| Πνευματικὴ ἔκπτωση;[τοῦ Δημήτρη Σ. Ταμπάογλου, Καθημερινὴ τῆς 5ης Ἰουνίου 1994.] Ὅταν πέφτει στὴν ἀντίληψή μας ἀκόμη καὶ ἔνδειξη μικρῆς ὕπαρξης σεβασμοῦ τῶν ξένων πρὸς τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα καὶ τὰ ἱστορικά της στοιχεῖα, ἀναλογιζόμαστε μὲ θλίψη ἢ καὶ ὀργὴ τὴν ἀντίστοιχη ἀρνητικὴ στάση ἡμῶν τῶν Ἑλλαδιτῶν πρὸς τὴν γλώσσα μας, ἀφοῦ συχνὰ τὴν ἀκρωτηριάζουμε τονικὰ ἢ ἄλλως πῶς. Σκέπτομαι πὼς θεωρώντας μέρος μόνον τοῦ θέματος ὑπάρχει καὶ μιὰ ὀπτικὴ γωνία δυσελευθερίας στὴν ἐπιλογὴ κατὰ τὴ χρήση τῆς σχετικῆς τεχνολογίας. Ὅταν γράφεις ἰδιωτικὰ μέσῳ πληκτρολογίου τὸ ὁποῖο σοῦ ἐπιβάλλει νὰ ἀφαιρεῖς τόσον τὴν δασεία ὅσο καὶ τὴν περισπωμένη, λόγου χάριν ἀπὸ τὴν ἔννοια «ἱστορικὸς πλοῦτος» τοῦτο, τελείως σχηματικά, εἶναι ὡσὰν νὰ σοῦ ἐπιβάλλουν καὶ νὰ ἀφαιρεῖς ἐσὺ διὰ τῆς βίας ἀπὸ ἄτομο τὰ μάλιστα ἀρρενωπὸ τὸν δασύ, κυματιστό, ἀρειμάνιο μύστακά του τὸν ὁποῖο ἀπὸ μακροτάτου χρόνου μὲ περισσὴ ὑπερηφάνεια τρέφει, ὄντας πλέον μέρος καὶ ἔκφραση τῆς προσωπικότητάς του. Λέγοντάς του, τί τὸν χρειάζεσαι ἀνόητε; Κείρεσθαι τὸν μύστακα. Λὲς καὶ ἡ περηφάνια τῆς γλώσσας ἔπαψε νὰ εἶναι καὶ δική μας. Μὲ τὴν ἀπόφασή μας ἐκείνη τῆς νύχτας πρὸς τὴν 11η Ἰανουαρίου τοῦ ᾿82 δόθηκε τὸ σύνθημα γιὰ νὰ μποῦν στὸ στόχαστρο κάποιες ἀπὸ τὶς νότες τοῦ μουσικοῦ πενταγράφου τοῦ ἑλληνικοῦ γραπτοῦ λόγου (δομικὰ στοιχεῖα τῆς ἀρχιτεκτονικῆς του). Ἀπὸ τὶς ἐπιδοκιμαστικὲς ὁμοβροντίες τῶν κυνηγῶν τῆς ἤσσονος προσπάθειας καὶ ὄχι μόνο, ποὺ ἀκολούθησαν, ἔπεσαν ἀμέσως οἱ ἀλεξανδρινὲς ψιλή, περισπωμένη καὶ ἡ (πολὺ χρήσιμη) δασεία. Ἤδη πέφτει, ἀπὸ βολὲς τῶν κακοποιῶν «μίντια» καὶ ἡ μοναδικὴ τονικὴ νότα ποὺ ἀπόμεινε, ἐνῷ χωρὶς αὐτές, ἡ ἤσσων παιδευτικὴ προσπάθεια (;) ποὺ καταβάλλεται ἔκτοτε, δὲν φάνηκε (ἀναμενόμενη ἀπὸ μερικοὺς) ὡς μείζων προσπάθεια σὲ ἄλλους τομεῖς παιδείας. Δώδεκα χρόνια μετά, ἐκτιμᾶται ἀπὸ ὁρισμένους ὅτι δὲν ἐπρόκειτο ἁπλῶς γιὰ τὴν ἔκπτωση των σημείων τῶν λέξεων ἀλλὰ γιὰ σημεῖο ἔκπτωσης πνευματικῆς. Οἱ Γάλλοι διαδήλωσαν τὴν ἀντίθεσή τους στὸ νὰ θιγεῖ ἡ ἀντίστοιχη ἱστορικότητα στὸ θαύμα (rêve τονούμενο) τῆς γλώσσας τους. Μιλώντας γιὰ τὴν μουσικότητα τῆς γλώσσας ἡ σκέψη μᾶς (τὸ «μᾶς» περισπᾶται) πηγαίνει στὴν «Ἐκκρεμῆ δωρεὰ» τοῦ Νικηφόρου Βρεττάκου ὅπου γράφει πὼς ἂν φεύγοντας, συναντήσει ἀγγέλους στὸν οὐρανὸ θὰ τοὺς μιλήσεις ἑλληνικὰ γιατὶ αὐτοὶ δὲν γνώριζουν γλῶσσες, μιλᾶνε μεταξύ τους μὲ μουσική. Ἐπίσης, συνειρμικὰ ἀνακαλεῖται στὴ μνήμη ἐκεῖνο τὸ ὡραῖο ἄρθρο τοῦ μακαριστοῦ συνεργάτη τῆς Καθημερινῆς Τάσου Λιγνάδη γραμμένο τὸν Ὀκτώβριο τοῦ ᾿86 μὲ τίτλο «Τὸ μυστικὸ τραγούδι τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας». Ἡ ἀφορμή, πιστεύω ὄχι ἀδικαιολόγητα, γιὰ τὶς πιὸ πάνω σκέψεις —μὲ κάποιες παρεκβάσεις— δόθηκε παρατηρώντας τὸ δεύτερο συνθετικὸ ὀνομασίας μιᾶς διεθνοῦς φήμης ἀμερικανικῆς ἑταιρίας ποὺ κατασκευάζει «micro-products» γιὰ ὑπολογιστὲς (ἀποθήκευση δεδομένων). Πρόκειται γιὰ τὴν ὀνομασία Micropolis (ἔτσι τὸ γράφουμε στὴν Ἑλλάδα) ἡ ὁποία ὅμως δὲν σύγκειται ἐκ τῶν ἑλληνικῶν λέξεων μετοίκων micro καὶ polis (κατὰ τὸ metropolis) ὅπως ἐκ πρώτης ὄψεως φαίνεται. Ἡ ἐξήγηση εἶναι νομίζω ἁπλὴ — ἡ ξένη κατασκευάστρια ἑταιρία ἐγγράφως αὐτοαποκαλεῖται «MICROPΩLIS» (μὲ Ὠμέγα), δηλ. «micro - πώλης» ἢ ἐπὶ το ἑλληνικότερο «micro - πώλις ἑταιρία». Κατὰ τὸ (ὁ) ἀνθοπώλης ἢ (ἡ) ἀνθοπώλις. Διερωτῶμαι πῶς μπορεῖ ἀλλιῶς νὰ δικαιολογηθεῖ (;) ἡ ὕπαρξη τοῦ ὠμέγα σ᾿ αὐτὴ τὴ θέση ἀνάμεσα στοὺς λατινικοὺς χαρακτῆρες. Τὸ γράμμα Ω δὲν εἶναι βέβαια ἄγνωστο στοὺς λατινογράφους. Γνώριζα πὼς οἱ ξένοι «ἀνθίστανται» στὴν κατάργηση τοῦ πολυτονικοῦ, μὲ τὸ νὰ διατηροῦν στὴ γλώσσα τους τὴ δασεία (h) στὶς πάμπολλες δασυνόμενες ἑλληνογενεῖς λέξεις. Μόλις χθὲς μοῦ δόθηκε ἡ ἐντύπωση ὅτι... ἀντιστέκονται καὶ στὴν ἐπαπειλούμενη κατάργηση ἀπὸ ἐμᾶς τῆς ἱστορικῆς ὀρθογραφίας της γλώσσας μας (ἀρχίσαμε ἤδη μὲ στὶλ ἀπὸ τὶς ξένες λέξεις καὶ δὲν ἀργοῦμε νὰ γράψουμε Σέξπιρ). Νὰ ἔχουν ἄραγε περισσότερη γνώση οἱ ξένοι φύλακες;... Οἱ περιπέτειες τοῦ ἑλληνικοῦ ἀλφαβήτου[τοῦ ἰδίου, Καθημερινὴ τῆς 25ης Ἰανουαρίου 2001] Τὴ μεγάλη του κατρακύλα τὸ ἑλληνικὸ ἀλφάβητο σὲ ὄφελος τοῦ λατινικοῦ τὴν πῆρε μετὰ τὴν κατάργηση τῶν τόνων καὶ τῶν πνευμάτων (μὲ πρόσχημα καὶ πρωτοστατοῦντα τότε τὸν ὑπολογιστὴ) ἐκείνη τὴν ἀποφράδα νύχτα τοῦ Κοινοβουλίου μας, (11.1) πρὶν ἀπὸ 19 χρόνια. Σήμερα, φαίνεται πὼς μέχρι τὸν ἐφιαλτικὸ ἐκεῖνο παραμερισμό τους αὐτὰ φύλαγαν Θερμοπῦλες! Ἀκολούθησαν τότε τὰ πρῶτα κρούσματα τελείως ἄτονων λέξεων καὶ πολλαπλασιάσθηκαν ἐκεῖνα γραφῆς μὲ λατινικοὺς χαρακτῆρες. Δειλὰ ξεπροβάλλει καὶ ἡ γραφὴ «ἑλληνοαγγλικῶν» φράσεων τύπου σλόγκαν πρὸς τὸ παρόν, ὅπως ἡ ὀργουελλικὴ «all iasis». Ἂν ὄντως τῆς τὸ ζητοῦσε τῆς πολιτείας ἡ Ἀκαδημία μας —ἔκκληση τοῦ καθηγητοῦ κ. Κ. Ρ. Νιάρχου, «Κ» 12.1— ἴσως ἡ πρώτη καὶ νὰ παραδεχόταν ὅτι τὰ γραμμικά μας σύμβολα δὲν ἦταν, δὲν εἶναι πιὰ ἄχρηστα. Ἂς εἴμαστε ρεαλιστὲς γιὰ τὴν προσφορά τους στὸν ρόλο ἀνάσχεσης τοῦ ἐκλατινισμοῦ τοῦ ἀλφαβήτου κι ἂς μὴν περιοριζόμαστε ἁπλῶς σὲ κάποιο παλαιότερο, μελαγχολικὰ εἰρωνικὸ γιὰ ἐκείνη τὴν κατακριτέα ἀπόφαση κατάργησής του σχόλιο μας, ὅπως τὸ πιὸ κάτω: Οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα, εὔγραμμα, τί κι ἂν μυστικὰ στὸ ἑλληνικὸ παραπέμπουν; — ἀφοῦ χρήσιμα δὲν εἶναι πιά! Τί κι ἂν μένουν εὔμορφα τοῦ Παρθενώνα τὰ χαλάσματα; — ἀφοῦ ἐδῶ ἡ Ἀθηνᾶ δὲν λατρεύεται πλέον. | ||||
Ἄνοιγμα δεξιᾶς πλευρᾶς μόνο γιὰ ἐκτύπωση |