις. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ τώρα ἔχω νὰ κάνω μερικὲς παρατηρήσεις. Εἰλικρινὰ ὑποκλίνομαι μπροστὰ στὸ μεγαλεῖο τῆς εἰσήγησης τοῦ Μάριου τοῦ Πλωρίτη. Ὁ λόγος μου δὲν εἷναι δημαγωγικὸς οὔτε φορτίζω σκόπιμα συναισθηματικὰ τὴν κατάσταση γιὰ νὰ μπορέσει αὐτὸς νὰ γίνει ἀποδεκτός. Τὸν Μάριο Πλωρίτη τὸν σεβόμαστε χιλιάδες ἄνθρωποι καὶ χιλιάδες φιλόλογοι, φιλόλογοι τῆς δράσης καὶ τῆς ἕδρας γιὰ τὸ ὑπέροχο ἄρθρο ποὺ ἔγραφε πέρυσι τὸ Φλεβάρη γιὰ τὰ ἀρχαῖα Ἑλληνικά, «Κατάργηση, ἑνὸς μαθήματος ἢ κατάργηση μεγίστου μαθήματος». Σήμερα πάλι εἴδαμε καὶ τὴν ἄλλη του διάσταση ποὺ τὴ βλέπουμε στὸ γραπτὸ λόγο, ἀλλὰ εἴδαμε καὶ μιὰ ζεστῆ παρουσία, μιὰ ἀνθρώπινη χρήση τῆς γλώσσας.

Τὴν πολιτικὴ τὴ βλέπω ὡς πολίτης· ὡς πολίτης λοιπὸν δικαιοῦμαι νὰ πῶ ὅτι πραγματικὰ ἐκπλήσσομαι, παραδέχομαι καὶ θαυμάζω τὴν ὕψιστη προσπάθεια τοῦ καθηγητῆ Δ. Μαρωνίτη νὰ συνταιριάσει τὸν ἀγώνα του στὰ κλασικὰ γράμματα μὲ τὸν ἀγώνα του νὰ ὁρίσει τὸν διανοούμενο. Προσωπικὰ πιστεύω ὅτι σήμερα γιὰ ἕναν ποὺ ἔχει ἕδρα κλασικῆς φιλολογίας, παρακαλῶ μὴν παρεξηγηθῶ, ἡ ἐνασχόληση μὲ τὸν κλασικὸ λόγο καὶ τὴν ἑνιαία μορφὴ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας πρέπει νὰ εἶναι τὸ κύριο καθῆκον του ἀπέναντι στὴν πατρίδα καὶ τὴν Παιδεία. Ὁμολογῶ ὅμως ὅτι ἡ προσπάθεια ὁριοθέτησης τοῦ κοινωνικοῦ πλέον καὶ πολιτικοῦ φαινομένου «γλώσσα» σὲ σχέση μὲ τὰ κόμματα ποὺ ὑπάρχουν τώρα μὲ βρίσκει ἀπόλυτα σύμφωνο, ὁμολογῶ ὅμως ὅτι ἡ προσπάθεια δὲν πρέπει νὰ ἐξαντλεῖται ἐκεῖ. Ὁ χρόνος ἦταν λίγος ἀλλὰ νομίζω ὅτι δὲν μπορεῖ κανεὶς σοβαρὸς τῆς ἀριστερᾶς νὰ διαφωνήσει μὲ τὶς τοποθετήσεις τοῦ καθηγητῆ Δ. Μαρωνίτη. Ἐμένα πραγματικὰ πολὺ μὲ διαφώτισε.

Ὁ ποιητὴς τώρα ἀκολούθησε τὸν δικό του τρόπο, τοῦ ζητήσαμε νὰ μᾶς παρουσιάσει τὰ τεκμήρια τῆς ἐπιστημοσύνης, ὁ Γαβρόγλου τὸν ὁποῖο γνωρίζω ὡς Πανεπιστημιακὸ ἐξ ἀκοῆς. Κι ὡς ἕνα δραστήριο μέλος τοῦ Πολιτικοῦ Γραφείου ἔκανε μία κατὰ τὴν ἄποψή μου, τελείως παράτυπη παρατήρηση ὅτι θὰ ἔπρεπε νὰ προηγηθεῖ ἡ δήλωση ὅτι εἶναι ἐπιδείξεις. Ὁ ποιητὴς δημιουργεῖ. Ξεκινώντας τὴ δράση του δὲν ἤξερε τί θὰ πεῖ καὶ πῶς ἀκριβῶς θὰ γίνει. Εῖχε μερικὰ στοιχεῖα νὰ χρησιμοποιήσει. Δὲν προκατασκευάζει ὁ ποιητής. Οἱ ἐπιστήμονες καὶ οἱ δῆθεν ἐπιστήμονες ἔρχονται μὲ εἰσηγήσεις, μὲ κατανομὲς καὶ μὲ ἄλλες ἱστορίες. Τελειώνω μὲ τὴν περίπτωση τοῦ ἀγαπητοῦ φίλου, τοῦ Στέλιου τοῦ Ράμφου ποὺ βεβαίως γνωρίζω ὅτι στὴν εὐαισθησία πολλῶν λειτουργεῖ ὡς πρόκληση χριστιανομαρξισμὸς καὶ ἔτσι. Πρέπει ὅμως νὰ δοῦμε ἑνιαῖο τὸν ἑλληνικὸ λόγο, ἑνιαία τὴν πολιτιστική μας παράδοση. Δὲν φημίζομαι ἰδιαίτερα γιὰ τὶς χριστιανικές μου ἐπιδόσεις, ἀλλὰ θαρρῶ ὅτι ἡ ἀναφορὰ ποὺ κάνει στὴ ζωγραφικὴ καὶ στὴν ἁγιογραφία εἶναι κάτι ποὺ θὰ πρέπει πολὺ νὰ μᾶς προβληματίσει. Ἡ διαφορὰ ἀνατολικοῦ τρόπου καὶ δυτικοῦ εἶναι καὶ ἐμφανὴς καὶ σημαντική. ῍Ας προσχωρήσουμε γιὰ λίγο στὴ σκέψη του. ῍Ας κρίνουμε καὶ μετὰ ἂς τὴν ἀπορρίψουμε γιατὶ ἐπιτέλους Ἑλλάδα εἶναι καὶ ἡ ὑμνογραφία καὶ μὴν ξεχνᾶμε, μαρξιστὲς καὶ μή, ὅτι ὁ ὕμνος «τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια» ἀποτέλεσε τὸν ἐθνικὸ ὕμνο τοῦ ἑλληνισμοῦ γιὰ πολλὰ πολλὰ χρόνια.

Δευτερολογίες εἰσηγητῶν

Μάριος Πλωρίτης

Ο κ. Φωστιέρης, αν δεν κάνω λάθος, έμεινε έκπληκτος διαπιστώνοντας την επιβολή της κρατικής εξουσίας χάρη στην επιβολή του μονοτονικού. Ομολογώ πως εκπλήσσομαι κι εγώ, γιατί ο κ. Φωστιέρης διαπίστωσε την επιβολή που ασκεί η εξουσία, μόνο στο θέμα του μονοτονικού. Μα αυτό είναι ένα πασίγνωστο και πανάρχαιο φαινόμενο και, για μια φορά, στο θέμα της δημοτικής η επιβολή της εξουσίας ήταν «επί καλού». Το θέμα είναι να κριθεί αν το μονοτονικό ειναι καλό ή όχι, κι όχι να κρίνουμε αν η εξουσία επιβάλλει ή δεν επιβάλλει, αν καλώς το επέβαλε. Ήταν κι αυτό ένα αίτημα πολλών δεκαετιών, το θέμα είναι να κριθεῖ αν είναι σκόπιμο ή όχι το μονοτονικό. Και, οπωσδήποτε, δεν ήταν θέμα της σημερινής συνάντησης.

Στον κ. Λιάρο —που είπε πως η εξουσία ή οι ασκούντες την εξουσία, και οι ολοκληρωτισμοί ιδιαίτερα, χρησιμοποιούν τη γλώσσα— θυμίζω πως είπα κι εγώ το ίδιο, αλλά ούτε αυτό, βέβαια, είναι προς απορίαν. Πάντοτε —και δεν χρειάζονται μαίανδροι και δαίδαλοι για ν᾽ ανακαλύψουμε το ψαχνό του πράγματος— πάντοτε η εξουσία, άλλοτε περισσότερο, άλλοτε λιγότερο, άλλοτε ολοκληρωτικά, άλλοτε «δημοκρατικά», χρησιμοποιεί τη γλώσσα για να παρουσιάζει τα πράγματα, όπως εκείνη θέλει, ευφημίζοντας τις έννοιες και κάνοντας το μαύρο άσπρο ή, έστω, γκρι, αν είναι πολύ ασήκωτο το μαύρο. Τέλος, ο κ. Κιτσίκης έμεινε έκπληκτος για τον βερμπαλισμό του Α. Παπανδρέου. Ήθελα να του θυμίσω τον τρομοκρατικό βερμπαλισμό που κυριάρχησε επί δεκαετίες στην ελληνική πολιτική, μόνο που τότε φορούσε το ντύμα της καθαρεύουσας, και άρα ήταν ακόμα πιο ακατανόητος. Γιατί, λοιπόν, απορούμε για τον βερμπαλισμό, που είναι μια «παράδοση» της ελληνικής πολιτικής -και της πολιτικής γενικότερα;

Δ. Μαρωνίτης

Θ᾿ ἀρχίσω σχολιάζοντας τὴν εἰσήγηση ποὺ βρίσκω ὅτι, παρὰ τὴν ἐξαιρετικὴ γοητεία της, ἧταν ἴσως ἡ πλέον ἄστοχη ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ἀκουστεῖ σ᾿ αὐτὸν τὸν χῶρο, ὁ ὁποῖος δέχεται (ἐξ ὁρισμοῦ ἢ ἐξ ἐπιλογῆς) νὰ τ᾿ ἀκούει ὅλα. Ὁ Δ. Σαββόπουλος εῖπε ἕνα πολὺ γοητευτικὸ παραμύθι γιὰ τὸ θέμα τοῦ νεοελληνικοῦ τονισμοῦ, καὶ ρυθμοῦ. Ποιητὴς καὶ μουσικός, ἔχει δικαίωμα νὰ λέγει τὰ δικά του παραμύθια, ὅπως κι ἐμεῖς καμιὰ φορὰ λέμε τὰ δικά μας παραμύθια. Καλὸ εἶναι πάντως, ὅταν γίνεται συζήτηση μὲ βάση κάποιες ἔννοιες καὶ κάποιους συλλογισμούς, στὸ βαθμὸ ποὺ ἐλέγχονται κάποιες προτάσεις ὡς παραμυθικές, νὰ κρίνονται. Ὁ κ. Σαββόπουλος ἀγνόησε στὴν εἰσήγησή του μιὰ ριζικὴ διαφορά, ποὺ ὑπάρχει ἀνάμεσα στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ προσωδία καὶ στὸν νεοελληνικὸ τονισμό. Ὁ ἀρχαῖος ἑλληνικὸς λόγος βασιζόταν σὲ μουσικὸ τονισμὸ καὶ προσωδιακὸ ρυθμό, ποὺ δημιουργοῦνταν ἀπὸ τὴν ἐναλλαγὴ μακρῶν καὶ βραχέων. Αὐτὸ τὸ καθεστὼς τοῦ μουσικοῦ τονισμοῦ καὶ τῆς προσωδιακῆς ἐναλλαγῆς μακρῶν καὶ βραχειῶν συλλαβῶν στὴν ἱστορία τοῦ νέου ἑλληνισμοῦ ἔχει ὁριστικὰ λήξει καὶ δὲν ὑπάρχει, ὅσο ξέρω, οὔτε ἕνας γλωσσολόγος, ἢ ὁποιοσδήποτε μὲ στοιχειώδεις ἐπιστημονικὲς γνώσεις στὸν τομέα αὐτό, ποὺ νὰ τολμᾶ νὰ διατυπώσει μιὰ τέτοιου εἴδους πρόταση. ῾Επομένως ὅλη ἡ θεωρία περὶ μακρῶν καὶ βραχειῶν συλλαβῶν μὲ ο καὶ ω, μὲ ει καὶ ι ἐνδεχομένως βραχύ, εἶναι ἕνα πολὺ ὡραῖο παιχνίδι, ἂν θέλετε, ἀλλὰ δὲν ἔχει καμιὰ σχέση μὲ τὴν ἐπιστήμη τῆς γλώσσας.

Ὁ κ. Σαββόπουλος χρησιμοποίησε, γιὰ νὰ ὑποστηρίξει τὴν ὑπόθεσή του, τὴν γοητευτικὴ ὑπόθεσή του, παραδείγματα ἔμμετρου λόγου, ἀγνοώντας τὸ μέτρο τῶν στίχων ποὺ χρησιμοποίησε ὡς δείγματα, γιὰ νὰ μετρήσει τὶς αὐξομειώσεις τῆς ἔντασης ἢ τὴ χρονικὴ ἔκταση ποὺ μπορεῖ μία συλλαβὴ νὰ παίρνει μέσα σ᾿ ἕνα στίχο. Αὐτὰ ὄντως γίνονται στὸν στιχουργημένο λόγο, σαφέστατα ὅμως δἐν ἔχουν καμιὰ σχέση μὲ τὸ ἂν οἱ λέξεις σημαδεύονται μὲ μία τελεία στὴν τονισμένη τους συλλαβὴ ἢ καπελώνονται μὲ ψιλοδασεῖες ἢ μὲ ὁποιαδήποτε ἄλλα τονικὰ σημάδια. ῞Ολα αὐτὰ τὰ θέματα ἔχουν σχέση μὲ τὴ δυναμικοῦ τύπου ρυθμικὴ τοῦ στιχουργημένου λόγου, εἴτε πρόκειται γιὰ ἰαμβικὸ ρυθμό, εἴτε πρόκειται γιὰ τροχαϊκὸ — μελετημένα πράγματα, ὁποιοδήποτε ἐγχειρίδιο μετρικῆς, κάπως ἐπιστημονικό, τὰ λέγει αὐτὰ καὶ δὲν χρειάζεται νὰ ἐπανερχόμαστε ξανὰ γιὰ νὰ βγάζουμε νέες θεωρίες. (Παρένθεση. Προσωπικὰ δὲν γράφω μὲ εὐχαρίστηση μονοτονικό, ἐξακολουθῶ νὰ γράφω πολυτονικό, δὲν συμφωνῶ μὲ τὴν ἐκδοχὴ μονοτονικοῦ ποὺ ἔχει καθιερωθεῖ, ἀλλὰ γιὰ τὴ θεωρία τοῦ κ. Σαββόπουλου δὲν ἔχει ἀπολύτως καμιὰ σημασία, τὸ βεβαιώνω ὡς φιλόλογος, τὸ ἂν στὸν γραπτὸ λόγο χρησιμοποιοῦμε τὸ πολυτονικὸ ἢ τὸ μονοτονικὸ σύστημα, δεδομένου ὅτι, καὶ τὸ ἰσχυρὸ σήμερα μονοτονικὸ σύστημα, τὶς ὄντως τονισμένες στὸν προφορικὸ λόγο συλλαβὲς τὶς τονίζει. Καὶ αὐτὲς εἶναι ποὺ ἐνδιαφέρουν γιὰ τὴ ρυθμικὴ καὶ τὴ μουσικὴ ἐντύπωση ποὺ μᾶς δίνει μιὰ ἑλληνικὴ φράση.) ῞Οτι ὁ κ. Σαββόπουλος ἀρέσκεται σὲ ἕνα εἶδος ποιητικοῦ παραμυθιοῦ ἐλέγχεται καὶ ἀπὸ τὸ ἑξῆς γεγονὸς γιὰ νὰ μᾶς εὐχαριστήσει ἢ γιὰ νὰ μᾶς ἐντυπωσιάσει μᾶς ἔβαλε ν᾽ ἀκούσουμε πῶς τραγουδᾶ κάποιους στίχους ἡ Μπέλλου ἢ ἄλλοι τραγουδιστές· ἀναφέρθηκε καὶ στὸ δημοτικὸ τραγούδι καὶ φυσικὰ δὲν ἔλεγξε ὁ κ. Σαββόπουλος ἂν ἡ Μπέλλου ἢ ὁποιοσδήποτε λαϊκὸς τραγουδιστής, ὅταν ἀποφασίζει νὰ τραγουδήσει ἕνα τραγούδι, ἔχει ἀκριβὴ παράσταση τῆς γραπτῆς μορφῆς τοῦ τραγουδιοῦ αὐτοῦ; Εἶμαι ἀπολύτως βέβαιος (γιὰ τὸ δημοτικὸ τραγούδι δὲν τίθεται θέμα: ὅσοι τραγουδοῦσαν κάποτε δημοτικὰ τραγούδια, ὀρθογραφία, ἔτσι ὅπως τὴν ἤθελε ὁ κ. Σαββόπουλος, καὶ μάλιστα μὲ τὴ γυναῖκα περισπωμένη, εὐτυχῶς δὲν ἤξεραν). ᾽Αλλὰ εἶμαι ἐπίσης βέβαιος, ὅτι ἂν ἐρωτηθεῖ ἡ Μπέλλου γιὰ τὴν ἔξοχη αὐτὴ τραγουδιστικὴ ἐκφορὰ τοῦ στίχου, πῶς γράφονται οἱ λέξεις, τὶς ὁποῖες τραγουδᾶ, ἂν παίρνουν ψιλὴ — δασεία, ψιλὴ — ὀξεία, περισπωμένη ἢ ὀξεία ἢ βαρεία, εἶμαι βἐβαιος ὅτι θ᾿ ἀποδειχθεῖ ὅτι ἡ Σωτηρία Μπέλλου δὲν ξέρει τὸν ἀκριβὴ τόνο αὐτῶν τῶν λέξεων, ὅπως κατὰ κανόνα δὲν τὸν ξέρουν καὶ οἱ περισσότεροι ῞Ελληνες. Ἡ Σ. Μπέλλου εἶναι τραγουδίστρια τῆς στάθμης ποὺ εἶναι, πιθανὸν κοντὰ στὰ ἄλλα, γιατὶ δὲν ἐπιμένει τόσο πολὺ καὶ στὶς διαφορὲς ἑνὸς ἄχρηστου ἀναμφισβήτητα τονικοῦ συστήματος, ἄλλο ἐὰν ἐπρεπε αὐτὸ ἀποτόμως νὰ καταργηθεῖ καὶ ἄλλο ἂν ἔπρεπε νὰ καταργηθεῖ ὅπως καταργήθηκε. ᾽Εδῶ τελειώνουν οἱ διαφωνίες μου μὲ τὸ γοητευτικὸ παραμύθι τοῦ κ. Σαββόπουλου, μὲ τὸ ὁποῖο κατὰ περιεχόμενο, ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς φιλολογικῆς ἐπιστήμης, διαφωνῶ ριζικῶς. Φοβοῦμαι ὅτι αὐτὸ ποὺ μᾶς ἔδωσε ὁ κ. Σαββόπουλος, πέρα ἀπὸ τὴ γοητεία του, ἀποτελεῖ ἐπιστημονικοφανὴ φάρσα.

῾Ο κ. Μπαμπινιώτης μὲ κατηγόρησε ὅτι, παρὰ τὴν προσδοκία ποὺ ἔχουν δημιουργήσει προηγούμενα δημοσιεύματά μου, πάντα κατὰ τὴν ἐκτίμηση τὴ δική του, πολιτικοποίησα ἕνα πρόβλημα, ἐνῶ δὲν ἔπρεπε νὰ τὸ πολιτικοποιήσω. ᾽Εκεῖνο ποὺ ἔκανα μὲ τὴν εἰσήγησή μου, ἂν μπορῶ νὰ ἐλέγξω τί ἔκανα, καὶ προπαντὸς τί ἔχω γράψει (κι εὐτυχῶς εἶναι γραμμένο αὐτὸ ποὺ εἶπα, γιατὶ καθ᾿ ὁδὸν ξεπαρθενεύτηκε, καθὼς μεταφραζόταν ἀπὸ ὅσους εἶχαν νὰ προβάλουν ἀντιρρήσεις στὴν εἰσήγησή μου· σέβομαι τὶς ἀντιρρήσεις, ἀλλὰ τὸ κείμενο ὑπάρχει καὶ μπορεῖ νὰ ἐλεγχθεῖ τί ἀκριβῶς εἶπα). Αὐτὸ λοιπὸν ποὺ θέλω νὰ πῶ στὸ συνάδελφο κ. Μπαμπινιώτη εἶναι ὅτι πιστεύω πὼς τὸ γλωσσικὸ ζήτημα στὸ παρελθὸν καὶ τὸ γλωσσικὸ πρόβλημα σήμερα ἀναμφισβήτητα εἶχε καὶ ἔχει τὴν πολιτικὴ καὶ ἰδεολογική του διάσταση καὶ θέλησα αὐτὴ τὴ διάσταση νὰ μὴν τὴ διαγράψω. ᾽Ακριβῶς ἐπειδὴ ὑπῆρξε καὶ ὑπάρχει κατὰ κόρον αὐτὴ τὴν ἐποχὴ ἡ τάση νὰ διαγραφοῦν οἱ πολιτικοὶ παράμετροι, ποὺ εἶναι σὲ βαθμὸ καθοριστικὸ δεῖχτες τῆς γλωσσικῆς μας συμπεριφορᾶς, εἴτε τοὺς ὁμολογοῦμε εἴτε ὄχι. ᾽Επίσης εἶπα καὶ κάποια πρόσθετα πράγματα, ποὺ προφανῶς δὲν τὰ πρόσεξε ὁ κ. Μπαμπινιώτης. Εἶπα ὅτι ἡ γλωσσικὴ κρίση τοῦ παρόντος σχετίζεται μὲ τὴν ἄνοδο τῆς δημοτικῆς γλώσσας στὴν ἐξουσία, φαινόμενο ποὺ συνέβη γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἱστορία τοῦ νέου ἑλληνισμοῦ, καὶ ὑπογράμμισα ὅτι αὐτὸ ἔχει καὶ θετικὲς ἀλλὰ καὶ ἀναμφισβήτητες ἀρνητικὲς συνέπειες, κυρίως γιὰ τὸ παραδοσιακό, ὅπως θὰ ἔλεγε ὁ κ. Ράμφος, ἧθος τῆς δημοτικῆς γλώσσας. Μ᾿ ἐνδιαφέρει λοιπὸν νὰ δῶ τί γίνεται ἀφ᾿ ἦς στιγμῆς ἡ δημοτικὴ γλώσσα ἔγινε γλώσσα τῆς ἐξουσίας, ὅπως καὶ μ᾽ ἐνδιαφέρει νὰ δῶ, οἱ διαμαρτυρίες οἱ ὁποῖες σήμερα διατυπώνονται γιὰ τὴ γλωσσική μας συμπεριφορά, πῶς κατανέμονται, ὅταν τὶς δεῖ κανεὶς μὲ τὰ ὑπονοούμενά τους.

Ὁ κ. Μπαμπινιώτης δὲν θέλει προφανῶς νὰ μιλήσουμε γιὰ τὰ ὑπονοούμενα αὐτά. ᾽Εγὼ ὅμως θέλω νὰ μιλήσουμε. ᾽Εγῶ δὲν θεωρῶ ὅτι τὰ πολιτικὰ καὶ τὰ ἰδεολογικὰ συμφραζόμενα ἐξαντλοῦν τὸ θέμα τῆς γλωσσικῆς κρίσης, καὶ στὴν εἰσήγησή μου ἐτόνισα κάποια κοινὰ ἐρεθίσματα, ποὺ δικαιολογοῦν τὴν κοινὴ δυσφορία γιὰ τὴ σημερινὴ γλωσσικὴ κρίση. Καὶ καταχρηστικά, χρησιμοποιώντας τὸ λεξιλόγιο τῶν μαθηματικῶν, μίλησα γιὰ κλάσματα τοῦ προβλήματος. Ἀπαντῶ λοιπὸν στὸν κ. Μπαμπινιώτη, ὅτι θεωρῶ πὼς οἱ πολιτικοὶ καὶ οἱ ἰδεολογικοὶ παράγοντες διαφοροποιοῦν τὴ γλωσσικὴ συμπεριφορὰ τῶν κοινωνικῶν ὁμάδων καὶ ὅτι ἀναμφισβήτητα ὑπάρχει ἕνας κοινὸς παρονομαστὴς μὲ τὸν ὁποῖο μποροῦν νὰ συγκρίνονται αὐτὰ τὰ κλάσματα γιὰ τὰ ὁποῖα μιλῶ. ῞Οποιος θὰ ἤθελε νὰ βγάλουμε ἕνα καὶ μόνο κλάσμα γιὰ τὴ σημερινὴ γλωσσικὴ κρίση, μὲ ἀριθμητὴ καὶ παρονομαστὴ πανομοιότυπο, νομίζω ἢ ὅτι συμφέρον έχει νὰ ἀποκρύπτει ἱστορικὰ καὶ πολιτικὰ δεδομένα, ἤ τὸ κάνει ἀπὸ ἕνα εἶδος προκατάληψης, ἡ ὁποία καὶ αὐτὴ θὰ πρέπει νὰ ἐρευνηθεῖ. Θὰ πρέπει νὰ συμπληρώσω κάτι ποὺ τὸ εἶπα, ἀλλὰ φαίνεται ὅτι έφυγε ἀπὸ τὸ τραπέζι δίχως νὰ εἰσπραχθεῖ, τουλάχιστον ἀπὸ ὅσους διατύπωσαν ἀπορίες ἢ καὶ ἔντονες ἀντιρρήσεις γιὰ τὶς προτάσεις μου. Ὁ στόχος τῆς πρότασής μου ἦταν ὁ ἑξῆς: τὸ γλωσσικὸ ζήτημα στὸ παρελθόν, τὸ γλωσσικὸ πρόβλημα στὸ παρόν, συνοψίζονται τουλάχιστον καὶ ἀπὸ πολιτικὲς καὶ ἰδεολογικὲς παραμὲτρους. Ἡ πρότασή μου ὅμως εἶχε κι ἕνα δεύτερο σκέλος· ὅτι τὸ ἰδεολογικὸ καὶ πολιτικὸ φορτίο, ποὺ ἐπιβάλλεται σήμερα στὴ δημοτικὴ γλώσσα, εἶναι κατὰ κανόνα ξεπερασμένο καὶ ἀδρανές, κι ὅτι, ἂν θέλουμε ὄντως νὰ προχωρήσουμε μὲ τὸ θέμα τῆς δημοτικῆς γλώσσας, πρέπει νὰ ἐλέγξουμε τὸν ἰδεολογικό μας καὶ πολιτικό μας προβληματισμὸ γύρω ἀπὸ τὴ γλώσσα αὐτή, καὶ ἐτόνισα ὅτι οὔτε ὁ προβληματισμὸς τοῦ ΚΚΕ μοῦ φαίνεται ὅτι εἶναι συγχρονισμένος σήμερα, οὔτε ὁ προβληματισμὸς ὁ σχετικὸς τοῦ ΠΑΣΟΚ, φυσικὰ δὲν μοῦ φαίνεται συγχρονισμένος ὁ προβληματισμὸς τῆς Ν.Δ., ἀλλὰ εἶχα τὴ γενναιότητα νὰ πῶς στὸ τέλος ὅτι δὲν μοῦ φαίνεται συγχρονισμένος ὁ προβληματισμὸς τοῦ ΚΚΕ εσωτ. Αὐτὸ ἦταν τὸ σύνολο τῆς πρότασής μου, καὶ παρακαλῶ νὰ μὴν παρανοοῦνται πράγματα γιὰ τὰ ὁποῖα προσπάθησα τουλάχιστον νὰ εἶμαι σαφής.

Ἐν συνεχείᾳ μόνον πλαγίως ἀναφέρομαι στὸν κ. Ζουράρι, πού, ὅσο μπόρεσα νὰ τὸν καταλάβω, ἡ πρότασή του ἦταν μία: πρὸς Θεοῦ μὴ διασπάσουμε τὴν ἑνότητα τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, πρὸς Θεοῦ μὴ διασπάσουμε τὴν ἑνότητα τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ. Τὸ πρόβλημα τὸ ἔχει θίξει μὶ λαμπρὸ τρόπο ὁ Δημήτριος Καταρτζῆς, τὸν παραπέμπω τὸν κύριο Ζουράρι νὰ διαβάσει ἕνα προψυχαρικὸ κείμενο γιὰ νὰ διαφωτισθεῖ: τὸ «Μανιφέστο τῆς ρωμαίικης γλώσσας». Γενικότερα, ἀπὸ τὴν κοινωνική μου πιὰ θέση, πληροφορῶ τὸν κ. Ζουράρι ὅτι ἐγώ, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ δὲν δέχομαι νὰ χρησιμοποιεῖται ἡ λέξη ἑλληνικὸς λαὸς ἀδιακρίτως, σὰν ἀδιαίρετη πραγματικότητα καὶ ἔννοια, δὲν δέχομαι νὰ χρησιμοποιεῖται καὶ ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα ἀδιακρίτως, σὰν ἀδιαίρετη κατηγορία καὶ ἔννοια. Τί διαιρέσεις θὰ κάνουμε καὶ τί κοινὸ ὑπόλοιπο θὰ βγεῖ, εἶναι μιὰ ἄλλη ἱστορία, ἱστορία ἔρευνας, ποὺ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ γίνει, βέβαια, μέσα σ᾿ ἕνα γήπεδο, ὅπως τὸ κάνουμε αὐτὴ τὴ στιγμή, καὶ δὲν θέλω κανέναν νὰ προσβάλω, μήτε τοὺς ὀργανωτές, μήτε τὸν ἑαυτό μου, μήτε τὸ προθυμότατο καὶ πάρα πολὺ συγκινητικὸ ἀκροατήριο.

Κάποιος ὁμιλητὴς μὲ κατηγόρησε ὅτι ἔκανα ἕνα ἱστορικὸ λάθος· ὅτι εῖπα πὼς ἡ Ν.Δ. καθιέρωσε τὴ δημοτικὴ στὴν ἐκπαίδευση, τὸ ΠΑΣΟΚ τὴν κσθιέρωαε ὡς γλώσσα ἐξουσίας καὶ διοίκησης. Τὰ πράγματα κατὰ τὴ γνώμη μου ἔχουν πράγματι ἔτσι. ῾Ο τότε ὑπουργὸς Παιδείας κ. Ράλλης καθιέρωσε καὶ ἐπέβαλε τὴ δημοτικὴ γλώσσα ὡς γλώσσα τῆς ἐκπαίδευσης καὶ ὑποσχέθηκε τὴν προέκτασή της στὴ διοίκηση.

Ἐξάλλου ἔγινε ἢ χρησιμοποιήθηκε μ᾿ ἕναν τρόπο, κατὰ τὴν κρίση μου δημαγωγικό, ἡ διάκριση μεταξὺ ἑλληνικοῦ καὶ λατινικοῦ ἀλφαβήτου, κι αὐτὸ ὡς ἕνας νέος ἐφιάλτης ποὺ μᾶς ἀπειλεῖ. ῎Ισως, γιὰ τὸ φαιδρὸ τοῦ πράγματος, θὰ πρέπει νὰ ξαναθυμίσουμε ὅτι τὸ λεγόμενο λατινικὸ ἀλφάβητο, μὲ τὸ ὁποῖο ἐκφράζονται οἱ εὐρωπαϊκὲς γλῶσσες καὶ μερικὲς μὴ εὐρωπαϊκὲς γλῶσσες σήμερα, εἶναι ἑλληνικὸ καὶ αὐτό· δὲν εἶναι λοιπὸν ἀπὸ τὴν κόλαση φερμένο στὸν δικό μας ἑλληνορθόδοξο παράδεισο, ὅπως θέλουμε νὰ φανταζόμαστε.

Κάποιος νέος ἄνθρωπος, συμπαθέστατος κατὰ τὰ ἄλλα, μίλησε γιὰ περιπέτεια τοῦ νοήματος, ποὺ εἶναι καὶ τὸ κεντρικὸ πρόβλημα τῆς σημερινῆς μας γλωσσικῆς συμπεριφορᾶς καὶ τῆς σημερινῆς μας γλωσσικῆς κρίσης. Θὰ μοῦ ἐπιτραπεῖ νὰ πῶ ὅτι τέτοιου εἴδους αἰσθηματικὲς δραματοποιήσεις πραγματικῶν προβλημάτων ἁπλῶς μᾶς ἀπαλλάσσουν ἀπὸ τὸν μόχθο νὰ βροῦμε τί πραγματικὰ ὑπόκειται στὸ πρόβλημα καὶ στὰ μέρη τοῦ προβλήματος ποὺ μᾶς ἀπασχολοῦν. Τὸ νὰ ποῦμε ὅτι σήμερα ἡ περιπέτεια ποὺ ζοῦμε εἶναι περιπέτεια νοήματος, εἶναι μιὰ ὡραία φράση ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ χρησιμεύσει ὡς ἐρευνητικὸ κλειδί, οὔτε μπορεῖ νὰ ἀντικαταστήσει ὁποιαδήποτε ἄλλη μέθοδο ἢ καὶ ἀπόπειρα μεθόδου ποὺ προηγουμένως προτάθηκε ἀπὸ τὸν ἕναν ἢ τὸν ἄλλο εἰσηγητή.

Δὲν ἀσχολήθηκα καθόλου μὲ τὴν πρόταση τοῦ κ. Ράμφου γιὰ ἕνα λόγο· πιστεύω ὅ,τι σχόλιο εἶχα νὰ κάνω γιὰ τὴν πρόταση τὴ δική του, ἐμπεριέχεται μέσα στὴν εἰσήγησή μου σὲ μία εἰδικὴ παράγραφο, ἡ ὁποία, ἐφόσον ἀκούστηκε, ἀποτελεῖ καὶ ἀπάντηση ποὺ δείχνει ἂν συμφωνῶ ἢ ἂν διαφωνῶ μαζί του. Γιατὶ διαφωνῶ, ὄντως διαφωνῶ.

Διονύσης Σαββόπουλος

Ἀπαντῶ στὸν κ. Φόρη πρῶτα. Ἡ μουσικὴ δὲν εἶναι στὴ λέξη, ἡ μουσικὴ εἶναι στὴ λέξη σὲ σχέση μὲ τὸ «ἄλλο» της, σὲ σχέση μὲ τὶ προηγεῖται καὶ τὶ ἕπεται. Τὸ θέμα δὲν εἶναι τὸ «ὅμως» καὶ ὁ «ὦμος» ξεκομμένα. Ψιθυρίστε τὴ φράση «μὲ πονάει ὁ ὦμος μου ὅμως» καὶ θὰ καταλάβετε ἀμέσως τὴ διαφορά. ῍Η πεῖτε «δὲν πρόλαβε νὰ μάθει κἂν τὸ ἐπ᾿ ὥμου». ῞Ομως ἔρχεσθε νὰ παραβιάσετε, ἀνοιχτὲς θύρες ἐγὼ μόνος μου ἔφερα τὸ παράδειγμα τοῦ «ἀκριβός» ὡς ἐπίθετο καὶ τοῦ «ἀκριβῶς» ὡς ἐπίρρημα καὶ εῖπα ὅτι ἀκουστικὰ δὲν παρουσιάζουν καμιὰ διαφορά. Οὔτε τὸ διάγραμμα τῶν λέξεων τὸ ἔφερα ἐδῶ ὡς ἀπόδειξη. Τὸ εῖπα κι αὐτό· ἔφερα ἁπλῶς τὰ «παιχνίδια» μου ἀπὸ τὸ στούντιο γιὰ νὰ μπορέσω νὰ στήσω καλύτερα τὴν ἔκφρασή μου· ἔκφραση ἦρθα νὰ ἐπιτύχω καὶ ὄχι νὰ σᾶς ἀποστομώσω. Τὸ θέμα κ. Φόρη εἶναι ἀλλοῦ· εἶναι στὸ ὅτι ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα ἔχει κυρίως βάση μουσικοποιητική, εἶναι δηλ. μία γλώσσα καθολικῆς ἐκφράσεως καὶ ὄχι μιὰ γλώσσα μετάδοσης πληροφοριῶν. Μ᾿ αὐτὴ τὴ μουσικοποιητικὴ βάση τῆς γλώσσας ἔχουνε ἄμεση σχέση οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα καὶ γι᾿ αὐτὸ τὸ λόγο ἀκριβῶς τὰ ὑπερασπίζομαι.

Τὸ ἴδιο πρᾶγμα ἔχω νὰ πῶ στὸ φίλο κ. Γαβρόγλου. Δὲν σκέφθηκα ποτὲ ὅτι ἐδῶ εἶναι ἐπιστημονικὸ συνέδριο, ἐξάλλου δὲν θὰ εἶχα θέση σ᾿ ἕνα ἐπιστημονικὸ συνέδριο ἐγώ. Ἐπαναλαμβάνω ὅτι ἔφερα ὁρισμένες δοκιμὲς ἀπὸ τὸ στούντιο, γιὰ νὰ ἐκφράσω λαχτάρα ψυχῆς, μόνο γι᾿ αὐτὸ τὸ λόγο καὶ γιὰ κανέναν ἄλλο.

Ὁ κ. Μπελεζίνης ἔχει ὡραιότατη φωνή. Πραγματοποίησε ἕνα θαυμάσιο θέατρο τοῦ λόγου ἀπὸ ἀπόψεως τονισμοῦ καὶ ἐκφορᾶς, ὥστε ἐλπίζω κάποτε νὰ συνεργαστοῦμε, κι ἂς μὴν συμφωνοῦμε.

Ὁ κ. Μασαλᾶς... Μὲ συγχωρεῖτε κ. Μασαλᾶ τὰ λέτε ἐπίσης πολὺ ὡραῖα. Χρησιμοποιήσατε διάφορα παραδείγματα μὲ τὰ ὁποῖα συμφωνῶ καὶ σᾶς εὐχαριστῶ γι᾿ αὐτό. ῞Ομως ἐὰν εἴχαμε καιρὸ καὶ γυρίζαμε τὸ μαγνητόφωνο... ὅταν μιλάγατε, δὲν φαντάζεστε τὶ ψιλὲς ὀξεῖες εἴπατε, τὶ ὡμέγα ἀποδώσατε, τὶ ἔψιλον. Καταπληκτικὸς εἴσασταν. Ἀλλὰ σᾶς εὐχαριστῶ θερμὰ διότι πραγματικὰ μιὰ παρατήρησή σας μοῦ δίνει τὴν εὐκαιρία νὰ κάνω μίαν ἐξήγηση τὴν ὁποία δὲν πρόσεξα στὴν εἰσήγησή μου, δηλ. εἴπατε ὅτι ὁ τονισμὸς ἔχει σχέση μὲ τὴν ἔμφαση καὶ ἐπίσης μὲ τὰ αἰσθήματα. ῎Εχετε ἀπόλυτο δίκιο. Οἱ τόνοι τοὺς ὁποίους προσπαθῶ ἀδέξια ἐδῶ νὰ ὑπερασπισθῶ δὲν εἶναι ἀπόλυτοι καὶ ὑποχρεωτικοί. Θὰ εἴμαστε τότε μία θλιβερὴ καὶ μονότονη χορωδία ποὺ θὰ ἔλεγε συνεχῶς τὸ ἴδιο πράγμα. Οἱ τόνοι εἶναι ἕνα εἶδος παρτιτούρας, εἶναι ὅπως στὴ μουσική. Μιὰ ὀρχήστρα δὲν παίζει μόνον ὅ,τι βλέπει, γιατὶ ἂν ἔπαιζε μόνον ὅ,τι βλέπει, δὲν θὰ ὑπῆρχαν διαφορετικὲς ἐκτελέσεις, δὲν θὰ ὑπῆρχαν μαέστροι, δεξιοτέχνες, τραγουδιστές, οὔτε Κάλας, οὔτε τίποτε. Λοιπόν, ὑπάρχει ἀσφαλῶς ἐλευθερία καὶ ὁ κάθε ἄνθρωπος ἔχει τὴ δική του « μουσική», τὸ δικό του τρόπο νὰ μιλάει. Καὶ ἀνάλογα μὲ τὴ στιγμὴ κι ἀνάλογα μὲ τὸ τὶ θέλει νὰ τονίσει, ποῦ θέλει νὰ δώσει ἔμφαση, μπορεῖ νὰ ἀλλάξει τὸν τονισμό. Δὲν εἶναι ἀπόλυτο ὅτι ὅταν ἔχουμε ψιλὴ ὀξεία θὰ ἔχουμε καὶ ψηλότερο ἦχο. Λέμε π.χ. «ἔλα τώρα» καὶ τὸ ἔλα παίρνει ψιλὴ ὀξεία κι ἀκούγεται πιὸ πάνω· ἀλλὰ μποροῦμε νὰ ποῦμε καὶ «ἕλα τώρα». Αὐτὸ ὅμως δὲν σημαίνει ὅτι ἡ παρτιτούρα δὲν χρειάζεται. Ἡ παρτιτούρα εἶναι ὁ μέσος ὅρος. Τὸ πολυτονικὸ σύστημα εἶναι ὁ μέσος ὅρος, εἶναι ἕνα εἶδος παρτιτούρας καὶ μᾶς βοηθάει πάρα πολὺ νὰ συνεννοούμαστε καὶ νὰ εἴμαστε ἀκριβέστεροι.

Ὁ κ. Κοτζιᾶς ἐπίσης ἀπήγγειλε μερικοὺς στίχους τοῦ Σολωμοῦ, τοὺς ὁποίους δὲν συγκράτησα, ἀλλὰ ἡ ψιλὴ ὀξεῖα ἦταν ὁ ἰσχυρότερος φθόγγος. Αὐτὸ τὸ συγκράτησα. Ρώτησε, ἀφοῦ ἔχω καλὸ αὐτὶ καὶ τὰ ἀκούω ὅλα πῶς εῖμαι ἀνορθόγραφος. Ξέρετε, μετάνοιωσα. Κι ὁ λόγος εἶναι τὸ αὐτί μου, τὸ λιγότερο ράθυμο μέρος τοῦ σώματός μου.

Καθηγητὰ Μαρωνίτη, ἂν εἶναι ἀλήθεια ὅτι σᾶς ἄφησα μία συμπαθητικὴ ἐντύπωση μέσα σας, δὲν εἶναι σωστὸ νὰ πολεμᾶτε μέσα σας αὐτὴ τὴ συμπαθητικὴ ἐντύπωση. Μοῦ εἴπατε πὼς ὅ,τι εἶπα δὲν ἔχει σχέση μὲ τὴν ἐπιστήμη τῆς γλώσσας. Πράγματι, ἀλλὰ ξέρετε γιατί δὲν ἔχει σχέση; Διότι τὸ ἀντικείμενό μου, ἡ γλώσσα, προϋπάρχει τῆς ἐπιστήμης. Μὲ τὸ δικαίωμα αὐτὸ μιλῶ. Οἱ λαϊκοὶ τραγουδιστὲς δὲν χρειάζεται διόλου νὰ ξέρουν ὀρθογραφία ἢ νὰ ξέρουν ποῦ παίρνει ψιλὴ ὀξεία, διότι ἀποδίδουν αὐτὰ τὰ πράγματα, τραγουδοῦν μᾶλλον ὅπως τραγουδοῦν βάσει προφορικῆς παραδόσεως κι αὐτὸ ἦταν τὸ θέμα μου, ὅτι τὰ ἑλληνικὰ εἶναι τραγούδι. Δηλ. πρῶτα εἶναι τραγούδι καὶ μετὰ ἔρχεται ἡ γραμματική. Ἐπειδὴ ἡ Σωτηρία Μπέλου ἢ ἡ ὁποιαδήποτε συνάδελφός της πρὶν ἀπὸ χίλια χρόνια τραγουδοῦσε ἔτσι, γι᾿ αὐτὸ μετὰ τὸ γράφανε μὲ αι ἢ μὲ ω καὶ τοῦ βάζανε ὀξεία ἢ περισπωμένη.

[Ἐνῶ ἔβλεπα τὶς διορθώσεις, πέφτουν στὰ χέρια μου τὰ «Εὑρισκόμενα Δημητρίου Καταρτζῆ» (ἐκδ. Ἑρμῆς). Νά τί γράφει στὰ 1788-1793 ὁ ἀρχηγὸς τοῦ ἑλληνικοῦ διαφωτισμοῦ, γιὰ τοὺς τόνους. (Γραμματικὴ τῆς ρωμαίικιας, σελ. 249) «Οἱ τόν᾿ εἶν᾿ ἕνα τέντωμα τῆς συλλαβῆς κατὰ τὸ ὕψος τῆς φωνῆς της». Καὶ παρακάτω «ἤγουν ἐκεῖ πού ᾽ναι τὸ τέντωμα δυνατό, ἡ ὀξεῖα, ἐκεῖ ᾽που ᾽ναι μαλακό, ἡ βαρεῖα, ἐκεῖ ᾽που ᾽ναι μεσηό, ἡ περισπωμένη».

Ἐντυπωσιακὸ νομίζω. Νά λοιπὸν ποὺ οἱ ἰσχυρισμοί μου δὲν εἶναι καὶ τόσο καινοφανεῖς κι ἀνυπόστατοι, ὅπως συχνὰ κατηγοροῦμαι. Κατ᾿ ἐμὲ βέβαια, ὑπάρχουν κι ἄλλα δύο «τεντώματα κατὰ τὸ ὕψος τῆς φωνῆς» ποὺ συμβολίζονται ἀπ᾿ τοὺς συνδυασμοὺς πνεύματος-περισπωμένης καὶ πνεύματος-ὀξείας, ποὺ γι᾿ αὐτὰ δὲν λέει τίποτε ὁ Καταρτζής. Πάντως ἕνα εἶναι τὸ σίγουρο· αὐτὸ ποὺ στὴν εἰσήγησή μου ειναι ὑποψία, ἔκπληξη κι ἐλπίδα, στὸν Καταρτζὴ ειναι βεβαιότητα καὶ κανόνας ἀπαραίτητος.]

Στέλιος Ράμφος

Τὸ τρίτο μέρος τῆς ἡμερίδος εἶχε θέμα «Γλῶσσα καὶ πολιτικὴ - Γλῶσσα καὶ πολιτισμός». Οἱ δύο πρῶτοι ὁμιληταὶ ἀσχολήθηκαν μὲ τὸ πρῶτο ἥμισυ «Γλῶσσα καὶ πολιτική», οἱ δὺο δεύτεροι μὲ τὸ «Γλῶσσα καὶ Πολιτισμός». Ἑπομένως ἐκεῖνο ποὺ μᾶς ἐνδιέφερε δὲν ἦταν νὰ ἀσχοληθοῦμε μὲ τὸ γλωσσικὸ στὴν ἱστορία του ἢ στὶς περιπέτειές του, ἀλλὰ μὲ τὴν θέση καὶ τὴν δυναμικὴ μιᾶς γλώσσας σήμερα, ποὺ βρίσκεται καὶ ἀναπτύσσεται ἐτούτη τὴν ὥρα, σ᾿ αὐτὸ τὸν χῶρο. Θὰ ἤθελα νὰ μιλήσω κι ἐγὼ μὲ τὴ σειρά μου γιὰ τοὺς τόνους καὶ μετὰ νὰ προχωρήσω στὸ θέμα τὸ δικό μου, μὲ τὸ ὁποῖο συνδέονται. Τὸ θέμα τῶν πνευμάτων καὶ τῶν τόνων δὲν ἔχει μιὰ σημασία πρακτικὴ ἢ χρηστική. Δὲν τὸ ἀντιμετωπίζουμε ὑπ᾿ αὐτὴ τὴν ἔννοια. ῎Εχει μία σημασία πνευματική, βαθύτερη, οὐσιαστικότερη. ῎Εχει μία σημασία ποὺ ξεπερνάει τὶς ἐπιδόσεις μας στὴν ὀρθογραφία καὶ θέλω νὰ πῶ τὸ ἑξῆς παράδειγμα: Οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα δὲν ἐγγράφονταν πρῶτα, ὑπῆρχαν ὅμως. Ὑπῆρχαν διότι προφέρονταν. Ἡ προφορὰ αὐτὴ κάποτε ἐσίγησε καὶ τὸ γεγονὸς αὐτὸ συνέβη περίπου στὰ χρόνια τῶν Ἀλεξανδρινῶν. Ἐσίγησαν μὲν οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα, ἀλλὰ εἴχαμε ἕνα παράδοξο ἱστορικὸ φαινόμενο ποὺ ὰκριβῶς πρέπει νὰ μᾶς καταστήσει προσεκτικοὺς στὴν βαθύτερη διάσταση τοῦ προβλήματος. Δηλαδή, ἐπειδὴ ἀκριβῶς οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα ἔχουν νὰ κάνουν μὲ τὴ βαθύτερη μουσικὴ διάσταση τοῦ λόγου κι ἐπειδὴ ὁ λόγος ἦταν πρῶτα μουσική, ὑπῆρξαν κι ἐπιβίωσαν ὡς ἐγγραφὲς ἀσυνείδητες. Τὸ ἀποτέλεσμα ποιό ἦταν; ῞Οτι ἡ τέχνη ποὺ δημιουργήθηκε μετά, χωρὶς κανεὶς νὰ ξέρει ὀξεῖες, βαρεῖες καὶ περισπωμένες, ψιλὲς καὶ δασείες, δηλαδὴ τὸ δημοτικὸ τραγούδι καὶ ἡ ἐκκλησιαστικὴ μουσική, ἦταν ὅλη βασισμένη στὴν ἀσυνείδητη ἐγγραφὴ τῶν μουσικῶν ρυθμῶν, οἱ ὁποῖοι ρυθμοὶ ἐσφράγιζαν τὴν γλῶσσα. Τὶ σημαίνει αὐτὸ σήμερα; Σημαίνει ὅτι ἐὰν στὴ ζωή μας ἔχομε ν᾿ ἀντιμετωπίσουμε ἕνα πρόβλημα, τὸ πρόβλημα ἑνὸς πολιτισμοῦ, ὅπου ἀποχωρίζει τὸ νόημα ἀπὸ τὴν εἰκόνα καὶ μεταβάλλει τὴν εἰκόνα σἐ νόημα, ἡ ὕπαρξη —συνειδητὰ ἢ ἀσυνείδητα— στὸ πνεῦμα μας, αὐτοῦ τοῦ ἀρχέτυπου καὶ τοῦ ἀρχέγονου ρυθμοῦ εἶναι τὸ τρομακτικὸ ἐκεῖνο ὅπλο ποὺ διαθέτουμε ἐμεῖς γιὰ νὰ γλυτώσουμε ἀπὸ αὐτὴν τὴν κατάσταση, ἡ ὁποία πνίγει μέχρις ἀσφυξίας τὸν κόσμο, ὁ ὁποῖος τὰ ἐπινόησε. Ὑπ᾿ αὐτὴν τὴν ἔννοια οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα ἔχουν τὴν ἀξία ποὺ ἔχουν οἱ κολῶνες τοῦ Παρθενῶνος, χωρὶς καμία ἀμφιβολία. Γιατί; Γιατὶ ἀκριβῶς μνημειώνουν τὴν ἀρχέγονη ἐκείνη διάσταση τοῦ λόγου, ποὺ ἐὰν θὰ παραμείνει συνειδητὰ θὰ μᾶς ἐπιτρέψει νὰ βαδίσουμε τὸν δρόμο μας, τὸν δρόμο ἑνὸς πολιτισμοῦ ποὺ δὲν ἀποχωρίζει τὸ νόημα ἀπὸ τὸ πρᾶγμα, γιατὶ ἡ οὐσία τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ ποὺ ἐκφράζεται, ποὺ ὑλοποιεῖται στὴν ὕπαρξη τῶν τόνων καὶ τῶν πνευμάτων, εἶναι ἡ ἑνότητα τοῦ σώματος καὶ τοῦ πνεύματος, ἐνῶ ἡ κρίση τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ εἶναι ὁ χωρισμὸς τοῦ πνεύματος καὶ τοῦ σώματος. Καὶ φυσικὰ αὐτὸ τὸ πρᾶγμα ἕνας γραμματικὸς δὲν μπορεῖ νὰ τὸ διανοηθεῖ, ἀλλὰ θὰ τοῦ τὸ διδάξει ἡ Μπέλλου, ἡ ὁποία ὄντως δὲν ξέρει ὀρθογραφία. Ὁ Σαββόπουλος δὲν ξέρει ὀρθογραφία, ἀλλὰ μιλάει μέσα ἀπὸ τὸ κατάβαθο, ποὺ τοῦ ἐπιβάλλει αὐτὴ τὴ βαθειὰ πνευματικὴ ἑνότητα, τὴν ἀνάγκη νὰ εἶναι ἑνωμένο τὸ σῶμα μὲ τὸ πνεῦνα. Αὐτὸ μπορεῖ νὰ τὸ δοῦμε ἂν πάρουμε ἕνα βιβλίο βυζαντινῆς σημειογραφίας καὶ ἂν πάρουμε μία παρτιτούρα τραγουδιῶν πρὸ δεκαετίας. Ἡ παρτιτούρα ἔχει τὶς λέξεις ἀνεξαρτήτως τῆς μουσικῆς, ἔχει τὶς λέξεις μὲ τοὺς τόνους καὶ τὰ πνεύματα, ἡ βυζαντινὴ σημειογραφία εἶναι τὸ μόνο δεῖγμα γραφῆς τοῦ μεσαίωνος ὅπου οἱ λέξεις δὲν ἔχουν τόνους καὶ πνεύματα, διότι οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα εἶναι τὰ μουσικὰ σημεῖα. Ἀκριβῶς στὴν ἴδια πνευματικὴ διάσταση τοῦ προβλήματος, στὴν ἀνάγκη δηλαδὴ ἑνὸς ἰδιοπρόσωπου νεοελληνικοῦ πολιτισμοῦ, ἐντάσσεται καὶ τὸ πρόβλημα τῆς γλῶσσας ὄχι ὡς πρόβλημα ἐπιλογῆς τύπου, ἀλλὰ ὡς πρόβλημα δυνατότητας πνευματικῆς δημιουργίας. ᾽Εὰν σήμερα ἡ πνευματικὴ δημιουργία μέσα ἀπὸ τοὺς μηχανισμοὺς τῶν μέσων μαζικῆς ἐπικοινωνίας σκοτώνει τὴ γλῶσσα, διότι ἀποχωρίζεται αὐτὸ ποὺ πρὶν ἧταν ἑνωμένο, καὶ συνεπῶς ἀποσπᾶ τὸ νόημα ἀπὸ τὸν ὑλικὸ φορέα, ἐμεῖς ἔχουμε ἕνα τρομακτικὸ προνόμιο. Τὸ γεγονὸς δηλαδὴ ὅτι ἀκολουθεῖ μόνιμα καὶ σταθερὰ ἡ λογία παράδοση τὴν φωνὴ τὴν ζωντανὴ καὶ κατ᾿ αὐτὸ τὸν τρόπο δὲν τὴν ἀφήνει ποτέ, στὸν βαθμὸ ποὺ θὰ συμβαδίζουν, νὰ ἐκπέση σὲ ἁπλὴ εἰκόνα, ποὺ σημαίνει ὅτι ἔχουμε τὴν δυνατότητα μιᾶς παιδείας καὶ μιᾶς λογοτεχνείας ἀκριβῶς σὲ μιὰ ἐντελῶς διαφορετικὴ βάση. Μιλώντας λοιπὸν σήμερα ὑπ᾿ αὐτὸ τὸ πρῖσμα, νομιμοποιούμεθα νὰ μιλᾶμε γιὰ τὴν λογία παράδοση, ὄχι σκεπτόμενοι τὸ παρελθόν, ἀλλὰ ἀτενίζοντας τὸ μέλλον.


1. [Σημείωση Γ.Χ.] Στὶς Παρεμβάσεις, ὁρισμένοι σύνεδροι, πιστοὶ στὴν ἰδεολογία τους, χρησιμοποίησαν τὸ μονοτονικὸ σύστημα. Παρ᾿ ὅλη τὴν ὀπτικὴ μόλυνση ποὺ προκαλεῖται ἔτσι στὸν ἱστοχῶρο μας, διαλέξαμε νὰ κρατήσουμε αὐτούσια τὰ κείμενα, ὄχι βεβαίως ἀπὸ σεβασμὸ γιὰ τὴν ἐπιλογὴ τῶν ἀτόμων αὐτῶν —γιατί νὰ τοὺς σεβαστοῦμε ἀφοῦ οἱ ἴδιοι οἱ μονοτονιστὲς δὲν σέβονται τὴν τονικὴ ἐπιλογὴ κανενός;— ἀλλὰ γιατὶ θεωροῦμε ὅτι αὐτὸ θὰ βοηθήσει τὸν ἀναγνώστη στὴν ὀρθότερη ἑρμηνεία, κατανόηση καὶ ἀξιολόγηση τῶν λεγομένων τους. Κατὰ MacLuhan: The medium is the message, καὶ ἐδῶ τὸ medium εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἀκρωτηριασμένη ἑλληνικὴ γραφή. 

KIPEPOS Banner
Open right side only for printing